|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ακορνιζάριστος? — — μερισματόγραφο — γκρεμά — γυροβολιά — βικία — ευθυμολόγος — κερδοσκοπώ — ενδοκαρδίτις — καταβιβασμός — δωδεκάκις — ωμορφονιά — πολυποίκιλος — προσθετός — αυτοπρόσωπος — εφοπλισμός — μεταπήδηση — ξανθίζω — παρασκευάζομαι — αεριστήριος — ευζωνικός — εχθρικότητα — σκαριφίζω |
|||