|
ο 1) налог; 2) пошлина; εισαγωγικός ~ — ввозная пошлина #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово налог? — δασμός как на (ново)греческом будет слово пошлина? — δασμός как с (ново)греческого переводится слово δασμός? — налог, пошлина — αγωνιώδης — απονίφτω — μπαταξίδισσα — σεπτεμβριάτικος — αποτυχία — προγράφω — αρτυσμα — διχοτομούσα — κεφτές — ψυχεδελικός — πελαγίσιος — σόλφεζ — γόπα — εμβέλεια — ρέλιασμα — αγιάζι — λέσχη — ευχαρίστως — χολιάζω — κρημνώδης — μιναρές |
|||