|
1. глубочайший; 2. : τά ~α — тайники души #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово глубочайший? — τρίσβαθος как с (ново)греческого переводится слово τρίσβαθος? — глубочайший — κολοκοτρώνης — λύγισμα — μεταφράζω — ωόλιθος — κρυπτογραφικά — σταχυολόγημα — αφόβητος — διαγώνισμα — πεδίκλωμα — συγκοιμώμαι — πεδινός — εξωγήινος — καταπόρφυρος — φαγεδαινικός — ξαναζεσταίνω — βρέγμα — μαμά — αξαρόλητος — νεανικότητα — γραμματοσημομανία — ξαναγυρνώ |
|||