|
1. кофейный (о цвете); 2. (ή) кофеёк #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кофейный? — καφεδής как на (ново)греческом будет слово кофеёк? — καφεδής как с (ново)греческого переводится слово καφεδής? — кофейный, кофеёк — μαγειριό — κολυμβητική — αντράκλα — εγκιβωτίζω — αναμαλάζω — μισοχαλασμένος — διακριτικά — καβαλλίνα — οδοντόσκονη — γιατρίνα — υννί — φάδι — ελεγκτικός — διασώστρια — συμπύκνωση — παρορμάω — τσάτσα — ταβερνείο — ασχημομούρικος — αραιά — μονιστής |
|||