|
το лингв. этимон, первооснова #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово этимон? — έτυμο как на (ново)греческом будет слово первооснова? — έτυμο как с (ново)греческого переводится слово έτυμο? — этимон, первооснова — αμασκάλη — μήνιγξ — σταυρίδι — στροβιλισμός — δαιμονιόπληκτος — εκάτερος — ανθόκλαδο — ξανακεντάω — ανεφάντης — τρίτροχος — ιστορικότητα — δερματογόνος — αναπόδειχτος — ψόφος — σπάρθηκα — αναδρομικώς — αγωγιάζω — κεντρομόλος — μεσαύλιο — επείγον — ψελλισμός |
|||