|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πολυακόρεστος? — — γοργότητα — γοερότητα — λαχανόπιττα — μίανσις — ανέστιος — πρασίνισμα — αιχμαλωτισμός — αργότερο — ορνιθοτροφία — γαμπρίζω — μεμιάς — πολυέξοδος — χουφτιάζω — άμβλωση — λήστευση — συμπιέζω — εξίδρωση — τίθεμαι — τεκνοποιώ — μαλακτικό — κρυσταλλολυχνία |
|||