|
το частая сеть (для ловли мелкой рыбы) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово частая сеть? — αθερινιό как с (ново)греческого переводится слово αθερινιό? — частая сеть — ξεψαρωμένος — κοχλιοτομέας — μαγκαλάκι — αυτοσυγκράτηση — σαρκοφαγικός — ένοχος — αξόνιο — φουσκωτός — σειρήνα — κατεργασία — άπειρο — κάταρξη — σκουπίζω — χρεώνω — εναντιογνωμονώ — περίγυρος — λαξευτός — λιγουλάκι — γέψιμο — στρώνομαι — οφθαλμοπορνεία |
|||