|
(αόρ. απίσχνανα, παθ. αόρ. απισχνάνθην) иссушать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово иссушать? — απισχναίνω как с (ново)греческого переводится слово απισχναίνω? — иссушать — Ακριβή — Πετρούπολη — κωλοπαιδαρέλι — κουλτουριάρα — αληθώς — θρησκειολογία — εποικοδόμημα — ελαύνω — γκολ — καρτερία — γνωμάτευμα — τορπιλλίζω — αποφθείρω — αναλυτής — κατακλείω — αραχνοΰφαντος — μεταφυτευτής — αεροδέρνομαι — κοροϊδεύομαι — ενιαίος — αλωτός |
|||