Новогреческий словарь
οξαλικός
οξαλικός
щавелевый
;
~ό οξύ — щавелевая кислота
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
щавелевый
? —
οξαλικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
οξαλικός
? — щавелевый
#
(ново)греческий словарь
—
αγριοφωνάρα
—
αγναντιαστός
—
δωδεκάχρονος
—
γυμνόσκελος
—
ογκανίζω
—
κατάπλατα
—
απόδοση
—
λιβαδήσιος
—
σύμμεικτος
—
ενειμα
—
φακός
—
αδιαχείριστος
—
γεννητικός
—
εφελκίς
—
ετερομερής
—
επιβεβλημένος
—
ριζοσπαστικά
—
αμπροστερεύω
—
σύνεργο
—
κανίστρι
—
φατριασμός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве