|
отологический #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово отологический? — ωτολογικός как с (ново)греческого переводится слово ωτολογικός? — отологический — αχητό — ελαιοφυτεία — εκχωρητήριον — τεκτονισμός — μπουφεδάκι — μαδαρός — λερώνομαι — φιογκάκι — αιματοσπερμία — βαίνω — ιστιοφόρος — ρινόμακτρο — δακτυλωτός — μελισσώνας — απίδι — θέρμη — κορίτσι — ανάταση — αναμοιομορφία — αστερεοποίητος — σκούξιμο |
|||