Понтийский словарь

Понтийско-новогреческий словарь. Ποντιακό Λεξικό

I часть Α-Γ
II часть Δ-Λ
III часть Μ-Ρ
IV часть Σ-Ω

Понтийско-новогреческий словарь Σ-Ω

Понтийско-новогреческий словарь Σ-Ω

Σ

page===0

σααπής = κύριος, κάτοχος
σααπσούζης = απροστάτευτος
σαβανάζω = περιβάλλω νεκρό με σάβανο
σαβάνασμαν = περιβάλλω νεκρό με σάβανο
σαβανίαγμαν = περιβάλλω νεκρό με σάβανο
σαβανίζω = περιβάλλω νεκρό με σάβανο
σαβανίστρα = γυναίκα που έχει σαν επάγγελμα να σαβανώνει νεκρούς
σάβανο(ν) = σάβανο
σαβανόπον = σάβανο
σαβάνωμαν = σαβανώνω
σαβανώνω = σαβανώνω
σαβάτιν = σμάλτο
σαβάχης = ελαφρόμυαλος, χαζός
σαβαχλάεμαν = υποφώσκει, φέγγω
σαβαχλαεύω = υποφώσκει, φέγγω
σαβαχωτός = λίγο ελαφρόμυαλος
Σαββατιανός = Σαββατιάτικος
Σαββατοκέρακα = μεταξύ Σαββάτου και Κυριακής
Σάββατον = Σάββατο
σαβέκιν = είδος χόρτου όμοιο με βλήτο
σάβουλιν = βαρίδι από μόλυβδο το οποίο κρέμεται από
σαβούρα = έρμα πλοίου
σαβουρεύω = λικμίζω αλώνι, εκτινάσσω, εκσφενδονίζω
σαβουρτίζω = τινάζω
σαβουρώνω = βάζω έρμα στο πλοίο
σαγαπής = κύριος, κάτοχος
σαγιάκιν = είδος χονδρού μάλλινου υφάσματος
σαγίτα = τόξο
σάγκα = μοχλός θύρας, μεγάλη κλειδαριά
σάγκωμαν = κλείνω με την σάγκα
σαγκώνω = κλείνω με την σάγκα
σαγλάμης = ακέραιος, εύρωστος, ισχυρός
σάεμαν = λογαριάζω, υπολογίζω, εκτιμώ, σέβομαι, υποθέτω
σαεύω = λογαριάζω, υπολογίζω, εκτιμώ, σέβομαι, υποθέτω
σαζάνιν = το φυτό βούρλο
σάζιν = είδος εγχόρδου μουσικού οργάνου
σαής = ταχυδρόμος
σάι = σέβας, τιμή
σακάτεμαν = σακατεύω
σακατεύω = σακατεύω
σακάτης = σακάτης
σακατούρα = θέση απόκρυφη, κρύπτη
σακάτωμαν = σακατεύω
σακατώνω = σακατεύω
σακιάρ(ιν) = ζάχαρη
σακιαρλαμά = ζαχαρωτό, καραμέλα
σάκιν = ψάρι ρόμβος
σακκέα = ποσότητα όση χωράει ο σάκος
σακκιάζω = βάζω σε σάκο
σάκκιασμαν = βάζω σε σάκο
σακκίζω = βάζω σε σάκο
σακκίν(ν) = σάκος
σάκκισμαν = βάζω σε σάκο
σακκορράμμιν = κλωστή ειδική με τη οποία ράβουν σάκους
σακκορράφιν = βελόνα χοντρή
σάκκος = επενδύτης, επανωφόρι
σακκούλα = σακίδιο, σακκουλάκι
σακκουλάζω = βάζω στο σακίδιο
σακκουλέα = ποσότητα όση χωράει το σακούλι
σακκούλιν = μικρό σακίδιο, βαλάντιο
σακκουλοδέμιν = δέμα σακουλιού
σακκουλοξύστες = ξύλο με το οποίο αποξέουν το σακούλι του διυλιζόμενου γιαουρτιού για να ανοιχτούν οι πόροι και να γίνει η διύλιση ταχύτερα
σακκουλόπ’λλον = βάζω σε σακούλι
σακκουλώνω = βάζω σε σακούλι
σακκωνάριν = αποθήκη σάκων, αμπάρι, διαχώρισμα αποθήκης γεωργικών προϊόντων
σακομύτης = εκείνος που έχει μύτη πεπλατυσμένη όπως είναι το σχήμα του σάκου
σακώνω = εξαπλώνομαι και καταλαμβάνω χώρο όπως ο ρόμβος
σαλά = φόρος
σαλαβουτίζω = αρπάζω άτακτο το φαγητό
σαλακίαγμαν = συσκευάζω φορτίο για άνθρωπο
σαλακιάζω = συσκευάζω φορτίο για άνθρωπο
σαλακίασμαν = συσκευάζω φορτίο για άνθρωπο
σαλάκιν = φορτίο ξύλων ή χόρτων φερόμενο στη ράχη του ανθρώπου
σαλακόπον = φορτίο ξύλων ή χόρτων φερόμενο στη ράχη του ανθρώπου
σαλαλός = ανόητος, ευήθης, τρελός
σαλαμαλλίζω = μαδώ τις τρίχες
σαλαμανίζω = μαίνομαι, μεταφ. δέρνω δυνατά
σαλαμάντρα = σαλαμάντρα
σαλαμούρα = δρόμος πλήρης από νερά και λάσπη
σαλαχανάς = άνθρωπος άεργος, αλήτης
σαλαχάνεμαν = περιφέρομαι άεργος, αλητεύω
σαλαχανεύω = περιφέρομαι άεργος, αλητεύω
σαλάχιν = οπώρα, καρπός υπερώριμος
σαλαχόρης = ανόητος, μωρός
σαλαχώνω = καρπός που ωριμάζει πολύ
σαλαχωτόν = καρπός μάλλον υπερώριμος
σαλβαράς = εκείνος που φοράει σαλβάρι
σαλβάριν = περισκελίδα εξωτερική ποδήρης ως βράκα
σαλβαρόπον = περισκελίδα εξωτερική ποδήρης ως βράκα
σαλβαρώνω = ντύνομαι με σαλβάρι, αποκτώ σαλβάρι
σαλγάμιν = είδος αχλαδιού, είδος λάχανου του οποίου η ρίζα είναι γλυκειά
σάλεμαν = κινώ, μετακινώ
σαλέμπαλλον = κουρέλι από μάλλινο ύφασμα
σαλένον = μάλλινο ύφασμα
σαλέπιν = σαλέπι
σαλεύω = κινώ, μετακινώ, πειράζω, ενοχλώ
σαλεύω = αναθέτω
σάλιγκος = σαλιγκάρι, κοχλίας
σαλίζω = γίνομαι ιξώδης
σάλιν = σάλι
σαλινεύκουμαι = περπατώ ταλαντεύοντας
σαλκούνι = φόρος
σαλκουντζής = εκείνος που επιβάλλει το φόρο
σαλμίν = το κυλινδρικό ξύλο πάνω στο οποίο τυλίγεται το υφαινόμενο πανί
σαλοβράκης = ατημέλητος
σαλοπάτιν = σκάφη επιμήκης που χρησιμοποιείται ως νεροτριβή μάλλινου υφάσματος
σαλορράμμιν = μάλλινη κλωστή
σαλόσης = αφηρημένος, χαζός
σαλοτάραγον = μαλλοβάμβακο
σαλόχτενον = χτένι αργαλειού μάλλινου υφάσματος
σαλταμάρκα = ανδρικός επενδυτής κοντός
σαλτουράζω = πλέκω ή ράβω βιαστικά και άτεχνα
σάμα = στείρα σκύλα
σαμαβάριν = συσκευή παρασκευής τσαγιού
σαμανάζω = κρυολογώ
σαμαντούρα = σημαντήρ λιμανιού όπου προσδένονται πλοία, ο φελλός του λύχνου ή της κανδήλας
σαμαράζω = κολαφίζω, ραπίζω
σαμαράζω = επιθέτω σαμάρι στο ζώο
σαμαρέα = χαστούκι, ράπισμα
σαμαρίαγμαν = επιθέτω σαμάρι στο ζώο
page===1

σαμάριν = χαστούκι, ράπισμα
σαμαρλαμά = γείσο, θριγκός
σαμαρόξυλα = ξύλα του σαμαριού
σαμαρτζηλίκιν = η τέχνη του σαγματοποιού
σαμαρτζής = σαμαρτζής
σαμάρωμαν = επιθέτω σαμάρι σε ζώο φορτηγό
σαμαρώνω = επιθέτω σαμάρι σε ζώο φορτηγό
σαματά = θόρυβος, ταραχή, σαματάς
σαματατζής = άνθρωπος που προκαλεί θόρυβο, θορυβοποιός, ταραξίας
σαμμοντό = ευθύς ως
σαμόν = αλλά, όμως
σαμουντά = κηροπήγιο, σαμντάνι
σαμουρόγουνα = γούνα από δέρμα σαμουριού
σαμπώνω = κλείνω τα βλέφαρα
σάμπως = σάμπως
σαν = ωσάν, καθώς, όταν, αν
σανία = πίτυρα από ξεφλουδισμένο σιτάρι ή κριθάρι
σανιδένον = το καμωμένο από σανίδια
σανίδιν = σανίδι
σανιδόπ’λλον = σανιδάκι
σανιδώνω = καλύπτω με σανίδια
σανταλέα = ποσότητα όση χωράει σαντάλιν
σαντάλιν = πλοίο ιστιοφόρο, εφόλκιο
σανταλόπον = μικρό ελόφκιο
σανταλτζής = ιδιοκτήτης ή κυβερνήτης πλοίου ιστιοφόρου
σάντζεμαν = αισθάνομαι οξύ πόνο στη κοιλιά, ενοχλώ, πειράζω
σαντζεύω = αισθάνομαι οξύ πόνο στη κοιλιά, ενοχλώ, πειράζω
σαντζή = ισχυρός πόνος στη κοιλιά, σφάχτης
σαντζιλάνεμαν = αισθάνομαι ή έχω οξύ πόνο στη κοιλιά
σάντιλα = καθώς, όπως, πως
σαντιλανεύκουμαι = αισθάνομαι ή έχω οξύ πόνο στη κοιλιά
σαντουκάς = εκείνος που κατασκευάζει κιβώτια
σαντουκέα = ποσότητα όση χωράει το κιβώτιο
σαντούκιν = κιβώτιο
σαντουκόπον = κιβώτιο
σαντουκόπ’λλον = κιβώτιο
σαντούριν = σαντούρι
σαξίν = πήλινο αγγείο σπασμένο
σαπάνα = σφενδόνη
σαπάπ(η)ς = αίτιος
σαπάπ(ιν) = αιτία, αφορμή
σαπαχλανεύκουμαι = ξημερώνομαι αγρυπνώντας μέχρι το πρωί
σαπέας = 1 με 6 Αυγούστου διάστημα δεν κολυμπούν ούτε πλέκουν πανιά στη θάλασσα διότι πιστεύεται ότι σαπίζουν
σαπίζω = σαπίζω
σαπίνα = ξύλο σκωληκόβρωτο, σκόνη ειρημένου ξύλου
σάπισμαν = σαπίζω
σάπκα = κάλυμμα της κεφαλής ανδρών
σάπκαλης = εκείνος που φοράει σάπκα
σαπκόπον = κάλυμμα της κεφαλής ανδρών
σάπλα = μεγάλη χάλκινη κουτάλα
σαπλάκα = ράπισμα, μύτη πεπιεσμένη
σαπλακέα = ράπισμα, κολαφίζω
σαπλακιάζω = ραπίζω, κολαφίζω
σαπόγερος = εσχατόγηρος, γέρος σιχαμένος
σαπόκιν = υπόδημα που φτάνει μέχρι το γόνατο
σαποκοίλης = εκείνος που πάσχει το στομάχι του
σαποκούρα = οτιδήποτε σάπιο
σαπούδιν = πράγμα σάπιο
σαπούρα = οτιδήποτε σάπιο
σαπουράζω = δίδω ραπίσματα
σάπριν = υπομονή
σαπωνάδα = σαπουνάδα
σαπωνάς = σαπωνοθήκη
σαπωνέα = οσμή σαπουνιού
σαπωνίζω = πλένω με σαπούνι, τοποθετώ σαπούνι κάτω από κάτι
σαπώνιν = σαπούνι
σαπωνίτα = αγριόχορτο το οποίο αν τριφτεί με νερό σαπουνίζει
σαπωνογλύσμιν = υπόλειμμα σαπουνιού κατά το πλύσιμο
σαπωνοζώμιν = νερό από πλύσιμο με σαπούνι, σαπουνάδα
σαπωνόπ’λλον = μικρό σαπούνι
σαπωνόχορτον = αγριόχορτο το οποίο αν τριφτεί με νερό σαπουνίζει
σάρα = επιληψία
σαράγιν = οικοδομή μεγαλοπρεπής, διοικητήριο
Σαρακενός = αλλοεθνής μουσουλμάνος
σαρακιανόπουλλον = τέκνο Σαρακηνού
σαρακοστάτ’κα = εν καιρώ της Σαρακοστής
Σαρακοστή = Σαρακοστή
σάραλης = επιληπτικός
σαρανίουμαι = βασανίζομαι
σαράντα = σαράντα
Σαρανταήμερος = ο μήνας Δεκέμβριος
σαρανταπούδαρος = σαρανταποδαρούσα
σαράφ(ιν) = πύον πληγής
σαράφης = αργυραμοιβός, κολλυβιστής
σαρβάλ(ιν) = περισκελίδα εξωτερική ποδήρης ως βράκα
σαργάνα = ζαργάνα
σαργάνιν = ζαργάνα
σαρδέλα = σαρδέλα
σάρεμαν = περικυκλώνω, περιφράσσω
σαρεύω = περικυκλώνω, περιφράσσω
σαρής = ξανθός
σαρίζω = στεγνώνω
σαρίκιν = σαρίκι
σαριλίκιν = ίκτερος
σαρίτιν = ταινία, σχοινί από καννάβι
σαρουλεύκουμαι = περιτυλίσσομαι, περιπτύσσομαι
σάρπα = αποθήκη γεωργικών και κηπουρικών προϊόντων
σαρπίν = αποθήκη γεωργικών και κηπουρικών προϊόντων
σαρποκοίλης = αδηφάγος, γαστρίμαργος
σαρσά = γυναίκα αναιδής
σαρσάνα = χελιδόνι, γυναίκα ωραία
σαρσαταρίζω = ρέω θορυβωδώς
σαρσατεύω = ταράζω, τραντάζω, κάτω άνω κάτω
σάρτης = σκληρός, τραχύς, μεταφ. ιδιότροπος σκληρός
σαρτίγκα = σαρδέλα
σαρτλαεύω = σκληρύνομαι
σαρτύνω = σκληρύνομαι
σασεύω = απορώ, θαυμάζω, εξίσταμαι
σασιρεύω = κάνω λάθος, τα χάνω, εκείνος που τα έχει χαμένα
σατανάς = σατανάς
σατάφ(ιν) = σεντέφι
σαταφένες = ο καμωμένος ή κοσμημένος από σεντέφι
σάτζιν = θολωτό σιδερένιο έλασμα θερμαινόμενο κάτω του οποίου ψήνουν λαγάνες
σατζολάβασον = λαγάνα ψημένη στο σάτζιν
σατούριν = πλατύ μαχαίρι για τομή κρέατος
σαυρίδιν = σαυρίδι
σαφής = καθαρός
σάφλα = αφρώδες σάλιο
σαφλάκος = σαλιάρης
σαφλαμέας = είδος θαλασσινής μέδουσας
page===2

σαφλάρης = σαλιάρης, σαλιάρικο
σαφλέας = σαλιάρης, σαλιάρικο
σαφλίζω = τρέχουν τα σάλια μου, λερώνω με σάλια
σάφλισμαν = τρέχουν τα σάλια μου, λερώνω με σάλια
σαφλοπάνιν = πανί στο λαιμό και το στήθος του παιδιού για τα σάλια του
σαφλουκίζω = σαλιώνω κάτι
σαχανάζω = παίρνω κάτι με το σαχάνιν
σαχανέα = ποσότητα όση χωράει το σαχάνιν
σαχάνιν = τρυβλίο χάλκινο βαθύ και κασσιτερωμένο έξω και μέσα που χρησιμοποιείται για φαγητό
σαχανόπον = τρυβλίο χάλκινο βαθύ και κασσιτερωμένο έξω και μέσα που χρησιμοποιείται για φαγητό
σάχινας = γεράκι
σαχινοπούλλιν = νεογνό γερακιού
σαχίνος = γεράκι, μεταφ. άνθρωπος γρήγορος, ορμητικός
σάχλα = φλέγμα
σαχλακίσκομαι = στενοχωριέμαι, αδημονώ
σαχλάρης = ο αποχρεμπτόμενος
σαχλέας = ο αποχρεμπτόμενος
σαχλίζω = εκπτύω φλέγματα, αποχρέμπτομαι
σαχλίκης = ο αποχρεμπτόμενος
σάχλισμαν = εκπτύω φλέγματα, αποχρέμπτομαι
σάχνα = δυσωδία από σήψη ή αποσύνθεση
σαχνάζω = μουχλιάζω, μουχλιασμένος
σαχνιάρης = δυσώδης, βρωμερός
σαχνώνω = βρωμώ από σήψη
σάχπωμαν = ρίπτω κάποιον στη γη, πασαλείφω, καταρρίπτω στη γη
σαχπώνω = ρίπτω κάποιον στη γη, πασαλείφω, καταρρίπτω στη γη
σαχταρένος = ο φτιαγμένος από στάχτη
σαχτάριν = στάχτη, τέφρα
σαχταρίτζα = είδος λάχανου, βλίτο, καρπός θάμνου φαγώσιμος
Σαχταροδευτέρα = η Καθαρή Δευτέρα
σαχταροθόλιν = αλισίβα
σαχταροκάτα = γάτα που κάθεται συνεχώς δίπλα στην εστία
σαχταροκατενή = αλισίβα
σαχταροκόλοθον = πίτα ψημένη κάτω από τέφρα πυρακτωμένη
σαχταρομάλεζον = σούπα από στάχτη (λ. παραμυθιού)
σαχταροπάνιν = το πανί της αλισίβας
Σαχταρού = η Σταχτοπούτα
σαχταρούτζα = είδος λάχανου που έχει σταχτί χρώμα, βλίτο
σαχτάρωμαν = αλείφω κάποιον με στάχτη, τρίβω με στάχτη
σαχταρώνω = αλείφω κάποιον με στάχτη, τρίβω με στάχτη
σαχταρωτός = τεφρόχρους
σαχτενίζω = μαδώ
σάχτιν = πατημένη κοπριά βοδιών, η οποία χρησιμεύει ως καύσιμη ύλη
σαχτοκυλισμένος = άρτος σποδίτης
σαχτολάχανα = είδος λάχανου που έχει το χρώμα της τέφρας
σαχτόνερο = νερό της μπουγάδας, αλισίβα
σαχτοπάνιγμαν = ρίχνω σε κάποιον κοπριά ή λάσπη, δέρνω με ξύλο
σαχτόπιτα = πίτα ψημένη κάτω από τέφρα πυρακτωμένη, άνθρωπος κιτρινιάρης
σάχτωμαν = βουτώ κάτι σε σταχτόνερο
σαχτώνω = βουτώ κάτι σε σταχτόνερο
σαχτώνω = σκορπίζω την κοπριά βοδιών στη μάνδρα για να πατηθεί και να γίνει σάχτιν, σκορπίζω σκουπίδια, κάθομαι απότομα κατά γης
σβήνω = σβήνω
σβήσιμον = σβήσιμο
σβηστός = σβηστός, σβησμένος
σβολούμαι = μεταφ. μαυρίζω από το κακό μου, τα χάνω
σγαλίζω = σκαλίζω, μεταφ. ανιχνεύω, ερευνώ
σγάρα = σκάρα
σγάρικος = καχεκτικός, φιλάσθενος
σγάρτα = στέμφυλα
σε = εις
σεβαΐν = μεταξωτό ύφασμα κεντημένο με χρυσό ή αργυρό νήμα, γυναικείο ένδυμα από το προηγούμενο ύφασμα
σέβας = ευλάβεια, σεβασμός
σεβελάζω = σχηματίζω δράγματα νήματος, κούκλες, μεταφ. παχαίνω
σεβέλιν = δράγμα νήματος, κούκλα, κουβάρι, προγούλι
σεβκιλής = αγαπητός, προσφιλής
σεβλέας = σαλιάρης, σαλιάρικο
σεβντά = έρωτας
σεβνταλανεύκουμαι = ερωτεύομαι
σεβνταλής = ερωτευμένος
σεβνταλίκιν = έρωτας
σέβω = σέβομαι
σέθα = σκόρος, θαλάσσιο πτηνό ιχθυοφάγο
σεθάζω = φαγώνομαι από σκόρο
σεθάριν = σκοροφαγωμένο
σεθοκόφκουμαι = φαγώνομαι από σκόρο
σέθρα = σκόρος, θαλάσσιο πτηνό ιχθυοφάγο
σεθώ = φαγώνομαι από σκόρο
σείγω = κινώ, σείεται γίνεται σεισμός
σείξιμον = κίνηση, σωματική ευλυγισία
σειρά = σειρά
σειράδα = έθιμα, συνήθεια
σειραλαεύω = αραδιάζω
σειράνεμαν = απολαμβάνω τη θέα
σειρανεύκουμαι = απολαμβάνω τη θέα
σειρανίζω = απολαμβάνω τη θέα, διασκεδάζω περπατώντας
σειράνιν = θέα ή απόλαυση της θέας
σειράνισμαν = απολαμβάνω τη θέα, διασκεδάζω περπατώντας
σεΐριν = θέα ή απόλαυση της θέας
σεϊρτζής = θεατής
σεισμός = σεισμός
σείστε = μοχλός σιδήρου
σείω = κινώ, σείεται γίνεται σεισμός
σεκέριν = ζάχαρη
σεκερλεμέ = ζαχαρωτό, καραμέλα
σεκερλίν = αυτό που είναι παρασκευασμένο από ζάχαρη
σεκερόπον = λίγη ποσότητα ζάχαρης
σεκεύω = ξηλώνω, ξεριζώνω
σεκίτιν = το δέντρο ιτιά
σέλα = σέλα
σελαμέτιν = απαλλαγή από δεινά, σωτηρία
σελαμετλίκιν = χαιρετισμός
σελάχ(ιν) = είδος όπλου
σελβέτα = αντρικό κεφαλομάντηλο
σελβίν = κυπαρίσσι
σελέκ(ιν) = φορτίο ξύλων ή χόρτων φερόμενο στη ράχη του ανθρώπου
σελεκιάζω = συσκευάζω φορτίο για άνθρωπο
σελεκόπον = φορτίο ξύλων ή χόρτων φερόμενο στη ράχη του ανθρώπου
σελεμάζω = παχαίνω
σελεμεντεράζω = ντύνομαι άκομψα και απεριποίητα
σελεμεντέρης = ακατάστατος και απρόσεκτος στην περιβολή και στο βάδισμα
σελενάζω = πάσχω από επιληψία, κάνω τρέλες
σελενίασμαν = πάσχω από επιληψία, κάνω τρέλες
σελεντή = πλημμύρα
σελέντριν = κατωφερές μέρος χωρίς χλωρίδα
σελήνη = σελήν
σέλιν = χειμαρρώδης πλημμύρα ποταμού
σέλινον = σέλινο
σελοδαβαίνω = παρασύρομαι από πλημμύρα ποταμού ή χειμάρρου
σελοκάθομαι = κάθομαι στη σέλα, ιππεύω
σελοκόφκουμαι = παρασύρομαι από πλημμύρα
page===3

σελοπατώ = πατώ, κάθομαι στη σέλα
σελόφυλλον = φύλλο φυτού με χνουδωτή κάτω επιφάνεια, το οποίο χρησιμοποιείται ως ιαμαντικό επίθεμα σε πληγές
σελτέ = επίστρωμα στρώματος βαμβακερό ή μάλλινο
σεμεράζω = κολαφίζω, ραπίζω
σεμέριν = χαστούκι, ράπισμα
σεμερόξυλα = ξύλα του σαμαριού
σεμερτζηλούχ(ιν) = η τέχνη του σαγματοποιού
σεμερτζής = σαμαρτζής
σεμερώνω = επιθέτω σαμάρι σε ζώο φορτηγό
σεμιγδάλιν = σιμιγδάλι
σενέτιν = χρεωστικό ομόλογο
σενίν = μεγάλος χάλκινος δίσκος
σεντελίζω = λέω αστεία, ευθυμολογώ
σεπέπης = αυτός που παρέχει αφορμή, αίτιος
σεπέπιν = αιτία, αφορμή
σεπίζω = σαπίζω
σέπισμαν = σάπισμα
σέπομαι = σαπίζω
Σέρα = είδος χορού
σεραβάζω = διαπυούμαι
σεράβιν = πύον πληγής
σεραντάβραστος = αυτός που είναι βρασμένος πολλή ώρα
σερανταδώδεκα = αριθμός που δηλώνει το άπειρο
σερανταήμερος = ο αριθμός ζωής σαράντα ημερών
σερανταλείτουργον = λειτουργία μετά των σαράντα ημερών του αποθανόντος
σερανταρίζω = (λεχώνα) συμπληρώνω σαράντα ημέρες μετά τον τοκετό και πάω στην εκκλησία για την καθορισμένη ευχή
σεραντάριν = διάρκεια σαράντα ημερών, βρέφος σαράντα ημερών
σερανταρίτζα = είδος φασολιάς που καρποφορεί σαράντα μέρες μετά την σπορά
σερανταρώνω = (λεχώνα) συμπληρώνω σαράντα ημέρες μετά τον τοκετό και πάω στην
σερασκέρης = αρχιστράτηγος
σερβέτα = αντρικό κεφαλομάντηλο
σεργιανίζω = απολαμβάνω τη θέα, διασκεδάζω περπατώντας
σερεύω = μαζεύω
σεριτάζω = περιτυλίγω με σχοινί φορτίο το οποίο πρόκειται να φορτωθεί σε ζώο
σερίτιν = ταινία, σχοινί από κάνναβη
σερμαγιά = χρηματικό κεφάλαιο για εμπορική επιχείρηση
σερπέτιν = γλυκό ποτό
σερσέμης = παραζαλισμένος μέχρι αναισθησίας, αφηρημένος, χαμένος
σερσεμώνω = παραζαλίζομαι, τα χάνω
σερσεμωτός = παραζαλισμένος, χαζός
σερτάρης = στρατάρχης
σέρτης = σκληρό, τραχύ, μεταφ. άνθρωπος ιδιότροπος, σκληρός
σερτλαεύω = σκληρύνομαι
σερτύνω = σκληρύνομαι
σέτα = σκόρος, θαλάσσιο πτηνό ιχθυοφάγο
σέτε = καθ’ ολοκλήρου, εντελώς
σετεφένος = αυτός που είναι φτιαγμένος ή κοσμημένος από σεντέφι
σετέφιν = σεντέφι
σέτιν = πάτωμα δωματίου
σετώνω = κατασκευάζω πάτωμα δωματίου
σευτελένος = αυτός που είναι παρασκευασμένος από σέσκουλα
σευτελέσιν = ανόητη πράξη
σευτέλης = ανόητος, βλάκας
σευτελίτζα = φυτό που μοιάζει με σεύτελον
σεύτελον = σέσκουλο, τεύτλο
σευτελόρριζον = η ρίζα του τεύτλου
σεύτελος = ανόητος, βλάκας
σευτελόσπορον = ο σπόρος του τεύτλου
σευτελωσύνα = ανοησία, μωρία
σευτελωτός = ανόητος
σεφέριν = εκστρατεία, φορά
σεφερπερλίκιν = εμπόλεμη κατάσταση
σεφίλης = ήσυχος, φρόνιμος, δειλός, συνεσταλμένος
σεφιλίκιν = δειλία, συστολή
σηκωμονή = έγερση, το συμμάζεμα
σηκώνω = σηκώνω
σηκώσιμον = σήκωμα, ανέγερση, αναχώρηση, εκφορά νερού
σημάδα = αρραβώνας
σημαδάτικον = πράγμα που έχει σχέση με μνηστεία
σημάδεμαν = μνηστεία, αρραβώνας
σημαδεύω = σημαδεύω, αρραβωνιάζω
σημάδιν = σημάδι
σημαδοθέσα = η τελετή του αρραβώνα
σημαδοψώμιν = ψωμί που φτιάχνουν ειδικά για τον αρραβώνα και προσφέρεται από τους γονείς του νέου στους γονείς της κόρης
σημαίνω = σημαίνω
σημαντέριν = πράγμα που χρησιμοποιείται ως σημάδι, άνθρωπος βρωμερός
σημαντήρα = σήμαντρο εκκλησίας
σήμαντρον = σήμαντρο εκκλησίας
σήμερον = σήμερα
σημερ’νέσος = σημερινός
σημερ’νός = σημερινός, πρόσκαιρος
σητονιάζω = (ύφασμα) τρώγομαι από σκόρο
σήτος = σκόρος, θαλάσσιο πτηνό ιχθυοφάγο
σιακαρώνω = λιγοθυμά από γέλια
σιάχιν = μαύρο
σιβέλ(ιν) = δράγμα νήματος, κούκλα, κουβάρι, προγούλι
σιβελάζω = σχηματίζω δράγματα νήματος, κούκλες, μεταφ. παχαίνω
σιγαλός = ήρεμος, ήσυχος
σιγανά = ήσυχα, σιγά
σιγανός = ήσυχος, πράος
σιγάνωμαν = συνηθίζω
σιγανώνω = συνηθίζω
σιγερά = σιωπηλά
σιγερός = ήσυχος, πράος, ύπουλος, πανούργος, σιωπηλός
σιγκιάριν = σπόγγος, σφουγγάρι
σιγκίν = το όπλο λόγχη
σίγνα = μελανά στίγματα προσώπου, ουλή, ίχνος ποδιού, κηλίδα, λέρα
σιγναστάριν = πριόνι λεπτουργών για κυκλικές τομές
σιγνώνω = κάνω ουλή
σιγοκουρταρώ = παράγω σιγανό κρότο
σίγουρα = σίγουρα
σιγουραρίζω = εξασφαλίζω
σίγουρης = σίγουρος
σιγουρία = οικονομία
σιδεράζω = αλυσοδένω
σιδεράς = σιδηρουργός
σιδεράσιμον = κηλίδα υφάσματος από σκουριά
σιδερένιν = σιδερένιο
σιδερένος = σιδερένος
σιδερή = αυτός που είναι φτιαγμένος από σίδερο
σιδερικόν = σιδερικό
σίδερο(ν) = σίδερο
σιδεροκόντυλον = σιδερένιος κονδυλοφόρος
σιδερόμηλον = σκληρό μήλο
σιδεροπάγουρα = είδος καρκίνου, άνθρωπος βραδυκίνητος
σιδερόπορτα = σιδερόπορτα
σιδερόσκοινον = αλυσίδα άγκυρας
σιδεροχτύπετος = ο χτυπημένος με σίδηρο
σιδερώνω = σιδερώνω
σιδώνω = περιμαζεύω, συμμαζεύω, περιποιούμαι
page===4

σιδώνω = λερώνομαι
σιζεύω = στραγγίζω
σίκλα = άντλημα ύδατος
σίκνα = μελανά στίγματα προσώπου, ουλή, ίχνος ποδιού, κηλίδα, λέρα
σικουντή = στενοχώρια
σιλά = επιστροφή ξενιτεμένων στην πατρίδα
σιλαλέα = χοντρή ραφή
σιλαλεύω = ράβω πρόχειρα
σιλαλίζω = κάνω αραιά ραφή, τρυπώνω
σιλάλιν = πατητή ραφή με χοντρές βελονιές, τρύπωμα
σιλάλωμα = κάνω ραφή πατητή
σιλαλώνω = κάνω ραφή πατητή
σιλατζής = ξενιτεμένος που επιστρέφει στην πατρίδα
σιλάχιν = όπλο
σιλαχλής = οπλισμένος
σιλαχλίκιν = πλατειά ζώνη που χρησιμοποιείται ως οπλοθήκη
σίλβα = άγριο φυτό με ερυθρούς καρπούς
σιλβέτα = αντρικό κεφαλομάντηλο
σίλγα = βλαστός
σιλγώνω = εκφύω βλαστούς
σιλέ = κόλαφος ράπισμα
σιλεγνύνω = λεπτοκαμώνομαι
σίλεγος = τι λογής
σιλευτέριν = σφουγγαρόπανο
σιλεύω = σφουγγαρίζω, ξεσκονίζω
σιλιγνάζω = κοσκινίζω με ψιλό κόσκινο
σιλίγνη = πυκνό κόσκινο
σιλιγνίζω = κοσκινίζω με πυκνό κόσκινο, μεταφ. λεπτολογώ
σιλίγνιν = πυκνό κόσκινο
σιλιγνιστόν = αλεύρι που κοσκινίστηκε με πυκνό κόσκινο
σιλιγνοκόσκινον = πυκνό κόσκινο
σιλίκιν = νόμισμα του οποίου τα γράμματα έχουν τριφτεί
σιλινεύκουμαι = (ύφασμα) φθείρομαι, καταστρέφομαι
σιλπίρης = εύγλωττος
σιλπιρίζω = μιλώ γρήγορα και ευκρινώς, λέω και δεν πράττω
σιλτούρης = άνθρωπος κουρελής
σιλφών(ιν) = αντλία, άνθρωπος στυγνός στην όψη
σιμά = κοντά
σιμακέσου = κατά τα κοντινά μέρη
σιμαρλάεμαν = παραγγέλλω
σιμαρλαεύω = παραγγέλλω
σιμιγδάλιν = σιμιγδάλι
σιμογειτόνισσα = γειτόνισσα που κατοικεί κοντά
σιμοχώριν = γειτονικό χωριό
σιμσινίουμαι = κατολισθαίνω
σιμσινιχτέρα = μέρος κατολισθικό
σιμσιρένος = αυτός που είναι κατασκευασμένος από πυξό
σιμσίριν = θάμνος πυξός
σιμώνω = πλησιάζω, προσεγγίζω, συνευρίσκομαι
σίνα = θηλειά πλεκτού, πόντος
σιναεύω = σημειώνω κάτι με χαρακτηριστικό σημείο, δοκιμάζω
σιναμά = δοκιμή
σιναμεκή = φυτό του οποίου τα αφέψημα χρησιμοποιούνται σαν καθαρτικό
σιναντεύω = βρωμώ
σιναντίτα = άνθρωπος βρωμερός
σινάπιν = το φυτό σινάπι
σιναπόμηλον = μήλο που έχει αρωματική οσμή
σινδόνιν = σεντόνι
σινεύω = εισδύω, χώνομαι κάπου, κάθομαι συνεσταλμένος και σιώπω
σινίζω = τραντάζω καρπούς δημητριακών σε δίσκο και απομακρύνω τις ξένες ύλες
σινίν = μεγάλος χάλκινος δίσκος
σινόπον = μεγάλος χάλκινος δίσκος
σινόπ’λλον = μεγάλος χάλκινος δίσκος
σινορτάσης = γειτονικός, συνοριακός
σίνωμαν = κάνω θηλιά, αρχίζω να κάνω τους πρώτους πόντους πλεκτού
σινώνω = κάνω θηλιά, αρχίζω να κάνω τους πρώτους πόντους πλεκτού
σιουγκίν = το όπλο λόγχη
σιουνάριν = ανήθικη πράξη
σιούρσιουμας = πολύ πρωί, τα ξημερώματα
σιουρσιουρίζω = τρώγοντας στάζω πάνω μου, είμαι διάβροχος και στάζω νερό
σιουρταλίζω = ράβω βιαστικά
Σιπίριν = αυτή η λέξη λέγεται με την έννοια της εξορίας (Σιβηρία)
σιπουρίζω = ρέω ορμητικά και με θόρυβο (νερό)
σιρά = μούστος, είδος κίτρινου και γλυκού σταφυλιού
σιρά = σούπα από ξεφλουδισμένο και χοντροκομμένο σιτάρι ή κριθάρι
σιράζω = γίνομαι κάτισχνος
σιρβά = σούπα από ξεφλουδισμένο και χοντροκομμένο σιτάρι ή κριθάρι
Σιρία = μεταφ. το απώτατο άκρο του κόσμου
σιρίν = αγέλη, σωρός πολλών πραγμάτων
σίριν = πίαρ γάλακτος, καϊμάκι, γιαούρτι ολόπαχο διυλισμένο και ξηραμένο εντός σακούλας σε σχήμα πίτας
σιρίνεμαν = περιφέρω, περιάγω, σέρνομαι
σιρινεύω = περιφέρω, περιάγω, σέρνομαι
σιρμά = σύρτης
σιρμαλίν = το συνυφασμένο με χρυσόνημα, ένδυμα κοσμημένο με χρυσά ή αργυρά νήματα
σιρόνα = είδος φαγητού
σιρόντορη = χόρτο που χρησιμοποιείται στην παρασκευή χορτόπιτας
σιρτίκιν = παιδί του δρόμου, αλητόπαιδο
σίρωμαν = σχηματισμός καϊμακιού στην επιφάνεια του γάλατος ή γιαουρτιού
σιρώνει = σχηματίζεται καϊμάκι στην επιφάνεια του γάλατος ή γιαουρτιού
σισέ = γυάλινη φιάλη
σίσιν = οβελός, σούβλα στην οποία διαπερνούν τεμάχια κρέατος για ψήσιμο
σίσκος = παχύσαρκος
σισμάνος = παχύσαρκος
σισμανωτός = λίγο παχύσαρκος
σισόπον = γυάλινη φιάλη
σισχά = κρεμμυδόσπορος, κοκκάρι
σίτα = όταν, ενώ εκεί
σιταμάζω = μέμφομαι, επιπλήττω
σιταμίαγμαν = μέμφομαι, επιπλήττω
σιτάμιν = μομφή, επίπληξη
σίταν = όταν, ενώ εκεί
σιτάριν = σιτάρι
σίτε = όταν, ενώ εκεί
σιτζίμιν = σπάγκος
σιτλίν = έδεσμα από γάλα και σιτάρι ξεφλουδισμένο όμοιο με το ρυζόγαλο
σιφέ = αμφιβολία, υπόνοια, υποψία
σιφίδιν = νωπό τυρί πιεσμένο σε δοχείο με λίθο σε σχήμα πίτας
σιφταζ’νός = πρώτος
σιφτάν = στην αρχή, πρώτα
σίφωνας = τυφώνας, άνθρωπος αδηφάγος
σιφωνικόν = πράγμα υπερμέγεθες
σιφώνιν = αντλία, άνθρωπος στυγνός στην όψη
σιχαίνεμα = σιχασιά, πράγμα αηδές
σιχαίνομαι = σιχαίνομαι
σιχαντός = σιχαμένος, εκείνος που εύκολα σιχαίνεται
σιχαντώνω = αποστρέφομαι, σιχαίνομαι
σίχασμα = πράγμα σιχαμερό
σίχνα = μελανά στίγματα προσώπου, ουλή, ίχνος ποδιού, κηλίδα, λέρα
σιχόσυκο = είδος συκιάς με λευκά και στρογγυλά σύκα
σιχούνα = λεία επιφάνεια καλοχτενισμένης κόμης
page===5

σιχουντεύω = στενοχωρώ, πιέζω
σιχουντή = στενοχώρια
σιχουνώνω = γίνομαι σαν σιχούνα, αποκτώ λεία επιφάνεια
σιψάκα = είδος μικρής μύγας
σκαθίν = είδος σπουργίτη
σκάλα = σκάλα
σκαλία = είδος παιδικού παιχνιδιού
σκαλίζω = σκαλίζω
σκαλοκέφαλον = η κορυφή της σκάλας
σκαλόνι = μικρό κρεμμύδι
σκαλοπάτιν = σκαλοπάτι
σκαλοπόδιν = σκαλοπάτι
σκαλόπον = σκάλα
σκάλωμα(ν) = έναρξη εργασίας
σκαλώνω = κάνω σκάλα, αρχίζω
σκαλωσία = σκαλωσία
σκάμμα = μέρος σκαμμένο
σκαμνέα = χτύπημα με σκαμνί
σκαμνίζω = προσφέρω σκαμνί για να κάτσει κάποιος, παθ. ενθρονίζομαι
σκαμνίν = κάθισμα χαμηλό, θρόνος βασιλικός
σκαμνίτζα = κάθισμα χαμηλό
σκαμνοκαθίζω = καθίζω κάποιον σε σκαμνί
σκαμνόπον = κάθισμα χαμηλό
σκαμνόπ’λλον = κάθισμα χαμηλό
σκαμπράζω = παραμορφώνομαι, σκεβρώνω
σκαμπρίασμαν = παραμορφώνομαι, σκεβρώνω
σκάμπρωμαν = παραμορφώνομαι, σκεβρώνω, σκληρύνομαι
σκαμπρώνω = παραμορφώνομαι, σκεβρώνω, σκληρύνομαι
σκαμώνω = προσφέρω σκαμνί για να καθίσει κάποιος
σκανάζω = αγανακτώ
σκάνασμαν = αγανακτώ
σκανταλάρης = σκανδαλοποιός
σκανταλία = σκανδαλισμός, σκάνδαλο
σκανταλίζω = σκανταλίζω
σκαντάλισμα(ν) = σκανταλίζω
σκανταλίστας = σκανδαλοποιός
σκανταλιστέας = σκανδαλοποιός
σκάνταλο(ν) = σκάνδαλο, πειρασμός, άνθρωπος ραδιούργος, σκανδαλοποιός
σκάντζα = ποντικοπαγίδα
σκαντζεύω = κινούμαι με τιναγμό
σκαντήλιν = η βολίς των ναυτικών
σκάνω = σκάνω, διαρρηγνύομαι
σκαρίν = το σκαρί ναυπηγείου, θεμέλια οικοδομής
Σκαριώτης = προδότης, καταδότης, κακολόγος, κακεντρεχής
σκαρμόζι = ο σκαλμός της βάρκας
σκαρμός = ο σκαλμός της βάρκας
σκαρώνω = βάζω στο σκαρί, αρχίζω την ναυπήγηση πλοίου, αρχίζω να κατασκευάζω
σκαρωσία = κατάλογος
σκάση = στενοχώρια, πείσμα
σκάσιμον = στενοχώρια
σκασίον = στενοχώρια
σκάσμα = ρήγμα, πάφλασμα και ρήγμα κύματος, μεταφ. στενοχώρια
σκασμονή = στενοχώρια
σκασμοχόλης = πνιγηρός καιρός
σκατάνθρωπος = άνθρωπος βδελυρός, φαύλος
σκαταρία = ευτελής, πρόστυχη
σκατέα = η δυσοσμία του ανθρώπινου κόπρου
σκατέας = άνθρωπος άξιος καταφρονήσεως
σκατέμπαλλον = πανί καθαριότητος βρέφους
σκατένος = αχρείος, φαύλος
σκατερή = αφοδευτήριο
σκατερόν = πράγμα σκατωμένο
σκατέσιν = πράγμα αχρείο, βρώμικο
σκατό(ν) = ο ανθρώπινος κόπρος
σκατόβρωτος = ευτελής, πρόστυχος
σκατογούλης = αυτός που τρώει ό, τι τύχη, πολυφάγος
σκατοκαθοίκι = δοχείο νυκτός
σκατόκολος = ευτελής, ανάξιος λόγου
σκατόπιστος = εκείνος του οποίου η πίστη δεν αξίζει τίποτε
σκατόστομος = αχρειολόγος
σκατοτζούκαλο = δοχείο νυκτός
σκατοφαγία = αχρειότητα, βδελυρότατα, πράξη βδελυρή
σκατοφαγίζω = μεταφ. υβρίζω κάποιον
σκατοφάγος = ευτελής, πρόστυχος
σκατοφούρκαλον = σάρωθρο αποχωρητηρίου
σκατόφταρον = φτυάρι για καθαρισμό αποχωρητηρίου ή μάνδρας
σκατοφώλιν = το απευθυσμένο έντερο
σκατοχούλαρον = ευτελής, πρόστυχος, ραδιούργος
σκάτωμα = λέρωμα με ανθρώπινο κόπρο, πράξεις οχληρές και κακές
σκατώνω = λερώνω με ανθρώπινο κόπρο, καταστρέφω την καλή πορεία υποθέσεων
σκαφέα = εργαλείο σκαφέας
σκαφέας = σκαφτιάς
σκάφη = σκάφη, μεταφ. σκελετός ανθρώπινου σώματος
σκαφιδάζω = βάζω τα ρούχα στη σκάφη για πλύσιμο
σκαφιδέα = ποσότητα όση χωράει μια σκάφη
σκαφιδίκα = σκαφιδάκι
σκαφίδιν = σκάφη
σκαφιδόπον = σκαφιδάκι, μεταφ. ο σκελετός του ανθρώπινου σώματος
σκαφιδώνω = βάζω τα ρούχα στη σκάφη για πλύσιμο
σκαφίζω = καθαρίζω σιτηρά με το σκαφιστήριν
σκαφιστήριν = αβαθής και πλατύς ξύλινος δίσκος μέσα στο οποίο με την ανακίνηση καθαρίζουν σιτηρά από ξένες ύλες
σκάφτες = σκαφτιάς
σκάφτω = σκάφτω
σκάψιμον = σκάψιμο
σκεδάζω = κάνω πρότυπο σχέδιο, έχω κατά νου, μελετώ
σκέδιον = υπόδειγμα πρωτότυπο, πρόθεση, σκοπός, σχέδιο
σκέλι = το σκέλος του ανθρώπινου σώματος
σκεντράζω = κεντρίζομαι, δαγκώνομαι, τσιμπιέμαι
σκεντρίασμαν = τσίμπημα, δάγκωμα
σκέντρον = το ιοβόλο κέντρο ερπετών και εντόμων
σκεντρώνω = εκφύω βλαστό
σκεπάζω = σκεπάζω, καλύπτω, στεγάζω
σκεπαράζω = κόβω με σκεπάρνι
σκεπαρέα = χτύπημα με σκεπάρνι, σκεπάρνι
σκεπάριν = σκεπάρνι
σκεπαρογούζιν = το πίσω μέρος του σκεπαρνιού
σκεπαροδοντέας = αυτός που έχει μεγάλα και εξέχοντα δόντια
σκεπαροδόντης = αυτός που έχει μεγάλα και εξέχοντα δόντια
σκεπαροπελέκεμαν = πελεκώ με σκεπάρνι
σκεπαροπελεκετόρνευτος = ο τορνευμένος με πελέκημα σκεπαρνιού
σκεπαροπελεκετορνεύω = πελεκώ και τορνεύω με σκεπάρνι
σκεπαροπελεκώ = πελεκώ με σκεπάρνι
σκέπασμα(ν) = σκέπασμα, καπάκι
σκεπαχτέριν = σκέπασμα, κάλυμμα
σκεπή = σκεπή, στέγη
σκέπιδας = σκορπιός, σκορπιός ψάρι, σφήκα, άνθρωπος κακεντρεχής, μοχθηρός
σκεπίδιν = σκορπιός, σκορπιός ψάρι, σφήκα, άνθρωπος κακεντρεχής, μοχθηρός
σκεπώνω = καλύπτω με οικοδομική στέγη
σκερπάζω = (σκορπιός) τρυπώ με τη δηλητηριασμένη ουρά
σκερπός = σκορπιός
page===6

σκευάζω = βάζω κάτι στο σκεύος
σκευερόν = αποθήκη μαγειρικών σκευών
σκευϊκά = μαγειρικά σκεύη
σκευοζώμιν = το ακάθαρτο νερό των μαγειρικών σκευών
σκευοκάτζι = τεμάχιο υφάσματος χοντρό για το πλύσιμο των μαγειρικών σκευών
σκευοπλύστρα = τεμάχιο υφάσματος χοντρό για το πλύσιμο των μαγειρικών σκευών
σκευοπλύτε = τεμάχιο υφάσματος χοντρό για το πλύσιμο των μαγειρικών σκευών
σκευοπλύτρα = τεμάχιο υφάσματος χοντρό για το πλύσιμο των μαγειρικών σκευών
σκευόπον = σκεύος
σκεύος = σκεύος
σκευοσπόγγαρον = σπόγγος με τον οποίο καθαρίζουν σκεύη
σκευτόλαπον = ντουλάπα για σκεύη
σκεύφκουμαι = σκέφτομαι, διανοούμαι
σκήμα = νεύμα
σκιά = σκιά, ίνδαλμα κατοπτρισμένου
σκιαδάζω = σκιάζω
σκιάδιν = σκιά, ίνδαλμα κατοπτρισμένου
σκιάζω = σκιάζω
σκίζω = σκίζω
σκιλλοκρόμμυδον = είδος αγρίου κρεμμυδιού
σκιρρά = με τρόπο χοντρό, χοντρά κοφτά
σκιρραίνω = πυκνώνω
σκιρρόγαλαν = γάλα πρόβειο φθινοπωρινό το οποίο αν βράζει σε μέτρια πυρά γίνεται ημίπηκτο
σκιρρός = πυκτός
σκιρρώνω = γίνομαι πηκτός
σκίσιμον = σκίσιμο
σκισμάτιν = αποσχισμένο ξύλο από κορμό δέντρου
σκιστός = σχισμένος
σκιστούρα = ο πρωκτός, σχισμή, χαραμάδα
σκλάβος = σκλάβος
σκλαβούνικο = ποδήρες ένδυμα σταυρωτό
σκλαβώνω = σκλαβώνω
σκλέπα = κασίδα του κεφαλιού, πληγή πυορροούσα
σκλεπάζω = κασιδιάζω
σκλεπάρης = κασιδιάρης, αυτός που είναι πλήρης με πληγές
σκλεπίνος = υβριστικώς, ευτελής, πρόστυχος
σκοινάζω = δένω με σχοινί
σκοινάς = ο κατασκευαστής σκοινιών
σκοινί(ν) = σκοινί
σκοινοκόμμιν = κομμάτι σκοινιού
σκοινοκόφτες = κλέφτης
σκοιστείος = στοιχειό
σκολάζω = σκολάζω
σκόλασμαν = σκολάζω
σκολείον = σχολείο
σκομίζω = εισκομίζω
σκομπρί = σκουμπρί
σκοπεύω = σκοπεύω
σκοπός = σκέψη, σκοπός, γνώμη
σκορδάς = αυτός που πουλάει σκόρδα
σκορδένεν = αυτό που είναι φτιαγμένο με σκόρδο
σκορδές = η οσμή του σκόρδου
σκορδίτα = είδος αγρίου σκόρδου
σκόρδο(ν) = σκόρδο
σκορδογλύνιν = το γουδί του σκόρδου
σκορδοκάντζιν = σκελίδα σκόρδου
σκορδοκέφαλον = η υπόγειος βολβώδης ρίζα του σκόρδου, είδος δηλητηριώδους χόρτου όμοιο με σκόρδο
σκορδοκέφαλος = παρωνύμιο των Τούρκων, οι οποίοι φέρουν στο κεφάλι λευκό στρόφιο
σκορδοκόπανον = παρωνύμιο των Τούρκων, οι οποίοι φέρουν στο κεφάλι λευκό στρόφιο
σκορδοκούτιν = το γουδί όπου τρίβεται το σκόρδο
σκορδολιά = σκορδαλιά
σκορδομάλεζον = αλευρόσουπα καρυκευμένη με σκόρδο
σκορδοτζάγκια = αγριόχορτα φαγώσιμα που μοιάζουν με σκόρδο
σκορδοτρίφτης = το γουδί όπου τρίβουν το σκόρδο
σκορδώνω = καρυκεύω φαγητό με σκόρδο
σκορπάζω = τρυπώ με δηλητηριώδη ουρά (σκορπιός)
σκορπέσιν = σκορπιός
σκόρπιδας = σφήκα
σκορπίδιν = σκορπιός, σκορπιός ψάρι, σφήκα, άνθρωπος κακεντρεχής, μοχθηρός
σκορπίζω = σκορπίζω, διασκορπίζω
σκορπίος = σκορπιός, σκορπιός ψάρι
σκορπίσματα = σκορπίσματα
σκοτεινά = σκοτεινά
σκότεινα = το πρωινό σκότος πριν ξημερώσει
σκοτεινάδα = σκοτεινάδα
σκοτεινάζω = σκοτεινιάζω, νυχτώνει, σκοτεινός
σκοτεινασία = μέρος θεοσκότεινο
σκοτείνεμαν = το πρώτο εσπερινό σκοτάδι
σκοτεινεύω = νυχτώνει, θαμβώνομαι
σκοτεινός = σκοτεινός, αφεγγής, σκοτεινά, μεταφ. μυστηριώδης, ύποπτος
σκοτεινώνει = σκοτεινιάζει, νυχτώνει
σκοτία = σκότος, σκοτεινά
σκοτιδερός = υποσκότεινος
σκοτίδι = σκοτάδι, σκότος
σκοτίζω = σκοτώνω, φονεύω
σκότωμα(ν) = σκότωμα
σκοτωμάτιν = σκότωμα
σκοτωμονή = φόνος, σκοτωμός
σκοτωμός = σκοτωμός, φονεύω, σκοτώνω, καταπονώ, κουράζομαι, καταπονούμαι,
σκοτωτά = μέχρι θανάτου, μεταφ. μέχρι πλήρους κοπώσεως
σκοτωτέρα = τόπος σκοτωμού, σκοτώστρα
σκουβαρίουμαι = παραζαλίζομαι
σκουλαρίκιν = σκουλαρίκι
σκουλαρικόπ’λλον = σκουλαρίκι
σκούλλεμαν = κατεργάζομαι το σκουλί του ερίου, χειροτονώ διάκονο
σκουλλεύω = κατεργάζομαι το σκουλί του ερίου, χειροτονώ διάκονο
σκουλλιάζω = ασπρίζουν τα μαλλιά μου σαν τα σκουλιά της καννάβεως
σκουλλίν = σκουλί ερίου, προϊόν της καννάβεως κατεργασμένο
σκούλλισμαν = το έθιμο να ζυμώσουν τρίχες του νεοφώτιστου βρέφους με κερί και να τα κολλήσουν στην κάτω επιφάνεια της κεντρικής δοκού της στέγης
σκουλλοπέτζιν = το δέρμα πάνω στο οποίο χτενίζουν τα σκουλιά της καννάβεως
σκουλλόχτενον = ξύλινο χτένι με αραιά δόντια
σκούλος = γομφός του μηριαίου οστού, το σκέλος πράγματος
σκουλπάνος = το πτηνό ορτυγομήτρα
σκουμπρεράς = ειδικό δίχτυ για την αλιεία σκόμβρων
σκουμπρίν = σκουμπρί
σκουντέα = σπρώξιμο
σκουντζίν = μίσχος καρπών και φύλλων, κάλαμος καννάβεως
σκουντουλίζω = ευωδιάζω, μυρίζω, μυρωδάτος
σκουντουφλίζω = ευωδιάζω, μυρίζω, μυρωδάτος
σκουντώ = σπρώχνω, ωθώ
σκούπα = σκούπα, σάρωθρο
σκουπίζω = σκουπίζω, σαρώνω
σκουπόλαβο = η λαβή της σκούπας
σκουτελέα = ποσότητα όση χωράει το σκουτέλιν
σκουτελεμένος = εκείνος που πήζει στο σκουτέλιν
σκουτέλιν = πινάκιο, τρυβλίο φαγητού
σκουττάριν = λευκή κηρήθρα γεμάτο με μέλι
σκουττουλάδα = ευχάριστη οσμή, ευωδία
σκουττουλίζω = ευωδιάζω, μυρίζω, μυρωδάτος
σκουττούλισμαν = μυροβόλημα
page===7

σκούφα = σκούφια, καμηλαύχι
σκουφίν = σκούφια
σκρίνον = κομός
σκροπός = σκορπιός
σκύλλαγμαν = βρώμα, δυσωδία
σκυλλαγμονή = βρώμα, δυσωδία
σκυλλάζω = βρωμώ όπως το πτώμα σκύλου, αποκτώ τις κακές ιδιότητες του σκύλου
σκυλλάλευρον = πιτυρούχο αλεύρι για τροφή σκύλου
σκυλλαντάρης = αυτός που αποπνέει δυσωδία
σκυλλαντέα = δυσώδης απόπνοια
σκυλλαντέας = αυτός που αποπνέει δυσωδία
σκυλλαντέριν = πράγμα δυσώδες, τόπος δυσώδης
σκυλλαντισμός = δυσοσμία, βρώμα
σκυλλαντίτα = είδος φυτού που αποπνέει δυσωδία, η δυσωδία του σκύλου και γενικός όλες οι δυσωδίες
σκυλλαντίτζα = είδος φυτού δυσώδους, είδος εντόμου δυσώδους
σκυλλάπιστα = σαν άπιστος σκύλος
σκυλλάπιστος = άπιστος σαν το σκύλο
σκυλλάσιν = η νόσος αμυγδαλίτιδα
σκυλλαχούμαι = περιδρομιάζω, τρώγω
σκυλλεύω = εξωμοτώ, τουρκεύω, αγριεύω
σκυλλί(ν) = σκυλί
σκύλλικος = σκυλίσιος, άσπλαχνος, σκληρός
σκυλλίτζιν = σκύλος
σκυλλίτζος = σκυλάκι, μεταφ. μικρό παιδί έξυπνος, τετραπέρατος
σκυλλόβρωτος = ελεεινός
σκυλλογερώ = γερνώ πολύ
σκυλλογνάφι = κακό παιδί
σκυλλογούλης = αδηφάγος
σκυλλογούλιν = γούλα σκυλίσια, μεταφ. αδηφαγία, λαιμαργία
σκυλλοδόντιν = κυνόδοντας
σκυλλοθείος = σκυλίσιος θείος
σκυλλοκεφαλάζω = σκέφτομαι πράγματα κατά, γίνομαι άξιος τιμωρίας
σκυλλοκεφαλία = πρόσωπα που δεν υπακούουν ο ένας τον άλλον που κάνει ο καθένας ότι θέλει
σκυλλοκεφαλίαγμαν = σκέφτομαι πράγματα κατά, γίνομαι άξιος τιμωρίας
σκυλλοκέφαλος = αυτός που δεν υπακούει, απειθής
σκυλλοκεφαλώ = σκέφτομαι πράγματα κατά, γίνομαι άξιος τιμωρίας
σκυλλοκοκκύμελον = άγρια δαμασκηνιά
σκυλλοκόριτζον = (υβριστικώς) κορίτσι σκύλου
σκυλλοκούλουκο = νεογνό σκύλου
σκυλλοκούταβον = νεογνό σκύλου, μεταφ. άτακτο παιδί
σκυλλοκρόμμυδον = είδος άγριου κρεμμυδιού
σκυλλόκρον = κρέας κακής ποιότητας
σκυλλολίμανον = δοχείο μέσα στο οποίο τρώει ο σκύλος
σκυλλολογώ = βρίζω
σκυλλομάλλιν = κοντή τρίχα
σκυλλομάννα = (υβριστικώς) σκύλα μάνα
σκυλλομούντζουνος = σκυλομούρης
σκυλλομυία = κυνόμυς, άνθρωπος μακρόβιος
σκυλλονύφε = (υβριστικώς) σκύλα νύφη
σκυλλόπαιδον = (υβριστικώς) παιδί σκύλου
σκυλλοπεθερός = (υβριστικώς) σκυλίσιος πεθερός
σκυλλοπετζάρης = αυτός που πάσχει από ψώρα
σκυλλοπέτζης = αυτός που πάσχει από ψώρα
σκυλλοπέτζιν = ψώρα
σκυλλοπετζιώ = ψωριάζω
σκυλλόπιστος = άπιστος σαν το σκύλο
σκυλλοπνίχτης = (ειρωνικώς) πλοίο που κινδυνεύει σε ελάχιστη θαλασσοταραχή
σκυλλόπον = σκυλάκι
σκυλλοπόταμος = ποταμός μικρός διαβατός και από τους σκύλους
σκυλλοπρόσωπος = αυτός που έχει μορφή σκύλου, δυσειδής
σκυλλόπ’λον = σκύλος
σκύλλος = σκύλος
σκυλλότα = οι συνήθειες του σκύλου
σκυλλόταφος = εκείνος που είθε να έχει τάφο σαν του σκύλου, δηλ. να μη βρει τάφο
σκυλλούκιν = οι συνήθειες του σκύλου
σκυλλοφάει = φαγητό του σκύλου
σκυλλοφάετος = εκείνος που είθε να τον φάνε οι σκύλοι μένοντας άταφος
σκυλλοφάης = ο φαγωμένος από σκύλο
σκυλλοφαΐα = φαγητό του σκύλου
σκυλλοφούρκιν = μέρος της θάλασσας όπου πνίγουν τους σκύλους
σκυλλόψαρο = σκυλόψαρο
σκυλλόψοφος = εκείνος που είθε να πεθάνει σαν σκύλος
σκυλλοψοφώ = ψοφώ σαν σκύλος
σκυφίζω = τοποθετώ αντιστραμμένα παραλαμβανόμενα από τον τροχό αγγεία πριν φουρνιστούν
σκωλεκέα = η οσμή σκωληκοβρώτους φαγώσιμου
σκωλεκέας = αυτός που είναι γεμάτος με σκουλήκια
σκωλεκιάζω = κουληκιάζω, πάσχω από ελμινθίαση
σκωλεκιάριν = φαγώσιμο που έχει σκουλήκια
σκωλέκιν = σκουλήκι
σκωλεκοβότανον = φάρμακο ελμινθοκτόνο
σκωλεκοφαγωμένος = αυτός που φαγώθηκε από σκουλήκια
σκώφτω = κατηγορώ νέο ή νέα να ματαιώση συνοικέσιο
σμαρίδιν = μαρίδα
σμαρίστρα = μαρίδα
σμελεύω = τρυγώ κυψέλη
σμήλιγγα = μήνιγγες
σμίγω = σμίγω, συναναστρέφομαι, συνέρχομαι, συνουσιάζω, συμφωνώ
σμίλα = το δέντρο σμίλαξ, το δέντρο κέδρος
σμιλάγκιν = το δέντρο σμίλαξ, ο θάμνος αρκουδόβατο
σμίλιν = το δέντρο σμίλαξ, το δέντρο κέδρος
σογάνιν = ευωδιαστό χόρτο που μοιάζει με κρεμμύδι
σόεμαν = ληστεία
σοεύω = ληστεύω
σόικον = αυτό που ανήσει σε γένος, είδος
σοϊλής = αυτός που κατάγεται από καλή γενιά, καλή οικογένεια
σόιν = σόι, γένος, γενιά
σοϊταρής = γελωτοποιός, μίμος
σοκάκιν = σοκάκι
σοκακόσκυλλον = αδέσποτος σκύλος
σόκεμαν = ξύλωμα, ξερίζωμα
σοκεύω = ξύλωμα, ξερίζωμα
σοκροχώματα = η διαδικασία κατά την οποία σε γαμήλια πομπή παρεμβάλλονται κωλύματα σχοινοφράγματα, οδοφράγματα κτλ. αιρόμενα κατόπιν φιλοδωρήματος που παρέχει ο γαμπρός
σόλεμαν = χλώμιασμα
σολεύω = χλωμιάζω
σολημέρα = κατά την μεσημβρία
σολονίτα = είδος άνθους
σολόπης = ανόητος, μωρός
σολοπωτός = λίγο ανόητος
σολούκιν = αναπνοή
σόλτιν = ταινία δέρματος βοδιού
σολτοκόφτω = κόβω δέρμα βοδιού σε ταινίες ίσιου πλάτους
σόμαλος = ομαλός, ίσιος
σόνης = πρόσχαρος, γελαστός
σόπα = σόμπα, θερμάστρα
σοπατζής = αυτός που κατασκευάζει θερμάστρες
σόπιν = ορυκτό στυπτηρία
σοράβ(ιν) = πύον πληγής
σοραβάζω = διαπυούμαι
σορβά = σούπα από ξεφλουδισμένο και χοντροκομμένο σιτάρι ή κριθάρι
σόρδολος = λερωμένος, κουτός
page===8

σόριν = μάλλινο στρωματάκι βρεφικού λίκνου
σορόντελο = είδος φαγώσιμου φυτού
σορόπιν = σιρόπι
σοροφίσι = είδος φαγώσιμου μύκητα
σορροφώ = αρμέγω
σορσορίζω = ρέω με θόρυβο (υγρό)
σορσότα = πελώριο μυθικό πτηνό
σορσόταινα = πελώριο μυθικό πτηνό, μετων. κόρη ζωηρή και εύθυμη
σορσοταρίζω = ρέω με θόρυβο (υγρό)
σορσοτάρισμαν = ροή με θόρυβο (υγρό)
σορσοτίτζα = είδος πτηνού
σοσονίζω = φυσώ με τη μύτη, λαχανιάζω
σοσόνιν = σκύλος (στη παιδική γλώσσα)
σόταν = όταν, ενώ
σουβά = σοβάς
σουβάεμαν = σοβάντισμα
σουβαεύω = σοβαντίζω
σουβαμά = τοίχος σοβαντισμένος
σουβατζηλούκιν = η τέχνη του σοβαντίσματος
σουβατζής = σοβατζής
σουβάχιν = σοβάς
σουβαχλάεμαν = σοβάντισμα
σουβαχλαεύω = σοβαντίζω
σουβλίν = σουβλί, οβελός
σούγλα = σούβλα
σουγλάζω = δίνω σουβλιές, ερεθίζομαι (πληγή)
σουγλέα = πληγή που προθενήθηκε με σουβλί
σουγλερός = σουβλερός
σουγλίζω = σουβλίζω, γίνομαι κάτισχνος σαν σουβλί
σουγλίν = σουβλί, οβελός
σουγουρία = οικονομία
σούγουρος = σίγουρος
σουγραρίζω = εξασφαλίζω
σούζουδο = ζιζάνιο σίτου που δίνει στο ψωμή ιδαίτερη οσμή
σουκουντή = στενοχώρια
σουλαλεύω = ράβω πρόχειρα
σουλάλι = πατητή ραφή με χοντρές βελονιές, τρύπωμα
σουλαλίζω = κάνω αραιά ραφή, τρυπώνω
σουλάχ(ιν) = όπλο
σουλαχλής = οπλισμένος
σουλεϊμανίν = δηλητήριο
σουληλάγγειν = πράγμα επίμηκες και σωληνοειδές
σουλπούρης = εύγλωττος
σουλπουρίζω = μιλώ γρήγορα και ευκρινώς, λέω και δεν πράττω
σουλτούρα = ευκίνητη γυναίκα
σουλφάτον = το φάρμακο κινίνο
σουμά = κοντά
σουμαδεύω = σημαδεύω, αρραβωνιάζω
σουμάδιν = σημάδι
σουμαρλαεύω = παραγγέλλω
σουμουχώριν = γειτονικό χωριό
σουμώνω = πλησιάζω, προσεγγίζω, συνευρίσκομαι
σουναεύω = σημειώνω κάτι με χαρακτηριστικό σημείο, δοκιμάζω
σουναμά = δοκιμή
σουναντεύω = βρωμώ
σουνάχ(ιν) = συνάχι
σουναχούμαι = συναχώνομαι
σουντούκιν = κιβώτιο
σουράτιν = το τυρόγαλα που υπολείπεται μετά την εξαγωγή του τυριού
σουράτιν = μορφή, όψη
σουρβά = σούπα από ξεφλουδισμένο και χοντροκομμένο σιτάρι ή κριθάρι
σούρεμαν = οδηγώ το κοπάδι, εκτοπίζω, εξαφανίζω
σουρίζω = σφυρίζω
σουρίν = αγέλη, σωρός πολλών πραγμάτων
σουριχτέρα = σφυρίχτρα
σουρκανίζω = έλκω, σύρω στη γη
σουρμαλλίζω = τραβώ από τα μαλλιά της κεφαλής
σουρμαλλού = γυναίκα αναμαλλιασμένη, γυναίκα παλαβή
σουρμελίν = το συνυφασμένο με χρυσόνημα, ένδυμα κοσμημένο με χρυσά ή αργυρά νήματα
σουρουκανίζω = έλω, σύρω στη γη
σουρούκιν = λεπτός και μακρής κορμός δενδρυλλίου που σύρεται στη γη για μεταφορά
σουρουκόπον = λεπτός και μακρής κορμός δενδρυλλίου που σύρεται στη γη για μεταφορά
σουρούλιν = είδος αλοιφής για πληγές
σουρουνεύκουμαι = σέρνομαι κατά γης
σουρσουράζω = τρέμω από το ψύχος, τρεμουλιάζω
σουρσουρέας = αυτός που είναι ευαίσθητος στο ψύχος και τρέμει
σουρσουρίζω = τρέμω από το ψύχος, τρεμουλιάζω
σουρσούρισμαν = τρεμούλιασμα από το ψύχος
σουρσούρωμαν = τρεμούλιασμα από το ψύχος
σουρσουρώνω = τρέμω από το ψύχος, τρεμουλιάζω
σουρταρεύω = σώζομαι από ασθένεια
σουρταρίζω = σέρνω κάτι πάνω στη γη
σουρτί = οτιδήποτε κεντιέται
σουρτούκιν = αλητόπαιδο
σουρτούκο = κοντό πανωφόρι
σουρτώ = κεντώ, τσιμπώ
σουρώνω = σπρώχνω μέσα, χώνω
σούς = επιφώνημα προς επιβολή σιωπής
σούσ(ιν) = οβελός, σούβλα στην οποία διαπερνούν τεμάχια κρέατος για ψήσιμο
σουσαμέλαδον = σησαμέλαιο
σουσάμι(ν) = σουσάμι
σουσεύω = στραγγίζω
σουσουνίζω = φυσώ με τη μύτη, λαχανιάζω
σουσουρίζω = τρέμω από το ψύχος, τρεμουλιάζω
σουσουρίζω = σφυρίζω
σουσουρούκιν = σφυρίχτρα
σουσουρώνω = τρέμω από το ψύχος, τρεμουλιάζω
σουσουρώνω = τρέμω από το ψύχος, τρεμουλιάζω
σουσπασίνα = η σύζυγος του αρχιαστυνόμου
σουσσούμιν = μετων. άνθρωπος υγιής και ευτραφής, άνθρωπος αηδής
σουσχά = κρεμμυδόσπορος, κοκκάρι
σουφαάζω = τρώω ψωμί μαζί με προσφάγι
σουφάει = προσφάγι
σούφρα = σούφρα, πτυχή, τυρίδα, ο ελαστικός λαιμός της κάλτσας
σουφραλίν = αυτός που έχει σούφρες
σουφράριν = αυτός που έχει σούφρες, ρυτιδωμένος
σουφρίν = ο πρωκτός
σουφρίντερον = ο πρωκτός
σουφρίτζα = ο ελαστικός λαιμός της κάλτσας
σούφρωμα = πτύχωση υφάσματος, σούφρωμα, σχηματισμός ρυτίδων στο πρόσωπο, μεταφ. δειλία
σουφρώνω = σουφρώνω, κάνω πτυχή, συστέλλω, περιμαζεύω, φέρω ρυτίδες, μεταφ. σκυθρωπιάζω, αισχύνομια, δειλιώ
σουφρωτός = σουφρωμένος
σουχουντή = στενοχώρια
σούχρα = λυκόφως
σουχράζει = σουρουπώνει, βραδιάζει
σουχράσμα = λυκόφως, σουρούπωμα
σουχρία = λυκόφως, σουρούπωμα
σουχρίασμαν = λυκόφως, σουρούπωμα
σούχρωμαν = σουρούπωμα, βράδιασμα
σουχρώνει = σουρουπώνει, βραδιάζει
page===9

σοφά = ξύλινο κρεβάτι
σοφαγιάζω = τρώω ψωμί με προσφάγι
σοφάει = προσφάγι
σοφία = σύνεση, σοφία
σοφλάκα = βάτραχος
σοφουλούς = ο φανατικός με τη θρησκεία του
σοφτάς = θεολόγος
σοχλεύω = βρίσκω κάτι και τρώω
σοχλού = γυναίκα μυξού
σοχράζει = σουρουπώνει, βραδιάζει
σόχρεμαν = προκοπή
σοχρεύω = επιτυγχάνω, ευδοκιμώ στην εκτέλεση έργου
σοχτοπανίζω = δέρνω αλύπητα
σπάγος = σπάγκος
σπάζω = σφάζω
σπάθα = σπαθί, ξίφος
σπαθά = θήκη σπαθιού
σπαθέα = κτύπημα με σπαθί, πληγή σπαθιού
σπάθη = σπαθί, ξίφος
σπαθί(ν) = σπαθί, είδος κρίνου
σπαθίτζιν = σπαθί
σπαθοκονταρασμένος = αυτός που είναι σκοτωμένος από χτύπημα σπαθιού και κονταριού
σπαθοκονταρέα = χτύπημα σπαθιού
σπαθοκονταρισμένος = αυτός που είναι σκοτωμένος από χτύπημα σπαθιού και κονταριού
σπαθοχόρταρον = φυτό που έχει φύλλα σπαθοειδή θεραπευτικά για τις πληγές, αλοιφή φαρμακευτική από κερί και σπαθοχόρταρο
σπαθόχορτον = φυτό που έχει φύλλα σπαθοειδή θεραπευτικά για τις πληγές
σπαθώνω = σκοτώνω με σπαθί
σπαλέρα = μέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους
σπαλέριν = μέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους, τραχηλιά μικρού παιδιού
σπαλεροδέμα = δέματα με τα οποία δένεται το σπαλέριν
σπαλερόπον = μικρό σπαλέριν
σπαλερώνω = περιβάλλω το στήθως κάποιου με σπαλέριν, περιβάλλομαι με σπαλέριν
σπαλίζω = κλείνω παράθυρο, πόρτα κτλ.
σπαλώ = κλείνω παράθυρο, πόρτα κτλ.
σπανάζω = σκάω κάτι
σπανάκιν = σπανάκι
σπανός = σπανός
σπάνω = ραγίζομαι, παθαίνω κήλη, μεταφ. αγανακτώ
σπαξιμάτιν = ζώο το οποίο είναι για σφαγή
σπάξιμο(ν) = σφαγή
σπάπουλα = είδος παιδικού παιχνιδιού
σπάραγμα = τρόμος
σπαράζω = τρομάζω
σπαράτζιν = σκεύος στο οποίο ο χρυσοχόος καθαρίζει τα μέταλλα
σπαραχτά = σπασμωδικά
σπαρέλιν = μέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους, τραχηλιά μικρού παιδιού
σπαρίδιν = το ψάρι σπάρος
σπάρμαν = σπέρμα
σπάρσιμον = σπορά
σπαρτά = τα δημητριακά γεννήματα
σπαρταρίζω = σπαρταρώ
σπαρτζίζω = τρίβω το σώμα με σπαρτζίν
σπαρτζίν = πλέγμα από σπάρτο ή ύφασμα εριούχο, με το οποίο τρίβουν το σώμα στο λούσιμο
σπαρτζώνω = μεταφ. επιπλήττω, επιτιμώ
σπάση = αγανάκτηση, δυσφορία
σπασία = αγανάκτηση, δυσφορία
σπάσιμο(ν) = σπάσιμο, ράγισμα, κήλη, μεταφ. αγανάκτηση, δυσφορία
σπασίος = αγανάκτηση, δυσφορία
σπάσμαν = σπάσιμο, ράγισμα
σπασμονή = σπάσιμο, μεταφ. αγανάκτηση, οργή
σπαταλάζω = τρυφάω, προξενώ θόρυβο και ταραχή τρέχοντας άνω κάτω, λόγω ασθενείς παύω να γεννώ (για όρνιθες)
σπαταλασμός = σπατάλη
σπατάλεμαν = απερισκεψία, παραλογισμός
σπαταλέσα = πράξεις ανόητες, παράλογες
σπατάλη = τρυφή, σπατάλη, η ωοθήκη της όρνιθας, το ουροπύγιο της όρνιθας, ασθένεια της όρνιθας που προκαλεί φαγούρα και παύση ωοτοκίας
σπαταλία = θόρυβος, ταραχή, γενετήσιο οργασμός
σπαταλού = γυναίκα που θέλει να παντρευτεί
σπαταλώ = τρυφάω, ασχολούμαι με πράγματα περιττά και ανόητα
σπείρσιμον = σπορά
σπείρω = σπείρω
σπελοκάτζης = εκείνος του οποίου εξέχει το μέτωπο και τα βαθουλωμένα μάτια του φαίνονται σαν σπήλαια
σπέλον = σπήλαιο
σπελόπον = μικρό σπήλαιο
σπενταμένος = αυτός που είναι φτιαγμένος από ξύλο σφενδάμου
σπεντάμιν = σφένδαμο, πλάτανος
σπενταμόπον = σφένδαμο, πλάτανος
σπενταμόφυλλον = φύλλο σφενδάμου
σπέντζα = το ράμφος του πετεινού
σπερέν = αφού, επειδή, διότι
σπέρμα = σπέρμα
σπερμακιάζω = κάνω σπόρο
σπερμακιάρης = φυτό που είναι γεμάτο με σπέρμα
σπερματώ = παράγω σπόρο, σποριάζω (για φυτό), μεταφ. παρακμάζω
σπέρω = σπείρω
σπετρόν = είδος μετάλλου
σπήω = καρφώνω
σπίγγω = σφίγγω, συμπιέζω
σπίγξα = αδημονία, στενοχώρια, ανάγκη
σπίγξιμον = σφίξιμο, συμπίεση
σπινίτζι = το πτηνό σπίνος
σπίξιμον = σφίξιμο, συμπίεση
σπιρτέλα = καμινέτο οινοπνεύματος
σπίρτο(ν) = οινόπνευμα
σπίτιν = σπίτι
σπιχτά = σφιχτά, κολλητά
σπιχταίνω = σφίγγω, γίνομαι σφιχτός
σπιχτόπλεχτος = αυτός που είναι πλεγμένος σφιχτά
σπιχτός = σφιγμένος, πηκτός, συμπιεσμένος
σπιχτούρα = δυσκοιλιότητα
σπιχτοχέρης = φιλάργυρος
σπίχτρα = γυναικείο περιδέραιο
σπίχτω = σφίγγω, συμπιέζω
σπιχτώνω = γίνομαι σφιχτός
σπιχτωτός = λίγο φιλάργυρος, γλίσχρος
σπλάχνα = σπλήνα
σπλαχνακός = εύσπλαχνος, πονετικός
σπλαχνία = συμπάθεια, οίκτος, ευσπλαχνία
σπλαχνίζω = εκβάλλω τα σπλάχνα
σπλαχνικά = με στοργή και συμπάθεια
σπλαχνικός = εύσπλαχνος, πονετικός, στοργικός, άδολος, καθαρός
σπλαχνίσκομαι = ευσπλαχνίζομαι, ελεώ
σπλάχνον = τέκνο, τα σωθικά, μεταφ. ευσπλαχνία, οίκτος
σπλάχνωση = ευσπλαχνία, οίκτος
σπλέχνα = σπλήνα
σπλήνα = σπλήνα
σπληνιάζω = πονάει η σπλήνα μου
σπογγάριν = σφουγγάρι
σπόγγη = όργανο με οποίο καθαρίζεται ο φούρνος
σπόγγιγμαν = καθάρισμα με σπόγγο, σκούπισμα
σπογγίζω = καθαρίζω με σπόγγο, σκουπίζω, σαρώνω
page===10

σπόγγισμαν = καθάρισμα με σπόγγο, σκούπισμα
σπογγίτας = ελαφρόπετρα
σπογγιχτέριν = σάρωθρο, σκούπα, πανί με το οποίο καθαρίζουν
σποντοβολάουμαι = προσπαθώ με πλάγιο τρόπο να προκαλέσω πρόσκληση σε τελετή, γάμο, βάπτιση, και ας δεν είμαι καλεσμένος
σποντυλάζω = περνώ σπόνδυλο σε αδράχτι, γίνομαι σαν σπόνδυλος
σποντυλάπιν = αχλάδι σπονδυλοειδές
σποντυλάχραδον = άγριο αχλάδι σπονδυλοειδές
σποντύλιν = ο σπόνδυλος του αδραχτιού
σποντυλίτζα = φαγώσιμο φυτό
σποντυλόπον = ο σπόνδυλος του αδραχτιού
σποντυλώνω = περνώ σπόνδυλο σε αδράχτι
σπορά = σπόρος
σποριδάζω = χωρίζω αγρό με άροτρο σε παράλληλους τομείς, σκορπίζω κατά γης πράγματα σαν να σπέρνω
σπορικόν = το φυτό που αφήνεται για να παράγει σπόρο
σπορικούτιν = κουτί όπου φυλάσσεται ο σπόρος
σπόρος = σπόρος, σπέρμα
σπορώνω = σποριάζω
σποτάλα = τρυφή, σπατάλη, η ωοθήκη της όρνιθας, το ουροπύγιο της όρνιθας, ασθένεια της όρνιθας που προκαλεί φαγούρα και παύση ωοτοκίας
σποταλάζω = τρυφάω, προξενώ θόρυβο και ταραχή τρέχοντας άνω κάτω, λόγω ασθενείς παύω να γεννώ (για όρνιθες)
σποτάλεμαν = απερισκεψία, παραλογισμός
σποταλέσα = πράξεις ανόητες, παράλογες
σποταλία = θόρυβος, ταραχή, γενετήσιο οργασμός
σποταλού = γυναίκα που θέλει να παντρευτεί
σποταλώ = τρυφάω, ασχολούμαι με πράγματα περιττά και ανόητα
σπουγγάρι(ν) = σφουγγάρι
σπουγγίζω = καθαρίζω με σπόγγο, σκουπίζω, σαρώνω
σπουδάζω = σπεύδω
σπουδάζω = σπουδάζω
σπουδαχτά = βιαστικά
σπουδαχτικά = βιαστικά
σπουδαχτικός = βιαστικός
σπουδεύω = βοηθώ κάποιον με λεφτά να σπουδάσει
σπουδή = ταχύτητα, βιασύνη, προθυμία, σπουδή, παιδεία
σπούδια = σπουδή, βιασύνη
σπουδιάζω = σπεύδω, βιάζομαι
σπουδιαχτικός = βιαστικός
σπουταλώ = τρυφάω, ασχολούμαι με πράγματα περιττά και ανόητα
σπραΐστρα = ξύλινη σφραγίδα, με την οποία σφραγίζουν τα πρόσφορα της εκκλησίας
σπυρίδιν = σπυρί
σπυρίν = σπυρί
στα = στάσου
στάβλος = στάβλος
στάγμα = σταλαγματιά, σταγόνα
σταδάουμαι = παρασύρομαι από χιονοστιβάδα
στάδιν = χιονοστιβάδα
σταδοτόπιν = μέρος κατηγορικό και πρανές, γυμνό από δέντρα όπου συχνά γίνονται χιονοστιβάδες
στάζω = στάζω
σταθά = περιοδικώς, κατά διαστήματα χρονικά
σταθερίζω = σταματώ
σταθήριν = στασίδι εκκλησίας
σταθηρώνω = κατασκευάζω στασίδια εκκλησίας
σταθίζω = σταματώ
στακανέα = ποσότητα όση χωράει ένα ποτήρι
στακάνιν = ποτήρι
στακανόπον = ποτηράκι
στάλα = σταλαγματιά, στάλα, σταγόνα
στάλαγμα = σταλαγματιά, στάλα, σταγόνα, ψιχάλα, καταστάλαγμα υγρού
σταλαγματέα = σταλαγματιά, στάλα, σταγόνα
σταλαγμίστρα = σταλαγματιά, στάλα, σταγόνα
σταλαγμίτα = σταγόνα, σταλαγματιά, τρύπα απ’ όπου περνάει το νερό με σταγόνες
σταλαγμός = σταλαγμός
σταλάζω = σταλάζω, ψιχαλίζω, κατασταλάζω, μεταφ. ηρεμώ
σταλαφαρίζω = στενοχωριέμαι πολύ, αδημονώ
σταλαφάρισμαν = πίεση του αίματος, αδημονία
στάλιγμαν = εισαγωγή σε μάντρα
σταλίζω = σταλίζω
σταλίζω = βάζω κάτι όρθιο, σταματώ, στερεώνω, στηρίζω, κατασταλάζω
σταλίζωμαν = το τέντωμα με μεγάλες βέργες του δέρματος πρόσφατα σφαγμένου ζώου για να μη σουφρώσει από την ατμοσφαιρική επίδραση
σταλίν = ιδιαίτερο διαμέρισμα μάνδρας όπου αποχωρίζονται τα νεογέννητα ζώα, μεγάλη κοιλότητα βράχου που χρησιμοποιείται σαν μάνδρα, κοτέτσι
στάλισμαν = σταλίζω
στάλισμαν = στηρίζω, στερέωση, καταστάλαξη υγρού
σταλίστρα = δεξαμενή για συλλογή νερού
σταλίχιν = βέργα με την οποία σταλιχώνουν
σταλιχώνω = με μεγάλες βέργες τεντώνω το δέρμα πρόσφατα σφαγμένου ζώου για να μη σουφρώσει από την ατμοσφαιρική επίδραση
στάλσιμον = αποστολή
στάμα = θερινό βοσκοτόπι, αγέλη ζώων
στάμα = στημόνι
σταμαμηνόν = έδεσμα παρασκευασμένο ειδικά την πρώτη Μαΐου
στάμαν = στην αρχή
σταματώ = σταματώ
σταμεύω = παραθερίζω σε στάμα
σταμνέα = ποσότητα όση χωράει το σταμνί
σταμνί(ν) = χάλκινο σκεύος που χρησιμοποιείται για ύδρευση
σταμνίζω = σταβλίζω
σταμνίν = στάβλος
σταμνόπον = χάλκινο σκεύος που χρησιμοποιείται για ύδρευση
σταμνοστάτες = μέρος της οικίας όπου τοποθετούνται κατά σειρά οι στάμνες
σταμονή = παύση, επίσχεση
σταμπώνω = παύω να ενεργώ, περιέρχομαι σε κατάσταση πλήρους αδράνειας
σταναχωρία = στεναχώρια, αγανάκτηση
στανάχωρος = στενάχωρος
σταναχωρώ = στεναχωρώ
στανικώς = ακουσίως, αναγκαστικώς
στανιό = βία
στανιώς = ακουσίως, αναγκαστικώς
στάξη = ελάχιστη ποσότητα νερού όσο μια σταγόνα
στάξιμο(ν) = στάξιμο, διαρροή νερού
στάπασης = αρχιμεταλλουργός
σταπίδα = σταφίδα
σταπίτζα = σταφίδα
στάρι = σιτάρι
σταροκούκκουτζον = κόκκος σίτου
σταρχή = προμήθεια τροφίμων που είναι αναγκαία για το χειμώνα
σταρχίζω = εφοδιάζω το σπίτι με τρόφιμα αναγκαία για το χειμώνα
στάρχισμαν = προμήθεια των αναγκαίων τροφίμων για το χειμώνα
στάση = κορμοστασιά
στασίδιν = στασίδι εκκλησίας
στασιδόπον = στασίδι εκκλησίας
στάσιμον = ορθοστασία, κορμοστασιά
στασιμονή = σταμάτημα
στατά = κατά τρόπο σιγανό
στατέριν = θέση ειδική όπου τοποθετούνται κατά σειρά τα δοχεία γάλακτος, δοχείο όπου πήζει το γάλα και γίνεται γιαούρτι
στατέτες = αυτός που παραθερίζει σε θερινό βοσκοτόπι
σταυραετός = σταυραετός
σταυραετωσύνη = η ιδιότητα του σταυραετού
σταυράπιν = αχλάδι που ωριμάζει τον Σεπτέμβρη καθώς έρχεται η γιορτή του σταυρού
σταυράχαντον = η άγρια τριανταφυλλιά από την οποία κατασκευάζονται σταυροί
σταυρειδής = σταυρειδής
Σταυρενός = Σεπτέμβριος
Σταυρέτ’κον = αυτός που ανήκει στο Σταυρέτεν
page===11

σταυρί = το ιερό οστό
σταυρίδιν = είδος ψαριού όμοιο με σκόμβρο
σταυρίτα = είδος φαγώσιμου χόρτου, του οποίου τα φύλλα μοιάζουν με σταυρό
Σταυρίτες = Σεπτέμβριος
Σταυριτέσιν = καρπός που ωριμάζει το Σεπτέμβριο
σταυρίτζα = είδος φαγώσιμου χόρτου, του οποίου τα φύλλα μοιάζουν με σταυρό
σταυροδρόμιν = σταυροδρόμι
σταυροκάθουμαι = κάθομαι με πόδια σταυρωτά
σταυροκοκκύμελον = είδος δαμασκηνιάς που ωριμάζει το Σεπτέμβριο
σταυροκρανέα = κρανιά που ωριμάζει το Σεπτέμβριο
σταυρολάχανον = φυτό άγριο φαγώσιμο που έχει φύλλα σταυροειδώς διευθετημένα
σταυρολογισκούμαι = συλλέγω σταυρούς, μεταφ. σταυροκοπιέμαι
σταυρόπιστος = Χριστιανός
σταυροπόλεμος = ο ανταγωνισμός κατά την γιορτή των Θεοφανείων στην θάλασσα για το ποιος θα πιάσει τον σταυρό
σταυρόπον = σταυρουδάκι
σταυροπροσκύνεση = η γιορτή της σταυροπροσκυνήσεως
σταυρός = σταυρός
σταυροστάτιν = διασταύρωση
σταυρότα = η σπονδυλική στήλη, ραχοκοκαλιά
σταυροτέαλο = σταυροβελονιά
σταυρούτζα = είδος φαγώσιμου χόρτου, του οποίου τα φύλλα μοιάζουν με σταυρό
σταύρωμα = διασταύρωση της χορδής της ηλακάτης για να γίνει αντίθετο γύρισμα του σπονδύλου, σταυροδρόμι
σταυρώνω = σταυρώνω, διασταυρώνω δύο πράγματα, διευθετώ χιαστί τα νήματα στήμονα, θέτω επάλληλα τα τέσσερα άκρα υφάσματος ανά δύο, ανταλλάζω λόγους στη συνδιάλεξη
σταύρωσες = οι δεσμίδες στις οποίες αποχωρίζουν το στημόνι στο αργαλειό
σταυρωτά = σταυρωτά
σταυρωτός = σταυρωτός, διασταυρούμενος
στάφνη = στάφνη
σταφνίζω = σταφνίζω
σταφυλάζω = γίνομαι σαν σταφύλι
σταφυλάς = αυτός που πουλάει σταφύλια
σταφυλέα = η οσμή των σταφυλιών
στάφυλη = σταφυλίτης
σταφυλήτρα = σταφυλίτης, έντομο που σφυρίζει δυνατά τις φθινοπωρινές νύχτες
σταφύλιν = σταφύλι
σταφυλίτα = αγριόχορτο που έχει καρπό βοτρυώδη
σταφυλίτες = σταφυλίτης
σταφυλίτζα = αγριόχορτο που έχει καρπό βοτρυώδη
σταφυλοζώμιν = γλεύκος των σταφυλιών
σταφυλόπον = σταφύλι
σταφυλώνω = γίνομαι σαν σταφύλι
σταχίζω = εφοδιάζω το σπίτι με τρόφιμα αναγκαία για το χειμώνα
σταχολογώ = διαβάζω ευχή για νεκρό ή κόλλυβα
σταχόνω = σχηματίζομαι σε στάχυ, αποκτώ κορμό (σιτάρι), στοιβάζω στάχυα σε θημωνιά
στάχτη = στάχτη, τέφρα
στάχυν = στάχυ
στάχωμαν = στάχωμα, βιβλιοδέτηση
σταχώνω = σταχώνω, βιβλιοδετώ, εμπλέκομαι, ασθμαίνω, λαχανιάζω, κουράζομαι, αποκάμνω
στέαρ = στέαρ, το περιτόναιο
στεβάζω = στεγάζω
στέβος = στέγη
στεγάδα = στέγη, σκεπή
στεγάδιν = στέγη, σκεπή
στεγάζω = στεγάζω
στέγασμαν = στέγασμα
στέγη = στέγη
στέγνα = τόπος στεγνός
στεγνασία = τόπος στεγνός
στεγνίτα = στεγνά
στεγνιτώνω = στρώνω στο δάπεδο της μάνδρας στεγνά χόρτα για να προφυλαχτούν τα ζώα από το ψύχος
στεγνοπαναγία = μετων. άνθρωπος ύπουλος, υποκριτής
στεγνοπαναγίτζα = μετων. άνθρωπος ύπουλος, υποκριτής
στεγνός = στεγνός, μεταφ. αδύνατος, ισχνός
στέγνος = ξηρασία, το στέγνωμα
στεγνοφαγία = ξηροφαγία
στέγνωμαν = στέγνωμα
στεγνώνω = στεγνώνω
στεγνωσία = ξηρασία
στεγοκάρφα = καρφιά ειδικά για την στερέωση σανίδων επικλινούς στέγης
στέγος = στέγη
στεθίν = στήθος
στειλάριν = ξύλινη λαβή αξίνας, σκαπάνης, σκεπαρνιού
στείλσιμον = αποστολή
στείλω = στέλνω, αποστέλλω
στείρεμαν = στείρευση γαλακτοφόρου ζώου, στείρευση πηγής, στέρηση
στειρεμός = στέρηση, ένδεια
στειρεύω = παύω να παρέχω γάλα (για ζώα), παύω να παρέχω νερό (για πηγή)
στειρομάλλιν = μαλλί από στείρο πρόβατο
στειρομούλαρον = ζώο στείρο σαν το μουλάρι
στειρόν = στείρο ζώο, μεταφ. άγονος αγρός
στειρώνω = γίνομαι άγονος, αποχερσούμαι (για έδαφος)
στέκω = στέκω, μένω αργός, παύω, σταματώ, παραμένω
στέλα = εργαλείο των ναυπηγών
στελάζω = βάζω λαβή σε εργαλείο
στελακώνω = βάζω λαβή σε εργαλείο, μεταφ. αδυνατίζω
στελέχιν = στέλεχος φυτού
στελί(ν) = ξύλινη λαβή εργαλείου, πελέκεως, αξίνας, σκαπάνης κτλ.
στελίδιν = ο άξονας γύρω από τον οποίον στρέφεται ο τροχός του κεραμέως
στελώνω = βάζω λαβή σε εργαλείο
στέναγμαν = αναστεναγμός
στεναγμός = αναστεναγμός
στενάζω = αναστενάζω
στένεμα = στένεμα, η πλοκή δυο θηλιών σε μια κατά το κλείσιμο της κάλτσας
στενεύω = στενεύω
στένεψη = στένωση
στενόκαρδος = στενόκαρδος
στενολούδ’κον = ύφασμα που έχει στενές χρωματιστές ραβδώσεις
στενόμακρος = στενόμακρος
στενοπρόσωπος = στενοπρόσωπος
στενός = στενός
στένος = στενότητα, δυσχωρία
στενόστομον = στενόστομος
στενόφορος = αυτός που φοράει στενό παντελόνι
στενόχωρα = στενόχωρα
στενοχώρεμαν = στενοχώρια
στενοχωρεύω = στενοχωρώ, αγαναχτώ
στενοχωρία = στενοχώρια, αγανάκτηση
στενόχωρος = στενόχωρος
στενοχωρώ = στενοχωρώ
στενύνω = στενεύω
στένω = στήνω, στερεώνω, σταματώ, φυτεύω
στενώνω = στενεύω
στένωση = στένεμα
στέξιμον = το να στέκεται κανείς αργός, χωρίς να κάνει τίποτα, παραμονή
στερεά = στερεά, σιγά, αργά και ευκρινώς
στερεά = στεριά, μέρος ασφαλές, μεταφ. αντοχή, ηρεμία, ανάπαυση, ησυχία, σταμάτημα
στερέατα = στεριά, μέρος ασφαλές, μεταφ. αντοχή, ηρεμία, ανάπαυση, ησυχία, σταμάτημα
στέρεμα = στείρευση γαλακτοφόρου ζώου, στείρευση πηγής, στέρηση
στερεμονή = στερέωση, ησυχία, παρηγοριά
στερεμός = στέρηση, ένδεια
στερεός = ευσταθής, γερός, στερεός
page===12

στερεύω = παύω να παρέχω γάλα (για ζώα), παύω να παρέχω νερό (για πηγή)
στερέωμαν = στερέωμα, παύση, σταμάτημα
στερεωμένα = ήσυχα, φρόνιμα, με φρόνηση
στερεώνω = στερεώνω, σταθεροποιώ, σταματώ, παύω, καταπραΰνω, καθησυχάζω, αποκαθιστώ κοινωνικώς
στερέωση = σταμάτημα, παύση
στέριωμα = παύση, σταμάτημα, επιδόρπιο
στεριώνω = στερεώνω, σταθεροποιώ, σταματώ, παύω, καταπραΰνω, καθησυχάζω, αποκαθιστώ κοινωνικώς
στεριωτήρι = επιδόρπιο
στεριωφάει = επιδόρπιο
στερνό = τελευταίος
στερνοκαίρης = φθινόπωρο
στερνοκάρι = στερνοπαίδι
στερνοψώμι = είδος άρτου διπυρίτη ψημένο μετά το φούρνισμα
στέσιμον = στήσιμο, το να στέκεται κανείς χωρίς να κάνει τίποτα, αργία
στεφανάτ’κον = ζώο, συνήθως αγελάδα, που έχει λευκό μέτωπο
στεφανίδιν = στεφάνι βαρελιού, ο εκάστοτε σχηματιζόμενος κύκλος νήματος που περιτυλίσσεται σε κουβάρι
στεφάνιν = στεφάνι, φωτοστέφανο αγίου
στέφανος = στέφανος, στέψη
στεφάνωμα = στεφάνωμα
στεφανώνω = στεφανώνω
στεφάνωση = στεφάνωση
στεχαράζω = συγχαίρω κάποιον για την άφιξη ξενιτεμένου προσώπου και γενικώς συγχαίρω για την αγγελία ευχάριστου γεγονότος
στηβλοκουμπάουμαι = κουμπώνομαι με καλαισθησία
στηθοπάνιν = λευκό μεταξωτό κάλυμμα του γυναικείου στήθους
στήθος = στήθος
στήλη = στήλη, κολώνα
στηλώνω = στήνω κάτι όρθιο στη στήλη
στημνοδένω = διευθετώ το στήμονα στο αργαλειό, μεταφ. δένω ωραία τη ζώνη στη μέση
στημνοδέσιμον = με καλαισθησία δέσιμο της ζώνης
στημνοκουμπάουμαι = κουμπώνομαι με καλαισθησία
στημόνιν = στημόνι
στιβαρεύκουμαι = δυσκολεύομαι, διστάζω, στενοχωριέμαι, βαριέμαι
στιβαρός = στιβαρός, δυνατός, ρωμαλέος, δύσκολος
στιβαρύνω = βαριέμαι, οκνώ
στιβείον = μέρος παράλιο όπου στιβίζουν τα πανιά
στιβίζω = απλώνω πανιά στην ακρογιαλιά και τα καταβρέχω με θαλάσσιο νερό για να ασπρίσουν
στιβίστρα = γυναίκα που έχει το επάγγελμα να στιβίζει πανιά
στίγκα = σχοινί του ιστίου πλοίου
στιλπνός = λαμπερός, γυαλιστερός, στιλπνός
στιφείον = μέρος παράλιο όπου στιβίζουν τα πανιά
στιφίζω = απλώνω πανιά στην ακρογιαλιά και τα καταβρέχω με θαλάσσιο νερό για να ασπρίσουν
στιχάριν = ο ιερατικός χιτώνας του ιερέα που λειτουργεί
στοίβα = στοίβα, σωρός, πλήθος ανθρώπων
στοίβαγμαν = στοίβαγμα
στοιβαδέα = στοίβα ξύλων, ξυλαποθήκη
στοιβάζω = στοιβάζω, κάνω σωρό
στοίβασμαν = στοίβαγμα
στοιβαχτά = στοιβαχτά
στοιβαχτός = στοιβαχτός
στοιχείο = στοιχείο
στοιχώ = στοιχώ, περιστοιχίζω
στολή = στολή, περιβολή, στάση, σχήμα
στολίδι = στολίδι, κόσμημα
στολίζω = στολίζω, καλλωπίζω
στόλιν = τραπέζι
στόλισμα = στόλισμα, καλλωπισμός, αμφίεση γαμήλιας περιβολής
στόλος = το σύνολο της περιβολής μαζί με τα κοσμήματα
στολούμαι = στολίζομαι, καλλωπίζομαι
στόμα(ν) = στόμα
στοματέας = λάλος, φλύαρος
στοματοπονίον = πόνος του στόματος
στοματόπονος = πόνος του στόματος
στομαχική = χρόνιο νόσημα του στομάχου
στομάχιν = στομάχι
στομοβότανον = φάρμακο κατά της στομαλγίας
στομοκράτορας = εκείνος που δεν επιτρέπει σε άλλον να μιλάει
στομολόγεμαν = η ομιλία για κάποιον είτε θαυμάζοντας τον για τα προτερήματά του είτε καταλαλώντας εξ φθόνουγια την ευτυχία του
στομολογώ = μιλάω για κάποιον είτε θαυμάζοντας τον για τα προτερήματά του είτε καταλαλώντας εξ φθόνουγια την ευτυχία του
στομολόι = η κατάκριση και καταλαλιά ή και ο έπαινος και θαυμασμός προκαλούν αμφότερα βλάβη του κατακρινόμενου ή επαινουμένου
στομόνι = στημόνι
στομόπον = στόμα
στομόπονος = πόνος του στόματος
στομούκι = αυτός που τηρεί επίμονη σιγή
στομοφαγία = μάτιασμα που προέρχεται από λόγια επαινετικά ή μη
στομοφαγώ = ματιάζω κάποιον επαινώντας τον επίφθονα
στομόχειλα = στόμα και χείλη
στομώνω = φράζω το στόμιο, φτάνω ή προβάλλω στο στόμιο, ακονίζω, τροχίζω όργανο κοφτερό, αμβλύνομαι στην κόψη
στορέα = ιστορία
στορίζω = ιστορίζω
στούα = προστώο οικίας, θολωτό διαμέρισμα οικίας
στουβαδέα = στοίβα ξύλων, ξυλαποθήκη
στουδάρης = κοκαλιάρης
στουδάτες = οστεώδης, κοκαλιάρης
στουδένος = ο φτιαγμένος από κόκαλο
στούδιν = κόκαλο
στουλάριν = στύλος
στουπαλίδα = το χνούδι που χύνεται από το υφαντικό ιστό
στουπάριν = εκείνο που μοιάζει με στουπί
στουπί(ν) = στουπί
στουπίτα = το αγριόχορτο οξαλίδα
στουπίτζα = το αγριόχορτο οξαλίδα
στουποδάκκιν = σακί φτιαγμένο από στουπί
στουπώνω = στουπώνω
στουρακέα = χτύπημα με ράβδο
στουράκιν = βακτηρία, ράβδος
στόχαση = σκέψη, στοχασμός, προσοχή, διάκριση
στοχάσκομαι = βλέπω, διακρίνω, προσέχω, σκέφτομαι
στόχασμαν = στοχασμός, προσοχή
στοχασμός = σκέψη, προσοχή
στοχαστικός = στοχαστικός, προσεκτικός
στόχεμαν = στοχεύω
στοχεύω = στοχεύω, παρατηρώ προσεκτικά
στοχολογίουμαι = κέφτομαι καλά και μετά μιλώ
στραβά = λοξά, στραβά, πλαγίως
στραβογούλης = στραβολαίμης
στραβοκάγκελον = κόσμημα ενδύματος ελικοειδές κεντημένο με χρυσό ή αργυρό νήμα
στραβοκέφαλος = στραβοκέφαλος
στραβοκοράουμαι = τυφλώνομαι
στραβοκόσσαρον = στραβή κότα
στραβολαίμης = στραβολαίμης
στραβομμάτης = τυφλός, αλλήθωρος
στραβομύτης = στραβομύτης
στραβόξυλα = στραβόξυλα
στραβοπάτεμαν = στραβοπάτημα
στραβοπατώ = στραβοπατώ
στραβοπόδαρος = στραβοπόδαρος
στραβοπόδης = στραβοπόδης
στραβοπονίος = η νόσος οφθαλμία
στραβός = στραβός, τυφλός
στραβοστομίζω = μου στραβώνει το στόμα
page===13

στραβόστομος = αυτός που έχει στραβό στόμα
στραβοτέρεμαν = λοξοκοιτώ
στραβοτερώ = λοξοκοιτώ
στραβόχειλος = αυτός που έχει τραβά χείλη
στραβοχέρης = κουλοχέρης
στράβωμαν = στράβωμα
στραβώνω = στραβώνω, τυφλώνω
στραγάλιν = πράγμα εξογκωμένο και σκληρό
στραγγάλα = πράγμα εξογκωμένο και σκληρό, φυτό δηλητηριώδες
στραγγαλάουμαι = δηλητηριάζομαι από στραγγάλαν
στραγγαλίζω = στραγγαλίζω
στραγγάλιν = πράγμα εξογκωμένο και σκληρό
στραγγαλούμαι = στενοχωριέμαι από την πολυφαγία, ζαλίζομαι
στραγγάλωμαν = στενοχωριέμαι από την πολυφαγία, ζαλίζομαι
στραγγίζω = στραγγίζω, στίβω, ξεζουμίζω, εξαντλώ εντελώς
στράγγισμα = στράγγισμα
στραγγουλίζω = στραμπουλίζω
στραμπή = αστραπή
στραμπίζω = αστράφτω
στράτα = δρόμος, οδός
στρατά = παρακελευσματικό προς νήπιο για να βηματίσει
στρατάγια = τα πρώτα βήματα νηπίου
στρατεία = εκστρατεία, οδοιπορία, ξενιτειά, ταξίδι
στράτεμα = στρατός
στρατέτες = στρατιώτης
στρατεύω = βαδίζω στα τέσσερα ή αρχίζω να βηματίζω (για νήπια)
στρατή = βάδισμα, οδός
στρατηγός = στρατηγός
στρατίζω = κάνω τα πρώτα βήματα (για νήπια), οδοιπορώ
στρατίν = μονοπάτι
στράτισμαν = κάνω τα πρώτα βήματα (για νήπια), οδοιπορώ
στρατίτα = άγριο φυτό φαγώσιμο που εκτείνει τους βλαστούς κατά γης από όπου και το όνομα
στρατίτζα = άγριο φυτό φαγώσιμο που εκτείνει τους βλαστούς κατά γης από όπου και το όνομα
στρατιώτης = στρατιώτης
στρατοδέσιμον = έθιμο κατά την γαμήλια πομπή που εμποδίζουν τη διάβαση του γαμπρού αποκλείοντας το δρόμο με σχοινί τεντωμένο, τερματίζεται ο αποκλεισμός κατόπιν χρηματικού φιλοδωρήματος
στρατόπον = στενή οδός, μονοπάτι
στρατός = στρατός
στρατούρα = όργανο μηχανικό, με το οποίο εθίζουν το νήπιο να περπατήσει στεκούμενο όρθιο και βαδίζοντας κατά την στροφή του
στρατόχειλα = τα χείλη της οδού
στραφτάρα = πυγολαμπίδα
στράφτω = αστράφτω
στρέβω = ξερνώ
στρέγω = συγκατανεύω, μένω ευχαριστημένος
στρεπελέσιν = ανόητο πράγμα
στρεφτάριν = σκέπασμα τηγανιού για αντιστροφή του τηγανισμένου εδέσματος
στρεφτός = ο συγκατατιθέμενος
στρέφω = ξερνώ
στρέχκουμαι = υγκατανεύω, μένω ευχαριστημένος
στρέψιμον = ξέρασμα, εμετός
στριγγή = οξεία κραυγή, στριγκλιά
στριγγίζω = κραυγάζω, οδύρομαι, στριγγλίζω
στρίγλα = κοντάρι του αργαλειού
στρίδιν = δέντρο δασικό
στρίχτος = πηκτός, στερεός
στροβίλιν = είδος ρομβοειδούς κοσμήματος σε ύφασμα κεντημένο
στροβιλοκάγκελα = κοσμήματα κεντητά σε γυναικείο επιστήθιο κάλυμμα
στρογγυλάζω = κάνω κάτι σφαιρικό
στρογγυλεύω = στρογγυλεύω
στρογγυλίζω = στρογγυλεύω
στρογγυλίτζα = χοντρό και στρογγυλό φασόλι
στρογγυλομμάτης = αυτός που έχει στρογγυλά μάτια
στρογγυλοπρόσωπος = στρογγυλοπρόσωπος
στρογγυλός = στρογγυλός
στρογγύλωμαν = στρογγύλωμα
στρογγυλώνω = στρογγυλώνω
στρογγυλωτός = στρογγυλός
στρούθα = σπουργίτης
στρούθια = φαγώσιμα αγριόχορτα
στρουλίζω = στολίζω
στρούμπα = λινάρι σφιχτοδεμένο για κοπάνισμα
στρώμα(ν) = στρώμα
στρωματαρέα = αποθήκη στρωμάτων
στρωματάς = στρωματάς
στρωματικόν = μάλλινο στρώμα κλίνης
στρωματοθήκα = αποθήκη στρωμάτων
στρωμοθήτε = αποθήκη στρωμάτων
στρώνω = στρώνω
στρώση = στρώμα, κλίνη
στρώσιμον = στρώσιμο
στρωσίν = στρωσίδια
στυλάριν = στύλος
στυλαρόξυλα = ξύλα από στύλους
στυλίδιν = ο άξονας γύρω από τον οποίο στρέφεται ο τροχός του κεραμέως
στυλίζω = στυλώνω το βλέμμα σε ένα σημείο
στύλισμα = στυλώνω το βλέμμα σε ένα σημείο
στύλος = στύλος
στυλώνω = στυλώνω
στυλωτέριν = σπάργανο στερεωμένο στο αιδοίο του βρέφους για να μη βρέχονται τα άλλα σπάργανα
στυμνός = αβρός, κομψός, επίχαρις, χαρίεις
στύμνωμαν = συγκλείνω τα χείλη μετά χάριτος, νεόνυμφη που δεν μιλάει στα πεθερικά της για χρονικό διάστημα, σκυθρωπιάζω, κατσουφιάζω
στύπα = τουρσιά
στυπάγγουρον = τουρσί
στυπάπιν = αχλάδι που έχει υπόξινη γεύση
στυπασέα = ξινή γεύση, πράγμα ξινό
στυπάχραδον = άγριο αχλάδι ξινό στη γέυση
στυπέα = η οσμή από ξινίλα
στυπειδίν = υπόξινο
στυπειδίτζα = είδος άγριο χόρτου όξινο στη γεύση
στυπεύω = παρασκευάζω τουρσιά
στυπίτα = το αγριόχορτο οξαλίδα
στυπίτζα = το αγριόχορτο οξαλίδα
στυπόγλυκος = γλυκόξινος
στυποειδίν = υπόξινο
στυποζώμιν = το ζουμί των τουρσιών
στυπόμηλον = μήλο με ξινή γεύση
στύπος = ξινός
στύπωμαν = ξίνισμα
στυπωμάτιν = αυτό που προέρχεται από ξίνισμα, το ξινισμένο
στυπώνω = ξινίζω, μεταφ. σκυθρωπιάζω
στυπωτός = υπόξινος
στυφίν = στυφό
στυφίτζα = το αγριόχορτο οξαλίδα
στυχαράζω = συγχαίρω κάποιον για την άφιξη ξενιτεμένου προσώπου και γενικώς συγχαίρω για την αγγελία ευχάριστου γεγονότος
στυψάζω = βάζω κάτι στη στύψη, κατεργάζομαι δέρμα με στύψη
στύψη = το ορυκτό στυπτηρία, στύψα οι κηκίδες της δρυός που περιέχουν στυπτική ιδιότητα
στυψίασμαν = βάζω κάτι στη στύψη, κατεργάζομαι δέρμα με στύψη
στωμέκιν = ξύλινο δοκάρι
συάκιν = το ψάρι ρόμβος
συακώνω = εξαπλώνομαι σαν ρόμβος, γίνομαι απλωτός σαν ρόμβος
συβάλλω = βάζω δύο πράγματα μαζί, συγκρούω δύο πράγματα, μεταφ. διαβάλλω ένα προς άλλον για να διαπληκτιστούν
page===14

συβάλσιμον = τοποθέτηση δύο πραγμάτων το ένα πάνω στο άλλο, διαβολή
συβαλτά = με το ένα άκρο βαλμένο μέσα σε άλλο
συβαστώ = κρατώ με μεγάλη προσοχή
συβοδώνω = συμφιλιώνω ανθρώπους διεστώτας, εχθρικώς διακειμένους, συμβιβάζω
συβουλεύκουμαι = συμβουλεύομαι
σύβραδα = μόλις βραδιάσει
σύβραση = ο ανώτατος βαθμός του βρασμού
σύβρασμα = ο ανώτατος βαθμός του βρασμού
σύγαμπρος = σώγαμπρος
συγγελονόγιν = συγγενολόι
συγγένεια = συγγένεια, συγγενολόι
συγγένεμαν = συγγένεια
συγγενεύω = συγγενεύω
συγγενικός = συγγενικός
συγγενός = ο καταγόμενος από αυτό το γένος
συγγενότε = συγγένεια
συγγενούμαι = εξοικειώνομαι προς κάτι
συγγενωτός = αυτός που έχει μακριά συγγένεια
συγγομάζω = γεμίζω, συμμαζεύω και αποθηκεύω
συγγομίζω = συμμαζεύω
συγγυρίζω = τακτοποιώ, συγυρίζω, πελεκώ, κόβω σύρριζα
συγελώ = εξαπατώ, ξεγελώ
συγέρασμαν = το να γερνάει κάποιος συμβιώντας με κάποιον άλλον
συγερώ = συναντώ
συγηρώ = γερνάω συμβιώντας μαζί με άλλον, γερνάω
συγκάθισμαν = συναναστροφή, συμβίωση
συγκαθίστρα = γυναίκα που συγκατοικεί με άλλη
συγκάθουμαι = κάθομαι με άλλον, συναναστρέφομαι, κατασταλάζω
συγκάματα = συγκάματα
συγκατάβαση = επιείκεια, συγκατάβαση
συγκατζιώνω = συνοφρυώνομαι
σύγκειμαι = ανήκω, αρμόζω, επαρκώ
συγκέφαλος = αυτός που έχει ίδια σκέψη με άλλον, συνομήλικος
συγκλαίω = κλαυθμυρίζω
συγκλίνω = γέρνω, σκύβω
συγκοινωνώ = συμμετέχω
συγκολλίζω = συγκολλώ
συγκόλλισμαν = συγκολλώ
συγκοπίδα = τα χαρακτηριστικά του προσώπου
συγκόριτζον = κόρη ομήλικη με άλλη
σύγκουνα = όλοι μαζί
συγκουντώ = σπρώχνω κάποιον μαζί με άλλο, αναγκάζω κάποιον
συγκράτα = συνεχόμενα
συγκράτεμαν = συγκρατώ, γειτνιάζω, συνέχομαι, διατηρώ σε ακμή τις σωματικές μου δυνάμεις
συγκρατευτά = συγκρατημένα
συγκράτιν = γειτονικός, γειτνιάζον
συγκρατώ = συγκρατώ, γειτνιάζω, συνέχομαι, διατηρώ σε ακμή τις σωματικές μου δυνάμεις
συγκρεύω = συγκαλύπτω σε εστία αναμμένο άνθρακα με τέφρα για να μη χωνέψουν γρήγορα και να διατηρηθεί ζώπυρο
συγκρούω = συγκρούω
συγκρύβω = συγκαλύπτω σε εστία αναμμένο άνθρακα με τέφρα για να μη χωνέψουν γρήγορα και να διατηρηθεί ζώπυρο
συγκρύφτε = σιδερένια φτυαράκια με τα οποία συγκρύφτουν τη φωτιά
συγκρύφτω = συγκαλύπτω σε εστία αναμμένο άνθρακα με τέφρα για να μη χωνέψουν γρήγορα και να διατηρηθεί ζώπυρο
συγκυρώ = συναντώ
σύγξυλος = σύξυλος, μεταφ. εμβρόντητος, κατάπληκτος
συγομάζω = παρεμβάλλω κάτι μεταξύ άλλων πραγμάτων, τοποθετώ καταλλήλως πράγματα
συγυρίζω = συγυρίζω, τακτοποιώ
συδάδιν = ξύλο που έχει φλέβα από δαδί ή που μοιάζει με δαδί
συδαυλίζω = συδαυλίζω
συδαύλισμαν = συνδαύλισμα
συδρομάζω = βάζω σε ίσιο δρόμο, εκδίδω σε γάμο (κόρη)
συενός = συγγενής
συζεξία = συνεταιρισμός δυο γεωργών που έχουν από ένα βόδι στην περιτροπή καλλιέργεια των αγρών τους
συζευγμένος = ζευγαρωμένος
σύζυγος = σύζυγος
συζυμούμαι = ζυμώνομαι μαζί, μεταφ. συναναστρέφομαι
σύζωμαν = φασολάδα
συθέκω = τακτοποιώ, διευθετώ
σύθετος = σφικτός
σύκα = συκιά
συκάδιν = ξηρό σύκο, ισχάς
συκαμινέα = μουριά
συκαμινίτης = φαγώσιμος μύκητας φυόμενος στην ρίζα συκαμινιάς
συκαμινίτικο = αυτό που είναι παρασκευασμένο από συκάμινα
συκάμινον = μουριά
συκέα = συκιά
συκοκούριν = τμήμα κορμού συκιάς, μετων. κόρη προχωρημένης ηλικίας
σύκον = σύκο
συκότα = καρπός πολύ ώριμος, μαλακός σαν το σύκο
συκόφυλλον = φύλλο συκιάς
συκώνω = λερώνω με σύκο
συκώτα = σπλάχνα
συλαυράζω = παίζω αυλό, τοποθετώ ουροδόχο σωλήνα στο λίκνο βρέφους
συλαύριν = αυλός, φλογέρα, σουραύλι, ουροδόχος σωλήνας τοποθετημένος στο λίκνο βρέφους
συλλείτουργος = ιερείς που συλλειτουργούν
συλλείτρουγον = λειτουργία που τελείται από δυο ιερείς
συλλιβασμένος = συννεφώδης, μεταφ. σκυθρωπός, κατσούφης
συλλιβία = συννεφιά, μεταφ. κατήφεια, σκυθρωπότητα
συλλιβιώ = συννεφιάζω, μεταφ. γίνομαι κατηφής, κατσουφιάζω
συλλίβωμαν = συννεφιάζω, μεταφ. γίνομαι κατηφής, κατσουφιάζω
συλλιβώνω = συννεφιάζω, μεταφ. γίνομαι κατηφής, κατουφιάζω
συλλίδι = θρύμματα, κομμάτια
συλλίκιρον = οίνος αραιωμένος με νερό
συλλογή = συλλογισμός, σκέψη
συλλογιάζω = συλλογίζομαι, αρραβωνιάζω με λόγο
συλλογικά = ήρεμη σκέψη, φρόνηση
συλλογίουμαι = συλλογίζομαι, σκέφτομαι
συλλόγιση = σκέψη, συλλογισμός
συλλογισμέντζα = εκείνη περί της οποίας δόθηκε λόγος αρραβώνα
συλλούτρουγον = λειτουργία που τελείται από δυο ιερείς
συλλοχούμαι = χώνομαι κάπου
συλλυμάδια = θρύμματα, κομμάτια
συλλύσματα = θρύμματα, κομμάτια
συλλύω = τρίβω και μεταβάλλω σε θρύμματα
συμμαλάουμαι = συναναστρέφομαι
σύμμαλλος = δασύτριχος
συμμονάχτρα = γυναίκα μαζί με άλλη μονάζουν σε μοναστήρι
συμπάθειον = το αιδοίο
συμπαίδιν = παιδί συνομήλικο με άλλο
συμπαίζω = παίζω μαζί με άλλον
συμπαίρω = περιλαμβάνω, θορυβούμαι, βρωμώ
συμπεθέρα = συμπεθέρα
συμπεθέρα = συμπέθεροι, συμπόσιο που γίνεται στο σπίτι των γονέων της νύφης μετά από εφτά μέρες γάμου
συμπεθεράζω = συμπεθεριάζω
συμπεθερακός = συμπεθερικό
συμπεθερία = συμπεθεριό
συμπεθερικά = συμπέθεροι
συμπέθερος = συμπέθερος
συμπεθεροσκάμνιν = κάθισμα που προσφέρεται στο μέλλοντα συμπέθερο
συμπεθερωσύνα = συμπεθεριά
συμπέντε = ανά πέντε
page===15

συμπιάνω = συγκολλώ, καταπιάνομαι με κάτι
συμπίασμαν = συγκόλληση
συμπιαστίτζα = το φυτό κολλιτσίδα
συμπιάστρα = το φυτό κολλιτσίδα
συμπιλίζω = εκτελώ κάτι επιτυχώς
συμπινιάρικο = αγγείο που έχει την ιδιότητα να απορροφά το υγρό εντός αυτού
συμπίνω = συμπίνω
συμπλέχκουμαι = συμπλέκομαι, συμφύομαι, συναναστρέφομαι με κάποιον φιλικώς
συμποδάσκουμαι = περιπλέκω τα πόδια και πέφτω
συμποδίζω = περιπλέκω τα πόδια κάποιου και τον κάνω να σκοντάψει και να πέσει, σκοντάφτω
συμπόδισμα(ν) = περιπλέκω τα πόδια κάποιου και τον κάνω να σκοντάψει και να πέσει, σκοντάφτω
συμποδιστέριν = πράγμα που κάνει κάποιον να σκοντάψει
συμπόσιν = συμπόσιο, συμπόσα εδέσματα και ποτά το οποία προσκομίζουν στους γονείς της νύφης την Πέμπτη μετά την Κυριακή του γάμου οι συγγενείς και φίλοι και συμποσιάζουν
σύμπουρνα = πολύ πρωί
συμφέρει = συμφέρει, είναι επικερδές
συμφέρον = συμφέρον
σύμψιλος = ο πολύ λεπτός
συμψυλλίζω = εξετάζω, λεπτολογώ
συμψύλλισμαν = εξετάζω, λεπτολογώ
σύν = ανά
συναγώμιν = συνάθροιση ανθρώπων θορυβώδης
συνακόλουθα = συνακόλουθα
συνάματα = η οικία της νύφης στην οποία προσέρχονται οι καλεσμένοι κατά την τέλεση του γάμου
συναμιλλώ = προκόβω, προοδεύω
συναργαρίν = κατάλευκο
συναργυρίν = κατάλευκο
συνάργυρον = κατάλευκο
συναρμώνω = συναρμολογώ
σύναρο = αραιό
σύναυγα = σύναυγα, πολύ πρωί
συναυλίζω = συναναστρέφομαι, γειτονεύω, γειτνιάζω
συνάχιν = συνάχι
συναχούμαι = συναχώνομαι
συνάχωμαν = συναχώνομαι
συνδέκα = ανά δέκα
συνδύο = ανά δύο
συνεβαλλίστρα = γυναίκα ραδιούργα που υποκινεί έριδες
συνεβάλλω = διαβάλλω, ραδιουργώ
συνέδριον = μετων. άνθρωπος ταραχοποιός
συνεικάζω = εικάζω, συμπεραίνω
συνεικασμός = εικασία, διάκριση
συνείκοσι = ανά είκοσι
συνέλ’κος = συνομήλικος
συνεμπαίνω = εισέρχομαι εντός κάποιου και καταλαμβάνω αυτόν, ερεθίζω, ενοχλώ, συνερίζομαι
συνεννέα = ανά εννέα
συνέξη = έξι μαζί, ανά έξι
συνεπαίρω = περιλαμβάνω, θορυβούμαι, βρωμώ
συνεργία = ενέργεια
σύνεργον = σύνεργο
συνερίζομαι = συνερίζομαι
συνέριση = φιλονικία
συνερριγώ = αισθάνομαι ρίγος
συνέρχεται = έρχεται, ωφελεί, συμφέρει
συνευρίουμαι = συναντιέμαι
συνεφτά = ανά εφτά, εφτά πρόσωπα μαζί
συνεφτάνω = αρκώ, επαρκώ
συνήθεια = συνήθεια, έθιμο, τα συνήθεια η έμμηνος ρύση γυναικός
συνηθίζω = συνηθίζω
συνήθισμαν = συνηθίζω
συνθήκε = υπόσχεση
συνισάζω = διευθετώ, τακτοποιώ
συννεύω = μπαίνω στο νόημα, συνεννοούμαι
συννεφάζω = καλύπτομαι από σύννεφα, συννεφιάζει
συννεφία = συννεφία
συννεφιάρης = συννεφώδης
συννεφίασμαν = συννεφιάζω
σύννηφος = συννυφάδα
συννυφάδα = συννυφάδα
συννυφάδιν = συννυφάδα
συννύφισσα = συννυφάδα
σύννυχτα = πριν ακόμη ξημερώσει
συνοδικόν = αίθουσα υποδοχής μοναστηρίου
σύνοδος = συνεδρίαση, στα παραμύθια οι σύμβουλοι των βασιλιάδων
συνοικέσιον = αρχιερατική άδεια γάμου
συνονόματος = συνονόματος
συνοράζω = συνορεύω
συνορεύω = συνορεύω
συνορθάζω = διευθετώ, τακτοποιώ, δίδω καλή πορεία
συνορθίαγμαν = διευθετώ, τακτοποιώ, δίδω καλή πορεία
συνορθίασμαν = διευθετώ, τακτοποιώ, δίδω καλή πορεία
συνορθώνω = διευθετώ, συγυρίζω, τακτοποιώ
συνόριν = σύνορο, ορόσημο
σύνορον = σύνορο, ορόσημο
συνοχτώ = ανά οκτώ, οκτώ πρόσωπα μαζί
συντάγουμαι = κάνω συμφωνία με κάποιον
συνταλεύω = συνδαυλίζω, αναζωπυρώ
συντάραγος = ανάμεικτος
συνταράζω = αναταράσσω, συνταράσσω
συνταυλίζω = συδαυλίζω
συντεκνάουναι = γίνομαι σύντεκνος κάποιου αποδεχόμενος στην κολυμπήθρα του βαπτίσματος το τέκνο του
συντεκνάτ’κα = δώρα προσφερόμενα στον ανάδοχο βρέφος
συντεκνία = συντεκνία
σύντεκνος = σύντεκνος
συντελέα = δύναμη σωματική ή ηθική
συντέλεμα = σωματική κατάπτωση
συντελεύω = βιάζομαι πολύ, σπεύδω
συντερευτά = με προσοχή, με οικονομία
συντερώ = συντηρώ
συντέσσερα = ανά τέσσερα
συντεχνίτης = συντεχνίτης
συντζαίνω = συναντώ, ανταμώνω, συνομιλώ, λέω, προτείνω
συντζακώνω = θερμαίνω λίγο
συντζία = συνομιλία, συνδιάλεξη
συντζιδώνω = αναζωπυρώ, μεταφ. προκαλώ έριδες
συντζώνω = συναντώ, ανταμώνω, συνομιλώ, λέω, προτείνω
συντήρημα = η μετά προσοχής ενέργεια ή πράξη, επιμέλεια, φροντίδα
συντηρώ = συντηρώ, διστάζω, τηρώ, επιμελούμαι, διαστρέφω
συντινάζω = ανατινάσσω, τρομάζω
συντρέχω = διαγωνίζομαι σε ιππασία, βοηθώ
συντρία = ανά τρία
συντριάντα = ανά τριάντα
συντρόμαγμαν = τρόμος, φόβος, ρίγος
συντρομάζω = τρέμω πολύ, κάνω κάποιον να τρέμει
συντροφάζω = κάνω συντροφιά με δύο ή περισσότερους, κατέχω από κοινού με κάποιον
συντροφακός = συνεταιρικός
συντροφεύω = συντροφεύω
συντροφία = συνοδοιπορία
συντροφίαγμαν = κάνω συντροφιά με δύο ή περισσότερους, κατέχω από κοινού με κάποιον
συντροφίασμαν = κάνω συντροφιά με δύο ή περισσότερους, κατέχω από κοινού με κάποιον
συντροφικά = συνεταιρικά
page===16

συντροφικός = συνεταιρικός
συντρόφιν = πλακούντας
σύντροφος = συνοδοιπόρος, συνέταιρος, σύντροφος
συντυλίζω = τυλίγω δύο πράγματα μαζί, τελειώνω κάτι σύντομα
συντύχαιμα = λόγος, συνομιλία
συντυχαίνω = συναντώ, ανταμώνω, συνομιλώ, συνδιαλέγομαι, λέω, προτείνω
συντυχία = συνομιλία, συνδιάλεξη
συντύχια = συνομιλία
συντύω = εισδύω
συξεραίνομαι = ξηραίνομαι εντελώς, γίνομαι κατάξηρος
σύξυλος = σύξυλος
συρδομάζω = βάζω σε ίσιο δρόμο, εκδίδω σε γάμο (κόρη)
σύριγμαν = σφύριγμα
σύριγμαν = σφύριγμα
συριγμός = σφύριγμα
συρίζω = σφυρίζω
συρίστρα = σφυρίχτρα
συριχτέρα = σφυρίχτρα
συρκούμενον = σερνόμενο
σύρμα = σύρμα
συρμαλίν = το συνυφασμένο με χρυσόνημα, ένδυμα κοσμημένο με χρυσά ή αργυρά νήματα
συρματώνω = κεντώ ή ράβω με χρυσό ή αργυρό νήμα
συρμοκούκκουτζο = κουμπί συρματόπλεκτο χρυσίζον
συρμονή = ταλαιπωρία
συρμοπάπουτζα = παπούτσια συρματοκεντημένα
συρνολόγος = αυτός που λέει πολλά και τα ίδια για το ίδιο πράγμα
συρνολογώ = λέγω επανειλημμένος τα ίδια
συρούμενος = χαμερπής
σύρριζα = σύρριζα
συρροφώ = αρμέγω
σύρση = πάσα επιδημική νόσος
σύρσιμο(ν) = έλξη, τράβηγμα, σύρσιμο, απαγωγή, βολή όπλου, μεταφ. ανοχή, υπομονή
συρτάριν = σύρτης πόρτας, συρτάρι
συρτάρωμαν = κλείνω με σύρτη την πόρτα
συρταρώνω = κλείνω με σύρτη την πόρτα
σύρτης = σύρτης πόρτας, μάνδαλος, όργανο με το οποίο βγάζουν τα κάρβουνα από το φούρνο, ολκός
συρτός = είδος χορού
σύρω = έλκω, τραβώ, ανασύρω, πετώ, πυροβολώ
σύσκοτα = μαζί με το σκότος, αφού νυχτώσει
συσκοτάζει = σκοτεινιάζει, νυχτώνει
συσκότεινα = μαζί με το σκότος, αφού νυχτώσει
σύσπαρτος = πυκνοσπαρμένος
σύσπειρος = πυκνοσπαρμένος
συστέκω = υπερασπίζομαι κάποιον, συνηγορώ
σύστυπος = πολύ ξινός
συφάγειν = προσφάγι
συφαγιάζω = τρώω ψωμί με προσφάγι
συφάγιασμαν = τρώω ψωμί με προσφάγι
συφαγίζω = τρώω ψωμί με προσφάγι
σύφαγος = βουλιμία, αδηφάγος
συφέρει = συμφέρει
σύφερον = συμφέρον
συφιλίζω = προσαρμόζομαι
συφίλισμαν = προσαρμόζομαι
συφράζω = κλείνω, φράζω καλά
συφτάνω = προφτάνω, επαρκώ
σύφταση = συμπλήρωμα πράγματος
σύφτασμαν = επάρκεια
συφτιλάζω = ξεφτώ (για ύφασμα)
συφτιλάριν = ξεφτισμένο (για ύφασμα)
συφτίλιν = ξέφτι υφάσματος
συφτύρκουμαι = φτερνίζομαι
συφυλλίζω = εκφύω πολλά φύλλα (φυτό)
συφωνία = συμφωνία
συφωνώ = συμφωνώ
συφωτάζω = θαμπώνομαι βλέποντας συνεχώς προς άπλετο φως, νυχτερεύω
συχάζω = ησυχάζω
συχαράζω = συγχαίρω κάποιον για την άφιξη ξενιτεμένου προσώπου και γενικώς συγχαίρω για την αγγελία ευχάριστου γεγονότος
συχαράρης = αυτός που αναγγέλλει το ευχάριστο γεγονός
συχαράτες = ο ευαγγελιζόμενος σε γεγονός ευχάριστο σε αυτός
συχαράτικα = δώρο που δίνεται σε αυτός που φέρνει το ευχάριστο γεγονός, συχαρίκια
συχαρέας = αυτός που αναγγέλλει το ευχάριστο γεγονός
συχαρεμένα = περιχαρώς
συχαρεμένος = χαρούμενος
συχαρία = η αναγγελία σε κάποιον ευχάριστου σε αυτόν γεγονός
συχαρίασμαν = αναγγελία σε κάποιον ευχάριστου σε αυτόν γεγονός
συχαρίκια = συχαρίκια
συχαρικιάζω = συγχαίρω κάποιον για την άφιξη ξενιτεμένου προσώπου και γενικώς συγχαίρω για την αγγελία ευχάριστου γεγονότος
συχαρικιάτορας = είδος εντόμου που πιστεύεται ότι προμηνύει ευχάριστο γεγονός
συχλιαίνουμαι = αισθάνομαι πόθο για κάποιο πράγμα
σύχλιος = σχεδόν χλιαρός, υπόθερμος
συχλομόνα = οι πνεύμονες
συχνά = συχνά
συχνοκερνώ = κερνώ συχνά
συχράουμαι = προσκολλούμαι κάπου
συχωμάζω = αποταμιεύω
συχώρεμα = η παρεχόμενη άφεση αμαρτιών από τον Θεό στον αποθανόντα
συχώρηση = συγχώρηση, συγνώμη
συχωρώ = συγχωρώ
σύψηλα = πολύ ψηλά
σύψηλος = πολύ ψηλός
σύψυχα = καθ’ ολοκληρίαν
σύψυχος = ολόψυχος, ολόκληρος
σφελίω = κλείνω παράθυρο, πόρτα κτλ.
σφήκα = σφήκα
σφήκισμα = το τσίμπημα σφήκας
σφηκώ = τριμπώ
σφίγγω = σφίγγω
σφίχτης = περιδέραιο
σφιχτομάρουλο = σφιχτό μαρούλι
σφιχτός = σφιχτός
σφόγγια = είδος χόρτου με μεγάλα και σκληρά φύλλα με το οποίο καθαρίζουν τον πυρωμένο φούρνο για να βάλουν τους άρτους
σφογγίω = καθαρίζω με σπόγγο, σκουπίζω, σαρώνω
σφοντύλι = ο σπόνδυλος του αδραχτιού
σφοντυλίτζα = φαγώσιμο φυτό
σφόντυλος = ο σπόνδυλος του τραχήου
σφουγγάτος = έδεσμα από καλαμποκίσιο αλεύρι
σφραγίδα = σφραγίδα
σφραγίζω = σφραγίζω
σφραγιστός = η ξύλινη σφραγίδα με την οποία σφραγίζουν τα πρόσφορα της εκκλησίας
σφραγίστρα = η ξύλινη σφραγίδα με την οποία σφραγίζουν τα πρόσφορα της εκκλησίας
σφυρίν = σπυρί
σώβρακον = η ανδρική εσωτερική περισκελίδα
σώγαμπρος = σώγαμπρος
σώζω = σώζω, αντέχω
σώμα = σώμα
σωματώδης = μεγαλόσωμος
σώνω = σώνω, εξαντλώ, αρκώ, φτάνω
σώξιμον = αντοχή
σώος = σώος
page===17

σωπώ = σωπώ
σώρεμα = συλλογή, συνάρθοιση
σωρεμάτιν = καρποί που μαζεύονται από το δέντρο και όχι κάτω από τη γη που έχουν πέσει, το γάλα ή γιαούρτι που συλλέγεται βαθμιαία
σωρευτά = οικονομικά
σωρεύτε = φτυάρι με το οποίο μαζεύουν και απορρίπτουν το χιόνι από την στέγη του σπιτιού
σωρευτέριν = φτυάρι με το οποίο μαζεύουν και απορρίπτουν το χιόνι από την στέγη του σπιτιού
σωρεύω = συλλέγω, μαζεύω, διαπυούμαι, ελαττώνω βαθμηδόν τη θηλιά πλεκτού για να κλείσω το πλέξιμο, αποτελειώνω την ύφανση
σωρόλιθος = σωρός λίθων, τόπος γεμάτος με σωρευμένο λίθο
σωρός = σωρός, πλήθος
σωστά = σωστά, πραγματικά, πλήρως, καθ’ ολοκληρίαν
σώστεμαν = συμπληρώνω το ελλείπον
σωστεύω = συμπληρώνω το ελλείπον
σωστός = σωστός, αληθής, ο πλήρης σε ηλικία, ίσιος, κανονικός, μεταφ. ειλικρινής, δίκαιος
σωστύνω = κάνω κάτι πλήρες, μεταφ. μεταβάλλω διαγωγή, διορθώνομαι
σωστώνω = συμπληρώνω, κάνω κάτι πλήρες
σωτηράζω = σώζω, συγχωρούμαι
σωτηρία = σωτηρία
σωτικός = εντόπιος, ομοχώριος
σ’κώση = σηκωμός, έγερση, κηδεία
σ’κώστικα = έξοδα κηδείας
σ’κώτα = συκώτια
σ’χαράρης = αυτός που αναγγέλλει το ευχάριστο γεγονός
σ’χαράχτες = ο ευαγγελιζόμενος σε γεγονός ευχάριστο σε αυτός
σ’χαρίκια = συχαρίκια

Τ

page===0

τα = το
ταβά = δίκη πολιτικού δικαστηρίου
ταβά = χάλκινο μαγειρικό σκεύος πλατύ και αβαθές
ταβά = καμήλα
ταβακιαλής = ηλίθιος, μωρός
ταβάνιν = ταβάνι
ταβανλάεμαν = βάζω ταβάνι σανιδένιο
ταβανλαεύω = βάζω ταβάνι σανιδένιο
ταβανλίν = οικία που έχει ταβάνι από σανίδια
ταβάνωμαν = οροφή
ταβανώνω = βάζω ταβάνι, οροφή
ταβάρα = εφιάλτης
ταβατζής = αντίδικος σε πολιτικό δικαστήριο
ταβάτιν = πρόσκληση σε γεύμα
ταβή = καβγάς, φιλονικία
ταβίζω = καβγαδίζω, φιλονικώ, επιπλήττω, μαλώνω
ταβιρεύω = αναποδογυρίζω, ανατρέπω
τάβισμαν = καβγάς, φιλονικία
τάβλα = τράπεζα φαγητού, σανίδα
τάβλα = στάβλος ίππων
τάβλιν = τάβλι
ταβλορρόκανον = ξυλουργικό εργαλείο, με το οποίο εξομαλύνουν σανίδια
τάβος = είδος παιχνιδιού
ταβούλι = νταούλι
ταβουλτζής = τυμπανοκρούστης, νταουλτζής
ταβρανεύκουμαι = ενεργώ, κινούμαι γρήγορα
ταγανέα = τηγανιά
ταγανίζω = τηγανίζω
ταγάνιν = τηγάνι
ταγάριν = σάκος δερμάτινος, δοχείο της νυκτός
ταγγείν = αγγείο
ταγγιάζω = ταγγίζω
τάγγιασμαν = ταγγίζω
ταγή = διατροφή
ταγιάνεμαν = αντέχω, υπομένω, εγγίζω, προσπελάζω
ταγιανεύω = αντέχω, υπομένω, εγγίζω, προσπελάζω
ταγιανίζω = φθάνω, καταφθάνω, υπομένω
ταγιάνισμαν = φθάνω, καταφθάνω, υπομένω
ταγίζω = παρέχω τροφή σε μονόχηλο ζώο
ταγίνιν = η κριθή τροφή που παρέχεται σε μονόχηλο ζώο, ο ορισμένος άρτος που παρέχεται σε στρατιώτη
τάγισμαν = παρέχω τροφή σε μονόχηλο ζώο
ταγκαλάκης = ανόητος, μωρός
τάγμα = τάμα
ταγούλ(ιν) = νταούλι
ταγουλπάζιν = ξύλινη καπνοδόχος
ταγουλτζής = τυμπανοκρούστης, νταουλτζής
ταγούτεμαν = σκορπίζω, διασκορπίζω, χαλώ
ταγουτεύω = σκορπίζω, διασκορπίζω, χαλώ
τάδε = ο τάδε
τάδετις = τάδε
ταενεύω = αντέχω, υπομένω, εγγίζω, προσπελάζω
ταενίζω = φθάνω, καταφθάνω, υπομένω
ταένιν = νωπό, φρέσκο
ταένυφος = νεόνυμφη
ταένυφ’σσα = νεόνυμφη
ταζελάεμαν = ανανεώνω
ταζελαεύω = ανανεώνω
ταζένιν = νωπός, πρόσφατος
ταζίν = κυνηγετικός σκύλος
ταζιράζω = επιπλήττω
ταζίριν = επίπληξη
ταζιρλαεύω = επιπλήττω, επιτιμώ
ταζπίχ(ιν) = κομπολόι
τάζω = τάζω, υπόσχομαι, κάνω τάμα
ταής = θείος
τάι = νεαρός ίππος
τάι = το ένα από τα δυο φορτία εκατέρωθεν του σάγματος ζώου φορτηγού
ταιγάνα = φραγκόκοτα
ταΐκας = θειούλης
ταιριάζω = ταιριάζω, συμφωνώ
ταιρίασμαν = ταίριασμα
ταΐσα = κατ’ ευθείαν
ταΐτζα = νεαρή φοράδα ή νεαρός ίππος
ταιφά = οικογένεια
τάκα = άκατος
τακάλιν = είδος ραφής
τακάς = τράγος
τακάτζιν = το πλήκτρο του σήμαντρου εκκλησίας
τακάτιν = αντοχή
τακατούκα = το ξύλινο γουδί
τακεύω = αναρτώ, κρεμώ
τακίρ(ιν) = τροχός αμάξης
τακλά = κυβίστημα, τούμπα
τακόζιν = δοκάρι πατώματος
τάκος = άκατος
τάκος = τράγος
τακούδ(ιν) = μικρός τράγος
ταλάγκιν = πηκνό αίμα πληγής
ταλάγκωμαν = αίμα που πήζει
ταλαγκώνω = αίμα που πήζει
ταλαιπωρημένα = ταλαιπωρημένα
ταλαιπωρία = ταλαιπωρία, δυστυχία, φτώχια
ταλαίπωρος = ταλαίπωρος, δυστυχής
ταλαιπωρώ = ταλαιπωρώ, υποφέρω
ταλανεύω = αρπάζω, λεηλατώ
ταλάνιν = αρπαγή, λεηλασία, λαφυραγωγία
τάλαντον = ξύλινο σήμαντρο
ταλάσεμαν = σκύλοι που συμπλέκονται εχθρικά
ταλασεύω = σκύλοι που συμπλέκονται εχθρικά
ταλάσιν = μπελάς
ταλάσιν = ροκανίδια, σκουπίδια
ταλβά = καθίζημα
ταλγά = κύμα θαλάσσης
ταλγαλαεύω = κυμαίνομαι, μεταφ. ζαλίζομαι
τάλεμαν = διεισδύω, εισέρχομαι, ορμώ, αρπάζω
ταλεύω = διεισδύω, εισέρχομαι, ορμώ, αρπάζω
τάλια = ποσότητα από εκατό
ταλίγανλης = έφηβος, νεαρός
ταλκούτζος = βουτηχτής θαλάσσης
ταλτανεύκουμαι = αταφεύγω κάπου για προφύλαξη
ταμάμεμαν = αποτελειώνω, συμπληρώνω, καρπός που ωριμάζει
ταμαμεύω = αποτελειώνω, συμπληρώνω, καρπός που ωριμάζει
ταμάμιν = το συμπληρωμένο
ταμάριν = φλέβα, νεύρο
ταμαρόφυλλον = το φυτό πεντάνευρο το οποίο έχει φύλο με πέντε νεύρα
ταμάχιν = πλεονεξία
ταμαχκέας = πλεονέκτης
ταμιρτζής = σιδηρουργός
ταμλά = σταγώνα, στάλα, αποπληξία
ταμπαλία = τεμπελιά
page===1

ταμπάλτς = τεμπέλης
ταμπουγά = αποτύπωμα, σφραγίδα
ταμπούρα = είδος έγχορδου μουσικού οργάνου
τάν-τάν = λέγεται από τη μητέρα όταν χορεύουν στα γόνατα το παιδί, χρησιμοποιείται ως δήλωση χοροπηδήματος
τάνα = λέγεται από τη μητέρα όταν χορεύουν στα γόνατα το παιδί, χρησιμοποιείται ως δήλωση χοροπηδήματος
τανακιά = τενεκές
τανατόφυλλον = μεγάλο φύλο, πλατύ και παχύ
τανέα = φαγητό αρτυσμένο με τάνιν
τανέα = οσμή του τανιού
τανέας = εκείνος που τρώει συχνά τάνιν
τάνιν = το υπόλειμμα γιαουρτιού μετά την αφαίρεση βουτύρου
τανοκοίλης = εκείνος που πίνει πολύ τάνιν
τανοκούταλο = κουτάλα ειδική για το τάνιν
τανόπον = λίγη ποσότητα τάνιν
τανοσουρβιν = σούπα αρτυσμένη με τάνιν
τανοτέριν = ξύλο μακρύ, με το οποίο ανοιγοκλείνουν το φεγγίτη οικίας
τανούσεμαν = συμβουλεύομαι
τανουσεύκουμαι = συμβουλεύομαι
τανοφάει = χυλόπιτες αρτυσμένες με τάνιν
τάντανα = τα χοροπηδήματα του παιδιού στα γόνατα της μητέρας
ταντάνιγμαν = κάνω παιδί να χοροπηδά στα γόνατά μου, χοροπηδώ καθισμένος πάνω σε σανίδα, κλονίζω, διακινώ, μεταφ. διαλαλώ
ταντανίζω = κάνω παιδί να χοροπηδά στα γόνατά μου, χοροπηδώ καθισμένος πάνω σε σανίδα, κλονίζω, διακινώ, μεταφ. διαλαλώ
ταντάνισμαν = κάνω παιδί να χοροπηδά στα γόνατά μου, χοροπηδώ καθισμένος πάνω σε σανίδα, κλονίζω, διακινώ, μεταφ. διαλαλώ
ταντανιστέρα = η σανίδα πάνω στην οποία ταντανίζουν
ταντανίστρα = σουσουράδα, άνθρωπος κομψευόμενος
ταντανίτζα = το χοροπήδημα παιδιού στα γόνατα
τάντανον = ξηρό και σκληρό
ταντανού = σουσουράδα
τανταρακότζ(ιν) = είδος παιχνιδιού κατά το οποίο βαδίζουν στο ένα πόδι και το άλλο είναι μετέωρο
ταντή = εκείνος που υποβαστάζει την νύφη κατά την έξοδό της από την πατρική οικία και παράδοσή της στον γαμπρό
ταντινίζω = λέω και επαναλαμβάνω τα ίδια
ταντουράς = εκείνος που παρασκευάζει κάρβουνα
ταντούριν = σωρός ξύλων συσκευασμένα και σκεπασμένα με χώμα προς ανθρακοποίηση
τάνωμαν = παρασκευάζω φαγητό με τάνιν
τανώνω = παρασκευάζω φαγητό με τάνιν
τάξη = τάξη (διάταξη), ευκοσμία, σεμνότητα, εθιμοτυπία, τάμα σε άγιο, τάξη σχολείου
τάξι = με αυτό παροτρύνεται ο σκύλος προς επίθεση
ταξιδέας = ταξιδιώτης
ταξίδεμα(ν) = ταξιδεύω
ταξιδεύω = ταξιδεύω
ταξιδιάρικος = ταξιδιάρικος
ταξίδιν = ταξίδι
ταξιδιώτης = ταξιδιώτης
ταξιλάεμαν = παροτρύνω, ερεθίζω, σκύλο προς επίθεση
ταξιλαεύω = παροτρύνω, ερεθίζω, σκύλο προς επίθεση
τάξιμο(ν) = τάμα
ταοκάλαθον = καλάθι ορισμένης χωρητικότητας το οποίο φορτώνεται στη μια πλευρά του σάγματος ζώου φορτηγού
ταόπον = νεαρός ίππος
ταοσάκκιν = σακί ορισμένης χωρητικότητας, που φορτώνεται στη μια πλευρά του σάγματος ζώου φορτηγού
ταούλιν = νταούλι
ταουλτζής = τυμπανοκρούστης, νταουλτζής
ταουτεύω = σκορπίζω, διασκορπίζω, χαλώ
τάπα = τάπα, πώμα
ταπά = κορυφή κεφαλής, κορυφή δέντρου
ταπαά = όροφος οικοδομής, πάτωμα
ταπακέρα = ποσότητα όση χωράει η καπνοθήκη
ταπακερέα = ταμπακιέρα, καπνοθήκη
ταπάνιγμαν = σβαρνίζω σπαρέντα αγρό
ταπανίζω = σβαρνίζω σπαρέντα αγρό
ταπάνιν = σβάρνα, κοντάκι του τουφεκιού
ταπάνισμαν = σβαρνίζω σπαρέντα αγρό
ταπάντζα = πιστόλι
ταπαντζέα = βολή πιστολιού, πιστολιά
ταπάχιν = νόσος των διχήλων ζώων
ταπαχούμαι = (διχήλα ζώα) προσβάλλομαι από την νόσο ταπάχιν
ταπεινός = ήσυχος, μετριόφρων, αδύνατος
ταπείνωμαν = ισχνότητα, αδυναμία, μετριοφροσύνη
ταπεινώνω = αδυνατίζω, ισχναίνω, δείχνω μετριοφροσύνη
ταπείνωση = ισχνότητα, αδυναμία, μετριοφροσύνη
ταπεινωτός = αδύνατος
ταπιάτιν = χαρακτήρας, συνήθεια, πρόθεση, σκοπός
ταπιατλής = εκείνος που έχει καλά ήθη
τάπλα = γαμήλιο συμπόσιο, δισκοειδές κάλυμμα γυναικείας κεφαλής
ταπόλαμπρα = μετά το Πάσχα
ταπουρίουμαι = αναστενάζω, χτυπώ τα γόνατα με τα χέρια από απελπισία
τάρα = απόβαρο δοχείου
ταραγά = ανακατωτά, ανάμεικτα
ταραγεύω = αναμειγνύω
τάραγμα = ανάμειξη, ανακάτωμα
ταραγμονή = ανακάτωμα, ταραχή, σύγχυση
ταραγός = ανάμεικτος
ταραγύλης = ουράνιο τόξο
ταραζή = ζυγαριά
ταράζω = ανακατώνω, αναμειγνύω, ταράσσομαι
ταρακιάζω = σχηματίζω σωρό θεριζόμενων χόρτων
ταράκιν = σωρός θεριζόμενων χόρτων
ταράκιν = εργαλείο λιθοξόων οδοντωτό
τάραπας = ξύλινο διάφραγμα, φράχτης κήπου από σανίδα
ταραπολόζιν = πολύχρωμη μεταξωτή γυναικεία ζώνη
ταραχή = ανησυχία, ταραχή, θόρυβος
ταραχίζω = θορυβώ, ενοχλώ, πειράζω
ταραχτέας = ταραξίας, ραδιούργος
ταράχτες = όργανο διακινήσεως πράγματος, μεταφ. εκείνος που προκαλεί ταραξίες
ταραχτετής = εκείνος που διακινεί, μεταφ. εκείνος που προκαλεί έριδες, ταραξίες
ταραχτήτρα = γυναίκα ραδιούργα
ταραχτόν = το πρώτο γάλα
ταργόνιν = φυτό εδώδιμο
ταρέζιν = ράφι
ταρεζώνω = κατασκευάζω και τοποθετώ ράφια, τοποθετώ στο ράφι
ταρέλκα = φλιτζάνι τσαγιού ή καφέ
ταρελκέα = ποσότητα όση χωράει η ταρέλκα
ταρζής = ράπτης
τάρι = τώρα
ταρίν = το δημητριακό γέννημα κεχρί
ταρκή = δισάκκιο επί του εφίππου
ταρνάζω = κινούμαι ελαφρώς
ταρνακοτζίζω = είδος βαδίζω στο ένα πόδι και το άλλο είναι μετέωρο, είδος παιχνιδιού
ταρνακότζιν = είδος παιχνιδιού στο οποίο βαδίζουν στο ένα πόδι και το άλλο είναι μετέωρο
ταρναπουτζεύω = καλπάζω
ταρναπουτζίζω = σκιρτώ, χοροπηδώ
ταρπούκα = τύμπανο στη βάση του λαγηνιού
τάρσα = αντίστροφα
ταρταγανίζω = ξεσκίζω, καταρρακώνω
ταρταγάνιν = το ξεσκισμένο και ρακώδες ύφασμα
ταρταγκίν = πηχτό κατακάθι υγρού
ταρταγκώνω = γίνομαι πηχτός
ταρταρίζω = τρέμω από το ψύχος, σπαρταρώ, τουρτουρίζω
ταρταρίζω = φλυαρώ, αφοδεύω από ευκοιλιότητα
ταρχανά = τραχανάς
τάρ’ = λοιπόν
page===2

τασέα = ποσότητα όση χωράει στο τάσιν
τασεύω = πλημμυρώ
τάσιν = κύπελλο, ποτήρι από χαλκό
τασλάεμαν = πετροβολώ
τασλαεύω = πετροβολώ
τασόπον = κύπελλο, ποτήρι από χαλκό
ταστίν = στάμνα
τασχανά = λατομείο
τατανεύω = καλομαθαίνω, συνηθίζομαι, γλυκαίνομαι
ταταρέα = η δυσοσμία του Τατάρου
τάτιν = το μέρος της κάλτσας γύρω από το πόδι
τάτιν = γεύση εδέσματος
τατόλι = το ισόπεδο φτυάρι με το οποίο φουρνίζουν τα ψωμιά
τάττας = πατέρας
ταυρί = αρσενικό μοσχάρι
ταυρολάσιν = η παρακολούθηση πολλών ταύρων μια αγελάδα, ο οργασμός των βοδιών και η διασταύρωσή τους, μεταφ. μεγάλος θόρυβος ανθρώπων
ταφ(ίν) = τάφος, μνήμα, νεκροταφείο
ταφή = ταφή
ταφλά = καθίζημα καφέ
ταφλάνιν = δαφνοκερασιά, το μπαστούνι του παιγνιόχαρτου
ταφλανόπον = δαφνοκερασιά, το μπαστούνι του παιγνιόχαρτου
ταφόπον = μικρός τάφος
τάφος = τάφος
ταφρίν = τάφρος
τάφρος = τάφρος
ταφροχόρταρον = χορτάρι που μεγαλώνει στα άκρα του αγρού
τάφρωμαν = ορόσημο αγρού
ταφτάρ(ιν) = βιβλίο λογιστικό
τάφταρα = έγκατα, βάθη
ταφώνω = θάβω
τάχα = δήθεν, τάχα
τάχατες = δήθεν, τάχα
ταχεύω = αναρτώ, κρεμώ
ταχούμιν = πίπα, καπνοσύριγγα
ταχτά-πιτίν = κοριός
ταχταλού = πέθανε
ταχτζηλούκιν = τέχνη οικοδομική
ταχτζής = οικοδόμος
ταχτικός = τακτικός
ταχώ = λαχταρώ
ταψέα = ποσότητα όση χωράει το ταψί
ταψί = ταψί
ταψίν = ταψί
τεά = δήθεν, τάχα
τεβέ = καμήλα
τεβεκελής = μωρός, ηλίθιος, μεταφ. άσκοπος, μάταιος
τεβεκελία = ασκόπως, ματαίως
τεβεκελωτός = λίγο ηλίθιος
τέβιν = μυθικό θηρίο των παραμυθιών
τεβιρεύω = αναποδογυρίζω, ανατρέπω
τεβόριν = έλατο
τεβοροκλάδιν = κλαδί ελάτου
τεβορόπον = έλατο
τεβορορρίζιν = ρίζα ελάτου
τεγανέα = τηγανιά
τεγάνι = τηγάνι
τεγανίζω = τηγανίζω
τεένυφος = νεόνυμφη
τεζίν = πεύκο
τεζίνα = δωδεκάδα
τεζοκλάδιν = κλαδί πεύκου
τεζορρίζιν = ρίζα πεύκου
τεζπίχιν = κομπολόι
τεζπιχόπον = κομπολόι
τεινέκης = ισχνός, λιπόσαρκος
τέκα = λέξη στη παιδική γλώσσα όταν προσπαθούν να κάνουν το παιδί να σταθεί στα πόδια: «Τέκα τέκα!»
τεκελτάρης = αστείος, ανόητος, μωρός
τεκελτέας = ανόητος, μωρός
τεκερλεμέ = πέτρα που πετάμε στη θάλασσα έτσι ώστε να εφάπτεται διαδοχικά
τεκερλενεύκουμαι = σκοντάφτω
τέκιν = κράσπεδο ενδύματος
τεκίριν = τροχός αμάξης
τεκνοβολώ = τεκνοποιώ
τέκνον = τέκνο
τέλα = πολύ, βαριά
τελαιπωρία = ταλαιπωρία
τελαιπωρώ = ταλαιπωρώ
τελάλης = δημόσιος κήρυκας
τελβέ = καθίζημα, υποστάθμη καφέ
τελεία = τελεία
τέλειος = τέλειος, άμεμπτος
τελείωμαν = τελείωμα, τέλος έργου, αποπεράτωση, εξάντληση
τελειώνω = τελειώνω, φέρω εις πέρας, αποπερατώνω, εξαντλώ, αποθνήσκω, αποσώνω
τελείωση = τέλος, τερματισμός
τέλεμαν = τελειώνω, αποπερατώνω, αποθνήσκω, τελευτώ
τελεμονή = αποπεράτωση, συντέλεση έργου
τελένω = τελειώνω
τελετρέα = διάτρηση με τελέτριν
τελέτριν = τρυπάνι, γλύφανο των ξυλουργών
τελεύω = τελειώνω, αποπερατώνω, αποθνήσκω, τελευτώ
τελίκανλης = έφηβος, νεανίας
τέλιν = σύρμα μετάλλινο, σύρμα τηλεγραφικό, τηλεγράφημα
τελομονή = αποπεράτωση, συντέλεση έργου
τελομός = αποπεράτωση, συντέλεση έργου
τέλος = τέλος
τελφέ = καθίζημα, υποστάθμη καφέ
τελώνα = οι διάττοντες αστέρες
τεμελία = εξ αρχής, σταθερώς
τεμέλιν = θεμέλιο
τεμελώνω = θεμελιώνω
τεμερτζής = σιδηρουργός
τεμιρτζηλίκιν = η τέχνη του σιδηρουργού
τέμνον = το εικονοστάσι της εκκλησίας
τέμπα = με αυτό προτρέπονται οι όρνιθες για να εισέλθουν στο κοτέτσι
τεμπέλης = τεμπέλης, οκνηρός
τεμπελία = τεμπελιά, οκνηρία
τεμπελχανά = άσυλο τεμπέληδων
τέμπλον = το εικονοστάσι της εκκλησίας
τενανάς = αυτός
τενεβίρα = είδος παιχνιδιού
τενεκετζής = αυτός που κατασκευάζει δοχεία από λευκοσίδηρο
τενεκιά = τενεκές
τένος = ιτιά
τέντα = κατάστρωμα πλοίου
τενταλλακλόθα = ακολουθώντας ο ένας τον άλλον
τενταλλακλόθιν = το ακόλουθο, το επόμενο
τενταλλαπάνου = αλλεπάλληλα
τενταλλαπέσου = εισχωρώντας το ένα εντός του άλλου
τεντελάρης = τρεμουλιάρης
τεντελέας = τρεμουλιάρης
page===3

τεντέλης = τρεμουλιάρης
τεντέλιγμαν = τρέμουν τα γόνατά μου, κλονίζομαι, κινούμαι, σείομαι
τεντελίζω = τρέμουν τα γόνατά μου, κλονίζομαι, κινούμαι, σείομαι
τεντέλισμαν = τρέμουν τα γόνατά μου, κλονίζομαι, κινούμαι, σείομαι
τεντελιχτά = τρέμοντας
τεντζερέ = χύτρα, τέντζερης
τεντζερέα = ποσότητα όση χωράει ο τέντζερης
τεντζερόπον = χύτρα, τέντζερης
τεπέ = η κορυφή της κεφαλής του ανθρώπου, η κορυφή δέντρου, όρους κτλ.
Τεπεκιόζης = ο Κύκλωπας της μυθολογίας
τεπός = ανόητος, μωρός
τεπουπίζω = καθαρίζω σιτηρά με τεπούριν
τεπούριγμαν = καθάρισμα σιτηρών με τεπούριν
τεπούριμαν = καθάρισμα σιτηρών με τεπούριν
τεπούριν = μεγάλος ξύλινος δίσκος μονοκόμματος που χρησιμοποιείται στο καθαρισμό των σιτηρών
τεπούρισμαν = καθάρισμα σιτηρών με τεπούριν
τερεδίτζα = ρυάκι, ποταμάκι
τερεζή = ζυγαριά
τέρεμα = βλέμμα, περιποίηση
τερές = ρυάκι
τερζής = ράπτης
τερζίδικον = ραφείο
τερίνα = αθερίνα
τερκή = δισάκι του εφίππου
τερμανάζω = θεραπεύω με φάρμακα
τερμάνιν = φάρμακο, ευρωστία σωματική, ζωτικότητα, δύναμη
τερμονέα = κρημνός
τερνέκιν = ομήγυρη, πανήγυρη
τερπή = ο ξυλοφάγος των ξυλουργών
τέρσα = αντίστροφα
τερσή = είδος αδράκτου, με το οποίο κλώθουν νήμα εις διπλούν
τέρτιν = βάσανο, ταλαιπωρία, χρόνια νόσος, θλίψη, καημός
τερτίπιν = τέχνασμα οποιοδήποτε προς επιτυχία υποθέσεως ή προς εξαπάτηση
τερτόπον = βάσανο, ταλαιπωρία, θλίψη, χρόνια νόσος
τερώ = επιτηρώ, προσέχω, βλέπω, παρατηρώ, περιποιούμαι, διατηρώ, πληρώνω
τεσάεμαν = το στρώσιμο του πατώματος
τεσαεύω = στρώνω πάτωμα
τεσάκιν = στρώμα κλίνης
τεσαμά = πάτωμα σπιτιού
τεσσάριν = το χαρτί τέσσερα των παιγνιόχαρτων
τεσσάροι = αυτοί που βαστάζουν το φέρετρο με κατεύθυνση προς την εκκλησία και έπειτα προς τον τάφο
τεσσεράγκωνον = τετράγωνο
τεσσεράδιν = το χαρτί τέσσερα των παιγνιόχαρτων
τεσσερακάντηλος = αυτός που έχει τέσσερις καντήλες
τεσσεράποδος = αυτός που έχει τέσσερα πόδια
τεσσεράχρονος = τετράχρονος
τεσσερεκατόν = τετρακόσια
τεσσερόκοκκο = καρύδι που έχει τέσσερα εσωτερικά χωρίσματα
τέστα = πήλινο αγγείο ευρύστομο
τεστέ = δέσμη χόρτων, σταχυών κτλ.
τεστεκίλιν = είδος μικρού σφυριού χρυσοχόων
τεστίν = στάμνα
τέταρτος = τέταρτος
τετεκιάζω = μουχλιάζω επιφανειακώς
τετέκιν = μούχλα που σχηματίζεται στην επιφάνεια υγρών τροφίμων
τετράγλωσσος = φλύαρος μέχρι κόρου, αδολέσχης
τετραδέτρα = μετων. άνθρωπος, ιδίως γυναίκα, πολυπράγμων
Τετράδη = Τετάρτη
τετράδιπλα = τετραπλά
τετράδιπλος = τετραπλός
Τετραδίτζα = Τετάρτη
τετραδοβλάφτρα = αυτή που βλάφτηκε την Τετάρτη
Τετραδοπαράσκευα = η Τετάρτη και η Παρασκευή, ημέρα νηστείας
τετραδοφάγας = αυτός καταλύει την νηστεία της Τετάρτης
τετρακέφαλος = τετρακέφαλος, μεταφ. έξυπνος, πανούργος
τετρακόσοι = τετρακόσιοι
τετράμερα = τέσσερα μέρη
τετράξανθος = ο πολύ ξανθός
τετραπέρατος = τετραπέρατος
τετράποδον = αυτός που έχει τέσσερα πόδια
τεττές = ο πατέρας (στην παιδική γλώσσα)
τέφιν = κοίτη ζώου του σκύλου και των αγριμιών
τεφτέριν = λογιστικό βιβλίο, κατάστιχο
τέχα = επιφώνημα με το οποίο δείχνουμε κάτι
τεχάτοχας = νάτος
τεχλικελής = δειλός μέχρι μωρίας
τεχλικελίν = επικίνδυνο
τέχνη = τέχνη, επιδεξιότητα, μαστοριά
τεχνίτες = τεχνίτης, επιδέξιος, επιτήδειος
τεψέα = ποσότητα όση χωράει το ταψί
τεψίν = ταψί
τζάβλακο = μέρος ελώδες
τζαβλούκιν = το σπερματοφόρο στέλεχος φυτού
τζαβλουκώνω = εκφύω σπερματοφόρο στέλεχος (φυτό), αδυνατίζω, ισχναίνω
τζαβταρένον = αυτό που είναι παρασκευασμένο από σίκαλη
τζαβτάριν = σίκαλη
τζαβταρόπον = λίγη ποσότητα σικάλεως
τζαβταροψώμιν = ψωμί από σίκαλη
τζαγάνα = κάβουρας, μετων. άνθρωπος ισχνός
τζαγδίζω = τραυλίζω, ψευδίζω
τζαγδιστά = τραυλίζοντας, ψευδά
τζάγκαρος = αράχνη, ακρίδα
τζαγκί(ν) = υπόδημα ψηλό μέχρι το γόνατο
τζαγκώνω = απλώνω, εκτείνω
τζαγμονή = φωνή, κραυγή
τζάγωμαν = παρατεταμένη κραυγή, βράχνιασμα από παρατεταμένη κραυγή
τζαγώνω = κραυγάζω παρατεταμένα, βραχνιάζω από παρατεταμένη κραυγή
τζαζού = γυναίκα ραδιούργα, δαιμόνιο που πνίγει τα βρέφη
τζαζούγαρη = γυναίκα ραδιούργα
τζαζουλίκιν = γυναίκα ραδιούργα
τζάζω = φωνάζω, κραυγάζω
τζαΐζω = φωνάζω, κραυγάζω
τζάισμαν = ισχυρή κραυγή
τζαϊχτά = φωναχτά, κραυγαλέα
τζαϊχτεράς = φωνακλάς
τζάκ(ιν) = εστία, τζάκι
τζακάνιν = δημητριακό γέννημα, σίκαλη, κριθή, στην πλήρη εκβλάστησή του
τζακατούρα = άλογο εξαντλημένο από την πολλή κόπωση
τζακατώνω = πρασινίζω
τζακέλιγμαν = το σκάψιμο με το τζακέλιν
τζακελίζω = σκάβω με το τζακέλιν
τζακέλιν = σκαπάνη
τζακέλισμαν = το σκάψιμο με το τζακέλιν
τζακελιχτέριν = σκαλιστήρι, σκαπάνη
τζακελομάκελλον = δικέλλα με την οποία γίνεται η εκρίζωση παρασίτων χόρτων κήπου
τζακίζω = σπάω, κομματιάζω
τζάκιν = κλήρος
τζακογνάφης = αυτός που έχει σπασμένα μούτρα, ασκημομούρης
τζακοθερίσκουμαι = κομματιάζομαι θεριζόμενος
τζακοκάγανον = δρέπανο σπασμένο
page===4

τζακοκεφαλίζω = σπάω το κεφάλι
τζακοκούτιν = σπασμένο κουτί και γενικώς σπασμένο σκεύος
τζακομεσίζω = σπάω τη μέση, προξενώ σ’ αυτήν πόνο
τζακομουντζουράζω = σπάω τα μούτρα, μεταφ. εξευτελίζω, ταπεινώνω
τζακόνιν = αυλή
τζακοπάριν = σπασμένος παράς, μεταφ. ελάχιστο χρήμα, τσακιστή πεντάρα
τζακοποδάζω = σπάω τα πόδια
τζακοποδαρίζω = σπάω, τσακίζω τα πόδια, παθαίνω κάταγμα του ποδός, κουτσαίνω
τζακοποδίζω = τσακίζω τα πόδια
τζακοστουδάζω = τσακίζω τα κόκκαλα, καταπονούμαι από την πολλή εργασία
τζακοστουδίζω = τσακίζω τα κόκκαλα, καταπονούμαι από την πολλή εργασία
τζακοτζούκαλον = σπασμένο πήλινο αγγείο
τζακοφτερίζω = τσακίζω τα φτερά, μεταφ. αποστερώ κάποιου το μέσω προς εργασία, χάνω το στήριγμά μου και αποθαρρύνομαι
τζακοφτερνίζω = τσακίζω την φτέρνα του υποδήματος στραβοπατώντας
τζακοφτερουλίζω = τσακίζω τα φτερά
τζακοχειλίζω = τσακίζω το χείλος (αγγείο)
τζακοχέρης = φιλάργυρος, κακοπληρωτής
τζακοχερίζω = τσακίζω το χέρι ή τα χέρια κάποιου, μεταφ. στερώ από κάποιον την ικανότητα προς ενέργεια ή εργασία
τζάκωμα(ν) = θραύση, σπάσιμο, τζακώματα χρήματα
τζακώνω = θραύω, τσακίζω, εκριζώνω, εκφοβίζω, επιτιμώ, επιπλήττω
τζακώτα = ελιά πράσινη θλαστή και αλατισμένη
τζακωτήριν = το τελευταίο γεννηθέν παιδί
τζαλαπάτημα = παιδική ασθένεια που συνεπάγεται καχεξία και ατροφία
τζαλαπατώ = ποδοπατώ
τζαλαχώνω = λερώνω, ρυπαίνω
τζαλίμιν = άργιλος
τζαλκάλιν = άγκιστρο, βέργα που υποστηρίζει αναρριχητικά φυτά, πόρπη ενδύματος, κρίκος πάνω στο οποίο προσδένεται κάτι
τζαλοτζάκωμαν = τεμάχιο κομματιασμένου πήλινου αγγείου
τζάμα = ο γυναικεία κοτσίδα
τζαμάζω = πλέκω τα μαλλιά της κεφαλής σε κοτσίδες
τζαμέσιν = βούβαλος
τζάμιν = τζάμι
τζαμίν = τζαμί
τζάμμουας = είδος παιχνιδιού
τζαμμούσα = αυτή που έχει κλειστά μάτια
τζαμμώνω = κλείνω τα μάτια
τζαμμωχτά = με κλειστά μάτια
τζαμμωχτόν = το παιχνίδι «τυφλόμυγα»
τζάμπουρας = αυτός που έχει τα μάτια κλειστά, μεταφ. βλάκας
τζάμπουρο = στέμφυλο
τζαμπρί = τσαμπί
τζαμπώνω = κλείνω τα μάτια
τζαμφέσι = είδος μεταξωτού υφάσματος
τζαναβάριν = άγριο ζώο σαρκοφάγο, μεταφ. άνθρωπος αγροίκος, ασυλλόγιστος
τζανάρ’κον = αυτός που έχει παραχαϊδευθεί
τζανεία = θωπεία, χάδια, ανοησία, μωρία
τζανεύω = παραχαϊδεύω, κάνω καμώματα, παιδιαρίζω
τζανίζω = λαχταρώ
τζάνιν = ο ξύλινος ρυμός που συνδέει την τυκάνη του αλωνίσματος με το ζυγό
τζάνιν = παραχαϊδεμένος
τζάνιν = το εξωτερικό πράσινο περίβλημα του καρυδιού
τζαννία = μωρία, τρέλα
τζαννίζω = τρελαίνομαι
τζαννοκόριτζο = τρελοκόριτσο
τζαννοπαίδι = τρελόπαιδο
τζαννοπίπερον = κόκκινη πιπεριά
τζαννοπορέματα = αταξία της ζωής, ατασθαλία, παρεκτροπή
τζαννοπορεύουμαι = ατασθάλω
τζαννός = ανόητος, επιπόλαιος, πεισματάρης
τζαννώνω = τρελαίνω κάποιον, τρελαίνομαι
τζάνος = ζιζάνιο του σίτου, είδος εντόμου
τζαντζαρεύω = αναρριχώμαι
τζάντζαρος = αράχνη, ακρίδα
τζαντός = αραιός
τζάξιμον = δυνατή κραυγή
τζάπα = πήλινη χύτρα, η κοιλότητα της παλάμης
τζάπα = χειροκρότημα
τζάπιν = πήλινη χύτρα
τζαποκοίλης = αυτός που έχει κοιλιά σαν τον τζάπιν, στρογγυλή και εξογκωμένη
τζαπόπον = πήλινη χύτρα
τζαραγμάδα = χαραμάδα, ρωγμή
τζαραμά = πρόστιμο
τζαραμπούλα = πυγολαμπίδα
τζαραμπουλίζω = λάμπω, στίλβω
τζαραμπουλιχτεράς = αυτός που λαμποκοπά, πανέμορφος
τζαραμπουλίχτρα = πυγολαμπίδα
τζαράνα = τα δοκάρια της στέγης, το μεταξύ της οροφής και της στέγης μέρος της οικίας
τζαρανίζω = τρεμοσβήνω, βλέπω αμυδρά
τζαραντίζει = ψιχαλίζει
τζαραπίζω = γρατσουνίζω, αροτριώ επιπόλαια
τζαραρία = αμυχή, γρατσουνιά
τζαρατζούρα = ύφασμα πρόστυχο και φτηνό
τζαραφάτιν = ύφασμα αραιό στην υφή
τζαραφίζω = γρατσουνίζω, οργώνω επιπόλαια
τζαράφισμαν = γρατζούνισμα, το επιπόλαιο όργωμα
τζαραφοκότα = γάτα που προξενεί αμυχές
τζαραφουλίζω = γρατσουνίζω με νύχια
τζαργαλάριν = ξύλο του οποίου αποσπώνται ξυλάρια, φωνή όχι μελωδική
τζαργάλιν = λεπτό απόσχισμα ξύλου
τζάρεμαν = περισυλλογή σκουπιδιών, επιπόλαιο σκούπισμα
τζαρευτέριν = σάρωθρο για περισυλλογή των σκορπισμένων σταχυών, ξύλινη χτένα
τζαρεύω = περισυλλέγω τα σκουπίδια, σαρώνω επιπόλαια
τζαρίδιν = φυτό που έρπει
τζαρίζω = εκφράζω με ζωηρές και φαιδρές φωνές την επιθυμία μου (για βρέφη)
τζάριν = τρίχα αλόγου
τζαρκέλ(ιν) = σκαπάνη
τζαρμούλιγμαν = γρατζούνισμα με τα νύχια
τζαρμουλίζω = γρατζουνίζω με τα νύχια
τζαρμούλισμαν = γρατζούνισμα με τα νύχια
τζαροκόσκινον = κόσκινο από τρίχες αλογοουράς
τζαρομάγος = αυτός που έχει μάτια τόσο μικρά που μόλις ανοίγουν
τζαρομαλλού = σαρκαστικά γυναίκα που έχει μαλλιά σκληρά σαν τις τρίχες της αλογοουράς
τζάρος = γέρος
τζαροφούρκαλον = σκούπα από κλώνους χαμόδεντρου
τζαρτζαρίζω = τρίζω, κροτώ (ξύλα που καίγονται)
τζαρτζάρισμαν = το τρίξιμο που κάνουν τα ξύλα που καίγονται
τζαρφούλιγμαν = γρατζούνισμα με τα νύχια
τζαρφουλίζω = γρατζουνίζω με τα νύχια
τζαρώνω = βάζω λεπτούς κλάδους στην στέγη
τζάτζα = προσφώνηση προς μεγαλύτερη αδελφή
τζατζαλίζω = γυμνώνω κάποιον, αφαιρώ τον καρπό από το στέλεχος
τζατζάλισμαν = γδύσιμο κάποιου, αφαίρεση του καρπού από το στέλεχος
τζάτζαλος = γυμνός
τζατζαλώνω = απογυμνώνω κάποιον
τζατζίν = φρύγανο, κλαδί, θάμνος
τζατζίφταρο = φτυάρι του αλωνιού από καλάμια
τζατζόπον = φρύγανο, κλαδί, θάμνος
τζατζούλα = μικρό πανεράκι
τζατζούρα = μικρά ξυλαράκια
τζατζοφούρκαλον = σκούπα που κατασκευάζεται από κλάδους σκληρών θάμνων ιδίως ερείκης, ο θάμνος ερείκη
page===5

τζατζόφωτα = ξημέρωμα
τζατζοφωτίζω = υποφώσκει
τζατζοφώτισμαν = λυκαυγές
τζαυδίζω = τραυλίζω, ψευδίζω
τζαυδιστά = τραυλίζοντας, ψευδά
τζαυδός = τραυλός, βραδύγλωσσος, ψευδός
τζαφάρα = περιταινία κρέατος, κρέας ινώδες
τζαφάρα = σφυρίχτρα
τζαφαρίζω = σφυρίζω με σφυρίχτρα
τζαφαρωτόν = ινώδες κρέας
τζάφιγμαν = ξύσιμο
τζαφίζω = ξύνω, κνήθω
τζάφιν = κόσμημα γυναικείας κεφαλής αποτελούμενο από διπλή σειρά αργυρών αλυσίδων που φέρουν στις άκρες δυο αργυρά τεμάχια εξαρτήσεως νομισμάτων επιχρυσωμένα, το δάχτυλο του τυφλοπόντικα
τζάφισμαν = ξύσιμο
τζαφράκα = ρυτιδωμένη γριά
τζαφράκωμαν = ρυτίδωμα στο πρόσωπο
τζαφρακώνω = ρυτιδώνομαι στο πρόσωπο
τζαχαβέλιν = μεγάλη σκούπα από κλάδους θάμνων
τζαχάλης = αδαής, άπειρος, διανοητικά καθυστερημένος
τζάχειλος = αυτός που έχει μεγάλα χείλη, χωρικός που μιλάει ιδίωμα παραφθαρμένο
τζεβαΐριν = πολύτιμος λίθος, διαμάντι
τζεβάπιν = απόκριση
τζεβζέ = μπρίκι του καφέ
τζέγκλα = πράγματα που συντελούν για απόλαυση και επίδειξη
τζεζά = ποινή, τιμωρία
τζελέβιν = δοχείο στο οποίο παρασκευάζεται το σταχτόνερο για πλύσιμο
τζελελία = γλάρος
τζελεπάζω = φέρω λειχήνες στο δέρμα, ψωριάζω
τζελεπώνω = ντύνω κάποιον με πενιχρά ενδύματα
τζελέφιν = ροκανίδι
τζεπάζω = βάζω στην τσέπη
τζέπη = τσέπη
τζεπλάζω = διασκορπίζω τσόφλια
τζέπλιν = σκληρός φλοιός, τσόφλι κτλ.
τζεπλώνω = σκληρύνομαι όπως το κέλυφος ξηρού καρπού
τζέπρα = λέπρα, ψώρα, μεταφ. ένδεια, φτώχια
τζέπρα = στέμφυλα
τζεπράζω = πάσχω από λέπρα, πάσχω από ψώρα, γίνομαι ρυπαρός
τζεπράρης = λεπρός
τζεπρέας = λεπρός, ψωραλέος, μεταφ. ρυπαρός
τζεπρέδια = στέμφυλα
τζεπρολαλαχεία = χάδια λεπρού ή ψωραλέου
τζερδόνιν = σάπιο ή σκουληκοφαγωμένο ξύλο
τζερεμέ = πρόστιμο
τζερεμόπον = λίγο πρόστιμο
τζερέπης = λιπόσαρκος, κοκκαλιάρης
τζέριγμαν = σκίσιμο
τζερίζω = σκίζω
τζέρισμαν = σκίσιμο
τζερπίουμαι = κουρελιάζομαι στα φορέματά μου
τζέρτζα = διάρροια με αέρια, μετων. άνθρωπος βδελυρός
τζερτζέας = αυτός που πάσχει από χρόνια ευκοιλιότητα
τζερτζός = ρυπαρός, ακάθαρτος
τζερτζοσύνα = ακαθαρσία, ρυπαρότητα
τζευδός = τραυλός, βραδύγλωσσος, ψευδός
τζεφάζω = εκφύω χλόη, πρασινάδα (έδαφος)
τζέφιν = πρασινάδα, γρασίδι, μέρος όπου μεγαλώνουν πολλά χόρτα, χώμα που συγκρατείται από τις ρίζες τον εκριζωμένων φυτών
τζέφλιν = σκληρός φλοιός, αβγού, καρπών κτλ.
τζεφλόν(ιν) = μικρό απόσχισμα ξύλου
τζεφώνω = εκφύω χλόη, πρασινάδα (έδαφος)
τζεχέλης = αδαής, άπειρος, διανοητικός καθυστερημένος
τζεχελίκιν = αδαημοσύνη, απειρία
τζεχενέμιν = κόλαση
τζία = σπινθήρας
τζιαγμονή = φωνή, κραυγή
τζιάζω = καίω βούτυρο ή λάδι για άρτυση φαγητού, ψήνω κάτι στη σχάρα
τζιαμπαρδούκα = είδος παιχνιδιού με άλματα
τζιανίζω = κλαυθμυρίζω (βρέφος)
τζιαστερίτι = τηγανάκι στο οποίο καίγουν βούτυρο
τζιαστός = ψημένος
τζιατού = καλικάντζαρος, μεταφ. γυναίκα μοχθηρή
τζιβδός = τραυλός, βραδύγλωσσος, ψευδός
τζιβίζω = τιτίζω (πτηνό)
τζίβιν = το πτηνό στρουθίο
τζιβιντζάλιν = μετων. άνθρωπος μικρόσωμος
τζιβολίζω = μαδώ, δέρνω
τζιγάνος = άνθρωπος φειδωλευμένος, τσιγκούνης
τζιγαρέα = η οσμή του τσιγάρου
τζιγάρον = τσιγάρο
τζιγαρόξυλον = πίπα
τζιγαροχάρτιν = χαρτί ειδικό για τύλιγμα τσιγάρου
τζιγγιαναλίκιν = φειδωλία, φιλαργυρία
Τζιγγιανάς = το εθνικό όνομα του Αθιγγάνου, μεταφ. άνθρωπος γλίσχρος, φειδωλός, φιλάργυρος
τζιγγιανοπούλλιν = γυφτόπουλο
τζίγγρα = σκυθρωπότητα, κατσούφιασμα, μετων. άνθρωπος μεμψίμοιρος
τζιγγράζω = παραπονιέμαι, γκρινιάζω
τζιγγράρης = παραπονιάρης, γκρινιάρης
τζιγγρέας = παραπονιάρης, γκρινιάρης, φιλάργυρος, τσιγκούνης
τζίγγρωμαν = κλαψούρισμα, μεμψιμοιρία, σκυθρώπιασμα
τζιγγρώνω = κλαψουρίζω, παραπονιέμαι, σκυθρωπιάζω
τζιγκαλίδα = συσπειρωμένη κλωστή όταν τρίβεται πολύ, μαλλί κατσαρό, μεταφ. κατεργαριά, πανουργία, μετων. άνθρωπος στριμμένος, πονηρός
τζιγκαλιδάζω = κλώθω πολύ το νήμα και προκαλώ το σχηματισμό σπειρώσεων
τζιγκαλιδάριν = νήμα που είναι στριμμένο πολύ και έχει πολλές σπειρώσεις, έριο σγουρό και με κόμπους
τζιγκαλιδέας = μεταφ. στριμμένος
τζιγκαλίδιν = συσπειρωμένη κλωστή όταν τρίβεται πολύ, μαλλί κατσαρό, μεταφ. κατεργαριά, πανουργία, μετων. άνθρωπος στριμμένος, πονηρός
Τζιγκιανάς = το εθνικό όνομα του Αθιγγάνου, μεταφ. άνθρωπος γλίσχρος, φειδωλός, φιλάργυρος
τζιγκλιμιδάζω = συνθλίβω
τζιγκλιμιδάζω = συνθλίβω
τζιγκλιμιδίζω = συνθλίβω
τζιγκρά = αισθητά, ελαφρά
τζίδιν = ροκανίδι
τζιδώνω = ανάβω φωτιά, αναζωπυρώνω
τζιδωτέριν = λεπτό ξυλαράκι που χρησιμοποιείται για προσάναμμα
τζιζεύω = χαράζω γραμμή
τζιζή = γραμμή χαρασσόμενη
τζιζιλαεύω = κάνω ή χαράζω γραμμή
τζιζιλαύω = παράγω ψίθυρο
τζίζω = αισθάνομαι οδυνηρό τσίμπημα
τζίκαρη = τσιγάρο
τζίκαρη = θάμνος
τζικάριν = πνεύμονας, ήπαρ
τζικίζω = τσιμπώ
τζίκνα = τσίκνα, ομίχλη
τζικνάζω = ξεωριάζω
τζικνέα = η οσμή της κνίσας
τζικουτέα = χτύπημα με σκούπα
τζικουτίτζα = μικρό κλαδάκι ελάτου, χόρτο που χρησιμοποιείται για μικρές σκούπες
τζικουτοκλάδιν = χλωρό κλαδί ελάτου ή πεύκου
τζίκουτον = χλωρό κλαδί ελάτου ή πεύκου, σκούπα από κλαδιά ελάτου
τζικουτόσπορον = σπόρος παραγόμενος από φυτό από το οποίο κατασκευάζονται σκούπες
page===6

τζικουτώνω = διακλαδίζομαι πολύ σαν το φυτό από το οποίο κατασκευάζονται σκούπες
τζιλάγκος = αισχρός στην όψη, δυσειδής
τζιλάζω = αφοδεύω υγρά αποχωρήματα
τζιλαλίζτρα = θάμνος που παράγει μαύρους καρπούς
τζιλαρείον = ευκοιλιότητα, διάρροια
τζιλάρης = αυτός που αφοδεύει υγρά κόπρανα
τζιλαρίτα = ευκοιλιότητα, διάρροια
τζιλαταρείον = ευκοιλιότητα, διάρροια
τζιλατάρης = αυτός που αφοδεύει υγρά κόπρανα
τζιλατείον = ευκοιλιότητα, διάρροια
τζιλβονίτα = είδος άγριου μενεξέ
τζιλγανίζω = λειώνω πάχος και εξάγω τα αποτσιγαρίδια, τσιγαρίζω, μεταφ. λειώνω από θλίψη, υποφέρω
τζιλέα = τα υδαρή αποχωρήματα του ανθρώπου, κουτσουλιά, σάπιος καρπός
τζιλέας = αυτός που πάσχει από διάρροια
τζίλεμαν = διάρροια, κόπρος πτηνού
τζιλεύω = κοπρίζω (πτηνό)
τζιλίδιν = πυρωμένο κάρβουνο εστίας
τζιλιδόπον = μικρό κάρβουνο πυρωμένο
τζιλιμουγκρίζω = παραπονιέμαι κλαψουρίζοντας, γκρινιάζω για το έργο που μου ανατίθεται
τζιλιμπούρδα = πυγολαμπίδα
τζιλιμπουρδίζω = εκπέμπω αμυδρό φως
τζιλόκολος = αυτός που πάσχει από συνεχή διάρροια
τζιλόνομος = εκείνος του οποίου ο θρησκευτικός νόμος είναι άξιος περιφρονήσεως
τζιλόπετρα = λίθος πολύ εύθραυστος
τζιλοφάγας = (υβριστικώς) αυτός που τρώει αποχωρήματα
τζιλτάρης = αυτός που πάσχει από ακράτεια
τζιλτέας = αυτός που πάσχει από ακράτεια, μεταφ. εκείνος που κατουριέται από το φόβο του, ο πολύ δειλός
τζίλτεμα(ν) = ούρα
τζιλτεμέα = η οσμή του ούρου
τζιλτευτέρα = μικρό άνοιγμα της βράκας για ούρηση
τζιλτευτέριν = μικρό άνοιγμα της βράκας για ούρηση
τζιλτεύω = ουρώ, κατουριέμαι
τζιλτοζώμιν = κωμικώς το ούρο
τζιλτού = αυτός που πάσχει από ακράτεια, μεταφ. εκείνος που κατουριέται από το φόβο του, ο πολύ δειλός
τζιλτούκης = αυτός που πάσχει από ακράτεια
τζιλτούρα = αυτή που πάσχει από ούρα
τζιλώ = αφοδεύω υγρά από ευκοιλιότητα
τζιμίδιν = εγκέφαλος, νους, η υπολειπόμενη μάζα των καρυδιών μετά την εκπίεση του ελαίου, πολτός από πίτουρα ως τροφή αγελάδας, χόρτα στραγγισμένα μετά το βράσιμο και αρτυσμένα με βούτυρο
τζιμίζω = στύβω με τα χέρια βγάζοντας το ζουμί, μεταφ. επείγομαι, σφίγγομαι από ανάγκη
τζίμισμαν = στύψιμο με τα χέρια βγάζοντας το ζουμί, μεταφ. επείγομαι, σφίγγομαι από ανάγκη
τζιμπάρι = σφύρα λιθοξόου
τζίμπλα = τσίμπλα
τζιμπλάζω = φέρω τσίμπλες
τζιμπλάρης = αυτός που έχει τσίμπλες
τζιμπλαρίτζα = γυναίκα τσιμπλού
τζιμπλατίνος = αυτός που έχει τσίμπλες
τζιμπλέας = αυτός που έχει τσίμπλες
τζιμπλετάνος = αυτός που έχει τσίμπλες
τζιμπλίασμαν = φέρω τσίμπλες
τζιμπλομμάτης = αυτός που έχει τσίμπλες
τζιμπλοπέτεινος = παρωνύμιο του τζιμπλομμάτης
τζιμπονίζω = αναβλύζω με ορμή
τζιμπόνιν = το αιρετό στόμιο του αυλού, φυτό με κενό στέλεχος από το οποίο φτιάχνουν φλογέρα
τζιμπονόφυλλον = το φύλλο φυτού που χρησιμοποιείται για την κατασκευή φλογέρας
τζιμπούσ(ιν) = συμπόσιο, τσιμπούσι
τζινάζω = αφήνω κουτσουλιά (πτηνό)
τζινακιάζω = εκπέμπω σπινθήρες, σπινθηροβολώ
τζινάκιασμαν = λάμψη σπινθήρα, καμένο μέρος πράγματος από σπινθήρα
τζινακίζω = εκπέμπω σπινθήρα, σπινθηροβολώ, λάμπω, στίλβω, τεμαχίζω σε μικρά κομματάκια
τζινάκιν = σπινθήρας, κόσμημα της κάλτσας, κάρφος
τζινακόπια = μικρά ψαράκια
τζινατίζω = λερώνω με τζινέαν
τζινάτωμαν = αλείφω με τζινέαν, λερώνομαι με τζινέαν
τζινέα = κουτσουλιά
τζινεύομαι = στενοχωριέμαι
τζινί = σκελίδα σκόρδου, φέτα φρούτου
τζινίζω = κλαψουρίζω
τζινίκα = γυναίκα κλαψιάρα
τζίνος = γλάρος
τζινταράζω = βγάζω ίνες από ξύλο
τζιντάριν = λεπτή ίνα ξύλου, σχίζα
τζιντζής = μάγος
τζίντζιρος = ρυτιδωμένος
τζιντζιρώνω = γερνάω πολύ
τζίξιμον = άλγος, πόνος, λύπη, οίκτος
τζιουμάζω = στύβω τα ρούχα για να φύγει το νερό
τζιουμπουρώ = τσιμπώ
τζιουμπροχειλίουμαι = κρεμώ τα χείλη μου από οργή ή πείσμα
τζιουπροχείλισμα = κρεμώ τα χείλη μου από οργή ή πείσμα
τζιουχλεύω = βάζω σημάδι, στοχεύω
τζιουχλί = αλιευτική απόχη
τζιπάζω = περνώ βελόνες για πλέξιμο, στερεώνω κάτι με σφήνα
τζιπέ = μεταξωτός χιτώνας νύφης
τζιπίν = καλτσοβελόνα, μικρό ξυλάκι
τζιπίω = εξάγω τις ίνες του κελύφους των φασολιών
τζιπρώνω = συμμαζεύομαι, σουφρώνω, συστέλλω τα χείλη αρχίζοντας να κλαψουρίζω, σαπίζω στη γη δεν φυτρώνω (σπόρος), στεγνώνω
τζίρα = αδυναμία σωματική, εξάντληση
τζιργάνα = τα αποτσιγαρίδια του διαλυμένου λίπους ουράς προβάτου
τζιργανίζω = λειώνω πάχος και εξάγω τα αποτσιγαρίδια, τσιγαρίζω, μεταφ. λειώνω από θλίψη, υποφέρω
τζίριγμαν = τσιρίδα
τζιρίζω = τσιρίζω
τζίριν = αχλάδια ή μήλα φουρνισμένα ή ξηραμένα στον ήλιο
τζιριχτεύω = παρασκευάζω τηγανίτες
τζιριχτόν = τηγανίτα
τζίρλα = διάρροια
τζιρλέα = κλαψούρισμα, κραυγή
τζιρλετής = διάρροια
τζιρλίζω = κλαίω, κλαψουρίζω
τζιρμουδέα = νερό που περιέχει αλάτι, άλμη
τζιρνία = ο ελάχιστος ψίθυρος φωνής, κλαψούρισμα
τζιρνίζω = βγάζω τσιμουδιά, ψιθυρίζω, κλαψουρίζω
τζιροζώμιν = το ζουμί των βρασμένων τζιριών
τζιρόνα = είδος πτηνού
τζίρος = είδος σκόμβρου, τσίρος
τζιρούτ(ιν) = ακόντιο
τζίρτα = σάλιο, μεταφ. ελάχιστη ποσότητα πράγματος
τζιρτζιρίζω = τσιρίζω
τζιρτίζω = εκσφενδονίζω σάλιο, αναβλύζω αναπηδώντας
τζιρτιχτέρα = σωληνάριο με έμβολο με το οποίο τα παιδιά παίζουν εκσφενδονίζοντας νερό ο ένας στον άλλον
τζιρώνω = γίνομαι κάτισχνος
τζιτάμης = νωθρός, οκνηρός
τζιταμλίκιν = νωθρότητα, οκνηρία
τζίτζα = ελάχιστη ποσότητα πράγματος
τζιτζανίζω = απορροφώ, θηλάζω
τζιτζάνισμαν = απορρόφηση, θήλασμα
τζιτζίδι = μετων. άνθρωπος ολόγυμνος
τζίτζιδος = τσίτσιδος
τζιτζίλι = το παιδικό μόριο
τζιτζιλίαμαν = τριγυρίστρα
τζιτζίλιν = θρομβοειδές υγρό απόσταγμα δέντρων, δερματικό μαλακό έκθυμα, ομφαλός
page===7

τζιτζιλομάστικα = μαστίχα από έλατο
τζίτζιλος = ολόγυμνος, τσίτσιδος
τζιτζίν = κρέας (στη παιδική γλώσσα), ο γυναικείος μαστός
τζίτζιρα = τα αποτσιγαρίδια του διαλυομένου λίπους της ουράς προβάτου
τζιτίζω = κρυφοκοιτάζω από χαραμάδα
τζιφίζω = χαράσσω με μυτερό όργανο, κάνω διακριτική κόμη στο αφτί προβάτου
τζιφίν = τομή στα αφτιά των αιγοπροβάτων για να αναγνωρίζεται
τζίφισμαν = χάραγμα με μυτερό όργανο, κάνω διακριτική κόμη στο αφτί προβάτου
τζιφλάκα = το πτηνό τσίχλα, μετων. άνθρωπος πολύ ισχνός, γυναίκα απρόκοπη
τζιφλακίζω = αναβλύζω κοχλάζοντας, ορμητικά
τζιφλάνιν = μικρό απόσχισμα ξύλου
τζιφτός = λεπτοφυής
τζιχάρ(ιν) = τσιγάρο
τζίχλα = το πτηνό τσίχλα
τζιχλάζω = συντρίβω, συνθλίβω
τζιχλάκα = το πτηνό τσίχλα, μετων. άνθρωπος πολύ ισχνός, γυναίκα απρόκοπη
τζιχλακίζω = όταν αρχίζει να πιάνει το χιόνι στο έδαφος και δεν λιώνει
τζιχλάκιν = το πτηνό τσίχλα
τζιχλιμιδίζω = συντρίβω, τρίβω στάχυα στο χέρι για να βγάλω τον καρπό
τζιχλιμίδιν = συντρίμμι
τζιχλοπέτεινος = τσαλαπετεινός
τζιχλώνω = συνθλίβω με πίεση
τζίχνα = τσίκνα, ομίχλη
τζιχνάριν = το τσικνισμένο φαγητό
τζιχνέα = η οσμή της τσίκνας
τζιχνέας = ο ενοχλητικός
τζιχνίζω = καψαλίζω
τζίχνισμαν = ακροθιγής καύση πράγματος, καψάλισμα υφάσματος, δέρματος, πτηνού κτλ., ανάδοση οσμής τσίκνας φαγητού
τζιχτζιράνος = αβγό ξεροψημένο σε θερμή στάχτη
τζιχτζιρίνος = αβγό γεμισμένο με επιδέξιο τρόπο με πίσσα για να γίνει ισχυρό και να σπάσει τα αβγά των άλλων το Πάσχα, αβγό ξεροψημένο σε θερμή στάχτη, μετων. άνθρωπος λεπτοκαμωμένος
τζοάπιν = απόκριση
τζοβαΐριν = πολύτιμος λίθος, διαμάντι
τζόβενος = νεαρός κομψά ντυμένος
τζόβιν = λεπτό και πλατύ απόκομμα ξύλου, φλοιός δέντρου
τζολόφιν = ο λοβός του φασολιού
τζόνιν = σχισμένες βέργες, με τις οποίες πλέκουν καλάθια
τζονοκόσκινον = κόσκινο πλεγμένο από λεπτές βέργες
τζονορράβδιν = βέργα με την οποία παρασκευάζονται τα τζόνα
τζόπα = τσέπη
τζορίζω = μόλις που αναβλύζω από ελάχιστη ποσότητα νερού
τζορίν = γήλοφος, βουνό
τζορίν = πηγή νερού ελάχιστης ποσότητας που μόλις αναβλύζει, έλος, τέλμα
τζορόπον = γήλοφος, βουνό
τζοροχόρταρον = χόρτο που μεγαλώνει σε τόπο υγρό ή ελώδη
τζορτζοθολώνω = θολώνω πολύ λίγο ή ρίχνω σε κάτι λίγο νερό, διαβρέχω ελάχιστα, αφήνω έργο ημιτελές
τζούβος = άδειος, κούφιος
τζουβώνω = γίνομαι κούφιος
τζουγγρώνω = κλαψουρίζω, παραπονιέμαι, σκυθρωπιάζω
τζουγκαλίδω = συσπειρωμένη κλωστή όταν τρίβεται πολύ, μαλλί κατσαρό, μεταφ. κατεργαριά, πανουργία, μετων. άνθρωπος στριμμένος, πονηρός
τζουδώνω = ανάβω φωτιά, αναζωπυρώνω
τζούζω = τσούζω, μεταφ. αισθάνομαι για κάποιον λύπη, συμπάθεια
τζουκαλάς = ο κατασκευαστής πήλινων αγγείων
τζουκάλιν = πήλινη χύτρα
τζουκαλού = πήλινη χύτρα
τζουκαλοφούρνι = κάμινος όπου ψήνονται τα πήλινα αγγεία
τζουκαλώνω = στήνω χύτρα στην εστία για παρασκευή φαγητού
τζούλα = τρίχα από ουρά αλόγου
τζουλάνιν = σκελίδα σκόρδου
τζουλγάνα = τα αποτσιγαρίδια του διαλυμένου λίπους ουράς προβάτου
τζουλούφ(ιν) = ο λοβός του φασολιού
τζουλούχος = είδος φαγητού από ποικίλα συστατικά
τζουλτούκ(η)ς = αυτός που πάσχει από ακράτεια
τζουλώ = αφοδεύω υγρά από ευκοιλιότητα
τζούμιγμαν = στύβοντας με τα χέρια βγάζω το υγρό, μεταφ. επείγομαι, σφίγγομαι από ανάγκη
τζουμίζω = στύβω με τα χέρια βγάζοντας το υγρό, μεταφ. επείγομαι, σφίγγομαι από ανάγκη
τζούμισμαν = στύβοντας με τα χέρια βγάζω το υγρό, μεταφ. επείγομαι, σφίγγομαι από ανάγκη
τζουμουδιώ = τσαλακώνομαι
τζουμουλάζω = τσιμπώ
τζουμουράζω = τσαλακώνω
τζουμουρεύω = πιέζω, συνθλίβω
τζουμουρίασμαν = τσαλάκωμα
τζουμούριν = έδεσμα από ψίχα ζεστού ψωμιού, η οποία συνθλίβεται με βούτυρο και διαποτίζεται ολόκληρη
τζουμουρόπον = έδεσμα από ψίχα ζεστού ψωμιού, η οποία συνθλίβεται με βούτυρο και διαποτίζεται ολόκληρη
τζουμπίζω = τσιμπώ, κεντώ
τζουμπιχτέρα = οτιδήποτε αιχμηρό, βουκέντρα
τζουμπιχτέριν = οτιδήποτε αιχμηρό, βουκέντρα
τζουμπό(ιν) = το αιρετό στόμιο του αυλού, φυτό με κενό στέλεχος από το οποίο φτιάχνουν φλογέρα
τζουμπονόφυλλον = το φύλλο φυτού που χρησιμοποιείται για την κατασκευή φλογέρας
τζουμπουλάζω = κεντώ, τσιμπώ
τζουμπούρι = τσιμπούρι
τζουμπούσιν = συμπόσιο
τζούνα = σκύλα
τζουνάκ(ιν) = σπινθήρας, κόσμημα της κάλτσας, κάρφος
τζουνακίζω = εκπέμπω σπινθήρα, σπινθηροβολώ, λάμπω, στίλβω, τεμαχίζω σε μικρά κομματάκια
τζουντζουβάνα = είδος ξύλου που χρησιμοποιούντα παιδιά για παιχνίδι
τζουντζούνα = φαγώσιμο αγριόχορτο
τζουντζουνίζω = πιπιλίζω
τζούντζουνος = υπέργηρος
τζουντζούρεμαν = συνδαυλίζω τα ξύλα του αναμμένου φούρνου για αναζωπύρωση, ερευνώ, ανοίγω τρύπα στη γη σκαλίζοντας με ξύλο
τζουντζουρεύω = συνδαυλίζω τα ξύλα του αναμμένου φούρνου για αναζωπύρωση, ερευνώ, ανοίγω τρύπα στη γη σκαλίζοντας με ξύλο
τζούντζουρος = ρυτιδωμένος
τζουντζουρούκιν = κοντός με τον οποίο διαρρυθμίζουμε την θέση των καιόμενων ξύλων του φούρνου
τζουντζουρώνω = γερνάω πολύ
τζουντουβανίουμαι = παίζω με την τζουντουβάνα
τζουντουνάς = αυτός που αγαπά να τρώει τζουντζούνες
τζούξιμον = άλγος, πόνος, λύπη, οίκτος
τζούπα = κλείσιμο
τζουπαδάς = ο πωλητής καλαμποκιού
τζουπαδένος = αυτό που προέρχεται από καλαμπόκι
τζουπαδίτικος = καλαμποκίσιος
τζουπαδοκόθιν = το ξηρό στέλεχος του καλαμποκιού μετά την αφαίρεση του καρπού
τζουπαδοπούλλιν = νεαρός βλαστός καλαμποκιού
τζουπαδοστέλιν = ο κορμός του καλαμποκιού
τζουπαδοτάραγον = αλεύρι ανάμεικτο με αλεύρι καλαμποκιού
τζουπαδόφυλλον = φύλλο καλαμποκιού
τζουπαδοψώμιν = ψωμί από αλεύρι καλαμποκιού
τζουπάζω = περνώ βελόνες για το πλέξιμο κάλτσας, στερεώνω κάτι με σφήνα
τζουπέ = μεταξωτός χιτώνας νύφης
τζουπίζω = βγάζω τις ίνες από το κέλυφος των φασολιών
τζουπίν = καλτσοβελόνα, μικρό ξυλαράκι
τζουπίτζα = το αγριόχορτο οξαλίδα
τζουπράριν = καρπός ατροφικός, σουφρωμένος
τζουπρόν = καρπός ατροφικός, σουφρωμένος
τζούπρον = λέπρα, ψώρα, μεταφ. ένδεια, φτώχια
τζουπρούρα = σουφρωμένη γριά, ρυτιδωμένη
τζουπρώνω = μένω ατροφικός, δεν μεστώνω (καρπός), συμμαζεύομαι, σουφρώνω, συστέλλω τα χείλη αρχίζοντας να κλαψουρίζω, σπόρος που σαπίζει στη γη και δεν φυτρώνει, στεγνώνω
τζουπρωτόν = ατροφικός καρπός
τζούπωμαν = κλείσιμο
τζουπώνω = κλείνω, βουλώνω
τζουπωχτέριν = επιστόμιο δοχείου, πώμα, βούλωμα
page===8

τζουρανέα = είδος θάμνου με φαγώσιμους καρπούς
τζουρανοζώμιν = ζωμός του καρπού τζουρανέας
τζουραντάκιν = είδος φαρμάκου
τζουραρεύω = μαζεύω γάλα σε μικρές ποσότητες
τζουρμανέα = δυσεξάλειπτη αιθάλη καπνοδόχου
τζουρμουδέα = νερό που περιέχει αλάτι, άλμη
τζουρμουλάζω = τσιμπώ
τζουρμουλίζω = αρπάζω με νύχια, τσιμπώ, λυπάμαι κάποιον κατάκαρδα
τζουρνίκιν = αρσενικό δηλητήριο
τζουρολογώ = εξαντλώ τελείως το περιεχόμενο υγρό σκεύους, πίνω από βρύση που κοντεύει να στερέψει
τζουροπέγαδον = βρύση χωρίς νερό, στερεμένη
τζουροπόταμον = ξηροπόταμος, χείμαρρος
τζουρουμουγκρίζω = μουρμουρίζω, γκρινιάζω, κλαψουρίζω
τζουρούτιν = ακόντιο
τζούρτι = καπνοδόχος, καμινάδα
τζούρωμα = στέρεμα πηγής η οποία παύει να παρέχει νερό, στέρεμα αγελάδας η οποία δεν παρέχει γάλα
τζουρώνω = αδειάζω από το περιεχόμενο νερό, στερεύω
τζουτάμης = νωθρός, οκνηρός
τζουταμλούκ(ιν) = νωθρότητα, οκνηρία
τζουτζανίζω = απορροφώ, θηλάζω
τζούτζου = κρέας (στη παιδική γλώσσα), ο γυναικείος μαστός
τζουτζούκιν = ο ορρός του διυλισμένου γιαουρτιού
τζουτζουκώνω = απολύω ορρό (γιαούρτι)
τζουτζούλι = το παιδικό μόριο
τζουτζουνίζω = ροφώ άπληστα
τζουτζουρούμαι = φλέγομαι από δίψα λόγω αλμυρού φαγητού
τζούφ(ιν) = πρασινάδα, γρασίδι, μέρος όπου μεγαλώνουν πολλά χόρτα, χώμα που συγκρατείται από τις ρίζες τον εκριζωμένων φυτών
τζουφίζω = χαράσσω με μυτερό όργανο, κάνω διακριτική κόμη στο αφτί προβάτου
τζουφίν = τομή στα αφτιά των αιγοπροβάτων για να αναγνωρίζεται
τζούφισμαν = χαράσσω με μυτερό όργανο, κάνω διακριτική κόμη στο αφτί προβάτου
τζουφλάκα = το πτηνό τσίχλα, μετων. άνθρωπος πολύ ισχνός, γυναίκα απρόκοπη
τζουφλακίζω = αναβλύζω κοχλάζοντας, ορμητικά
τζουφλάν(ιν) = μικρό απόσχισμα ξύλου
τζουφοκόκκιν = σίτος ζουφός
τζουφόπονος = αυτός που δεν αντέχει τον ελάχιστο πόνο ή για το παραμικρό πόνο παραπονιέται ότι πονάει πολύ
τζούφος = καρπός άδειος, κούφιος
τζουφούλιν = τσαρούχι
τζουφουλοπρόσωπος = μεταφ. αναίσχυντος
τζουφώνω = γίνομαι κούφιος (καρπός)
τζουφωτός = ο σχεδόν κούφιος καρπός
τζούχ(ιν) = καρπός άδειος, κούφιος
τζουχαβελέα = χτύπημα με σκούπα
τζουχαβέλιν = μεγάλη σκούπα από κλάδους θάμνων
τζουχλακίζω = όταν αρχίζει να πιάνει το χιόνι στο έδαφος και δεν λιώνει
τζουχλοπέτεινος = τσαλαπετεινός
τζουχλώνω = συνθλίβω με πίεση
τζούχνα = τσίκνα, ομίχλη
τζουχνέα = η οσμή της τσίκνας
τζουχνίζω = καψαλίζω
τζούχος = καρπός άδειος, κούφιος
τζούχτρα = δηκτική γυναίκα
τζουχτρέας = φίλερις, δηκτικός
τζόχα = μάλλινο ύφασμα, μάλλινος επενδυτής
τζοχαβέλ(ιν) = μεγάλη σκούπα από κλάδους θάμνων
τζοχάριν = μετάλλευμα
τζοχοσάλβαρον = αντρικό σαλβάρι από μάλλινο ύφασμα
τζοχταρίζω = κατασκοπεύω, κρυφακούω
τζυλιβαρίζω = κατρακυλώ
τζυμπίζω = τσιμπώ, κεντώ
τζύμπισμαν = τσίμπημα, κέντημα
τζυμπτζυλίουμαι = κάνω τσουλήθρα
τζυμπώ = τσιμπώ
τζύπα = ομφαλός, πρωκτός
τζωμοκυλίζω = χτυπώ και ρίχνω στη γη
τη = τρειοινέτερον των τριών
τηγανέα = τηγανιά
τηγανίζω = τηγανίζω
τηγάνιν = τηγάνι
τηγάνισμαν = τηγάνισμα
τηγανίτα = τηγανίτα
τηγανολάβασον = λαγάνα ψημένη στο τηγάνι
τηγανόπον = τηγανάκι
την = εκείνον τον οποίον, εκείνους τους οποίους
τηρητής = ληστής
τηρητσούμαι = επιτηρώ, προσέχω, παρατηρώ, βλέπω, περιποιούμαι, διατρέφω, διατηρώ, πληρώνω
τηρώ = επιτηρώ, προσέχω, παρατηρώ, βλέπω, περιποιούμαι, διατρέφω, διατηρώ, πληρώνω
τι = ποιος
τιβτίκα = γυναίκα επιπόλαιη και φλύαρη
τίγα = πως, όπως, καθώς
τίγκιν = μυλόπετρα ειδική για το ξεφλούδισμα σίτου ή πλιγουριού
τιγκόσμιν = εκφέρεται συνήθως με το αριθμητικό ένα για δήλωση πλήθους ή μεγάλου ποσού
τιδέν = κάτι, κάποιο, ουδέν, τίποτε
τίζα = τσιμπούρι, αλογόμυγα
τίζεμαν = βάζοντας κατά σειρά, αραδιάζοντας
τιζεύω = βάζω κατά σειρά, αραδιάζω
τιζκίνι = ηνίο, χαλινάρι
τιζλίκ(ιν) = περικνημίδα
τιζτιράνος = είδος εντόμου
τίκα = στη παιδική γλώσσα όταν προσπαθούν να κάνουν το παιδί να σταθεί στα πόδια: «Τίκα τίκα!»
τικεύω = στήνω κάτι όρθιο, καθέτως
τίκια = όρθια
τικλάεμαν = το να στήνεις κάτι όρθια
τικλαεύω = στήνω κάθετα, όρθια
τίκοιος = ο τάδε
τικταπάνος = υπάλληλος του καπνικού μονοπωλίου που καταδιώκει αυτούς που χρησιμοποιούν λαθρεμπορικό καπνό
τιλισίμιν = μαγική δύναμη την οποία έχουν πρόσωπα παραμυθιών
τιλισιμλής = αυτός που έχει αποκτήσει μαγική δύναμη
τιλκί = αλεπού
τιλκιάρης = ξυλουργός, μαραγκός
τίλογης = πως, όπως, καθώς
τίλογος = τι λογής, όποιος τις, ποιο είδος
τιμάρεμαν = ξύσιμο με ειδική ξύστρα μονόχηλου ζώου
τιμαρεύω = ξύνω με ειδική ξύστρα μονόχηλο ζώο
τιμάριν = ξύσιμο με ειδική ξύστρα μονόχηλου ζώου
τιμαρλάεμαν = ξύσιμο με ειδική ξύστρα μονόχηλου ζώου
τιμαρλαεύω = ξύνω με ειδική ξύστρα μονόχηλο ζώο
τιμή = τιμή
τιμητακός = αυτός που σέβεται τους άλλους
τιμητικός = τιμητικός
τιμιόξυλο = κομμάτι ξύλου που νομίζεται ότι προέρχεται από τον τίμιο σταυρό και χρησιμοποιείται ως φυλαχτό
τίμιος = τίμιος
τιμιότα = τιμιότης, μετων. πρόσωπο τίμιο, σεβαστό
τιμιωτέρα = ύμνος προς την Παναγία του οποίου η αρχή είναι «την τιμιωτέραν των Χερουβίμ»
τιμώ = τιμώ, σέβομαι, εκτιμώ
τίν = αφτί
τίναγμα = τίναγμα, εκσφενδόνιση
τινάζω = τινάζω
τιναχτά = είδος εδέσματος με φασόλια
τιναχτός = ψηλός
τινενός = του ενός
page===9

τίντζα = τα αποτσιγαρίδια λίπους
τιντιλίζω = τρέμουν τα γόνατά μου, κλονίζομαι, κινούμαι, σείομαι
τιουλκέρης = ξυλουργός, μαραγκός
τιουτιούν = νερό (στη παιδική γλώσσα)
τιουφεγκέα = βολή τουφεκιού, τραύμα από βολή τουφεκιού
τιουφέγκιν = τουφέκι
τιπάκιν = μεγάλο λίθινο ιγδίο
τίπη = βάθος, πυμή, βάση
τιπίν = χιονοθύελλα
τίποτε = τα, κάτι, ουδέν
τιριζίτα = φαγώσιμο αγριόχορτο
τιρλίκιν = ο τρόπος του ζην σε κατάσταση φτώχιας
τιρμίτζα = λευκός μύκητας εδώδιμος
τιρμίτιν = υπόγειος βολβός που έχει δριμεία γεύση
τιρσί = το ψάρι φρίσσα
τίρτεμαν = έρευνα, ψάξιμο με το δάχτυλο, ενόχληση χειρονομώντας
τιρτεύω = ερευνώ, ψάχνω με το δάχτυλο, ενοχλώ χειρονομώντας
τισάκ(ιν) = στρώμα
τίταρα = ωμοπλάτη
τίτεμαν = άνοιγμα με τα χέρια μαλλιών στρώματος, ξέφτισμα
τιτεύω = ανοίγω με τα χέρια μαλλιά στρώματος, ξεφτώ, τίλλω
τίτζιν = πλακόστρωτο διαμέρισμα μάνδρας όπου ταΐζουν τα ζώα
τίτιλος = είδος παιχνιδιού
τιτινέα = η οσμή του καπνού
τιτίνιν = καπνός
τιτινοκέσιν = σακουλάκι για καπνό
τιτινόπον = λίγη ποσότητα καπνού
τιτινοτόπιν = τόπος κατάλληλο για την καλλιέργεια καπνού
τιτιντζής = πωλητής καπνού πλανόδιος
τιφέγκ(ιν) = τουφέκι
τιφεγκέα = βολή τουφεκιού, τραύμα από βολή τουφεκιού
τιφτικένον = αυτό που είναι φτιαγμένο από τιφτίκιν
τιφτίκιν = το χνουδωτό μαλλί της αίγας από το τρίχωμα
τιφτικόρταρα = κάλτσες από τιφτίκιν
το = εκείνο το οποίο, εκείνο όπερ, όπερ, το οποίο, τούτο
τοβάς = ευχή, παράκληση
τόγκιαν = εκείνο που, οτιδήποτε
τογράεμαν = κομμάτιασμα, λείανση
τογραεύω = κομματιάζω, λιανίζω
τογράμα = τεμάχια, κομμάτια
τογραμά = κόψιμο σε κομμάτια, μέρη οικοδομής όπως πόρτα, παράθυρα κτλ.
τογραματζής = μαραγκός, λεπτουργός
τογρηλούκιν = ευθύτητα, αλήθεια, δικαιοσύνη
τογρής = ευθύς, ίσιος, ειλικρινής, δίκαιος, αληθής
τογρία = αλήθεια
τογρουλάεμαν = τακτοποίηση
τογρουλαεύω = τακτοποιώ
τόζιν = σκόνη
τοζλαεύω = σηκώνω σκόνη
τοζλούκιν = περικνημίδα
τόζωμαν = σκόνισμα
τοζώνω = σκονίζω, σηκώνω σκόνη
τοίκοιος = ο τάδε
τοίς = εκείνους που
τόισος = τι λογής, τι είδους
τοίχος = τοίχος
τοιχούμαι = χώνομαι κάπου και γίνομαι αφανής
τοκά = μεταλλική αγκράφα δερμάτινης ζώνης
τόκα = σύγκρουση ποτηριών σε πρόποση
τοκίζω = τοκίζω
τόκιν = βέλος
τοκμά = λουκουμάς
τόκος = τόκος
τοκούνεμαν = προσβολή κάποιου με λόγια, πείραγμα, βλάψιμο
τοκουνεύκουμα = προσβάλλω κάποιον με λόγια, πειράζω, βλάπτω
τόλα = αλισίβα για πλύσιμο
τολάνεμαν = στρίψιμο, κύλημα, περιστροφή
τολανεύκουμαι = κάνω στροφή, κύκλο, περιστροφή
τολαντούρεμαν = περιφορά, απάτη
τολαντουρεύω = περιφέρω, απατώ
τολαντουρτζής = απατεώνας, αισχροκερδής, ψεύτης στις υποσχέσεις
τολαπάζω = βάζω, τοποθετώ κάτι στο ντουλάπι, μεταφ. απατώ
τολάπιν = ντουλάπι
τόλιν = θολός, καμάρα
τολμά = ντολμάς, τοίχος χτισμένος με κάθετα ξύλα των οποίων τα κενά μεταξύ διαστήματα γεμίζουν με λίθο
τολμώ = τολμώ
τόλομαν = τελείωμα, τέλος έργου, αποπεράτωση, εξάντληση
τολόνω = τελειώνω, φέρω εις πέρας, αποπερατώνω, εξαντλώ, αποθνήσκω, αποσώνω
τομή = μετων. γυναίκα άμυαλη, κουτή
τομίαν = κατά πρώτη φορά, το πρώτο
τόμου = ευθύς ως, άμα, μόλις
τομπούλλης = στρογγυλός
τονάνα = μετων. άνθρωπος δυσκίνητος ή ηλίθιος
τονανμά = συνεχής πυροβολισμός εορταστικός ή διασκεδαστικός
τονάριν = το μήκος της αλιευτικής ορμιάς
τονάτεμαν = ευτρεπισμός, στολισμός
τόνος = τόνος
τόντζενος = ορειχάλκινος
τοξαράζω = παίζω με την λύρα
τοξαράτικα = η αμοιβή του λυράρη
τοξαρέα = τοξαριά
τοξαρίασμαν = ανάκρουση μέλους με τη λύρα
τοξάριν = τόξο πολεμικό, τόξο λύρας
τόξεμαν = εκτόξευση βέλους, μεταφ. δαρμός
τοξεύω = χτυπώ με εκτοξευμένο βέλος, ξαίνω με τοξάρι μαλλί ή βαμβάκι
τόξον = τόξο
τοξοσάιτον = τόξο και βέλος μαζί
τοξώνω = κυρτώνω σε σχήμα τόξου
τόπιν = τόπι, κανόνι, τηλεβόλο, τόπι υφάσματος
τοπλάεμαν = μάζεμα, συλλογή
τοπλαεύω = μαζεύω, συνάγω
τοπόπον = μικρός τόπος, μικρό οικόπεδο
τόπος = τόπος, οικόπεδο, χώρα, θέση
τόπου = τόπος, οικόπεδο, χώρα, θέση
τοπούζιν = σφαίρα, μπάλα, ρόπαλο
τορεύω = μουσκεύω
τόριν = αλιευτικό δίχτυ
τορνεία = καλλωπισμός
τόρνεμαν = τόρνεμα
τορνεύω = τορνεύω, ευπρεπίζω, στολίζω
τόρνος = τόρνος
τορπά = σάκος που περιέχει την τροφή μονόχηλου ζώου, τορβάς
τοσέκιν = στρώμα
τοσιανάς = τόσος δα
τοσιάς = τόσος δα
τοσίκος = τόσο μικρός
τόσος = τόσον μέγας ή τόσον πολύς, τόσον πολύ
τοσούτζικος = τόσον μικρός ή τόσος ολίγος
τόστης = φίλος
τοστλούκιν = φιλία
page===10

τότε = τότε
του = τρειοινέτερον των τριών
τουβάριν = ντουβάρι, τοίχος
τουβραδής = κατά το βράδυ, το εσπέρας
τούζ = δηλώνει την βοή την οποία παράγει η μέλισσα
τουζάνιν = αργαλειός
τουζάχιν = παγίδα για φόνο ή σύλληψη ζώων
τουζουλαεύω = σφυρίζω, συρίζω
τουκανίζω = αλωνίζω
τουκάνιν = η αλωνιστική τυκάνη
τούλα = ήσυχα, φρόνιμα, σιγά, αθόρυβα
τούλα = πλίνθος οπτή, λίθινη πλάκα με την οποία τρίβουν τα πατώματα για καθαρισμό
τούλαης = πως, όπως, καθώς
τούλας = πως, όπως, καθώς
τουλγούνης = ήσυχος
τουλγούν’κα = ήσυχα
τούλιν = αραχνοειδές ύφασμα
τουλούμιν = ασκός, τουλούμι
τουλουμίτζα = ασκός, τουλούμι
τουλουμόπον = μικρός ασκός φουσκωμένος
τουλούπα = τουλούπα
τουλτούλα = γυναίκα ανόητη, άμυαλη
τουλώνω = ησυχάζω, κάθομαι φρόνιμα
τουλωτός = ήσυχος
τουλ’γαδάζω = σχηματίζω σε αγκαλιά το θερισμένο χόρτο, συσκευάζω πρόχειρα
τουλ’γάδιν = όργανο με το οποίο τυλίγουν κάτι, περίζωμα των λουομένων, αγκαλιά θερισμένου χόρτου, κουβάρι
τουλ’γαδοκέφαλος = αυτός που έχει αχτένιστο κεφάλι, μεταφ. ανόητος
τουμάρ(ιν) = ξύσιμο με ειδική ξύστρα μονόχηλου ζώου
τουμαρεύω = ξύνω με ειδική ξύστρα μονόχηλο ζώο
τουμαρλαεύω = ξύνω με ειδική ξύστρα μονόχηλο ζώο
τούμπα = τούμπα
τούμπανον = τύμπανο
τουμπάριν = πετρώδες ύψωμα γης, προεξοχή εδάφους σε μέρος ομαλό
τουμπάριν = έδαφος που έχει υψώματα
τουμπίν = γήλοφος, μπουμπούκι
τουμπόπον = γήλοφος, μπουμπούκι
τουμπούζιν = γήλοφος, εξόγκωμα κύματος
τουμπουζόπον = γήλοφος, εξόγκωμα κύματος
τούμπωμαν = εξόγκωμα, φούσκωμα, μπουμπούκιασμα (φυτό)
τουμπώνω = εξογκώνομαι, φουσκώνομαι, μπουμπουκιάζω (φυτό)
τουντζένος = ορειχάλκινος
τούντζιν = ορείχαλκος
τούντζινος = ορειχάλκινος
τουντουλίζω = τρέμουν τα γόνατά μου, κλονίζομαι, κινούμαι, σείομαι
τουντουνίζω = τουρτουρίζω, χορεύω παιδάκι στα γόνατά μου
τούντουνος = εκείνος που τρέμει από ψύχος
τούπιν = ξύλινο δοχείο που χρησιμοποιείται για γαλακτοκομία
τουράδιν = ουρά
τουρκέα = η οσμή του Τούρκου
τουρκίζω = γίνομαι Τούρκος, μεταφ. ξινίζω
τούρκικα = τούρκικα
τούρκισμα = εξωμοσία
Τουρκίτζης = Τουρκόπουλο, Τούρκος
τουρκοκονταρισμένος = ο φονευμένος από Τούρκο
τουρκοπολίτες = τούρκος πολίτης
τουρκοπούλλιν = Τουρκόπαιδο, Τούρκος
τουρκότε = η ιδιότητα του Τούρκου ως απίστου, αυθαιρέτου και άρπαγος
τουρκοφάγετον = αγρός, κήπος ή βοσκότοπος άδικα και αυθαίρετα καταληφθέν από Τούρκο
τουρκοχώριν = χωριό κατοικούμενο από Τούρκο
τουρλαγγευτά = χοροπηδώντας
τουρλαγγεύω = χοροπηδώ, αναπηδώ
τουρμουντάριν = είδος γογγύλης με υπόγειο βολβό εδώδιμο
τουρμούχτες = όργανο περισυλλογής ξηρών χόρτων
τουρνανά = ελαφρόμυαλη γυναίκα
τουρούλεμαν = παύση
τουρουλεύω = παύω
τουρπάριν = τρυπάνι
τουρτεύω = ερευνώ, ψάχνω με το δάχτυλο, ενοχλώ χειρονομώντας
τουρτούρα = φλύαρη, πολυλογού
τουρτουράζω = σκουληκιάζω, τρέμω
τουρτουράριν = σκουληκιασμένο
τουρτούριγμαν = τουρτούρισμα
τουρτουρίζω = τουρτουρίζω
τουρτούριν = κάμπια, μετων. άνθρωπος ανήσυχος
τουρτούριν = αβγό με λεπτό φλοιό, το οποίο αν το χτυπήσουμε στα δόντια παράγει τρομώδη ήχο
τουρτούρισμαν = τουρτούρισμα
τουρτουρόχειλος = εκείνος του οποίου τρέμουν τα χείλη
τουρτουρόχορτον = χόρτο που έρπει, του οποίου τα φύλλα μοιάζουν με κάμπιας
τους-ωρού = ευθύς, αμέσως
τουσεύω = μαλώνω
τουσμάνικος = εχθρικός
τουσμάνος = εχθρός
τουσουνεύκομαι = σκέφτομαι, συλλογίζομαι
τουτζαρίζω = πέρδομαι δυνατά
τουτζένος = ορειχάλκινος
τούτζιν = ορείχαλκος
τούτιν = μουριά
τουτκάλιν = ψαρόκολλα
τούτος = ούτος
τουτού = νερό (στη παιδική γλώσσα)
τουτουγιά = άνθος της εξοχής, αγριόχορτο εδώδιμο
τουτούκα = νερό (στη παιδική γλώσσα)
τουτουλεύκουμαι = πάσχω από δυσουρία
τουτουμάζω = μουχλιάζω
τουτουμάριν = μουχλιασμένο
τουτουμίαμαν = μουχλιάζω
τουτούμιν = μούχλα
τούφα = καπνός, ατμός, χιονοθύελλα
τουφάνι = ανεμοστρόβιλος
τουφανίζω = γίνεται χιονοθύελλα
τουφεγκέα = βολή τουφεκιού, τραύμα από βολή τουφεκιού
τουφέγκιν = τουφέκι
τουφεγξής = κατασκευαστής ή πωλητής τουφεκιών
τουφίζω = εκπέμπω ατμό, αναδίδω ατμό, θερμαίνομαι πολύ
τούχτιν = μονάς βάρους πενήντα δραμιών
τοχλίν = αρνί ενός έτους, μεταφ. ζώο ή παιδί παχουλό
τοχούμιν = σπέρμα
τοχουνεύκουμαι = προσβάλλω κάποιον με λόγια, πειράζω, βλάπτω
τοχταεύω = στέκομαι στερεός
τόχτωμαν = μώλωπας
τοχτώνω = μωλωπίζω, προκαλώ με πλήγμα εκχύμωση
τοψίν = το εκτοξευμένο βέλος
τρά = νήμα όσο χρειάζεται για μια βελονιά
τραβάλα = φροντίδες, έγνοιες
τραβωδία = τραγούδι
τραγάνι = ο διάμεσος των ρωθώνων χόνδρος
τραγόραστος = πολύ ακριβός
τραγωδάνος = τραγουδιστής
τραγώδεμαν = τραγούδι
τραγωδία = τραγούδι
page===11

τραγώδιν = τραγούδι
τραγωδόπον = τραγουδάκι
τραδελφάκια = τρία αδέλφια
τράδερφα = τρία αδέλφια
τράδιν = δέμα χόρτων συγκείμενο σε τρία δέματα μικρότερα, τρίλιζα
τραδωδώ = τραγουδώ
τραελάρης = εκείνος που καλοπιάνει, κόλακας
τραελέας = εκείνος που καλοπιάνει, κόλακας
τραελεία = καλόπιασμα, κολακεία
τραέλεμαν = χάιδεμα, καλόπιασμα, κολακεία, απάτη
τραελεύω = χαϊδεύω, καλοπιάνω, κολακεύω, απατώ
τραίματα = τραύματα
τράκ = είναι δηλωτικό κρότου
τράκα-τράκ = δηλώνει κρότο
τρακαλαφατίνα = τριπλό καλαφάτισμα πλοίου
τρακάραβα = τρία καράβια
τράκατα = απροκάλυπτα, ειλικρινά
τρακατζέα = πλήγμα στο κεφάλι
τρακόσοι = τριακόσιοι
τράλαλα = σε κατάσταση αναισθησίας
τραλαλετής = ο διαλαλών, ο κήρυκας
τράλαλος = όλως αναίσθητος
τραλαλώ = διακηρύττω, διασαλπίζω παντού
τραλίζω = βλάπτω, καταστρέφω, μετακινώ, ταράσσομαι
τράμ-τρούμ = δηλώνει ήχο μουσικών οργάνων
τράμερα = τέσσερα μέρη
τράμιν = δράμι
τραμολοϊσμένος = ο ζυγισμένος ακριβέστατα μέχρι δραμιού
τράμπα = ανταλλαγή
τραμπουτζάζω = δέρνω με το χέρι, μπατσίζω
τραμπουτζώνω = παραχορταίνω, δέρνομαι
τράνεμα = μεγάλωμα, εξόγκωμα, αύξηση ηλικίας, μεταφ. έπαρση, μεγαλαυχία
τρανεύω = γίνομαι μεγάλος, ψηλός στο ανάστημα, μεγαλώνω σε ηλικία, μεταφ. έχω μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μου, επαίρομαι, μεγαλοπιάνομαι
τρανί = ράφι κατά μήκος τοίχου, οριζόντια στέγη οικίας
τρανίτζικος = μεγαλούτσικος
τρανογούλης = αυτός που έχει μεγάλο λαιμό, μεταφ. αδηφάγος, λαίμαργος
τρανοκάρδης = μεγαλόκαρδος, μεταφ. γενναιόδωρος, γενναιόψυχος
τρανοκέφαλος = κεφάλας, μεταφ. ανόητος, μωρός
τρανόκολος = αυτός που έχει μεγάλους γλουτούς
τρανοκόφτω = κόβω σε χοντρά κομμάτια, μεταφ. λέω υπερβολές
τρανόπονος = αυτός που προξενεί πολλή ψυχική οδύνη
τράνος = αύξηση κατ’ όγκο, αύξηση καθ’ ηλικία, μέγεθος
τρανός = μεγάλος
τράνος = προσοχή, προφύλαξη
τραντάφυλλον = τριαντάφυλλο
Τραντέλλενος = κατά κάποιο τρόπο τριακοντάκις Έλλην, γενναίος Έλληνας
τράνυμα = μεγέθυνση, αύξηση καθ’ ηλικία
τρανύνω = μεγεθύνω, μεγαλώνω, αυξάνομαι χρονικώς, μεταφ. γίνομαι επίσημος, φημίζομαι, επαίρομαι, μεγαλοπιάνομαι
τρανώ = βλέπω, κοιτάζω, παρατηρώ, προσέχω
τραπεζαίος = η κεντρική δοκός της στέγης οικίας
τραπεζαρείος = τραπεζαρία, εστιατόριο
τραπεζάρης = επιμελητής εστιατορίου
τραπέζιν = τραπέζι
τραπεζίτης = τραπεζίτης
τραπεζόλιθον = λίθος που έχει επιφάνεια τραπεζοειδή
τραπεζομάντηλον = τραπεζομάντηλο
τραπεζόπον = τραπεζάκι
τραπέζωμαν = τραπέζωμα
τραπεζώνω = τραπεζώνω
τραπολόζ(ιν) = πολύχρωμη μεταξωτή γυναικεία ζώνη
τραπώνω = αρχίζω να σαπίζω
τράσαγμαν = δερματική νόσος που προκαλεί λεπίδες όπως των ψαριών
τράτσος = πολύ χοντρός άνθρωπος
τραυαγγέλιγμαν = ανάγνωσμα περικοπών του ευαγγελίου γι’ αυτούς που πάσχουν σωματικά ή ψυχικά
τραυαγγελίζω = αναγινώσκω περικοπές του ευαγγελίου γι’ αυτούς που πάσχουν σωματικά ή ψυχικά
τραυαγγέλισμαν = ανάγνωσμα περικοπών του ευαγγελίου γι’ αυτούς που πάσχουν σωματικά ή ψυχικά
τραυάγγελον = ευαγγέλιο που περιέχει τα κείμενα των τεσσάρων ευαγγελιστών Ματθαίου, Λουκά, Μάρκου και Ιωάννη
τραφίν = τάφρος
τραφοχόρταρον = χορτάρι που μεγαλώνει στα άκρα του αγρού
τράφωμαν = ορόσημο αγρού
τραχαγκάλι = τροχαλία
τραχανάς = τραχανάς
τραχανένον = το παρασκευασμένο από τραχανά
τραχανεύω = παρασκευάζω τραχανά
τραχανοσίρβιν = σούπα από τραχανά
τραχάσματα = δερματικά εκζέματα που έχουν μορφή πιτυριάσεως
τραχέα = τραχέα, προσβλητικά
τραχελιδάζω = περιβάλλω τον λαιμό μοσχαριού με τραχηλιά
τραχηλέα = τραχηλιά μοσχαριού που φέρει ως κοσμήματα διάφορα αντιβασκάνια, γυναικείος χιτώνας κεντητός γύρω από τον λαιμό, το άνοιγμα του γιακά στο πουκάμισο
τραχηλίδιν = τραχηλιά μοσχαριού που φέρει ως κοσμήματα διάφορα αντιβασκάνια
τράχορα = είδος θαλάσσιου σκώληκα που χρησιμοποιείται ως δόλωμα
τραχύς = τραχύς
τραωδία = τραγούδι
τρέγλα = σαπίλα
τρεγλάζω = γίνομαι γλοιώδης, σαπίζομαι
τρεγλέας = ο πολύ οκνηρός
τρεΐα = το κατακάθι του οίνου, υποστάθμη
τρείοι = τρεις
τρειοινέτερον = των τριών
τρεις = τρεις
τρελλαίνω = τρελαίνομαι
τρελλομάννα = μάνα τρελή
τρελλός = τρελός
τρελλώνω = τρελαίνω
τρελλωτός = λίγο τρελός
τρέμος = αραχνοειδής νυμφικός πέπλος
τρεμοτουλία = τουρτούρισμα
τρεμοτουλίζω = τουρτουρίζω
τρεμοτούλισμα = τουρτούρισμα
τρεμουλίζω = τρέμω από φόβο
τρέμπαλλο = ένδυμα με πολλά μπαλώματα ή παμπάλαιο
τρέμω = τρέμω, τρομάζω
τρέξιμον = τρέξιμο, φορά, δρόμος
τρεξίον = τρέξιμο, φορά
τρεσκέλ(ιν) = εκκλησιαστικό αναλόγιο στηριζόμενο σε τρία σκέλη
τρέφω = τρέφω
τρεχαντήριν = είδος πλοίου ταχύπλοου
τρεχός = τροχός
τρεχού-τρεχού = τροχάδην, τρεχάτα
τρεχτά = τροχάδην, τρεχάτα
τρεχτάριν = ζώο που δεν βόσκει ήσυχα μαζί με άλλα, αλλά τρέχει εδώ και εκεί
τρέχτες = τρίτροχο αμαξάκι με το οποίο συνηθίζουν τα νήπια να περπατούν
τρεχτού = ταχύπους
τρέχτρα = ξύλινο μηχάνημα στο οποίο στηρίζονται τα νήπια και μαθαίνουν τα περπατούν
τρέχω = τρέχω
τρία = τρείς
Τριάδα = η εορτή των Τριών Ιεραρχών
τριάδιν = δέμα χόρτων συγκείμενο σε τρία δέματα μικρότερα, τρίλιζα
τριανταφύλλα = προσωνυμία ωραίας κόρης
τριανταφυλλέα = τριαντάφυλλο
page===12

τριανταφυλλίτζα = μικρά τριανταφυλλάκια
τριαντάφυλλον = τριαντάφυλλο
τριανταφυλλόξιδον = ξίδι από τριαντάφυλλα
τριανταφυλλοπρόσωπος = αυτός που έχει ρόδινο πρόσωπο
τριανταφυλλού = εκείνη που μιλώντας σκορπίζει τριαντάφυλλα από το στόμα της
τριαντάχρονος = τριαντάχρονος
τριάριν = το χαρτί τρία στο παιγνιόχαρτο
τριβάγγελον = ευαγγέλιο που περιέχει τα κείμενα των τεσσάρων ευαγγελιστών Ματθαίου, Λουκά, Μάρκου και Ιωάννη
τριβιδάχκομαι = στρέφομαι εδώ κι εκεί, αγωνίζομαι
τριβίδι = φροντίδα, ενασχόληση
τριβιλίζω = οργώνω αγρό τρίτη φορά, πατώντας ή τρίβοντας συντρίβω κάτι
τριβίλιν = κυλινδρικό χοντρό ξύλο με το οποίο μετακινούν την μυλόπετρα όταν είναι ανάγκη να την ανασηκώσουν, οτιδήποτε υπομόχλιο για μετακίνηση μεγάλων βαρών
τρίβιτζον = δέσμη από τρεις βέργες άγριας λεπτοκαρυάς, άγριας τριανταφυλλιάς και άγριας ροδοδάφνης, που χρησιμοποιείται για μαγική πράξη την πρωτομαγιά
τριβόλαρα = λιθάρια πεντόβολων για παιχνίδι η οποία παίζεται με τρία άτομα
τριβόλιν = το αγκάθι τρίβολος
τριβουλίζω = οργώνω αγρό τρίτη φορά, πατώντας ή τρίβοντας συντρίβω κάτι
τρίβραστος = αυτό που είναι βρασμένο τρεις φορές ή πολλή ώρα
τρίβω = τρίβω
τριβωλίζω = οργώνω αγρό τρίτη φορά, πατώντας ή τρίβοντας συντρίβω κάτι
τριβώλισμαν = όργωμα αγρού τρίτη φορά, πατώντας ή τρίβοντας συντρίβω κάτι
τριβωνεύομαι = χρονοτριβώ, αναβάλλω
τριγκίον = σκουλαρίκι
τριγκλιστά = αργά, σιγά
τρίγλα = σαπίλα
τριγλάζω = γίνομαι γλοιώδης, σαπίζω
τριγλέας = ο πολύ οκνηρός
τριγυρίζω = τριγυρίζω, περικυκλώνω
τριγυρίζω = τριγυρίζω, περικυκλώνω
τριγύριν = πράγμα το οποίο περιτριγυρίζει, περιβάλλει, πλατειά ζώνη βρέφους
τριγύρισμαν = τριγύρισμα, περικύκλωμα
τριγυροκλώθω = περιτριγυρίζω, περικυκλώνω
τριγυροκλώσιμον = περικύκλωση, περιφορά γύρω από κάποιον
τριγύρω = τριγύρω
τριγώνιν = χριστουγεννιάτικος τριγωνικός άρτος, γαμήλιος άρτος τριγωνικού σχήματος που πλάθεται στην οικία του μελλονύμφου από δυο παρθένων
τρίγωνος = τρίγωνος, κόσμημα γυναικείου ενδύματος, είδος πτηνού κεντητού
τρίδιπλα = τριπλά
τρίδιπλος = τριπλός, παχύσαρκος
τριδυμάριν = παιδί τρίδυμο, το μοιρασμένο σε τρία μερίδια
τρίδυμον = τρίδυμο, το μοιρασμένο σε τρία μερίδια
τριήμερα = τριήμερα
τριήμερος = τριήμερος
τρικάκκαλος = αυτός που είναι τριόρχης, μεταφ. πολύ ζωηρός
τρικάλαμπος = πολύ λαμπερός
τρικάμαρον = οίκημα με τρία δωμάτια
τρικάντηλος = πολύ λαμπερός
τρικαψίδιν = παιδί που ενοχλεί τους γονείς του με τια αταξίες του
τρικέριν = κηροστάτης με τρία κεριά διασταυρούμενα χιαστί, για να χρησιμοποιηθεί σε λειτουργία αρχιερατική
τρίκερον = αυτός που έχει τρία κέρατα, μεταφ. ισχυρό, τολμηρό, αδάμαστο
τρικεύω = σκάβω αμελώς αποσπώντας μικρούς βώλους χώματος
τρικεφαλάζω = γίνομαι πολύ άτακτος
τρικέφαλος = τρικέφαλος, μεταφ. πολύ ζωηρός, πολύ άτακτος
τρίκλωνον = νήμα κλωσμένο από τρία νήματα μονά
τρίκλωστον = νήμα κλωσμένο από τρία νήματα μονά
τρίκοκκον = καρύδι που έχει τρία εσωτερικά διαχωρίσματα
τρίκοκον = νήμα συνιστάμενο από τρία απλά, είδος πλεκτού με τριπλή κλωστή
τρίκολος = νήμα κλωσμένο από τρία νήματα απλά
τρίκοτζος = αυτός που κουτσαίνει πολύ
τρίκοτζος = τρίποδος, καρύδια τριπλά ενωμένα πριν ωριμάσουν και πέσουν
τρικουκουνίζω = καθαρίζω, ξεσκονίζω
τρίλαβον = σκεύος με τρεις λαβές
τριλάγγεμαν = χοροπήδημα, αναπήδημα
τριλαγγευτά = χοροπηδώντας
τριλαγγεύω = χοροπηδώ, αναπηδώ
τριμελάριν = αυτός που είναι παραχαϊδεμένος, πολύ αγαπητός
τριμελέας = πολύ προσφιλής, αγαπητός
τριμελεύω = παραχαϊδεύω
τριμελημένος = παιδί πολύ προσφιλής, παραχαϊδεμένος
τριμέλιν = αυτός που είναι παραχαϊδεμένος, πολύ αγαπητός
τρίμερα = τριήμερα
τρίμερος = τριήμερος
τρίμισυ = τρεισήμισι
τρίμμα = τρίμμα
τριμμόπον = λίγη ποσότητα τρίμματος
τριμμοχάβιτζον = είδος φαγητού
τρίνος = αριθμός που δηλώνει υποδιαίρεση στο παιχνίδι των πεντόβολων
τριντανώνω = φουσκώνω από πολυφαγία, γίνομαι δύσκαμπτος ή άκαμπτος
τριντζανίζω = τρίζω
τριόκοκκο = καρύδι που έχει τρία εσωτερικά διαχωρίσματα
τρίπατον = τρίπατο
τριπηδώ = χοροπηδώ
τριπίθαμος = αυτός που έχει ανάστημα τριών σπιθαμών
τριπλά = τριπλά
τριπλάζω = τριπλασιάζω, επαναλαμβάνω τρις φορές, υπερβαίνω την ηλικία τρεις φορές
τριπλάσιος = τριπλάσιος
τριπλός = τριπλός
τριπλοφώναγμαν = επίκληση αγίου τρεις φορές
τριπλοφωνάζω = επικαλούμαι άγιο τρεις φορές
τρίποδον = τρίποδο
τριπόπαδον = αυτό που γίνεται από τρεις παπάδες
τρίπορτον = αυτό που έχει τρεις πόρτες
τριπόταμον = το μέρος συμβολής τριών ποταμών, μέγας ποταμός
τριπουλίτζα = πράγμα πολύ μικρό
τριπρόσωπος = τριπρόσωπος
τρίπυρον = αυτό που άναψε τρεις φορές την μια μέρα
τρις = τρεις φορές
τρισανάθεμα = τριπλό ανάθεμα
τρισαναθεματισμένος = τριπλά αναθεματισμένος
τρισαφόριστος = αυτός που είναι τρεις φορές αφορισμένος από την εκκλησία, εξώλης και προώλης
τρισαφωρισμένος = αυτός που είναι τρεις φορές αφορισμένος από την εκκλησία, εξώλης και προώλης
τρισεβδομήντα = τρεις φορές εβδομήντα
τρισέγγονο = τρισέγγονο
τρισέλιν = έριδα, φιλονικία μεγάλη
Τρισέλλενος = ο τρεις φορές Έλληνας, γενναίος Έλληνας
τρίσερος = έριδα, φιλονικία μεγάλη
τρισκαταραμένος = τριπλά καταραμένος, εξώλης και προώλης
τρισκατάρατος = τρισκατάρατος
τρισκέλιν = εκκλησιαστικό αναλόγιο στηριζόμενο σε τρία σκέλη
τρίσκοινος = αυτός που είναι δεμένος με τρία σχοινιά, μεταφ. δυνατός, ισχυρός
τρισκούτικος = αυτός που είναι πολύ κουτός
τρίσορος = έριδα, φιλονικία μεγάλη
τρίστομος = αυτός που έχει τρία στόματα, μεταφ. πολύ φλύαρος, λαλίστατος
τρίστρατο = τρίστρατο
τρίτα = μνημόσυνο που τελείται την τρίτη μέρα από το θάνατο
τρίτζα = τρίλιζα
τριτζαρίζω = πέρδομαι δυνατά
τριτζάριν = πράγμα άξιο περιφρονήσεως
τριτζάρισμαν = πέρδομαι δυνατά
τριτζέας = μεταφ. σφοδρά δειλός
τριτζοβράκης = αυτός που από το υπερβολικό φόβο τα κάνει πάνω του
τριτζόκολος = εκείνος που αφοδεύει από το φόβο του
page===13

Τρίτη = Τρίτη
τριτοκατάρατος = η καταραμένη την μέρα Τρίτη
τριτοκαταρέτα = η καταραμένη την μέρα Τρίτη
τριτολάλεμαν = τρίτη κατά σειρά πρόσκληση
τρίτος = τρίτος, τρίτη φορά
τριτσάταλον = αυτό που έχει τρεις διακλαδώσεις
τριφάρμακον = αλοιφή φαρμακευτική από τρία συστατικά, λιβάνι, πίσσα και σαπούνι, άσπρο κερί, κρόκο αβγού και λάδι κτλ.
τριφάρμακον = φάρμακο για κάθε ασθένεια
τριφούρνιν = φούρνος αναμμένος τρεις φορές την μια μέρα
τριφτέριν = τρίφτης
τρίφτης = τρίφτης, μεγάλο λίθινο ιγδίο με το οποίο τρίβουν σιτάρι για αποφλοίωση
τριφτόξυλο = ξύλινος κόπανος
τρίφτω = τρίβω
τριφύλλιν = τριφύλλι
τριφυλλίτζα = είδος χόρτου
τρίφυλλον = τριφύλλι
τρίφυλλος = τρίφυλλος
τρίφω = τρίβω
τρίχα = τρίχα
Τρίχα = το γεφύρι της Τρίχας
τριχαγκάλι = ξύλινο ή μετάλλινο εξάρτημα του χειρόμυλου γύρω από το οποίο περιστρέφεται
τριχαλίζω = μεγαλώνω όσο μια τρίχα
τριχαντζαράζω = κάνω τρία πλήγματα με το σπαθί
τριχαντζαρίζω = κάνω τρία πλήγματα με το σπαθί
τριχαρένος = πλεκτό ή υφαντό που είναι φτιαγμένο από τρίχα γίδας
τριχάριν = τρίχα γίδας, γενικώς τρίχα, τρίχινο ένδυμα μοναχών
τριχέα = χράμι από γιδήσια τρίχα, σάκος από όμοια τρίχα
τρίχειλος = αυτός που δεν μιλάει καθαρά και ψευδίζει, μεταφ. πανούργος
τριχένος = αυτός που είναι φτιαγμένος από γιδήσια τρίχα
τριχινεύκουμαι = φθείρομαι
τριχινίζω = τροχίζω
τριχινίουμαι = φθείρομαι
τριχού = (φρ. νυχού τριχού) με κάθε λεπτομέρεια
τριχούδα = ζωύφιο διαιτώμενο εντός πηγών
τριχοφαγάς = η νόσος τριχοφάγος
τρίχρονος = τρίχρονος
τριχύλλι = λεπτό μεταξωτό γαϊτάνι, είδος γαϊτανιού από τρεις κλωστές μαύρες ή κυανές κλωσμένες μαζί
τρίψιμο(ν) = τριβή, προστριβή
τριψιώτης = λαίμαργος, αδηφάγος
τρίψυχος = αυτός που έχει τρεις ψυχές, μεταφ. αυτός που αντέχει σε όλες τις κακουχίες
Τρογομηνάς = Οκτώβριος
τρογόνα = το πτηνό τρυγόνι, είδος ψαριού σαλαχοειδούς με ουρά, είδος χορού
τρογυρίζω = τριγυρίζω, περικυκλώνω
Τροία = Τροία
τρόμαγμαν = τρόμος
τρομάζω = τρομάζω
τρομάρα = τρομάρα
τρομαχτά = τρομάζοντας
τρομαχτέας = εκείνος που πάσχει από τρομώδη παράλυση
τρομαχτίτζα = το δέντρο λεύκη της οποίας τα φύλλα σε ελαφριά πνοή του ανέμου τρέμουν και θροΐζουν
τρομαχτόν = είδος χορού
τρόμος = τρόμος
τροπάδιν = τροπάριο, επωδή, ξόρκι
τροπίδιν = τρόπιδα πλοίου
τρόπος = τρόπος, επάρκεια
τροπούνι = είδος πυροβόλου όπλου
τρόπωμα(ν) = στρίφωμα, τρύπωμα, μπάλωμα
τροπώνω = στριφώνω, τρυπώνω, μπαλώνω
τρουγυρίζω = τριγυρίζω, περικυκλώνω
τρουγύρου = τριγύρω, πέριξ
τρουμουλίζω = τρέμω από το φόβο
τρουτζάρ(ιν) = πράγμα άξιο περιφρονήσεως
τρούφουλλο = τριφύλλι
τρούχου = με κάθε λεπτομέρεια
τρόχι = τροχός, πράγμα τροχοειδές, στρογγυλό και πλακωτό
τροχός = τροχός, ρόδα
τρύγεμαν = τρυγώ τα σταφύλια, τρυγώ το μέλι των κυψελών, μεταφ. απολαμβάνω, εκμεταλλεύομαι κάποιον χρηματικός
τρυγετέριν = κοφίνι για το τρυγητό του αμπελιού
τρύγισμαν = τρύγημα των σταφυλιών, τρύγημα του μελιού των κυψελών, μεταφ. απολαμβάνω, εκμεταλλεύομαι κάποιον χρηματικός
τρυγοκάλαθον = καλάθι τρυγητού
Τρυγομηνάς = Οκτώβριος
τρυγόνα = πτηνό τρυγόνι, είδος ψαριού σαλαχοειδές με ουρά, είδος χορού
τρυγονίζω = μουρμουρίζω, χαριεντίζομαι
τρυγόνιν = το πτηνό τρυγόνι
τρυγόνισμαν = μουρμούρισμα, χαριέντισμα
τρυγονίτζα = μικρό τρυγόνι, μεταφ. αγαπημένη κόρη
τρυγονόπ’λλον = μικρή τρυγόνα
τρύγος = τρύγος
τρυγώ = τρυγώ τα σταφύλια, τρυγώ το μέλι των κυψελών, μεταφ. απολαμβάνω, καρπούμαι, εκμεταλλεύομαι κάποιον χρηματικός
τρυγώνω = τρυγώ το μέλι της κυψέλης
τρυγωτέριν = καλάθι στο οποίο συλλέγουν τα σταφύλια και άλλους καρπούς
τρύπα = τρύπα
τρυπανίζω = ανοίγω τρύπα με τρυπάνι
τρυπάνιν = τρυπάνι
τρυπάριν = τρύπα
τρύπεμαν = τρύπημα
τρυπέμπαλλον = στενόμακρα πανιά τρύπια στη μέση για να διοχετευθούν μέσω ουρητήρα τα ούρα του βρέφους στο από κάτω ουροδοχείο
τρυπένω = τρυπώ, διακορεύω
τρυπητέριν = όργανο με το οποίο τρυπούν, το καρφί του πετάλου ζώου
τρυπί(ν) = τρύπα, ρουθούνι, φυλακή
τρυπίτζα = τρυπούλα
τρυποκόσκινον = διάτρητο κόσκινο
τρυπολάηνο = λαγήνι που χρησιμοποιείται στο αποχωρητήριο
τρυπομμάτης = εκείνος που έχει μάτια μικρά και βαθουλά σαν τρύπες
τρυποστόμιν = στόμιο μεταλλείου
τρυπόχωμα = χώμα από το αποχωρητήριο κατάλληλο για την ανθοκομία
τρυπώνω = τρυπώνω, κρύβομαι
τρυπώτιν = τετράγωνο πανί με τρύπα στη μέση με το οποίο φασκιώνουν βρέφος
τρυφερά = απαλά, τρυφερά
τρυφέραιμαν = τρυφερότητα, μαλακότητα, μεταφ. υποχωρητικότητα, ενδοτικότητα
τρυφεραίνω = γίνομαι μαλακός, τρυφερός, μεταφ. γίνομαι ήπιο, υποχωρητικός ενδοτικός
τρυφερόκαρδος = αυτός που εύκολα συγκινείται, ευσυμπάθητος
τρυφεροποδία = μέλος μαλακό, όπου πατάς και δεν αισθάνεσαι τη σκληρότητα του εδάφους
τρυφεροπρόσωπος = αυτός που έχει τρυφερό πρόσωπο, μεταφ. ήπιος, ήμερος
τρυφερός = τρυφερός, απαλός, μαλακός
τρυφερόχορτη = είδος αγριάδας
τρυφέρυμαν = απαλότητα υφής, μαλακότητα
τρυφερύνω = γίνομαι απαλός στην υφή, γίνομαι μαλακός
τρυφερώνω = κάνω κάτι τρυφερό ή γίνομαι τρυφερός
τρώγω = τρώω
τρωιτσούμαι = τρώγομαι
τσάβλα = τέλμα
τσαβλίν = χόρτα χοντρά τα οποία καταλείπει η αγελάδα στη φάτνη
τσαβλουκίζω = μασώ με θόρυβο και αηδία, σαλιάζω το φαΐ, θολώνω
τσαβλούκιν = το σαλιασμένο αποφάει
τσαβλούκισμαν = μάσημα με θόρυβο και αηδία, σαλιάρισμα του φαγητού, θόλωμα
τσαβρά = μαντήλι που χρησιμοποιείται ως κάλυμμα της γυναικείας κεφαλής
τσαγανίζω = στρέφομαι γρήγορα και με θόρυβο (μύλος)
τσάγδη = άνω κάτω (φρ. τσάγδη μάγδη)
τσαγδίζω = κάνω άνω κάτω, μειγνύω, συμφύρω, διαπληκτίζομαι, συμπλέκομαι
page===14

τσαγδομάγισσα = γυναίκα με ατημέλητη κόμη
τσαγδώνω = κάνω άνω κάτω, μειγνύω, συμφύρω
τσαγιάνικον = δοχείο παρασκευής τσαγιού
τσαγιοπότηρον = ποτήρι τσαγιού
τσαγκάλιν = άγκιστρο, βέργα που υποστηρίζει αναρριχητικά φυτά όπως η φασολιά, πόρπη ενδύματος, κρίκος στον οποίο προσδένεται κάτι
Τσαγκαλοδευτέρα = (τσαγκάρης και Δευτέρα) έτσι αποκαλούσαν την Δευτέρα γιατί οι εργάτες υποδηματοποιοί συνήθως αργούσαν αυτήν την ημέρα
τσαγκαλοκαρφωμένος = εννοεί αυτόν που είναι καρφωμένος με άγκιστρα ή έχει πολλά άγκιστρα για να είναι απροσπέλαστος
τσαγκιά = σαγόνι, γνάθος
τσαγκλίζω = διασκορπίζω νερό
τσάγκλισμαν = διασκόρπιση νερού
τσαγκλιστέρα = είδος εμβόλου με το οποίο τα παιδιά παίζουν εκτοξεύοντας νερό
τσαγούλιν = μικρό χαλίκι, πετραδάκι
τσάι = τσάι
τσαί = εκεί
τσαικά = εκεί
τσαιλάγος = γεράκι
τσαινίκιν = δοχείο για παρασκευή τσαγιού
τσαΐριν = χορτολίβαδο
τσαϊρίχτρα = είδος πτηνού
τσαϊροκόλιν = το κάτω άκρο λειμώνος επικλινούς
τσαιρός = καιρός
τσαϊρότοπος = τόπος που παράγει άφθονο χόρτο
τσακάλα = γαλανομάτα
τσακάλιν = τσακάλι
τσακαλίνα = τσουρέκι με αυτό στη μέση
τσακαλίτζης = μικρή αράχνη
τσακαλομάλα = ψώρα που μεταδίδεται στους ανθρώπους από τα τσακάλια
τσάκαλος = τσακάλι
τσακαλοχώριν = χωριό μικρό και ασήμαντο
τσακανίζω = διαλύω βώλους με το τσακάνιν
τσακανίζω = σύρω κατά γης
τσακάνιν = γεωργικό όργανο, σβάρνα, με το οποίο βολοκοπούν
τσακλάρης = γαλανομάτης
τσακλαρομμάτης = γαλανομάτης
τσακλέας = γαλανομάτης
τσακλίζω = κροτώ διαρρηγνυόμενος, βροντώντας απολύω κεραυνούς, προκαλώ κρότο των αρθρώσεων των δαχτύλων
τσακλίν = δαδί αναμμένο ή ξύλο καιόμενο, φως ζωηρό
τσακλιπάτα = αγριόχορτο που παράγει φούσκες, οι οποίες διαρρηγνύονται με κρότο
τσακλιστέρα = αεροτούφεκο από ξύλο κουφοξυλιάς, χαρτί διπλωμένο τετραγωνικά και όταν το ανοίγεις απότομα παράγει κρότο
τσακμάκιν = η όλη συσκευή του τσακμακιού
τσακμακόπετρα = τσακμακόπετρα
τσακμακώνω = παράγω σπινθήρα με το τσακμάκι
τσακουτζέα = χτύπημα με σφυρί
τσακούτζιν = σφυρί
τσακουτζόπον = σφυράκι
τσαλαπατώ = ποδοπατώ
τσαλαπωμένος = σκεπασμένος
τσαλαφούρτσι = είδος σταφυλής
τσαλγούν = μουσικό όργανο
τσαλγουτζής = αυτός που παίζει μουσικό όργανο
τσάλεβο = αετός
τσαλί = ακίδα, κάρφος, σκύβαλο, σκουπίδι
τσαλίκ(ιν) = χάλυβας, ατσάλι
τσαλούμιν = τσαλίμι
τσαλουμόδεμαν = το μετά φιλοκαλίας περίβλημα της κεφαλής
τσαλουμοδένω = δένω τον κεφαλόδεσμο και επιδεικτική φιλοκαλία
τσαλουμοδέσιμον = το μετά φιλοκαλίας περίβλημα της κεφαλής
τσαλουμόπον = τσαλίμι
τσαλουφίζω = περιπλέκω, μπερδεύω νήματα
τσαλτίκα = είδος παιχνιδιού
τσαλτικιάζω = εμποδίζω κάποιον και τον κάνω να πέσει
τσαλτικώνω = χτυπώ κάποιον τυχαία στο εκπεμπόμενο ξύλο
τσαλώνω = γίνομαι σάπιος, σαπίζω
τσαλώνω = περιπλέκω, μπερδεύω νήματα
τσαλωτόν = ξύλο που άρχισε να σαπίζει
τσαμάνιν = κηρήθρα κυψέλης
τσαμιντζάχραδον = καρπός άγριας αχλαδιάς που έχει γεύση σταφίδας
τσαμίντζιν = σταφίδα
τσαμιντζότουτον = συκαμινιά της οποίας τα συκάμινα ξηραίνονται
τσαμούριν = λάσπη, πηλος
τσαμουρόχτιστος = αυτός που δημιουργήθηκε από λάσπη
τσαμουρώνω = λερώνω, πασαλείφω με λάσπη, λασπώνω
τσαμπάρ(ιν) = τσεμπέρι
τσαμπλίζω = ανοιγοκλείνω τα μάτια
τσάμπλισμαν = το ανοιγοκλείσιμο των ματιών
τσαμπουνώ = κάνω λάθος
τσανάκιν = δοχείο φαγητού, τρυβλίο, τσανάκι
τσανίζω = καταβρέχω, διαχέω, διασκορπίζω
τσανιστέριν = δοχείο με το οποίο καταβρέχουμε κάτι
τσανιχτά = σκορπιστά
τσανίχτρα = καταρράκτης
τσάντα = τσάντα
τσαντάχιν = τσάντα
τσάνταχος = σκίουρος
τσαντού = σφαιροβολία
τσαξίριν = πλατειά περισκελίδα, συνήθως των ιερωμένων
τσαπάλιν = σκύβαλα σίτου
τσαπαλώνω = κάνω σκουπίδια
τσαπαλωσία = σαρίδι
τσαπάριν = φράχτης κήπου
τσαπκούνης = αχρείος, κακοήθης, μάγκας
τσάπουλα = είδος ανδρικού υποδήματος
τσάπουλατζης = αυτός που κατασκευάζει τσάπουλα
τσαπουτάζω = κουρελιάζω, τυλίγω κάτι σε ύφασμα ρακώδες
τσαπούτιν = κουρέλι, ράκος
τσαπρά = λοξά
τσαπρίζω = λοξοκοιτάζω, αλληθωρίζω
τσαπρός = αλλήθωρος
τσαπρώνω = στραβίζω, αλληθωρίζω
τσαπρωτός = λίγο αλλήθωρος
τσαρακώνω = εξαντλώ, εξολοθρεύω
τσαργιά = δούλη, υπηρέτρια
τσαρκαπίνα = μετων. άνθρωπος διακρινόμενος για την βραχύτητα του σώματος και την ταχύτητα των κινήσεων
τσαρκουλάζω = καλύπτω με καλύπτρα
τσαρκούλιν = καλύπτρα γυναικεία, κάλλαιο πτηνού
τσαρκουλώνω = καλύπτω με καλύπτρα
τσαρούχιν = τσαρούχι
τσαρουχοδέμιν = δέμα τσαρουχιού
τσαρουχοπρόσωπος = αυτός που έχει δέρμα προσώπου κατάλληλο για τσαρούχι, αναιδής, αναίσχυντος
τσαρουχόσκοινον = δέμα τσαρουχιού
τσαρουχώνω = ντύνω κάποιον με τσαρούχια, μεταφ. γίνομαι σαν τσαρούχι
τσαρπινεύκουμαι = βλάπτομαι από την επήρεια των μαγισσών
τσαρσίν = αγορά
τσαρτάκιν = σκιάς υποστηριζόμενο από στύλο
τσαρτακώνω = στοιβάζω, εμπλέκομαι
τσαρτιλίζω = λαμπυρίζω
τσαρτομάισσα = αλλήθωρη μάγισσα, μεταφ. γυναίκα στρίγγλα
τσαρτουλίζω = λαμπυρίζω
τσαρτσαρίζω = φωνάζω βγάζοντας άναρθρους φθόγγους
τσαρτσάφιν = σινδόνι, γυναικεία καλύπτρα
page===15

τσαρτσής = ψιλικατζής
τσάρχα = τροχός υδρόμυλου, κύκλος, ανέμη
τσατάλιν = δίκρανο
τσαταλίν = δικρανοειδές, διχαλωτό
τσαταλώνω = διακλαδίζομαι
τσάτεμαν = συνάντηση
τσατεύω = συναντώ
τσατίν = δύσκολο
τσάτιν = άρτος από καλαμπόκι
τσατίριν = σκηνή, τέντα
τσατμά = ξύλινο παράπηγμα, ξύλινος οικίσκος
τσαχνίδα = μικρή σχίζα ξύλου, αγκίθα
τσαχνιδιάρικο = ξύλο με πολλές αγκίθες
τσαχνίζω = καθαρίζω ψάρια αφαιρώντας τα αγκάθια
τσάχος = θαλασσινός σκορπιός
τσαχούρης = αυτός που έχει γαλανούς οφθαλμούς, ξανθός
τσαχουρομμάτης = αυτός που έχει γαλανούς οφθαλμούς
τσαχρά = όψη, πρόσωπο
τσαχρεύω = αποδιώκω πτηνά, επιπλήττω
τσαχτσαβακίζω = χτυπώ τα πλυμένα χέρια στη σκάφη
τσεβρέ = τσεβρές
τσεγκέλιν = άγκιστρο, βέργα που υποστηρίζει αναρριχητικά φυτά όπως η φασολιά, πόρπη ενδύματος, κρίκος στον οποίο προσδένεται κάτι
τσεκλίζω = κροτώ διαρρηγνυόμενος, βροντώντας απολύω κεραυνούς, προκαλώ κρότο των αρθρώσεων των δαχτύλων
τσεκλίν = δαδί αναμμένο ή ξύλο καιόμενο, φως ζωηρό
τσεκμετζέ = συρτάρι
τσεκουρέα = τσεκουριά
τσεκούριν = αξίνα, τσεκούρι
τσελεπής = ευγενής, ευπατρίδης
τσελικένον = αυτός που είναι φτιαγμένος από χάλυβα
τσελίκιν = χάλυβας, ατσάλι
τσελίκωμαν = στόμωμα σιδηρούν εργαλείο με χάλυβα
τσελικώνω = στόμωμα σιδηρούν εργαλείο με χάλυβα
τσέμου = ποιος, ποια, όποιος
τσεμπέριν = γυναικείο κάλυμμα κεφαλής
τσενάκ(ιν) = δοχείο φαγητού, τρυβλίο, τσανάκι
τσεπέλιν = βροχερός καιρός
τσέπη = σκεπή, στέγη
τσετίν = δύσκολο
τσετίνα = με δυσκολία, δύσκολα
τσεύος = σκεύος
τσεφούλια = τσαρούχια από ακατέργαστο δέρμα
τσεχρέ = όψη, πρόσωπο
τσί = τι, ποιος
τσί = τι, ποιος
τσιάδι = σκιά, ίνδαλμα κατοπτρισμένου
τσιάουμαι = σκιάζω
τσιβάλ(ιν) = τσουβάλι
τσιβαλτούζιν = σακοράφα
τσιβίζω = αναποδογυρίζω
τσιβίν = σφήνα, πάσσαλος, βελόνα ραψίματος, καλτσοβελόνα, ξυλάριο
τσιβομμάτης = αυτός που έχει πάντοτε μισόκλειστους οφθαλμούς
τσιβώνω = μισοκλείνω τους οφθαλμούς
τσιδίν = είδος πτηνού μελισσοφάγου
τσίκουλτζα = φυτό εδώδιμο
τσικούρι = τσεκούρι
τσιλάζω = κυρίως σκεπάζω με τσούλι και γενικότερα καλύπτω
τσιλώνω = γίνομαι σκυθρωπός, κατηφής, κατσουφιάζω, συννεφιάζω
τσιματούμαι = παθαίνω από οφθαλμία
τσιμάχιν = δηλητηριώδες φυτό του οποίου βράζουν τη ρίζα και το αφέψημα χρησιμοποιούν ως φάρμακο κατά της ψώρας των ζώων
τσιμένιν = γη καλυμμένη από πρασινάδα
τσιμενόπον = μικρές εκτάσεις γης καλυμμένες από πρασινάδα
τσιμούτα = γυναίκα που δεν βλέπει καλά
τσιμσιρένος = αυτός που είναι κατασκευασμένος από πυξό
τσιμσίριν = θάμνος πυξός
τσινί = φέτα καρπού ή σκελίδα σκόρδου
τσινίν = σκεύος από πορσελάνη
τσιντουλάζω = κάνω βίαιες και σπασμωδικές κινήσεις, τρέχοντας άνω κάτω σαν οιστρηλατημένος, εξοργίζω κάποιον
τσιντσινίζω = σύρω, έλκω κατά γης
τσιντσινιχτέρα = κατωφέρεια παγοδρομίας
τσίπ = συνεκφερόμενο με επιρρήματα επιτείνει την σημασία αυτών «Τσίπ έμορφα εποίκες»
τσιπλάκης = γυμνός
τσιπουκέα = χτύπημα με μαστίγιο
τσιπούκιν = μάστιγα ή ράβδος λεπτού ξύλου, καπνοσύριγγα
τσιράκιν = βαφτισιμιός, αναδεκτός
τσιρίσιν = είδος αμυλόκολλας που χρησιμοποιείται στην υποδηματοποιεία και την βιβλιοδεσία, τσιρίσι
τσιρουλάζω = συναθροίζω
τσιρουφίζω = ροφώ, απορροφώ
τσιρπίν = λεπτό σχοινί το οποίο οι κτίστες εκτείνουν κατά μήκος εγειρόμενου τοίχου και έτσι επιτυγχάνουν την ευθυγράμμισή του
τσιρραίνω = πυκνώνω
τσιρρός = πυκτός
τσίς = ποιος
τσίτιν = πολύχρωμο μαντίλι για το κεφάλι
τσιτούμαι = αποκτώ τσίτιν
τσιτσεκέα = η ευωδιά άνθους
τσιτσέκιν = άνθος
τσιτσεκόπον = λουλουδάκι
τσιτσεκώνω = ανθίζω
τσιτσιβάζω = ισχναίνομαι, αδυνατίζω
τσιτσίλιν = ομφαλός
τσιφίν = το φυτό αζαλέα η Ποντική με άνθη κίτρινα και δηλητηριώδη που παράγουν μέλι, το οποίο ζαλίζει μέχρι αναισθησίας, το πύκνωμα χαμόκλαδων
τσιφινάουμαι = ζαλίζομαι τρώγοντας άνθη της Ποντικής αζαλέας
τσιφίνιν = το φυτό αζαλέα η Ποντική με άνθη κίτρινα και δηλητηριώδη που παράγουν μέλι, το οποίο ζαλίζει μέχρι αναισθησίας, το πύκνωμα χαμόκλαδων
τσιφινούμαι = μεταφ. μεθύω
τσιφλικάνος = κύριος αγροκτήματος
τσιφλίκιν = αγρόκτημα, τσιφλίκι
Τσιφούτης = παρωνύμιο όνομα του Εβραίου, άνθρωπος σκληρός
τσιφτζής = γεωργός
τσιχότκα = φυματίωση
τσιχότκαλης = φυματικός
τσιχρίτες = ακρίδα, σαύρα
τσίω = σκίζω
τσοιλάντρι = οι εσωτερικές άχρηστες ουσίες της κολοκύθας
τσοινί = σκοινί
τσοκαλίκιν = γιαούρτι σακουλίσιο
τσοκανίζω = σύρω κατά γης
τσόκεμαν = καταπίπτω, καθιζάνω, κάθομαι στερεά
τσοκεύω = καταπίπτω, καθιζάνω, κάθομαι στερεά
τσολάκης = μονόχειρας
τσόλιν = τόπος έρημος, ακατοίκητος, κτήμα αδέσποτο
τσολτσολιχτέρα = καταρράκτης
τσολτσολίχω = ρέω καταπέφτοντας με θόρυβο
τσομαζίτης = υποτακτικός, υπηρέτης
τσομάζος = υποτακτικός, υπηρέτης
τσοπανάβα = σύζυγος βοσκού, ποιμενίς
τσοπανάζω = παραδίζω ζώο στο βοσκό για βοσκή
τσοπάνικος = ποιμενικός
τσοπανίτζης = τσοπάνος, βοσκός
τσοπανόπουλλον = μικρός βοσκός
τσοπάνος = βοσκός
τσοπανόσκυλλον = τσοπανόσκυλο
page===16

τσοπλίκιν = μέρος όπου απορρίπτονται οι ακαθαρσίες και τα σκουπίδια
τσοράχιν = βαλτώδες μέρος
τσορβά = σούπα από ξεφλουδισμένο και χοντροκομμένο σιτάρι ή κριθάρι
τσορέκιν = τσουρέκι
τσόριν = θανατηφόρος νόσος των βοδιών
τσορκανίζω = σύρω κατά γης
τσορκάνισμαν = το σύρσιμο κατά της
τσορκανιχτέρα = κατωφερές και ολισθηρό μέρος όπου παίζουν τα παιδιά γλιστρώνας προς τα κάτω
τσορπατζηλούκιν = πρόκριτος
τσορπατζής = πρόκριτος, προύχοντας
τσορτανάς = αυτός που αγαπάει να τρώει τσορτάνα
τσορτάνιν = βώλος από μυζήθρα αποβουτυρωμένη και ξηραμένος στον ήλιο
τσορτανογλύσμιν = μικρό υπόλειμμα από τσορτάνιν διαλυμένο σε νερό
τσορτανογλύστε = ξύλο με το οποίο τρίβουν και διαλύουν το τσορτάνιν σε νερό
τσορτανογλύστρα = πήλινη λεκάνη μέσα στην οποία τρίβουν και διαλύουν το τσορτάνιν σε νερό
τσορτανομμάτης = γαλανομάτης
τσορτανοσάκκουλον = σακούλι μέσα στο οποίο φυλάσσονται τσορτάνα
τσορτανοσούρβιν = σούπα αρτυσμένη με τσορτάνιν
τσορτανότανον = το διάλυμα σε νερό τσορτανίου
τσορτανοχάρτωμαν = σανίδα πάνω στην οποία τοποθετούνται τσορτάνα και ξηραίνονται στον ήλιο
τσορτίκα = μαστίχα δέντρου, μαστίχα από σιτάρι
τσόρτιν = θάμνος
τσορτοπούλλιν = μικρό παιδί
τσότρα = αγγείο οίνου
τσουβαλάζω = τσουβαλιάζω, μεταφ. απατώ, παραπείθω
τσουβάλιν = τσουβάλι
τσουβαλτούζιν = σακκορράφα
τσουγκουλόπον = μικρό κουδουνάκι, άθυρμα παιδικό
τσουκουρέα = τσεκουριά
τσουκούριν = τσεκούρι
τσουλάζω = σκεπάζω
τσουλαχτέριν = οτιδήποτε χρησιμοποιείται ως κάλυμμα
τσούλιν = υφαντό κάλυμμα κλίνης
τσούλλος = σκύλος
τσούλος = εραστής
τσούλος = σκυθρωπός, κατσούφης
τσουλώνω = γίνομαι σκυθρωπός, κατηφής, κατσουφιάζω, συννεφιάζω (καιρός)
τσούμα = έκζεμα δερματικό με λέπια
τσούμαι = στειρεύω (πληγή), ερημώνομαι
τσουμάν(ιν) = κυρήθρα κυψέλης
τσουμάνιν = αναρριχωμένη πόα
τσουμάχιν = φυτό δηλητηριώδες του οποίου βράζουν την ρίζα και το αφέψημα χρησιμοποιούν ως φάρμακο κατά της ψώρας των ζώων
τσουμαχόφυλλον = το πλατύ φύλλο του φυτού τσουμάχιν, το οποίο χρησιμοποιείται ως υπόθετο στο φουρνιζόμενο φωμί
τσουμάχωμαν = δηλητηρίαση
τσουμαχώνω = δηλητηριάζω
τσουμπούδα = σιδηρούς πήχυς οδοντωτός στα άκρα του κρατάει τεταμένο το πανί κατά πλάτος στο αργαλειό
τσουμπούρακας = τσιμπούρι
τσουμπουρέα = η τσιμπιά του τσιμπουριού
τσουμπουρέτζης = αυτός που έχει την ιδιότητα να τσιμπά
τσουμπουρώ = κεντώ, τσιμπώ
τσούνα = σκύλα, λυκόμορφο δαιμόνιο
τσουνάκα = σκυλίτσα
τσουνίκα = σκυλίτσα
τσουνίν = σκύλα
τσουνίτζα = σκύλα
τσουνογερώ = (υβριστικώς για γυναίκα) γηράσκω και γίνομαι σαν γριά σκύλα
τσουνογραία = (υβριστικώς) σκυλόγρια
τσουνοθεία = (υβριστικώς) σκύλα θεία
τσουνοκούταβον = (υβριστικώς για παιδί) σκυλοκούταβο
τσουνολογώ = βρίζω με τον χαρακτηρισμό τσούνα
τσουνολόεμαν = το βρύσιμο με τον χαρακτηρισμό τσούνα
τσουνομάννα = (υβριστικώς) σκύλα μάνα
τσουνοπαίδιν = (υβριστικώς) παιδί σκύλας
τσουνοπεθερά = (υβριστικώς) σκύλα πεθερά
τσουνοπούλλιν = νεογνό σκύλας, λύκου
τσουπάδιν = αραβόσιτος, καλαμπόκι
τσουρανία = η ουράνεια βασιλεία
τσουρκανίζω = σύρω κατά γης
τσούρμος = τσούρμος, κοσμοσυρροή
τσουρουεύω = σαπίζω
τσουρουκεύω = σαπίζω
τσουρούκης = σάπιος
τσουρούφι = βλαστάρι, βλαστός
τσουρουφίζω = ροφώ, απορροφώ
τσουτσάκ(ιν) = λουλούδι, άνθος
τσούτσειλον = δοχείο γεμισμένο μέχρι τα χείλη
τσουτσειλώνω = γεμίζω δοχείο μέχρι τα χείλη
τσουτσουπώ = απομυζώ, εκμυζώ
τσουφίν = το φυτό αζαλέα η Ποντική με άνθη κίτρινα και δηλητηριώδη που παράγουν μέλι, το οποίο ζαλίζει μέχρι αναισθησίας, το πύκνωμα χαμόκλαδων
τσουφούδι = είδος θάμνου
τσουφουδιάρικο = μέρος γεμάτο με θάμνο τσουφούδι
τσουχουνιάζω = καλαμβάνομαι από άσμα
τσουχουνιάρης = ασματικός
τσουχουνίζω = καλαμβάνομαι από άσμα
τσουχούνισμα = άσθμα
τσύλλος = σκύλος
τυβόριν = μνήμα, τάφος
τυκανζυγωνοκούταλον = υπόθεση μπερδεμένη, περιπεπλεγμένη
τυκανίζω = αλωνίζω
τυκάνιν = η αλωνιστική τυκάνη
τυκανόκολος = αυτός που έχει πλατείς γλουτούς
τύλι = τύλιγμα
τυλιγαδάζω = σχηματίζω σε αγκαλίδα το θεριζόμενο χόρτο, συσκευάζω πρόχειρα
τυλιγάδιν = όργανο με το οποίο τυλίγεται κάτι, αγκαλιά θεριζόμενου χόρτου, κουβάρι
τυλιγαδοκέφαλος = αυτός που έχει αχτένιστο κεφάλι, μεταφ. ανόητος
τύλιγμα = τύλιγμα, κουβάριασμα, τολύπευμα, συμμάζεμα, περιτύλιγμα, περιελιγμός
τυλίζω = τυλίγω, κουβαριάζω, συμμαζεύω, περιβάλλομαι
τυλίχιν = χαρτί με το οποίο περιβάλλουν βιβλίο
τυλιχτήριν = όργανο με το οποίο τυλίχουν κάτι
τυλίχτρες = ξύλα διχαλωτά του αργαλειού, στα οποία τυλίγουν το στημόνι
τυλομύτης = αυτός που έχει διάστροφη μύτη
τύλωμα = πιέζω δυνατά ή χτυπώ μεταλλικό σκεύος το κάνω να σχηματισθεί εξόγκωμα εσωτερικά, συνθλίβω, ζουλίζω
τύμπανον = τύμπανο
τυπώνω = τυπώνω, αποτυπώνω, εντυπώνω, διευθετώ, τακτοποιώ
τυπωτόν = ύφασμα με υπερραμμένα άκρα
τύραννα = βάσανα
τυραννία = τυραννία, βάσανο, δυστυχία
τυραννίζω = τυρανίζω, βασανίζω, ταλαιπωρώ, στενοχωρώ
τυραννισία = βάσανο, στενοχώρια
τυραννιχτέριν = μετων. άνθρωπος σκληρός, τυραννικός
τύραννος = τύραννος
τυρένον = αυτό που είναι παρασκευασμένο από τυρί
τυρί(ν) = τυρί
Τυρινή = Τυρινή
τυρόγαλαν = τυρόγαλα
τυροκλωστή = έδεσμα από αλεύρι, τυρί και ανθόγαλα
τυροκόλοθον = τυρί σε σχήμα σφαιροειδές πλακούντος, πλακούς από ζύμη με τυρί τηγανισμένο με βούτυρο
τυρομίντζιν = είδος μυζήθρας
τυρόπον = τυράκι
τυροφάει = ζυμαρικό με τυρί
page===17

τυρσίν = είδος ψαριού
τυρώνω = πήζω και γίνομαι τυρί
τύφλα = τύφλα
τυφλασία = τύφλωση, μεταφ. φωτιά που δεν ανάβει
τυφλοκοράουμαι = τυφλώνομαι
τυφλοκόριν = τυφλό μάτι
τυφλοκόσσαρον = τυφλή όρνιθα
τυφλοκουράγομαι = ασχολούμαι με έργο χρησιμοποιόντας την όραση μέχρι αποτυφλώσεως
τυφλομέδεντον = μεγάλο διαπυημένο σπυρί
τυφλομυία = τυφλόμυγα (είδος παιχνιδιού)
τυφλόπαπας = είδος παιχνιδιού
τυφλοπόντικος = τυφλοπόντικας, είδος παιχνιδιού
τυφλός = τυφλός
τυφλώνω = τυφλώνω
τύφλωση = τύφλωση
τύφος = τύφος
τυχαίνω = τυχαίνω, συναντώ
τυχερός = τυχερός
τύχη = τύχη
τυχίζω = συμβαίνω τυχαίως και γενικώς συμβαίνω
τώρα = τώρα
τωραγάτζικας = αυτή δα τη στιγμή
τωριζ’νός = τωρινός
τωρίκα = τώρα δα, αυτή δα τη στιγμή
τωρινός = τωρινός
τωρίτζικα = τώρα δα, αυτή δα τη στιγμή
τ’αλλοινέτερον = των αλλονών
τ’αουτεινέτερον = αυτονών
τ’ατεινέτερον = το δικό τους
τ’εκεινέτερον = ο δικός τους
τ’εμέτερον = ο δικός μας
τ’έναν τ’άλλο = ο ένας τον άλλον, αλλήλους, αλλεπάλληλα
τ’εσέτερον = το δικό σας
τ’ολοινέτερον = όλων

Φ

page===0

φά = φάγε
φαβατάς = κουκιά, εκείνος που αγαπά τα κουκιά
φαβατένος = ο παρασκευασμένος από κουκιά
φαβατίτζα = πιρούνι
φάβατο(ν) = κουκί, κύαμος, φασόλι
φαβατοζώμιν = ζωμός κουκιών
φαβατούλα = πιρούνι
φαγάντων = εκεί που τρώνε
φαγάς = πολυφάγος, λαίμαργος
φαγγουρίζω = φέγγω δια μέσου, φεγγίζω
φαγέδαινα = καρκινωτικό έλκος, καρκινοειδής πληγή
φαγείν = φαγητό
φάγεμαν = το να τρώει κανείς, ο τρόπος που τρώει κανείς
φαγεμάτιν = φαγώσιμο, τρόφιμο
φαγέρα = τρόφιμα
φαγερικά = τρόφιμα
φαγεσία = τρόφιμα
φαγετόν = φαγητό
φαγίζω = φαγίζω
φαγιστέρα = χώρος μάνδρας που παρέχεται τροφή στα ζώα
φαγιστικόν = φαγώσιμο
φαγκιάουμαι = φαντάζομαι, μου φαίνεται
φαγόπον = λίγη ποσότητα φαγητού
φαγοποτίζω = ταΐζω και ποτίζω
φαγοπότιν = φαγοπότι
φαγοπότισμαν = ταΐζω και ποτίζω
φαγούμαιι = τρώγομαι, μεταφ. ανησυχώ, επείγομαι
φαγούρα = προμήθεια τροφής
φαγουρία = προμήθεια τροφής
φάγουσα = δερματική νόσος φαγέδαινα
φάδη = κρόκη, φάδι
φάδι = κρόκη, φάδι
φαετόνιν = ευρωπαϊκή ιππήλατος άμαξα
φαζάνιν = φασιανός
φάζω = ταΐζω
φαιλόνιν = ιερό φαιλόνιο
φαίνομαι = φαίνομαι
φαίνσιμον = ύφανση, συνεπτυγμένη ραφή
φαίνω = υφαίνω
φάισιμον = τάισμα, σίτιση
φάισμαν = τάισμα, σίτιση
φαίστρα = υφάντρια
φαιτόνιν = ευρωπαϊκή ιππήλατος άμαξα
φαιτοντζής = αμαξηλάτης
φάκα = μαύρη κηλίδα που βγαίνει στο δέρμα ασθενούς
φακάζιν = είδος αχλαδιάς
φακέλα = σκουφί
φακή = φακή
φακιόλι = κεφαλόδεσμος γυναικών
φακοζώμιν = ζωμός φακής
φακούδιν = φακή
φακουδομεαρέα = σούπα από φακή και ρύζι
φάλαγγας = σύρτης πόρτας, όργανο τιμωρίας μαθητή στις παλιές εποχές
φαλαγγιάζω = βάζω φαλάγγια κάτω από το πλοίο, σηκώνω βάρος με μοχλό
φαλαγγίασμαν = βάζω φαλάγγια κάτω από το πλοίο, σηκώνω βάρος με μοχλό
φαλάγγιν = ξύλο πάνω στο οποίο καθελκύεται πλοίο μέσα στη θάλασσα, ο σύρτης της πόρτας
φαλαμίδιν = μικρό διαχώρισμα εντός κιβωτίου
φαλεκόφτρα = δέντρο που παράγει καρπό εδώδιμο όμοιο με το μέσπιλον
φάλι = ομφαλός
φαλιμέντο = πτώχευση
φάλιν = μαντεία, μοίρα, τύχη
φαλλάριν = φελλός της καντήλας
φαλοκόφτω = κόβω τον ομφάλιο λώρο του βρέφους που γεννήθηκε
φαλτζάβα = εκείνη που λέει την μοίρα
φαλτζής = εκείνος που λέει την μοίρα
φαμιλακώς = οικογενειακώς
φαμίλια = οικογένεια, σύζυγος
φαμιλότες = εκείνοι που έχουν πολυπληθή οικογένεια
φανάριν = φανάρι, φακός
φαναρίτα = χαμομήλι
φαναρίτζα = χαμομήλι
φανατικός = φανατικός
φανέλα = φανέλα
φανερά = φανερά
φανερίζω = φανερώνω
φανέρισμαν = φανερώνω
φανερός = φανερός
φανέρωμαν = φανερώνω
φανερώνω = φανερώνω
φανέρωση = φανέρωση
φανερωσία = φανέρωση, εμφάνιση
φανθερίζω = φανερώνω, φαίνομαι
φανθίζω = δείχνω
φάνθουμαι = φαίνομαι, εμφανίζομαι
φανία = εμφάνιση
φάνιση = εμφάνιση
φανόζιν = ειδικό φανάρι για νυχτερινούς εξόδους
φάνταγμα = φάντασμα
φαντάζω = φαίνομαι με λάμψη, κάνω καλή εντύπωση, επαίρομαι, αλαζονεύομαι
φαντασία = φαντασία
φάντασμα = φάντασμα, δαιμόνιο, εξωτικό
φανταστικά = επιδεικτικώς
φανταστικός = επιδεικτικός
φάντης = φάντης των παιγνιόχαρτων
φάντρα = υφάντρα
φάπα = άνθρωπος χωρίς αξία
φαρά = φορά
φάραγξα = μέρος απόκρημνο, γκρεμός
φαράσιν = φαράσι
φαράτζα = περίβλημα κρέατος
φαραχλαεύω = επιχρυσώνω με φύλλα χρυσού
φαρδένω = φαρδύνω
φάρδος = φάρδος
φαρδύς = φαρδύς
φαρμακερός = φαρμακερός
φαρμάκιν = φαρμάκι
φαρμακοβότανον = είδος φαρμάκου για ασθένεια ζώων
φάρμακον = δηλητήριο, φαρμάκι
φαρμακούδα = άνθρωπος που προξενεί με τα προσβλητικά του λόγια πικρία στους άλλους
φαρμακούτζα = φυτά δηλητηριώδη και ειδικά ο ελλέβορος
φαρμακοχείλης = εκείνος που προσβάλλει με τα λόγια του
φαρμάκωμαν = φαρμακώνω, δηλητηριάζω, πικραίνω κατάκαρδα
φαρμακώνω = φαρμακώνω, δηλητηριάζω, πικραίνω κατάκαρδα
φαρμακωτός = δηλητηριώδης, μεταφ. κακεντρεχής
φαρμασόνης = άνθρωπος ασεβής που δεν τηρεί τις θρησκευτικές διατάξεις
φαρόφυλλον = χόρτο με μεγάλα φύλλα δισκοειδή
φαρσά = γυναίκα αναιδής
φάρσωμαν = ξύλο κατάλληλο για φράχτη
φαρσώνω = συμπληρώνω δωμάτιο με τα εσωτερικά του πάτωμα, ταβάνι κτλ.
φαρφατάρα = πεταλούδα
page===1

φαρφαταράζω = κινούμαι ανήσυχα, ταράσσομαι από συγκίνηση, αναστατώνομαι
φαρφαταρίζω = κινούμαι ανήσυχα, ταράσσομαι από συγκίνηση, αναστατώνομαι
φαρφουρί = πολύ λεπτό ρούχο
φάσα = φυσαλίδα, φούσκα
φάσα = τα απορρίματα που μένουν μετά από το κοσκίνισμα του σταριού ή άλλων δημητριακών
φάσιμον = ύφανση, συνεπτυγμένη ραφή
φάσκα = πλατιά ζώνη με την οποία φασκιώνουν το βρέφος
φάσκωμα(ν) = φασκιώνω, σπαργανώνω
φασκώνω = φασκιώνω, σπαργανώνω
φασουλάς = εκείνος που αγαπά τα φασόλια
φασουλέας = εκείνος που αγαπά τα φασόλια
φασούλιν = φασόλι
φασουλίτα = είδος αναρριχητικής περιπλοκάδας
φασουλίτζα = μικρό στρογγυλό φασόλι
φασουλοείλικο = ελικοειδής βλαστός της φασολιάς
φασουλοζώμιν = ζουμί φασολάδας
φασουλομάλεζον = σούπα από φασόλια και αλεύρι
φάσσα = άγρια περιστερά
φεβέγκι = γουδί
φεβερίζω = φοβερίζω
φεβερός = φοβερός
φεγγάρα = φεγγάρι
φεγγαράουμαι = προσβάλλομαι από επιληψία
φεγγαράσιμον = προσβάλλομαι από επιληψία
φεγγάρης = φεγγάρι
φεγγάριν = φεγγάρι
φεγγαροπρόσωπος = φεγγαροπρόσωπος
φέγγαρος = φεγγάρι
φεγγέρ(ιν) = φεγγάρι
φεγγερός = φωτεινός
φεγγιάσιμον = πάσχω από επιληψία
φεγγίδι = φεγγίτης οικίας
φεγγίζω = παράγω φως, φεγγίζω, φωταγωγώ, φωτίζομαι
φεγγίν = φεγγίτης οικίας
φεγγίστρα = φεγγίτης οικίας
φεγγίτης = φεγγίτης, φωταγωγός, λυχνία
φεγγιτοβέργιν = ξύλο μακρύ με το οποίο ανοιγοκλείνει ο φεγγίτης
φεγγογέννεμαν = εμφάνιση νέας σελήνης
φεγγόκομμαν = χάση
φεγγοκοπή = η φθίνουσα σελήνη, η τελευταία φάση της, νουμηνία
φεγγολάμπι = σεληνόφως
φεγγολάμπω = λάμπει το σεληνόφως
φεγγόξυλον = ξύλο που φωσφορίζει στο σκοτάδι
φέγγος = φεγγάρι, φως, ηλιοτρόπιο
φεγγουρίζω = φεγγίζω
φεγγοφώς = σεληνόφως
φέγγω = φέγγω, φωταγωγώ
φέκα = φώκια
φεκάλι = σκούπα, σάρωθρο, φυτό από το οποίο φτιάχνουν σάρωθρο
φέκια = φύκια
φελάζω = κόβω σε φέτες
φελάζω = περιπλέκω, μπερδεύω
φελεκάροι = φίλοι του γαμπρού
φελεύω = κόβω σε φέτες
φελί(ν) = φέτα ψωμιού
φελία = λεπτές φέτες ψωμιού που διαποτίζονται με αυγό και τηγανίζονται σε βούτυρο
φελίασμαν = το κόψιμο σε φέτες
φέλλα = φελλός
φελλάδα = φυλλάδα
φελοκόφτω = κόβω κάτι σε φέτες
φελόνιν = ιερό φαιλόνιο
φελοτήγανον = τηγάνι στο οποίο τηγανίζονται τα φελία,οι τηγανισμένες φέτες
φέλπα = είδος βαμβακερού υφάσματος με βελούδινη αφή
φελώ = είμαι ωφέλιμος
φενέρ(ιν) = φανάρι
φεραχλάνεμαν = δροσίζομαι
φεραχλανεύκουμαι = δροσίζομαι
φεραχλίν = μέρος ψηλό και ευάερο
φεράχ’κον = μέρος ψηλό και ευάερο
φερενίτα = είδος λευκού άνθους
φερετζές = φερετζές
φεριάζω = συνέρχομαι από ζάλη
φερμάνιν = αυτοκρατορικό διάταγμα
φερμανλής = ο διορισμένος από το αυτοκρατορικό διάταγμα
φέρσιμον = μεταφορά πράγματος
φερτούλης = ρακένδυτος, κουρελής
φερτουλίουμαι = μου κουρελιάζονται τα ρούχα, καταντώ ρακένδυτος
φέρω = φέρνω, μεταφέρω
φέρων = εκείνος που μεταφέρει
φέσ(ιν) = φέσι
φεσάτιν = ραδιουργία, αταξία
φεσαττζής = ραδιούργος, ταραχοποιός
φεσλεμέ = είσος παιχνιδιού που παίζεται με φέσια
φετίριν = πίτα
φευγατίζω = φυγαδεύω
φεύω = φεύγω, δραπετεύω, αποσπώμαι
φέψιμον = φυγή, δραπέτευση
φεψίον = φυγή, δραπέτευση
φεψιστά = φεύγοντας
φίδιν = φίδι
φιδόψαρο = φιδόψαρο
φιλάργυρος = φιλάργυρος
φιλάσκομαι = συνδέομαι με φιλία με κάποιον, συνδιαλλάττομαι, φιλώ, ασπάζομαι
φίλασμαν = συνδέομαι με φιλία με κάποιον, συνδιαλλάττομαι, φιλώ, ασπάζομαι
φιλεί = φίλημα
φίλεμα(ν) = φίλημα
φιλέριν = δέντρο φιλύρα
φιλεύω = φιλοξενώ, γίνομαι φίλος
φιλή = φίλημα, φιλί
φίλημαν = φίλημα
φιλία = φιλία
φίλιν = ελέφαντας
φιλίντρα = είδος πυροβόλου όπλου
φιλιρίν = φλουρί
φιλίτζης = φίλος, φιλαράκος
φίλκη = κρουνός νερού
φίλντισιν = ελεφαντόδοντο
φιλόνω = συμφιλιώνω, συνδιαλλάττω
φιλοπροσωπία = ευπροσηγορία, φιλοφρόνηση υποκριτική
φιλοπρόσωπος = ο προσποιούμενος ότι είναι φίλος
φίλος = φίλος
φιλότιμον = ετήσια χρηματική χορηγία ιερέα προς αρχιερέα
φιλυρίτζα = είδος βοτάνου
φιλώ = φιλώ
φιντάουμαι = οργώ προς συνουσία
φιντζάνιν = φλιτζάνι
φίντος = βοϊδόμυγα
φιούρα = μικρό σταμνάκι νερού για τα νήπια
φιραούνης = εξοργισμένος
φιραούνιν = ακμή ξυραφιού, άνθρωπος οργίλος
page===2

φιριλίν = φλουρί
φιρφίρι = πολύ λεπτό ρούχο
φισάκιν = φυσίγγιο όπλου
φιτάνιν = νεαρό φυτό προς μεταφύτευση
φιτανόπον = νεαρό φυτό προς μεταφύτευση
φιτιλαεύω = βάζω φιτιλιές, ραδιουργώ προκαλώντας έριδες
φιτιλάζω = βάζω φιτιλιές, ραδιουργώ προκαλώντας έριδες
φιτιλέα = φιτιλιά, μεταφ. υπόνοια
φιτίλιν = φιτίλι, η φαρμακευτική γάζα
φιτιλόπον = φιτίλι, η φαρμακευτική γάζα
φιτιλούκιν = πράγμα κατάλληλο για φιτίλι
φιτνέ = άνθρωπος ραδιούργος, σκανδαλοποιός
φιτνές = πολύ ευερέθιστος, οξύθυμος
φκαιρώνω = αδειάζω, μεταφ. φέρομαι απερίσκεπτα
φκάλιν = φεκάλι
φκειάω = κάνω
φκί = αφτί
φκυάρη = φτυάρι
φκυάρι = φτυάρι
φλαμούριν = άνθος φιλύρας, τίλιο
φλαμπουρίζω = κυματίζω
φλάμπουρον = σημαία, λάβαρο
φλέβα = φλέβα
Φλεβάρης = Φεβρουάριος
φλέγιος = φλοιός, φλούδα
φλεγμαίνω = φλεγμαίνω
φλέμα = φλέμα
φλεμάζω = διαπυούμαι
φλενικίζω = ριζοβολώ
φλέριν = άνθος φιλύρας
φλημίν = δακτυλιόλιθος
φλίβομαι = θλίβομαι
φλίνομαι = θλίβομαι
φλιουρίν = φλουρί
φλιρίν = φλουρί
φλόγα = πυρετός
φλογή = φλόγα, μεταφ. θλίψη, καημός
φλογίζω = θερμαίνω το φούρνο με λίγα ξύλα, μεταφ. έχω πυρετό
φλοίδι = φλοιός, ροκανίδι, μικρό ξυλάκι
φλοκαμίτα = λίθος της εστίας στο οποίο ακουμπούν τα καιόμενα ξύλα
φλόξη = φλόγα, φως
φλουγκίζω = εκφύω οφθαλμούς, αρχίζω να ανθοφορώ
φλούγκωμαν = η έκφυση οφθαλμών των φυτών, οφθαλμοί, μπουμπούκια
φλουγκώνω = εκφύω οφθαλμούς, αρχίζω να ανθοφορώ
φλούδιν = φλοιός, ροκανίδι, μικρό ξυλάκι
φλουρίνα = φλουρί
φλωρέας = ο κάτοχος φλουριών, πλούσιος
φλώρη = πτηνό φλώρος
φλωρίν = χρυσό φλουρί
φλωρίνα = χρυσό φλουρί
φλωρόπον = μικρό φλουρί
φοβέντζιλος = δειλός, φοβητσιάρης
φοβεράζω = τρομάζω
φοβερίζω = τρομάζω
φοβέρισμαν = τρόμαγμα
φοβερός = φοβερός, τρομαχτικός, επικίνδυνος
φοβετζάρης = δειλός, φοβητσιάρης
φοβετζέας = δειλός, φοβητσιάρης
φοβόκαιρος = καιρός που διατρέχει κινδύνους
φόβος = φόβος
φοβού = φουφού
φοβούμαι = φοβάμαι
φόγος = φόβος
φόεμαν = φόβος, τρομάρα
φοθράκα = βάτραχος
φοινικίζω = ανανεώνομαι
φοκάλιν = σκούπα, σάρωθρο, φυτό από το οποίο φτιάχνουν σάρωθρο
φολάδα = βράχος ύφαλος, σκόπελος
φολάζω = περιπλέκω, μπερδεύω
φολλίζω = αφαιρώ τα περικαλύμματα της κεφαλής του αραβοσίτου
φόλλιν = τα λεπτά περικαλύμματα της κεφαλής του αραβοσίτου
φονέα = πολύ κόκκινο
φονέας = φονιάς
φονέας = καυστικός
φονικόν = φόνος, φονικό
φόνος = φόνος
φόνος = φόνος
φορά = φορά
φοράδα = φοράδα
φοράζω = ντύνω
φορδέκα = βάτραχος
φόρεμα = φόρεμα
φορεμάτιν = ρούχο κατάλληλο να φορεθεί
φορένω = ντύνομαι, φορώ
φορεσία = φορεσιά
φορεσιά ευπαρουσίαστη = φορτίο
φορετέριν = γυναικεία περισκελίδα
φορετικό = ύφασμα για φορέματα
φορή = φορά
φορθάκα = βάτραχος
φοριδάζω = περνώ τα φορίδια στο καλάθι
φορίδιν = δυο σχοινιά πάνω σε φορτίο το οποίο φορτώνεται στη ράχη περνώντας από τους ώμους και τις μασχάλες
φορκαλίζω = σαρώνω, σκουπίζω
φορκάλιν = σκούπα, σάρωθρο, φυτό από το οποίο φτιάχνουν σάρωθρα
φόρμα = φορεσιά ευπαρουσίαστη
φορτίον = φορτίο
φορτόδεμαν = δέμα φορτίου
φόρτος = φορτίο
φόρτωμα(ν) = φόρτωμα
φορτώνω = φορτώνω
φορώ = φορώ
φόσιγμαν = χώσιμο στη γη και σκέπασμα με χώμα
φοσίζω = χώνω στη γη και σκεπάζω με χώμα
φοσίν = κοίλωμα γης, λάκκος
φόσισμαν = χώσιμο στη γη και σκέπασμα με χώμα
φοσιχτά = βαθιά
φοσιχτός = εκείνος που βρίσκεται χαμηλά μεταξύ υψωμάτων
φοσοκολέα = η δυσοσμία του βδέους
φοσοκόλιν = πρωκτός
φοσόπον = κοίλωμα γης, λάκκος
φοτά = ποδιά
φότε = αφότου
φοτοδέμα = δέματα φοτάς
φοτοδέματα = δέματα φοτάς
φοτούλης = εγωιστής, αυθάδης
φοτουλούκιν = εγωπάθεια, αυθάδεια
φουκαράς = φουκαράς, δυστυχής
φουλίκα = κάμινος μεταλλουργική
φουλιρίν = φλουρί
φουλιρόπον = φλουρί
page===3

φουλούκα = βάρκα
φουλουκίζω = κεντώ με τσουκνίδα
φουλούκισμα = κεντώ με τσουκνίδα
φουλουρέας = ο κάτοχος φλουριών, πλούσιος
φουλτούρα = γυναίκα πεταχτή
φουμέας = θυμωμένος
φουμέτζης = εκείνος που συνέχεια θυμώνει
φουμίζω = θυμώνω, κακιώνω
φουμίκα = εκείνη που θυμώνει
φουμιξέας = εκείνος που θυμώνει και δεν θέλει να τρώει
φουμισέας = εκείνος που θυμώνει και δεν θέλει να τρώει
φούμισμαν = θύμωμα
φουμιστάρης = εκείνος που θυμώνει και δεν θέλει να τρώει
φούμος = αιθάλη, καπνιά
φουνί = χωνί
φούντα = βαλάντιο
φουντάριν = άρτος ολόκληρος φουσκωτός
φουντάρω = αγκυροβολώ
φουνταρώνω = αγκυροβολώ, πνίγομαι
φουντζίν = φουντούκι μαζί με το περίβλημα
φουντούκιν = φουντούκι
φουντουκίτζα = φυτό βούρλο
φουντουλάζω = ανανεώνω το περιεχόμενο του στρώματος με βαμβάκι ή μαλλί
φουντουλίζω = θάλλω, ανυψώνομαι, αυξάνομαι
φουντώνω = φουντώνω
φουρθάκα = βάτραχος
φουρίν = φυτό που έχει πολλές διακλαδώσεις στο στέλεχος
φούρκα = αγχόνη
φουρκαλέα = χτύπημα με σκούπα
φουρκαλίδι = σκουπίδι, χαλίκι
φουρκαλίζω = σαρώνω, σκουπίζω
φουρκάλιν = σκούπα, σάρωθρο, φυτό από το οποίο κάνουν σάρωθρα
φουρκαλίτα = είδος θάμνου από το οποίο κάνουν σάρωθρα
φουρκαλίτζα = πιρούνι
φουρκαλώ = σαρώνω, σκουπίζω
φουρκίζω = πνίγω
φούρκισμα(ν) = πνιγμός
φουρκισμάτιν = το προερχόμενο από πνιγμό
φουρκιστός = πνιγμένος
φούρκωμα(ν) = φουντώνω
φουρκωμένος = βουρκωμένος
φουρκώνω = φουντώνω
φουρλάεμαν = θυμός, οργή
φουρλαεύω = θυμώνω, οργίζομαι
φούρμα = όρος ναυπηγικής
φουρνάζω = φουρνίζω
φουρνέα = φουρνιά
φουρνί(ν) = φούρνος
φουρνίζω = φουρνίζω
φουρνικένον = αυτό που είναι ψημένο στο φούρνο
φούρνισμαν = φούρνισμα
φουρνιστόν = αυτό που είναι ψημένο στο φούρνο
φουρνογκότης = κοντός με το οποίο συνδαυλίζουν τα καμένα ξύλα του φούρνου
φουρνοδώμιν = εξωτερική οριζόντια επιφάνεια της στέγης φούρνου
φουρνόλιθον = λίθοι κατάλληλοι για κατασκευή φούρνου
φουρνοξέριν = εκείνο που έχει ξηραθεί στο φούρνο
φουρνόξυλον = ξύλα για πύρωμα φούρνου
φουρνοπλάκιν = πλάκα φούρνου
φουρνόπον = φούρνος
φουρνοπόρτιν = πόρτα φούρνου
φούρνος = φούρνος
φούρνος = είδος βατράχου
φουρνοσπόγγιν = κουρελόπανα πάνω σε ξύλινο κοντάρι με το οποίο καθαρίζουν το φούρνο
φουρνότζιρον = αχλάδι ή μήλο φουρνισμένο
φουρνόφ’λλα = φυτό με πλατιά φύλλα πάνω στα οποία βάζουν το άρτο στο φούρνο για να μην κολλήσει στο πτύο
φουρνοψώμιν = ψωμί από φούρνο
φουρουντζάβα = σύζυγος αρτοποιού
φουρουντζής = αρτοποιός
φουρούτζιν = ρυτίδα προσώπου
φουρουτζώνω = ρυτιδώνομαι
φούρτζα = βούρτσα
φουρτζί = είδος βούρτσας
φουρτζίζω = βουρτσίζω
φουρτζούγα = οπή στο τοίχο της μάνδρας απ’ όπου εκβάλλουν την κοπριά, θύρα μάνδρας
φουρτλαεύω = μαζεύω τα χαρτιά με το φάντη (στο χαρτοπαίγνιο)
φούρτος = φάντης του χαρτοπαίγνιου
φουρτούνα = φουρτούνα, μεταφ. κίνδυνος μεγάλος
φουρτουνάζω = φουρτουνιάζω
φουρτουνλαεύω = φουρτουνιάζω
φουρφουλακιάζω = βγάζω σπυριά στο στόμα με υγρό
φουρφουλακίζω = βγάζω σπυριά στο στόμα με υγρό
φουρφουλακίζω = χοχλακίζω, φλέγομαι από δίψα
φουρφουλάκιν = σβούρα
φουρφούρι = σβούρα
φουρφουρίζω = παράγω θόρυβο φουρ φουρ, πάλλομαι
φουρφουρίκα = σβούρα
φουρφούτζιν = δέντρο πολύ φορτωμένο με καρπούς
φουρφουτίζω = ξεχειλίζω
φουσαλάκης = φουσκωμένος, παχύς
φουσίν = πρωκτός
φούσκα = είδος πλοίου, ο άωρος καρπός συκιάς, βατόμουρο
φουσκαλίδα = φυσαλίδα, φλύκταινα του δέρματος από έγκαυμα ή άλλη αιτία
φουσκαλιδάζω = βγάζω φλύκταινες από έγκαυμα ή άλλη αιτία
φουσκαλιδάριν = εκείνος που έχει φλύκταινες
φουσκαλίδιν = φλύκταινα του δέρματος από έγκαυμα
φουσκαλιδόπον = φλύκταινα του δέρματος από έγκαυμα
φουσκάλιν = φούσκα
φουσκίν = κόπρος μονόχηλων ζώων
φουσκίτα = είδος μύκητα
φουσκούλα = όρνιθα που έχει γύρω από το ράμφος φουντωτό πτίλωμα
φουσκουλάρης = φουσκωμένος
φουσκούλιν = φούσκα
φουσκουλώ = παχαίνω
φουσκυλλίδιν = ουροδόχος κύστη, χοληδόχος κύστη
φούσκωμαν = φούσκωμα
φουσκώνω = φουσκώνω
φουσκωτός = φουσκωτός, διογκωμένος
φούσνα = βυσσινιά
φουσούλιν = μήλο ή αχλαδιά ψημένο στο φούρνο
φουσουλίτζα = μήλο ή αχλαδιά ψημένο στο φούρνο, άγρια πάπια
φουσούνα = φυσητήρας σιδηρουργείου
φουσταλίζω = φουμάρω, σηκώνω σκόνη στον αέρα
φουστάνιν = φουστάνι
φουστανλήσα = εκείνη που φοράει φουστάνι
φουστανόπον = φουστάνι
φουστίτα = ο μύκητας φουσκίτα, είδος χόρτου
φούστορον = ομελέτα, σφουγγάτο
φουστοροτήγανον = τηγάνι στο οποίο παρασκευάζεται το φούτορον
φουστούκιν = φιστίκι
φουστρίν = πρωκτός
page===4

φούστρον = ομελέτα, σφουγγάτο
φουσφουρίζω = ο ήχος που εκπέμπουν τα καιόμενα ξύλα φους φους
φουσφούρισμαν = ο ήχος που εκπέμπουν τα καιόμενα ξύλα φους φους
φουσφουρώνω = συστέλλομαι, συμμαζεύομαι, ρυτιδώνομαι
φουτάρης = αυτός που αερίζεται συχνά
φουτέας = αυτός που αερίζεται συχνά
φουτζανάριν = αλεύρι πιτυρούχο
φουτζανίζω = σκορπώ πίτουρα, μεταφ. εκδηλώνω την αγανάκτησή μου με φωνές και χειρονομίες
φουτζάνιν = πίτουρο
φουτζάνισμαν = σκορπώ πίτουρα, μεταφ. εκδηλώνω την αγανάκτησή μου με φωνές και χειρονομίες
φουτζανόστομος = μωρολόγος
φουτζικάς = άνθρωπος κάτισχνος
φουτζίν = βαρέλι
φούτζο = δίχρονο μοσχάρι
φουτή = κλανιά
φουτίζω = κλάνω χωρίς κρότο
φουτίτα = φυτό ούβα, το οποίο προκαλεί αέρια
φουτίτζα = φυτό ούβα, το οποίο προκαλεί αέρια
φουτούλιν = κάψα φουντουκιού
φούτουλος = ευτραφής
φουφού = πληγή (στη παιδική γλώσσα)
φουφούκα = πληγή (στη παιδική γλώσσα)
φουφούλιν = η ακαλήφη η οποία κεντά και προκαλεί το επιφώνημα φου φου
φουφουριαίνω = ανανεώνω το περιεχόμενο του στρώματος με βαμβάκι ή μαλλί
φούχτα = χούφτα
φουχταρίζω = χουφτώνω
φραγάδιν = φράχτης
Φραγκία = Ευρώπη
φραγκιάζω = βραχνιάζω
φραγκοκάμισον = πουκάμισο κατά την Ευρωπαϊκή τεχνοτροπία
φραγκοκλείδι = κλειδαριά ευρωπαϊκής κατασκευής
φραγκομάλα = σύφιλη
φραγκόποπας = καθολικός παπάς
φραγκορράφτες = ράφτης Ευρωπαϊκής ενδυμασίας
Φράγκος = Ευρωπαίος
φραγκοστάφυλον = φραγκοστάφυλο
φραγμός = φραγμός, περίφραξη
φράζω = περιφράζω
φρακάλιν = φτυάρι μεταλλικό για μεταφορά ανθράκων
φραντάλα = πρόσχαρη
φρανταλίζω = επιδεικνύομαι υπερβολικά, μεγαλαυχώ, αισθάνομαι μεγάλη χαρά
φραντζέλα = φραντζόλα
φραντζελόπον = φραντζόλα
φραντζιάς = πρόδομος οικίας περιφραγμένος και στολισμένος
φράντουλα = πρόσχαρη
φράξη = περίφραξη χώρου
φράξιμο(ν) = περίφραξη
φραχνίτα = είδος φυτού
φραχτή = περίφραγμα, φράχτης
φραχτόπον = φράχτης, περίφραγμα
φραχτόρριζο = βάση φράχτη
φραχτός = φράχτης, περίφραγμα
φραχτώνω = περιβάλλω με φράχτη
φρένα = μυαλά
φρέντζα = θάρρος
φρεντζί = φεγγίτης οικίας
φρέφος = βρέφος
φρίξη = βάσανο, ταλαιπωρία
φροθάκα = βάτραχος
φροκαλιά = σάρωθρο, σκούπα
φροκαλίζω = σαρώνω, σκουπίζω
φροκάλιν = σκούπα, σάρωθρο
φροκαλίτα = είδος θάμνου από το οποίο κάνουν σάρωθρα
φρονεύω = γίνομαι φρόνιμος
φρόνηση = φρόνηση, σύνεση
φρονιμάδα = το να είναι κανείς φρόνιμος
φρόνιμος = φρόνιμος
φρόντες = θάρρος, παρρησία
φρούδι = φλούδα, φλοιός
φρουθάκα = βάτραχος
φρουκάλ(ιν) = σκούπα, σάρωθρο
φρούνος = είδος βατράχου
φρούντζιν = αφρός
φρουντζιώ = αφρίζω
φρουντζώνω = μαλακώνω
φρουντουλίζω = θάλλω, ανυψώνομαι, αυξάνομαι
φρούχνα = μούχλα
φρουχόχειλος = εκείνος που έχει χοντρά χείλη
φρούχτα = φρούτα
φρυάζω = ορμώ προς επίθεση
φρυγανίζω = φρύγω
φρύγματα = καψίματα
φρύγομαι = ταλαιπωρούμαι από τον καύσωνα, φλέγομαι από δίψα
φρύδιν = φρύδι
φτάγω = κάνω
φταίξιμον = φταίξιμο, σφάλμα
φταίρσιμον = φτερνίζομαι
φταίρω = φτερνίζομαι
φταίχτης = φταίχτης
φταίω = φταίω, αμαρτάνω, σφάλω
φτάνω = φτάνω
φταρέα = ποσότητα όση χωράει το φτυάρι
φταρέα = πλήγμα, χτύπημα με φτυάρι
φτάρη = φτυάρι
φταρίζω = φτυαρίζω
φτάριν = φτυάρι
φταρμέτζης = εκείνος που ματιάζει, βάσκανος
φταρμίζω = ματιάζω, βασκαίνω
φτάρμισμα = βασκανία, μάτιασμα
φταρμοζίνιχο = χάντρα που χρησιμοποιείται για το ξεμάτιασμα των νηπίων
φτάσιμον = ωρίμανση
φτείρα = ψείρα
φτειράβα = ψειριάρα
φτειράζω = γεμίζω με ψείρες
φτειράρης = ψειριάρης
φτειραρίτζης = ψειριάρης
φτειράσιμον = φθειρίαση
φτειρέας = ψειριάρης
φτείριν = ψείρα
φτειροθέκλα = άνθρωπος γεμάτος με ψείρες
φτειροκακκαλέας = κοροϊδευτικά εκείνος που έχει ψείρες στην ήβη
φτειροκάκκαλος = κοροϊδευτικά εκείνος που έχει ψείρες στην ήβη
φτειροφάγας = εκείνος που τρώει ψείρες, μεταφ. πολύ φτωχός
φτελίδιν = δέντρο φτελιά
φτελιδίτζιν = είδος χόρτου εδωδίμου
φτελιδόπον = δέντρο φτελιά
φτελιδόφυτον = δέντρο φτελιά
φτελτόν = πούπουλο
φτενένω = κάνω κάτι ισχνό, γίνομαι ισχνός
φτενία = φτηνά
page===5

φτενόξυλο = όργανο του αργαλειού με το χτυπούν το υφάδι μετά το κάθε πέρασμα της κερκίδας
φτενός = λεπτοκαμωμένος, ισχνός, φτωχός
φτενός = φτηνός
φτενότζεπλα = σταφύλια λεπτόφλουδα
φτενούτζα = είδος οστρέου με λεπτό όστρακο
φτενύνω = φτωχαίνω
φτενώνω = κάνω κάτι λεπτό
φτερακίζω = φτερουγίζω, πετώ
φτεράκισμα = φτερουγίζω, πετώ
φτεριδέα = τόπος όπου φυτρώνουν πολλές φτέρες
φτερίδιν = φυτό φτέρη
φτέρνα = φτέρνα
φτερνίζω = κεντώ το άλογο με φτέρνες για να τρέχει, καλπάζω
φτέρνισμαν = κεντώ το άλογο με φτέρνες για να τρέχει, καλπάζω
φτερνίτε = σκληρό δέρμα βοδιού που τοποθετείται στη φτέρνα του υποδήματος
φτερό(ν) = φτερό
φτερολογώ = ξαφνιάζω, τρομάζω
φτερολόεμαν = ξάφνιασμα, τρομάζω κάποιον
φτερόπ’λλον = φτερό
φτερούγιν = φτερό, πτερύγιο
φτερούλιν = φτερό
φτέρω = αιφνιδιάζω, ξιπάζω και τρέπω σε φυγή
φτι = αυτί
φτιλακίζω = σπαρταρώ, πάλλομαι γρήγορα
φτιλάκισμαν = σπαρταρώ, πάλλομαι γρήγορα
φτίλιγμαν = μαδώ, τίλλω τις τρίχες, δρέπω καρπούς, κοσμώ, στολίζω
φτιλίζω = μαδώ, τίλλω τις τρίχες, δρέπω καρπούς, κοσμώ, στολίζω
φτίλιν = πούπουλο, φτερό
φτίλιτον = πούπουλο, φτερό
φτίλος = φτερό πτηνού
φτιλτένος = αυτός που είναι γεμάτος από φτερά, πούπουλα, εκείνος που μοιάζει σαν πούπουλο, απαλός
φτονερός = φθονερός, ζηλιάρης
φτονία = φθόνος
φτοριάζω = χύνω τα φτερά μου
φτούλ(ιν) = πούπουλο, φτερό
φτουλακίζω = σπαρταρώ, πάλλομαι γρήγορα
φτούλιγμαν = μάδημα, συλλογή καπρών από δέντρο, στόλισμα
φτουλίζω = μαδώ, τίλλω τις τρίχες, δρέπω καρπούς, κοσμώ, στολίζω
φτούλιτον = πούπουλο, φτερό
φτούλιτρο = πούπουλο, φτερό
φτύζω = φτύνω
φτύξη = φτύσιμο
φτυρολογώ = ξαφνίζω, καταπτοώ και τρέπω σε φυγή, τρομάζω
φτυρολόεμαν = ξάφνιασμα, τρόμαγμα
φτύρσιμον = ξίπασμα ζώου και τροπή σε φυγή, φτέρνισμα
φτυρτόν = ζώο που είθε να πάει και να χαθεί
φτύρω = αιφνιδιάζω, ξιπάζω και τρέπω σε φυγή, φτερνίζομαι
φτύση = φτύσιμο
φτύσιμο(ν) = φτύσιμο
φτύσμα = φτύμα
φτω = κάνω
φτωχαίνω = φτωχαίνω
φτωχακόν = φτωχικό
φτώχαμα = σωματική αδυναμία, ισχνότητα
φτωχία = φτώχια
φτωχοκόριτζον = φτωχοκόριτσο
φτωχολογία = φτωχολογιά
φτωχόπαιδον = φτωχόπαιδο
φτωχοπορεύκομαι = ζω φτωχικά
φτωχόπουλλον = αγόρι ή κορίτσι φτωχής οικογένειας
φτωχός = φτωχός
φτωχουσία = πενία, φτώχια, άνθρωποι φτωχής κοινωνικής τάξης
φτωχύνω = φτωχαίνω
φτωχωτός = φτωχός
φυγαδάζω = φυγαδεύω
φυγαδίασμαν = φυγάδευση
φυγέτζης = φυγάς
φυγετός = φυγή
φυγεύω = φεύγω
φυγή = φυγή
φυγιάζω = φυγαδεύω, απάγω
φύγιασμαν = φυγάδευση
φυγιαχτόν = λαθραίο
φύγουμαι = φεύγω
φυεύω = φεύγω
φύκια = φύκια
φύλαγμα = φύλαγμα
φύλακας = φύλακας, φρουρός
φύλακας, φρουρός = φυλακάτορας
φυλακή = φυλακή
φυλακίζω = φυλακίζω
φυλακώνω = φυλακώνω
φύλαξη = φύλαξη, ενθύμηση, μνημονικό
φυλάττω = φυλάσσω, περιμένω
φυλαχτόν = πολύτιμο, φυλαχτό
φυλαχτούρι = φυλαχτό
φυλή = φυλή, γένος, είδος
φυλλάδα = φυλλάδα, βιβλίο
φυλλάζω = ανοίγω τη ζύμη σε λεπτά φύλλα
φυλλάζω = στοιβάζω ύφασμα κατά φύλλα
φυλλάνοιγμαν = η εποχή της φυλλοφορίας των δέντρων
φυλλάριν = εκείνο που έχει πολλά φύλλα
φύλλο(ν) = φύλλο
φυλλοκάρδα = φύλλα της καρδιάς, μεταφ. τα μύχια, τα εσώτατα
φυλλόπιτες = πίτες από φύλλα ζύμης τηγανιτές
φυλλόπον = φυλλαράκι
φυλλορρούξιμον = η εποχή που πέφτουν τα μαραμένα φύλλα, φθινόπωρο
φυλλοσούρουχον = κοντός στον οποίο δένουν δέματα φύλλων και κλώνων για μεταφορά
φύλλωμαν = φύλλωμα
φυλλώνω = φυλλοφορώ
φυλλωτά = λεπτά φύλλα ζύμης με τα οποία παρασκευάζονται εδέσματα
φύλον = φυλή, γένος
φυού = κρύπτη, κρυψώνα, δωμάτιο σκοτεινό
φυργανίζω = φρυγανίζω
φύσεμαν = φύσημα
φύσεμας = άνεμος
φυσερόν = φυσητήρας σιδηρουργού ή γανωτή
φυσετέριν = φυσητήρας σιδηρουργείου
φυσετός = ισχυρός άνεμος
φύση = η ανθρώπινη φύση
φύσημα = φύσημα
φυσητής = εκείνος που φυσά με τον φυσητήρα του γανωτή
φυσικόν = φυσικός χαρακτήρας, φυσικά ιδιώματα ανθρώπου
φυσιώνης = μανιώδης καπνιστής
φύσνα = βυσσινιά
φυσώ = φυσώ
φυσώνα = φυσητήρας σιδηρουργείου
φυσώνης = μανιώδης καπνιστής
φυσώνιν = φυσητήρας σιδηρουργείου
φυσωτέριν = φυσητήρας σιδηρουργείου
page===6

φυτάνιν = νεαρό φυτό προς μεταφύτευση
φύτεμαν = φύτευση
φυτεύω = φυτεύω
φυτό(ν) = φυτό
φύτρα = καταγωγή, γένος, εκβλάστημα φυτού
φύτρον = γενεά, καταγωγή, εκβλάστημα φυτού, νεαρός βλαστός
φύτρος = βλάστημα φυτού, μεταφ. σωματική διάπλαση
φυτρόχορτη = φυτό αγριάδα
φύτρωμαν = φύτρωμα
φυτρώνω = φυτρώνω, μεταφ. ξαφνικά παρουσιάζομαι που δεν το περιμένει κανείς
φυτωνάριν = φυτώριο
φχαριστώ = ευχαριστώ
φώκα = φώκια
φωλάζω = φωλιάζω, εισέρχομαι στη φωλιά μου
φωλέα = φωλιά
φωλεύω = φωλεύω
φώλη = φωλιά
φώλιν = το πρόσφορο αβγό που μένει πάντοτε στη φωλιά για να προσελκύει την κότα
φωλίτζα = φωλίτσα
φωλόπον = φωλιά
φωνάζω = φωνάζω, κραυγάζω
φωνή = φωνή, λαλιά
φωνώ = φωνάζω, κραυγάζω
φως = φως
φωστήρας = άνθρωπος φωτισμένος πολυμαθής
φωστομμάτα = συγχαρητήρια που απευθύνονται προς τους οικείους για την επάνοδο ξενιτεμένου
Φώτα = Θεοφάνεια
φώταγμαν = φωτισμός, λάμψη
φωταγωγία = λάμψη
φωταγωγός = αυτός που λάμπει φωτιζόμενος
φωτάζω = φωτίζομαι, λάμπω, γλυκοχαράζει
φωτάζω = θαμβώνομαι
φωτάκα = άνθρωπος λάμπει σαν καλλονή
φωτασία = φωτοχυσία
φωταχτεράς = ωραίος, ευειδής
φωταχτέριν = πράγμα που ακτινοβολεί
φωτεινερός = φωτεινός
φωτεινός = φωτεινός
φωτειρός = φωτεινός
φωτερός = φωτεινός
φωτία = φως, φωτιά
φωτίζω = φωτίζω
φωτίσα = φώτιση
φώτιση = φώτιση
φώτισμα = λάμψη, βάπτισμα, αγιασμός
φωτιστέρα = δυο πανιά, το ένα κρεμιόταν από το λαιμό του νονού και το άλλο απλωνόταν πάνω στο άλλο για να βάλουν το βρέφος μετά τη βάπτιση
φωτιστικός = βαφτιστικός
φωτιτσιάτικα = βαπτιστικά
φωτολογία = λάμψη, φωτοχυσία
φωτολογώ = πλημμυρώ από φως

Χ

page===0

χα = ιδού, να
χαβά = ελώδης πυρετός, φυτό φυόμενο σε μέρος ελώδες
χαβαλούμαι = προσβάλλομαι από ελώδη πυρετό
χαβάσιν = έφεση, ζήλος, κλήση
χαβασλάεμαν = αισθάνομαι πόθο προς απόκτηση πράγματος
χαβασλαεύω = αισθάνομαι πόθο προς απόκτηση πράγματος
χαβγιάριν = χαβιάρι
χαβγιαρόζωμον = είδος εδέσματος παρασκευασμένο από χαβιάρι διαλυμένο με νερό
χάβδι = δερματικό νόσημα, λειχήνας
χαβδόχορτον = αγριόχορτο που χρησιμεύει ως θεραπευτικό των λειχήνων
χαβέκα = ταινία από ύφασμα η οποία συγκρατεί το γυναικείο κάλυμμα της κεφαλής την τάπλα
χαβέλι = άνθρωπος ηλίθιος
χαβέτζι = είδος εδέσματος από αλεύρι και ανθότυρο ή βούτυρο
χαβζάλιν = σκόνη ανθράκων
χαβζαλόπον = λίγη ποσότητα σκόνης ανθράκων
χαβζαλώνω = πληρώ με ασβόλη
χαβιτζέα = οσμή χαβιτζιού
χαβίτζιν = είδος εδέσματος από αλεύρι και ανθότυρο ή βούτυρο
χαβιτζοκούταλον = κουτάλι ειδικό για παρασκευή χαβιτζιού
χαβιτζόπον = λίγη ποσότητα χαβιτζιού
χαβιτζοτήγανον = τηγάνι στο οποίο παρασκευάζεται το χαβίτζιν
χαβιτζώνω = γίνομαι πηχτός σαν χαβίτζιν
χαβού = ούτως, τοιουτοτρόπως
χαβούζιν = δεξαμενή ύδατος
χαβουζόπον = δεξαμενή ύδατος
χάβουμαι = χάνω
χαβούρτα = αχλάδια, μέσπιλα και βαλάνια φρυγμένα στο φούρνο και αλευροποιημένα
χαβουρτένον = εκείνο που είναι παρασκευασμένο από χαβούρτα
χαβρόζιν = ουροδοχείο
χαγιάτιν = πρόδομος οικίας
χαγκέας = ο ασθμαίνων, φιλάσθενος, εκείνος που βογγά
χαγκίζω = ασθμαίνω, κοντανασαίνω, βογκώ
χάγκισμαν = ασθμαίνω, κοντανασαίνω, βογκώ
χαγξού = γυναίκα που συνεχώς βογκά
χαζνά = θησαυροφυλάκιο
χαζούρης = έτοιμος
χαζουρλαεύω = ετοιμάζω
χαιβανάς = ζωώδης, μωρός
χαιβάνιν = μονόχηλο ζώο, άνθρωπος ζωώδης, μωρός
χαιβανόπον = μονόχηλο ζώο, άνθρωπος ζωώδης, μωρός
χαΐνης = άπονος, σκληρόκαρδος
χαιρετία = χαιρέτισμα
χαιρέτισμαν = χαιρετισμός
χαιρετώ = χαιρετώ
χαΐριν = προκοπή, όφελος
χαϊρλίν = εκείνος που έχει προκοπή, εκείνο που έχει όφελος
χαίρομαι = χαίρομαι
χαΐφιν = άδικο, εκδίκηση
χάκα = δηλώνει άρνηση σε ερώτηση
χαλά = αφοδευτήριο
χαλαβίζω = καθαρίζω, πλύνω
χαλαγία = κασσίτερος
χαλάγιωμαν = κασσιτερώνω
χαλαγιώνω = κασσιτερώνω
χάλαγμαν = κατεδάφιση, στάθμευση, διακόρευση
χαλαγμονή = καταστροφή, άνθρωπος που προξενεί καταστροφή
χαλαδρία = πλημμύρα ορμητικού χειμάρρου
χαλάεμαν = κασσιτερώνω
χαλαένω = κασσιτερώνω
χαλαετόν = κασσιτερωμένο
χαλαζεύ(ει) = ρίχνει χαλάζι
χαλάζιν = χαλάζι
χαλαζώνει = ρίχνει χαλάζι
χαλάη = κασσίτερος
χαλαΐτζα = ποικιλία αχλαδιάς με μικρά γλυκά αχλάδια
χαλαϊτζής = κασσιτερωτής, γανωτής
χαλάλιν = πράγμα εκουσίως δωρούμενο
χαλαμά = ερείπιο, χάλασμα
χάλαμαν = κατεδάφιση, στάθμευση, διακόρευση
χαλαμαντρία = άνθρωπος έχει όψη ερειπίου, ρακένδυτος
χαλάνω = χαλάω, κατεδαφίζω
χαλάομαν = κασσιτερώνω
χαλαόνω = κασσιτερώνω
χαλαρά = χαλαρά
χαλαρδία = πλημμύρα ορμητικού χειμάρρου
χαλαρόκολος = εκείνος που πάσχει από ευκοιλιότητα, μεταφ. φιλάσθενος
χαλαρός = χαλαρός
χαλάρυμαν = ξετεντώνω, μεταφ. γίνομαι ενδοτικός υποχωρώντας στις απαιτήσεις των άλλων
χαλαρύνω = ξετεντώνω, μεταφ. γίνομαι ενδοτικός υποχωρώντας στις απαιτήσεις των άλλων
χαλάρωμαν = χαλαρώνω
χαλαρώνω = χαλαρώνω
χαλαρωτός = λίγο χαλαρός
χαλασμονή = καταστροφή, άνθρωπος που προξενεί την καταστροφή
χαλαφούστα = πράγμα πολύ μαλακό
χαλαφουστώνω = γίνομαι πολύ μαλακός, πλαδαρός
χαλβά = χαλβάς
χαλβάνιν = αγριόχορτο με πλατιά φύλλα
χαλβανόφυλλον = φύλλο του φυτού χαλβάνιν
χαλβατζής = χαλβατζής
χαλέβιν = σωρός λίθων
χαλεβλούχ(ιν) = μέρος όπου υπάρχουν πολλοί λίθοι κατά σωρούς
χαλεβόρ(ιν) = ημιερειπωμένο
χαλεβορτζής = τεχνίτης που δεν χτίζει στερεό οικοδόμημα
χαλεβράκης = ακαλαίσθητος
χαλέκιν = χαλίκι
χαλεπά = φτωχικά
χαλεπός = δυσάρεστος, σκληρός
χαλερός = χαλαρός
χαλέχουλεν = χλιαρό
χαλί = ξύλινος στύλος κληματαριάς
χαλί(ν) = χαλί
χαλίκιν = χαλίκι
χαλίκωμαν = ενσφηνώνω χαλίκι σε κάτι
χαλικώνω = ενσφηνώνω χαλίκι σε κάτι
χάλιν = χάλι
χαλκά = κρίκος
χαλκέα = ποσότητα όση χωράει το καζάνι
χάλκεμαν = βάζω πήλινο σκεύος στην πυρά για να γανωθεί
χαλκέριν = γουδί
χαλκεύω = βάζω πήλινο σκεύος στην πυρά για να γανωθεί
χαλκιάζω = αποκτώ χρώμα χαλκού
χάλκιανος = αυτό που είναι κατασκευασμένο από χαλκό
χαλκίν = χάλκινος λέβητας
χάλκινος = χάλκινος
χαλκό(ν) = μεγάλος χάλκινος λέβητας
χαλκοπλύτε = εργαλείο των χρυσοχόων με το οποίο πλένουν τα μέταλλα
χαλκόπον = μεγάλος χάλκινος λέβητας
χαλκοπουλλέα = ποσότητα όση χωράει το χαλκοπούλλιν
χαλκοπούλλιν = μικρός χάλκινος λέβητας
χαλκοπουλλόπον = μικρό καζανάκι
page===1

χαλκοπρασινώ = γίνομαι πράσινος όπως η σκουριά του χαλκού
χαλκοπρόσωπος = εκείνος που έχει πράσινα μάτια όπως η σκουριά του χαλκού
χαλκοστάμνιν = σταμνί χάλκινο
χαλκοτζουκέα = ποσότητα όση χωράει το χαλκοτζούκιν
χαλκοτζούκιν = χάλκινη στάμνα
χαλκύνω = παίρνω χρώμα χαλκού
χάλκωμα = χάλκινο σκεύος, χαλκός
χαλκωματένος = χάλκινος
χαλκωματικά = χάλκινα οικιακά σκεύη
χαλόπον = χαλί
χαλοτιμία = προσβολή τιμής και αξιοπρέπειας κάποιου, εξευτελισμός
χαλοτιμώ = προσβάλλω την τιμή κάποιου, εξευτελίζω κάποιον, υποδέχομαι κάποιον με ψυχρότητα
χαλτεβόρης = απεριποίητος, κακοντυμένος
χαλτζεύκομαι = λυτρώνομαι
χάλτικα = κατά τρόπο ανάρμοστο
χαλτοπούλλιν = χωριατόπαιδο, αγριόπαιδο
χαλχάν(ν) = καλκάνι
χαλχάνα = είδος πτηνού
χαλχανίζω = γελώ με ήχο, καγχάζω
χαλχάνισμαν = γελώ με ήχο, καγχάζω
χαλχανίστρα = δοχείο νερού με στενό λαιμό το οποίο χαλχανίζει κατά την εκροή νερού
χάμ = και… και «χάμ εγώ, χάμ εσύ»
χαμαζέτζης = προδότης
χαμαζεύω = καταδίδω, προδίδω
χάμαι = χάνω
χαμαιλεταλευρωμένος = αλευρωμένος στο μύλο
χαμαιλετάρης = μυλωθρός, μυλωνάς
χαμαιλέτες = καθιστός χειρόμυλος, υδρόμυλος, η άνω μυλόπετρα
χαμαιλετίτζιν = χειρόμυλος
χαμαΐλιν = φυλαχτό, χαϊμαλί
χαμαϊλίν = δαχτυλίδι που έχει το σχήμα τριγωνικό ή τετραγωνικό σαν του φυλαχτού
χαμαϊλόπον = φυλαχτό, χαϊμαλί
χαμαλάζω = αφοδεύω τόσο πολύ όσο ένας αχθοφόρος
χαμαλέα = το πολύ αφόδευμα όσο ενός αχθοφόρου
χαμάλης = αχθοφόρος
χαμαλίκιν = το επάγγελμα του αχθοφόρου
χαμάμπελος = χαμηλή άμπελος
χαμαντζέκα = κούκλα, είδος μικρού πεπονιού
χαμελά = χαμηλά
χαμελακέσου = κατά τα χαμηλά
χαμελασία = μέρη από τοπογραφικής απόψεως χαμηλά κατ’ αντίθεση προς τα ψηλά
χαμελία = μέρη από τοπογραφικής απόψεως χαμηλά κατ’ αντίθεση προς τα ψηλά
χαμελόκλαδον = κλαδί δέντρου που βρίσκεται χαμηλά
χαμελοποταμία = παραπόταμος χώρα χαμηλή σχετικά προς την πέριξ χώρα
χαμελός = χαμηλός
χαμέλυμαν = χαμηλώνω
χαμελύνω = χαμηλώνω
χαμέλωμα = χαμηλώνω
χαμελώνα = τόπος που βρίσκεται χαμηλά
χαμελώνω = χαμηλώνω
χαμελωσία = μέρη χαμηλά κατ’ αντίθεση προς τα ορεινά
χαμελωτός = λίγο χαμηλός
χαμηλός = χαμηλός
χαμηλύνω = χαμηλώνω
χαμηλωσία = μέρη χαμηλά κατ’ αντίθεση προς τα ορεινά
χάμης = άωρος καρπός, ασυνήθιστος
χαμλάελμαν = κουράζομαι πολύ
χαμλαεύω = κουράζομαι πολύ
χαμνένε = κάνω κάτι νερουλό, ρευστό, αδυνατίζω, εξασθενώ, μεταφ, καταπραΰνω
χαμνία = τύφος
χαμνίζω = κάνω κάτι νερουλό, γίνομαι υδαρής, χασμουριέμαι, προσβάλλομαι από τύφο
χάμνισμα = χασμούρημα
χαμνίτζα = γυναίκα φιλάσθενη
χαμνογελώ = χαμογελώ, υπομειδιώ
χαμνοκάρδης = καλόκαρδος, ο εύκολα συγκινημένος
χαμνομύλιν = φαγητό πολύ νερουλό
χαμνορράκι = δυνατό ρακί
χαμνός = μαλακός, πλαδαρός, υδαρής, μεταφ. αδύνατος, ισχνός
χαμνούστα = άγρια φράουλα
χαμνοφαγεία = νερουλό φαγητό, εκείνος που τρώει νερουλά φαγητά
χάμνυμαν = κάνω κάτι νερουλό, ρευστό, αδυνατίζω, εξασθενώ, μεταφ. καταπραΰνω
χαμνωτός = νερουλός
χαμογέλαγμαν = χαμόγελο
χαμογέλασμαν = χαμόγελο
χαμογελαστά = χαμογελαστά
χαμογελώ = χαμογελώ
χαμόθεος = εκείνος που είναι προστάτης και βοηθός πάνω στη γη
χαμοκίσσιν = φυτό κισσοειδές
χαμοκλάδιν = χαμηλό κλαδί δέντρου
χαμοκλείδιν = εκείνο που έχει θόλο χαμηλό δηλ. κλειδώνεται χαμηλά
χαμοκοιλάδ(ιν) = χαμηλή κοιλιά
χαμολέος = χαμαιλέοντας
χαμόμηλον = χαμομήλι
χαμόμηλον = μηλιά χαμηλή
χαμονή = απώλεια, όλεθρος, τόπος καταστροφής χωρίς επιστροφή
χαμοπεταλήχτρα = χρυσαλλίδα
χαμοπετώ = εκφράζω την μεγάλη χαρά με ζωηρές εκφράσεις και κινήσεις σαν να πρόκειται να πετάξω
χαμός = χαμός, απώλεια
χαμουράζω = μαλακώνω, υπερωριμάζω, γίνομαι εύθραυστος, διαλύομαι, μεταφ. αισθάνομαι σωματική ατονία, λυπάμαι, οικτίρω
χαμουρίαγμαν = μαλακώνω, υπερωριμάζω, γίνομαι εύθραυστος, διαλύομαι, μεταφ. αισθάνομαι σωματική ατονία, λυπάμαι, οικτίρω
χαμουρόμηλον = είδος μήλου τρυφερό
χαμούφτα = άγρια φράουλα
χαμπώνω = κλείνω ερμητικά την πόρτα, το παράθυρο κτλ
χαμωτός = άωρος, ασυνήθιστος
χανεκιάρης = κτηματίας
χάνιν = πανδοχείο, ξενώνας
χανόπον = πανδοχείο, ξενώνας
χανούμα = κυρία, οικοδέσποινα
χανταβλώνω = κάθομαι κατά τρόπο άκομψο
χαντάζω = τρυπώ, κεντώ με αγκάθι
χάντακας = μεγάλο όρυγμα, χάσμα
χαντάκιν = τάφρος
χαντακός = εκείνος που έχει μακράν ηλικία
χαντάκωμαν = σκάβοντας ανοίγω τάφρο, ρίχνω κάποιον σε χαντάκι
χαντακώνω = σκάβοντας ανοίγω τάφρο, ρίχνω κάποιον σε χαντάκι
χανταπλώνω = κάθομαι κατά τρόπο άκομψο
χαντζαβάζιν = μισοκαμένο ξύλο
χαντζαρέα = χτύπημα, πλήγμα με χαντζάρι
χαντζάριν = μεγάλη μαχαίρι
χαντζέα = οσμή καιόμενου τριχώματος
χάντζεμαν = καψαλίζω
χαντζεύτρα = άνθρωπος ύπουλος
χαντζεύω = καψαλίζω
χαντζηλίκιν = το επάγγελμα του πανδοχέα
χαντζής = πανδοχέας, ξενοδόχος
χαντζιμύρα = υπόλειμμα καμένου ερίου, υφάσματος κτλ., τσίκνα καμένου φαγητού
χαντζιμυράζω = τσικνίζω
χαντζιμυράριν = εκείνο που μυρίζει τσίκνα
χαντζιμυρέα = οσμή καμένου φαγητού, τσικνίλα
χαντζιμυρίαγμαν = τσικνίζω
page===2

χαντζιμύτρα = υπόλειμμα καμένου ερίου, υφάσματος κτλ
χαντζίρα = οσμή καμένου υφάσματος, ο πνιγηρός ατμοσφαιρικός καύσωνας
χαντζιρέα = οσμή καιόμενου υφάσματος
χαντζιρεύω = καίομαι (ύφασμα) και γίνομαι μαύρη στάχτη
χαντζοκάτα = ύπουλη γάτα
χαντζοκράτες = πυροστιά
χαντζολάβασον = λαγάνα ψημένη επιφανειακός
χαντζού = δαιμόνιο λυκόμορφο που έρχεται την Μεγάλη Τεσσαρακοστή
χαντζούκα = γυναίκα γκρινιάρα
χαντζουλεύω = καίω επιφανειακός, καψαλίζω
χαντζούρα = γυναίκα ραδιούργα και φιλοκατήγορη
χαντίζω = κεντώ με αγκάθι
χάντιν = αγκάθι
χαντυλλάζω = γαργαλίζω, θαμπώνω
χαντυλλάσιμον = γαργάλισμα
χαντύλλασμαν = γαργάλισμα
χάνω = χάνω
χανώνομαι = χάνομαι, καταστρέφομαι
χάπα-χάπ = αμέσως
χαπαλευτή = παιδικό παιχνίδι
χαπαλεύω = σκάβω, ανακατεύω διάφορα πράγματα αναζητώντας κάτι
χαπαπία = κάψα βαλάνου, είδος φυτού, ο καρπός της μολόχας
χαπαπίτζα = κάψα βαλάνου
χαπαράζω = ειδοποιώ, πληροφορώ
χαπαρέας = εκείνος που διαδίδει μυστικά, ακριτόμυθος
χαπάριν = είδηση, χαμπάρι, θλιβερή είδηση θανάτου
χαπαρώ = γεμίζω μέχρι το χείλος
χάπατον = άνθρωπος ηλίθιος, χάχας
χαπερτάρης = αγγελιοφόρος
χάπιν = χάπι
χαπίσιν = φυλακή
χαπισλαεύω = φυλακίζω
χαρά = χαρά, γάμος
χαραγμάδα = χαραμάδα
χάραγμαν = χάραγμα, εντομή, λυκαυγές
χαραδόξα = καλός καιρός, ευθυμία, χαρά
χαραδρία = πλημμύρα ορμητικού χειμάρρου
χαράζω = χαράζω, υποφώσκει, τεμαχίζω
χαράκα = χάρακας
χαρακέα = χτύπημα με χάρακα
χαρακέα = ποσότητα φασολιών όση προέρχεται από μια συστάδα αναρριχητική σε ξύλινη βέργα
χαρακιάζω = διαγράφω χάρτη με ευθείες γραμμές
χαράκιασμαν = διαγράφω χάρτη με ευθείες γραμμές
χαράκιν = ξύλινος κοντός, ξύλο λεπτό και μακρύ το οποίο καρφώνεται κοντά στη αναρριχητική φασολιά για να αναρριχηθεί σε αυτό
χαράκιν = κοψίδι
χαρακλίν = το αναρριχόμενο
χαράκωμαν = διαγράφω χάρτη με ευθείες γραμμές
χαρακώνω = διαγράφω χάρτη με ευθείες γραμμές
χαρακώνω = κόβω σε κομμάτια ψαχνό κρέατος
χαραλός = χαραλός
χαραλύνω = ξετεντώνω, μεταφ. γίνομαι ενδοτικός υποχωρώντας στις απαιτήσεις των άλλων
χαραλώνω = χαραλώνω
χαραμάζω = αχρηστεύω
χαραμής = ληστής, κηφήνας κυψέλης, άδικος
χαραμίζω = αχρηστεύω
χαράμιν = πράγμα άδικα λαμβανόμενο ή κατεχόμενο
χαραμίτα = χαραμάδα, ρωγμή
χαραμοφάγας = αισχροκερδής
χαρανάστατος = εκείνος που χοροπηδά από την χαρά του
χαρανή = χάλκινος λέβητας
χαραπά = ερείπιο
χαραπάς = κολοκύθα, φλάσκα
χαράπιν = ερειπωμένη οικοδομή
χαραρέα = ποσότητα όση χωράει ένα χαράριν
χαράριν = μεγάλος σάκος συνήθως από ύφασμα γιδήσιας τρίχας
χαρατζέα = πυρά με μεγάλη φωτιά
χαράτζιν = δημόσιος φόρος
χαράτζιν = καρύκευμα σούπας παρασκευασμένο από διάφορες φυτικές ουσίες ευώδεις τις οποίες τηγανίζουν με βούτυρο
χαρατζοκούτιν = δοχείο μέσα στο οποίο φυλάσσουν το χαράτζιν
χαρατζοχάρτιν = απόδειξη πληρωμής φόρου
χαράτζωμαν = καρύκευμα σούπας με χαράτζιν
χαρατζώνω = καρυκεύω σούπα με χαράτζιν
χαρατσοτήγανον = τηγάνι μέσα στο οποίο παρασκευάζουν το χαράτζιν
χαραχούρα = άνω κάτω
χαρβαλώνω = αναισθητοποιώ
χαρέκοντος = αυτός που έχει χαρά σύντομης διάρκειας
χάρεμαν = χαρά
χαρεμένα = χαρούμενα, περιχαρώς
χαρεμένος = αυτός που χαίρεται
χαρεντερίζω = χαροποιώ
χαρεντέρισμαν = χαρά, ευχαρίστηση
χάρη = χάρη, δώρο, εύνοια, βραβείο
χαρίζω = χαρίζω
χάριση = δώρο σε νύφη μετά το γάμο
χάρισμα = δώρο, βραβείο
χαρισμάτιν = αυτό που αποκτήθηκε με δωρεά
χαριτωμένος = χαριτωμένος, ωραίος
χαρκί = χάλκινος λέβητας
χάρκιν = οχετός ύδατος ιδίως του υδρόμυλου
χαρκοκέφαλον = το μέρος απ’ όπου αρχίζει ο οχετός της παροχετεύσεως ύδατος
χαρλαεύω = ροχαλίζω, ψυχορραγώ
χαρμανάζω = κάνω σωρό
χαρμανίαγμαν = το φτιάξιμο της σωρού
χαρμάνιν = σωρός καρπών ή χόρτων
χαροκοπώ = χαροκοπώ, διασκεδάζω, ξεφαντώνω
χαροπαλεύω = χαροπαλεύω
χαρόποιος = χαρούμενος
Χάρος = Χάρος
χαρούκι = αυλάκι
χάρουμαι = χαίρομαι
χαροχτύπημα = χτύπημα του Χάρου, θάνατος
χαρπαντάς = οδηγός καραβανιού
χαρπέτζα = σαρκαστικά το στομάχι
χαρπούζι = καρπούζι
χάρτα = γεωγραφικός χάρτης
χαρτάλιν = υπόδημα ευρύτερο απ’ ότι πρέπει
χαρταλώνω = ευρύνω υπόδημα
χαρταλώνω = ευρύνω υπόδημα
χαρτένος = χάρτινος
χάρτζεμαν = δαπάνη
χαρτζεύω = δαπανώ, εξαφανίζω
χάρτζιν = δαπάνη, έξοδο
χαρτί(ν) = χαρτί, βιβλίο, χαρτί των παιγνιόχαρτων
χαρτοδεβάζω = διαβάζω εκκλησιαστικές ευχές, ιδίως εξορκισμούς για θεραπεία από σωματική ή ψυχική ασθένεια, μεταφ. νουθετώ, συμβουλεύω
χαρτοδέβασμαν = το διάβασμα εκκλησιαστικών ευχών
χαρτόπον = βιβλίο μαθητικό
χαρτοφόρος = χαρτοπαίχτης
χαρτσανέα = αμυχή
χαρτσουλέα = διασκέλισμα
χαρτσουλώνω = διασκελίζω
page===3

χάρτωμα = η προσφορά εικόνας αγίου, όταν τελείται η εορτή του, για προσκύνημα, όπου οι προσκυνητές προσφέρουν χρηματική δωρεά υπέρ του ναού
χάρτωμα = λεπτή σανίδα πέταυρο που χρησιμοποιείται στη στέγαση οικιών, των οποίων η στέγη έχει σχήμα αετώματος
χαρτωματένον = αυτός που είναι κατασκευασμένος από πέταυρα
χαρτωματζής = ο τεχνίτης που σχίζει κορμό ελάτου σε χαρτώματα
χαρτώνω = προσφέρω το καθιερωμένο δώρο στη νύφη μετά τη στέψη, προσφέρω στην εκκλησία εικόνα αγίου που γιορτάζει για να προσφέρει συνδρομή υπέρ του ναού
χαρτώνω = καλύπτω με χαρτί
χαρχαλάκι = ροκανίδι
χαρχαλίζω = ξεφλουδίζω
χαρχανάδα = φάρυγγας
χαρχανάρα = φάρυγγας
χαρχανάριν = φάρυγγας
χαρχαντέρα = φάρυγγας
χαρχαντερίζω = θορυβώ, κατέχομαι από σφοδρές επιθυμίες
χαρχαντζάρια = τα σπλάχνα των ψαριών
χαρχαρίζω = ασθμαίνω, ροχαλίζω
χαρχαρίκιν = ρόγχος
χαρχάρισμαν = ροχάλισμα, άσμα
χαρχαριστέρ(ιν) = χρωματιστό μαντήλι που χρησιμοποιείται ως κεφαλόδεσμος αντρών
χαρχαρώ = ασθμαίνω, ροχαλίζω
χαρχαταράζω = παράγω κινούμενος θόρυβο
χαρχαταρίζω = θορυβώ κινούμενος
χαρχούντζα = το καρύδι του λαιμού, ο πρόλοβος των πτηνών
χασέ = λευκό βαμβακερό πανί άριστης ποιότητας
χάσεμαν = ζεμάτισμα
χασεμάτι(ν) = ημίξηρο ξύλο ζεματισμένο από τον ήλιο
χασεμουλεύω = ζεματίζω, ζεσταίνω
χασεμούλιν = αμυλούχο ημίψητο τρόφιμο
χασευτό = ζεστό, καυτό
χασεύω = ζεματίζω με καυτό νερό, μισοψήνω
χασιλαεύω = κατεργάζομαι δέρμα
χασιλάρ(ιν) = φαγητό που μοιάζει σαν λαπάς
χασίλιν = δέρμα κατεργασμένο βυρσοδεψικό
χασίλιν = φαγητό από χοντραλεσμένο σιτάρι, χυλός πηκτός αρτυσμένο με βούτυρο
χασιλόπον = λίγη ποσότητα χασιλιού
χασιλώνω = γίνομαι σαν λαπάς (φαγητό), μεταφ. γηράσκω
χάσιμον = χάσιμο, απώλεια
χασιμούρης = αυτός που έχει βλαμμένους οφθαλμούς
χάσιν = αμιγές σίτινο
χασίρα = πνιγηρός καύσωνας με υγρασία, σύγκαμα δέρματος
χασιράζω = συγκαίομαι στο ευαίσθητο μέρος του σώματος, παθαίνω σύγκαμα
χασκουλίζω = διασκελίζω
χασλίκιν = χαρτζιλίκι
χασμηστής = αυτός που χασμουριέται, διάθεση για χασμούρημα
χασμούμαι = χασμουριέμαι
χασμωδή = πλήξη, ανία, μετων. άνθρωπος που προξενεί αηδία και αποστροφή
χασμωδία = αταξία, ταραχή, φιλονικία
χάσμωμαν = χασμουρητό
χασομερώ = χασομερώ
χάσον = χάνω
χασονούς = ξεχασιάρης
χασούνα = λειχήνας του δέρματος
χασόφυλλον = ξυρό δέντρο φύλλου, άχρηστο χαρτί, κουρελόχαρτο
χασταλακώνω = παραλύω σωματικώς
χασχάσιν = παπαρούνα
χασχασίτα = παπαρούνα
χαταλάς = νεαρός, παλληκάρι
χαταλέας = αυτός που έχει σκέψεις παιδαριώδεις
χάταλον = παιδί
χαταλόπον = παιδάκι
χαταλωτός = εκείνος που παιδιαρίζει
χατεύω = αποδιώκω, αποπέμπω
χατζάβα = προσκυνήτρια του Αγίου Τάφου
χατζάιτα = αγριόχορτο με σπόρους ακανθωτούς
χατζάτιν = νοικοκυριό
χατζένιν = τα εντόσθια ζώου, το εσωτερικό περιεχόμενο της κολοκύθας
χατζηδίτικος = ο προερχόμενος από χατζής
χατζηλίκιν = η μετάβαση και προσκύνηση του Αγίου Τάφου
χατζής = προσκυνητής Αγίου Τάφου
χατζίπορδα = δώρα, τρόφιμα που προσφέρει ο γέροντας στα μικρά παιδιά
χατί = πόσο
χατίλιν = δοκός που τοποθετείται κατά μήκος εντός εγειρόμενου τοίχου για να το καταστήσει στερεό
χατίριν = ευυποληψία, η επίσκεψη σε πενθούσα προς έκφραση συλλυπητηρίων
χατιρλής = ο τιμώμενος, ευυπόληπτος
χατιρόπαρμαν = συλλυπητήρια επίσκεψη
χατούμης = ευνούχος
χατρατζέα = απάτη
χατρατζία = καθισμένος ανοίγω τα σκέλη από πολυφαγία ή γυναίκα από εγκυμοσύνη
χατριτζώνω = καθισμένος ανοίγω τα σκέλη από πολυφαγία ή γυναίκα από εγκυμοσύνη
χαφέσι(ν) = δικτυωτό παραθύρου
χαφτούλα = ξέφτια υφάσματος
χαφτουλάζω = έχω ατημέλητο μαλλί, μαδιέμαι
χαφτουλάρης = εκείνος του οποίου μαδούν τις τρίχες
χαφτουλέας = εκείνος του οποίου μαδούν τις τρίχες
χαφτώνω = τραυματίζω
χαχάλα = αργή, βραδυκίνητη
χαχάλεμαν = αναζήτηση, έρευνα, ψάξιμο
χαχαλεύω = αναζητώ, ερευνώ, ψάχνω
χάχανα = θορυβώδες γέλιο
χαχανίζω = καγχάζω, χαχανίζω
χαχάνισμα = χαχάνισμα
χαχανίστρα = πήλινο αγγείο στενόμακρο το οποίο χαχανίζει κατά την εκροή ύδατος
χαχόλος = άνθρωπος αγροίκος, βάρβαρος
χαψάριν = σκεύος που χρησιμοποιήθηκε για φαΐ από χαψία και δεν πλύθηκε
χαψέα = η οσμή των χαψιών
χαψένον = αυτό που είναι παρασκευασμένο από χαψία
χαψερόν = δοχείο χαψιών
χαψί(ν) = γαύρος
χαψίτα = φυτό εδώδιμο που έχει οσμή χαψιού, φυτό που μεγαλώνει μεταξύ των σιτηρών και παράγει κίτρινα άνθη
χαψοδείσα = ομίχλη κατά την οποία εμφανίζονται τα χαψία
χαψοζώμιν = η άλμη των παστωμένων χαψιών
χαψοκάλαθον = καλάθι για μεταφορά χαψιών
χαψοκοίλης = αυτός που τρώει άπληστα χαψία
χαψοκόλιν = η ουρά του χαψιού
χαψοκόλοθον = λαγάνα με χαψία, είδος τηγανίτας
χαψοκούλιν = το αποκομμένο κεφάλι του χαψιού
χαψοκουλούδιν = το αποκομμένο κεφάλι του χαψιού
χαψοκούτιν = κουτί, σκεύος χαψιών
χαψολάβασον = λαγάνα με χαψία, είδος τηγανίτας
χαψοπίλαβον = πιλάφι ανάμεικτο με χαψία
χαψόπιτα = πίτα με χαψία
χαψοπλάκιν = ειδική πλάκα για ψήσιμο χαψιών, είδος φαγητού από χαψία και άλλες ουσίες φυτικές τοποθετημένες κατά στρώματα
χαψόπον = γαύρος
χαψοπούλλι = γλάρος ο οποίος τρέφεται από χαψία, είδος εδέσματος από ζύμη και χαψία τηγανισμένο
χαψόσκευον = σκεύος χαψιών
χαψοτήγανον = τηγάνι για τηγάνισμα χαψιών, χαψία τηγανισμένα με αβγό
χαψοφούστρον = χαψία τηγανισμένα με αβγά, λερώνω με ζουμί χαψιών
χέζω = αφοδεύω
χειλάς = αυτός που έχει μεγάλα χείλη
χειλής = αυτός που έχει μεγάλα χείλη
χειλόπον = χείλη
page===4

χειλόπ’λλον = χείλη
χείλος = χείλος
χείλων = αυτός που έχει κομμένο το κάτω χείλος
χειλώνω = κρεμώ τα χείλη και αρχίζω να κλαίω
χειμαδακόν = όλα τα αναγκαία τρόφιμα και καύσιμη ύλη για το χειμώνα
χειμαδία = όλα τα αναγκαία τρόφιμα και καύσιμη ύλη για το χειμώνα
χειμαδίον = μέρος όπου διαχειμάζουν τα ζώα, η διαχείμαση των ζώων
χειμάζω = χειμάζω, χειμωνιάζω
χείμασμαν = η διαχείμαση των ζώων
χειμάστικα = αμοιβή που δίνεται σε άτομο που αναλαμβάνει να φροντίσει τα ζώα για την διαχείμαση
χειμός = χειμώνας
χειμωγκοζ’νέσιν = χειμωνιάτικο
χειμωγκονέσιν = χειμωνιάτικο
χειμωγκονίου = κατά τον χειμώνα
χειμωγκός = χειμερινός, χειμώνας
χειμωνακός = χειμωνιάτικος
χειμωνάπιν = αχλάδι σκληρό το φθινόπωρο συλλεγόμενο και τον χειμώνα ωριμάζει
χειμώνας = χειμώνας
χειμωνάτικος = χειμωνιάτικος
χειμωνόμηλον = μήλο που ωριμάζει τον Νοέμβριο
χείρ-χειρότερα = χείριστα
χειρομυλιστού = εργατική γυναίκα
χειρόμυλος = χειρόμυλος
χείρον = χειρότερο
χειροπάνι = πανί με το οποίο σκουπίζουν τα χέρια, μαντήλι, στενόμακρη ταινία πανιού με την οποία συγκρατούνται κολλητά στο σώμα τα χέρια βρέφους, πιάστρα για σκεύη
χειροπρόζυμο = η προζύμι που περισσεύει από την ζύμη
χειροτερεύω = χειροτερεύω
χειροτονώ = χειροτονώ
χειρώ = αρχίζω
χεκιμέτιν = διοικητήριο
χελβανί = είδος χάλκινης χύτρας
χελεμήτρα = σκορπιός
χελέμιν = η χηλή του κάβουρα, χελώνα
χελιδόνα = χελιδόνι
χελιδόνιν = χελιδόνι
χελιδονόψαρον = χελιδονόψαρο
χελώμιν = η χηλή του κάβουρα, χελώνα
χελωμοπάγουρον = είδος μικρού κάβουρα
χελώνα = χελώνα
χελωνήτρα = χελωνιά
χελωνιάρης = αυτός που έχει χελώνι στο λαιμό
χελωνίτα = ανεμώνη
χελώντρα = κεραία, χηλή κάβουρα
χέμ = και… και
χεμέν = ευθύς ως, μόλις
χεντέκιν = τάφρος
χεντεκώνω = σκάβοντας ανοίγω τάφρο, ρίχνω κάποιον σε χαντάκι
χέρα = χήρα
χεράζω = πιάνω με το χέρι
χερέα = ποσότητα όση χωράει η χούφτα
χερεία = χηρεία
χερέλαμπος = πηδάλιο πλοίου
χέρεμαν = χηρεία
χερεύω = μένω χήρος
χερικόν = χερικό
χέριν = χέρι
χερίτζα = χέρι
χερίτζιν = χέρι
χερίφ(η)ς = άνθρωπος
χεροβολάζω = κάνω αγκαλίδα σταχυών ή χόρτων
χερόβολον = αγκαλίδα, δέμα
χεροβολώ = κάνω αγκαλίδα σταχυών ή χόρτων
χεροδόσης = γενναιόδωρος, ελεήμων
χεροδουλεύω = κάνω χειρωνακτική εργασία
χεροδύναμος = χειροδύναμος
χεροκάλαθον = καλάθι με μία ή δύο λαβές
χεροκόσκινον = μικρό κόσκινο χεριού
χεροκόφκουμαι = μου κόβονται, κουράζονται τα χέρια
χεροκράτεμαν = το μέρος απ’ όπου πιάνει κανείς και κρατάει
χερομάντηλο = μαντήλι για σκούπισμα χεριών, μαντήλι για φάσκιωμα
χερομορτεύω = μαλάζω του μαστούς της αγελάδας κατά το άρμεγμα για να κατεβάσει γάλα
χερομυλάπιν = είδος αχλαδιού με σχήμα χειρόμυλου
χερομυλίζω = αλέθω με χειρόμυλο
χερομύλιν = χειρόμυλος
χερομυλίτζιν = χειρόμυλος
χερονίφτω = χύνω νερό για νιφτεί κάποιος
χερονίψιμον = νίψιμο με τα χέρια
χεροπάντ(ιν) = πανί με το οποίο σκουπίζουν τα χέρια, μαντήλι, στενόμακρη ταινία πανιού με την οποία συγκρατούνται κολλητά στο σώμα τα χέρια βρέφους, πιάστρα για σκεύη
χερόπλαστον = χειροπιαστό
χεροπλύνω = χύνω νερό στα χέρια για να πλυθεί κάποιος
χεροπλύσιμον = το πλύσιμο των χεριών
χεροπόδαρα = χειροπόδαρα
χερόπον = χεράκι
χερόρτιν = γάντι
χέρος = χήρος
χεροτεχνία = χειροτεχνία
χεροτεχνισμέντζα = γυναίκα εξασκημένη στην χειροτεχνία
χεροτεχνίτης = χειροτεχνίτης
χερού = χρησιμοποιείται σε δήλωση της διεύθυνσης π.χ. άνθεν χερού=προς τα άνω, κάθεν χερού=προς τα κάτω
χερουβικό(ν) = Χερουβικός Ύμνος
χερούλιν = χερούλι
χεροφίλεμαν = χειροφίλημα
χεροφιλώ = φιλώ το χέρι
χεροχαλάνω = βάζω, χώνω κάπου το χέρι μου
χεροχαλκέα = ποσότητα όση χωράει το χεροχάλκιν
χεροχάλκιν = χάλκινος λέβητας
χέσιμον = αφόδευση
χεσίον = αφόδευση
χέσμαν = κόπρος ανθρώπου
χεσμοτόπιν = μέρος υπαίθριο κατάλληλο για αφόδευση, αποχωρητήριο
χέστας = αυτός που αφοδεύει συχνά, αυτός που αφοδεύει από την τρομάρα του, δειλός
χεστέας = αυτός που αφοδεύει συχνά, αυτός που αφοδεύει από την τρομάρα του, δειλός
χεστερή = αποχωρητήριο
χεστερόν = αποχωρητήριο
χετιά = δώρο, προσφορά
χηνάζω = βάφω τα νύχια με καλλυντική βαφή
χηνάρι = χήνα, μετων. άνθρωπος ευήθης
χηνατώνω = βάφω τα νύχια με καλλυντική βαφή
χηνέα = βαφή με χρώμα βαθύ κίτρινο που χρησιμοποιείται ως καλλυντική των γυναικών
χηνιαχτούρι = δοχείο στο οποίο διαλύουν την χηνέαν, μεταφ. πράγμα άσχημο
χίλ(οι) = χίλιοι
χίλα = χίλιοι
χιλά = δόλος
χιλαβρία = γυάλινο δοχείο υγρών χιλίων δραμιών
χιλαδάρικον = ζώο που παρέχει πολύ γάλα
χιλαδαρού = αγελάδα που παρέχει πολύ γάλα
χιλαδία = αγελάδα που παρέχει πολύ γάλα
χιλάζω = χιλιοπλασιάζω
χιλάκλερος = πολύ δυστυχής, κατ’ αντίφαση ο άξιος συμπαθείας και θαυμασμού
χιλαλής = δόλιος
page===5

χιλάνοστος = πολύ άνοστος, μεταφ. άνθρωπος πολύ άχαρος
χιλάοικος = ακατοίκητος, έρημος
χιλάριν = γυάλινο δοχείο υγρών χιλίων δραμιών
χιλαρμάτωτος = πλοίο που έχει πλήρη εξάρτυση
χιλάρμενος = ως προσδιορισμός επιθετικός της Παναγίας, η χιλάρμενος Παναγία, η εορτή του Ακάθιστου ύμνου
χιλάσκεμος = πολύ άσχημος
χιλάχαρος = πολύ δυστυχής
χιλέμορφος = ωραιότατος
χιλεμπάλλιστος = αυτό που έχει πολλά μπαλώματα
χιλέμπαλλον = αυτό που έχει πολλά μπαλώματα
χιλεπιδεξασμένος = πολύ επιδέξιος, αριστοτέχνης
χιλευλογημένος = πολύ αγαθός
χιλέφυλλον = αυτός που έχει πολλά φύλλα
χιλεχρονίτες = άνθρωπος μακράς ηλικίας
χίλια = χίλια
χιλιόγκαλον = πολύ καλός
χιλιοπλούμιστος = πολύχρωμος
χιλιόπλουμος = πολύχρωμος
χιλόκοντος = πολύ κοντός
χιλοκοπανιγμένος = πολύ χτυπημένος
χιλομαγεμένος = πολύ μαγευτικός
χιλοπλούμιστος = πολύχρωμος
χιλοπροκομμένος = αυτός που έχει προκόψει στο ήθος, στις γνώσεις, στις επιχειρήσεις
χιλοπρόκοφτος = αυτός που έχει προκόψει στο ήθος, στις γνώσεις, στις επιχειρήσεις
χιλόργυιος = πανύψηλος
χιλόρριζον = αυτός που έχει πολλές ρίζες
χιλορριζωμένος = αυτός που είναι ριζωμένος καλά
χιλόρφανος = ορφανός και από τους δυο γονείς
χιλοτάραγος = ανάμεικτος από διάφορες ουσίες
χιλοτόρνευτος = στολισμένος, διακοσμημένος
χιλοτρύπιν = αυτός που έχει πολλές τρύπες
χιλότρυπον = αυτός που έχει πολλές τρύπες
χιλοτύλιγον = αυτός που είναι τυλιγμένος πολλές φορές
χιλοφούλιρα = χίλια φλουριά
χιλοφούλιρος = πολύτιμος
χιλόφυλλον = αυτός που έχει πολλά φύλλα
χιλοχρονίτες = άνθρωπος μακράς ηλικίας
χιλοχρονίτικος = αυτός που έχει μακρά ηλικία
χιλόχρονος = εκείνος που είθε να ζήσει πολλά χρόνια
χινίδι = το εχινοειδές περικάρπιο του κάστανου
χιόνι = χιόνι
χιονοφαγάς = χιονόνερο που συντελεί στην τήξη του χιονιού
χιουράχαντος = σκαντζόχοιρος
χιρά = η χροιά του προσώπου, όψη
χισίμης = συγγενής
χιψίδι = ψαλίδι
χλαγού = λεία ράβδος για άνοιγμα των φύλλων ζύμης
χλαδεμένος = αδυναμία
χλαμπέτζιν = καρπός που έχει λεπτό και μαλακό φλοιό λόγω υπερωριμάνσεως
χλαμύδα = μετων. άνθρωπος παράλογα και ασυγκράτητα γελά
χλαντούρα = χλιαρός καιρός
χλαντουρίζει = πνέει χλιαρός άνεμος
χλαρός = χλιαρός
χλάση = η χλιαρότητα της ατμόσφαιρας
χλαχλανίζω = γελώ με ήχο, καγχάζω
χλεμπονάζω = υπερωριμάζω, παρακμάζω
χλέρα = θερμότητα, ζέστη
χλεραίνω = θερμαίνομαι
χλερύνω = γίνομαι θερμός
χλεύω = χλευάζω, επιπλήττω
χλιαίνω = θερμαίνω, ζεσταίνω
χλιμίτα = γυναίκα που συνέχεια γελάει με θόρυβο
χλιμιτίζω = χλιμιντρίζω
χλιμίτισμα(ν) = χλιμίντρισμα
χλιοκοπούμαι = διατηρώ την θερμότητα στο σώμα μου
χλίος = χλιαρός, θερμός
χλιωσύνη = η κατάσταση της χλιαρής ατμόσφαιρας
χλοάδα = χλοερή πρασινάδα
χλοασία = χλόη, γρασίδι
χλοερός = πρασινάδα
χλόη = χλόη, γρασίδι
χλοιάστρα = γλάστρα
χλοΐζω = πρασινίζω, βόσκω χλόη
χλόισμαν = πρασίνισμα
χλομαίνω = χλομιάζω
χλόνω = θερμαίνω, θερμαίνομαι
χλόσιμον = θέρμανση
χλού-χλού = δηλωτικό γέλιου
χλούδιν = νωπό χορτάρι
χλωραίνω = χλομιάζω
χλωριαίνω = κάνω κάτι χλωρό
χλωρίζω = γίνομαι χλωρός, πράσινος
χλωρικόν = χλωρά και κηπευτικά χόρτα
χλωρίν = χλόη, γρασίδι
χλωρός = χλωρός (φυτά), υγρός (ξύλο), πελιδνός
χλωροφορώ = είμαι γεμάτος από χλωρίδα
χλώρωμαν = υγραίνομαι, μεταφ. χλόμιασμα
χλωρώνω = υγραίνομαι, μεταφ. χλόμιασμα
χνάρι = ίχνος
χνότο = αναπνοή
χνούδιν = χνούδι
χόβα = κατά διαλείμματα
χοβαρταλίκιν = η ιδιότητα του χοβαρτά
χοβαρτάς = γυναικοθήρας, μοιχός
χόβιν = ορμή, φορά
χοβλάεμαν = ορμή προς επίθεση
χοβλαεύω = ορμώ προς επίθεση
χοβλής = αυτός που τρέχει με ορμή, με φόρα
χοβλία = με ορμή, με φόρα
χόβολη = τεφρώδης ανθρακιά
χογκόρ = δηλώνει κλαψούρισμα π.χ. εκείνος χογκόρ χογκόρ έκλαιεν
χοζάνιν = αγρός σε αγρανάπαυση, χέρος τόπος, λιβάδι
χοζανίτζα = χόρτο που μεγαλώνει σε αγρό αγρανάπαυσης
χοζάνος = αγροίκος, βουνήσιος
χοζανώνει = αγρός που βρίσκεται σε αγρανάπαυση παράγει αγριόχορτα
χόζωμαν = βράχνιασμα, πυρά που δεν ανάβει εύκολα
χοζώνω = βραχνιάζω, δεν ανάβω εύκολα (φωτιά)
χοζωτά = βραχνά, αργά ανάβει η φωτιά
χόιλαλα = δηλώνει αποδοκιμασία ή χλευασμό
χοινίκιν = μέτρο σιτηρών και οσπρίων
χοινικοκέφαλος = μεταφ. χοντροκέφαλος, μωρός
χοιράχαντος = σκαντζόχοιρος
χοιρίδι = αγριόχοιρος
χόιταρας = εκείνος που φωνάζει μιλώντας και συνήθως μοιρολογεί, ελαφρόμυαλος
χολάζω = παροργίζω, αγανακτώ
χολαίνομαι = θυμώνω, οργίζομαι
χολασία = θυμός, αγανάκτηση
χόλασμα = παροργίζω, αγανακτώ
χολαστά = με οργή
χολαστέας = ο θυμωμένος
page===6

χολέας = θυμώδης, οργίλος
χολέρα = χολέρα
χολέρτζιν = αγριόχορτο πολύ καλό για την κτηνοτροφία
χολή = θυμός, οργή
χολίασμαν = αγανάκτηση, θυμός
χολιδάζω = εξοργίζω, παροργίζω, αγανακτώ
χολικομάννα = μετων. άνθρωπος γεμάτος από ελκώδη σπυριά
χολικόν = απόστημα πυώδες, ελκώδης πληγή
χολικώνω = εξερεθίζω, παροργίζω, αγανακτώ
χολοκόφτω = κουράζω πολύ, απαυδώ, εξαντλώ
χολοκόψιμον = κούραση πολύ, εξάντληση
χολομανία = αγανάκτηση, μετων. άνθρωπος που προκαλεί την οργή
χολομανίζω = εξοργίζω, αγανακτώ, εξοργίζομαι
χολομάχεμαν = υπερβολική στενοχώρια
χολομαχώ = στενοχωριέμαι υπερβολικά
χολονάριν = κρύσταλλος πάγου που κρέμεται στη στέγη προς τα κάτω
χολόρτ(ιν) = γάντι
χολοσκάνω = χολοσκάω
χολόσκαση = αδημονία, στενοχώρια
χολοσκασία = στενοχώρια, μετων. άνθρωπος που προξενεί ανία, στενοχώρια
χολόσκασμαν = στενοχώρια
χολοσπάνω = χολοσκάω
χολοσπασία = στενοχώρια, μετων. άνθρωπος που προξενεί ανία, στενοχώρια
χολχονάριν = μέρος με πολλά χολχόνα
χολχόνιν = χοντρό και ψηλό αγριόχορτο
χολώμιν = η χηλή του κάβουρα, χελώνα
χολώνα = χελώνα
χολωνίτα = ανεμώνη
χολώνω = μουσκεύω, χυλώνω
χομάρ(ιν) = χαρτοπαίγνιο
χομαρτζής = χαρτοπαίχτης
χόμπολα = φάντασμα
χομπούλης = ανόητος, μωρός
χονάρης = κατάλευκος σαν το χιόνι
χονάριν = χήνα, μετων. άνθρωπος ευήθης
χονατίζω = ασπρίζω, μεταφ. λάμπω από καθαριότητα
χονάχραδον = άγριο αχλάδι που ωριμάζει στην αρχή του χειμώνα
χονδραλεσμένος = χοντρό αγριόχορτο
χονίζει = χιονίζει, καλύπτομαι από χιόνι
χόνιν = χιόνι
χονίος = κατάλευκος
χονίφτα = φτυάρι με το οποίο μαζεύουν το χιόνι
χονιχτή = χιονοθύελλα
χονοβρέξιμον = ρίχνει χιονόνερο
χονοβρέχει = ρίχνει χιονόνερο
χονόβρεχη = χιονόνερο
χονοζώμιν = νερό από την τήξη του χιονιού
χονοκούστιν = βώλος χιονιού που χρησιμοποιείται στο χιονοπόλεμο
χονόνερον = χιονόνερο
χονοπάτουλον = νιφάδα χιονιού
χονοπούτζα = βώλος χιονιού που χρησιμοποιείται στο χιονοπόλεμο
χονοταράζει = κάνει χιονοθύελλα
χονοτόπιν = τόπος όπου απορρίπτεται το χιόνι από τη στέγη
χονοτσίτσεκον = χιονολούλουδο
χονοφόρα = όνομα λευκής αγελάδας
χονοφώς = η αντανάκλαση του χιονιού
χόντερη = βουκέντρα
χόντρα = όγκος, πάχος
χοντρά = χοντρά
χοντραλέθω = αλέθω χοντρά
χοντράλεστος = χονδραλεσμένος
χοντρένω = χοντραίνω
χοντρεύκουμαι = μεγαλοπιάνομαι
χοντροβέλονον = χοντρή βελόνα, σακοράφα
χοντρογούλης = αυτός που έχει χοντρό λαιμό, μεταφ. αδηφάγος
χοντροκάρδης = αυτός που δεν έχει ευαίσθητη καρδιά, υπερήφανος
χοντροκέφαλος = αυτός που έχει μεγάλο κεφάλι, μεταφ. αργόστροφος
χοντροκοίλης = αυτός που έχει εξογκωμένη κοιλιά
χοντρόκολος = αυτός που έχει μεγάλου γλουτούς
χοντροκοπίδης = αυτός που έχει αδρά χαρακτηριστικά του προσώπου
χοντροκόριτζον = κόρη άσχημη και χοντροκαμωμένη
χοντροκούκκουτζον = καρπός με μεγάλο κουκούτσι
χοντροκούτσαλος = χονδροειδής, χονδοκαμωμένος
χοντρολάλεμαν = μεγαλόφωνη ομιλία
χοντρολαλώ = μιλώ μεγαλόφωνα
χοντρολογώ = λέω προσβλητικά, πικρά λόγια
χοντρολοΐσματα = λόγοι αγενείς, προσβλητικοί
χοντρομμάτης = αυτός που έχει μεγάλα μάτια
χοντρομύτης = χοντρομύτης
χόντρος = όγκος, πάχος
χοντρός = χοντρός, ευτραφής, παχύς
χόντρος = σιτάρι ξεφλουδισμένο και χοντροκομμένο
χοντροσιλαλίζω = ράβω αραιά με μεγάλες βελονιές
χοντρόσκιστος = αυτός που είναι σκισμένος σε μεγάλα τεμάχια
χοντρότζεπλον = αυτό που έχει χοντρή φλούδα
χοντρούτζικος = χοντρούτσικος
χοντρύνω = χοντραίνω, μεταφ. υπερηφανεύομαι
χοντρωτός = λίγο χοντρός
χονώνω = χιονίζει, καλύπτομαι από χιόνι
χονωτός = το χιόνισμα
χόπα = επιφώνημα για ρύθμιση χορού π.χ. χόπα χόπα
χοπαλόπον = ευτραφές σκυλάκι
χόρ(ιν) = χέρι
χορασάνιν = κεραμοκονία με άμμο και ασβέστη
χοραταδεύω = μιλώ αστειευόμενος, κάνω χωρατά
χορατέα = αγανάκτηση, θυμός
χορατέας = ευέξαπτος, οργίλος, θυμώδης
χορδόγκοιλο = το ινώδες περιεχόμενο της κολοκύθας συμπεριλαμβανομένων και των σπερμάτων
χορδόνα = χοντρή, παχύσαρκη
χορδονάουμαι = τρώω
χόρεμαν = χορός, ο τρόπος που χορεύει
χορέμιν = δέμα με το οποίο δένουν αγκαλίδα χόρτων
χορενί = χάλκινος λέβητας
χορευτά = χορεύοντας
χορευτάνος = χορευταράς
χορευτής = χορευτής
χορεύω = μένω χήρος
χορεύω = χορεύω
χορηγεύω = χορηγώ
χορκίλι = αμπάρι
χορολάγγεμα(ν) = χοροπήδημα
χορολαγγεύω = χοροπηδώ
χορολαγευτά = κάνοντας άλματα στο χορό
χορομάζω = μαζεύω σε σωρό τα εκριζωμένα φυτά αραβοσίτου
χορόμιν = χωρός νεαρών φυτών αραβοσίτου
χορομύλ(ιν) = χειρόμυλος
χορομυλίζω = αλέθω με χειρόμυλο
χορονταρίζω = κάνω κάποιον να χορεύει
χοροντζέας = αυτός που έχει κλίση προς το χορό
χοροντζής = αυτός που γνωρίζει πολλά είδη χορού
page===7

χοροντικόν = είδος χορού, ο σχετικός προς το χορό
χόρος = χήρος
χορός = χορός
χοροσάν(ιν) = κεραμοκονία με άμμο και ασβέστη
χοροσώριν = μέρος όπου μαζεύονται για χορό
χορότ(ιν) = γάντι
χοροχάλκ(ιν) = χάλκινος λέβητας
χορτάζω = χορταίνω
χορταράζω = εκφύω χόρτα
χορταράρ(ιν) = τόπος με πολύ χορτάρι
χορταρέα = η οσμή του χόρτου
χορταρένον = χορταρένιος
χορταρικά = χορταρικά, φαγητό από χόρτα
χορτάριν = χορτάρι
χορταρίτζα = χορτάρι
χορταροζώμιν = ζωμός χόρτου, αφέψημα χόρτου
χορταροθέρ(ιν) = τόπος που παράγει χόρτο κατάλληλο για θερισμό
χορταρόπον = χορταράκι
χορταροσκεπασμένος = αυτός που παράγει πολύ χόρτο και είναι σκεπασμένος απ’ αυτό
χορταροτόπιν = τόπος όπου υπάρχουν πολλά χόρτα
χορταρούτζα = είδος παιχνιδιού
χορταρώ = εκφύω χόρτα
χορταρώνω = εκφύω χόρτα
χόρταση = χόρταση, κορεσμός
χορτασία = χόρταση, κορεσμός
χόρτασμα = χορτασμός, χόρτο αποθηκευμένο για το χειμώνα ως τροφή για ζώα
χορτασμενέα = υπερκορεσμός κατά το οποίο αναδίδεται άσχημη οσμή
χορτασμονή = κορεσμός
χορταστικά = χορταστικά
χορτζοπούλλα = μικρά παιδιά
χορτλάεμαν = βρικολάκιασμα
χορτλαεύω = βρικολακιάζω
χορτλάκος = βρικόλακας
Χορτοθερέσιν = αυτό που παράγεται κατά τον Ιούλιο
Χορτοθέρης = Ιούλιος, ο μήνας θερισμού
χορτοθέριν = τόπος θερισμού, τόπος θερισμένος
χορτοκούνιν = κούνια με υπόστρωμα γεμάτο ξηρά χόρτα
χορτομάλλιν = μαλλί προβάτου τελευταίας ποιότητας
χορτομέας = κοιλαράς
χόρτον = χόρτο
χορτούδιν = φάρυγγας, το καρύδι του ανδρικού λαιμού
χορχόρης = εκείνος που βήχει
χορχόρης = εκείνος που βήχει
χορχορίζω = ροχαλίζω θορυβωδώς
χοσαφέα = ο οσμή του χοσαφιού
χοσάφιν = είδος κομπόστας από ξηρά αχλάδια, βερίκοκα, μήλα κτλ.
χοσαφοζώμιν = το ζουμί του χοσαφιού
χοσαφώνω = μαραίνομαι, σουφρώνω
χοσέτιν = ακροβυστία, πληθ. τα φύλλα που καλύπτουν την κεφαλή του καλαμποκιού, σκουπίδια, σκύβαλα
χοσκοβοράουμαι = κάθομαι απρεπώς
χόσκοιλας = αυτός που έχει ωραία κοιλιά, μεταφ. κοιλαράς
χοσομούμουλον = είδος εντόμου που χρυσίζει, μηλολόνθη
χοσότης = έτσι φώναζαν οι ελληνόφωνοι Μουσουλμάνοι τους Χριστιανούς γιατί τηρούν την ακροβυστία
χοσότιν = ακροβυστία, πληθ. τα φύλλα που καλύπτουν την κεφαλή του καλαμποκιού, σκουπίδια, σκύβαλα
χοσοτώνω = κάνω σκουπίδια
χοσπώνω = δίνω σε κάποιον κρυφά, εμβάλλω, χώνομαι
χοσχοράν(ιν) = φυτό όμοιο με βλίτο
χοτζάς = τούρκος ιεροδιδάσκαλος ή ιμάμης
χοτζέριν = πλατύ καλάθι
χουγιάζω = φωνάζω λίγο, αγανακτώ, οργίζομαι
χουγιανέτης = σκληρόκαρδος, άσπλαχνος
χουζάναινα = άσπλαχνη, σκληρή
χουζανία = τα πολλά παιδιά φτωχής οικογένειας, πενία, φτώχια
χουζανοπούλλιν = παιδί φτωχής οικογένειας
χουζαρίζω = πριονίζω
χουζάριν = πριόνι
χουζαρλαεύω = πριονίζω
χουζαρτζής = αυτός που πριονίζει
χουζμέτεμαν = το να υπηρετεί κάποιος
χουζμετεύω = υπηρετώ
χουζμετζής = υπηρέτης
χουζμετικιάρης = υπηρέτης, υπάλληλος
χουζμέτιν = υπηρεσία
χούη = χαρακτήρας, συνήθεια, επιληψία, υστερισμός
χουιλάεμαν = η εκβολή κραυγών από στενοχώρια
χουιλαεύω = εκβάλλω κραυγές από στενοχώρια
χουιλάνεμαν = ιδιοτροπία
χουιλανεύκουμαι = γίνομαι ιδιότροπος
χουιλής = ιδιότροπος, παράξενος
χούκα = ζώο που εξακολουθεί και μετά την απώλεια νεογνού να παρέχει γάλα
χουλάζω = θερμαίνομαι
χουλαλερή = θήκη κουταλιών
χουλαλερόν = θήκη κουταλιών
χουλαντερόν = δοχείο όπου φυλάσσεται το ανθόγαλα
χουλαντόν = ανθόγαλα
χουλαράζω = αναδεύω με το κουτάλι το φαΐ στη χύτρα και τρώω
χουλαράς = θήκη κουταλιών
χουλάρασμαν = ανάδευση με το κουτάλι του φαγητού στη χύτρα και μετά φαΐ
χουλαρέα = κουταλιά
χουλαρέα = χτύπημα με κουτάλι
χουλάριν = κουτάλι
χουλαρίτζης = αυτός που μοιάζει με κουτάλι
χουλαροκάρδιν = η γωνιώδης κοιλότητα του στέρνου που σχηματίζεται κάτω από τα πλευρά
χουλαρόπον = κουταλάκι
χουλαρόστομος = αυτός που έχει στόμα σαν το κουτάλι, χάσκον
χουλαρούμαι = πιάνω κουτάλι, τρώω
χουλαρώνα = θήκη κουταλιών
χουλασέα = ζεστασιά
χουλείμαι = ζεσταίνομαι, θερμαίνομαι
χουλένω = ζεσταίνω, θερμαίνω
χουλέρα = χολέρα
χουλές = χλιαρός, θερμός
χουλετός = υπόθερμος
χουλίεμαν = θέρμανση, ζέσταμα
χουλίεση = θέρμανση, ζέσταμα
χουλίζω = φωνάζω δυνατά, ξελαρυγγίζομαι, καλώ, προσκαλώ
χουλιχτά = φωναχτά, φωνάζοντας
χουλός = χλιαρός, θερμός
χουλπάτζιν = είδος παιχνιδιού
χουλύνω = ζεσταίνω, θερμαίνω
χουλώνω = μουσκεύω, χυλώνω
χουλώνω = κρεμώ τα χείλη και αρχίζω να κλαίω
χουμάριν = χαρτοπαίγνιο
χουμαρτζής = χαρτοπαίχτης
χουμούλιν = καλαθάκι
χουμουράζω = μαλακώνω, υπερωριμάζω, γίνομαι εύθραυστος, διαλύομαι, μεταφ. αισθάνομαι σωματική ατονία, λυπάμαι, οικτίρω
χουμουρόμηλον = είδος μήλου τρυφερό
χουμπούλτς = ανόητος, μωρός
χουμπούρα = είδος μεγάλου κάβουρα
χουμχούρης = ρινόφωνος
page===8

χουνεράουμαι = τρώω
χουνούτζης = θυμώδης, οργίλος
χουντάχ(ιν) = φάσκιωμα
χουντεύκουμαι = ερωτοτροπώ
χουρακός = κουκουβάγια
χουράς = μικρός και αδύνατος
χουράχαντος = σκαντζόχοιρος
χουρβελέτης = οφειλέτης
χουρδά = κατακάθι λαδιού ή κρασιού, το τελευταίο απομεινάρι του νηματοποιημένου βομβυκίου του μεταξιού
χουρδάλειμμαν = κατακάθι λίπους
χουρμά = χουρμάς
χουρμαδέα = δέντρο που παράγει καρπό κερασοειδή
χουρμαδίτικο = αυτό που παρασκευάζεται από καρπό χουρμαδιάς
χουρμάντελον = μαντήλι για σκούπισμα χεριών, μαντήλι για φάσκιωμα
χουρματζής = πωλητής χουρμάδων
χουρουγκέας = αυτός που ροχαλίζει
χουρουγκίζω = ροχαλίζω
χουρούγκισμαν = ροχάλισμα
χουρταρεύω = ελευθερώνω, απαλλάσσω, σώζω
χουρτέα = γρονθοκόπημα, γρόνθος
χουρτζά = ασκός
χούρτζιν = είδος σάκου από χοντρό ύφασμα το οποίο μπαίνει στη ράχη ζώου ιππασίας
χουρτζουπάλεμαν = πάλεμα παίζοντας
χουρτζουπαλεύω = παλεύω παίζοντας
χουρτιάζω = ζυμώνω με τους γρόνθους
χουρτοκουπανίζω = γρονθοκοπώ
χουρτούδ(ιν) = φάρυγγας, το καρύδι του ανδρικού λαιμού
χουρτούδα = ο πρόλοβος των πτηνών, ο φάρυγγας, το καρύδι του ανδρικού λαιμού
χουρχουράζω = ροχαλίζω θορυβωδώς
χουρχουράσιμον = ροχάλισμα θορυβώδες
χουρχούρης = εκείνος που ροχαλίζει
χουρχουρίζω = ροχαλίζω θορυβωδώς
χουρχούρισμαν = ροχάλισμα θορυβώδες
χουρχουρίτζα = δοχείο νερού με στενό στόμιο το οποίο παράγει δυνατό ήχο κατά την εκκένωση του περιεχομένου υγρού
χουσάφι = είδος κομπόστας από ξηρά αχλάδια, βερίκοκα, μήλα κτλ.
χουσκανεύκομαι = ζηλεύω, φθονώ
χούσκια = κόπρος μονόχηλων ζώων
χούσκωμαν = σκόρπισμα στο δάπεδο μάνδρας ξηρών κοπράνων μονόχηλων ζώων για απορρόφηση υγρασίας, σκόρπισμα σκουπιδιών
χουσκώνω = σκορπίζω στο δάπεδο μάνδρας ξηρά κόπρανα μονόχηλων ζώων για απορρόφηση υγρασίας, σκορπίζω σκουπίδια
χούσπος = κοντός και παχύς
χούστα = αρπαγή κλιβάνου μεταλλουργικού
χουτάλα = τόξο
χουτίν = κουτί
χούτος = ηλίθιος, μωρός
χούφτα = χούφτα
χουχούδιν = πυρήνας καρπού, σπυρί, έκθυμα δερματικό
χουχουλώνω = κρεμώ τα χείλη και αρχίζω να κλαίω
χουχούρωμαν = κρεμώ τα χείλη και αρχίζω να κλαίω
χουχουρώνω = συγκαλύπτομαι, συμμαζεύομαι όταν κρυώνω
χοχολάζω = κάνω σκουπίδια, γεμίζω μέρος από σκουπίδια
χοχολάριν = αυτό που περιέχει σκουπίδια
χοχόλιν = σκουπίδι
χοχόλωμαν = το να κάνω σκουπίδια
χοχολώνω = κάνω σκουπίδια, γεμίζω μέρος από σκουπίδια
χοχοράζω = συστέλλομαι, συμμαζεύομαι, μαραίνομαι, ωχριώ
χοχόρασμαν = συστολή, συμμάζεμα, μάραμα
χοχοροπούλλιν = νεογνό κουκουβάγιας
χόχορος = κουκουβάγια, επίθετ. αδρανής, συνεσταλμένος, άτολμος
χοχός = εξωτικό, μπαμπούλας
χπαίνω = ξεριζώνω
χρά = η χροιά του προσώπου, όψη
χραδεύω = αδυνατίζω, εξασθενώ
χράδης = καχεκτικός, αδύνατος
χράζω = δίνω ρόδινο χρώμα στα ψωμιά του φούρνου
χράζω = έχω αξία ίση προς την αξία άλλου, υπερέχω καποιανού την αξία
χράμιν = μάλλινο υφαντό που χρησιμοποιείται για στρωσίδι ή σκέπασμα
χράουμαι = χρειάζομαι
χράσιμον = το δόσιμο ρόδινου χρώματος στα ψωμιά του φούρνου
χρεατόπον = λίγο κρέας
χρεία = ανάγκη, αποχωρητήριο, απόπατος
χρειάσκομαι = χρειάζομαι, μεταχειρίζομαι, χρησιμοποιώ
χρείμαι = χρεώνω
χρεμένος = χρεώνω
χρεμοπούλιστος = εκείνος που μόνο αν πουληθεί ο ίδιος μπορεί να πληρώσει το χρέος
χρένω = χρεώνω
χρέος = χρέος
χρέσιμον = χρειάζομαι, χρησιμοποιώ, μεταχειρίζομαι
χρέσκομαι = χρειάζομαι, χρησιμοποιώ, μεταχειρίζομαι
χρεφειλέτες = χρεοφειλέτες
χρέωμαν = χρέωση
χρεώνω = χρεώνω
χρεωστικόν = ενυπόγραφο ομόλογο χρέους
χρήζω = χρήζω
χρήμα = νόμισμα
χρήση = χρήση
χρίζω = χρίω
χρίσιμον = επάλειψη
χρίσμα = ο τρόπος της επάλειψης
χριστέλαδον = έλαιον ελαίας
χριστιανεύω = γίνομαι Χριστιανός
Χριστιανός = Χριστιανός
χριστιανοσύνη = χριστιανοσύνη
Χριστιενναρέσιν = αυτό που συμβαίνει τον Δεκέμβριο ή προέρχεται από αυτόν
Χριστιεννάρης = Δεκέμβριος
χριστοκούριν = τεμάχιο χοντρό από κορμό δέντρου που καίγεται στην εστία της τρεις ημέρες των Χριστουγέννων
χριστόλαδον = έλαιον ελαίας
χριστοπούλλι = όρνιθα που σφάζεται τα Χριστούγεννα
Χριστός = Ιησούς Χριστός
Χριστός-ανέστη = η γιορτή του Πάσχα
χριστοσουλάλι = τρύπωμα ραψίματος σταυρωτό
Χριστούγεννα = Χριστούγεννα
Χριστουγεννάς = Δεκέμβριος
χριστουήμερα = οι τρεις μέρες των Χριστουγέννων
χρίστρα = αναρριχητικό φυτό τα φύλλα του οποίου χρησιμοποιούνται ως δόλωμα για τους κοριούς, οι οποίοι ανερχόμενοι σε αυτό προσκολλούνται
χρίω = χρίω
χροναίον = ετήσιος μισθός υπαλλήλου, ετήσια χορηγία
χρονακόν = ετήσιο μνημόσυνο αποθανόντος, ετήσιο μισθός, ετήσια χορηγία
χρονάρης = αυτός που έχει ηλικία ενός έτους, αυτός που έχει ετήσια διάρκεια
χρονάρικος = αυτός που συμπλήρωσε ένα έτος από τη γέννησή του
χρονάτες = γέρος
χρονάτικα = ετήσιο μνημόσυνο αποθανόντος
χρονέσα = η κατά ετήσιο μνημόσυνο παρατιθέμενη τράπεζα στους προσερχόμενους σε αυτό
χρονέσσα = λέγεται σε συνεκφορά με προηγούμενο αριθμητικό και δηλώνει την ηλικία, π.χ. οχτώ χρονέσα=οκταετής
χρονία = έτος, χρονιά, χρονολογία
χρονία = ετήσιο μνημόσυνο αποθανόντος
χρονιάζω = παρατείνω τη διαμονή μου χρονίζω
χρονιαρέσιος = αυτός που έχει ηλικία ενός έτους
χρόνιγμαν = συμπλήρωμα έτος από την γέννηση
χρονίζω = χρονίζω
χρόνισμαν = συμπληρώνω έτος από την γέννηση
page===9

χρονογύρα = ετήσιο μνημόσυνο αποθανόντος
χρόνος = χρόνος, έτος
χρόνω = χρεώνω
χρόστες = οφειλέτης
χρουμουντζούδιν = μαύρο και καμένο πράγμα
χρουσάφι = χρυσάφι
χρουσούλης = άνθρωπος πολύτιμος όπως ο χρυσός, πολύ ωραίος
χροφειλέτες = αυτός που οφείλει χρέος από δανεισμό, δανειστής
χρυπητέρα = όργανο με το οποίο τα παιδιά παράγουν κρότο
χρυσαρματωμένος = ο στολισμένος με άρματα χρυσοποίκιλτα, αυτός που είναι κοσμημένος με χρυσά κεντήματα
χρυσαφένος = χρυσαφένιος
χρυσαφέντης = αφέντης αγαθόκαρδος, ευγενής
χρυσαφικά = χρυσαφικά
χρυσάφιν = χρυσάφι, χρυσός
χρυσαφίτζα = μεταξωτό ύφασμα ποικιλμένο με χρυσά άνθη
χρυσαφώνω = επιχρυσώνω, μεταβάλλομαι σε ρευστό χρυσό
χρυσένος = χρυσαφένιος
χρυσοαναλλαγμένος = αυτός που φοράει εορταστική στολή
χρυσοβέλονον = χρυσή βελόνα
χρυσόγερος = χρυσός, αγαθός γέρος, καλόγηρος
χρυσοδόντι = η αγία κοινωνία
χρυσοθρονισμένος = ο ενθρονισμένος σε χρυσό θρόνο
χρυσοκαβαλαραία = χρυσοστολισμένη καβαλάρισσα
χρυσοκάζανον = χρυσό καζάνι
χρυσοκάλιβος = αυτός που είναι καλιγωμένος με χρυσά πέταλα και καρφιά
χρυσοκαλιβωμένος = αυτός που είναι καλιγωμένος με χρυσά πέταλα και καρφιά
χρυσοκλειδωμένος = αυτός που είναι κλειδωμένος με χρυσό κλειδί
χρυσοκωδωνάτες = αυτός που φοράει στο λαιμό χρυσό κουδούνι
χρυσοκώδωνον = χρυσό κουδούνι
χρυσοκωδωνού = αυτή που φοράει χρυσό κουδούνι στο λαιμό
χρυσολάγκαδον = κατά κάποιο τρόπο λαγκάδι καμωμένο από χρυσό
χρυσολέγενον = χρυσή λεκάνη
χρυσόμηλα = χρυσά μήλα και μεταφ. γυναικεία στήθη
χρυσομούμουλον = είδος εντόμου που χρυσίζει, μηλολόνθη
χρυσόν = χρυσάφι
χρυσόνημα = νήμα από έλασμα χρυσού, χρυσός διάκοσμος ενδύματος
χρυσονοικοκύρης = καλός νοικοκύρης
χρυσοπαράθυρον = κατά κάποιο τρόπο παράθυρο καμωμένο από χρυσό
χρυσοπάστρικος = παστρικός, καθαρός όπως ο χρυσός
χρυσοπέγαδον = κατά κάποιο τρόπο βρύση καμωμένη από χρυσό
χρυσοπέσκιρον = προσόψιο χρυσοκεντημένο
χρυσόπλεχτος = χρυσόπλεχτος
χρυσοπλούμιστος = χρυσοπλούμιστος
χρυσοπότηρο = ποτήρι χρυσού
χρυσοπρισίμιν = μπρισίμι χρυσού
χρυσορρής = χρυσοχόος
χρυσός = χρυσός
χρυσόσκουλλος = αυτός που έχει χρυσίζουσα κόμη
χρυσοστόλιστος = χρυσοστόλιστος
χρυσούλης = άνθρωπος πολύτιμος όπως ο χρυσός, πολύ ωραίος
χρυσοΰφαντος = χρυσοΰφαντος, αυτός που είναι κεντημένος με χρυσόνημα
χρυσώνω = χρυσώνω, επιχρυσώνω, μεταβάλλομαι σε ρευστό χρυσό
χρώμαν = η χροιά του προσώπου
χρωματίζω = χρωματίζω
χρωστώ = χρωστώ, οφείλω
χταλεύω = σκάβω, σκαλίζω
χτεζ’νός = χθεσινός, προχθεσινός
χτενάκιν = χτένα
χτενάς = εκείνος που φτιάχνει ή πουλάει χτένες
χτενέα = ξάνιο στο οποίο ξαίνουν το λινάρι
χτενιάζω = ξαίνω το λινάρι στη χτενέαν
χτενίζω = χτενίζω
χτένιν = χτένα
χτένισμαν = χτενίζω
χτενίτζα = το ψάρι σπάρος, το θαλάσσιο οστρακοειδές χτένι
χτενόπον = χτένα
χτές = χθες, προχθές
χτέσκομαι = αποκτώ
χτήνον = αγελάδα
χτηνοπέτζιν = δέρμα αγελάδας
χτηνόπον = αγελαδίτσα
χτηνότη = η ιδιότητα της αγελάδας του να παρέχει γάλα
χτίζω = χτίζω, οικοδομώ, ικανοποιώ
χτικιά = φυματίωση
χτικιάζω = προσβάλλομαι από φυματίωση
χτικώ = χτικιάζω
χτίση = οικοδόμηση, οικοδομική τέχνη, τα φυσικά ιδιώματα του ανθρώπου
χτισίδια = συκοφαντίες
χτίσιμο(ν) = χτίσιμο, οικοδόμηση
χτιστός = χτιστός, οικοδομημένος από πέτρα, μεταφ. πλαστός
χτισώνα = οικοδόμημα επιβλητικό, μεγαλοπρεπές, σχέδιο κτηρίου, ρυθμός, μεταφ. σωματική διάπλαση
χτουβανίσκομαι = οδύρομαι, ολοφύρομαι
χτουπίζω = μαδώ, τίλλω, μαδιέμαι, ξεφυλλίζω, μεταφ. εκμεταλλεύομαι κάποιον αποσπώντας χρήματα
χτούπισμα(ν) = μάδημα, ξερίζωμα τριχών κτλ.
χτουπουλίζω = μαδώ τις τρίχες της κεφαλής
χτρέβω = αντιστρέφω, διανοίγω
χτρεφτέριν = σκέπασμα τηγανιού για αντιστροφή ζυμαρικών
χτυπητέριν = σφυρί
χτύπος = χτύπημα, πλήγμα, κρότος
χτυπώ = χτυπώ, θορυβώ, δέρνω, κρούω, πληγώνω, πάλλω
χυλά = μούσκεμα
χύλωμα(ν) = διαβροχή, μούσκεμα πράγματος, χύλωμα
χυλώνω = διαβρέχω, μουσκεύω, χυλώνω
χυλωτός = πολύ βρεγμένος, μούσκεμα
χύμα = χωρίς ψαλμωδία
χύμα = ασβεστοκονίαμα, το κατατετμημένο σε πολλά κομμάτια
χύμιγμαν = πλύνω σιτηρά εντός σκάφης για να αποχωριστούν τα λιθάρια, ρίχνω χώμα σε μέρος κατωφερές, ώστε να κατρακυλήσουν οι πέτρες και να μείνει το χώμα
χυμιχτά = λίθος κατακυλιόμενος
χυμιχτός = καθαρισμένος
χυμνυνίουμαι = κατολισθαίνω επί εδάφους κατωφερούς καλυμμένου με χιόνι
χυμόχτιστος = αυτός που είναι οικοδομημένος με ασβεστοκονίαμα
χυμχύνιγμαν = κατολισθαίνω επί εδάφους κατωφερούς καλυμμένου με χιόνι
χυμχυνιχτέρα = μέρος κατωφερές καλυμμένο με χιόνι κατάλληλο για κατολίσθηση
χύνω = χύνω
χύτε = εργαλείο των χρυσοχόων το οποίο δέχεται το λειωμένο μέταλλο
χυτίζω = ανορθώνω τ’ αφτιά για να ακούσω καλύτερα (ζώο)
χυτίν = το ανορθωμένο αφτί ζώου
χύτισμαν = ανορθώνω τ’ αφτιά για να ακούσω καλύτερα (ζώο)
χυτός = χυτός
χύτωμαν = το τέντωμα των αφτιών για να ακούσω καλύτερα (ζώο)
χυτώνω = ανορθώνω τ’ αφτιά για να ακούσω καλύτερα (ζώο)
χωλοσάφρα = σαύρα
χώμα(ν) = χώμα
χωματάζω = σκεπάζω με χώμα, λερώνομαι με χώμα
χωματάρης = αυτός που τρώει χώμα, αυτός που περιέχει πολύ χώμα
χωματέα = η οσμή του χώματος
χωματέας = αυτός που τρώει χώμα
χωματένος = χωμάτινος
χωμάτιγμαν = το σκέπασμα με χώμα
χωματίζω = σκεπάζω με χώμα
page===10

χωμάτισμαν = το σκέπασμα με χώμα
χωματοφάτος = αυτός που τρώει χώμα
χωματών = σκεπάζω με χώμα, γεμίζομαι με χώμα
χωμοθάφτες = δοκάρι της στέγης παράλληλο προς τον τοίχο αποτελεί γείσο, το οποίο κωλύει την κατάρρευση του χώματος
χωμοκόσκινον = ειδικό κόσκινο για τον αποχωρισμό του χώματος από τα σιτηρά
χωμοκόφτω = καθαρίζω τα σιτηρά από το χώμα με το χωμοκόσκινον
χωμολέος = μετων. άνθρωπος πονηρός, πανούργος
χωμολίθαρον = πέτρα μαλακή που εύκολα τρίβεται και γίνεται χώμα
χωμόμηλον = πατάτα
χωμοφαΐουμαι = πληγώνομαι στα πόδια περπατώντας ξυπόλυτος ή στα χέρια από χειρωνακτική εργασία της γης
χωνέα = στενή δίοδος πίσω από την οικία όπου μένει κάτι αφανής
χώνεμα(ν) = χώνεψη
χωνέσιν = αυτό που είναι ψημένο στη στάχτη
χωνευτέας = υποκριτής
χωνευτήρα = το χωνευτήρι του ιερού βήματος, όπου χύνονται τα νερά, χωνευτήριο στο μέσο της οικίας όπου αποχετεύονται τα νερά, στομάχι
χωνευτήρι = στομάχι
χωνεύω = χωνεύω, λειώνω (μέταλλο), παύω ν’ αναδίδω φλόγα (πυρά), γίνομαι αφανής, εξαφανίζομαι
χώνεψη = χώνεψη
χωνέψιμον = χώνεψη
χωνή = χωνί
χωνί(ν) = χωνί
χωνόν = χωνευτήρι, εστία
χωνόπιτα = πίτα ψημένη στην πυρωμένη πλάκα της εστίας
χωνοπλάκιν = η πλάκα με την οποία στρώνεται ο χώνος, η εστία
χωνοπυρίζω = καίω στην εστία, μεταφ. εξαφανίζω
χωνοπύριν = το μέρος της εστίας, όπου ανάβεται η φωτιά, χωνευμένη πυρά
χώνος = χωνευτήρι, εστία, διάπυρος τέφρα
χώνω = χώνω, μπήγω
χωνώ = χώνω το χέρι μου κάπου, χώνομαι
χώρ(ιν) = κρόκος αβγού, μυελός οστών
χώρα = επιράτεια, χώρα
χώρα = χώρια
χωράζω = γίνομαι σαν τον κρόκο του αβγού, μεταφ. (καρπός) υπερωριμάζω
χωρατέα = έλλειψη καλής συμπεριφοράς, νευρικότητα, οργιλότης
χωράτες = χωριάτης
χωρατλαεύω = γίνομαι νευρικός, οργίλος
χωράφιν = χωράφι
χωραφοζύγωνον = ζυγός βοδιών χρησιμοποιημένος για αλέτρι, μακρότερο από το αλωνοζύγωνον
χωραφοκέφαλον = το άνω μέρος αγρού επικλινούς
χωραφοκόλιν = το κάτω μέρος αγρού επικλινούς
χωραφόπον = χωράφι
χωραφόπ’λλον = χωράφι
χωραφόχειλον = χείλος, άκρα αγρού
χωρέι = ούρα
χωρεοκούτιν = ουροδοχείο, η ουροδόχος κίστη
χωρετακόν = αυτό που ανήκει στην κοινότητα και όχι σε ιδιώτη
χωρετανός = κάτοικος χωριού
χωρέτες = χωρικός, μεταφ. χωρικός αγροίκος, αμόρφωτος
χωρετία = τα χωριά και οι χωρικοί
χωρέτικα = κατά τον τρόπο των χωρικών, κατά το γλωσσικό ιδίωμα των χωρικών
χωρέτικος = αυτό που αρμόζει σε χωρικό, ο προερχόμενος από χωριό
χωρετοπαίδιν = παιδί χωρικού, χωριατόπουλο
χωρετοπούλλιν = παιδί χωρικού, χωριατόπουλο
χώρια = χώρια
χωριάτης = χωριάτης
χωρίζω = χωρίζω, διαχωρίζω, διαζευγνύω, διακρίνω
χωρίον = χωριό
χωρίς = χωρίς, άνευ
χωρισία = χωρισμός, αποχωρισμός, διαζύγιο
χώρισμα(ν) = χώρισμα, διαχωρισμός, αποχωρισμός, διάζευξη
χωρισμονή = αποχωρισμός
χωρισμοχάρτιν = έγγραφο διαζυγίου
χωριστά = ιδιαιτέρως, μεμονωμένα
χωριστέρα = χωρίστρα, αντροχωρίστρα
χωριώτης = χωρισμός, συγχωριανός
χωροκέφαλον = κοινοτική αρχή χωριού, άνωθεν μέρος χωριού
χωρόμηλον = μήλο που έχει γεύση όμοια του κρόκου αβγού
χωρόπον = μικρό χωριό
χωροσάφλα = σαύρα
χωροσόφλακα = σαύρα
χωροσώριν = μέρος όπου συνέρχονται σε σύσκεψη οι πρόκριτοι του χωριού, μέρος συγκέντρωσης λαού
χωρώ = χωρώ
χωρώνω = γίνομαι σαν τον κρόκο του αβγού, υπερωριμάζω (οπωρικό)
χωσάφλα = σαύρα
χωστή = είδος εδέσματος από ψάρια που ψήνονται σε τέφρα πυρωμένη

Ψ

page===0

ψάθα = υάλινο δοχείο περιβεβλημένο με ψαθωτό πλέγμα
ψαθί(ν) = ψαθί
ψαθόπον = ψαθί
ψαθοχόρταρον = χόρτο κατάλληλο για ψαθί
ψαθυρεύω = παρασκευάζω ψαθύρα
ψαθύριν = πλακούς ζυμωμένος με βούτυρο
ψαθυρίσκιν = πλακούς ζυμωμένος με βούτυρο
ψαλαφώ = ερευνώ, ζητώ, επαιτώ, ζητιανεύω
ψαλίδα = ψαλίδα
ψαλιδάζω = ψαλιδίζω
ψαλιδέα = ψαλιδιά, ίχνος ψαλιδιάς
ψαλιδίασμαν = ψαλιδίζω
ψαλιδίζω = ψαλιδίζω
ψαλίδιν = ψαλίδι
ψαλίδισμαν = ψαλιδίζω
ψαλιδίτα = χόρτο με φύλλα ψαλιδοειδή
ψαλιδίτζα = έντομο που έχει ουρά σε σχήμα ψαλιδιού
ψαλιδόπ’λλον = ψαλιδάκι
ψάλιδος = έντομο που έχει ουρά σε σχήμα ψαλιδιού
ψαλλέτσω = συνηθίζω να ψάλλω, μπορώ να ψάλλω
ψάλλω = ψάλλω
ψαλμός = ψαλμός
ψαλμωδία = ψαλμωδία
ψάλσιμον = ψάλλω
ψάλτες = ψάλτες
ψαλτήριν = ψαλτήρι
ψαλτική = ψαλτική
ψαλτικόν = αμοιβή ιερέα για εκκλησιαστική τελετή
ψαράς = ψαράς
ψαρεύω = ψαρεύω
ψαρικόν = ψαρικό
ψάριν = ψάρι
ψαρίτζα = ψαράκι
ψαρλαδερόν = δοχείο ψαρόλαδου
ψαρλάδιν = ψαρόλαδο
ψαρλαδοτζούκαλον = δοχείο ψαρόλαδου
ψαροζώμιν = ζωμός ψαριού, άλμη παστών ψαριών
ψαροκόκκαλον = ψαροκόκκαλο
ψαρόλαδον = ψαρόλαδο
ψαρολίμνιν = λίμνη που έχει ψάρια
ψαροσάνιδον = χοντρή σανίδα πάνω στην οποία κόβουν μεγάλα ψάρια
ψαχνάδι = ψαχνό
ψαχνόν = ψαχνό
ψέζ’νος = χθεσινός
ψείρα = ψείρα
ψειριάζω = φθειριώ
ψειρίζω = ξεψειριάζω
ψειρίστρα = γυναίκα που ψειρίζει
ψειρίτζα = γυναίκα που ψειρίζει
ψειροχώνι = τάφος
ψέλ(ιν) = υγρό με πίσσα που βρίσκεται σε σωλήνα θερμάστρα, πισσοειδές έκκριμα δέντρου ρητινοφόρου, ρητίνη πεύκου
ψελάζω = πασαλείβομαι με ρητίνη
ψελαίνω = ψηλώνω
ψελάρ’κον = ρητινοφόρο δέντρο
ψελένω = μικραίνω
ψελορία = τα μικρά έπιπλα και σκεύη οικίας και γενικώς ψιλικά
ψελός = ψηλός
ψελός = λεπτός, μικρός (για πράγματα), ψιλά
ψέμα(ν) = ψέμα
ψεματικός = ψεύτικος
ψεμόπον = ψεματάκι
ψεμταικά = ψεύτικα
ψένω = ψήνω
ψέσ(η) = ψήσιμο
ψεύκομαι = διαψεύδομαι, απατώμαι
ψεύτες = ψεύτης
ψευτία = ψευτιά
ψευτοαγάπη = αγάπη φαινομενική
ψευτοάντρας = εκείνος που υποκρίνεται ότι είναι πραγματικός σύζυγος
ψευτοδάσκαλος = διδάσκαλος αμαθής, αγράμματος
ψευτομάρτυρας = ψευτομάρτυρας
ψευτομαρτυρία = ψευδής μαρτυρία
ψευτομαρτυρώ = μαρτυρώ ψευδώς
ψευτοπαλληκαρία = ψευτοπαλληκαριά
ψευτοπολιτικόν = φιλοφρόνηση προσποιητή
ψευτοτζίτζιν = θηλή ελαστική που μπαίνει στο στόμα του βρέφους για να νομίζει ότι θηλάζει
ψευτοφάει = φαγητό πενιχρό
ψευτοφίλεμαν = επιπόλαιο φίλημα
ψευτοφιλία = υποκριτική φιλία
ψευτοφούλιρον = ψεύτικο ομοίωμα χρυσού φλουριού
ψευτοχάβιτζον = χαβίτζιν φτιαγμένο με βούτυρο και όχι ανθόγαλα
ψευτράλης = ψεύτης
ψεύτρης = ψεύτης
ψεύτυμαν = διάψευση
ψευτύνω = διαψεύδω, χάνω ποιότητα, μεταβάλλομαι ηθικώς
ψεχτά = αχλάδια ή μήλα ξηραμένα στο φούρνο ή στον ήλιο
ψη = ψυχή
ψηλά = ψηλά
ψηλαίνω = ψηλώνω
ψηλακέσου = κατά τα ψηλά μέρη
ψηλασία = μέρη ψηλά, ορεινά
ψηλάφεμα = η ζήτηση της κόρης σε γάμο, αίτηση πράγματος για κάποιον
ψηλαφεμάτ(ιν) = το αποκτηθέν μετά την αίτηση
ψηλάφες = ζήτηση
ψηλαφίον = αίτηση πράγματος
ψηλαφώ = ερευνώ, ζητώ, επαιτώ, ζητιανεύω
ψηλόκαστρον = ψηλός πύργος
ψηλοκλείδιν = εκείνος που έχει θόλο ψηλό
ψηλόλεγνος = εκείνος που είναι ψηλός και λεπτός
ψηλορραχέα = ψηλή οροσειρά
ψηλόρραχον = ψηλός όρος
ψηλός = ψηλός
ψήλος = ύψος
ψήλωμα(ν) = ψηλώνω
ψηλώνω = ψηλώνω
ψηλωτός = λίγο ψηλός
ψήνω = ψήνω
ψησέα = ποσότητα τροφίμων όση χρειάζεται για την εφάπαξ παρασκευή φαγητού
ψήση = ψήσιμο
ψήσιμο(ν) = ψήσιμο
ψηφίζω = λαμβάνω υπ’ όψιν, κρίνω άξιο προσοχής
ψι = απευθύνεται προς γάτα
ψίκι = γαμήλια πομπή προς παραλαβή της νύφης
ψιλά = ψιλά
ψιλάρι = χτένι του αργαλειού πολύ πυκνό
ψιλάχυρον = άχυρο λεπτό
ψιλένω = ψηλώνω
ψίλιγμαν = καθαρίζω από πολύ ψιλά πράγματα, μεταφ. λεπτολογώ
ψιλίτζικον = πολύ μικρό πράγμα
ψιλοβολέα = πράγμα πολύ ψιλό, μεταφ. λεπτομέρεια
page===1

ψιλοβολέας = μικροκαμωμένος, λεπτοκαμωμένος
ψιλοβρέχει = ψιλοβρέχει
ψιλογιανός = λεπτοφυής
ψιλοζύγιανος = λεπτοφυής
ψιλοκαλατζεύω = ψιθυρίζω
ψιλοκόκκια = λεπτοί κόκκοι σίτου
ψιλοκοπώ = ψιλοκόβω
ψιλοκόσκινον = πολύ πυκνό κόσκινο
ψιλοκούκκουτζον = καρπός με μικρό πυρήνα
ψιλοκόφτω = ψιλοκόβω
ψιλολογία = πολυπληθής όμιλος μικρών παιδιών
ψιλομμάτης = εκείνος που έχει μικρά μάτια
ψιλομύια = μικρή μύγα
ψιλοπλούμικον = ψιλά κοσμήματα κεντητά
ψιλοπούλλιν = μικρόσωμο πουλί
ψιλορέα = μικρά έπιπλα και σκεύη οικίας και γενικώς ψιλικά
ψιλορία = μικρά έπιπλα και σκεύη οικίας και γενικώς ψιλικά
ψιλορράμματα = λεπτά νήματα
ψιλός = λεπτό, μικρό πράγμα, νόμισμα μικρής αξίας
ψιλοτραγωδώ = ψιλοτραγουδώ
ψιλοτρούλιν = νήμα συγκειμένον από λεπτά μονά νήματα
ψιλουρία = μικρά έπιπλα και σκεύη οικίας και γενικώς ψιλικά
ψιλοχόρταρον = μικρό χόρτο
ψιλύνω = γίνομαι μικρός
ψιλωμένος = ελαφρός
ψιλωτός = λίγο λεπτός ή μικρός
ψινίζω = ψωνίζω
ψίνισμαν = ψωνίζω
ψιουχούδιν = ψίχουλο
ψιρολέα = μικρά έπιπλα και σκεύη οικίας και γενικώς ψιλικά
ψιτ = απευθύνεται σε γάτες
ψιχαλίζει = ψιχαλίζει
ψιχάλισμαν = ψιχάλισμα
ψιχίδι = ψίχουλα
ψιχοπιάνω = κάνω μικροδουλειά
ψίχος = μαλακός πυρήνας των αώρων δαμάσκηνων και κορόμηλων
ψιχούδιν = ψίχουλο
ψιψάκα = ονομασία διαφόρων ζωυφίων
ψιψίκα = ονομασία διαφόρων ζωυφίων
ψιψυρίζω = ψιθυρίζω
ψιψύρισμαν = ψιθυρίζω
ψόμα = ψέμα
ψομάριν = μονό ποσό σιτηρών από δεκάξι μόδια
ψόπον = ψυχούλα
ψουμουδία = ψώνιο
ψουνίζω = ψωνίζω
ψουχούδιν = ψίχουλο
ψουψού(ν) = στη παιδική γλώσσα, οπωρικό
ψουψουρίζω = ψιθυρίζω
ψουψούρισμαν = ψιθύρισμα
ψοφάρης = καχεκτικός, δειλός, ψοφοδεής
ψόφεμαν = ψόφιο
ψοφεμάτιν = ψοφίμι
ψοφένω = ψοφώ
ψοφίδι = ψοφίμι
ψοφίζω = ψοφώ
ψοφισμός = ψόφος, θάνατος
ψόφος = ψόφος
ψοφώ = ψοφώ
ψοφωμός = θάνατος
ψυλλάζω = γεμίζομαι από ψύλλους
ψυλλέας = εκείνος που είναι γεμάτος με ψύλλους
ψυλλίζω = ξεψειρίζω, ξεψειρίζομαι
ψύλλος = ψύλλος
ψυλλοφτύσιν = μαύρο στίγμα αφοδεύσεως ψύλλου, μεταφ. μικρή ψείρα
ψυλλόχεσμαν = μαύρο στίγμα αφοδεύσεως ψύλλου, μεταφ. μικρή ψείρα
ψυχή = ψυχή
ψυχικόν = ψυχικό, ελεημοσύνη
ψυχοζάλωμαν = ζάλη που ακολουθεί μετά το πυρετό
ψυχοκόκκιν = σιτάρι για κόλλυβα
ψυχοκόριτζο = ψυχοκόρη, θετή κόρη
ψυχομάχεμα = ψυχορραγία
ψυχομαχώ = ψυχορραγώ
ψυχοπαίδι = ψυχοπαίδι, θετό παιδί
ψυχόπον = ψυχούλα
ψύχος = ελώδης πυρετός
ψυχοτόπιν = μέρος ελώδες, όπου προσβάλλεται κανείς από ελώδη πυρετό
ψυχού = το Σάββατο των ψυχών
ψύχω = στεγνώνω, παγώνω, εξατμίζομαι τελείως
ψύχωμαν = προσβάλλω ή προσβάλλομαι με ελώδη πυρετό
ψυχώνω = προσβάλλω ή προσβάλλομαι με ελώδη πυρετό
ψωμάβα = σύζυγος του ψωμά
ψωμάδικο = ψωμάδικο
ψωμάριν = μονό ποσό σιτηρών από δεκάξι μόδια
ψωμάς = αρτοποιός
ψωματαρείος = ράφι όπου τοποθετούνται τα ψωμιά
ψωμί(ν) = ψωμί
ψωμίτζα = μικρό κομμάτι ψωμιού
ψωμοθρύμμιν = θρύμμα, μικρό κομμάτι ψωμιού
ψωμομάχαιρον = μαχαίρι με το οποίο κόβουν το ψωμί
ψωμοξύστρα = ξύστης της σκάφης ζυμώματος
ψωμόπον = ψωμάκι
ψωμοσάνιδον = ράφι ψωμιού
ψωμοτάρεζον = ράφι ψωμιού
ψωμοφάγας = ψωμοφάγος
ψωμοφάγειν = έδεσμα από ψίχα ζεστή διαποτισμένη με βούτυρο
ψωμοφούρνιν = φούρνος όπου ψήνεται το ψωμί
ψωμόφυλλον = πλατύ φύλλο χόρτου τοποθετημένο κάτω από άρτο που φουρνίζεται για να μην προσκολλάτε το πτύον του φουρνίσματος
ψωνίζω = ψωνίζω
ψώνισμαν = ψώνισμα
ψώνον = ψώνιο
ψώρα = ψώρα

Ω


ωβάζω = γεννώ αβγά, ωοτοκώ
ώβασμαν = ωοτοκία
ωβαστάριν = κοτέτσι
ωβαστικόν = κότα που γεννά πολλά αβγά
ωβάστρα = κότα που γεννά πολλά αβγά
ωβαταρία = κότα που γεννά πολλά αβγά
ωβγοτάραχον = αβγά ιχθύος τα οποία συσκευάζονται με κατάλληλη ταρίχευση και σχηματίζονται σε σχήμα διδύμων λοβών περιβαλλόμενα με λεπτό στρώμα κηρού προς συντήρηση
ωβέα = οσμή του αβγού
ωβόγαλαν = έδεσμα από γάλα και αβγά
ωβόκολος = εκείνος που έχει στρογγυλή βάση
ωβόν = αβγό
ωβόπον = αβγό
ωβόπ’λλον = αβγό
ωβοτάραχον = αβγά ιχθύος τα οποία συσκευάζονται με κατάλληλη ταρίχευση και σχηματίζονται σε σχήμα διδύμων λοβών περιβαλλόμενα με λεπτό στρώμα κηρού προς συντήρηση
ωβότζεπλον = κέλυφος αβγού
ωδίνα = συμφορά
ωλένα = αγκάλη
ώλλ(οι) = δηλώνει σχετλιασμό
ωμίν = ώμος
ωμίτζιν = ώμος
ωμοπλάτα = ωμοπλάτη, ράχη
ωμοπλάτιν = ωμοπλάτη, ράχη
ωμοπλατίτζιν = ώμος και η πλάτη
ωμοπλατοπάνιν = πανί χοντρό τοποθετούμενο πάνω στον ώμο και κουβαλάμε βάρος πάνω του
ώμος = ώμος
ωμός = ωμός
ωμόυπνος = άυπνος
ωμόφορον = το αρχιερατικό ωμοφόριο
ωμόχλον = το μόλις χλιαρό
ωνοπλάτιν = ωμοπλάτη
ώρα = ώρα
ώρα = κατά την ώρα
ωράζω = εποπτεύω, φυλάω, επιτηρώ τη βοσκή, προσέχω, παραμονεύω
ώρασμαν = επιτήρηση, εποπτεία βοσκημένων ζώων
ωραστά = με προσοχή
ωργισμένος = κακός, οργισμένος, άτακτος, πανέξυπνος, τετραπέρατος
ωρίαγμαν = επιτήρηση, εποπτεία βοσκημένων ζώων
ωρίασμαν = επιτήρηση, εποπτεία βοσκημένων ζώων
ώριμος = ώριμος
ώριος = ωραίος
ωρολογάς = ωρολογάς
ωρολόγιν = χρονομετρικό όργανο, βιβλίο εκκλησιαστικό που περιέχει της ακολουθίες των ωρών
ως = έως
ώσαμε = ίσαμε
ωσάν = όταν
ώσνα = έως ότου
ώσπου = ώσπου, αφού, εφόσον
ώστε = έως ότου
ωτί(ν) = αφτί
ωτόπον = αφτάκι
ωτοπονίον = ο πόνος του αφτιού
ώφ = δηλώνει σχετλιασμό, στενοχώρια, αδημονία κτλ.
ωφέλεια = όφελος, κέρδος
ωφελώ = ωφελώ
ωφλάεμαν = εκβάλλω σχετλιαστικά τον φθόγγο ώφ για αδημονία, στενοχώρια κτλ.
ώχ = δηλώνει ευχαρίστηση, επιδοκιμασία, ικανοποίηση κτλ.
ωχράζω = γίνομαι ωχρός, κιτρινίζω

Понтийско-новогреческий словарь Δ-Λ

Понтийско-новогреческий словарь Δ-Λ

Δ

page===0

δάβα = πέρασμα, διάβαση
δαβάζω = μεταβιβάζω
δαβάζω = διαβάζω
δαβαίνω = διαβαίνω
δάβαση = διάβαση
δάβασμα = διάβασμα
δάβασμα = μετάβαση στο αντικρινό μέρος
δαβασταρία = διαβασμένη
δαβαστέας = διαβασμένος
δαβαστής = διδάσκαλος Τούρκος
δαβαστός = περασμένος
δαβάτες = διαβάτης, οδοιπόρος
δαβγατίζω = διαπερνώ
δαβολεύω = δίνομαι διάβολος, πανούργος
δαβολία = διαβολιά
δαβολίζω = διδάσκω να είναι κάποιος πανούργος
δαβολικός = διαβολικός
δαβολισία = πανουργία, πονηριά
δαβόλισμαν = το να εμπνέει σε κάποιον πονηρές σκέψεις
δαβολίτζα = διαβολάκια
δαβολίτζος = έξυπνος, πανούργος
δαβολολάγηνον = λαγήνι στο οποίο διατηρούνται πυτιά για την τυροκομία
δαβολοπούλλιν = παιδί διαβόλου, μεταφ. παιδί πανούργο
δάβολος = διάβολο
δαβολόσπορον = διαβολόπαιδο
δαβολοφάγετον = απόκτημα που προέρχεται από αδικία και ματαίως αφανίζεται
δαβολοφούσκωτος = χήρα προκλητική
δαβολωσύνα = πανουργία, πονηριά
δαβρέχω = ποτίζω λίγο
δαβρίν = ραβδί
δάδ(ιν) = δαδί
δαδάριν = ξύλο που έχει δαδί
δαδέα = οσμή δαδιού
δαδένος = ρητινώδης
δαδίν = δαδί
δαδόξυλον = ξύλο που έχει δαδί
δαδόπον = δαδάκι
δάζω = διευθετώ τον στήμονα στο υφαντικό ιστό
δάζω = μεταβιβάζω
δαίμονας = δαίμονας
δαιμονάσκουμαι = δαιμονίζομαι
δαιμονέας = δαιμόνιος
δαιμόνιγμαν = δαιμονίζω
δαιμονίζω = δαιμονίζω
δαιμόνιον = δαιμόνιον
δακέα = δαγκωματιά
δακεύω = χειροτονούμαι διάκονος
δάκινω = δαγκώνω
δακίτζος = μικρός διάκος
δακλύζω = ξεβγάζω
δακλώ = ξεβγάζω
δακλώσκουμαι = περιφέρομαι τριγύρω
δάκνεμα = δαγκωματιά
δακνέτζης = αυτός που δαγκώνει
δάκνω = δαγκώνω
δακομπώ = ξεσκονίζω
δακόπουλλον = μικρός διάκος
δάκος = διάκος
δακόσοι = διακόσιοι
δακράζω = δακρύζω
δακροβολώ = χύνω δάκρυα
δακρόπον = λίγα δάκρυα
δάκρος = δάκρυ
δάκρυ = δάκρυ
δακρύζω = δακρύζω
δάκρυον = νερό λίγο ψυχρό
δάκρυσμαν = δακρύζω
δακρώ = δακρύζω
δακρώνω = δακρύζω
δάκω = δαγκώνω
δαλαλετής = κήρυξ
δάλος = ξεχώρισμα
δαλύζω = διαλύω
δαλυστέρα = χτένα
δαλυχτέριν = χτένα
δαμάλα = αγελάδα
δαμάλιν = αγελάδα
δαμέσιν = χορτόπιτα
δαμετρούμαι = τρώω με μέτρο
δαμοιράζω = δαμοιράζω
δανείζω = δανείζω
δανεικόν = δανεικό
δάνεισμαν = δανείζω
δανειστής = δανειστής
δανείω = δανείζω
δάνος = το δανειζόμενο
δάνω = διαβαίνω, περνώ
δάξιμο(ν) = δήγμα, δάγκωμα
δαπάνα = δαπάνη
δαπανάγουμαι = παίρνω τα αναγκαία εφόδια
δαπανίζω = εφοδιάζω με τα αναγκαία εφόδια τροφής
δαπατώ = διέρχομαι, περιέρχομαι
δαπερώ = διαπερνώ
δάπλοκο = κλάδος θάμνου που χρησιμοποιείται ως πάσσαλος στην κατασκευή φράχτη
δαρβέσος = δερβίσης
δάργυρη = υδράργυρος
δαρέσα = είδος πίτας
δαρίζω = διαμοιράζω, διανέμω
δάριν = σιτηρέσιο
δάρισμαν = διαμοιράζω, διανέμω
δαριστέριν = όργανο δια του οποίου γίνεται η διανομή
δαριστής = διανομέας
δάρκουμαι = δέρνω
δάρμαν = δέρμα
δαρμενεία = νουθεσία, συμβουλή
δαρμενευτής = σύμβουλος, αυτός που νουθετεί
δαρμενεύω = νουθετώ, συμβουλεύω
δαρμός = δαρμός, χτύπημα
δάροφον = διάφορο
δάρσιμον = χτύπημα, δαρμός
δάρτι = προ ολίγο
δαρτιζ’νος = ο προ λίγο γινόμενος
δαρώ = ξαναμωραίνομαι
δάσιμο = διάβαση
δάσιμον = διευθέτηση στήμονα στο υφαντικό ιστό
δασκαλεία = διδασκαλεία
δασκαλείον = σχολείο
δασκάλεμα = συμβουλή, νουθεσία
δασκαλεύω = δασκαλεύω
δασκαλική = διδασκαλική
page===1

δασκαλικόν = δασκαλικά
δασκαλικός = δασκαλικός
δασκαλίνα = σύζυγος δασκάλου
δασκαλίτζης = μικρός σε ηλικία δάσκαλος
δασκαλοπαίδιν = τέκνο δασκάλου, μαθητής
δάσκαλος = δάσκαλος
δασκαλωσύνα = το επάγγελμα του δασκάλου
δασκεία = κατήχηση
δασκελώ = διασκελίζω
δασκευή = κατήχηση
δασκευτά = με διδαχή θρησκευτική
δασκευτέριν = βιβλίο με θρησκευτικές διδαχές
δασκεύω = κατηχώ
δάσμα(ν) = μεταβιβάζω
δάσος = δάσος
δαστήρα = ιστός αράχνης
δαστηρώνω = γεμίζομαι από αραχνιές
δαστολίχω = κατασταλάζω
δάστρα = ιστός αράχνης
δασύν = αυτός που έχει πυκνή σύσταση
δασύρω = δασύρω
δαταγερός = αυτός που δίνει διαταγές, προστάζει
δαταγή = διαταγή
δαταγός = ο διατάσσων, διευθύνων
δαταγωγή = τακτοποίηση, διευθέτηση οικίας
δαταγωγός = εκείνος που διατάσσει, διευθύνει
δατάζω = διατάζω, προστάζω
δατάχτορας = εκείνος που διατάζει, ορίζει
δατινάουμαι = ανατινάσσομαι
δάτος = τραύμα
δατρέχω = νήμα που διαπερνά εύκολα στη βελόνα
δατρός = γιατρός
δατώνω = τραυματίζομαι
δαυκίν = δαύκος
δαυλάζω = χτυπώ με δαυλό
δαυλίζω = υποκινώ εχθρότητα
δαυλίν = απόκαμα ξύλου
δαυλιστέριν = όργανο με το οποίο υποδαυλίζουν τα καιόμενα ξύλα εστίας
δαφεγγίζω = βλέπω αμυδρώς
δαφεντεύω = διαφεντεύω
δάφνη = δάφνη
δαφνίδιν = δάφνη
δαφνιδόφυλλον = φύλλο δάφνης
δαφνίν = δάφνη
δαφνόκλαδον = κλαδί δάφνης
δαφνοκούκκουτζο = καρπός δάφνης
δαφνόλαδον = δαφνέλαιο
δάφνον = δάφνη
δαφνόρριζον = ρίζα δάφνης
δαφνόφυλλον = φύλλο δάφνης
δαφορά = διαφορά
δαφορεύω = εξουσιάζω, δεσπόζω
δαφτουλίζω = ξεπουπουλίζω
δαφυντής = διευθυντής
δαχατέρα = θυγατέρα
δάχλον = δάχτυλο
δάχουλεν = υπόθερμο, χλιαρό
δαχτερόν = καλάθι όπου τοποθετούν αδράχτια
δαχτυλάζω = ψαύω με το δάκτυλο
δαχτύλασμαν = ψαύω με το δάκτυλο
δαχτυλέα = δαχτυλιά
δαχτυλήθρα = δαχτυλήθρα
δαχτυλήτρα = δαχτυλήθρα
δαχτυλίασμαν = ψαύω με το δάκτυλο
δαχτυλίδα = ψαύω με το δάκτυλο
δαχτυλίδιν = δαχτυλίδι
δαχτυλίζω = δοκιμάζω τροφή με το δάχτυλο
δαχτύλιν = δάκτυλος
δαχτυλίτζα = δαχτυλάκι
δαχτυλίτζιν = δαχτυλίδι
δαχτυλίτζος = δαχτυλίδι
δάχτυλον = δάχτυλο
δαχτυλόπον = δαχτυλάκι
δέβα = πέρασμα, διάβαση
δεβάζω = διαβάζω
δεβαίνω = διέρχομαι, περνώ
δέβαση = διάβαση
δεβαστέας = διαβασμένος
δεβαστός = περασμένος
δεβάτες = διαβάτης, οδοιπόρος
δεβγατίζω = διαπερνώ
δεβγάτισμαν = περνώ το στημόνι στα μιτάρια του αργαλειού
δέδιν = κακή τύχη, κακό ριζικό
δέηση = δέηση
δείκινω = δείχνω
δεικνύζω = δείχνω
δείκνω = δείχνω
δείλαγμαν = δειλία
δειλαίνομαι = δειλιάζω
δειλία = δειλία
δειλιασμένα = δειλιασμένα
δειλίζω = δειπνίζω
δείλιν = δείπνο
δειλινάζω = παρέχω στα ζώα την απογευματινή τροφή
δειλινάριν = γεύμα την ώρα του δειλινού
δειλινόν = δείπνο
δειλός = δειλός
δεινά = θαμπά
δείνα = αντωνυμία που αναφέρεται αντί προσώπου
δεινός = θαμπός
δείξα = καλή εμφάνιση
δείξιμο(ν) = δείξιμο
δειπνώ = δειπνώ
δείσα = ομίχλη
δεισακός = ομιχλώδης
δεισάρα = θαμπά, θολά
δεισάριν = ομιχλώδης
δεισόβολον = τόπος ομιχλώδης
δεισοτόπιν = τόπος ομιχλώδης
δεισοφώλιν = τόπος ομιχλώδης
δείσωμαν = η μεταβολή του καιρού σε ομιχλώδης
δεισώνω = γίνομαι ομιχλώδης
δεισωτός = ομιχλώδης
δεκαδύο = δώδεκα
δεκανίκιν = δεκανίκι
δεκαοχτώ = δεκαοχτώ
δεκαπεντάχρονος = δεκαπεντάχρονος
δεκαπέντε = δεκαπέντε
δεκάριν = δεκάρικο
δεκατέσσαροι = δεκατέσσερα
page===2

δεκατρείς = δεκατρείς
Δεκατριόνης = ήρωας παραμυθιού ο οποίος είναι ο δέκατος τρίτος και τελευταίως στη σειρά αδελφών
δέκρον = δάκρυ
δελάζω = περιπλέκω, μπερδεύω
δελακώνω = κάνω θηλιά
δελάριν = μπερδεμένο νήμα
δελαστήρα = εμπόδιο, πρόσκομμα
δελίασμαν = περιπλέκω, μπερδεύω
δελινάρ(ιν) = γεύμα την ώρα δειλινού
δελιώ = δειλιάζω
δέλτα = δέλτα
δελφίνιν = δελφίνι
δελφίνος = δελφίνι
δελφλινόλαδον = δελφινέλαιο
δελ’νάζω = παρέχω στα ζώα την απογευματινή τροφή
δέμα = δέμα
δέμακρον = στενό και λίαν επίμηκες
δεματάζω = δεματιάζω
δεματικόν = δεσμός
δεμάτιν = δέμα σταχυών
δεν = δεν
δεναστά = επείγουσα ανάγκη
δενέξιμον = διώξιμο
δενέχω = διώχνω
δεντράριν = δάσος
δεντρίν = δενδρύλλιο
δεντρίτζιν = δέντρο
δεντροκέφαλον = κορυφή δέντρου
δεντρόκλαδον = κλαδί δέντρου
δεντρολάχανον = λαχανίδα με μεγάλα φύλλα χωρίς μάπαν
δεντρολίβανον = δεντρολίβανο
δεντρολογία = διάφορα είδη δέντρων
δεντρομόλοχον = αλθαία
δεντρόν = δέντρο
δεντρότοπος = σύνδενδρος
δεντροφύλλωμαν = φυλλοφορία δέντρων
δεντρόφυτος = δεντρόφυτος
δεντρώνω = δεντρώνω
δένω = δένω
δεξά = δεξιά
δεξάμενος = νονός
δεξιά = δεξιά
δεξίζω = δείχνω
δεξιμάτης = βαπτιστικός
δέξιμον = διώξιμο
δεξιός = δεξιός
δέξισμα(ν) = δείχνω
δεξός = δεξιός
δεξοχέρης = επιδέξιος
δέρ(ιν) = σιτηρέσιο
δερβίσης = δερβίσης
δερίζω = διαμοιράζω, διανέμω
δέρμαν = δέρμα
δέρμαν = δαρμός
δερματώνω = εκφύω δέρμα, επουλώνομαι
δερνοκοπώ = ολοφύρομαι, μαλλιοτραβιέμαι
δερπάνιν = δρεπάνι
δέρω = δέρνω, χτυπώ
δεσίδα = μορφή, πρόσωπο
δέσιμον = δέσιμο
δεσκαλεύω = δασκαλεύω
δεσκαλική = δασκαλική
δεσκαλικόν = δασκαλικό
δεσκαλίτζης = μικρός σε ηλικία δάσκαλος
δέσκαλος = δάσκαλος
δεσκαλωσύνα = το επάγγελμα του δασκάλου
δεσμέα = οσμή δυόσμου
δέσμη = δέσμη
δεσμόλαδον = μινθέλαιο
δέσποινα = οικοδέσποινα, οικοκυρά
δεσποινίτζα = αλκυόνη
δεσποτακός = αυτός που ανήκει σε δεσπότη, μεγαλοπρεπής, ωραίος, γενναιόδωρος
δεσπότης = δεσπότης
δεσποτική = δεσποτική
δεσποτικόν = αρχιερατικός θρόνος
δεσύν = εκείνος που έχει πυκνή σύσταση
δετζίμιν = σχοινί
δευτεοπούλλιν = δεύτερο νέο σμήνος μελισσών
δευτεράζω = νηστεύω την Δευτέρα
δευτεράζω = επαναλαμβάνω
δευτεραίος = δεύτερος
δευτεράτικα = κατά την Δευτέρα
δευτεράτισσα = γυναίκα που νηστεύει την Δευτέρα
δευτερεία = δεύτερη τάξη του σχολείου
δευτεροδόναρον = δεύτερο νέο σμήνος μελισσών
δευτεροκλειδούμαι = κλειδώνομαι καλά
δεύτερος = δεύτερος
δευτερόσυκον = συκιά που καρποφορεί δύο φορές
δευτερώνω = επαναλαμβάνω
δεχνύζω = δείχνω
δέχνω = διώκω
δέχομαι = δέχομαι
δέχω = διώκω
δημογέροντας = δημογέροντας
δημογεροντία = δημογεροντία
διά = διά
διαβολιά = διαβολιά, ραδιουργία
διάβολος = διάβολος
διαβολοσυκέα = άγρια συκιά
διαβολόσυκο = καρπός της άγριας συκιάς
διαθήκη = νουθεσία, συμβουλή
διακλύζω = ξεβγάζω
διάκλυσμα = ξέβγαλμα
διακόπουλλο = μικρός διάκος
διάκος = διάκος
διακρίνω = διακρίνω
διάκριση = διάκριση
διαλαλίζω = διαλαλώ
διάλος = ξεχώρισμα
διάλυσμα = ξεχώρισμα
διαλύστρα = αραιή χτένα
διαλύω = χτενίζω με διαλύστρα
διαμάντιν = διαμάντι
διαμέρια = τα πήγαινε έλα
διαμερίδια = τα πήγαινε έλα
διαμερίζομαι = διαμελίζομαι
διαμερίσματα = τα πήγαινε έλα
διαρίω = διαμοιράζω, διανέμω
διαφεντεύω = διαφεντεύω
διαφορά = διαφορά
page===3

διαφορεύω = χρήματα που αυξάνονται δια τοκισμού
διαφορλαεύω = χρήματα που αυξάνονται δια τοκισμού
διάφορον = ωφέλεια
διβέργιν = γεωργικό εργαλείο
διβωλίζω = οργώνω αργό για δεύτερη φορά
διβώλισμαν = δεύτερο όργωμα αγρού
δίγαμος = δίγαμος
διγενής = δίγνωμος
δίγνωμος = δίγνωμος
δίγοργον = είδος χορού
διγουλίζω = τρώω δύο φορές
δίγω = δίνω
δίγως = δίχως
διδαχή = διδαχή
διδυμάντραρον = δίδυμος καρπός
διδυμάριν = δίδυμοι
διδυμαρίτζα = καρποί δύο συμφυείς
διδύμιν = κλωστές που εξέχουν στο ύφασμα, το οποίο δεν υφάνθηκε σωστά
δίδυμο = δίδυμο
διεστραμμένος = διεστραμμένος
διέχω = διώκω
διήμερα = διήμερα
διήμερος = διήμερος
δίκαια = δίκαια
δικαιοκρίτης = δικαστής
δίκαιος = δίκαιος
δικαιοσύνε = δικαιοσύνη
δικαίωμα = δικαίωμα
δικαιώνω = δικαιώνω
δικαιωτικός = δίκαιος
δικανίκιν = δεκανίκι
δίκαρδον = δίκροκος
δίκαρπον = καρπός με δύο πυρήνες
δικαρπόσυκο = συκιά δις καρποφορούσα
δικάταρτον = πλοίο με δύο κατάρτια
δίκατζον = αυτός που έχει στη μία άκρη δύο προεκβολές
δικέλλιν = δικέλλι
δικέριν = κηροστάτης με δύο κεριά
δίκερος = αυτός που έχει δύο κέρατα
δικεροτρίκερα = το αρχιερατικό δικέριν και τρικέριν
δικέφαλον = δικέφαλος
δικλωπία = ανειλικρίνεια, διπροσωπία, μεροληψία
δίκλωπος = διπρόσωπος, δόλιος
δίκνω = ξαίνω το βαμβάκι με τόξο
δικοκιάζω = κλώθω δύο μονά νήματα εις διπλούν
δικοκιστά = διαβάζω με δυσκολία
δικοκκίζω = κάνω ανάγνωση επαναλαμβάνοντας δυο φορές την συλλαβή ή την λέ
δίκοκκος = καρπός με δύο πυρήνες
δίκοκον = νήμα κλωσμένο δύο φορές
δίκολος = εκείνος που έχει δύο κώλους
δικομίζω = αθροίζω, συνάγω, συγκομίζω
δίκοντος = πολύ κοντός
δικοπερώ = περνώ κάποιον από δίκη σε δίκη
δικοπορεία = η εξ ιδίων οικονομική επάρκεια
δικοπορεύω = εξοικονομώ
δικοπορώ = φέρω εις πέρας
δίκοπος = δίκοπος
δίκορμος = εκείνος που έχει δύο κορμούς
δίκορτζον = διφυής καρπός λεπτοκαρύου
δικούκαρος = εκείνο που έχει δύο αγκίστρια, διχαλωτός
δικούριν = δυο φορές κουρεμένο πρόβατο
δικουρίτζα = δυο φορές κουρεμένη προβατίνα
δικράνιν = όργανο αλωνιστικό με δύο δόντια
δίκωτα = αμφίβολη κατάσταση
διλαβίτζα = αγγείο πήλινο με δύο λαβές
δίλαβον = εκείνος που έχει δυο λαβές
διλογίζω = λέω κάτι με έννοια διφορούμενη
διμαγγείον = είδος αγγείου
δίμακρον = στενό και επίμηκες
διμάντηλον = δυο μαντήλια
δίμηνος = δίμηνος
διμίτα = είδος υπόγειου βολβού
δίμιτον = ύφασμα του οποίου ο στήμονας υφάνθηκε με δυο κλωστές
διόλου = διόλου
διόπιστος = φιλάργυρος
διορθώνω = διορθώνω, επισκευάζω, τακτοποιώ
διορίζω = διορίζω, προστάζω, διευθύνω
δίπαντρος = δυο φορές παντρεμένη
διπάτιν = οικοδομή με δύο πατώματα
δίπηχον = μήκος δύο πηχών
δίπιστος = εκείνος που έχει δύο θρησκείες, μία κρυφή και μια φανερή
διπίτυχον = αυτό που εξαρτάται από την τύχη
δίπλα = δίπλωμα, συστολή
διπλά = διπλά
διπλάζω = διπλασιάζω
διπλανάθεμαν = επανάληψη του αναθέματος
Διπλανάσταση = εσπερινός του Πάσχα ψαλλόμενος ανήμερα το μεσημέρι
διπλάροι = πολλοί
δίπλαση = διπλασιασμός νήματος
δίπλασμαν = διπλασιασμός
διπλοκλαδεύω = κλαδεύω δεύτερη φορά
διπλοκλειδώνω = διπλοκλειδώνω
διπλοκοσκινίζω = διπλοκοσκινίζω
διπλοκουμποδέσιμον = διπλοκουμποδένω
διπλοκουράζω = συμπτύσσω δύο φορές
διπλοκουρεύω = κουρεύω σύρριζα
διπλοκόφτω = κόβω δεύτερη φορά
διπλολάλεμαν = δεύτερη πρόσκληση
διπλολαλώ = καλώ δεύτερη φορά
διπλομανταλώνω = κλείνω καλά με μάνδαλο
διπλομενύω = μηνύω, ειδοποιώ δεύτερη φορά
διπλοντράνω = κοιτάζω, παρατηρώ καλά
διπλοπαρακαλώ = παρακαλώ πολύ
διπλοπέρβολον = τοίχος με δύο σειρές λίθους
διπλοπλέκω = πλέκω με διπλή κλωστή
διπλοπροσωπία = διπλοπροσωπία
διπλοπρόσωπος = διπλοπρόσωπος
διπλορωτώ = ξαναρωτώ
διπλός = διπλός
διπλοσιδεράζω = δένω με διπλές αλυσίδες
διπλοσιδερίασμαν = δέσιμο με διπλές αλυσίδες
διπλοτηγανέα = διπλή τηγανιά
διπλοφώναγμαν = επίκληση, παράκληση επαναλαμβανόμενη
διπλοχάλκινον = κατασκευασμένος με διπλά φύλλα χαλκού
δίπλωμαν = δίπλωμα, σύμπτυξη
διπλώνω = συμπτύσσω
διπλωτά = διπλωμένα, συνεπτυγμένα
διπλωτός = διπλωμένος, συνεπτυγμένος
δίποδος = δίποδος
δίπορτος = δίπορτος
page===4

διπόταμος = μέρος συμβολής δυο ποταμών
διπροσωπία = διπροσωπία
διπρόσωπος = διπρόσωπος
διπυρίζω = αγελάδα που αισθάνεται οργασμό για δεύτερη φορά
δίπυρος = δυο φορές αναφερμένος την ημέρα αυτή, πολύ πυρωμένος
διπυρώνω = υποτροπιάζω
διράζω = διαμοιράζω, διανέμω
διρρώγικον = αγελάδα που έχει δυο μαστούς υγιείς
δις = δυο φορές
δισακκιάζω = βάζω κάτι στο δισάκκι
δισακκίζω = βλέπω τα αντικείμενα διπλά
δισάκκιν = διπλό σακί
δίσακκον = διπλό σακί
δισεγγόνιν = δισέγγονος
δισεχτία = δίσεκτο έτος
δίσεχτος = δίσεκτος
δισκάριν = ξύλινος δίσκος, δίσκος της εκκλησίας
δισκοπότηρον = δισκοπότηρο
δίσκος = δίσκος
δίσκουλα = δυο σκέλη
δισσώμιν = το διπλό μέρος του πουκαμίσου ανάμεσα στον τράχηλο και τον ώμο
δίστειρον = ζώο που μένει στείρο δύο χρόνια συνεχώς
δίστομος = δίστομος
διστρατίζω = διακλαδίζομαι δύο φορές
διστράτιν = το μέρος όπου ο δρόμος διχάζεται σε δύο
διστράτισμαν = διχασμός δρόμου σε δύο
δισυντεκνία = κουμπαριά
δίφανον = είδος δικτύου
διφορίζω = φυλλοφορώ δεύτερη φορά, φύομαι εκ δευτέρου
διφόριν = καρπός θάμνου που καρποφορεί δύο φορές το χρόνο
διφούρνιν = φούρνος αναμμένος δύο φορές συνέχεια
διφυλλίζω = εκφύω δύο φύλλα, εκφύω πολλά φύλλα
δίφυλλος = δίφυλλος
διχάλιν = κορμός δέντρου διχαλωτός, αλωνιστικό όργανο διχαλωτό
διχαλωτόν = διχαλωτό αλωνιστικό όργανο
δίχειλος = δίχειλος
διχερέα = ποσότητα όση χωράει το χέρι
δίχεριν = ποσότητα όση χωράει το χέρι
διχόνοια = διχόνοια
διχός = χωρισμένος στα δύο
δίχουτα = αμφίβολος κατάσταση
διχρονίζω = γίνομαι διετής
δίχρονος = δίχρονος
διχτράτ(ιν) = μέρος όπου ο δρόμος διχάζεται στα δύο
δίχτυν = δίχτυ
δίχως = δίχως
δίχωτα = αμφίβολος κατάσταση
δίψα = δίψα
διψάκα = ζωύφιο των γλυκών υδάτων
διψακούδα = ζωύφιο των γλυκών υδάτων
δίψυχος = έγκυος
διψώ = διψώ
διώκω = διώκω
διώξιμον = διώξιμο, απέλαση
διωρία = διορία, προθεσμία
διώς = δίχως
δογματίουμαι = μανθάνω, συνηθίζω
δόδιν = κακή τύχη, κακό ριζικό, φόβος
δοθή = διεύθυνση επιγραφομένη σε επιστολή
δοιάκιν = πηδάλιο πλοίου
δοκιάζω = στεγάζω με δοκούς
δοκιμή = δοκιμή
δόκιν = δοκός, δοκάρι
δολάπιν = ντουλάπι, ερμάριο
δολερός = δόλιος, πανούργος
δόλος = δόλος
δολώνω = νοθεύω
δόμακρον = επίμηκες
δονάριν = νέο σμήνος μελισσών, κυψέλη μελισσών
δονίζω = βομβώ, ηχώ
δόνισμαν = βοή, αντήχηση, σμηνουργία μελισσών
δόνο = νέο σμήνος μελισσών
δονόν = μάνδρα, οικία
δονός = οδός
δοντάζω = δαγκώνω, αμβλύνομαι
δοντάριν = οδοντωτός
δοντέα = ίχνος δαγκώματος, δάγκωμα
δόντιν = δόντι
δοντολάβιν = όργανο εξαγωγής δοντιών
δοντοπονίος = πόνος δοντιού
δοντόπονος = πόνος δοντιού
δονώ = βομβώ, ηχώ
δόξα = δόξα
δόξα = δόξα
δόξα = ουράνιο τόξο
δοξάζω = δοξάζω
δοξεύω = γεραίρω, τιμώ
δοξολογώ = δοξολογώ, υμνώ
δοράκινο = ροδάκινο
δόσα = δώρα, προίκα
δόσιμον = το να δίνει κανείς, φόρος δημόσιος
δότες = ο παρέχων αγαθά
δούγω = δίνω
δουκαλάζω = άγω, οδηγός ζώων, νουθετώ, συμβουλεύω
δουκαλεύω = άγω, οδηγός ζώων, νουθετώ, συμβουλεύω
δουκάλιν = χαλινός, καπίστρι ζώου
δουκαλοστέλιν = η άκρη του καπιστριού
δουκάνα = δύο παράλληλα ξύλα ενωμένα πάνω και κάτω
δούκισσα = παρωνύμιο γυναίκας που αποφεύγει την εργασία ως μη συνηθισμένη
δουλεία = δουλειά
δούλεμα(ν) = δουλειά, εργασία, κατεργασία, καλλιέργεια
δουλευτέας = φιλόπονος, εργατικός
δουλευτής = φιλόπονος, εργατικός
δουλεύω = δουλεύω
δούλεψη = δούλεψη
δουλιάζω = ασχολούμαι με εργασία
δουλίτζα = δουλίτσα
δουλόπον = δουλίτσα
δούλος = δούλος
δουλοσύνη = υπηρεσία
δουμακιάζω = παχαίνομαι, πρήζομαι
δουμάκιν = λιπώδης και παχιά ουρά προβάτου
δουμακώνω = παχαίνομαι, πρήζομαι
δουρβανίζω = παράγω βούτυρο μέσω ειδικού οργάνου από γάλα ή γιαούρτι
δουρβάνιν = ξύλινο αγγείο μέσα στο οποίο φτιάχνεται το βούτυρο από γάλα ή γιαούρτι
δούω = δίνω
δόχνω = διώκω
δράζω = αρπάζω, ανάβω, πυρώνω, κολλώ, συγκολλώ
δράκα = ότι περιλαμβάνεται στις δύο παλάμες
Δρακέλλενος = γενναίος έλληνας
page===5

δρακοντακός = δρακοντικός
δρακοντικός = πελώριος, υπερμεγέθης, δυνατός, ισχυρός
δρακοντιώ = μεγαλώνω δυναμώνω και γίνομαι δράκος
δρακοντοκεφαλίτες = εκείνος που έχει δράκου κεφάλι
δρακοντοπέγαδον = βρύση που φυλάσσεται από δράκο
δρακοντοπούλλιν = παιδί δράκου, παιδί ανδρειωμένου
δράκος = δράκος
δραμονή = φορά, τρέξιμο
δραμός = χτύπημα, ξυλοκόπημα
δρανίν = ράφι κατά μήκος τοίχου, οριζόντια στέγη οικίας
δρανοκέφαλον = το πέρα της οριζόντιας στέγης μέρος
δραξανίζω = δρασκελίζω
δράξιμον = αρπαγή, συγκόλληση
δραξούδα = κολλιτσίδα
δραξούρα = κολλιτσίδα
δράργυρη = υδράργυρος
δράχνω = αρπάζω, πυρώνω, κολλών
δραχτερόν = καλάθι όπου τοποθετούν αδράχτια
δραχτό = κολλητό
δρεπάνιν = δρεπάνι
δρεύω = ποτίζω φυτά και δέντρα
δριμίτα = είδος υπόγειου βολβού
δριμίτζα = λευκός μύκητας εδώδιμος
δριμίτιν = υπόγειος βολβός που έχει δριμεία γεύση
δριμυτίζω = έχω γεύση δριμεία
δρομάζω = δίνω δρόμο, νουθετώ, συμβουλεύω
δρόμος = δρόμος
δροπάν(ιν) = δρεπάνι
δροσάνα = είδος σύκου
δροσανόσυκα = είδος σύκου
δροσερός = δροσερός
δροσίζω = δροσίζω
δρουβάγγειν = ξύλινο δοχείο για παραγωγή βουτύρου
δρουβαγγίζω = παράγω βούτυρο μέσα σε ειδικό όργανο από γάλα ή γιαούρτι
δρουβανίζω = παράγω βούτυρο μέσα σε ειδικό όργανο από γάλα ή γιαούρτι
δρουβάνιν = ξύλινο δοχείο για παραγωγή βουτύρου
δρουβάνισμαν = παράγω βούτυρο μέσα σε ειδικό όργανο από γάλα ή γιαούρτι
δρουβανόξυλον = ξύλο οροφής από το οποίο κρέμεται το δρουβάνιν
δρουβανοσκοίνα = σκοινιά από τα οποία κρέμεται από την οροφή το δρουβάνιν
δρυδένος = από δρυς κατασκευασμένος
δρύδιν = δρυς
δρυδόξυλον = ξύλο δρυός
δρυδόπον = δρυς
δυάριν = χαρτί δυο παιγνιόχαρτο
δύμισυ = δυόμιση
δύναμη = δύναμη
δύναμος = παντοδύναμος, ρωμαλέος
δυνάμωμαν = σφοδρότητα
δυναμώνω = δυναμώνω
δυναμωτικός = δυναμωτικός
δυναστά = επείγουσα ανάγκη
δυναστεία = θλίψη, κακουχία
δυναστεύω = βασανίζω, τυραννώ
δυνατά = δυνατά
δυνατεύω = δυναμώνω
δυνατός = δυνατός
δυνατύνω = δυναμώνω
δύνουμαι = δύναμαι, μπορώ
δύο = δύο
δυοινέτερον = των δύο
δυσακά = δυτικά
δύσεμα = δυτικός άνεμος
δύση = δύση
δυσκόλεμαν = πίεση, στενοχώρια
δυσκολεύω = δυσκολεύω
δυσκολία = δυσκολία
δύσκολος = δύσκολος
δώδεκα = δώδεκα
δωδεκάδα = δωδεκάδα
δωδεκαήμερον = δωδεκαήμερο
δωδεκάμηνος = δωδεκάμηνος
δωδεκάρα = βασιλικό συμβούλιο αποτελούμενο από δώδεκα άτομα
δωδεκάχρονος = δωδεκάχρονος
δώκεμα = δόσιμο
δώμα = οριζόντια και χωματοσκεπής στέγη οικίας
δώρημαν = το προσφερόμενο δώρο, δημόσιοι φόροι

Ε

page===0

εαυτός = εαυτός
έβγα = έξοδος, λήξη, ανατολή
εβγαίνω = εξέρχομαι, αναγγέλλω, λήγω, ανέρχομαι
εβγάλλω = εκβάλλω, εξάγω, διαρρέω, αναβιβάζω
έβγαλμα = εξαγωγή, εξάρθρωση, έξοδος
εβγήνω = εξέρχομαι, αναγγέλλω, λήγω, ανέρχομαι
εβγό = αυγό
εβγοβάζαμο = είδος εδωδίμου μύκητα που έχει ομοιότητα με αυγό
εβδομάδα = εβδομάδα
εβδομαδάζω = αργώ μια εβδομάδα
εβδομαδάτ’κον = μισθός μιας εβδομάδας
εβδομαδίτζα = εβδομάδα
εβδομαδού = της μιας εβδομάδας
εβδομήντα = εβδομήντα
έβζηγμαν = σβήνω
εβζήνω = σβήνω
εβόρα = άνεμος, αέρας, δροσερός καιρός
εβοράουμαι = μένω σε μέρος σκιερό, δροσίζομαι
εβόρισμα = δρόσισμα, φύσημα
Εβραιΐα = γένος Εβραίων
Εβραίικα = εβραϊκά
Εβραίικος = εβραϊκός
εβραιοπούλλιν = παιδί Εβραίου
Εβραίος = Εβραίος
εβριστέ = είδος σπιτικών μακαρονιών
εγαπώ = αγαπώ
έγβα = έξοδος, λήξη, ανατολή
εγβαίνω = εξέρχομαι, αναγγέλλω, λήγω, ανέρχομαι
εγβάλλω = εκβάλλω, εξάγω, διαρρέω, αναβιβάζω, αφαιρώ
έγβαλμα = εξαγωγή, έξοδος, εξάρθρωση
εγβαλοδόντης = νωδός
εγβάλσιμον = εξαγωγή, εξάρθρωση
εγβήνω = εξέρχομαι, αναγγέλλω, λήγω, ανέρχομαι
εγβώνω = εξέρχομαι
εγγαστρούμαι = ζώο που είναι έγκυο
έγγιγμαν = άγγιγμα, επαφή
εγγίζω = αγγίζω, πλησιάζω
εγγιχτικός = δηκτικός, σκωπτικός
εγγόνιν = εγγόνι
εγγονός = εγγονός
εγγύηση = εγγύηση
εγγυητής = εγγυητής
έγδαρμαν = γδέρνω
εγδέρσιμον = εκδορά, γδάρσιμο
εγδέρω = γδέρνω
εγδή = όλμος, γουδί
εγδίν = όλμος, γουδί
εγδοκόπαλον = γουδοχέρι, ύπερος
εγδόριν = γδαρμένο ζώο
εγδύζω = γδύνω, μεταφ. ληστεύω
έγδυσμαν = γδύσιμο
εγδυτός = γυμνός
εγδύω = γδύνω, μεταφ. ληστεύω
εγείνος = εκείνος
εγέριν = σέλλα ίππου
εγερλαεύω = σελώνω
εγερλίν = σελωμένο
εγζελίγκια = γυναικείο κόσμημα
έγκα = έφερα
εγκαινάζω = εγκαινάζω
εγκαίνια = εγκαίνια
εγκαίριμος = εκείνος που έχει προχωρημένη ηλικία
εγκάλα = αγκαλιά
εγκαλάζω = αγκαλιάζω
εγκαλέα = αγκαλιά
εγκάλεμα = καταγγελία, μήνυση
εγκαλετός = καταγγελία, μήνυση
εγκαλεχτέας = εκείνος που ψάχνει αφορμή να κάνει μήνυση
εγκαλώ = οδηγώ σε δικαστήριο
εγκάτοικος = ένοικος
εγκλεσία = εκκλησία
έγκλημαν = έγκλημα
εγκλησάσκουμαι = εκκλησιάζομαι
εγκλησία = εκκλησία
εγκλησίτζα = εκκλησάκι
εγκλησόπον = εκκλησάκι
εγκολλίουμαι = προσκολλούμαι
εγκόλπιος = φυλαχτό
εγκουνάζω = σπαργανώνω, φασκιώνω
εγκουνάσιμον = σπαργάνωμα, φάσκιωμα
εγκουνερή = πλεκτό από βέργες κάνιστρο όπου τοποθετούνται τα σπάργανα βρέφους
εγκούνια = σπάργανα βρέφους
εγκύα = έγκυος
εγλάζω = ολισθάνω, γλιστρώ
εγλαξίος = ολίσθηση, γλίστρημα
εγλασίος = ολίσθηση, γλίστρημα
εγλαστήρα = μέρος ολισθηρό
εγλύζω = διαλύω
εγλύτε = όργανο ταλασιουργίας με το οποίο τολυπεύονται τα νήματα
εγλύτρα = όργανο ταλασιουργίας με το οποίο τολυπεύονται τα νήματα
εγλύτωμαν = γλύτωμα
εγλυτωμός = γλυτωμός
εγλυτώνω = γλυτώνω
εγνεύω = κάνω νεύμα
έγνεφα = σε κατάσταση εγρηγόρσεως
εγνεφίζω = ξυπνώ
εγνέφισμαν = ξύπνημα
έγνεφος = νηφάλιος, ξύπνιος
εγνεφώ = ξεμεθώ, ξυπνώ
εγνέψιμον = νεύμα
εγνωριμάουμαι = γνωρίζομαι
εγνωριμία = γνωριμία
εγνώριμος = γνώριμος
εγνωρισκεύκουμαι = γνωρίζομαι
εγνωριστός = γνωστός
εγνώρσμαν = γνώρισμα
εγνωτίζω = γνωρίζω
εγουευτέας = φειδωλευόμενος, γλίσχρος
εγουεύω = φειδωλεύομαι, φείδομαι
εγραίικα = γραώδη
εγραίος = γέρος
εγροίκεμαν = κατανόηση
εγροικισμένα = κατανοητά, με φρόνηση
εγροικώ = εννοώ, καταλαβαίνω, κρίνω, ακούω
εγρωνίζω = γνωρίζω
εγρωνιμία = γνωριμία
εγρώνιμος = γνώριμος
εγώ = εγώ
εδεράγομαι = καταφεύγω κάτω από τη σκεπή για να προφυλαχτώ από τη βροχή
εδέρος = μέρος όπου καταφεύγουμε για προφυλαχτούμε από τη βροχή
page===1

εδικός = ειδικός
έδρα = έδρα
έδρα = έδρα
εδρύδ(ιν) = δρυς
εδωδρόμι = έγκαυμα ή τραύμα επιπόλαιο
εδώθε = προς τα εδώ
εείνος = εκείνος
εζαρόπεσα = έπεσα στραβά
έζιν = είδος βάτου που έχει ελαστικότητα, ελαστικότητα
εζλίν = εκείνος που έχει ελαστικότητα
εζτεχάς = μυθολογικός δράκος
εθάρρος = θάρρος
εθελοντές = εθελοντές
έθινον = παιδί άτακτο και ζωηρό
έθνος = έθνος
ειβαίνω = εξέρχομαι, αναγγέλλω, λήγω, ανέρχομαι
ειβάλλω = εκβάλλω, εξάγω, διαρρέω, αναβιβάζω, αφαιρώ
είδα = είδα
είδελο = είδωλο
είδος = είδος
είδωλον = είδωλο
εικάζω = εικάζω
εικόνα = εικόνα
εικονίζω = εικονίζω
εικόνισμα = εικόνισμα
εικονογραφία = εικονογραφία
εικονοστάσιν = εικονοστάσι
εικονοστάτες = εικονοστάσι
εικός = εικασία
εικοσάρι = εικοσάρι
είκοσι = είκοσι
εικοσιεννέα = είκοσι εννέα
εικοσιέξ = είκοσι έξι
εικοσιεφτά = είκοσι εφτά
εικοσιοχτώ = είκοσι οχτώ
Εικοσιπεντή = της Μεσοπεντηκοστής
εικοσχρονέσσα = εικοσαετής
ειλίδιν = βέργα λυγαριάς
ειλίκιν = ελικοειδής βλαστός φυτού
είμαι = είμαι
είπα = είπα
ειπείναιμον = λόγος
είπεμα = λόγος
ειρήνεμαν = ειρήνευση, συμφιλίωση
ειρηνεμένα = ειρηνικά
ειρηνεύω = συμφιλιώνω, ομονοώ
ειρήνη = ειρήνη
ειρηνιακός = ειρηνικός
είς = ένα, ένας
εισκομίζω = εισκομίζω
εισόδημα = εισόδημα
εισπολλάτη = εις πολλά έτη
ειταδά = εδώ
ειταδακέσου = ίδια κατ’ εδώ
ειταδακιάνου = ίδια κατ’ εδώ προς τα άνω
ειταδαμέρου = κατ’ εδώ
είταινος = ο τάδε
ειτακεί = ίσια εκεί, προς τα εκεί
εκαικά = εκεί
εκατόν = εκατό
εκατοντάριν = εκατοστάρι
εκατοστάρα = εκατοστάρα
εκατοστάριν = εκατοστάρι
εκεαπαγκιάνου = εκεί επάνω με κατεύθυνση προς τα άνω
εκεί = εκεί
εκεί-έμπρου = εκεί εμπρός
εκεί-έξου = εκεί έξω
εκεί-κάθεν = εκεί παρακάτω
εκειάνθεν = εκεί επάνω
εκειαπαγκαικά = εκεί επάνω προς τα κάτω
εκειαπαγκέσου = εκεί επάνω
εκειαπάνου = εκεί επάνω
εκειαπεσκαικά = εκεί μέσα
εκειαπεσκέσου = εκεί μέσα
εκειαπέσου = εκεί μέσα
εκειαπισκιάνου = εκεί μέσα με κατεύθυνση προς τα άνω
εκειαφκά = εκεί από κάτω
εκειαφκακαικά = εκεί από κάτω ακριβώς
εκειαφκακιάνου = εκεί από κάτω με κατεύθυνση προς τα άνω
εκείθεν = από εκεί, προς τα εκεί
εκεικά = εκεί κοντά ακριβώς
εκεικάνας = εκεί, κοντά
εκεικέσου = κατ’ εκείνα εκεί τα μέρη
εκεικιάνου = εκεί με κατεύθυνση προς τα άνω
εκειμερέαν = εκεί μεριά, εις εκείνο το μέρος
εκειμερόθεν = εκεί μεριά, εις εκείνο το μέρος
εκείμερος = εκεί μεριά, εις εκείνο το μέρος
εκειμέρου = εκεί μεριά, εις εκείνο το μέρος
εκεινετέροι = οι δικοί τους
εκεινέτερον = ο δικός τους
εκείνος = εκείνος
εκειπέραν = εκεί απέναντι, αντίκρυ
εκειπλαγκαικά = εκεί παραπέρα
εκειπλάν = εκεί πέρα
εκειπουκά = εκεί από κάτω, εκεί κάτω
εκέσ’ = κατ’ εκείνα εκεί τα μέρη
εκιάνου = εκεί με κατεύθυνση προς τα άνω
εκκλησία = εκκλησία
εκνηκάτος = εκείνος που είναι κόκκινος
εκόρακεν = αγανάκτησε
έκσα = ακούω
έλα = έρχομαι
έλα = έλα
ελαδάς = λαδέμπορος
ελαδέα = οσμή λαδιού
ελάδεμαν = εκπίεση ελαίου, λάδωμα
ελαδένον = λαδερό φαγητό
ελαδερόν = δοχείο λαδιού
ελαδεύω = εκπιέζω λάδι
ελάδιν = λάδι
ελαδοβαφτισμένος = βαφτισμένος ως Χριστιανός
ελαδοκούτιν = δοχείο λαδιού
ελαδόπον = λίγη ποσότητα λαδιού
ελαδοπράσινος = εκείνος που έχει χρώμα λαδιού
ελαδόσκευον = δοχείο λαδιού
ελαδόσυκον = είδος συκιάς
ελαδώνω = λαδώνω
ελαιά = ελιά
ελαιόπον = μικρό δέντρο ελιάς
ελαιότοπος = τόπος με ελιές
page===2

έλαμα = έλευση
έλαμαν = έλεος
ελάμνω = οργώνω, κωπηλατώ
ελάναιμο = έλευση, ερχομός
έλαση = έλευση, ερχομός
ελάσιμον = όργωμα
ελασίον = όργωμα
έλασμαν = όργωμα
ελάτα = δοκάρι από καρπό ελάτου
ελατέα = οσμή ελάτου
ελατένος = ο κατασκευασμένος από ξύλο ελάτου
ελάτενος = ο κατασκευασμένος από ξύλο ελάτου
ελάτιν = έλατο
ελατοκλάδιν = κλαδί ελάτου
ελατοκούκκουτζον = κουκουνάρι ελάτου
ελατοκούριν = κούτσουρο ελάτου
ελατόξυλον = ξύλο ελάτου
ελατόπισσα = πίσσα ελάτου
ελατορρίζιν = ρίζα ελάτου
ελατότοπος = τόπος με έλατα
ελατόφυτον = νεαρός βλαστός ελάτου
ελάττωμα = ελάττωμα
ελατωτή = τόπος κατάφυτος από έλατα
ελάφιν = ελάφι
ελαφοκέρατον = κέρατο ελαφιού
ελαφόνερον = νερό που πίνουν τα ελάφια
ελαφόπουλλον = νεογνό ελαφιού
ελαφρά = ελαφρά
ελαφρένω = ελαφρύνω
ελαφρέσα = ελαφρόμυαλος
ελαφροαίματος = αξιαγάπητος για το ήθος του
ελαφρόκολος = εκείνος που δεν μπορεί να καθίσει σε ένα μέρος πολλή ώρα, μεταφ. εργατικός, φιλόπονος
ελαφρολάλλατζον = ελαφρός λίθος λείος και σφαιρικός
ελαφρόξυλον = ξύλο ελαφρύ
ελαφροπίνακον = ελαφρό πινάκιο ξύλου
ελαφροποδαράτος = γοργοπόδαρος
ελαφρός = ελαφρός
ελαφρόστομος = ακριτόμυθος
ελαφροσύνα = απερισκεψία, επιπολαιότητα
ελαφρότε = απερισκεψία, επιπολαιότητα
ελαφρόψυχος = εκείνος που είναι αγαθός και δεν μαλώνει με κανέναν
ελάφρυμαν = ελαφρύνω
ελαφρύνω = ελαφρύνω
ελάφρυση = ανάρρωση
ελαφρώνω = ελαφρώνω
ελάφρωση = ελάφρυνση
ελαφρωτός = επιπόλαιος, μικρόμυαλος
ελέα = ευσπλαχνία
ελέαμαν = οικτιρμός, έλεος
ελεεινός = ελεεινός
ελεημονητικός = φιλεύσπλαχνος
ελεήμονος = φιλεύσπλαχνος
ελεημοσύνη = ελεημοσύνη
ελέηση = ελέηση
ελέιμος = άξιος ελέους, οίκτου
ελειώνω = λιώνω
έλεος = πρόνοια, προστασία
ελεπείναιμον = όραση
ελεπή = πήχης εμπορικός
έλεπμαν = βλέπω
ελέπω = βλέπω
ελεύτερα = ευρυχωρία, όχι στενόχωρα
ελευτερία = ελευθερία, απαλλαγή από τις ωδίνες του τοκετού
ελεύτερος = ελεύτερος
ελευτεροφάγεια = τα μετά τον τοκετό παρατιθέμενα φαγητά
ελευτεροχάρτιν = τροπάριο εκκλησιαστικό που ψάλλετε σε ψυχορραγούσα
ελευτέρωμαν = απελευθέρωση, τοκετός
ελευτερώνω = απαλλάσσω, διευκολύνω τον τοκετό
ελευτέρωση = τοκετός, γέννα
ελεφάντινος = ελεφάντινος
ελεώ = οικτίρω, ελεώ
ελήγορα = γρήγορα
ελήγορος = γρήγορος
εληγορώ = γρηγορώ
ελιγοστεύω = λιγοστεύω
ελιγοστός = λιγοστός
ελίτζικος = λιγούτσικος
ελίχιν = μπάλωμα τρύπας τσαρουχιού
ελίχτρε = γεωργικό εργαλείο
ελκιάζω = εξελκούμαι
έλκιν = έλκος
έλκος = έλκος
Ελλαδώτες = Ελλαδίτης
ελλεβόριν = ελλέβορος
Ελλενικόν = Ελληνικό
Έλλην = Έλληνας
ελπίδα = ελπίδα
ελπίζω = ελπίζω
ελυτός = λυτός
έμα, έμας = μας
εμάζω = μοιάζω
εμείς = εμείς
εμέν = εμένα
εμετέπεσεν = τρελάθηκε
εμετέροι = οι δικοί μας
εμέτερον = ο δικός μας
εμκαικά = τοπικώς, εμπρός, εμπροστά
εμκές(ου) = εμπρός
εμκιάνου = εμπρός προς τα άνω
έμνοστα = με χάρη
εμνοστάδα = απολαυστικός, γλυκύτητα
εμνοστία = νοστιμάδα, γλυκύτητα
εμνοστίζω = γίνομαι νόστιμος
εμνοστισία = νοστιμάδα, γλυκύτητα
έμνοστος = νόστιμος
εμνοστύνω = γίνομαι νόστιμος
εμόν = δικό μου
έμορφα = ωραία, καλά, όμορφα
εμορφάδα = ομορφιά, ωραιότητα
εμορφανάλλαχτος = ο παρουσιαζόμενος ωραίος με καλή ενδυμασία
εμορφένω = ομορφαίνω
εμορφία = ομορφιά
εμορφίζω = ομορφαίνω, ωραίος, ζωγραφίζω ωραία
εμορφισάδα = ομορφιά
εμορφογύριστος = εκείνος που διεξάγει καλά ιδίως τα οικονομικά
εμορφοπερπερίσκουμαι = ξυρίζομαι ωραία
έμορφος = όμορφος
εμορφοστολίζω = στολίζω ωραία, καλλωπίζω
εμορφότα = ωραιότητα ανθρώπου, φυσική καλλονή
εμορφύνω = ομορφαίνω
page===3

εμορφωτός = λίγο όμορφος
εμουχτάνωσε = διέσυρε, συκοφάντησε
εμοφρισία = ομορφιά
έμοφρος = όμορφος
έμπα = είσοδος, αρχή
έμπα = εμπρός
εμπάζω = βάλλω, τοποθετώ
εμπαθής = εκείνος που πάσχει από ανίατη νόσο
εμπαθούσα = εκείνη που πάσχει από ανίατη νόσο
έμπαιδος = έγκυος
εμπαίνω = εισέρχομαι, μπαίνω
εμπαλλένον = το καμωμένο από παλαιά κομμάτια υφάσματος
εμπαλλίζω = μπαλώνω
εμπάλλιν = μπάλωμα
εμπάλλισμαν = μπάλωμα
εμπαλλιστός = μπαλωμένος
εμπαλλωτός = μπαλωμένος
εμπαλώνω = μπαλώνω
έμπαμαν = είσοδος, μπάσιμο
εμπάσιμον = είσοδος, μπάσιμο
εμπατή = περιοχή τόπου τινός
έμπειρος = έμπειρος, επιτήδειος
εμπερβολή = εισόδημα, πρόσοδος
εμπιστεύκουμαι = εμπιστεύομαι
εμπιστός = έμπιστος
εμπιστοχύνα = εμπιστοσύνη
εμπλάχωρος = απλόχωρος
εμποδάζω = εμποδίζω
εμποδέα = ποδιά
εμποδίζω = εμποδίζω
εμπόδιον = εμπόδιο
εμποδισμένη = γυναίκα που έπαψε να τεκνοποιεί λόγω νοσήματος
εμποδισμέντζα = έγκυος
έμποδος = έγκυος
εμπονεστάζω = αποκρέω
εμπονεστία = η προηγούμενη μέρα της περιόδου των νηστειών
εμπουρλώνω = συνδέω τις άκρες νημάτων στο στημόνι όταν κοπούν
εμπράλιστος = παραπάνω αλατισμένος
εμπραπλώνω = εκτείνω, απλώνω εμπρός
εμπραχέρωνον = το μπροστινό μέρος του αχυρώνα
εμπρέλα = ομπρέλα
εμπρευτής = ο οδηγός προπορευόμενος των βοδιών κατά το όργωμα
εμπρεύω = προπορευόμενος οδηγώ ζεύγος βοδιών κατά το όργωμα
εμπριζ’να = σε παλαιά εποχή
εμπριζ’νός = προγενέστερος, αρχαίος
εμπρκαικά = τοπικώς, εμπρός, εμπροστά
εμπρκέσου = εμπρός
εμπρκιάν(ου) = εμπρός προς τα άνω
εμπροβόδηση = σωματική ανάπτυξη
εμπροβολή = προκοπή, πρόοδος
εμπροβουκώνω = παρέχω προς τον άλλον και κατ’ επέκταση παρέχω περισσότερη τροφή
εμπροδαβαίνω = προπορεύομαι, προσπερνώ
εμπροδεβάζω = κάνω κάποιον να προσπεράσει άλλον, κατευοδώνω, προπέμπω
εμπροεστός = προϊστάμενος κοινότητας
εμπροζώσκουμαι = ζώνομαι έμπροσθεν
εμπροκάρδιν = επιστήθιο κάλυμμα γυναικός
εμπροκλιστέας = κλίνω το κεφάλι προς τα κάτω, κυφός, καμπούρης
εμπρόκλιτος = κλίνω το κεφάλι προς τα κάτω, κυφός, καμπούρης
εμπροκοίλης = εκείνος που έχει προτεταμένη την κοιλιά
εμπροκότζακον = κουμπί του στηθόδεσμου
εμπροκούριν = το εξέχον εμπρόσθιο ξύλο του σαμαριού
εμπροκυματία = τα έμπροσθεν κύματα του πλοίου
εμπρολαλέτες = όμιλος τραγουδιστών σε γαμήλια πομπή
εμπρολαλία = πρωτοπορία, εμπροσθοφυλακή
εμπρολαλώ = ελαύνω επειγόντως προς τα εμπρός
εμπρολάτες = ο προπορευόμενος, οδηγός, αρχηγός
εμπρολάτικον = ταύρος προπορευόμενος
εμπρόλογος = εισαγωγή στο λόγο, στο κύριο θέμα
εμπρομαμμή = η βοηθός της μαμής κατά τον τοκετό
εμπρόμυτα = μπρούμυτα
εμπρομυτίζω = τοποθετώ αντίστροφα, πίπτω μπρούμυτα
εμπροξύνω = χύνω μπροστά
εμπροπαίρω = προσπερνώ, προοδεύω, προκόβω
εμπροπάω = προπορεύομαι
εμπροπίσω = εμπρός και πίσω
εμπροπλάκιν = πλάκα που τοποθετείται στο στόμιο του φούρνου μετά την εισαγωγή άρτων
εμπροπόνα = πρώτοι πόνοι του τοκετού
εμπρός = εμπρός
εμπροστά = τοπικώς, εμπρός
εμπροστάλιν = μπροστέλα
εμπροστέλα = σαλιάρα
εμπροστία = πυροστιά
εμπροστινός = μπροστινός
έμπρου = εμπρός
εμπρουζ’νός = προγενέστερος, αρχαίος
εμπρουκιάνου = εμπρός προς τα άνω
εμπροΰστερα = αργά ή γρήγορα
εμπροφαίνομαι = προβάλλω, αναφαίνομαι
εμτεικά = εμπρός, τοπικώς
εμφυής = μαθητής που εύκολα μαθαίνει
έμψυχα = έμψυχα, σπλάχνα
εμώνω = ορκίζομαι
ενάζω = λιπαίνω αγρό με κοπριά
ενάμισυ = ενάμισυ
έναν = ξάι λίγο ακόμα
ενάντια = εναντίως, εχθρικώς
ενάντιος = ενάντιος
εναντιούμαι = αντιλέγω, αντιπράττω
εναπομένω = μένω
ένας = ένας
ένατα = εννιάμερα
εναύλιν = στην αυλή βρισκόμενος
εναυλοτόπιν = αγρός παρακείμενος στην οικία
ενδυτός = ντυμένος
ενέα = γενιά
ενεγκόπεν = χάθηκε
ενενήντα = ενενήντα
ενέχκουμαι = είμαι συνεργός κακής πράξης
ένι = υπάρχει
ένι-και = αν
έννα = έννοια
εννακόσοι = εννιακόσιοι
εννάμερα = εννιά ημερών
εννάνυχτα = εννιά νύχτες
εννάριν = χαρτοπαίγνιο εννιάρι
εννάσκομαι = φροντίζω
εννάχρονος = εννιάχρονος
εννέα = εννέα, εννιάμερα
εννιάμερος = εννιά ημερών
εννιαμηνίτης = εννιά μηνών
page===4

έννοια = έννοια
εννοιάουμαι = φροντίζω
ένοικος = ένοικος
ενορία = ενορία
ενοριάτης = κάτοικος ενορίας
ενού = νους
εντάμα = μαζί
εντάμοι = μαζεμένοι
εντάμωμα = προσαρμωγή δυο πραγμάτων, συνάντηση
ενταμώνω = φέρω σε επαφή, συναντώ, συναντιέμαι
εντάμωση = προσαρμογή δυο πραγμάτων, συνάντηση
ενταμωτός = προσαρμοσμένος
ενταρίν = ποδήρης χιτώνας γυναικών και ιερέων
ενταφάζω = ενταφιάζω
ενταφίασμαν = ταφή, θάψιμο
έντεκα = έντεκα
έντεκας = ανόητος, βλάκας
εντεκάχρονος = εντεκάχρονος
εντέλεια = εντέλεια, τελειότητα
έντεμα = περικάλυμμα, περίβλημα μαξιλαριού
εντζερέ = χύτρα, τέντζερης
εντιμάνιν = κατοικία
εντόπιος = εγχώριος
εντοπίτης = συμπολίτης
εντούνεικα = χτυπώ, δέρνω
εντούν’να = χτυπώ, δέρνω
εντράνεμαν = κοιτάζω, παρατηρώ
εντρανίζω = κοιτάζω, παρατηρώ
εντρεπήναιμον = ντροπή
εντρέπω = συγκινώ, καταντροπιάζω
εντροπάζω = ντροπιάζω
εντροπάρης = ντροπαλός
εντροπάσιμον = ντροπή
εντροπέας = ντροπαλός
εντροπή = ντροπή
εντροπίασμαν = ντροπιάζω
έντυμα = περικάλυμμα, περίβλημα μαξιλαριού
εντύνω = ντύνω
εντώκα = χτύπησα, έδειρα
ενώ = ενώ
ένωμαν = ενώνω
ενώνω = ενώνω
ενωρίς = νωρίς
έξα = χύνω
εξάγκωμα = με τα χέρια δεμένα πίσω από την πλάτη
εξαγούρεμαν = εξομολόγηση
εξαγουρευτής = πνευματικός, εξομολόγος
εξαγουρεύω = εξομολογώ
εξάδελφος = ξάδελφος
εξαδελφοσύνα = ιδιότητα ξαδέλφου
εξάζω = αξίζω
εξαθίζω = ξεθωριάζω
εξακόσοι = εξακόσοι
εξακουμπίζω = ακουμπώ και προσεγγίζω και σταματώ
εξακουσκούμαι = φημίζομαι
εξάκουστος = πολυθρύλητος, περιβόητος
εξαμήνα = εξαμήνα
εξαμηνίτης = ηλικία έξι μηνών
έξαμος = μέτρο διαστάσεων
εξάμωμαν = καταμέτρηση μέτρου πράγματος
εξαμώνω = παίρνω μέτρα, καταμετρώ
εξανάλλαχτος = λαμπροφορεμένος
εξανάσκελα = ανάσκελα, ύπτια
εξανοίγω = ανοίγω εντελώς
εξαπαδάντοι = κατ’ ευφημισμόν τα κακά πνεύματα
εξάπαρτος = άτακτος, ανυπάκουος, απρόσεκτος
εξαπέσα = λόγια ασυνάρτηστα, ανόητα
εξαπέσης = μωρολόγος
εξαπέσου = αντιστρόφως, ασυναρτήτως
εξάπλωμαν = ξαπλώνω
εξαπλώνω = ξαπλώνω
εξαπτέρυγα = εξαπτέρυγα
εξαριές = αργυρά βραχιόλια
εξάριν = χαρτοπαίγνιο χαρτί εξάρι
εξαρτεύω = διευθετώ, τακτοποιώ, εθίζω κάτι σε κάτι
εξάρτιν = σχοινί πλοίου
έξαρχος = αρχιερατικός επίτροπος κοινότητας
εξάστρα = η πούλια, ο αυγερινός, άστρο πρώτου μεγέθους
εξατιμάζω = βρίζω, δυσφημίζω
εξατιμία = περιφρόνηση
εξατιμώνω = βρίζω, δυσφημίζω
εξάφλος = ξάδελφος
εξαφλός = ξάδελφος
έξαφνα = αιφνιδιαστικά, ξαφνικά
εξαφνίζω = τρομάζω, καταπτοώ, ξαφνιάζομαι
εξάχρονος = εξάχρονος
εξάψαλμος = εξάψαλμος
εξέβα = βγαίνω
εξεγδύσκομαι = εκδύομαι, ξεντύνομαι
εξέγκα = βγάζω
εξέδωκεν = ξεθυμαίνω, αποβάλω την σφοδρότητα
εξείμαι = παραείμαι
έξειμον = το έχει κάποιος κάτι
εξείπα = παραείπα
εξελαφρύνω = ανακουφίζω
εξέμαθα = έμαθα εντελώς
εξεντερίζω = βασανίζω
εξεπαιδώνω = παύω να γεννώ
εξέπαρτος = άτακτος, ανυπάκουος
εξέπεσα = παρεκτράπηκα, πτώχευσα
εξεπνόισεν = εξέπνευσε, πέθανε
εξεποίκα = αποτελείωσα
εξεργάτ’κα = την ημέρα της εορτής
εξεργάτ’κος = εκείνος που ανήκει σε μη εργάσιμη μέρα
έξεργος = αργία
εξέρθαμε = παραήρθαμε
έξερμαν = το να γνωρίζει κάτι κάποιος
εξερούμενος = ο γνωρίζων, ειδήμων
εξέρω = ξέρω, γνωρίζω
εξετάζω = εξετάζω, ερευνώ
εξέταση = εξέταση, δοκιμασία
εξέτασμαν = εξετάζω
εξεταστής = εξεταστής
εξεταχτής = εκείνος που εξετάζει και ερευνά
εξέχωρα = ξέχωρα
εξηβγαίνω = βγαίνω
εξήγηση = εξήγηση
εξηγίζω = ερμηνεύω, εξηγώ, διακρίνω
εξήγκα = βγάζω
εξήγκα = βγάζω
page===5

εξηλάζω = ηλιάζομαι, τρέχω πάνω κάτω
εξημηνίτης = εξάμηνος
εξήντα = εξήντα
εξηνταπαραδίστικος = εκείνος που έχει μόνο εξήντα παράδες
εξηύρα = εξευρίσκω
έξηχος = άτακτος, ευκίνητος, δραστήριος, ευμαθής
εξίασπρος = κατάλευκος
εξίαστρα = η πούλια, ο αυγερινός, άστρο πρώτου μεγέθους
εξίαστρον = η πούλια, ο αυγερινός, άστρο πρώτου μεγέθους
εξιγίνομαι = τελειώνω
εξικάμνω = τελειώνω, ξεκάνω το γνέσιμο
εξικεντώ = παύω να κεντώ, τελειώνω το κέντημα
εξικλαίω = παύω να κλαίω
εξιλέγω = παύω να λέγω
εξιλεπίζω = ξεφλουδίζω
εξιμαθάνω = ξεμαθαίνω, λησμονώ
εξιπλάησεν = δεν ξέρει τι του γίνεται, τα ‘χασε και κάνει σαν τρελός
εξιπλύνω = τελειώνω το πλύσιμο, παύω να πλύνω
εξιπνόισεν = εξέπνευσε, πέθανε
εξιρράφτω = τελειώνω το ράψιμο, παύω να ράβω
εξιτέκνωσε = γυναίκα που έπαψε να τεκνοποιεί
εξιφανίζω = φανερώνω, εκδηλώνω τις σκέψεις μου
εξιφαντούμαι = επιδεικνύομαι υπεροπτικός, ξεφαντώνω
εξίχωρα = ξέχωρα
εξοδάζω = δαπανώ, ξοδεύω
εξοδάρης = σπάταλος
εξοδέας = σπάταλος
εξοδευτής = ξοδευτής, σπάταλος
εξοδεύω = ξοδεύω, δαπανώ
εξόδιν = επικήδειος θρήνος, κηδεία, καταστροφή
έξοδον = δαπάνη
εξολιγού = ελάχιστα, λίγο
εξολοθρεμός = όλεθρος, καταστροφή
εξολοθρεύω = εξολοθρεύω, αφανίζω, καταστρέφω
εξομολόγεμαν = εξομολόγηση
εξομολόγηση = εξομολόγηση
εξομολογητής = εξομολογητής
εξομολογία = εξομολόγηση
εξομολόγος = εξομολόγος
εξομολογώ = εξομολογώ
εξομπλάζω = κάνω κέντημα
εξόμπλιν = υπόδειγμα κεντήματος
εξομπλοπάνιν = ύφασμα στο οποίο ξεσηκώνουν το υπόδειγμα κεντήματος
εξομώνης = εξωμότης
εξόν = πλην, εκτός
εξορία = εξορία
εξορίζω = εξορίζω
εξόριστος = εξόριστος
εξορκίζω = εξορκίζω
εξορτώνω = επανορθώνω
έξου = έξω
έξουθε = από έξω, έξωθεν
εξούρας = έξω έξω, ρηχά
εξουσία = εξουσία, δύναμη
εξοφλώ = εξοφλώ
εξύπνα = ξύπνα
εξύπνα = έξυπνος
εξυπναγμένος = ξύπνιος
εξυπνάδα = εξυπνάδα
εξυπναναστορώ = ξυπνώντας αναπολώ τη μνήμη μου
εξυπνίζω = αφυπνίζω, ξυπνώ
εξυπνολογώ = ξυπνώ
εξυπνονοΐζω = αντιλαμβάνομαι τι συμβαίνει
εξυπνονοώ = αντιλαμβάνομαι τι συμβαίνει
έξυπνος = έξυπνος
εξυπνοστορίζω = ξυπνώντας αναπολώ τη μνήμη μου
εξυπνώ = αφυπνίζομαι, ξεμεθάω
εξυπνωτός = ο ευρισκόμενος σε κατάσταση εγρηγόρσεως
εξυπολύζω = βγάζω τα υποδήματα κάποιου
εξυπολυσύνα = ξυπολυσιά
εξυπολυτίζω = βγάζω τα υποδήματα κάποιου
εξυπόλυτος = ξυπόλυτος
έξω = έξω
έξω-καικά = έξω από την πόρτα
έξω-κιάνου = έξω με κατεύθυνση προς τα άνω
έξω-μερέαν = προς τα έξω
εξωδίγω = αγγείο που εκβάλλει το υπάρχον υγρό από τους πόρους
εξωδράνα = μεγάλα δοκάρια στέγης
εξωθωρίζω = ξεθωριάζω
εξωκά = έξω από την πόρτα
εξωκέσου = προς τα έξω
εξώκλαδον = το ακριανό κλαδί του δέντρου
εξωκοιλάζω = ξεκοιλιάζω
εξωμάνταλο = ο μάνδαλος της εξώθυρας
εξωμερίτες = ο προερχόμενος από ξένο μέρος
εξωπαίρω = παρεκτρέπομαι ηθικώς, ονειροπόλος
εξώπαρτος = άτακτος, ανυπάκουος, απρόσεκτος
εξωπηχιάζω = παρεκτρέπομαι ηθικώς
εξωπισία = οπισθοδρόμηση
εξωπίσικον = ανάποδος
εξωπισινά = προς τα πίσω
εξωπιστός = αντίστροφος
εξωπίσω = οπίσω
εξωπλαμπανοίουμαι = απομακρύνομαι πολύ
εξώπορτα = εξώπορτα
εξωπότιν = τελευταίο ποτήρι του ποτού το οποίο το πίνουν εξερχόμενοι από το σπίτι
εξώρας = παράκαιρα, αργά
εξωρίζω = αργοπορώ, βραδύνω
εξωστεγία = γείσο, αστέγαστη αυλή
εξωτέρα = το πολιτικό δικαστήριο κατ’ αντίθεση προς το εκκλησιαστικό
εξωτερικο = δαιμόνιο, εξωτικό, φάντασμα
εξώτερον = νεράιδα
εξωτικόν = πονηρό πνεύμα, δαιμόνιο, ασθένεια εκ δαιμονικής επήρειας
εξώφυλλα = επιπολαίως, ξώφαρτσα
εξώφυλλον = στη χαρτοπαιχτική χαρτί που δεν πιάνει, το εξωτερικό φύλλο φυτού
εξωχώραφον = αγρός μακριά κείμενος
εοστί = δηλαδή, ήτοι
επαινεία = έπαινος, εγκώμιο
επαίνεμα = έπαινος
επαινεύω = επαινώ, εγκωμιάζω
επαινώ = επαινώ, εγκωμιάζω
επαίρω = λαμβάνω, παίρνω, καταλαμβάνω, κυριεύω
επακούω = εισακούω
επάνω = επάνω
επανωκάμιστον = λεπτό μεταξωτό ύφασμα φερόμενο πάνω στο στήθος
έπαρμα = πάρσιμο, άλωση
επαρχία = επαρχία, περιφέρεια διοικητική
επεγβαίνω = εξοφλούμαι
επεγβάλλω = εξοφλώ, αποκαθιστώ
έπεγι = αρκετό
page===6

επεγροικό = εννοώ, καταλαμβάνω
επειδή = επειδή
επείπα = είπα ξείπα
επέκαρεν = πείνασε υπερβολικά
επεκεί = από εκεί, έκτοτε
επεπίς(ου) = από πίσω
επεργάτ’κα = την εργάσιμη μέρα
επεργάτ’κος = ο ανήκων την εργάσιμη μέρα
έπεργος = εργάσιμη μέρα
επερσιζ’νος = περσινός
επερ’σινος = περσινός
έπεσα = γυναίκα που γέννησε, άνεμος κατευνάστηκε, χρεοκόπησα
επεύκιν = τάπης
επιβάλλω = βάλλω κάτι κάπου
επίβαρος = ο πολύ βαρύς, βραδυκίνητος
επιβολίζω = εγκεντρίζω δέντρο, μπολιάζω
επιβόλιν = το προς εμβολιασμό κλωνί
επιγονάτιον = εξάρτημα της ιερατικής αμφιέσεως
επιδέξα = επιδέξιος, επιτήδειος
επιδεξασμένα = επιδέξιος, επιτήδειος
επιδεξασμένος = επιδέξιος, επιτήδειος
επιδεξεύομαι = έχω επιδεξιότητα
επιδεξία = επιδεξιότητα
επιδέξιος = επιδέξιος
επιδεξιωσύνη = επιτηδειότητα, ικανότητα
επιδέξος = επιδέξιος
επίδοξος = επίδοξος
επιθυμία = επιθυμία
επιθυμώ = επιθυμώ
επικαλούμαι = επικαλούμαι
επικάρδιν = επιστήθιο κάλυμμα γυναικός
επικενώνω = αδειάζω το φαγητό στα πιάτα
επικέφαλη = η ανώτατη άκρη παντός πράγματος
επικέφαλον = η ανώτατη άκρη παντός πράγματος
επικρατώ = επαρκώ
επίλοιπος = ο υπολειπόμενος
επίμακρος = επιμήκης, μακρουλός
επίμυτα = μπρούμυτα
επινοώ = νόησα, αντιλήφτηκα
επίξηρος = ξηρός
επιρροχάζω = ροχαλίζω
επισαικά = πίσω ακριβώς
επισέσ(ου) = στο πίσω μέρος
επισκιάζω = βλέπω αμυδρά
επίσου = προς το πίσω
επιστέκει = στάθηκε
επιστραύριν = διασταυρωμένο με άλλο
επιτάφιος = επιτάφιος
επιτιμή = επιτιμή
επίτροπος = επίτροπος
επίχαρα = χαιρεκακία
επίχαρος = πρόσχαρος, εύθυμος, ευτράπελος
επιχειρίουμαι = μεταχειρίζομαι
επίχλομος = λίγο χλομός
επίχλωρος = λίγο χλομός
εποίκα = κάνω
επορώ = μπορώ
επουκά = από κάτω
επουκάθε = από κάτω προς τα πάνω
επουκάτα = από κάτω
επουράνα = επουράνια
έπραξα = απέκτησα γνώσεις, πείρα
επρέ = βρε
επρόσπεσα = έπεσα στα πόδια κάποιου
έρα = έχθρα
εράζω = προσέχω
ερασία = εμετός, ξέρασμα, αηδία, σιχασιά
εράσκομαι = αηδιάζω, σιχαίνομαι
εράσμα = εμετός, ξέρασμα, αηδία, σιχασιά
εραστά = με προσοχή
ερβίθιν = ρεβίθι
εργαλείον = εργαλείο
έργανον = όργανο
εργαστέρ(ιν) = εργαστήριο
εργατέα = εργασία μισθώμενη
εργατεύω = εργάζομαι
εργατικόν = μεροκάματο
εργατικός = εργατικός
έργον = έργο, εργασία
εργόπον = έργο λίγης διάρκειας
εργόχειρον = εργόχειρο
εργωνίζω = γνωρίζω
εργωνιμία = γνωριμία
εργώνιμος = γνώριμος
ερδάκος = δράκος
ερδύδ(ιν) = δρυς
ερεθίζω = ερεθίζω
έρεξη = όρεξη
ερετίν = πράγμα που εύκολα μπορεί να μετακινηθεί
ερέχκομαι = μου αρέσει, εγκρίνω
ερζινόν = σιταρένιο
ερημάδιν = αδέσποτο, εγκαταλελειμμένο
ερημάζω = ερημώνω, καταστρέφω
ερήμασμα = ερημώνω
ερημία = έρημος
ερημιώτης = ερημίτης
έρημος = ακατοίκητος, δυστυχής
ερημοσπίτες = εκείνος που δεν έχει την ίδια κατοικία
ερημώνω = ερημώνω
ερθάναιμον = έλευση, προσέλευση, ερχομός
ερίζω = φιλονικώ, μαλώνω, ερεθίζω, ενοχλώ
έριξη = όρεξη
ερισερισμός = συνεχής και επίμονη φιλονικία
ερισία = ενόχληση, πειρασμός
έρισμαν = φιλονικώ, μαλώνω, ερεθίζω, ενοχλώ
εριστάρης = φιλόνικος, φίλερις
εριστέας = φιλόνικος, φίλερις
ερίφης = άνθρωπος
ερκιάζω = εξελκούμαι
έρκιανταν = πολύ πρωί, νωρίς
έρκιν = έλκος
έρκος = έλκος
ερμάριν = θήκη για εργαλεία
ερμηνεία = συμβουλή, νουθεσία
ερμηνεύω = συμβουλεύω, νουθετώ
ερνάσκουμαιν = αηδιάζω, σιχαίνομαι
εροθυμώ = νοσταλγώ
έροξη = όρεξη
ερπάπης = επιτήδειος, ικανός
ερπετός = περιποιητικός, φιλόφρων
page===7

ερρούξεν = έπεσε
έρτημα = ερχομός, έλευση
έρχομαι = έρχομαι, εμφανίζομαι, προέρχομαι
ερχομός = ερχομός, έλευση
ερώτεμαν = ερώτηση
ερωτώ = ρωτώ
ερ’γώ = κρυώνω
εσβήνω = σβήνω
εσγάρα = σκάρα
εσέβα = μπήκα
εσέγκα = έβαλα
εσείς = εσύ
εσετέροι = οι δικοί σας
εσέτερον = ο δικός σας
εσήβα = μπαίνω
εσήμερον = σήμερα
εσιά = περιουσία
έσιν = έτερος, σύντροφος
εσκιάζω = σκιάζω
εσκιάς = ληστής
εσκιτζηλίκιν = η τέχνη
εσκιτζής = μπαλωματής
εσόν = ο δικός του
εσόπον = σύντροφος, ταίρι
έσου = έσω, μέσα
εσπερινός = εσπερινός
εσπλαχνία = ευσπλαχνία, έλεος
εσπλαχνίσκομαι = ευσπλαχνίζομαι, ελεώ
έσπλαχνος = εύσπλαχνος
εστρέα = δέντρο δασικό
εσ’χώρεση = συγχώρεση
εσ’χωρώ = συγχωρώ
εταιράζω = ενώνω, ταιριάζω
εταίριν = φίλος
έταιρος = σύντροφος, εραστής, σύζυγος
ετεάς = αυτός
ετεικά = εκεί
έτερα = χωριστά, ασύνδετα
έτερος = άλλος, διάφορος
ετεψίζης = αναιδής, αναίσχυντος
ετεψιζλίκιν = αναισχυντία
ετιά = ιτιά
ετιάς = αυτός
ετοιμάζω = ετοιμάζω
ετοιμασί = ετοιμασία
ετοίμασμαν = ετοιμάζω
ετοιμόλογος = ετοιμόλογος
έτοιμος = έτοιμος
έτος = έτος, χρονιά
ετότε = τότε
ετότισο = τότε
ετσεί = εκεί
ετσείνος = εκείνος
ετσειπάν(ου) = εκεί επάνω
ετσειπέσ(ου) = εκεί μέσα
ετσειπουκά = εκεί κάτω
ευγενία = ευγένεια
ευγενικός = ευγενικός
ευγενίσκουμαι = επιδεικνύω ευγένεια
εύκαιρα = ανοήτα, ασυλλόγιστα
ευκαιρέσιν = μωρά πράξη
ευκαιρολατζεύω = λέγω ασυνάρτητα λόγια
εύκαιρος = άδειος, κενός, ασυλλόγιστος, απερίσκεπτος
ευκαιροσκοτούμαι = κουράζομαι άνευ αποχρώντος λόγου
ευκαιρόστομος = εκείνος που λέει πολλά και μωρά, μη εχέμυθος
ευκαιροσύνα = μωρία, ανοησία
ευκαίρωμαν = άδειασμα
ευκαιρώνω = αδειάζω, μεταφ. φέρομαι απερίσκεπτα
ευκολάδα = ευκολία, ευχέρεια
ευκολία = ευκολία
ευκολόκλωστος = ο ευκόλως μεταπειθόμενος
ευκολόπιστος = ευκολόπιστος
εύκολος = εύκολος
ευλάβεια = ευλάβεια
ευλαβής = ευσεβής
ευλαβίσκουμαι = γίνομαι ευλαβής, μου έρχεται καλή διάθεση
ευλαβούσα = γυναίκα ευλαβής
εύλερα = χαλαρά
εύλερος = σπανός, απαλός, αβρός
ευλόγημαν = ευλογία
ευλογητός = ευλογητός
ευλογία = ευλογία, ευτυχία, προκοπή
εύλογος = εύλογος
ευλογώ = ευλογώ
ευλοϊκοψιμμένος = βλογιοκομμένος
εύν(ιν) = υνί αρότρου
ευρακός = ανατολικός άνεμος
ευράτικα = εύρετρα
ευρετάτικα = εύρετρα
ευρήκω = βρίσκω
εύρημα = εύρημα, έρμαιο
ευρημάτιν = εύρημα, έρμαιο
ευρίσκω = βρίσκω
ευρύχωρα = ευρύχωρα
ευρυχωρία = ευρυχωρία
ευρύχωρος = ευρύχωρος
ευτάγω = κάνω
ευτενά = μειωμένη τιμή
ευτενία = φτηνά
ευτενός = φτηνός
ευτένυμαν = φτωχαίνω
ευτενύνω = φτωχαίνω
ευτύς = ευθύς, αμέσως
ευτυχίζω = ευτυχώ, παχύνω
εύτυχος = ευτυχής, ευπροσήγορος, ευφυής
ευχάζω = αγιάζω με αγιασμό
ευχαρίστεμαν = ευχαριστία
ευχαρίστηση = ευχαρίστηση
ευχαριστία = ευχαριστία
ευχαριστίζω = ευχαριστώ
ευχαριστώ = ευχαριστώ
ευχέλαιον = ευχέλαιο
ευχή = ευχή
ευχίασμαν = άγιασμα
ευχίουμαι = προσεύχομαι, εύχομαι
ευχούμαι = εύχομαι
έφ = επιφώνημα αηδίας
έφαγα = έφαγα
εφετιζ’νός = φετινός
εφέτος = φέτος
page===8

εφκάλι = κεφάλι
εφκιάριν = λήπη, μελαγχολία
εφκιαρόπον = λήπη, μελαγχολία
εφλέα = φλοιός δέντρου, φλούδα
εφορία = επιτροπή κοινότητας που διοικεί το σχολείο
έφορος = έφορος
εφραίνομαι = χαίρομαι
εφρονολόγιστος = χαρούμενος
έφρονος = χαρούμενος
εφτά = εφτά, πλήθος
εφταβότανον = φαρμακευτική αλοιφή αποτελούμενη από εφτά ουσίες
εφτάγλωσσος = φλύαρος
εφτάδη = χαρτοπαίγνιο εφτά
εφτακέφαλος = εκείνος που έχει εφτά κεφάλια
εφτακοίλης = λαίμαργος, κοιλάρας
εφτακόσοι = εφτακόσοι
εφτακράτορας = αυτοκράτορας
εφτάνω = φτάνω
εφταπόδαρος = μεταφ. εκείνος που μπορεί να κατορθώσει τα πάντα
εφταπόπαδον = εκκλησιαστική τελετή τελούμενη από εφτά ιερείς
εφταπόπαδος = ιερέας χειροτονημένος εφτά φορές συνέχεια
εφτάργαλη = κόσκινο με εφτά εργαλεία τέμνοντα
εφτάριν = χαρτοπαίγνιο εφτά
εφτατρύπετον = χαρτοπαίγνιο εφτάρι
εφτάτρυπον = εκείνος που έχει εφτά τρύπες
εφτάχρονος = επταετής
εφτάψυχος = εφτάψυχος
εφτωχός = φτωχός
εφώς = φως
εχεμένος = εύπορος, πλούσιος
έχνος = έθνος
εχπάνω = αρπάζω
εχράζω = δίνω χρώμα ρόδινο στα ψωμιά
εχρωστώ = χρωστώ
εχτέ = χθες
εχτέσκομαι = χτενίζομαι
εχτήθα = εκ στήθους, από μνήμης
εχτηθίζω = απομνημονεύω
εχτικιάζω = προσβάλλομαι από φυματίωση
εχτικιάρης = ο πάσχων από φυματίωση
εχτικιαρλής = ο πάσχων από φυματίωση
εχτικόν = φυματίωση
εχτικώ = χτικιάζω
έχτομος = βρωμόλογος
έχτρα = έχθρα
εχτράμα = αντίστροφα, τα μέσα έξω
εχτράμενα = αντίστροφα, τα μέσα έξω
εχτραμενιάζω = αντιστρέφω, γυρίζω τα μέσα έξω
εχτράμενος = αντεστραμμένος, αντιστρόφως
εχτράμης = αντιστρόφως
εχτράμιν = αντίστροφο, αντεστραμμένο
εχτραμωτός = μωρός
εχτρέβω = αντιστρέφω, διανοίγω
έχτρεμαν = αντιστροφή
εχτρεύομαι = εχθρεύομαι
εχτρεφτέριν = σκέπασμα τηγανιού για αντιστροφή ζυμαρικών
έχτρητα = έχθρα, μίσος
εχτρία = έχθρα, μίσος
εχτροπάθεια = έχθρα, μίσος
εχτροπαθώ = εχθρεύομαι, μισώ
εχτρός = εχθρός
εχτροσύνη = έχθρα, μίσος
έχω = έχω
εχωρώ = χωρώ
εψές = χθες
έψιλον = έψιλον
εωσφόρος = διάβολος, σατανάς

Ζ

page===0

ζάβα = κρίκος, δαχτυλίδι
ζαβαλής = δυστυχής, κακομοίρης, άκακος
ζαβιρέα = τόπος με πολλά φραγκοστάφυλα
ζαβίριν = φραγκοστάφυλο
ζαβιρίτα = φραγκοστάφυλο
ζαβρός = αριστερόχειρας
ζαγάριν = σκύλος
ζαγκάριν = σκουριασμένος
ζαγκαρώνω = σκουριάζω
ζαγκέα = οσμή σκουριάς
ζαγκιάζω = σκουριάζω
ζαγκινοπατώ = πατώ τον αναβολέα εφίππου προς ίππευση
ζαγκοπατώ = πατώ τον αναβολέα εφίππου προς ίππευση
ζαγκότης = κανδηλανάπτης, νεωκόρος
ζαγκουβάνα = είδος παιδιάς
ζάγκρα = άνθρωπος κάτισχνος
ζάγκωμα = σκουριά χαλκού
ζαγκωματέα = οσμή σκουριάς χάλκινου σκεύους
ζαγκώνω = σκουριάζω, μεταφ. αδυνατίζω
ζαενός = ισχνός
ζαενύνω = αδυνατίζω, ισχναίνομαι
ζαενώνω = αδυνατίζω, ισχναίνομαι
ζαζέλα = είδος φυτού ερπυστικού
ζαΐφης = ισχνός, αδύνατος
ζαλαλός = τρελός
ζαλαλώνω = ζαλίζω
ζάλη = ζάλη
ζαλίζω = ζαλίζω
ζαλικόν = αδιαθεσία
ζάλισμαν = ζαλάδα
ζαλότιν = φυτό από το οποίο γίνεται σκούπα
ζαμάνιν = εποχή, καιρός, χρόνος
ζαμνίν = κυψέλη μελισσών
ζαμπάρα = σφυρίχτρα
ζαμπαράς = γυναικοθήρας
ζαμπόγερος = ξεκουτιάρης
ζαμπογραία = γριά ρυτιδωμένη
ζαμπούλα = σκώληξ γεννημένος σαν έκθυμα στη ράχη ζώου
ζαμπουρίτα = φυτό όμοιο με τη συκιά
ζανταλώνω = ζαλίζω
ζάντεμαν = τρέλα
ζαντία = τρέλα
ζαντίτα = άγριος θάμνος του οποίου ο καρπός αν φαγωθεί προκαλεί τρέλα
ζαντόμελον = μέλι που έχει την ιδιότητα να ζαλίζει
ζαντός = τρελός
ζαντρουνίγουμαι = αμφιταλαντεύομαι καλπάζοντας
ζαντύνω = τρελαίνομαι
ζαντώνω = τρελαίνομαι
ζαντωτός = λίγο τρελός
ζαπάρτα = επίπληξη, προσβολή
ζαπούνης = ισχνός, αδύνατος
ζαπτιές = χωροφύλακας
ζάρα = ζάρωμα, πτύχωση
ζαρά = λογά, στραβά
ζαργάνα = ζαργάνα
ζαρέας = παραπαίει
ζαρζαβάτιν = ζαρζαβατικά
ζάριν = ζάρι
ζαρκάδ(ιν) = ζαρκάδι
ζαρκαδία = ζαρκάδι θηλυκό
ζαρναΐλης = αλλήθωρος
ζαρογουλάζω = στραβολαιμιάζω
ζαρογούλης = στραβολαίμης
ζαρογουλίδουμαι = στραβολαιμιάζω
ζαροκάθουμαι = κάθομαι στραβά
ζαροκείμαι = κείμαι στραβά
ζαροκερατία = αγελάδα με στραβά κέρατα
ζαροκέφαλος = στραβοκέφαλος
ζαροκοίλης = στραβοκοίλης
ζαροκολάζω = βόδι που προχωρώντας στραβώνει τα πόδια του
ζαροκολία = ασθένεια
ζαρόκολος = εκείνος που έχει διαστρεβλωμένο το κάτω μέρος το σώματος
ζαροκόφτω = κόβω στραβά
ζαρομματάζω = λοξοκοιτάζω, στραβοκοιτάζω
ζαρομμάτης = εκείνος που έχει διαστροφείς οφθαλμούς
ζαρομματώ = στραβοκοιτάζω, υποβλέπω
ζαρομύτης = στραβομύτης
ζαροπάτεμαν = στραβοπατώ, λοξοδρομώ
ζαροπατώ = στραβοπατώ, λοξοδρομώ
ζαροπέδας = κατά το βάδισμα συγκλίνω προς τα μέσα τα πόδια
ζαροπόδαρος = εκείνος που έχει στραβά πόδια
ζαροποδία = εκείνη που έχει στραβά πόδια
ζαροπρόσωπος = εκείνος που έχει άσχημα χαρακτηριστικά προσώπου
ζαρός = λοξός, ζαρωμένος
ζαροσκέλης = εκείνος που έχει στραβά σκέλη
ζαροστομάζω = στραβώνω το στόμα
ζαρόστομος = εκείνος που έχει στραβό στόμα
ζαροστομώ = στραβώνω το στόμα
ζαροστομώνω = στραβώνω το στόμα
ζαροτέρεμαν = λοξοβλέπω, στραβοκοιτάζω
ζαρουδάζω = χτενισμένο μαλλί το σχηματίζω σε τολύπη
ζαρουδαστέριν = ράβδος γύρω από την οποία στρίβουν το μαλλί και το τολυπεύουν
ζαρουδευτέριν = ράβδος γύρω από την οποία στρίβουν το μαλλί και το τολυπεύουν
ζαρούδιν = μαλλί λαναρισμένο σχηματισμένο ως τολύπην, δέσμη νήματος
ζαροχειλάζω = στραβώνω τα χείλη μου
ζαροχειλάς = εκείνος που έχει στραβά χείλη
ζαροχείλης = εκείνος που έχει στραβά χείλη
ζάρπη = γενναίος
ζάρπλη = γενναίος
ζαρπλής = γενναίος
ζαρώ = τρικλίζω βαδίζοντας
ζάρωμαν = κάμψη, λύγισμα
ζαρώνω = λυγίζω, κάμπτω, στραβώνω
ζαρωτά = στραβά
ζαρωτία = ασχήμια, μεταφ. στρεψοδικία, αδικία
ζαρωτός = στραβός, μεταφ. δόλιος
ζατίζω = καταπατώ, συντρίβω
ζαφρά = χολή
ζάχαρη = ζάχαρη
ζαχαρικά = ζαχαρωτά
ζαχαρώνω = ζαχαρώνω
ζαχρά = σιτηρά, σίτος, σίκαλη, κριθή
ζέα = ζειά
ζεβζέκης = φλύαρος
ζεβρός = αριστερόχειρας
ζεγκίν = αναβάτης
ζεγκίνης = πλούσιος
ζεγκοπατώ = πατώ τον αναβολέα εφίππου για ίππευση
ζέγνω = σφίγγομαι
ζελάρης = ζηλιάρης
page===1

ζελεία = ζήλια
ζέλεμαν = ζηλεύω
ζελεμάτιν = ζηλευτό
ζελέσιμος = αξιοζήλευτος
ζελεύω = ζηλεύω
ζελφίνος = δελφίνι
ζεμέας = ζημιάρης
ζεμία = ζημιά
ζεμιάρης = ζημιάρης
ζεμιοκάτα = γάτα ζημιάρα
ζεμιώνω = ζημιώνω
ζέμνω = σφίγγομαι
ζεμπερέκιν = μάνδαλος πόρτας, μπετούγια
ζεμπίλιν = σπυράκι
ζέμψιμον = ζεύξη βοδιών
ζέντερια = σπαράγγια εδώδιμα
ζεντζίριν = αλυσίδα
ζεξία = συνεταιρισμός γεωργών που έχουν ο καθένας από ένα βόδι
ζέξια = τα ζευγαρωμένα βόδια
ζέξιμον = ζεύξη βοδιών
ζέον = είδος δοχείου εκκλησίας
ζεπίλιν = σκουπίδι
ζεπίρα = κουνάβι
ζέπος = ατσίδα
ζεπούνα = πουκάμισο
ζερβά = προς τα αριστερά
ζερβοκούταλος = εκείνος που τρώει με αριστερό κουτάλι
ζερβός = αριστερόχειρας
ζερβοχέρης = εκείνος που εργάζεται με το αριστερό χέρι
ζερκάδ(ιν) = ζαρκάδι
ζερκαδία = ζαρκάδι θηλυκό
ζέρνα = η μεμβράνη του αυγού
ζερταβάς = ζώο του οποίου το δέρμα είναι πολύτιμο ως γούνα
ζερταλίδιν = βερίκοκο
ζέρταλο = βερίκοκο
ζεστά = ζεστά
ζεσταίνω = ζεσταίνω
ζεσταμονή = θερμότητα, ζεστασιά
ζέσταση = θερμότητα, ζεστασιά
ζεστασία = θερμότητα, ζεστασιά
ζεστάσκομαι = ζεσταίνομαι
ζέστη = ζέστη
ζεστοπύριν = στάχτη στην οποία υπάρχουν αναμμένα κάρβουνα
ζεστός = ζεστός
ζεστωτός = υπόθερμος
ζευγαράζω = ζευγαρώνω
ζευγαράς = γεωργός
ζευγάριν = ζευγάρι
ζευγαρώνω = ζευγαρώνω
ζευγάς = γεωργός
ζευγηλάτης = γεωργός
ζευγώνω = ζευγαρώνω ζώα
ζευλέας = κουλός
ζευλίν = ζεύξη βοδιών
ζευλοδέμιν = σχοινί που συνδέει τα κάτω άκρα των ζευγλών
ζευνίχιν = ο σπόνδυλος του τραχήλου
ζευτήριν = ο σπόνδυλος του τραχήλου
ζεύω = βάζω κάτω από τον ζυγό δύο ζώα
ζεχίριν = δηλητήριο
ζέψιμον = ζεύξη βοδιών
ζήκακας = φιλάσθενος
ζηλεία = ζήλεια
ζηλέτζης = ζηλιάρης, φθονερός
ζηλόφρονος = ζηλόφθονος
ζηλοφτονία = ζηλοφθονία
ζηλοφτονώ = ζηλοφθονώ
ζήση = ο τρόπος του ζην
ζήσιμον = ο τρόπος του ζην
ζητηλάνος = ζητιάνος, επαίτης
ζήτημα = απαίτηση
ζητίον = επαιτεία, ζητιανιά
ζητώ = ζητώ
ζία = αθόρυβα, σιγά
ζίβρα = παντελόνι αντρικό
ζιγιαφέτιν = συμποσιακή ευωχία
ζιγούδιν = είδος πυκνής χλόης
ζιζάνιν = άνθρωπος που προκαλεί σκάνδαλα
ζιζίλα = είδος πτηνού
ζιλάλιν = νερό καθαρό, διαυγές
ζιλίφιν = ο λοβός του φασολιού
ζιλιφλίκιν = είδος κοσμήματος κεφαλής
ζιλπία = έδεσμα από γιαούρτι και μέλι
ζιμπιλάγκ(ιν) = σμίλαξ
ζίνα = είδος εντόμου πτερωτού
ζίνα = σταγονίδιο
ζινίχιν = ο σπόνδυλος του τραχήλου
ζινιχώνω = προσράπτω χάντρες ως προβασκάνια
ζιντάνιν = ειρκτή, δεσμωτήριο
ζίπκα = αντρικό παντελόνι
ζιπούνα = πουκάμισο
ζίτζα = ευθύς, λεπτός και ευλύγιστος κλώνος δέντρου
ζίφκα = αντρικό παντελόνι
ζίφος = το εξωτερικό κέλυφος καρυδιού
ζίφος = το ακρότατο μέρος ιστίου πλοίου
ζίφος = σίφουνας
ζίφωνας = σίφουνας
ζογάλιν = κράνι
ζόγιν = ταινία δέρματος βοδιού από την οποία αποκόβονται ισόμετρα τεμάχια για τσαρούχια
ζογριδάζω = δέρνω με ξύλο
ζογριδέα = δαρμός με ξύλο
ζογρίν = ράβδος, ρόπαλο
ζογρόξυλον = ξύλο υγρό
ζογρός = ξύλο υγρό
ζογρύνω = υγραίνομαι
ζόκκα = ζόκκα
ζόπα = ράβδος οζώδης
ζορζοβούλης = διάβολος
ζόριν = αναγκασμός, βία
ζορκαδάς = κυνηγός δορκάδων
ζορκαδία = ζαρκάδι θηλυκό
ζορκάδιν = δορκάς
ζορκαλίδα = δορκάς
ζορλαεύω = βιάζω, δυσκολεύομαι
ζουβαλάκιν = σβώλος ζύμης
ζουγούδ(ιν) = είδος πυκνής χλόης
ζουγραφίζω = ζωγραφίζω
ζούδ(ιν) = ζώδιο
ζουδέμιν = σκοινί της φάτνης
ζουδία = εικόνες ζώων
ζουζακιάζω = περνώ ζώνη στη θηλιά της βράκας
page===2

ζουζάκιν = θηλιά γύρω από τη βράκα απ’ όπου περνούν τη βρακοζώνη
ζουζίν = ασκός από δέρμα αγριόχοιρου
ζουκακεύω = δυστροπώ στο να εκτελέσω έργο
ζουκόλος = βουκόλος
ζουλαΐδα = είδος εδωδίμου ερπυστικού φυτού
ζουλεύω = ζηλεύω
ζούλιγμαν = ζούλιγμα
ζουλίζω = ζουλίζω
ζούλισμαν = ζούλιγμα
ζουλιστέριν = όργανο με το οποίο περιελίσσουν
ζουλιχτής = εκείνος που έχει το επάγγελμα του ευνουχιστή ζώων
ζουλιχτόν = συνεστραμμένο
ζουλίχτρα = φυτό ερπυστικό συστρεφόμενο
ζουλούμιν = αδικία
ζουμάρ(ιν) = ζυμάρι
ζουμαρικόν = ζυμαρικό
ζουμαρώνω = ζυμώνω
ζουμίζω = ζώο που παρέχει περισσότερο γάλα, πληγή που διαπυείται
ζουμπουλίζω = αντηχώ
ζουμπούλιν = ζουμπούλι
ζουμώνω = ζυμώνω
ζουμώσιμον = ζυμώσιμο
ζούμωτρον = ζυμωτό
ζουνάριν = ζωνάρι
ζουντανός = ζωντανός
ζουπαντούχης = άνθρωπος πολύ ψηλός, αγροίκος, βάναυσος
ζουπαντρεύω = παντρεύομαι
ζούπκα = αντρικό παντελόνι
ζουπούνα = πουκάμισο
ζουπούνι = είδος γυναικείου γιλέκου με μανίκια κεντημένα
ζουπουνόπον = χιτώνιο
ζουπουνούμαι = αποκτώ πουκάμισο
ζουράζω = μεταβάλλομαι
ζουρζουρίζω = γκρινιάζω
ζουρίτζα = γυναίκα ισχνή, ζαρωμένη
ζουρκάδ(ιν) = ζαρκάδι
ζουρκαδία = ζαρκάδι θηλυκό
ζουρμουδάζω = κάνω ορμαθό, τσαλακώνω
ζουρμούδιν = ορμαθός
ζουρμουλαγκιάζω = συνθλίβω με τα χέρια
ζουρμουλαγκίζω = κινώ κάτι σφοδρά
ζουρνά = ζουρνάς
ζουρνατζής = ζουρνατζής
ζουρνάχιν = είδος οστρέου
ζουρνεύω = κλαίω χωρίς όρεξη
ζούρτα = τα ξινά, τουρσιά
ζούφιον = δέρμα λεπτό και φθαρμένο
ζουχτρεύω = ανοίγω οπή με μυτερό ξύλο
ζουχτρίζω = ωθώ με αγκώνα ή με πόδι
ζουχτρίν = ξύλο μυτερό
ζοφίδι = πράγμα πολύ υγρό
ζυγάζω = ζευγνύω
ζυγαράζω = ζυγίζω εντός της παλάμης μου
ζυγαρέα = ζυγαριά, ο αστερισμός του ζυγού
ζυγάριν = ζεύγος, ζευγάρι
ζυγή = ζεύγος, παρασκεύασμα ολοκληρωτικό
ζύγια = ισορροπημένα και μεταφορά ελαφρά, σιγά
ζυγιάζω = ζυγίζω, κλίνω, γέρνω
ζύγιασμαν = ζύγισμα
ζυγιαστέριν = ζυγαριά
ζυγίζω = ζυγίζω
ζύγιν = ζυγαριά
ζυγογυράζω = κάνω τα ζώα να γυρίζουν γύρω από το ζυγό κατά το αλώνισμα
ζυγογύριν = κυκλικό αυλάκι στο μέσο του ζυγού όπου τοποθετείται το ζυγολώρι
ζυγολωράζω = μετακινώ το σταβάρι του αρότρου από το κέντρο του ζυγού προς το δυνατότερο βόδι που μεταφέρει το ζυγολώριν
ζυγολώριν = λουρί ζυγού στο οποίο προσαρμόζεται το άκρο του σταβαριού του αρότρου
ζυγούδιν = η ζεύγλη του ζυγού
ζυγωνάζω = υποβάλλω στο ζυγό
ζυγώνιν = ζυγός
ζυμαρικό = ζυμαρικό
ζυμαρικόν = ζυμαρικό
ζυμάριν = ζυμάρι
ζυμαρομάντηλον = ύφασμα με το οποίο καλύπτουν τη ζύμη στη σκάφη
ζυμαρόξυλο = ράβδος με την οποία ανοίγουν τα φύλλα της ζύμης
ζυμαροξύστρα = ξύστρα της σκάφης του ζυμώματος
ζυμαρώνω = αλείφω με ζύμη, γίνομαι σαν ζύμη
ζυμοξύστρα = ξύστρα της σκάφης του ζυμώματος
ζυμοξύστρες = ξύστρα της σκάφης του ζυμώματος
ζυμοστάτες = το μέρος της οικίας όπου τοποθετείται η σκάφη του ζυμώματος
ζυμώνω = ζυμώνω
ζύμωση = ζύμωση
ζυμωσία = ποσότητα αλευριού για ζύμωμα
ζυμώσιμον = εκείνος που ζυμώνει
ζω = ζω
ζώγ(ιν) = ταινία δέρματος βοδιού από την οποία φτιάχνονται τσαρούχια
ζώγ-πετζίν = ταινία δέρματος βοδιού από την οποία φτιάχνονται τσαρούχια
ζωγάρκεια = προμήθεια τροφίμων
ζώγιον = ζώο συνήθως βόδι
ζωγραφία = ζωγραφιά, εικόνα
ζωγραφίζω = ζωγραφίζω
ζωγραφισία = έξοχο κάλλος
ζωγράφος = ζωγράφος
ζώδιον = ζώδιο
ζώδος = συμφορά η οποία είναι πεπρωμένο να πάθει κάποιος
ζωή = ζωή
ζωμ(ίν) = ζωμός
ζωμάριν = ζουμερό
ζωμάτε = πλούσιος
ζωμάτος = ζουμερός
ζωμερός = ζουμερός
ζωμίζω = ζώο που παρέχει περισσότερο γάλα, πληγή που διαπυούμαι
ζωμοκυλίζω = δέρνω, ξυλοκοπώ
ζωμώνω = υπόδημα που παίρνει νερό
ζων = ζώδιο
ζωνάριν = ζώνη
ζωναροδέσιμον = το δέσιμο του ζωναριού
ζώνη = ζώνη
ζωντανεύω = ζωντανεύω
ζωντανός = ζωντανός
ζωντανύνω = συνέρχομαι από ασθένεια
ζώντας = ζωή
ζωντή = η διάρκεια της ζωής
ζωντοκλωνάριν = κλώνος δέντρου κάτι σαν ζωντανό
ζωντόχερος = ζωντοχήρος
ζωντοχωρισία = διαζύγιο
ζώνω = περιβάλλω με ζώνη, ζώνομαι
ζωός = φύλακας κάθε οικίας
ζωοτροφία = τρόφιμα αναγκαία για την συντήρηση της οικογένειας
ζώσιμο(ν) = ζώσιμο
ζώσκοινον = σκοινί με το οποίο δένεται ζώο
page===3

ζωστήρα = ζώνη
ζωστρή = ζώνη

Η


ηγαπώ = αγαπώ
ήγκα = έφερα
ηγκορέα = κόρη οφθαλμού
ηλάζω = λιάζω
ηλαίνομαι = παθαίνω ηλίαση
ηλακός = μέρος ευήλιο, φεγγίτης οικίας
ηλέα = σχοινί στο οποίο απλώνουμε ρούχα να στεγνώσουν
ηλενεπήρες = ανατολή του ήλιου
ήλες = ήλιος
ηλεφωταγμένος = ηλιοφώτιστος
ηλιακάδι = μέρος ευήλιο
ηλιακό = ηλιακός
ηλίασμαν = ηλίαση
ηλικία = ηλικία
ηλικιασμένος = ηλικιωμένος
ηλικιούμαι = ηλικιώνομαι
ηλιοκοπούμαι = υποφέρω από ηλιακό έγκαυμα
ήλιος = ήλιος
ηλιόψητος = ψημένος στον ήλιο
ηλοβασίλεμαν = ηλιοβασίλεμα
ηλόβρεχη = εν ώρα βροχής λάμπει ήλιος
ηλοκαμένος = ηλιοκαμένος
ηλοκαψία = καύμα ήλιου
ηλοκόρασον = κόρη ωραία λάμπει σαν τον ήλιο
ηλόλαμπο = λαμπρός όπως ο ήλιος
ηλοξάψιμον = καύμα ηλιακό, λιοπύρι
ηλοπαρέσα = μέρη προσήλια
ηλόπαρμαν = ανατολή του ήλιου
ηλόπορος = ευήλιος, προσήλιο
ήλος = ήλιος
ηλοτόπιν = τόπος προσήλιος
ηλοτρόπιν = ηλιοτρόπιο
ηλοφώταγμαν = φωτισμός ήλιου
ηλοφωταγμένος = ηλιοφώτιστος
ηλοχάραγμαν = ανατολή του ήλιου
ήμαρτον = μετάνοια, μεταμέλεια
ημέρα = ημέρα
ημέρεμαν = ημερεύω
ημερεύω = ημερεύω
ημεροδούλιν = ημερομίσθιο
ημεροθανάτ(ου) = Σάββατο προ της Πεντηκοστής
ημεροκάματον = μεροκάματο
ημερομάισσα = γυναίκα πονηρή
ημερομιστιάρης = εργαζόμενος με ημερομίσθιο
ημερομίστιν = ημερομίσθιο
ημερόνυχτος = διάρκεια ενός ημερονυκτίου
ήμερος = ήμερος
ημεροφάει = τροφή μιας ημέρας
ημερόφωτα = κατά την αυγή
ημέρωμα = ξημέρωμα
ημερώνω = εξημερώνω, τιθασεύω
ημερώνω = αγρυπνώ
ημερ’κον = ημερομίσθιο, μεροκάματο
ήμπαν = οπουδήποτε
ήμποιος = οποιοσδήποτε
ημ’σάριν = η μισή ποσότητα
ημ’σός = μισός
ήνταν = οτιδήποτε
ήντζ = οτιδήποτε
ήντζαν = όποιος
ήντιλεος = οτιδήποτε
ήπαρη = ήπαρ, συκώτι
ήσυχα = ήσυχα
ησυχάζω = ησυχάζω
ησύχαση = ησυχία
ησυχίζω = γίνομαι ήσυχος
ήσυχος = ήσυχος
ητεύω = με μαγικές ευχές θεραπεύω σωματικώς ή ψυχικώς
ηχόπον = σιγανό μέλος
ήχος = ήχος
ηχρά = όψη

Θ

page===0

θαβάρα = εφιάλτης
θαγατέρα = θυγατέρα
θαγματούρι = θαύμα
θαδάτσιν = στάχτη που σχηματίζεται σε αναμμένο κάρβουνο
θάκιν = μαστός αγελάδας
θαλαμίδιν = μικρό διαχώρισμα εντός κιβωτίου
θάλασσα = θάλασσα
θαλασσάκι = ακρογιαλιά
θαλασσάκρα = ακρογιαλιά
θαλασσέα = οσμή θάλασσας κατά την πνοή ελαφρού ανέμου
θαλασσινός = θαλασσινός
θαλασσομάννα = θαλάσσιο ζώο ακαλήφη
θαλασσομάχος = εκείνος που μάχεται με τα κύματα της θάλασσας θαλασσομαχώ θαλασσομαχώ
θαλασσομαχώ = θαλασσομαχώ
θαλασσοπέντικος = μυς θαλάσσιος που έχει αντί δέρματος λεπτή μεμβράνη
θαλασσοπούλλιν = θαλασσοπούλι
θαλασσότερον = θαλάσσιο νερό
θαλάσσωμα = τρικυμία
θαλασσώνω = αρχίζει να γίνεται τρικυμία
θαλύνω = φυτό που εκφύει βλαστούς και φύλλα
θάμα = θαύμα
θαμάζω = απορώ, θαυμάζω
θάμασμαν = θαυμασμός
θαμαστός = ο άξιος θαυμασμού, παράξενος
θαματουρία = μέγα θαύμα
θαμνίν = θάμνος
θάμνος = θολός, θαμπός
θαμπούρωμαν = θαμβώνομαι
θαμπουρώνω = θαμβώνομαι
θάμπωμαν = θαμπώνω
θαμπώνω = θαμπώνομαι, αλλάζω χρώμα
θανάσιμος = θανάσιμος
θανατέα = οσμή θανάτου
θανατίδιν = ότι τρώμε και προκαλεί αποστροφή για την δυσάρεστη γεύση και είναι κάτι σαν θανατηγόρο
θανατικός = θανατικός
θανατικός = φανατικός
θανατίτα = χόρτο ή καρπός πικρός
θανατίτζα = εξάνθημα που προμηνύει τον θάνατο
θάνατος = θάνατος
θανατώνω = θανατώνω
θανέσα = μνημόσυνο με γεύμα
θανή = θάνατος, κηδεία
θαραπεία = θεραπεία
θαραπεύουμαι = θεραπεύομαι
θαραπίδες = ουλές του σώματος που μένουν μετά τη θεραπεία
θάρεμαν = το να νομίζω κάτι
θαρετός = εκείνος που νομίζει κάτι
θάρρεμαν = ελπίδα
θαρρεύκουμαι = ελπίζω, έχω θάρρος
θαρρικά = ελπίδα
θάρρος = θάρρος
θαρρώ = έχω ελπίδα, βασίζομαι
θαρώ = νομίζω
θαφτούλιν = παιδί που είναι άξιο να ταφεί
θάφτω = ενταφιάζω, θάβω
θέατρον = θέατρο
θέγα = δίχως
θεγατέρα = θυγατέρα
θέγιαν = δίχως
θέγως = δίχως
θειΐτζα = θειούλα
θείος = θείος
θέκα = φώκια
θέκαλος = λέξη που δηλώνει θαυμασμό και έκπληξη
θεκάριν = θήκη της μαχαίρας
θεκλέας = αστείος, χαϊδεμένος
θεκλεία = θωπεία, χάιδεμα
θεκλέσα = ευτελή, ουτιδανός, μωρός
θεκλεύκουμαι = αστειεύομαι
θέκω = βάζω
θελάζω = εμβολιάζω με δαμαλίδα
θελακώνω = κάνω θηλιά, κουμπώνω
θελέα = τυλίχτρα νήματος
θελείναιμον = θέληση
θελέκ(ιν) = κουμπότρυπα
θελέκα = κουμπότρυπα, θηλιά
θελεκιάζω = κάνω κουμπότρυπες, κουμπώνω
θελεκώνω = κάνω θηλιά, κουμπώνω
θελέσα = εκουσίως, ματαίως
θελεσινά = εκουσίως
θέλημαν = θέλημα, επιθυμία
θεληματάρης = πεισματάρης
θεληματέας = ο εργαζόμενος κατά το θέλημά του
θεληματικά = εκουσίως
θεληματοπλέρωτος = ο απαιτών να πληρωθεί
θέληση = απαίτηση, θέληση
θελός = θολός
θέλσιμον = θέληση, βούληση
θελυκός = ζώο γένους θηλυκού
θέλω = θέλω
θελώνω = θολώνω
θέμαν = θέμα, τμήμα, κομμάτι
θέματα = αθέμιτα
θεμελίον = θεμέλιο, ράφι, αδιέξοδος
θεμελίον = θεμέλιο, ράφι, αδιέξοδος
θέμπερα = κατά τα εδώ μέρη
θεμωνάζω = κάνω θημωνιά
θεμώνιν = θημωνιά σταχυών, χόρτων κτλ.
θεμωνοκόλιν = η βάση της θημωνιάς
θεμωνόπον = θημωνιά σταχυών, χόρτων κτλ.
θεμωνοστάτες = κάθετο ξύλο θημωνιάς, στο οποίο στοιβάζουν τα στάχυα
θέξιμον = τοποθέτηση
θεογνωσία = καλή διαγωγή
θεοκατάρατος = θεοκατάρατος
θεόκριτος = εκείνος που θα τον κρίνει ο θεός
θεοξύριστος = σπανός
θεοξύριστος = σπανός
θεός = θεός
θεοστερεωμένος = ο υπό του θεού στερεωμένος
θεοτικά = ευσεβώς, εναρέτως
θεοτικός = θεοσεβής, αγαθός, ενάρετος
θεοφοβία = θεοσέβεια
θεόφοβος = θεοφοβούμενος, θεοσεβής
θεοφοβούμενος = θεοφοβούμενος, θεοσεβής
θεόφτωχος = πάμπτωχος
θεοχάλαστος = εκείνος τον οποίο χάλασε ο θεός
θεοχαρίτωτος = από θεό πλημμυρισμένος με χάρες
θεόχαρος = εκείνος που έχει τη χάρη του θεού
θεόχριστος = στερεός
θεπέκιν = μεγάλος αετός
page===1

θεπέσα = κινήσεις και πράξεις γελοίες, σαν της μαϊμούς
θερακή = μείγμα λευκής κηρήθρας και λευκού μελιού χρησιμεύουν ως αλοιφή
θερακώνω = αποκτώ ευρωστία, ρώμη, οργίζομαι, φλεγμαίνομαι
θεραπεία = θεραπεία
θεραπεύκουμαι = καλοπερνώ, ησυχάζω, ευχαριστούμαι
θεραπίδες = ουλές του σώματος που μένουν μετά την θεραπεία
θεραπός = θεράπων, υπηρέτης
θεριάζω = συνέρχομαι από ζάλη
θερίζω = θερίζω, αφανίζω, καταστρέφω
θερίνα = αθερίνα
θερινός = θερινός
θερινόσυκον = το πρώτο ωριμάζων σύκο του Ιουλίου
θερίον = θηρίο
θεριόνερο = νερό άγριο, τρομερό
θερίος = άγριος, ανήμερος, υπερμεγέθης
θέρισμαν = θέρισμα
θερισμάτιν = μέρος κατάλληλο για θέρισμα
θεριστής = θεριστής
θεριώνω = εξαγριώνομαι
θερμά = θερμά
θέρμα = θερμότητα
θερμαίνω = γίνομαι θερμός
θερμασέα = θερμότητα
θέρμαση = θερμότητα
θερμόξυλον = είδος τζιτζιφιάς
θερμός = θερμός, ζεστός
θερμωτός = εκείνος που φαίνεται να έχει πυρετό
θεροκοπώ = εξαγριώνομαι
θέρος = θερισμός
θέρωτρο = δώρα του γαμπρού προς τη νύφη
θέσα = σκόρος
θέση = θέση
θεωνάς = υβριστικός, άπιστος
θεωρητικός = εκείνος που έχει ωραίο παρουσιαστικό
θεωρία = παρουσιαστικό ανθρώπου
θεωσφόρος = δαίμονας
θήκω = βάζω
θηλύκα = κουμπότρυπα, θηλιά
θηλυκιάζω = κάνω κουμπότρυπες, κουμπώνω
θηλύκιν = κουμπότρυπα
θηλυκοβολέα = το γένος των γυναικών
θηλυκός = ζώο γένους θηλυκού
θηλυκώνω = κάνω θηλιά, κουμπώνω
θήμασμαν = ειδικός γαμήλιος χορός αποτελούμενος από τους νεόνυμφους και εφτά μονοστέφανα ανδρόγυνα
θημίζω = χορεύω τον γαμήλιο χορό με τους νεόνυμφους τραγουδώντας γαμήλιο άσμα, τραγουδώ το άσμα των Χριστουγέννων
θήμισμαν = άσμα των Χριστουγέννων
θημιστόν = ειδικός γαμήλιος χορός
θησαυρός = θησαυρός
θίγα = δίχως
θίχα = δίχως
θίχως = δίχως
θίως = δίχως
θλιβερά = θλιβερά
θλιβερακά = θλιβερά
θλιβερακός = θλιβερός
θλιβερός = θλιβερός
θλίβομαι = θλίβομαι
θλίψη = θλίψη
θόγαλα = το καϊμάκι του γάλακτος
θογαλένον = ο παρασκευασμένος από ανθόγαλα
θογαλερόν = δοχείο στο οποίο συλλέγουν το ανθόγαλα
θογαλίζω = χωρίζω το ανθόγαλα από το άπαχο γάλα
θογαλοβάρελον = βαρέλι στο οποίο περισυλλέγεται το ανθόγαλα
θογαλόπον = λίγη ποσότητα ανθογάλατος
θογαλότανον = υπόξινο γάλα υπολειπόμενο μετά την εξαγωγή βουτύρου
θογαλοχάβιτζον = έδεσμα παρασκευασμένο από αλεύρι και ανθόγαλα
θοδωρίζω = νηστεύω την πρώτη εβδομάδα της Τεσσακοστής
θοκάρ(ιν) = φτυάρι για μεταφορά ανθράκων
θοκάριν = θήκη της μαχαίρας
θόλα = αλισίβα για πλύσιμο
θόλιν = θολός, καμάρα
θολομαχώ = δεν διακρίνω, πληγή που φλεγμαίνετε
θολός = θολός
θόλωμαν = θόλωμα
θολώνω = θολώνω
θομαρέα = οσμή θυμαριού
θομάριν = θυμάρι
θομαρόστυπα = τουρσιά από θυμάρι
θονάρα = τόπος που συσσωρεύονται δέματα σταχυών
θονός = θημωνιά
θουμουράζω = γίνομαι μαλακός, απαλός, υπερωριμάζω
θούμπουρον = φυτό βουνού
θουρμούλ(ιν) = ψίχουλο
θουρμουλάζω = κάνω ψίχουλα, θρυμματίζω
θουρμουλίζω = κάνω ψίχουλα, θρυμματίζω
θράκα = σωρός αναμένων ανθράκων
θρακαρέα = ποσότητα ανθράκων όση χωράει το φτυάρι (θρακάριν)
θρακάριν = φτυάρι μεταλλικό για μεταφορά ανθράκων
θράκι = σωρός αναμμένων ανθράκων
θράκωμαν = πυράκτωση ανθράκων
θρακώνω = ανάβω άνθρακα, ανάβω
θρακωτός = πυρακτωμένος
θρασκέας = δυτικός άνεμος
θράσκεμαν = πλημμύρα
θρασκεύω = πλημμυρίζω
θρέμμαν = ανάθρεμμα
θρέφω = τρέφω
θρήνος = θρήνος
θρηνώ = θρηνώ
θρησκεία = θρησκεία
θρήσκος = θρήσκος
θρίσσα = είδος μικρού ψαριού
θρισσίν = είδος μικρού ψαριού
θροκάρ(ιν) = φτυάρι μεταλλικό για μεταφορά ανθράκων
θρονάουμαι = ενθρονίζομαι
θρόνος = θρόνος
θρουμμουλάζω = κάνω ψίχουλα, θρυμματίζω
θρουμμουλίζω = κάνω ψίχουλα, θρυμματίζω
θρουμμούλιν = ψίχουλο
θροφή = τροφή
θροφούδιν = είδος φαγητού θρεπτικό
θρύβω = τεμαχίζω ψωμί σε μικρά κομμάτια εντός φαγητού υδαρούς
θρύμμα = μικρά κομμάτια ψωμιού σε φαγητό υδαρές
θρύμπος = θρούμπι
θρύμσα = αποτρίμματα ξηρών φύλλων
θρύφτω = τεμαχίζω ψωμί σε μικρά κομμάτια εντός φαγητού υδαρούς
θρύψιμον = τεμαχίζω ψωμί σε μικρά κομμάτια εντός φαγητού υδαρούς θυγατέρα θυγατέρα
θυγατέρα = θυγατέρα
θυγατερίτζα = θυγατέρα
θυλάκιν = δερμάτινο σακούλι
page===2

θυλλόπιτες = πίτες από φύλλα ζύμης τηγανιτές
θυμάζω = θυμιάζω
θυμαντόν = θυμιατήρι
θύμαρη = είδος ευώδους χόρτου
θύμεψη = ενθύμηση
θύμεψη = ενθύμηση
θυμή = ενθύμηση
θυμητικόν = μνημονικό, μνήμη
θυμίαμαν = θυμίαμα, λιβάνι
θυμιαματέα = οσμή θυμιάματος
θυμιατός = θυμιατήρι
θυμίζω = υπενθυμίζω
θυμός = θυμός
θυμούμαι = σκέφτομαι, θυμάμαι
θύμπρον = φυτό βουνού
θυμώνω = θυμώνω
θυμωτής = θυμώδης, οργίλος
θύριν = θύρα, πόρτα
θύφτω = τεμαχίζω ψωμί σε μικρά κομμάτια εντός φαγητού υδαρούς
θώπεκας = τσακάλι
θωρέα = όψη, θωριά, ομορφιά
θωρέματα = εμμηνόρροια
θώρετρα = δώρα γαμπρού
θωρίζω = ξεθωριάζω
θωρώ = βλέπω

Κ

page===0

κα = κάτω
καβά = καφές, καφενείο
καβάζης = κλητήρας βασιλιά
καβάκιν = λεύκη
καβαλάρης = ιππέας
καβαλίκα = καβαλίκευε
καβαλίκω = ιππεύω
καβάλιν = αυλός, φλογέρα
καβαλκεύω = ιππεύω
καβαλκιάζω = βοηθώ κάποιον να ιππεύσει
καβαλκιαστά = σταυρωτά, το ένα πάνω στο άλλο
καβαλκιαστός = ο επιβαλλόμενος πάνω στον άλλον
καβαλόπον = αυλός, φλογέρα
καβατζής = καφεπώλης
καβγά = καυγάς
καβέα = πλήθος πραγμάτων ατάκτως βαλμένα
καβίδα = γάντζος
καβίλα = σφήνα προς έμφραξη τρύπας
κάβος = ακρωτήρι, άκρο παντός πράγματος
καβούνιν = πεπόνι
καβούρεμαν = καβούρδισα
καβουρευτός = καβουρδισμένος
καβουρεύω = καβουρδίζω
καβουρμά = καβουρμάς
καβράν(ιν) = κυψέλη μελισσών από κορμό δέντρου
καβρών(ιν) = κάρβουνο
καγανάζω = θερίζω με δρέπανο
καγανέα = χτύπημα με δρέπανο
καγανέα = ποσότητα χόρτων όση κοπεί με το δρέπανο
καγανέσιν = το θεριζόμενο με δρέπανο
καγανεύω = θερίζω με δρέπανο
καγανίασμαν = θέρισμα με δρέπανο
καγάνιν = δρέπανο
καγάνισμαν = θέρισμα με δρέπανο
καγανόπον = δρέπανο
καγιά = σκόπελος, ύφαλος
καγιάδιν = ύφαλος
καγιάνα = στοίβα ξύλων
καγιανάζω = στοιβάζω ξύλα
καγιουράδιν = ψιμύθιο γυναικών
καγκαλιδέριν = κατσαρό
καγκαμμίαν = ενίοτε, κάποτε
καγκαράζω = κυρτώνομαι, καμπυλώνομαι
καγκαρεύω = αναρριχώμαι
κάγκαρος = αράχνη
καγκάσιν = κατάξηρος
καγκελάζω = σχηματίζω κοσμήματα ελικοειδή
καγκελαχτός = ελικοειδής
καγκελίζω = συσπειρώνομαι ελικοειδώς, κουλουριάζομαι
καγκέλιν = δρόμος ελικοειδής
καγκελίτζα = ελικοειδή ποικίλματα σε μάλλινες κάλτσες
καγκελωτός = ελικοειδής
καγκιάριν = πολύ ισχνό ζώο
καγκουραχτός = καμπυλωτός, κυρτός
καγκουρώνω = καμπυλώνω, κυρτώνω
καγκουρωτός = καμπυλωτός, κυρτός
καδίν = κάδος
καδίνα = καδένα
καερίζω = κακαρίζω
καερίσματα = κακαρίσματα
καζάνεμα(ν) = κερδοσκοπία
καζανεύω = κερδίζω χρήματα
καζάνιν = καζάνι
καζαντζής = ο κατασκευαστής των χάλκινων σκευών
καζέα = οσμή πετρελαίου
καζερόν = δοχείο πετρελαίου
κάζιν = πετρέλαιο
κάζιν = είδος αφάνας
καζίν = κατσαρό
καζόπον = λίγη ποσότητα πετρελαίου
καζόσκευον = δοχείο πετρελαίου
κάζω = καίω
καζώνω = διαβρέχω με πετρέλαιο
καημενίτζος = καημένος
καημένος = καημένος
καημός = καημός
κάθα = κάθε
καθαείς = καθένας
καθαρά = καθαρά
καθαρίζω = καθαρίζω
καθαρικά = τα παρασκευάσματα από καθαρό αλεύρι
καθάριν = ολόκληρος ο άρτος
καθάριση = ο πλακούντας των εμβρύων του ζώου
καθάρισμα(ν) = καθαρισμός
Καθαροδευτέρα = Καθαρή Δευτέρα
καθαροδευτεράτ’κα = κατά την Καθαρά Δευτέρα
καθαρός = καθαρός
καθαροφονία = ξαστεριά
καθαρόψωμον = άρτος καθαρός από σίτα
κάθε = κάθε
καθεαυτού = καθεαυτού
καθέδρα = βασιλικός θρόνος
καθείς = καθένας
καθέκαστα = γεγονότα, συμβάντα
καθελακός = τέλειος καθ’ όλα
κάθεν = κάτω
κάθεν-καικά = παρακάτω
κάθεν-κέσου = κατά το κάτω μέρος
κάθεν-κιάνου = εκ των κάτω προς τα άνω
καθένας = καθένας
καθεσία = καθισιά
καθέσιμο = ο τρόπος που κάθεσαι
καθεστακός = καθιστικός
καθέτερος = κατώτερος
καθηγούμενος = καθηγούμενος
καθημερινός = καθημερινός
καθημερούσια = καθημερινώς
καθημερούσιος = καθημερινός
καθίζω = καθίζω
καθίν = ακροβελία
καθισία = καθισιό
κάθισμαν = το να κάθεσαι αργά
καθιστά = καθιστά
καθιστέρα = το ξύλο πάνω στο οποίο κάθονται οι όρνιθες
καθιστέριν = οτιδήποτε μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως κάθισμα
καθιστικά = καθιστά
καθιστικός = καθιστικός
καθιστός = καθιστός
καθιστούμενος = καθιστός
καθίστρα = τόπος κατάλληλος καθ’ οδών για κάθισμα και ανάπαυση
page===1

καθίφτρα = καθρέφτης
κάθοικα = καθήκοντα
καθόλου = καθόλου
κάθομαι = κάθομαι, αναμένω
καθόπον = ακροβελία
καθόρι = κατακάθι λαδιού
καθοσία = καθισιό
καθουσία = καθισιό
καθρέφτης = καθρέφτης
καθύτερος = κατώτερος
καθώς = καθώς
καθώτερος = κατώτερος
κάι-κάι = στην παιδική γλώσσα πυρ, φως
καΐα = έγκαυμα
καΐζω = κλαυθμυρίζω, κραυγάζω
καικά = εκεί
καΐκιν = λέμβος, καΐκι
καϊκτζής = λεμβούχος, βαρκάρης
καϊκώνω = λυγίζω, κυρτώνω
καιμάκιν = καϊμάκι, πίαρ
καιμακλίν = αφρώδες καφές
καιμανίτζα = είδος χόρτου το οποίο αν τριφτεί στο σώμα προκαλεί πληγή
καινούρα = πριν από λίγο, τελευταία
καινουργάδι = αργός πρώτο καλλιεργούμενος
καινουργέα = η πρώτη καλλιέργεια αγρού
καινούργιν = καινούργιος
καινούργος = καινούργος
καινουργόχτιστος = ο νεοχτισμένος
καινούργωμαν = ανανέωση
καινουργώνω = ανανεώνω
καινουρλάεμαν = ανακαίνιση
καινουρλαεύω = ανακαινίζω
καινουρωτός = καινούργιος
καιρός = καιρός
καΐσιν = λουρί χρησιμοποιούμενο ως ζώνη
καιτάν(ιν) = γαϊτάνι
καιτανλής = ο κοσμημένος με γαϊτάνι
καιτανοφρύδης = εκείνος που έχει φρύδια σαν γαϊτάνι
καιτανώνω = κοσμώ με γαϊτάνι
καιτέ = μέλος, σκοπός άσματος
καίω = καίω, καταστρέφω, εξολοθρεύω
κακά = κακά
κακαδεύω = ασθενώ, αρρωσταίνω
κακαδίκιν = ασθένεια, αρρώστια
κακαδικόπον = ασθένεια ελαφριά
κακαλέα = άγριο δέντρο
κακαλέας = ένορχις, αρσενικός
κακάλμεχτον = ζώο που δύσκολα αρμέγεται
κάκαλον = όρχις ανθρώπου ή ζώου
κακανάστετος = παιδί που μεγαλώνει με δυσκολίες όσο αφορά την καχεκτική κατάσταση της υγείας
κακανίζω = κακαρίζω
κακάνισμαν = κακάρισμα
κακάντριστος = η ατυχήσασα στο γάμο γυναίκα
κακαρίζω = κακαρίζω
κακαρίνα = είδος πλοιαρίου με κυρτή πρώρα
κακαρινομύτης = εκείνος που έχει κυρτή μύτη
κακαρινωτός = τοξοειδής
κακάς = άρρωστος
κακατζεύω = κατακαίομαι, καταξηραίνομαι
κακάτζι = κατακαμένος, κατάξηρος
κακέγβαλτος = ο δύσκολα πληρωνόμενος
κακεύρετος = ο δύσκολα ευρισκόμενος
κακεύω = δύστροπος
κακέψετος = ο δύσκολα ψημένος
κακέψιν = κακόβραστο
κάκη = έχθρα
κάκητα = έχθρα
κάκια = δυστροπίες και γκρίνιες ασθενών και μικρών παιδιών
κακία = κακία
κακιάσκουμαι = μισώ, δυσαρεστούμαι
κακινάνευτος = δύσπιστος
κακίσκουμαι = αγανακτώ, οργίζομαι
κάκισμαν = αγανακτώ, οργίζομαι
κάκιωμα(ν) = μισώ, δυσαρεστούμαι
κακιώνω = μισώ, δυσαρεστούμαι
κακκάβιν = χύτρα
κακκαλάτες = ένορχις
κακκαλέα = μεγάλη απάτη εις βάρος κάποιου
κακκαλέσιν = εκείνος που είναι παρασκευασμένο από όρχεις
κακκαλίτζος = ένορχις, αρσενικός
κάκκαλο(ν) = όρχις ανθρώπου ή ζώου
κακκαλομάγουλης = εκείνος που έχει φουσκωμένα μάγουλα
κακκαλόμηλο = είδος μήλου ωοειδούς
κακκαλούδι = όρχις ανθρώπου ή ζώου
κακκαλούδικα = συκάμινα μεγάλου μεγέθους
κακκαλοφάγας = είδος δενδροβίου καμπής τριχωτής
κακκάν = αφόδευμα
κακόβραστον = κακόβραστο
κακογεννέτρα = δύστοκος
κακογεννώ = κακογεννώ
κακογνωμία = δυστροπία
κακογνωμίζω = γίνομαι δύστροπος
κακόγνωμος = δύστροπος
κακόγραια = γριά διεστραμμένη
κακοδάλιν = νήμα που δύσκολα διαλύεται
κακοδέβαστος = εκείνος που δύσκολα διαβάζεται
κακοεξοδεύκουμαι = σπαταλώ
κακοεξοδευτής = σπάταλος
κακοζώετος = εκείνος που ζει άσχημη ζωή
κακοζωία = κακοζωία
κακοθάνατα = κακοθάνατα
κακοθάνατος = κακοθάνατος
κακοθέριν = το άσχημα θεριζόμενο
κακοκαιρία = κακοκαιρία
κακοκαίριν = κακοκαιρία
κακοκαρδίζω = κακοκαρδίζω
κακόκαρδος = κακόκαρδος
κακοκόριτζον = ανάγωγο κορίτσι
κακόκρεος = εκείνος που έχει κακό κρέας
κακοκυβέρνετος = ο δύσκολα κυβερνώμενος
κακολό(γ)εμαν = κακολογώ
κακολογία = κακολογία
κακολογώ = κακολογώ
κακομαθάνω = κακά συνηθίζω
κακομάθεμαν = δυσανασχέτηση στις στερήσεις διότι έχει συνηθίσει στην καλοπέραση
κακομάθετος = εκείνος που έχει συνηθίσει στις σκληραγωγία
κακομένω = ταλαιπωρούμε κατά την διανυκτέρευση
κακομοιρία = κακομοιριά, δυστυχία
κακομούντζουνος = ασχημοπρόσωπος
κακονουνίζω = βάλω κακό στο μυαλό μου
page===2

κακονουνίστρα = εκείνη που σκέφτεται επίμονα ότι κακό θα συμβεί
κακονυχτία = το να περάσει κάποιος κακή νύχτα
κακονυχτίζω = περνώ άσχημα τη νύχτα
κακοπαθάνω = κακοπαθαίνω
κακοπάθεμαν = δυστυχία, ταλαιπωρία
κακοπαίδιν = κακό παιδί
κακόπαρτος = ο δύσκολος στην εκτέλεση
κακοπέβγαλτος = ο δύσκολα πληρωνόμενος
κακοπείρα = δυστυχής
κακοπειράουμαι = δυστυχώ, υποφέρω
κακοπειρία = η πείρα των δυσκολιών της ζωής
κακοπειρίαγμαν = δυστυχώ, υποφέρω
κακοπειρώ = δυστυχώ, υποφέρω
κακοπέραση = κακοπέραση
κακοπέσετος = εκείνος που είναι ανήσυχος στον ύπνο του
κακοπίταγος = δύστροπο παιδί
κακοπλερώνω = κακοπληρώνω
κακοπλερωτής = κακοπληρωτής
κακοπλέρωτος = εκείνος που θα πεθάνει δυστυχής
κακοπορεύουμαι = δύσκολα κερδίζω τα προς το ζην
κακοπόρευτος = ο δύσκολα πορευμένος στη ζωή
κακοπούλετος = ο δύσκολα πωλούμενος
κακοπροαίρετος = κακοπροαίρετος
κακοπροξένετος = εκείνος του οποίου η προξενιά δεν πετυχαίνει
κακορεξάζω = μου χαλάς την όρεξη και δεν τρώω με ευχαρίστηση
κακορεξία = ανορεξία
κακορεξίασμαν = μου χαλάς την όρεξη και δεν τρώω με ευχαρίστηση
κακόρεξος = εκείνος που δεν έχει όρεξη
κακορριζικία = κακό ριζικό
κακορρούζω = πέφτω άσχημα
κακός = κακός
κάκος = δυσοίωνο συναπάντημα
κακοσκότωτος = ο σκοτωμένος με κακό τρόπο
κακόστομος = υβριστής, ανόρεκτος
κακοστοχία = δυσμάθεια
κακόστοχος = δυσμαθής
κακόσυρτος = ανυπόφορος
κακότα = κακία, μοχθηρία
κακοτραγωδώ = τραγουδώ άσχημα, κακοήχως
κακοτυχία = κακοτυχία
κακότυχος = κακότυχος
κακούλα = οι τρίχες των κροτάφων των ανδρών
κακούρα = ράβδος με την οποία κατεβάζουν τα κλαδιά των δέντρων προς συλλογή των καρπών
κακουρτάκιν = πράγμα πολύ ξηρό
κακουρώνω = κυρτώνω, καμπυλώνω
κακοφάγκιαχτος = απαίσιο ζώο ή νεκρός εμφανιζόμενος σε όνειρο
κακόφανος = εκείνος που θεωρείται απαίσιος κατά την πρωινή συνάντηση
κακοφορμίζω = προκαλώ φλεγμονή
κακοχάπαρος = εκείνος που φέρνει κακές ειδήσεις
κακοχειμάζω = ζώα που περνούν κακό χειμώνα
κακοχείμασμαν = ζώα που περνούν κακό χειμώνα
κακοχούι = κακό ελάττωμα
κακόχρεος = κακοπληρωτής
κακοχρονία = κακή χρονιά λόγω αφορίας
κακόχρονον = κακή τύχη
κακοχώνευτος = κακοχώνευτος
κακόψετος = ο δύσκολα ψηνόμενος
κακόψιν = κακόβραστο
κακοψύχιν = αηδία, σιχασιά που αισθάνεται έγκυος γυναίκα
κακοψύχος = η κατάσταση της εγκύου καθ’ ότι επιθυμεί αλλόκοτα εδέσματα
κακοψυχώ = έγκυος γυναίκα που αηδιάζει
κακοψυχώ = έγκυος γυναίκα επιθυμώ αλλόκοτα εδέσματα
κακύνω = θυμώνω, κακιώνω
κακωσύνη = πράξη κακή
καλά = καλά
καλά = καλός
καλαγκούδα = είδος νυφίτσας
καλαδελφός = αδελφός αγαπητός, καλός, γνήσιος
καλαθάζω = βάζω σε καλάθι
καλαθάριν = είδος μεγάλου καλαθιού
καλαθάς = ο κατασκευαστής καλαθιών
καλαθέα = ποσότητα όση χωράει ένα καλάθι
καλαθερή = είδος καλαθιού με σκέπασμα
καλαθίασμαν = βάζω σε καλάθι
καλάθιν = καλάθι
καλαθίνα = μεγάλο καλάθι με σκέπασμα
καλαθοκέφαλος = εκείνος που έχει ατημέλητα μαλλιά
καλαθομύτης = εκείνος που έχει κοντή και χοντρή μύτι
καλαθόστομον = το σταχτόπανο της μπουγάδας που τοποθετείται στο στόμιο του καλαθιού
καλαθότσουλο = το σταχτόπανο της μπουγάδας που τοποθετείται στο στόμιο του καλαθιού
καλάθωμαν = τοποθέτηση μπουγάδας στο καλάθι
καλακονώ = τροχίζω
καλαλμέγω = αρμέγω καλά
καλάλμεχτον = ζώο εύκολα αρμεγμένο
καλαμάδραχτον = αδράχτι με το οποίο διαπερνούν τα καλάμια για να τυλίξουν σε αυτά το νήμα
καλαμάζω = τυλίγω νήμα στα καλάθια
καλαμάνιν = φυτό με ποώδες καλαμοειδείς διακλαδώσεις
καλαμάντζιν = λιπόσαρκος
καλαμάριν = μελανοδοχείο, καλαμάρι
καλαμίδιν = καλαμιά
καλαμιδόχορτον = χόρτα καλαμοειδές διαχωριζόμενα από τα στάχυα κατά το θερισμό
καλαμίζω = τυλίγω στα καλάμια νήμα
καλάμιν = καλαμιά
καλαμίστρα = άξονας τροχού ανέμης στο οποίο περνούν καλάμια για να τυλίξουν σε αυτό νήμα
καλαμιώνα = τόπος όπου φύονται καλάμια
καλανάρχης = κανονάρχης
καλαναρχώ = κανοναρχώ
καλανάστετος = ευτραφής, καλοαναθρεμμένος
καλανθρωπεύκουμαι = προσπαθώ να φαίνομαι καλός άνθρωπος
καλανθρωπίσκουμαι = προσπαθώ να φαίνομαι καλός άνθρωπος
κάλαντα = κάλαντα
καλαντάζω = λέω κάλαντα
καλανταρέσιν = ζώο που έχει γεννηθεί τον Ιανουάριο
Καλαντάρης = Ιανουάριος
καλανταρίζω = δίνω δώρο χριστουγεννιάτικο
καλανταρίτζα = είδος θάμνου
καλάντασμαν = προσφορά δώρων σε παιδιά τα Χριστούγεννα
καλαντάτ’κα = δώρα της Πρωτοχρονιάς
καλαντέσα = δώρα της Πρωτοχρονιάς
καλαντοκιούτουκο = χοντρό κούτσουρο καιγόμενο στην εστία όλο το βράδυ της πρωτοχρονιάς
καλαντοκούριν = χοντρό κούτσουρο καιγόμενο στην εστία όλο το βράδυ της πρωτοχρονιάς
καλαντόνερον = νερό αντλούμενο τα κάλαντα
καλαντουρογυρεύτρα = εκείνη που ζητιανεύει τον Ιανουάριο
Καλαντοφώτα = γιορτή της πρωτοχρονιάς και των φώτων
καλαντρειωμένος = ο κάλλιστος στην ανδρεία και ρώμη
καλάντριστος = γυναίκα ευτυχισμένη στο γάμο της
καλαπαλούκιν = πράγμα περιττό που προξενούν βάρος
καλαπίταγος = παιδί που πρόθημα εκτελεί θελήματα
καλαπόδιν = το καλαπόδι των υποδηματοποιών
καλάπως = βεβαίως
page===3

καλαρμώνω = κλείνω καλά
καλατζεία = ομιλία, συνομιλία
καλάτζεμαν = λόγος, ομιλία
καλατζευτά = ομιλώντας
καλατζευτάνος = ομιλητικός, πολυλογάς
καλατζεύω = ομιλώ, συνομιλώ
καλατζή = ομιλία, συνομιλία
καλαφάτης = εργάτης που ασχολείται με το καλαφάτισμα πλοίων
καλαφέντης = καλός αφέντης
καλγιανίτζης = πτηνό με κόκκινη ουρά
καλέβρα = είδος υποδήματος
καλεβράς = εκείνος που κατασκευάζει καλέβρες
καλέγβαλτος = δρόμος εύκολα διανυόμενος
καλέμιν = κάλαμος γραφής, καπνοδόχος
καλερή = μουσικό όργανο λύρα
κάλεσμα = κάλεσμα, πρόσκληση
καλέστερος = άνθρωπος που καλεί κόσμο σε γάμο, βάπτιση κτλ
καλεστής = άνθρωπος που καλεί κόσμο σε γάμο, βάπτιση κτλ.
καλετάνος = άνθρωπος που καλεί κόσμο σε γάμο, βάπτιση κτλ.
καλετερεύω = καλυτερεύω
καλετερίζω = καλυτερεύω
καλέτερος = άνθρωπος που καλεί κόσμο σε γάμο, βάπτιση κτλ.
καλετής = άνθρωπος που καλεί κόσμο σε γάμο, βάπτιση κτλ.
καλεύκομαι = προσπαθώ να φαίνομαι καλός
καλέψετος = εύκολα ψημένος
καλέψιν = εύκολα ψημένος
καλέω = καλώ
κάλη = η αγαπητή σύζυγος
καληζωία = καλοζωία
καλημάννα = στοργική μάνα
καλημέρα = καλημέρα
καλημεράζω = καλημερίζω
καλημέρασμαν = καλημέρισμα
καλημερία = χαιρετισμός με την έκφραση καλημέρα
καλημερίζω = καλημερίζω
καλημέρισμαν = καλημερίζω
καληνύχτα = καληνύχτα
καλησπέρα = καλησπέρα
καλησπερία = χαιρετισμός με την έκφραση καλησπέρα
καλησπερίζω = καλησπερίζω
καλησπέρισμαν = καλησπέρισμα
καλιβώνω = καλιγώνω
καλιβωσία = σάκος που περιέχει τα αναγκαία σύνεργα για πετάλωμα ζώου
καλιδρομία = κατευόδιο
κάλιν = το σύνολο των ερίων της κουρά προβάτου
καλίπιν = μήτρα, καλούπι
καλίτζα = η αγαπημένη σύζυγος
καλίτζικος = καλούτσικος
καλκάνιν = καλκάνι
κάλλα = καλύτερα
καλλεμέντζα = εκείνη που έχει κάλλος
καλλιάζω = αποκτώ χρώμα, ομορφαίνω
καλλίων = καλύτερος
κάλλος = ομορφιά
κάλλυμαν = γίνομαι ωραίος
καλλύνω = γίνομαι ωραίος
καλοανάστετος = παιδί που μεγαλώνει χωρίς αρρώστιες
καλοανοίγω = ανοίγω καλά
καλοβλάφκουμαι = υφίσταμαι καίρια βλάβη
καλοβουκώνω = μπουκώνω προσεκτικά
καλόβουλος = καλόβουλος
καλοβράζω = βράζω κάτι καλά
καλογειτόνευτος = εκείνος που έχει καλές σχέσεις με τους γείτονες
καλογειτονεύω = φέρομαι καλά στους γείτονες
καλογέλαστος = γελαστός, χαρούμενος
καλογεννέτρα = γυναίκα που γεννάει εύκολα
καλογέννιν = μωρό που γεννήθηκε εύκολα
καλογεννούδα = γυναίκα που γεννάει πολλά και καλά τέκνα
καλογεννούδικο = ζώο που γεννάει πολλά και καλά
καλογεννώ = γεννώ εύκολα
καλογερεία = καλογηρική
καλογέρεμαν = καλογυρεύω
καλογερική = καλογερική
καλογερίτα = μήλο στενόμακρο
καλογερίτζα = είδος εντόμου μελανού χρώματος
καλογερίτζος = καλογεράκος
καλόγερος = καλόγερος
καλογερώ = φτάνω στα γηρατειά
καλογηρεύω = καλογυρεύω
καλογίνουμαι = ωριμάζω καλά
καλογιός = καλός υιός
καλογνεφίζω = καλοξυπνώ
καλόγνεφος = εκείνος που ξυπνά εύκολα
καλογνωμία = καλή γνώμη
καλόγνωμος = εκείνος που έχει καλή γνώμη
καλογνωρίζω = γνωρίζω κάποιον καλά, βλέπω καλά
καλογομώνω = γεμίζω καλά
καλογραία = μοναχή
καλογραίτζες = είδος μύκητα εδωδίμου μαύρου χρώματος
καλοδάλιν = νήμα που εύκολα περιπλέκεται
καλοδεβάζω = διαβάζω καλά
καλοδένω = δένω καλά
καλοδέχκουμαι = καλοδέχομαι
καλοδία = καλός δρόμος
καλοδοικώ = διορθώνω
καλοδουλεύω = δουλεύω καλά
καλοδρομάζω = ξεπροβοδίζω
καλοδρομία = ξεπροβόδισμα
καλοδρομίζω = ξεπροβοδίζω
κάλοε = καλέ
καλοεντρανώ = βλέπω, παρατηρώ καλά
καλοεντράνωτος = εκείνος που είχε καλή περιποίηση
καλοζώ = ζω καλά
καλοζώετος = καλοπέραση
καλοθάνατα = με καλό θάνατο
καλοθάνατος = εκείνος που παθαίνει ήσυχα χωρίς αρρώστιες
καλοθελέσιος = καλόκαρδος
καλοθέριν = εκείνος που θερίζεται εύκολα
καλοθήκω = καλά τοποθετώ
καλοθρονίζω = ενθρονίζω καλά
καλοθύμετος = εκείνος που είναι άξιος καλής μνήμης
καλοκαθίζω = βάζω κάποιον να καθίσει καλά
καλοκάθομαι = κάθομαι καλά
καλοκαιράζει = καλοκαιράζει
καλοκαίρης = καλοκαίρι
καλοκαιρία = καλοκαιρία
καλοκαιρίζω = καλοκαιριάζω
καλοκαίριν = καλοκαίρι
καλοκαιρ’νός = ανοιξιάτικος
καλόκακα = πότε καλά πότε κακά
page===4

καλόκαρδα = καλόκαρδα
καλοκαρδεμένα = καλόκαρδα
καλοκαρδίζω = καλοκαρδίζω
καλόκαρδος = καλόκαρδος
καλοκείμαι = στοιβάζομαι καλά
καλόκλωστος = εκείνος που εύκολα μεταπείθεται
καλοκόνομος = καλό οικονόμος
καλόκοπος = εκείνος που εύκολα κόβεται
καλοκόρασον = καλό κορίτσι
καλοκρατώ = κρατώ καλά
καλοκυβέρνευτος = εκείνος που έχει άφθονα για τις ανάγκες τις οικογένειάς του
καλοκυβέρνητος = εκείνος που έχει άφθονα για τις ανάγκες τις οικογένειάς του
καλολαλώ = μιλώ καλά
καλολογώ = μιλώ καλά
καλομαθάνω = καλομαθαίνω
καλομάθετος = καλομαθημένος
Καλομηνάς = Μάιος
Καλομηνέσιν = εκείνο που παράγεται τον Μάιο
καλομηνεύκουμαι = φέρομαι σαν τον Μάιο
καλομηνύω = ειδοποιώ, μηνύω
καλονουνίζω = σκέφτομαι καλά
καλοξέρω = γνωρίζω καλά
καλοξύζω = ξύνω καλά
καλοπαθάνω = παθαίνω δίκαια
καλοπαίρω = υποδέχομαι κάποιον με καλό τρόπο
καλόπαρτος = εύκολος στην εκτέλεση
καλοπεινώ = πεινώ πολύ
καλοπέραση = καλοπέραση
καλοπέρασμαν = καλοπερνώ
καλοπέραστος = ο καλώς παρερχόμενος
καλοπερώ = καλοπερνώ
καλοπέσετος = εκείνος που κοιμάται καλά και ήσυχα
καλόπιστος = καλόπιστος
καλοπίταγος = που πρόθημα εκτελεί θελήματα
καλοπίχαρος = γελαστός, πρόσχαρος
καλοπλέκω = πλέκω τεχνικά
καλοπλερώνω = πληρώνω καλά τα χρέη μου
καλόπλυτος = καλά πλυμένος
καλοπορεύομαι = ζω καλά με άνεση οικονομική
καλοπόρευτος = ζω με ευπορία
καλοπροαίρετος = καλοπροαίρετος
καλοπροσωπεύκομαι = υποκρίνομαι τον ηθικά άμεμπτο
καλορριζικία = ευδαιμονία, ευτυχία
καλορρίζικος = καλορίζικος
καλορωτώ = ρωτώ να μάθω τι ακριβώς
κάλος = πρόσκληση
καλός = καλός
καλοσιμώνω = πλησιάζω πολύ
καλόσπαος = ζώο εύκολα σφαζόμενο
καλοσταλίζω = σταματώ καλά
καλοσταμνίζω = δένω καλά μέσα στο στάβλο
καλόστομος = εκείνος που λέει καλούς λόγους
καλοστοχάσκομαι = προσέχω, βλέπω καλά
καλοστόχευτος = ο εύκολα αντιλαμβανόμενος
καλόστοχος = ο εύκολα αντιλαμβανόμενος, ευφυής
καλοστρατεία = κατευόδιο
καλοστρατεύω = κατευοδώνω
καλοστρατίζω = κατευοδώνω
καλοσυένευτος = εκείνος που φέρεται καλά στους συγγενείς
καλοσφραγίζω = σφραγίζω καλά
καλοτέρεμαν = κοιτάζω προσεκτικά, προσέχω καλά
καλοτηρώ = κοιτάζω προσεκτικά, προσέχω καλά
καλοτίμετος = εκείνος στον οποίο γίνεται τιμητική υποδοχή
καλοτοπίζω = τοποθετώ καλά
καλοτόπιν = τόπος όπου μένεις ευχαρίστως
καλοτραγωδώ = τραγουδώ ωραία
καλοτρανώ = βλέπω καλά, περιθάλπω
καλοτρύπιν = εκείνος που έχει καλές τρύπες
καλοτυλίζω = συστρέφω, τυλίγω στερεά
καλοτυχία = καλοτυχία
καλότυχος = καλότυχος
καλουπιάζω = διπλώνω ρούχα
καλούπιν = μήτρα, χυτήριο σφαιρών μολύβδου
καλοφαγία = καλοφαγία
καλοφάγκιαχτος = εκείνος που θεωρείται καλός οιωνός ζωντανός ή νεκρός εμφανιζόμενος στον ύπνο
καλοφάζω = ταΐζω καλά
καλοφανεμένος = ευπρόσωπος
καλοφάνθουμαι = καλοφαίνομαι
καλοφανίζω = φαίνομαι να έχω κάλλος
καλόφανος = εκείνος που φαίνεται καλός στην υποδοχή
καλοφόρετος = καλοφόρετος
καλοφορώ = φορώ καλά
καλοφράζω = φράζω καλά
καλόφωνος = καλλίφωνος
καλοχάρτζευτος = εκείνος που δαπανήθηκε καλά
καλοχαρτζεύω = ξοδεύω σκοπίμως και όχι σπάταλα
καλοχείμαγος = ζώο που τρέφεται εύκολα το χειμώνα
καλοχειμάζω = ζώο που περνάει καλά το χειμώνα
καλοχορτάζω = χορταίνω καλά
καλοχρονία = καλή χρονιά
καλοχτενίζω = χτενίζω καλά
καλοχώνευτος = χωνεύω καλά
καλοχώνω = χώνω καλά
καλοψένω = ψήνω καλά
καλόψετος = εύκολα ψημένος
καλόψιν = εύκολα ψημένος
καλπάκιν = σκουφί
καλπακίτζα = μικρό σκουφί
καλπακόπουλλο = σκουφάκι
κάλτζα = κάλτσα
καλτζίνα = μάλλινη κάλτσα
καλτζοδέμαν = δέμα της κάλτσας
καλτζοδέτρα = δέμα της κάλτσας
καλτζορράμμιν = νήμα κάλτσας
καλτζοτζούπιν = καλτσοβελόνα
καλύβιν = καλύβα
καλυβοστέγαστον = οίκημα πρόχειρα στεγασμένο σαν καλύβα
καλυμμαύκιν = κάλυμμα κεφαλής των ιερωμένων
καλυμμένος = καλυμμένος
καλυμπώνω = καμμύω
καλύνω = αναρρώνω
καλυτερεύω = καλυτερεύω
καλυτερίζω = βελτιώνομαι
καλυτέρισμαν = βελτιώνομαι
καλύτερος = καλύτερος
καλύφιν = εκείνο που εύκολα υφαίνεται
κάλφας = μηχανικός αρχιμάστορας
καλώ = καλώ
καλωράζω = επιτηρώ καλά
καλωρίαστον = ζώο που εύκολα επιτηρείται κατά την βοσκή
page===5

καλώς = καλώς
καλωσηρθάζω = καλωσορίζω
καλωσηρθίασμαν = καλωσόρισμα
καλωσυνεύω = ασθενής που βελτιώνεται
καλωσύνη = καλωσύνη
καλωσώρεμαν = επίσκεψη στο σπίτι του νεοφερμένου ξενιτεμένου για χαιρετισμό
καλωσωρεύω = χαιρετώ τον επισκέπτη
καλωσωρίζω = καλωσορίζω
καλωσώρισμαν = χαιρετισμός προς τον ξενιτεμένο
κάμα = ξίφος, σπαθί
κάμα = κάψιμο, έγκαυμα
καμάκα = όργανο με το οποίο εξάγουν τα αναμμένα κάρβουνα από το φούρνο
καμακέα = χτύπημα με καμάκα
καμάκιν = όργανο με το οποίο εξάγουν τα αναμμένα κάρβουνα από το φούρνο
καμακόπον = όργανο με το οποίο εξάγουν τα αναμμένα κάρβουνα από το φούρνο
καμακουλώνω = κυρτώνομαι
καμακώνω = χτυπώ με καμάκα, επιβαίνω
καμαλαρέα = σωρός ξερών κρεμμυδιών
καμαρίτζα = όργανο με το οποίο εξάγουν τα αναμμένα κάρβουνα από το φούρνο
καμαροκόφτε = μικρό πριόνι κυρτού σχήματος
καμαροφρύδα = καμαροφρύδα
καμαροφρύδιν = φρύδι τοξοειδές
καμαρώ = κύπτω, φέρνω τη νυφική καλύπτρα
καμάρωμα = σκύψιμο, νυμφική καλύπτρα
καμαρώνω = κλίνω, σκύβω
καμαρωτέριν = νυφικό πέπλο
καμαρωτός = εκείνος που έχει εξωτερικό σχήμα θόλου
καμασέα = εργασία με ημερομίσθιο
κάμαση = εργασία με ημερομίσθιο
καματάρης = ο εργαζόμενος ημερομίσθιος
καμάτεμαν = γίνομαι εργατικός, φιλόπονος
καματερεύω = γίνομαι εργατικός
καματερός = εργατικός, φιλόπονος
καματερωσύνα = εργατικότητα, φιλεργία
καματεύω = βάζω κάποιον να εργαστεί για μένα
καματίζω = χρησιμοποιώ άνθρωπο ή ζώο για κάποια εργασία
καμάτισμαν = χρησιμοποιώ άνθρωπο ή ζώο για κάποια εργασία
κάματρο = μεροκάματο, ημερομίσθιο
καμάτρος = εργατικός, φιλόπονος
καμελάρης = καμηλιέρης
καμελαύκιν = το κάλυμμα της κεφαλής των ιερωμένων
καμέλιν = καμήλα
καμελόπον = καμήλα
καμενίτζης = εκείνος που έχει εγκαύματα
καμενοσάνιδον = σανίδα από ξύλο καστανιάς πάνω στην οποία οι χρυσοχόοι κάνουν συγκόλληση
κάμερου = κάπου
καμήλα = καμήλα
καμήλι = καμήλα
καμιζόλα = πουκάμισο
κάμινας = καύσωνας
καμινεύω = καίω σε κεραμουργικό κλίβανο πήλινα αγγεία
καμίνιν = καμίνι
καμινόξυλον = ξύλο για εστία
καμινώνω = φλέγω
καμινωσία = η συσκευή του τσακμακιού
καμινωτέριν = ο χάλυβας των πυροβόλων όπλων
καμίσιν = πουκάμισο
καμισόβρακον = πουκάμισο και σώβρακο μαζί
καμισόλα = πουκάμισο
καμισόπ’λλον = πουκάμισο
καμμίαν = ποτέ
καμμώνω = αποκοιμούμαι
κάμνεμα = η νηματοποίηση του λιναριού
κάμνω = εργάζομαι, δουλεύω, κάνω
καμονή = καημός
καμουρίζω = νυστάζω, ονειροπολώ
κάμπα = κάμπια
καμπάζω = αποκτώ κάμπια
καμπάνα = καμπάνα
καμπαναρείον = καμπαναριό
καμπανίζω = ανατέλλω
κάμποιος = κάποιος
κάμπος = κάμπια
κάμπος = κάμπος
καμποσίκος = κάμποσος
καμποσίτζικος = κάμποσος
κάμποσος = κάμποσος
καμπουράζω = καμπουριάζω
καμπούρης = καμπούρης
καμπουρίασμαν = καμπούριασμα
καμπούρωμα = καμπουριάζω
καμπουρωτός = καμπουρωτός
καμποφάγας = πτηνό που τρώει τις κάμπιες
καμποφαγούδιν = πτηνό που τρώει τις κάμπιες
καμπώνω = αποκοιμούμαι
κάμσιμον = το γνέσιμο του ερίου
καμψέα = καμτσικιά
καμψιλαεύω = μαστιγώνω
καμψίν = μαστίγι
κάμω = κάνω
καμώματα = καμώματα
κάν = μέχρι, έως
καναβάτζα = σάκος από κάνναβη
κάναβος = απείκασμα νερού εκ πηλού
καναβούρι = πράξη κατά την οποία κατασκευάζουν από πηλό απείκασμα νερού
κανακάριν = κανακάρης
κανάκεμαν = περιποίηση, χάδια
κανακεύω = κανακεύω
κανάκια = πολύτιμα στολίδια
κανάλιν = άνεμος που όταν πνέει ρυτιδώνει την θάλασσα
κανάρα = κουνούπι
κανάριν = καναρίνι
καναρίνα = θαλάσσιο πτηνό
κανάτα = κανάτα
κανάτιν = φτερούγα, χαρτόνι, παντζούρι
κανατώνω = δένω βιβλίο
κανεβίζιν = ταφτάς
κανέες = κενά μέρη επάνω από τα μεγάλα ερμάρια της οικίας
κανεί = είμαι ικανός
κανείμαι = είμαι ικανός
κανείς = κανείς
κανέλα = κινάμωμο
κανεύω = καταπείθομαι, πιστεύω
κάνι = στύλος, δοκός
κανίν = φιαλίδιο
κανισκιάρης = ο κομιστής κανίστρου που περιέχει δώρο
κανίσκιν = δώρο που αποστέλλεται σε νεόνυμφους
κανίστριν = κάνιστρο
κανναβένος = ο καμωμένος από κάνναβη
καννάβιν = κάνναβη
page===6

κανναβίτζα = νήμα από κάνναβη
κανναβλής = ο καμωμένος από κάνναβη
κανναβορράμμιν = νήμα από κάνναβη
κανναβόσπορος = κανναβόσπορος
κανναβουρώνιν = αγρός από καννάβη
κανοκιάλιν = τηλεσκόπιο, κιάλια
κανόνα = κανόνας
κανονάρχης = κανονάρχης
κανοναρχώ = κανοναρχώ
κανονίζω = επιβάλλω εκκλησιαστική ποινή, τιμωρώ
κανονικόν = ετήσια χορηγία ιερέως προς αρχιερέα
κανόνιν = φέρετρο εκκλησίας
κανόνισμαν = επιβάλλω εκκλησιαστική ποινή, τιμωρώ
κανταρά = βράχος
καντάριν = στατήρας, καντάρι
κάντζα = γάντζος, άγκιστρο
καντζαρεύω = αναρριχώμαι
καντζαρίζω = αναρριχώμαι
κάντζαρος = αράχνη, ακρίδα
καντζαρόσπιτον = ιστός αράχνης
καντζί(ν) = ο καρπός φουντουκιού, καρυδιού κτλ.
καντζιλίδα = συσπειρωμένο κλωστή
καντζιμίτρα = έντομο
καντζογραία = γριά καταρρυτιδωμένη
καντζολόγεμαν = ο αποχωρισμός των φουντουκιών από την κάψα
καντζολογεύω = συλλέγω τους εναπομείναντες καρπούς μετά την συγκομιδή
καντζολογώ = συλλέγω τους εναπομείναντες καρπούς μετά την συγκομιδή
καντζόπον = ο καρπός φουντουκιού, καρυδιού κτλ.
καντζόπον = γάντζος, άγκιστρο
καντζοσίρβιν = σούπα αρτυσμένη με κοπανισμένη ψίχα ξηρών καρπών
καντζούρης = φιλάργυρος
κάντζωμαν = καρυκεύω με σπασμένα καντζία
καντζώνω = καρυκεύω με σπασμένα καντζία
καντήλα = καντήλα
καντηλάεμαν = φεγγοβολώ
καντηλαεύω = φεγγοβολώ
καντηλανάφτης = καντηλανάφτης
καντηλάφτης = καντηλανάφτης
καντήλιν = καντήλα
καντηλίτζα = καντηλάκι
καντηλόπον = καντηλάκι
καντηλώνω = αρχίζω να πυρώνω
καντόζον = το εκατοστάρικο του κρασιού
καντούρεμαν = πείθω
καντουρεύω = πείθω
καντραμάδα = κλάδος οπωροφόρου δέντρου με πολλούς καρπούς
καντρίδιν = δερμάτινο λουρί συνδεόμενο με το ζυγό τον ρυμό του αρότρου
κάντρον = φωτογραφία, κάδρο
καντρούκιν = δέρμα ακατέργαστο και σκληρό
καντρουκώνω = ισχναίνω
καντυλάζω = πρήζομαι
καπάκιν = καπάκι
καπακώνω = καπακώνω
καπαλάκι = αγριόφυτο με πλατιά φύλλα δυσώδη
καπανάριν = βραχώδης έδαφος
καπανέα = χτύπημα με πέτρα
καπανεύω = αναθεματίζω
καπάνιν = πέτρα, βράχος
καπανοσκούλιν = κούφωμα βράχου
καπαράμα = γάλος
καπαρεύω = φουσκώνω
καπαροτζούφιν = είδος θάμνου
καπάτζιν = κόρα
καπατζώνω = σχηματίζω κόρα
κάπερου = κάπου
καπετάνος = καπετάνιος
καπέτζης = κασιδιάρης
καπηλός = πρατήριο οινοπνευματωδών ποτών
καπίστιν = χαλινός
καπιτζάρης = μυλωθρός
καπιτζεύω = παίρνω τα αλεστικά μου δικαιώματα
καπίτζιν = το αλεστικό δικαίωμα του μυλωνά
καπιτζλαεύω = παίρνω τα αλεστικά μου δικαιώματα
καπλάνης = τίγρη
καπνάριν = καπνισμένος
καπνάς = καπνάς
καπνέα = καπνίλα
κάπνη = επικαθημένη καπνίλα στους τοίχους
κάπνιγμαν = κάπνισμα
καπνίζω = καπνίζω
καπνικόν = αρχιερατική επιχορήγηση καταβαλλόμενη σε κάθε οικογένεια
κάπνισμα(ν) = κάπνισμα
καπνοθήκη = καπνοθήκη
καπνοκούριν = κούτσουρο καμένο που αναδίδει καπνό
καπνός = καπνός
καπνοσακκούλα = σακούλα προς θήκη καπνού
καπνόφυλλον = καπνόφυλλο
καπνόφυτον = φυτό καπνού
κάποθεν = από κάπου
κάποιος = κάποιος
καποσίκος = κάμποσος
καποσίστικος = κάμποσος
καποσίτζικος = κάμποσος
κάποτε = κάποτε
κάπου = κάπου
καπούκιν = φλοιός, φλούδα
καπούτζης = ψωραλέος
καπράνι = αγριόχοιρος
καπροχειλού = εκείνος που έχει χονδρά χείλη σαν του κάπρου
καπρώνω = σκυθρωπιάζω, κατσουφιάζω
κάπως = κάπως
κάρα = κεφάλι
καραβάνα = ανδρική βράκα
καραβέα = ποσότητα πράγματος όση χωράει το πλοίο
καραβέα = οσμή καραβιού
καραβίδα = καραβίδα
καράβιν = καράβι
καραβόβαρκον = η βάρκα του καραβιού
καραβοκύρης = καραβοκύρης
καραβοπίσσιν = πίσσα μαύρη από καιόμενα έλατα
καραβόπον = καραβάκι
καραβοφόρτι = φορτίο πλοίου
καρακάτζιν = κόρα του ψωμιού
καραμουτάσκουμαι = μαυρίζω από το θυμό μου, κατσουφιάζω, σκυθρωπιάζω
καραμουτώνω = μαυρίζω από το θυμό μου, κατσουφιάζω, σκυθρωπιάζω
καραμφίλιν = μοσχοκάρφι, γαρίφαλο
καράνα = κουνούπι
καραντίνα = καραντίνα
καραπατάκης = μαύρη θαλάσσια πάπια
καραπέτζης = κατάμαυρος
page===7

καραπισταγκού = γυναίκα μαύρη στο σώμα
καραπιστάνιν = κατάμαυρο
καρατιουζένιν = μονόχορδο μουσικό όργανο
καραφίλ(ιν) = μοσχοκάρφι, γαρίφαλο
καραχαμπάρι = κακή είδηση
καραχανίες = λόγοι ανυπόστατοι
καρβάλα = η αγκύλη του σκουλαρικιού
κάρβος = η ανθρακιά της εστίας
καρβωνάρειον = αποθήκη ανθράκων
καρβωνάρης = ανθρακοπώλης
καρβωνάριν = εκείνο που περιέχει πολλά κάρβουνα
καρβωνάς = ανθρακοπώλης
καρβώνιν = άνθρακας, κάρβουνο
καρβωνογάστριν = εργαλείο των χρυσοχόων
καρβωνοζώμιν = νερό μέσα στο οποίο σβήνουν αναμμένα κάρβουνα
καρβωνόπον = καρβουνάκι
καρβωντζής = ανθρακοπώλης
καρβωνώνω = μαυρίζω, καρβουνιάζω
καργιόλα = σιδερένια κλίνη
καρδακός = ανδρείος, γενναίος
καρδαμίτζα = καρδαμίτσα
κάρδαμον = κάρδαμο
καρδάρης = ανδρείος, γενναίος
καρδάτες = ανδρείος, γενναίος
καρδαχπαίνω = τρομάζω πολύ
καρδελίνα = καρδερίνα
καρδεύω = εγκαρδιώνω, ενθαρρύνω
καρδία = καρδιά
καρδίζω = διεγείρω την προθυμία κάποιου
καρδίτζα = καρδούλα
καρδοκαίω = προκαλώ σε κάποιον λύπη, διψώ υπερβολικά
καρδόκαμαν = προκαλώ σε κάποιον λύπη, διψώ υπερβολικά
καρδόκομμαν = καταπτοώ
καρδοκόφτες = εργαλείο χρυσοχόων
καρδοκόφτω = καταπτοώ
καρδοκόψιμον = καταπτόηση, τρόμος
καρδοκοψίος = καταπτόηση, τρόμος
καρδολαβίζω = λυπώ κάποιον κατάκαρδα
κάρδομαν = κάρδαμο
καρδοπαίζω = αγωνιώ, τρέμω
καρδοπαίξιμον = ο παλμός της καρδιάς από φόβο
καρδοπάνιν = πανί που καλύπτει το στήθος
καρδόπον = καρδούλα
καρδοπόνα = πόνος καρδιάς
καρδοπονάουμαι = στενοχωριέμαι
καρδοπόνεμαν = πονώ στην καρδιά
καρδοπονίος = πόνος στομαχιού
καρδοπονίουμαι = αισθάνομαι πόνο στο στομάχι
καρδοπονίτα = φαγώσιμα που ενοχλούν το στομάχι
καρδόπονος = πόνος στομαχιού
καρδοπονώ = προξενώ λύπη, στενοχωρώ, μου πονάει το στομάχι
καρδοσκώλεκον = σκώληκας των εντέρων
καρδοσυλλυσμός = θλίψη
καρδοσυλλύω = θλίβομαι πολύ
καρδοτάραγμαν = εκείνο που ταράζει το στομάχι
καρδοτάραγον = πράξη που προκαλεί αηδία
καρδοτυραννισία = στενοχώρια, αδημονία
καρδοχτύπιν = χτύπος, παλμός καρδιάς
καρενίτα = χόρτο όμοιο με πράσο
καρεφτός = σφιχτός
καρή = γυναίκα
καριάκι = ανάλατο νωπό βούτυρο
καρίπης = αλλοδαπός
καριπία = η κατάσταση του ξένου
καρίπικον = έρημος, ορφανός
καρίσιν = σπιθαμί
καρίτσα = γυναίκα
καρκαλάκιν = ξυλαράκι
καρκαλάκος = νεωκόρος, κανδηλάπτης
καρκανίτζα = βάδισμα πηδηχτό
καρκαρίζω = βράζω θορυβωδώς
καρκάρισμαν = βράζω θορυβωδώς
καρκατσόνα = μέρη απόκρημνα
καρκατσώνω = ανυψώνομαι ευθυτενώς
καρκινεύω = αναρριχώμαι
καρμάνα = είδος αδραχτιού
καρμανέα = πράγμα ηλιοκαμένο
καρμανίζω = στριφογυρίζω
καρμανίουμαι = κατακαίομαι από τον ήλιο
καρμανίτζα = είδος αδραχτιού
καρμανιτζέα = ποσότητα νήματος όση χωράει η καρμανίτζα
καρμανίτζιν = είδος αδραχτιού
καρναλέα = ποσότητα όση χωράει το καρνάλιν
καρνάλιν = μικρό καλάθι
καρναλοκέφαλος = μεταφ. χοντροκέφαλος, ευήθης
καρνίζω = αλληθωρίζω
καρνομμάτης = αλλήθωρος
καρνός = αλλήθωρος
κάρνωμαν = αλληθώρισμα
καρνώνω = αλληθωρίζω
καρονέσιν = πόα, χλόη
καρουλέα = ποσότητα νήματος όση χωράει το καρούλι
καρούλιν = κουβαρίστρα
καρούσιν = σπιθαμή
καρπαρίτα = είδος θάμνου
καρπένω = παράγω καρπό
καρπερός = καρπερός
καρπετίζω = σείομαι, κινούμαι
καρπέτιν = είδος χοντρού μάλλινου εφαπλώματος
καρπός = καρπός
καρπουζάπιν = αχλάδι όμοιο με καρπούζι
καρπούζιν = καρπούζι
καρπουζοζώμιν = χυμός καρπουζιού
καρπουζόπον = καρπούζι
καρπούτζιν = κόρα του άρτου
καρπύνω = παράγω καρπό
καρπώνω = παράγω καρπό
καρσανάς = εκείνος που παράγει και πωλεί καρσάνια
καρσανέα = ποσότητα όση χωράει το καρσάνιν
καρσάνιν = σκάφη ζυμώματος ή άλλης χρήσεως
καρσανοκέφαλος = χοντροκέφαλος
καρσανόπον = σκάφη ζυμώματος ή άλλης χρήσεως
καρσού = αντίκρυ, απέναντι
καρτάζιν = κάψα φουντουκιού
καρτάης = αναμαλλιασμένος
καρταλέας = εκείνος που έχει κόπρανα πάνω στο χιτώνα του
καρτάλιν = γύπας
καρτάλιν = ξηρά κόπρανα ανθρώπου
κάρταλος = ξηρά κόπρανα ανθρώπου
καρτανίζω = διαμελίζω, κατασπαράζω
page===8

καρτέλισμαν = διαμελίζω, κατασπαράζω
καρτερώ = καρτερώ
καρτζάγκαλος = καλικάτζαρος
καρτζάζω = αναρριχώμαι
καρτζάλα = υπόγειος σφαιροειδής βολβός φυτού
καρτζάλης = εξόφθαλμος, μεγαλόφθαλμος
καρτζαλώνω = γουρλώνω τα μάτια
καρτζαλώνω = αναρριχώμαι
κάρτζασμαν = αναρρίχηση
κάρτζιν = οι γαμψοί όνυχες ορνέου
κάρτιν = λαχανικό εκτός εποχής
καρτολέας = οσμή πατάτας
καρτολένος = ο παρασκευασμένος από πατάτα
καρτόλιν = πατάτα
καρτολοτήγανον = τηγάνι για πατάτες και αυγά
καρτολούχιν = κήπος με πατάτες
καρτολώνω = ρυπαίνω με πατάτες
κάρτον = ένα τέταρτο της ώρας
καρτοφένος = ο παρασκευασμένος από πατάτα
καρτόφιν = πατάτα
καρτοφοτήγανον = τηγάνι για πατάτες και αυγά
καρτοφοτόπιν = τόπος κατάλληλος για καλλιέργεια πατάτας
καρτοφόφυλλον = φύλλο πατάτας
καρτσίβελος = φειδωλός, φιλάργυρος
καρτσουφλίζω = γρατσουνίζω
καρτύνω = λαχανικά που αποβάλλουν την νωπότητα
καρυδάς = έμπορος καρυδιών
καρυδάτες = γλύκυσμα από καρύδια και ζάχαρη
καρυδέα = οσμή καρυδιού
καρυδέλαδον = καρυδέλαιο
καρυδένος = ο παρασκευασμένος από καρύδια
καρύδιν = καρύδι
καρυδίτζα = καρυδάκι
καρυδίτζιν = καρύδι
καρυδίτζος = είδος μικρού πτηνού
καρυδοκάντζιν = ψίχα καρυδιού
καρυδόπον = καρύδι
καρυδόπ’λλον = καρύδι
καρυδοσάνιδον = σανίδι από ξύλο καρυδιάς
καρυδοσίβριν = σούπα από χοντροαλεσμένο σιτάρι αρτυσμένη με ψίχα καρυδιού
καρυδότζεφλον = τσόφλι καρυδιού
καρυδόφυλλον = φύλλο καρυδιάς
καρυδόφυτον = φυτό καρυδιάς
κάρυες = μικρές ξύλινες τροχαλίες αργαλειού
καρύκλα = όγκος σαν καρύδι στο κεφάλι
κάρφα = νυφικό πέπλο
καρφάριν = ξύλο με σειρά καρφιών στα οποία προσδένονται νήματα και υφαίνονται τάπητες
καρφέα = ίχνος καρφιού
καρφί(ν) = καρφί
καρφίτζα = καρφίτσα
καρφοκέφαλος = απρόκοφτος
καρφόπον = καρφί
κάρφος = ήλος χοντρός
κάρφωμαν = καρφώνω
καρφώνω = καρφώνω
καρφωτά = καρφωτά
καρφωτός = καρφωτός
κάσα = ταμείο
κασανίζω = σύρω κατά γης
κασανίκιν = άχρηστο κομμάτι υφάσματος
κασάπης = κρεοπώλης
κασέλα = κιβώτιο
κασκαούτα = παπαρούνα
κασκάρα = καρακάξα
κασκάριν = ο πυρίτης λίθος
κασκαρομμάτης = τυφλός
κάσκας = σκίουρος
κασουκάκι = λαπάς
κασπίν = δέσμη νήματος
κασσίτερη = κασσίτερος
καστανένος = ο παρασκευασμένος από ξύλο καστανιάς
καστανίτζα = είδος κολοκύθας
καστανίτης = είδος σταφυλιού από μαύρες ρώγες
κάστανο(ν) = καστανιά, κάστανο
καστανοκούρι = κομμάτι από κορμό καστανιάς
καστανόπον = καστανιά, κάστανο
καστανόφυλλοι = οι φύλλοι του φθινοπώρου
καστανόφυλλον = φύλλο καστανιάς
καστανόφυτο = φυτό καστανιάς
καστανώ = ύφασμα που κηλιδώνεται με κηλίδες ανεξίτηλες
καστανωτός = καστανός
καστρινός = ο προερχόμενος από κάστρο
καστρόλιθος = μεγάλος βράχος
κάστρον = κάστρο
καστροπαραδότες = εκείνοι που παραδίδουν το κάστρο στους εχθρούς
καστροπέντικος = σπουργίτης
καστρόπορτα = καστρόπορτα
καστροσείουμε = σείομαι ως το κάστρο
καστροτόπιν = τόπος κάστρου
καστρόχτιστος = οικοδομημένος καλά σαν κάστρο
κατά = κατά
κάτα = γάτα
κατάβαση = κατάβαση
καταβασίδι = κατήφορος
καταβαστικός = μετριόφρων, καταδεκτικός
καταβάτιν = λιναρόσπορος
καταβουνέα = χρυσοκάνθαρος
κατάβραδα = προς το βράδυ
κατάβρεχος = πολύ βροχερός
καταβρέχω = βρέχω πολύ
καταγαρίζω = φωνάζω, κραυγάζω
καταγιάλιν = ακρογιαλιά
καταγιαλίσκομαι = πρήζομαι τόσο ώστε το δέρμα στίλβει σαν γυαλί
καταγλαθάζω = διευκολύνω την ροή ύδατος καθαρίζοντας το αυλάκι
καταγραμμένος = γραμμένος
καταγριλεύω = καταστρέφω ολοσχερώς
καταγυράζω = αποδιώκω, εκδιώκω
καταγυρίζω = περιφέρομαι εδώ και εκεί
καταδακρώνω = δακρύζω πολύ
καταδέχκομαι = καταδέχομαι
καταδεχτικός = καταδεχόμενος
κατάδικος = κατάδικος
καταδιπλώνω = διπλώνω καλά
καταθάρα = εικασία, υπόθεση
καταθάρρα = θάρρος
καταθαρρώ = ελπίζω, εμπιστεύομαι
κατάθεμαν = το άξιο αναθέματος, αφορισμένο
καταθήκω = τοποθετώ εκεί που πρέπει
καταΐφιν = κανταΐφι
κατακάθα = κατακάθι
page===9

κατακάθισμαν = κατακάθι
κατακάθομαι = κατακάθομαι
κατακαιρία = ο παρών καιρός
κατακαίω = κατακαίω
κατακαμός = μεγάλος καημός
κατάκαρδα = κατάκαρδα
κατακαρδώ = ενθαρρύνω
κατακαρδώνω = ενθαρρύνω
κατακαρσού = αντίκρυ, απέναντι
κατακενώνω = κενώνω, αδειάζω
κατακέφαλα = κατακέφαλα
κατακεφαλάζω = αντιστρέφω το σώμα κατακέφαλα
κατακεφαλίασμαν = αντιστρέφω το σώμα κατακέφαλα
κατακεφαλίζω = αντιστρέφω
κατακέφαλος = αναποδογυρισμένος
κατακιτρινίζω = κατακιτρινίζω
κατακίτρινος = κατακίτρινος
κατακλαδάζω = σπάω τους κλάδους δέντρου
κατακλάδεμαν = κλαδεύω καλά
κατακλαδεύων = κλαδεύω καλά
κατακλαίω = καταλαλώ, κατηγορώ
κατάκλαμαν = καταλαλώ, κατηγορώ
κατακλάνα = κυβιστήματα, τούμπες
κατακλανάουμαι = κάνω τούμπες, κυβιστώ
κατακλάνω = πέρδομαι πολύ
κατακλάψιμον = διασυρμός, καταλαλιά
κατακλείδι = κατακλείδι
κατακλειδώνω = κλειδώνω καλά
κατακλέφτω = κατακλέβω
κατακλημιδάουμαι = γίνομαι κατάφορτος από καρπό
κατακλημίδιν = το κατάφορτο από καρπό
κατακλίθιν = το κατάφορτο από καρπό
κατακλίθω = κλίνω, γέρνω προς τα κάτω
κατακλιντζεύω = κατακόβω όλα τα κλαδιά δέντρου
κατακλυσμός = κατακλυσμός
κατακλώθω = περιστρέφω, συστρέφω
κατακοκκινίζω = κατακοκκινίζω
κατακόκκινος = κατακόκκινος
κατακορδυλούμαι = κομπιάζω
κατακόσκινα = αποκοσκινίδια
κατακοσκίνισμαν = καλό κοσκίνισμα
κατακουβαράουμαι = ποτάμι που προχωρεί με τα ύδατα εξογκωμένα σαν κουβάρι
κατακουντέριν = περιφρονημένος
κατακουντώ = σκουντώ
κατακουράζω = κατακουράζω
κατακουρτώ = καταβροχθίζω
κατακοφτά = με γοργό ρυθμό
κατακοφτόν = χορός με γοργό ρυθμό
κατακόφτω = κομματιάζω
κατακρατεύτρα = γυναίκα φειδωλή
κατακρατώ = κατακρατώ
κατακρεμιγμένος = πτωχότατος
κατάκριμαν = μεγάλη αμαρτία
κατακρίνω = κατακρίνω
κατάκριση = κατάκριση
κατακρονιάσου = γκρεμίσου
κατακρότιν = καρπός που έπεσε κατά γης
κατακρούχτιν = καρπός που έπεσε κατά γης
κατακρούω = κατηγορώ κάποιον αδικαιολόγητα
κατακυλίζω = κατρακυλώ
κατακύλιν = στρογγυλό, σφαιρικό
κατακύλισμαν = κατρακυλώ
κατακυλιστά = κατρακυλώντας
κατακώλεμα(ν) = αποδιώκω, αποπέμπω
κατακώλι = κυνηγητό
κατακωλύω = αποδιώκω, αποπέμπω
καταλαβαίνω = καταλαβαίνω
καταλάγγεμαν = κάνω αναπηδήματα
καταλαγγεύω = κάνω αναπηδήματα
καταλαχού = τυχαίως
καταλύνω = καταστρέφω
καταμάγια = σκούπα από κουρελόπανα δεμένα σε άκρο κονταριού, μεταφ. άνθρωπος μαυρισμένος
καταμαλάζω = πιάνω με τα χέρια και μαλάζω
καταμασώ = μασώ καλά
καταματώνω = καταματώνω
καταμαυρίζω = καταμαυρίζω
κατάμαυρος = κατάμαυρος
καταμαυρύνω = καταμαυρίζω
καταμεσού = στο μέσο
καταμήνα = η έμμηνος ρύση γυναικός
καταμούρταρος = ομιχλώδης
καταναξερώ = ξερνώ πολύ
καταντάχκομαι = καταντώ
καταντία = κατάντια
καταντικρύ = αντίκρυ, απέναντι
καταντώ = καταντώ
καταξάνω = ξαίνω εντελώς
καταπαίρνω = μαλώνω, επιπλήττω
καταπάτιν = καταπατημένο
καταπατώ = καταπατώ
καταπιάνω = συρράπτω κάτι του οποίου έχει φύγει η ραφή, συμμαζεύω
καταπίνω = καταπίνω
καταπλάνω = δημιουργούμαι, φτιάχνομαι
καταπλούμιστος = ο πολύ ποικιλόμορφος
καταπνίουμαι = καταπνίγομαι
καταπόδι = καταπόδι
καταποδιαστά = καταποδιαστά
καταπραγιάζω = αδυνατίζω πολύ, εξασθενώ
καταπραένω = καταπραΰνω
καταπραΐζω = αδρανώ
καταπρασινίζω = πρασινίζω εντελώς
καταπράσινος = καταπράσινος
καταπραϋνίζω = καταπραΰνομαι
κατάπρυμα = κατάπρυμα
κατάρα = κατάρα
καταράσκουμαι = καταριέμαι
κατάρατος = καταραμένος
καταρούμαι = καταριέμαι
καταρράχτες = καταρράχτες
καταρριγώ = τουρτουρίζω
καταρροή = καταρροή
κατάρτιν = κατάρτι
καταρώ = καταριέμαι
καταρώνω = κατάρα
κατασάλεμα(ν) = μετακινώ
κατασαλεύω = μετακινώ
κατασκαμός = υπερβολική κόπωση
κατασκάνω = κουράζομαι πολύ
κατασκίζω = σκίζω καλά
κατασκοτώνω = κατασκοτώνω
page===10

κατασπάνω = κατακομματιάζω
καταστάζω = στάζω προς τα κάτω σταγόνες
καταστάλαγμα(ν) = καταστάλαγμα
κατασταλάζω = κατασταλάζω
κατασταυρώνω = κάνω κάτι σε σχήμα σταυρού
καταστέκω = αποκαθίσταμαι οικονομικώς
καταστρέφκομαι = καταστρέφομαι εντελώς
καταστροφία = καταστροφή
κατάστρωμαν = κατάστρωμα
καταστρώνω = καταστρώνω
κατάσυρμαν = διασύρω, κακολογώ
κατασυρμονή = κακολογία, κατηγορία
κατασύρω = διασύρω, κακολογώ
κατασώνω = καταφθάνω
κατατάγουμαι = κατάγομαι
κατατζακώνω = σπάω δυνατά
κατατζερίζω = καταξεσκίζω
κατατζουμουδιώ = τσαλακώνω
κατατζυμπώ = αισθάνομαι ρίγη
κατατόρνευτος = μεταφ. καλλωπισμένος
κατατρεγμονή = διασυρμός, κατηγορία
κατατρέξιμον = κατηγορία, διασυρμός, τρέχω πάνω κάτω
κατατρέχω = κατατρέχω
κατατρυπαίνω = ανοίγω πολλές τρύπες
κατατσακλίζω = σπάνω κάτι με κρότο
καταφάετον = φαγωμένο από γάτα
καταφανίζω = εξολοθρεύω, καταστρέφω
καταφανισμός = όλεθρος, καταστροφή
καταφραγμός = ειλεός εντέρων
καταφράγομαι = παθαίνω ειλεό
καταφρόνεση = καταφρόνεση
καταφρονία = περιφρόνηση
καταφρονώ = καταφρονώ
καταχαλάνω = χαλώ τον κόσμο
καταχαλάσκουμαι = εξοργίζομαι
κατάχειρα = πρόχειρα, περίπου
καταχρεούμαι = καταχρεώνομαι
καταχτίζω = χτίζω με επιμέλεια
καταχτόνα = κατάβαθα
κατέβα = κατέβα
κατεβάζω = κατεβάζω
κατεβαίνω = κατεβαίνω
κατέβαση = αποπληξία
κατέβασμα(ν) = κήλη
κατεβατά = σχοινιά από τα οποία εξαρτώνται τα μιτάρια του υφαντικού ιστού
κατεμλίν = καλορίζικο
κατεμούτα = υπόγειος βολβός άγριου φυτού εδωδίμου
κατενή = στακτή κονία
κατενίζω = ξεπλένω
κατενίν = καθαρό, διαυγές
κατένισμα(ν) = ξέπλυμα
κατενός = καθαρός, διαυγής
κατενοτζέλεβον = σκεύος στο οποίο κατασκευάζουν το σταχτόνερο
κατενόχορτον = είδος χόρτου για καθάρισμα των κηλίδων ρούχων
κατέξοδα = δαπάνες πολλές
κατεπούλλιν = γατάκι
κατεργάρης = κατεργάρης
κάτεργον = πλοίο πολεμικό
κατερύζω = απομακρύνω, αποδιώκω
κατερώτεμαν = ασπασμός χαιρετισμού ή αποχαιρετισμού
κατερωτώ = εξακριβώνω ρωτώντας
κατευοδιάζω = προπέμπω, κατευοδώνω
κατέφλιο = κατώφλι
κατεφορίζω = κατηφορίζω
κατζάδα = κατσάδα
κατζάριν = μπερδεμένο νήμα
κατζάρω = επιπλήττω, επιτιμώ
κατζάτα = μέτωπο
κατζατέα = ποσότητα όση χωράει το μέτωπο
κατζάτιν = μέτωπο
κατζαχνία = ομίχλη
κατζεύω = βατεύω
κάτζικα = κον΄τα
κατζίκα = κατσίκα
κατζιμαλοβόρης = άνεμος που πνέει μετά την ομίχλη
κατζίμαλος = ομίχλη
κατζίν = μέτωπο
κατζιπετρώματα = απόκρημνοι βράχοι όπου μόνο κατσίκες αναρριχώνται
κατζιποδία = κώλυμα, πρόσκομμα, ατυχία
κατζίτα = γαρίδα
κατζιώνω = μπερδεύω
κατζογραία = γριά κατσιασμένη και ρυτιδωμένη
κατζοδέτρα = λευκός γυναικείος κεφαλόδεσμος που φτάνει μέχρι το μέτωπο
κατζουμαλλίζω = ξεμαλλιάζω
κατζουμαλλού = ξεμαλλιασμένη
κατζούφης = ρυτιδωμένος
κατζουφιάζω = ρυτιδώνομαι
κατηβάζω = κατεβάζω
κατηβαίνω = κατεβαίνω
κατηγοράνος = φιλοκατήγορος, φιλόψογος
κατηγορία = κατηγορία
κατήγορος = κατήγορος
κατηγορώ = κατηγορώ
κατής = τούρκος ιεροδίκης
κατήφορα = κατηφορικά
κατηφορέτες = ο κάτοικος των παραλίων μερών σε αντίθεση προς τους κατοίκους των μεσογείων
κατηφορία = κατωφέρεια
κατηφορίζω = κατηφορίζω
κατηφόρισμαν = κατηφορίζω
κατηφορίτες = ο κάτοικος των παραλίων μερών σε αντίθεση προς τους κατοίκους των μεσογείων
κατηφορόπον = σύντομος δρόμος
κατηφορωτός = λίγο κατηφορικός
κατηχίζω = προσπαθώ να πείσω κάποιον
κάτι = κάτι
κατί = όπως
κάτιλεγος = τι λογής
κάτιλογα = κάπως, κατά κάποιο τρόπο
κατιμνώ = ορκίζομαι
κάτιν = όροφος οικοδομής
κατίπολλα = κατά πολύ
κατιρτζηλούκιν = επάγγελμα αγωγιάτη
κατιρτζηλουκόπον = επάγγελμα αγωγιάτη με λίγα κέρδη
κατιρτζής = αγωγιάτης
κάτις = κάποιος
κατίτζα = γατούλα
κατιφέ = κατιφές, βελούδο
κατκρέμομαι = κρέμομαι προς τα κάτω
κατοικητήριν = ενδιαίτημα
κάτοισος = τι λογής
κατολέος = αγριόγατα
page===11

κατολεύω = αδυνατίζω
κατομνύω = ορκίζομαι
κατόπον = γατούλα
κατοπούλλα = νεογνό γάτας
κατοπουλλάζω = γάτα που γεννά
κατορθώνω = κατορθώνω
κατορίτα = είδος μύκητα εδωδίμου
κατορκίζω = κάνω κάποιον να ορκιστεί
κατορφανίουμαι = ορφανεύομαι
κατουδάζω = γάτα που γεννά
κατούδιν = γάτα
κατούρεμαν = ούρα
κατουρερή = ουροδοχείο
κατουρέτζα = είδος κανθάρου
κατουρετζέας = εκείνος που έχει ακράτεια
κατουρέτζης = εκείνος που έχει ακράτεια
κατουρέτζιν = ούρα
κατούρισμαν = κατούρημα
κατουρώ = κατουρώ
κατοχή = κατοχή
κατοχίζω = προσπαθώ να πείσω κάποιον
κατόχιν = εργαλείο υποδηματοποιών
κατρακόσκινο = αποκοσκινίδια
κατρακότσινο = αποκοσκινίδια
κατρακύλι = στρογγυλό, σφαιρικό
κατρακυλίζω = κατρακυλώ
κατρακώλι = παιδικό κυνηγητό
κατρακωλύω = αποδιώκω, αποπέμπω
κατράνιν = πισσάσφαλτος
κατρανώνω = επαλείφω με πισσάσφαλτο
κατρίφτης = καθρέφτης
κατσά = κιλίμι από μαλλί συμπιεσμένο
κατσανίζω = σύρω κατά γης
κατσανιχτέρα = μέρος ολισθηρό και κατηφορικό όπου τα παιδιά μπορούν να παίζουν γλιστρώντας προς τα κάτω
κατσάριν = μαλλί πυκνό και συμπιεσμένο
κατσίν = υπολειπόμενο στυπείο μετά την κατεργασία του λιναριού
κατσκάρα = καρακάξα
κατσκαρίτζα = μικρή καρακάξα
κατσόκολος = σκωπτικός, υπέργηρος
κάτσος = μοσχάρι
κατσούδιν = μοσχάρι
κατσώνω = συμπυκνώνομαι, συμπιλούμε
κάτω = κάτω
κατώγειν = το υπό την οικεία διαμέρισμα
κατωγής = κάτω από τη γη
κατωθίτζι = φόδρα
κατωθύριν = κατώφλι
κατωθυρόπον = μικρό κατώφλι
κατωκείμιν = εκείνο που κείται κατά γης
κατωκέρετζον = η κάτω κόρα του ψωμιού
κατωσώριν = καρπός παρμένος από τη γη μετά το πέσιμο από το δέντρο
κατώτερος = κατώτερος
κατώφλιο = κατώφλι
κατωφόριν = σώβρακο
καυκαλιδάζω = φουσκώνω
καυκαλιδίασμαν = φουσκώνω
καυκαλίδιν = οίδημα δερματικό
καυκαλίζω = ξεφλουδίζω
καυκάλιν = τσόφλι, οίδημα δερματικό
καυκάλισμα(ν) = ξεφλούδισμα
καυκί(ν) = το φλιτζάνι του καφέ, υάλινο ποτηράκι
καυκία = καύχημα
καυκίζω = καυχιέμαι
καυκογυρίζω = κερνάω ποτηράκια
καυκομμάτης = εκείνος που έχει οφθαλμούς καθαρούς και διαυγείς όπως τα γυάλινα ποτηράκια
καυκόπον = φλιτζανάκι, υάλινο ποτηράκι
καυκούτζα = είδος άγριου χόρτου
καυτός = καυτός
καυτώνω = καίω
καυχαινίζω = καυχώμαι
καυχαίνω = καυχώμαι
καυχέας = μεγάλαυχος, καυχηματίας
καύχημα = καύχημα
καυχία = καύχημα
καυχίζω = καυχιέμαι
καυχίος = καυχηματίας
καύχισμα(ν) = καύχημα
καυχιστέας = ο αυτοεπαινούμενος, περιαυτολόγος
καυχίτζης = ο αυτοεπαινούμενος, περιαυτολόγος
καυχουλέτζης = ο αυτοεπαινούμενος, περιαυτολόγος
καυχούμαι = αυτοεπαινούμαι
καφάς = κρανίο
καφέσιν = δικτυωτό παραθύρου
καφουλάριν = μέρος με θάμνους
καφουλέα = θάμνος
καφούλια = θάμνος
καφούλιν = θάμνος
καφουλοκόλιν = βάση του θάμνου
καφουλόπον = θάμνος
καφουλοτόπιν = τόπος πλήρης με θάμνους
καφουλότοπος = τόπος πλήρης με θάμνους
καφουλώνω = πληρούμαι με θάμνους
καφούρα = ατμός αναδιδόμενος από καυτό νερό, αναθυμιάσεις γης
καφουράζω = αναδίδω ατμό, αναθυμίαση
καφουρί = το αραιό χτένι του αργαλειού
καφουρώνω = νερό που βγάζει φυσαλίδες
καφρούτζα = καρφίτσα
καφτοφέα = οσμή πατάτας
κάφτω = καίω
κάχλα = το φλέγμα του αποχρεμπτομένου
καχλάζω = αποχρέμπτομαι
καχλέας = εκείνος που συνεχώς αποχρέμπτεται
καχλίζω = αποχρέμπτομαι
καχπέ = γυναίκα εταίρα
κάψα = καύσωνας
καψάδα = καύσωνας
καψαλάκης = ηλίθιος
κάψιμο(ν) = κάψιμο
καψόλιν = το καψούλι πυροβόλου όπλου
καψολοκουτέα = ποσότητα καψουλιών όση χωράει το καψουλοκούτι
καψολοκούτιν = κουτί για καψούλια
καψώνω = καψώνω
κεβεζελίκιν = φλυαρία, μωρολογία
κεβεζές = φλύαρος, μωρολόγος
κεβρεεύω = ξηραίνομαι στον ήλιο
κεζίν = ύφασμα μεταξοβάμβακο με χρωματιστές ραβδώσεις
κεζινεύκουμαι = περιδιαβάζω
κείμαι = πλαγιάζω
κέιφιν = κέφι
κεϊφλής = εύθυμος
page===12

κεϊφόπον = ευθυμία λίγης διάρκειας
κέλα = κιόλας
κελαηδία = κελάδημα
κελαηδώ = κελαηδώ
κελάριν = κελάρι
κέλαρος = αποθηκάριος τροφίμων
κελαρώνω = βάζω τρόφιμα στο κελάρι
κελέκιν = βαρκούλα
κελέμι = λάχανο, κράμβη
κελεπούριν = κελεπούρι
κελετέας = εκείνος που έχει κήλη
κελετούμαι = παθαίνω κήλη
κελέτωμα = κήλη
κελετώνω = λερώνω, μολύνω
κελεύω = χειροτονώ
κελεφά = κακώς
κελεφός = ο κακής ποιότητας, σκοτεινός, τρομερός, μεταφ. ανέντιμος, κακότροπος
κελεφωσύνη = κακοτροπία, αταξία
κέλης = κασιδιάρης
κέλιν = αγριόχορτο πλατύφυλλο
κελίν = κελί καλόγηρου, καλύβα
κελίτες = ασκητής
κελίτζης = κασιδιάρης
κελόφυλλον = φύλλο του χόρτου κέλιν
κελπερή = πτυάριο φούρνου
κεμεντζέ = λύρα
κεμεντζετζής = λυράρης
κεμέριν = θόλος
κεμερόπον = θόλος
κεμερωτός = θολωτός
κεμέρ’κον = λευκή λωρίδα τριχώματος στην πλάτη του ζώου
κεμετζόπουλλο = ναύτης
κεμιτζής = πλοίαρχος, καραβοκύρης
κενάζω = συνερίζομαι
κενάριν = άκρο, γωνία, περιφέρεια
κενέα = γένος, είδος
κενετσέα = ποσότητα όση χωράει το κενέτσιν
κενέτσιν = κουτάλα
κενετσόστομος = εκείνος που έχει πλατύ στόμα
κενέφιν = απόπατος
κενίν = κυνήγι
κενταράζω = εκφύω βλαστό πριν να φυτευτεί
κεντάριν = βλαστός εκφυόμενος από γεώμηλα
κενταρώνω = εκφύω βλαστό πριν να φυτευτεί
κεντασμένος = εκείνος του οποίου η κατάσταση είναι νοσηρά
κεντέα = κέντημα βελόνας
κέντεμα = κεντώ
κεντεύω = κεντώ
κέντημα = κέντημα
κεντισκάται = κεντιέται
κεντράζω = εκφύω βλαστό πριν να φυτευτεί
κεντρίασμαν = εκφύω βλαστό πριν να φυτευτεί
κεντρίζω = κεντώ τα βόδια με το βούκεντρο για να προχωρήσουν
κεντρίν = βλαστός
κέντρωμαν = εκφύω βλαστό
κεντρώνω = εκφύω βλαστό
κεντώ = κεντώ
κέντωμαν = ράβω πάπλωμα κεντητό
κεντωτόν = ραμμένο με κεντητά σχήματα
κένωμα(ν) = εκκένωση φαγητού από την κατσαρόλα στα πιάτα
κενώνω = αδειάζω από την κατσαρόλα στα πιάτα
κεπάπιν = κρέας οπτό στο οβελό
κεπέα = ποσότητα προϊόντων ενός κήπου
κεπεκεί = ποσότητα προϊόντων ενός κήπου
κεπεπεί = από εκεί, έπειτα
κεπερεύω = περιφρονητικά ψοφώ
κεπί(ν) = κήπος
κεπικά = κηπευτικά
κεπίτζα = κηπάριο
κεποκόλιν = η άκρα του κήπου
κεπόπον = κήπος
κερά = σύμφωνος
κεράζω = κερνώ
κερακαδέσιν = κυριακάτικο
κερακάδιν = εκκλησιαστικό βιβλίο που περιέχει τα τροπάρια κάθε Κυριακής
κερακάριν = εκκλησιαστικό βιβλίο που περιέχει τα τροπάρια κάθε Κυριακής
κεραλοιφή = αλοιφή θεραπευτική από κερί και άλλες ουσίες
κεραμιδάς = κεραμουργός
κεραμιδέα = χτύπημα με κεραμίδι
κεραμιδέα = ποσότητα όση χωράει ένα κεραμίδι
κεραμίδιν = κεραμίδι
κεραμιδοκόμματον = θραύσμα, τμήμα κεραμιδιού
κεραμιδοστέγαστος = ο στεγασμένος με κεραμίδια
κεραμιδώνω = κεραμιδώνω
κεράνιν = δοκάρι στέγης, σκόλοψ περιφράγματος κήπου
κερασάπιν = αχλάδι που ωριμάζει τον Ιούνιο
κεράσιν = κεράσι, κερασιά
κερασινέσιν = το παραγόμενο κατά τον Ιούνιο
κερασινός = Ιούνιος
κερασίτης = μύκητας εδώδιμος που βρίσκεται στο κορμό κερασιάς
κέρασμα(ν) = κέρασμα
κερασοζώμιν = χυμός κερασιού
κερασόμηλον = μηλιά εγκεντρισμένη στην κερασιά
κεραστής = εκείνος που κερνά ποτά
κερατάζω = χτυπώ με τα κέρατα
κερατάτ’κον = ζώο με κέρατα
κερατέα = χτύπημα με κέρατα, ίχνος πλήγματος από κέρατο
κερατέας = κερασφόρος, διάβολος
κερατιδάζω = βάζω στα κέρατα του βοδιού σκοινί σαν χαλινάρι
κερατίδιν = το σκοινί που δένουν στα κέρατα του βοδιού για να το οδηγούν
κερατίζω = χτυπώ με τα κέρατα
κερατίτζα = είδος φυτού
κέρατο(ν) = κέρατο
κερατούδες = οι ψευτοκαρποί της κορομηλιάς
κερατούτζα = ξυλοκέρατο, χαρούπι
κερατώνω = μένω ακίνητος, μεταφ. πεθαίνω
Κερβάνα = όνομα αγελάδας που προηγείται της αγέλης
κερβάνιν = καραβάνι
κερβαντζής = αρχηγός καραβανιού
κερδαίνω = αποκτώ, οικειοποιούμαι
κερδίζω = κερδίζω
κέρδος = κέρδος
κερέα = οσμή κεριού
κερεβίζιν = σέλινο
κερεκαδάτ’κα = κυριακάτικα
Κερεκή = Κυριακή
κερεκιάτικα = κυριακάτικα
κερέλαδον = φαρμακευτική αλοιφή από κερί και λάδι
κερένος = ο φτιαγμένος από κερί
κερεντέα = πλήγμα, χτύπημα με κερεντήν
page===13

κερεντέα = ποσότησα σταχιών όση κόβει η κερεντή
κερεντή = μεγάλο δρέπανο
κερεντοστελέα = μήκος όσο είναι το μήκος της κερεντής
κερεντοστέλιν = η λαβή της κερεντής
κερετζάζω = σχηματίζω κρούστα στην επιφάνεια της ζύμης
κερετζάς = εκείνος που αγαπά την κόρα του ψωμιού
κερέτζιν = η κόρα του ψωμιού, ξεροκάμματο
κερετζώνω = σχηματίζεται κρούστα στην επιφάνεια φαγητού, πληγής κτλ
κερεύω = τεντώνω, στυλώνω
κερί(ν) = κερί
κερκελλάζω = συσπειρώνω, κουλουριάζω
κερκελλάριν = κυκλικός, ελικοειδές, σγουρός
κερκέλλιν = κρίκος, κουλουράκι
κερκελλίτζα = φαγητά με σφαιρικό σχήμα
κερκελλοκάμισον = πουκάμισο καλοκεντημένο
κερκελλοφάγειν = έδεσμα παρασκευασμένο από κερκέλλιν
κερκέτα = ξύλο προέχον της πρώρας λέμβου
κερκέφιν = τελάρο κεντήματος
κερμασαούδα = θάμνος που παράγει καρπούς βοτρυοειδή
κερνάτορας = εκείνος που κερνάει
κεροζύγιαστος = ο ζυγισμένος με αντίβαρο κερί
κεροκόλλα = τεμάχια κεριών κολλημένα
κερόλαδον = φαρμακευτική αλοιφή από κερί και λάδι
κερολάς = δοχείο στο οποίο λιώνουν το κερί
κερολύτρα = δοχείο στο οποίο λιώνουν το κερί
κεροπάνιν = πανί ειδικό που χρησιμοποιείται ως διυλιστήριο του κεριού
κεροπίσσιν = αλοιφή φαρμακευτική από κερί και πίσσα
κεροψάλιδον = ψαλίδι με το οποίο κόβουν τις καμένες θρυαλλίδες των κεριών
κερπούτζιν = καρπούζι
κερτανλούκιν = περιδέραιο
κερώνω = κερώνω, κιτρινίζω, χλομιάζω
κεσέ = βαλάντιο
κεσέ = γωνία
κεσές = σπανός
κέσκε = μακάρι
κέσου = κίνηση επί οριζοντίου εδάφους
κέτζα = η λέρα της επιδερμίδας
κετζάζω = λερώνεται το δέρμα μου
κετζέας = εκείνος που έχει λερωμένο σώμα
κετζέλαδον = λάδι που παράγεται από καρπό κέτζιν και χρησιμοποιείται ως αλοιφή κατά της ψώρας
κέτζιν = η λέρα της επιδερμίδας
κέτζιν = είδος θάμνου
κετζόφυλλον = φύλλο του θάμνου κέτζιν
κετζώνω = λερώνεται το δέρμα μου
κέτιλα = είδος ψαριού
κετσίνεμαν = συντηρούμαι
κετσινεύω = συντηρούμαι
κεφάλαιον = αρχή υπερέχουσα
κεφαλαρέα = το ψηλότερο μέρος τοπίου
κεφαλή = κεφαλή
κεφάλιν = κεφάλι
κεφαλόβρυσο = η πηγή του νερού
κεφαλογράμμιν = κεφαλαίο γράμμα
κεφαλοδέμιν = γυναικείος κεφαλόδεσμος
κεφαλοκόφτες = ο κόπτης της κεφαλής, μεταφ. γενναίος
κεφαλοκοψία = μεγάλη ταραχή, μεγάλος θόρυβος
κεφαλοκοψίος = αθρόα σφαγή ανθρώπων
κεφαλομάλλιν = μαλλί
κεφαλόνερα = υγρά της μήτρας κατά την γέννα
κεφαλοπέτζιν = πετσί της κεφαλή
κεφαλοπλύνω = πλύνω το κεφάλι
κεφαλόποδα = κεφάλι και πόδια ζώου μαγειρεμένα μαζί
κεφαλοπονίος = πονοκέφαλος
κεφαλοπονώ = έχω σκοτούρες, στενοχωριέμαι
κεφαλόπ’λλον = κεφάλι
κεφαλόρριζα = η βάση της κεφαλής
κεφαλόρριζον = η βάση της κεφαλής
κέφαλος = κέφαλος
κέφαλος = εγκέφαλος
κεφαλόχωμα = λευκός άργιλος με το οποίο καθαρίζουν την κεφαλή
κεφαλώνα = η κεφαλή
κεφαλώνω = στεφανώνω
κεχράλευρον = αλεύρι αραβοσίτου
κεχρίν = κεχρί
κεχρινίτζα = είδος στρουθιού μικρού
κεχριούμαι = λερώνομαι με κεχράλευρο
Κεχριπάρα = όνομα αγελάδας που έχει χρώμα κεχριμπαριού
κεχριπαρένος = κεχριμπαρένιος
κεχριπάριν = κεχριμπάρι
κεψέ = μεγάλη χάλκινη κουτάλα
κηκίδιν = ο καρπός της δρυός
κηλιδάζω = κηλιδώνω, λερώνω
κηλίδιν = κηλίδα, λέρα
κήλον = ξηρό
κηλούμαιν = παθαίνω κήλη
κηπουρός = κηπουρός
κήρυκας = κήρυκας
κιακιαζλαεύω = μιλώ με βραδυγλωσσία
κιακιαζωτός = λίγο βραδύγλωσσος
κιακιάης = βραδύγλωσσος
κιάλης = κασιδιάρης
κιαλπατή = τανάλια
κιαμαντζά = λύρα
κιαμάρ(ιν) = θόλος
κιαμτό = αμέ, βέβαια
κιάνου = η προς τα άνω κίνηση
κιαντή = τον εαυτό του
κιάνω = η προς τα άνω κίνηση
κιάριν = κέρδος
κιάρ’ = λοιπόν, αλλά, όμως
κιασά = γωνία
κιάσμεν = δεν είναι έτσι;
κιαχγιάς = ο εισπράκτορας φόρων
κιβανεύκουμαι = έχω θάρρος, πεποίθηση, εμπιστεύομαι, βασίζομαι
κιβαρό = αραιό κόσκινο αλευριού
κιβαροκότσινο = αραιό κόσκινο αλευριού
κιβόριν = μνήμα, τάφος
κιζεύω = αγανακτώ, οργίζομαι
κιζιρίτα = αγριόφυτο που παράγει μπουμπούκια που σπάνε με κρότο
κικίμ(ιν) = χάλκινη στάμνα για θέρμανση νερού
κικνάριν = έλατο
κιλάκιν = είδος δοχείου
κιλάχιν = είδος καλύμματος κεφαλής ανδρός
κιλίμιν = κιλίμι
κιλόν = κιλό
κιμιγιά = φυτό μυθικό, το οποίο πιστεύεται ότι μεταβάλει μαγικά το γάλα σε βούτυρο
κιμιμίνο = είδος φτερωτού εντόμου
κιμωλία = κιμωλία
κιμωλώνω = λερώνω με κιμωλία
κινάζω = αποποιούμαι την εκτέλεση έργου παρακινώντας άλλον να την κάνει
page===14

κίνηση = κίνηση
κινητικόν = κινητικός
κιντάζω = κεντώ, μεταφ. ενοχλώ, πειράζω
κιντατένεν = το παρασκευασμένο από τσουκνίδες
κιντατοζώμιν = αφέψημα τσουκνίδας
κιντέα = τσουκνίδα
κιντίασμαν = κεντώ
κιντίν = η ώρα του δειλινού
κιντυνεύω = κινδυνεύω
κινώ = κινώ
κιοζατεύω = παραφυλάγω
κιοζέ = πηγή αναβλύζουσα νερό
κιόλας = κιόλας
κιόλιν = λίμνη
κιόνη = όργανο τεκτονικό σε σχήμα γωνίας
κιορέ = συμφώνως προς τι
κιοσέ = γανία
κιοσές = σπανός
κιουβέτζι = γιουβέτσι
κιουλλιούρ(ιν) = άρτος παρασκευασμένος από αλεύρι αραβοσίτου
κιουπέα = ποσότητα όση χωράει το πιθάρι
κιούπιν = πιθάρι
κιουτούκιν = τεμάχιο από κορμό δέντρου
κιοφτέ = κεφτές
κιρά = ενοίκιο, μίσθωμα
κιράτζιν = ξύλινο εργαλείο των κεραμουργών
κίρεπη = είδος αξίνας
κιρέτζιν = ασβέστης
κιρετζόλιθον = λίθος κατάλληλος για ασβέστη
κιρετζόπετρα = λίθος κατάλληλος για ασβέστη
κιρίτιν = πυρείο
κισπετλής = εκείνος που έχει ωραίο παράστημα
κίσσα = καρακάξα
κισσάδιν = κισσός
κισσαδόφυλλον = φύλλο κισσού
κιτάριν = το κάλλαιο των ορνίθων και πετεινών, ράμφος
κίτιρνος = κίτιρνος
κιτίσιν = διαγωγή, συμπεριφορά
κιτρινάδα = κιτρινάδα
κιτρινάδιν = η γύρη των ανθέων
κιτρινάζω = κιτρινίζω
κιτρινάρης = κιτρινιάρης
κιτρινέας = κιτρινιάρης
κιτρινειδής = κιτρινωπός
κιτρινίζω = κιτρινίζω
κιτρινίτζα = άνθος με ζωηρό κίτρινο χρώμα
κιτρινόξυλον = ξύλο βαφικό με το οποίο βάφουν κίτρινα τα αυγά
κίτρινος = κίτρινος
κιτρινωτός = κιτρινωπός
κιτρολέμονον = είδος λεμονιού μεγάλο
κίτρον = κίτρο
κιφάλιν = κεφάλι
κλάβα = μεγάλο κεφάλι
κλαδάριν = δέντρο με πολλά κλαδιά
κλάδεμαν = κλάδεμα
κλαδεμάτιν = το κατάλληλο για κλάδεμα
κλαδευτήριν = κλαδευτήρι
κλαδεύω = κλαδεύω
κλαδί(ν) = κλαδί
κλαδόπον = κλαδάκι
κλάδωμαν = κλαδεύω
κλαδώνω = κλαδεύω
κλαημός = θρήνος, κλαυθμός
κλαίη = κλάψιμο
κλαιμάρης = κλαψιάρης
κλαιμέας = κλαψιάρης
κλαιμούτζης = κλαψιάρης
κλαιμούτζικος = κλαψιάρης
κλαινίζω = κάνω κάποιον να κλαίει
κλαίος = κλάψιμο
κλαίση = κλάμα, θρήνος
κλαίω = κλαίω
κλακλανίζω = πλημμυρώ μετά κοχλασμού
κλάμαν = κλάμα
κλανέτζης = κλανιάρης
κλάνω = πέρδομαι
κλάσιμον = κλάσιμο
κλάσμαν = πορδή
κλάστας = ο περδόμενος
κλαστέας = ο περδόμενος
κλαστέρης = ο περδόμενος
κλαψέας = κλαψιάρης
κλάψιμο(ν) = κλάψιμο
κλαψίον = κλάψιμο
κλέθερνον = σκλήθρα
κλεθρένος = ο κατασκευασμένος από σκλήθρα
κλεθρίν = σκλήθρα
κλεθρολέπιν = ο φλοιός της σκλήθρας
κλεθρόξυλον = ξύλο σκλήθρας
κλεθροτόπιν = τόπος όπου μεγαλώνουν σκλήθρα
κλεθρόφυλλον = φύλλο σκλήθρας
κλείδα = κλείδα
κλειδί(ν) = κλειδί
κλειδίτζα = σουγιάς
κλειδοκράτορας = κλειδοκράτορας
κλείδωμα(ν) = κλείδωμα
κλειδώνω = κλειδώνω
κλειδωστέριν = κλειδαριά
κλειδωτήρι = μαγικό κλειδί που το φέρει μαζί της έγκυος γυναίκα για να μην αποβάλει
κλείσμαν = το σπίτι που είναι να κλείσει, να ερημωθεί
κλειστός = κλειστός
κλείω = κλείνομαι
κλεμάζω = φυτό που εκφύει βλαστούς ερπυστικούς
κλέμαν = κλήμα
κλεματάριν = κληματαριά
κλεματώνω = φυτό που εκφύει βλαστούς ερπυστικούς
κλεμίν = κλήμα της αμπέλου
κλεμώνω = φυτό που εκφύει βλαστούς ερπυστικούς
κλερθίν = σκλήθρα
κλεφτερούτζα = κρυψώνα, παιχνίδι κρυφτό
κλέφτης = κλέφτης
κλεφτία = κλοπή
κλέφτικον = κλέφτικο
κλεφτίτζης = κλεφτάκος
κλεφτοχώριν = χωριό απ’ όπου προέρχονται πολλοί κλέφτες
κλέφτω = κλέβω
κλεψία = κλεψία
κλεψιμάτικο = κλοπιμαίο
κλεψιμάτιν = κλοπιμαίο
κλέψιμον = κλοπή, απαγωγή
page===15

κλεψίον = κλοπή
κλεψιστά = στα κλέφτικα, κρυφίως, λαθρά
κλήμα = κλήμα αμπέλου
κληματίζω = εκφύω κλήματα
κλήρα = ψήφος
κλητόν = συγκέντρωση διασκεδαστών
κλητόριν = τόπος όπου συγκεντρώνονται για διασκέδαση
κλιάτα = κλάψιμο
κλιβανίζω = βάζω κάτι πάνω στο κλιβάνιν
κλιβάνιν = εστία
κλιβανοπώμιν = κάλυμμα κλιβανιού
κλιθάρι = κριθάρι
κλίθω = κλίνω, γέρνω
κλίκου = παιχνίδι κρυφτό
κλινάριν = κλίνη
κλίνη = κούνια, λίκνο
κλινοκαίρης = φθινόπωρο
κλινοκαιρίτης = εκείνος που έχει ώριμη ηλικία
κλινόπωρον = φθινόπωρο
κλιντζεύω = σπάω τα κλαδιά των δέντρων
κλιντός = σκυφτός
κλίνω = κλίνω, γέρνω
κλίσιμον = σκύψιμο
κλίστικο = το άγονο αβγό
κλοκίτζα = άνθος φυτού
κλουγξίζω = έχω λόξυγκα
κλούγξισμαν = λόξυγκας
κλούκα = κλώσα, το πτηνό ινδιάνος
κλούκιγμαν = κλώσω
κλουκίζω = κλώσω
κλούκισμαν = κλώσιμο
κλούξα = κλώσα
κλούσαξη = δοχείο στο οποίο παρασκευάζεται το σταχτόνερο για την μπουγάδα
κλούσκα = κλώσα
κλούφτικον = λόξυγκας
κλύδα = όχλος
κλωβός = κλουβί
κλωθογυρίζω = κλωθογυρίζω
κλωθογύρισμα = κλωθογύρισμα
κλώθω = κλώθω
κλώνα = κλαδί
κλωνάριν = κλωνάρι, κλαδί
κλώση = επιστροφή, γυρισμός
κλώσιμο(ν) = γνέσιμο, περιστροφή, επιστροφή
κλώσμα = γύρισμα, στροφή
κλώσσα = κλώσα
κλωστάδραχτον = αδράχτι με το οποίο στρίβουν δυο μονά νήματα σε διπλά
κλωστάριν = κλωστή, νήμα
κλωστέριν = είδος ατράκτου, περίστροφο
κλωστερίτζα = εργαλείο χρυσοχόων
κλωστή = κλωστή, νήμα
κλωστήρα = είδος παιχνιδιού
κλωστής = γανωτής
κλώστης = αδράχτι με το οποίο στρίβουν δυο μονά νήματα σε διπλά
κλωστογύρισμαν = επιστροφή
κλωστός = αντεστραμμένος
κλωστοτήγανον = τηγάνι με ειδικό καπάκι για αντιστροφή εδεσμάτων
κλωστού = άστατος
κλώστρα = λίθινος τροχός ακονίσματος
κνεθοπονώ = ξύνομαι και συγχρόνως πονώ
κνέθω = ξύνω
κνέσιμον = ξύσιμο
κνεσίον = φαγούρα
κνηκάτος = κόκκινος
κνήσιμον = ξύνω
κνήσμα = αμυχή που προκαλείται στο σώμα μετά την φαγούρα
κνησμάρα = κνησμός, φαγούρα
κνιδέα = τσουκνίδα
κοβαλαεύω = καταδιώκω
κόβαλος = εκείνος που κουβαλάει τα τρόφιμα του σπιτιού του
κοβαλώ = κουβαλώ
κοβλακάς = εκείνος που κατασκευάζει κοβλάκια
κοβλακιάζω = βάλω στο κοβλάκι γάλα ή γιαούρτι
κοβλάκιν = είδος δοχείου
κοβλακίτα = μαργαρίτα
κοβοράζω = αφοδεύω
κοβόριν = κόπρος ανθρώπου
κοβοτίτζα = είδος σαύρας
κογίζω = βήχω
κογκορόζιν = αγριόχορτο με γεύση υπόξινη
κογκορόης = οίστρος
κογκόσιν = το πτερύγιο του αφτιού, ο λαιμός του βοδιού
κοδέσπαινα = νοικοκυρά
κοδεσπαινακά = νοικοκυρεμένα
κοδεσπαινακός = νοικοκυρεμένος
κοδεσπαινάουμαι = ασχολούμαι με τα νοικοκυριά
κοδεσπαινία = νοικοκυροσύνη
κοδέσποινα = νοικοκυρά
κοδεσποινεύκουμαι = κάνω νοικοκυριό
κοδεσποινίτζα = οικοδέσποινα νεαρή
κοδίζω = ψευδίζω
κοδός = ψευδός
κοδώνω = ψευδίζω
κοθάζω = βινώ
κοθεύω = βινώ
κοθίν = η κεφαλή του αραβοσίτου απογυμνωμένη, μεταφ. το αντρικό μόριο
κοιλάδιν = μέλος πεδινό μεταξύ λόφων ή βουνών
κοιλάντρι = οι εσωτερικές άχρηστες ουσίες της κολοκύθας
κοιλάρης = προγάστωρ
κοιλάτες = προγάστωρ
κοιλέας = προγάστωρ
κοιλία = κοιλιά
κοιλιόκοφτος = πατέρας
κοιλιόρφανος = ορφανός από την κοιλιά της μητέρας
κοιλίτζα = κοιλίτσα
κοιλόθρησκος = εκείνος που αρταίνει
κοιλομανίσκομαι = κοιλόπονος
κοιλόπον = κοιλιά
κοιλοπονήτρα = γυναίκα που αισθάνεται πόνους γέννας
κοιλόπονος = κοιλόπονος
κοιλοπονώ = κοιλοπονώ
κοιλορφάνιστος = ορφανός από την κοιλιά της μητέρας
κοιλόρφανος = ορφανός από την κοιλιά της μητέρας
κοιλώνω = κοιλώνω
κοιματίζω = κοιτάζω χαμηλά
κοίμεμαν = κοιμάμαι
κοιμηθίος = κοιμισμένος
κοίμηση = θάνατος
κοιμησίος = ο τρόπος να κοιμάσαι
κοιμητερόπον = μικρό κοιμητήριο
page===16

κοιμητήριν = κοιμητήριο
κοιμίζω = κοιμίζω
κοίμισμαν = κοιμίζω
κοιμιστάρης = υπναράς
κοιμιστέας = υπναράς
κοιμούμαι = κοιμάμαι
κοϊμτζής = χρυσοχόος
κοινός = κοινής
κοινωνία = αγία κοινωνία
κοινώνισμαν = κοινωνώ
κοινωνώ = κοινωνώ
κοιτάμενος = ασθενής
κόκα = κλωστή μονή
κόκι = ρίζα
κοκκαλίνος = οτιδήποτε λεπτό και μακρουλό
κόκκαλον = κόκκαλο
κοκκάμπαρον = αμπάρι
κοκκάς = πλανόδιος πωλητής σίτου με γαϊδουράκι
κοκκένος = σιταρένιος
κοκκιάριν = σιταρένιος
κοκκίν = σίτος
κοκκινάδα = κοκκινάδα
κοκκινάζω = κοκκινίζω
κοκκινάπιν = αχλάδι που έχει υπέρυθρη πλευρά
κοκκινάρα = κρόκος αβγού
κοκκινάχραδον = άγριο αχλάδι κοκκινωπό
κοκκινέας = κόκκινος στην όψη
κοκκινειδάζω = πυρακτώνομαι μέχρι ερυθρότητας
κοκκινειδής = κοκκινωπός
κοκκινίζω = κοκκινίζω
κοκκινοβάζαμο = είδος εδωδίμου μύκητα
κοκκινογούλιν = παντζάρι
κοκκινοκολόγκυθον = είδος κολοκύθας
κοκκινόκολος = κόκκινος στη βάση του
κοκκινομάγουλος = κοκκινομάγουλος
κοκκινομμάτης = εκείνος που έχει κόκκινα μάτια
κοκκινομμάτιν = εκείνος που έχει κόκκινα μάτια
κοκκινόμπορον = βατόμουρο κόκκινο
κοκκινομύτης = εκείνος που έχει κόκκινη μύτη
κοκκινομύτ’κα = περικνημίδες με κόκκινες μύτες
κοκκινοπρόσωπος = κοκκινοπρόσωπος
κόκκινος = κόκκινος
κοκκινοφόρετος = εκείνος που φορεί κόκκινα
κοκκινόφορος = εκείνος που φορεί κόκκινα
κοκκινοχλαμύδα = άνθρωπος υποχονδριακός
κοκκινοχράσκουμαι = αποκτώ κόκκινο χρώμα στο πρόσωπο
κοκκινωπός = κοκκινωπός
κοκκολογίζω = κάνω κοκκολόι
κοκκολόι = η συλλογή των απομεινάντων καρπών στο δέντρο
κοκκυμελέα = ο οσμή του δαμάσκηνου
κοκκυμελένεν = ο παρασκευαζόμενος από δαμάσκηνα
κοκκύμελον = δαμάσκηνο
κοκκυμελόπον = δαμάσκηνο
κοκκυμελοσίρβιν = σούπα καρυκευμένη με δαμάσκηνα
κοκκυτζάουμαι = προσβάλλομαι από κοκίτη
κοκκύτζος = κοκκύτης
κοκνέτζα = γυναικείο εξωτερικό ένδυμα από τη μέση μέχρι των κνημών
κοκοβάζω = αφαιρώ τον εξωτερικό κάλυμμα του καρυδιού
κοκόβιν = καρύδι του οποίου έχει αφαιρεθεί το εξωτερικό κάλυμμα
κοκοβούτζα = είδος σαύρας
κοκοζλανεύκουμαι = κοκορεύομαι
κοκόνα = οικοκυρά, οικοδέσποινα
κοκονάζω = οχεύω
κοκονίτζα = είδος μύκητα
κόκος = πετεινός
κοκότρεμαν = σκαλίζω με μυτερό όργανο
κοκοτρεύω = σκαλίζω με μυτερό όργανο
κολάγια = εύκολα
κολαγούζης = οδηγός
κολάζω = βασανίζω
κολάι = εύκολο
κολακεία = κολακεία
κολάκεμαν = κολακεία
κολακεύω = κολακεύω
κόλαση = κόλαση
κολαστήρια = κολαστήρια
κολατίζω = κολάζω
κολέας = εκείνος που έχει ογκώδεις γλουτούς
κολέμπαλλον = πανί βρέφους
κολεντζάζω = γίνομαι σαν ξερή μύξα της μύτης, τρέχει από τη μύτη μου μύξα
κολέντζιν = ξερή ακαθαρσία της μύτης
κολίντερον = το απευθυσμένο έντερο
κόλλα = κόλλα
κολλαρίστικος = εκείνος που φοράει κολάρο
κόλληση = μαγιά γιαουρτιού, αποταμιευμένα χρήματα
κολλίζω = κολλώ, συγκολλώ, πήζω το γάλα με μαγιά για να γίνει γιαούρτι, ανάβω, καίω
κολλίκιν = είδος άρτου από φουρνισμένο κέχρινο αλεύρι
κόλλισμαν = συγκόλληση, μαγιά γιαουρτιού
κολλισμονή = καταστροφή
κολλιστέριν = δοχείο όπου πήζει το γάλα σε γιαούρτι
κολλιχτά = κολλητά
κολλιχτός = κολλητός
κόλλυβα = κόλλυβα
κολλυβόζωμο = είδος σιταρόσουπας
κολοβάνα = τα οστά της λεκάνης
κολοβέτζης = άνθρωπος ραδιούργος
κολογκυθάπιν = αχλαδιά με μεγάλα αχλάδια, αχλάδι που έχει γεύση κολοκύθας
κολογκυθαρίζω = επιπλέω ως νεροκολοκύθα
κολογκυθάς = εκείνος που πουλά κολοκύθια
κολογκυθέα = οσμή μαγειρεμένης κολοκύθας
κολογκυθένος = ο παρασκευασμένος από κολοκύθα
κολογκύθιν = κολοκύθα
κολογκυθόδορα = λεπτές φέτες κολοκύθας που ξεραίνονται στον ήλιο
κολογκυθοείλικο = ελικοειδής βλαστός κολοκύθας
κολογκυθοκάτα = γάτα που γεννήθηκε την εποχή που ωριμάζει η κολοκύθα
κολογκυθομάλεζον = είδος σούπας από κολοκύθα
κολογκυθόσπορον = σπόρος κολοκυθιάς
κολογκυθοφάει = φαγητό από κολοκύθα
κολογκυθόφυλλον = φύλλο κολοκυθιάς
κολοδέμιν = πιστιά
κολοθεύω = παρασκευάζω ψωμιά
κολόθιν = καρβέλι
κολοθόπον = καρβελάκι
κολοκαθεσία = ανάπαυση
κολοκάθιν = σκαμνάκι, ουροδοχείο
κολοκαθιώ = λερώνομαι
κολοκάθουμαι = κάθομαι οκλαδόν
κολοκάτζι = σκαμνάκι
κολοκνέσκουμαι = ξύνω τους γλουτούς
κολόλεμαν = αργοπορία
page===17

κολολεύων = αργοπορώ, χασομερώ
κολολόγια = συκοφαντίες
κολομέριν = γλουτός
κολομίντερο = μικρό μιντέρι για να καθόμαστε κατά γης
κολοντέριν = το απευθυσμένο έντερο
κολοξερώ = έχω διάρροια και εμετό
κολοπάτια = γλουτοί
κολοπέτζα = θαλάσσιο πτηνό
κολοπετζέας = διάβροχος, κάθυγρος
κολοπέτζιν = γίνομαι μούσκεμα
κολοπετζώ = είμαι διάβροχος
κολοπίτζα = φυτό υδροχαρές
κολοπούτζα = θαλάσσιο πτηνό
κολόραδο = ο τελευταίος σπόνδυλος της σπονδυλικής στήλης
κόλος = το άκρο του απευθυσμένου εντέρου
κολοσπίξιμον = σφίξιμο στη φυσική ανάγκη, μεταφ. στενοχώρια
κολοσπόγγιν = χαρτί υγείας
κολοσύρω = σύρω κατά γης άκοντα
κολοτάνταλος = είδος παιχνιδιού
κολοτρίφκουμαι = εκεί που κάθομαι τρίβομαι συνεχώς
κολοτρύπιν = ο πρωκτός
κολοφτέριν = το φτερό της ουράς πτηνού
κολοφώλιν = συγγενολόι
κόλπιος = φυλαχτό
κολτούκιν = μασχάλη
κολυβήθρα = κολυμπήθρα
κολυμπετά = κολυμπώντας
κολυμπετής = κολυμβητής
κολύμπιν = κολύμπι
κολυμπώ = κολυμπώ
κολφομάντηλον = μαντήλι τσέπης
κόλφος = στήθος, αγκαλιά
κολώνω = πατώνω
κόμαν = ακόμη
κομάριν = κουμαριά
κομαρόφυλλον = φύλλο κομάρου
κομέσιν = βούβαλος
κόμιν = μάνδρα
κόμμαν = σωρός αλωνισμένων σιτηρών, απόκομμα
κομματάζω = κομματιάζω
κομματάριν = κομματιασμένο
κομμάτιν = κομμάτι
κομματόπον = κομματάκι
κομμενοζώετος = εκείνος του οποίου κόβεται η ζωή
κομμενοήμερος = εκείνος του οποίου είναι να κοπούν οι μέρες
κομμενοκάκκαλος = ευνουχισμένος
κομμενομύτης = εκείνος που έχει κομμένη μύτη
κομμενοτζίκαρος = εκείνος του οποίου είναι κομμένοι οι πνεύμονες
κομμενοτζούρωτος = εκείνος του οποίου είναι να εξαντληθούν τα χρόνια
κομμενοχείλης = εκείνος του έχει κομμένο χείλος
κομμενόχρονος = εκείνος του οποίου είναι να κοπούν τα χρόνια
κομπέσα = ψητά κάστανα
κομποβέλονον = μεγάλη καρφίτσα
κομπογελώ = απαντώ, γελώ
κομπόδεμαν = μιλά ψεύτικα
κόμπος = κόμπος
κομποσκοίνα = κομπολόι
κομπώ = ξεσκονίζω, εξαντλώ
κόμπωμα = απάτη
κομπώνω = απατώ, απατώμαι, γελιέμαι
κομπωτή = ο απατών
κομπωτίζω = κομπώνω, απατώ
κομπωτίτζης = ο απατών
κομψού = γυναίκα ραδιούργα
κονάκιν = ανάκτορο
κοναπίζω = χτυπώ με κόπανο
κόνεμαν = κάνω σταθμός ανάπαυσης ή διανυκτέρευσης
κονεύω = κάνω σταθμός ανάπαυσης ή διανυκτέρευσης
κονίδα = κόνιδα
κονιδάζω = γεμίζω κόνιδες
κονιδάριν = εκείνος που είναι γεμάτος από κόνιδες
κονιδέας = ο πλήρης από κόνιδες
κονιδίασμαν = γεμίζω κόνιδες
κονίδιν = κόνιδα
κονοτσίλι = το άχυρο του λιναριού
κονούσεμαν = ομιλώ, συνομιλώ
κονουσεύω = ομιλώ, συνομιλώ
κοντά = κοντά
κοντακέα = χτύπημα με υποκόπανο όπλου
κοντακιάζω = σπαργανώνω, φασκιώνω
κοντακιανός = λίγο κοντός στο ανάστημα
κοντάκιασμαν = σπαργάνωμα, φάσκιωμα
κοντάκιν = φασκιωμένο βρέφος
κοντάνα = κοντά
κονταράς = εκείνος που βαστά κοντάρι
κονταργεύω = λίγο αργώ
κονταργώ = αργώ, καθυστερώ
κονταρέα = κτύπημα με κοντάρι
κοντάριν = κοντός, κοντάρι
κονταροδάχτυλος = εκείνος που έχει μικρά δάχτυλα
κοντάτζικας = κοντά
κοντένω = κονταίνω
κόντες = τα περισσεύματα του στήμονος στο αργαλειό
κοντέσιν = γυναικείο εξωτερικό ένδυμα που φτάνει μέχρι τη μέση
κοντεύω = κοντεύω
κοντζέλιν = μίσχος καρπού, καυλός φυτού
κόντζιν = κριάρι
κοντζολόζοι = δαίμονες που βγαίνουν κάτω από τη γη το δωδεκαήμερο της παραμονής των Χριστουγέννων μέχρι τα Θεοφάνεια
κοντίκος = κοντός
κοντίτζικος = κοντούλης
κοντογλώσσι = ο σταφυλίτης του φάρυγγα
κοντογούλης = εκείνος που έχει κοντό λαιμό
κοντογούνιν = ένδυμα εξωτερικό με υπένδυμα γούνας
κοντοζύγωνον = κοντός ζυγός
κοντοζώετος = εκείνος που είναι να ζήσει λίγα χρόνια
κοντοήμερος = εκείνος που είναι να ζήσει λίγες μέρες
κοντοκάλαμον = μεταξύ κνήμης και κάλτσας
κοντοκάμισος = εκείνος που φοράει κοντό πουκάμισο
κοντολαβίτζης = είδος κερασιού με κοντό μίσχο
κοντολασέα = σύντομος περίπατος
κοντολογής = με λίγα λόγια, εν συντομία
κοντόπαχος = κοντός και παχύς
κοντοπιάνω = αργώ στην εκτέλεση έργου
κοντοπίθαρος = κοντός και προγάστωρ
κοντοπλεύριν = η τελευταία νόθος πλευρά του ανθρώπινου θώρακα
κοντοπόδαρος = εκείνος που έχει κοντά πόδια
κοντορράμμιν = κοντό νήμα
κοντόρταρον = κοντή κάλτσα
κόντος = η ιδιότητα του κοντού
κοντός = κοντός
page===18

κοντόσιν = γυναικείο εξωτερικό ένδυμα που φτάνει ως τη μέση
κοντοσκάλικον = σώβρακο που έχει κοντή σκάλα
κοντοσοσονίζω = κοντανασαίνω, λαχανιάζω
κοντοσοσόνισμαν = λαχάνιασμα
κοντοστέκω = στην πορεία σταματώ
κοντουρεύω = φιλοξενώ
κοντούτζικος = κοντούλικος
κοντοφτάνω = πλησιάζω
κοντοφώσης = εκείνος που έχει κοντή όραση, μύωψ
κοντόχρονος = εκείνος που είναι λίγα τα χρόνια του
κοντράτον = συμβόλαιο, συμφωνητικό
κοντυλέα = η ικανότητα το να γράφεις και να συντάσσεις
κοντυλησία = σωματική κόπωση
κοντυλιδάζω = κόβω κορμό δένδρου σε κοντυλίδια
κοντυλίδιν = κυλινδρικό τεμάχιο από κορμό δέντρου ψηλό και ευθυτενές, πεύκο ή έλατο
κοντύλιν = στυλός
κοντυλισμός = σωματική κόπωση
κοντυλομάχαιρον = μαχαίρι που χρησιμοποιείται για επεξεργασία γραφικού καλάμου
κοντυλόπον = στυλό
κοντυλώ = κουράζομαι
κόντυμαν = κονταίνω
κοντύνω = κονταίνω
κονώνω = αδειάζω από την κατσαρόλα στα πιάτα
κονωτού = δημητριακοί καρποί που είναι τοποθετημένα χύμα κάτω
κόξα = μηρός
κοπάδιν = κοπάδι
κοπαλέα = χτύπημα με κόπανο
κοπαλέα = χτύπημα με κόπανο
κοπαλίζω = χτυπώ με κόπανο
κοπάλιν = κόπανος
κοπαλίτα = ατελές βατραχάκι, γυρίνος
κοπαλίτρα = ατελές βατραχάκι, γυρίνος
κοπαλίχτρα = ατελές βατραχάκι, γυρίνος
κοπαλόπον = κόπανος
κοπάλωμαν = γίνομαι κόπανος
κοπαλώνω = γίνομαι κόπανος
κοπανέα = χτύπημα με κόπανο
κοπάνιν = κόπανος
κοπάνισμαν = κοπάνισμα
κοπανιστός = κοπανιστός
κοπανίστρα = ύψωμα λίθων επί του οποίου κοπανίζουν το λινάρι
κόπανος = κόπανος
κοπελάζω = γεννώ νόθο τέκνο
κοπέλιν = νόθο παιδί
κοπελού = εκείνη που γεννά νόθο παιδί
κοπή = τομή
κοπιάζω = κοπιάζω
κοπιδάζω = κάνω εγκοπή, σχισμή
κοπιδέα = ίχνος τομής
κοπίδιν = σχισμή, εγκοπή
κοπιδώνω = κάνω εγκοπή, σχισμή
κόπος = κόπος
κοπούκι = αφρός φαγητού ή καφέ
κοπρέα = δυσοσμία κόπρου
κοπρέας = υβριστικός, ευτελής, ουτιδανός
κοπρερόν = το απευθυσμένο έντερο
κοπρέτα = κοπροθήκη
κοπρίδι = κοπριά για λίπασμα
κοπριδώνω = λιπαίνω με κοπριά
κόπρισμα(ν) = κοπριά
κοπρίφταρον = φτυάρι μεταφοράς κοπριάς
κοπροθέκα = μέρος όπου αποτίθεται η κοπριά
κοπροθέσιν = μέρος όπου αποτίθεται η κοπριά
κοπροκάλαθον = καλάθι για μεταφορά κοπριάς
κοπρομούμουλον = έντομο που μαζεύει κοπριά
κόπρος = κοπριά
κοπροσκώλεκον = σκουλήκι που γεννιέται στην κοπριά
κοπρόστομος = αισχρολόγος, υβριστής
κοπροφάας = κοπροφάγος, εκείνος που δεν κάνει σωστές δουλειές
κοπροφαΐα = το να τρώει κανείς κοπριά, πράξη αισχρή
κοπρώνας = μέρος όπου τοποθετούν κοπριά
κοπρώνω = λερώνω με κοπριά
κοπτέλι = στερνοπαίδι
κόρ(η) = κόρη, κόρη οφθαλμού, κούκλα
κόρακας = κόρακας
κορακίδιν = κρόταλο της θύρας
κοράκιν = κρόταλο της θύρας
κορακοθεία = γυναίκα ανόητη
κορακοκλείδι = κρόταλο της θύρας
κορακοφάετος = εκείνος που τρώει κοράκια
κοράκωμαν = κλείνω τη θύρα με κοράκιν
κορακώνω = κλείνω τη θύρα με κοράκιν
κορακωτήρι = κλείνω τη θύρα με κοράκιν
κορασέα = κόρη
κορασίτα = φυτό που χρησιμοποιείται για βαφή αυγών
κοράσον = κόρη
κοραστάριν = μεγάλο πριόνι με το οποίο σχίζουν τα σανίδια
κόρδα = χορδή
κορδόμια = λεπροί κρουνοί βροχής που τρέχουν από τη στέγη σαν χορδές
κορδυλάζω = κομπιάζω
κορδυλάριν = γεμάτο κόμπους
κορδυλάσιμον = κόμπιασμα
κορδύλασμαν = κόμπιασμα
κορδυλέα = κόμπος
κορδύλη = κόμπος, δεσμός, μπόγος
κορδυλιάρικο = γεμάτο με κόμπους
κορδυλίασμαν = κόμπιασμα
κορδύλιν = κόμπος, θηλιά, κομπόδεμα
κορδύλωμα(ν) = κομπιάζω
κορδυλώνω = κομπιάζω
κόρης = τυφλός
κοριδάζω = μου γεννιούνται κοριοί
κορίδιν = κοριός
κορίτζα = κορούλα
κοριτζακός = κοριτσίστικος
κοριτζάλα = κόρη εύσωμη και ευπρόσωπη
κοριτζάς = εκείνος που παίζει με κοριτσίστικα
κορίτζιν = κόρη
κοριτζίτζα = κοριτσάκι, κορούλα
κοριτζόντας = κατά την κοριτσίστικη ηλικία
κοριτζόπουλλον = κοριτσόπουλο, κοριτσάκι
κοριτζότα = η κοριτσίστικη ηλικία
κορίτιν = κατσικάκι
κοριτόπον = κατσικάκι
κορκέας = κουρελής
κορκέλλα = ράκη, κουρέλια
κορκελλάζω = κουρελιάζω
κορκιάνο = κουρελού
κόρκιν = ράκος, κουρέλι
κορκόντειλος = κροκόδειλος
page===19

κορκοτάζω = κόβω και γίνομαι σαν τα κορκότα
κορκοτάς = εκείνος που πουλά κορκότα
κορκοτεύω = παρασκευάζω κορκότα
κορκότης = χονδραλεσμένο σιτάρι
κορκοτικά = είδη κορκότων
κορκότιν = ξεφλουδισμένο και χονδραλεσμένο σιτάρι ή κριθάρι
κορκοτίτζης = μικρός σε ηλικία που αναμειγνύεται σε υποθέσεις μεγάλων
κορκοτίτζιν = λίγη ποσότητα κορκοτιού
κορκότον = ξεφλουδισμένο και χονδραλεσμένο σιτάρι ή κριθάρι
κορκοτόπον = λίγη ποσότητα κορκοτιού
κορκοτοσίρβιν = σούπα από κορκότα
κορμί(ν) = κορμί
κορμόπανο = κορμός πουκαμίσου
κορμός = κορμός
κορνίτζα = κορνίζα
κορνοφώλη = φωλιά κορώνας
κορό = τρυφερό
κόρογκα = είδος ροβής
κοροϊδεύομαι = κοροϊδεύομαι
κορόιδο = κορόιδο
κοροκύθι = στυπείο λιναριού
κορόμηλον = κορόμηλο
κόρος = κατάλληλη υγρασία για σπορά
κορουκτζής = δασοφύλακας
κορούμι = καπνιά της καπνοδόχου
κόρτζα = γωνία εσωτερική
κορτζίδιν = μικρό κούτσουρο που χρησιμοποιείται ως κάθισμα
κορτίστιν = νερή γίδα που γεννά μόλις μπει στο δεύτερο έτος της ηλικίας της
κορτσέφιν = η κορυφή της κεφαλής
κορτσίλιν = είδος ψαριού βατραχοειδούς
κορυφώνω = βλαστάνω
κορφά = κορυφή
κορφάδιν = αποκομμένη κορυφή δέντρου
κορφή = κορυφή
κορφίτζα = κορυφή
κορφοβούνιν = κορυφή βουνού
κόρφος = στήθος, αγκαλιά
κορώνα = κοράκι
κορώνα = κορώνα
κορωνάζω = μαυροφορώ
κορωνέα = τζιτζιφιά
κορωνέας = μαύρος σαν το κόρακα, μεταφ. δυστυχής
κορωνίδιν = ρόπτρο θύρας
κορωνίτζος = δυστυχής, κακομοίρης
κορωνοφώλι = μιναρές τουρκικού τεμένους
κορώνω = τυφλώνω
κορ’τζοπούλλα = κούκλα
κορ’τζοπουλλέσιν = αυτό που ανήκει στην κόρη
κορ’τζοτζίμιδος = εκείνος που έχει νου όσο ένα κορίτσι δηλ. λίγο
κόσα = είδος αρωματικού φυτού
κόσα = είδος δρεπάνου
κοσάρα = κότα
κοσέα = τραγίλα
κοσές = σπανός
κοσκινάς = ο κατασκευαστής κοσκίνων
κοσκινέα = ποσότητα όση χωράει το κόσκινο
κοσκίνιγμαν = κοσκινίζω
κοσκινίζω = κοσκινίζω
κοσκίνιν = κόσκινο
κοσκίνισμαν = κοσκινίζω
κόσκινον = κόσκινο
κοσκοβόρα = γυναίκα ευτελής, περιφρονημένη
κοσμικός = κοσμικός
κόσμινη = κόσμος
κοσμίτες = κοσμικός
κοσμογιατρεμένος = εκείνος που θεραπεύει τους πάντες
κοσμογιάτρευτος = εκείνος που θεραπεύει τους πάντες
κοσμογυρισμένος = κοσμογυρισμένος
κοσμογύριστος = κοσμογυριστής
κοσμοδαβασία = καταστροφή, όλεθρος
κοσμοδεβάζω = γεγονός δυσάρεστο μεγαλοποιώ σε υπέρτατο βαθμό
κοσμοδόνα = πολλά δώρα όσα έχει όλος ο κόσμος
κοσμοκράτορας = κοσμοκράτορας
κόσμος = κόσμος
κόσος = τράγος
κοσσάρα = όρνιθα
κοσσαράζω = ανατριχιάζω
κοσσάριν = όρνιθα
κοσσαρίτζα = όρνιθα
κοσσαροκλέφτες = κλέφτης ορνίθων
κοσσαρόπον = όρνιθα
κοσσαροπούλλιν = κοτοπουλάκια
κοσσαροφάγεια = τρόφιμα παρασκευασμένα από κότα
κοσσαρόφτειρα = κοτόψειρα
κοσσού = κλώσα
κοσσύφης = κότσυφας
κοσσύφι = κότσυφας
κοστελάζω = κοτσάνι που μεγαλώνει
κοστέλιν = κοτσάνι
κοστελώνω = κοτσάνι που μεγαλώνει
κοστούρεμαν = ελαύνω τάχιστα
κοστουρεύω = ελαύνω τάχιστα
κοστραμπέλα = είδος πτηνού με στήθος υπέρυθρο
κοσώνω = παραγηράσκω
κοτάζω = μετρώ σιτηρά με κότιν
κοταμπέλα = είδος πτηνού με στήθος υπέρυθρο
κοτέα = ποσότητα όση χωράει το κότιν
κοτέλ(ιν) = μεγάλο τεμάχιο άρτου
κοτεράζω = δίνω σε κάποιον μεγάλο κομμάτι ψωμιού
κοτερέα = μεγάλο τεμάχιο άρτου
κοτερέας = εκείνος που καταβροχθίζει μεγάλο κομμάτι ψωμιού, ζητιάνος
κοτέριν = μεγάλο τεμάχιο άρτου
κοτζά = κουτσαίνοντας
κοτζαγκέλιν = γαμήλιος χορός, ραφή ελικοειδής
κοτζαγκελωτός = ελικοειδής
κοτζακιάζω = εμβολιάζω με δαμαλίδα, αρραβωνιάζω, κουμπώνω
κοτζάκιασμαν = δαμαλισμός, αρραβωνιάζω, κουμπώνω
κοτζάκιν = δαμαλίδα, κουμπί, μπουμπούκι
κοτζακώνω = εμβολιάζω με δαμαλίδα, κουμπώνω
κοτζαλέα = παιδιά που στριφογυρίζουν στη μία φτέρνα
κοτζαμάνος = γέρος, σύζυγος
κοτζάνιφτος = εκείνος που δεν νίφτηκε καλά
κοτζέας = χωλός, κουτσός
κοτζέας = πετεινός
κότζι = κουτσαίνοντας
κοτζίζω = κουτσαίνω
κότζιν = φτέρνα
κότζιν = κριάρι
κότζισμαν = κούτσαμα
κοτζίτζα = κρεατοελιά
page===20

κοτζίφταρον = παλιό φτυάρι
κοτζιχτά = κουτσαίνοντας
κοτζιχτό = παιχνίδι κουτσό
κοτζοδάχτυλον = ωτίτης
κοτζοδούλιν = μικροδουλειά της οικίας
κοτζοδρόμιν = μονοπάτι
κοτζοκέριν = υπολείμματα κεριού, τσιγάρου
κοτζοκεφαλίζω = αποκεφαλίζω
κοτζοκέφαλος = εκείνος που λέει πράγματα αστεία
κοτζοκορφίζω = αποκόβω την κεφαλή φυτού
κοτζολάβικον = σπασμένη λαβή
κοτζολάμνιν = μαχαίρι παλαιωμένο
κοτζολάμπιν = μικρή λάμπα πετρελαίου χωρίς γυαλί
κοτζολεύκιν = θαμνώδες δενδρύλλιο άγριας λεύκης
κοτζονέστιν = η νηστεία της Τετάρτης και τη Παρασκευής
κοτζονόμηλον = αγριόμηλο ξινό
κοτζοπάνιν = μικρό κομμάτι από πανί
κοτζοπανίουμαι = κλαίω κοπανώντας κάτω
κοτζοπάριν = νόμισμα ελάχιστης αξίας
κοτζοπάτεμαν = στραβοπατώ
κοτζοπατώ = στραβοπατώ
κοτζοπέτεινος = κουτσός πετεινός
κοτζοπίνακον = πινάκιο φθαρμένο
κοτζοπλύνω = μισοπλύνω
κοτζοπλύσιν = λίγα ρούχα για πλύσιμο
κοτζορρύμιν = ρυάκι με λίγο νερό
κοτζός = κουτσός
κοτζοτζίγαρον = αποτσίγαρο
κοτζοχερίουμαι = γίνομαι κουτσός ως προς τα χέρια
κοτζοχώριν = μικρό χωριό
κοτζύφης = κόσσυφας
κοτζώνω = κουτσαίνω
κοτικέα = ποσότητα όση χωράει το κοτίκιν
κοτίκιν = ξύλινη κάσα που χρησιμοποιείται ως μέσο μεταφοράς
κότιν = μόδιον
κοτκοτάνος = έθιμο να τσουγκρίζουν αβγά την δεύτερη μέρα του Πάσχα από την ανάποδη
κοτοβός = ανόητος, βλάκας
κοτοκέφαλος = χονδροκέφαλος
κοτονίζω = σκοτώνω
κοτόριν = μεγάλο τεμάχιο άρτου
κοτόσιν = καρποφόρο στέλεχος αραβοσίτου, γουλί κράμβης
κοτοσώνω = γίνομαι σαν κούτσουρο, αποβλακώνομαι
κότρος = λίθος στρογγυλός
κότσεμαν = μετανάστευση
κοτσεύω = μεταναστεύω
κοττακίδα = μικρή κότα
κοττοβός = ανόητος, βλάκας
κοττοβώνω = αποβλακώνομαι
κόττος = πετεινός, πετεινόμυαλος
κοτύλη = σβέρκος
κοτύλιν = λακκάκι, ιστός υφαντουργικός
κουβάλεμαν = κουβάλημα
κουβαλετός = ο μεταφερόμενος
κούβαλος = εκείνος που κουβαλάει τα τρόφιμα του σπιτιού του
κουβαλώ = κουβαλώ
κουβαράζω = κουβαριάζω
κουβαρίαγμαν = κουβαριάζω
κουβάριν = κουβάρι
κουβαρίτζα = κουβάρι
κουβαρόπ’λλον = κουβαράκι
κουβεντιάζω = κουβεντιάζω
κουβέτιν = δύναμη σωματική, ρώμη
κουβετλής = ισχυρός, ρωμαλέος
κουδίζω = πτηνό που τρώει, μεταφ. διαπληκτίζομαι
κούδισμαν = πτηνό που τρώει, μεταφ. διαπληκτίζομαι
κουδίχτας = εριστικός, φιλόνικος
κουδούκα = είδος εδέσματος
κουδουκέα = πλήγμα ράμφους πτηνού, ίχνος πλήγματος ράμφους πτηνού
κουδουκιάζω = πλήττω, χτυπώ με ράμφος
κουδουκίζω = τρώω με ράμφος
κουδούκιν = ράμφος, θηλή
κουδούκισμαν = τρώω με ράμφος
κουδουκοφάγειν = είδος εδέσματος
κουδουχτεράς = δρυοκολάπτης
κούζεμαν = αγανακτώ, οργίζομαι
κουζεύω = αγανακτώ, οργίζομαι
κουζί = αρνί
κουζούμιν = έδεσμα εκλεκτό
κούζω = φωνάζω, λαλώ
κουθκουτάνος = δρυοκολάπτης
κουθούριν = κεφαλή αραβοσίτου απογυμνωμένη
κουθουροφάγας = εκείνος που τρώει κουκούρια
κουΐζω = λαλώ, φωνάζω
κουϊμτζής = χρυσοχόος
κουΐν = λάκκος, όρυγμα
κουϊσμός = κραυγή θρηνώδης
κουϊστέας = εκείνος που φωνάζει
κουκάρα = εργαλείο σιδηρούν κυρτό στην άκρη
κουκάριν = εργαλείο σιδηρούν κυρτό στην άκρη
κουκαρίνα = μυθικό πτηνό
κουκαρλίν = εκείνο που έχει άκρο αγκιστρωτό
κουκαρώνω = λυγίζω στην άκρη για να γίνει σαν άγκιστρο, κυρτώνομαι
κουκαρωτός = αγκιστροειδής
κουκκουδάρης = εκείνος που έχει πολλούς πυρήνες
κουκκούδιν = πυρήνας καρπού, σπυρί, έκθυμα δερματικό
κουκκουδιστής = χιόνι το οποίο πίπτει κατά μικρούς κόκκους
κουκκουδίτα = φυτό άγριο με σκληρούς σπόρους
κουκκούτζα = μικρό και σκληρό έκθυμα χειρός
κουκκουτζάζω = καρπός που έχει πυρήνα, άνθρωπος φέρει σπυράκια
κουκκούτζιν = κουκούτσι, χαλάζι, μπουμπούκι
κουκκούτζωμαν = μπουμπουκιάζω
κουκκουτζώνω = μπουμπουκιάζω
κουκλώνω = κάθομαι οκλαδόν
κουκολάλετος = εκεί που μόνο οι κούκοι λαλούν, έρημος
κούκος = κούκος
κούκουβα = οκλαδόν
κουκουβάγια = κουκουβάγια
κουκουβάζω = κάθομαι οκλαδόν
κουκουβάκα = μανιτάρι, παιχνίδι παιδικό
κουκουβακώ = αφρίζω
κούκουδας = κούκος, δρυοκολάπτης, κουκουβάγια
κουκουδόφυλλον = χόρτο πλατύφυλλο χρήσιμο ως τροφή ζώων
κουκούλα = κουκούλα
κουκουλάτες = κουκουλωμένος
κουκουλέας = κουκουλωμένος
κουκουλέτος = ανδρικό κάλυμμα της κεφαλής με λοφίο προς τα άνω
κουκουλήσα = ανδρικό κάλυμμα της κεφαλής με λοφίο προς τα άνω
κουκούλιν = κουκούλα, κουκούλι μεταξοσκώληκα
κουκουλίν = πτηνό με λοφίο στο κεφάλι
κουκουλίνα = φυτό φουντωτό
page===21

κουκουλομμάτης = εκείνος που έχει μάτια με φουσκωμένα βλέφαρα
κουκουλόπον = μικρή κουκούλα
κουκουλόφυλλον = φυτό με φύλλωμα φουντωτό
κουκούλωμαν = κουκουλώνω
κουκουλώνω = κουκουλώνω
κουκουλωτέριν = γυναικείος κεφαλόδεσμος
κουκουμέα = ποσότητα όση χωράει το κουκούμιν
κουκουμέλα = ωραία γυναίκα
κουκουμίζω = ξεχειλίζει το κουκούμιν, περιβρέχομαι αφθόνως
κουκούμιν = χάλκινη στάμνα που χρησιμοποιείται για ζέσταμα νερού
κουκουμόπον = μικρή χάλκινη στάμνα
κουκουνίζω = χρεμετίζω, κλαίω
κουκούνισμαν = χρεμετίζω, κλαίω
κούκουρα = σκυφτά
κουκουρίκος = πετεινός
κούκουρος = σπίνος
κούκουρος = κυφός, καμπούρης, εσχατόγηρος
κουκούρωμαν = καμπουριάζω, μεταφ. συννεφιάζω
κουκουρώνω = καμπουριάζω, μεταφ. συννεφιάζω
κουκουρωτός = λίγο σκυφτός
κουκουτζάς = κοκίτης, ισχυρός και παρατεταμένος βήχας
κούλα = εντόσθια ψαριών
κουλακεύω = κολακεύω
κουλάκια = τρίχες κεφαλής
κουλάντζιν = περίττωμα αιγοπροβάτου
κουλαπτάνιν = σιρίτι
κουλάριν = κουτάλι
κουλία = εδέσματα
κουλία = προβατίνα ή γίδα χωρίς κέρατα, κεφάλι χωρίς τρίχες
κούλιγμαν = αποκόβω τα κεφάλια μικρών ψαριών
κουλίδιν = το αποκομμένο κεφάλι μικρού ψαριού
κουλίζω = αποκόβω τα κεφάλια μικρών ψαριών
κούλικον = ζώο χωρίς κέρατα
κούλισμαν = αποκόβω τα κεφάλια μικρών ψαριών
κουλίτζιν = ξίφος, σπαθί
κουλκάντζιν = φλάσκα, νεροκολοκύθα
κουλλυράζω = αιγοπρόβατο που αφοδεύει
κουλλύριν = ψωμί καλαμποκίσιο
κουλουκεύω = σκύλα που γεννά
κουλούκι = νεογνό σκύλας, είδος πασχαλιάτικης κουλούρας
κουλώνω = αμβλύνομαι
κουμάγια = εφοδιασμός τροφίμων
κουμαντά = διαταγή, διοίκηση
κουμαντάρης = ο διευθύνων, οι διοικών
κουμαντάριγμαν = διευθύνω, διοικώ
κουμανταρίζω = διευθύνω, διοικώ
κουμάσιν = ύφασμα μεταξωτό
κουμμαντζούρι = μεγάλο κομμάτι άρτου
κουμνί = πιθαράκι
κουμουλάδα = σωρός πραγμάτων
κουμουλάεμαν = συγκέντρωση
κουμουλαεύω = συγκεντρώνομαι
κουμουλάζω = συσσωρεύω, συγκεντρώνω
κουμουλάπιν = αχλάδι πράσινο μετρίου μεγέθου
κουμουλασέα = σωρός πραγμάτων
κουμουλαστά = συσσωρευμένα, συμμαζεμένα
κουμουλαστέριν = όργανο με το οποίο μαζεύουν σε σωρό τα αλωνισμένα στάχυα
κουμουλαστός = συσσωρευμένος
κουμουλίαγμαν = συσσωρεύω, συγκεντρώνω
κουμούλιν = σωρός
κουμουλόπον = μικρός σωρός, ο αστερισμός της πλειάδος
κούμουλος = κούμουλος
κουμούλωμαν = υπερπληρώνω δοχείο και παραπάνω από τα χείλη
κουμουλώνω = υπερπληρώνω δοχείο και παραπάνω από τα χείλη
κουμούσιν = μπουμπούκι, κώνος ελάτης, ο εχίνος του κάστανου
κουμπάζω = κουμπώνω, θηλυκώνω
κουμπαρολάλεμαν = ειδική πρόσκληση κουμπάρου στο γάμο
κουμπάρος = κουμπάρος
κουμπαρωσύνα = η σχέση του κουμπάρου προς τους στεφανωμένους
κουμπαστός = κουμπωτός
κουμπί(ν) = κουμπί
κουμπίασμαν = κούμπωμα
κουμπίζω = ακουμπώ
κουμπίτα = είδος χόρτου του οποίου το στέλεχος έχει πολλούς κόμβους
κουμπίτζα = είδος εντόμου το οποίο συστέλλεται σε σχήμα κόμβου
κουμπίτζιν = κουμπί
κουμποβέλονον = μεγάλη καρφίτσα
κουμποσπάλερον = μεταξωτό επιστήθιο νύφης
κουμπουρεύω = δέρνω, γρονθοκοπώ
κούμπωμαν = κουμπώνω
κουμπώνω = απατώ, απατώμαι, γελιέμαι
κουμώνω = κουμπώνω, θηλυκώνω
κουνανέα = αιώρα
κουνανίζω = αιωρούμαι
κουνάπιν = σπάγγος
κουνέμπαλλον = πανί της κούνιας
κουνέσιν = ο ανήκων εις της κούνια
κουνί(ν) = κούνια, λίκνο
κούνιγμαν = λικνίζω, κινούμαι
κουνίζω = λικνίζω, κινούμαι
κούνισμαν = λικνίζω, κινούμαι
κουνιστάς = εκείνος που κουνίζει, λικνίζει
κουνιχτά = λικνίζοντας
κουνοδέμιν = το δέμα της κούνιας
κουνοκόλιν = η άκρα της κούνιας
κουνοπαίδιν = βρέφος, μικρό παιδί
κουνοσκέπαγμαν = κάλυμμα κούνιας
κουνούπα = κουνούπι
κουνούπιν = κουνούπι
κουντά = κοντά
κουντάνα = κοντά, πλησίον
κουντάριν = ακαλήφη, τσουκνίδα
κούντεμαν = ωθώ, σπρώχνω
κουντετά = σπρώχνοντας
κουντετής = εκείνος που σπρώχνει
κουντζέλλιν = μίσχος καρπών και φύλλων
κούντζι = κριάρι
κουντζίζω = σπω, τσακίζω
κουντζίν = μίσχος καρπών και φύλλων, κάλαμος καννάβεως
κουντζόπον = μίσχος καρπών και φύλλων, κάλαμος καννάβεως
κούντημαν = ωθώ, σπρώχνω, παροτρύνω
κούντι = τεμάχιο ζύμης ανοιγμένο σε φύλλο
κούντικα = είδος φασολιών
κουντουλάκι = βώλος
κουντούπας = άνθρωπος κοντός, πετεινός χωρίς ουρά
κουντούρα = είδος υποδήματος
Κούντουρος = Φεβρουάριος
κουντώ = ωθώ, σπρώχνω, παροτρύνω, παρορμώ
κούπα = μπρούμυτα
κουπανίζω = κοπανίζω
page===22

κουπάνιν = κόπανος
κουπανίστρα = ύψωμα λίθων επί των οποίων κοπανίζουν το λινάρι
κούπανος = κόπανος
κουπέ = τρούλος, θόλος
κούπιγμαν = αντιστρέφω, βάζω μπρούμυτα, ξοδεύω αφειδώς
κουπίζω = αντιστρέφω, βάζω μπρούμυτα, ξοδεύω αφειδώς
κουπίκα = καμπούρα
κουπιστέριν = ο ευκτήριος οίκος των Μουσουλμάνων
κουπιχτά = σκύβοντας
κουπιχτής = μουσουλμάνος στο θρήσκευμα
κουράζω = σπω πράγματα στη μέση, σχίζω, κάμπτομαι, λυγίζομαι, αποκάμνω
κουράκιν = κρόταλο της θύρας
κουρακώνω = κλείνω τη θύρα με κοράκιν
κούρασμαν = κουρά ζώου, περικοπή των άκρων πράγματος, κλάδεμα
κουραστάριν = μεγάλο πριόνι με το οποίο σχίζουν σανίδια
κούρβα = πόρνη
κούρεμα(ν) = κουρά ζώου, περικοπή των άκρων πράγματος, κλάδεμα
κούρεμα(ν) = χορδισμός, έναρξη μουσικού σκοπού, επισκευή
κουρεύω = κουρεύω, κλαδεύω
κουρεύω = χορδίζω, κουρδίζω, αρχίζω μουσικό σκοπό, στήνω, επισκευάζω, τοποθετώ
κουρίζα = κλώσα
κουρίκιν = πώλος όνου
κουρικόπον = πώλος όνου
κουρίν = κούτσουρο
κουρίνα = θήλυ νεογνού όνου
κουρκουβάντζιν = κόπρος αιγοπροβάτων, βερβελιά, θάμνος που παράγει καρπό όμοιο με βερβελιά
κουρκουλίτζα = είδος φυτού
κουρκουντέλιν = φόρεμα καταρρακωμένο
κουρκούρι = φάρυγγας
κουρμούτζι = ξεροκόμματο άρτου
κούρνα = γούρνα
κουρνάζης = γλίσχρος, φειδωλός
κουρνία = κρήνη, βρύση
κουρνόν = υγρό διυλισμένο, διαυγές, καθαρό
κούρνος = γούρνα
κουρνόφορος = νεροχύτης
κουρομάνικος = ρακένδυτος, κουρελής
κουρόπον = κούτσουρο
κούρος = υιός
κουρούζα = ρίζα δέντρου κατάλληλη για καύσιμη ύλη
κουρουλεύκουμαι = κομπάζω, υπερηφανεύομαι
κουρούλλιν = ψωμί καλαμποκίσιο
κουρουμπάζω = μπουμπουκιάζω
κουρούμπιν = μπουμπούκι
κουρουμπώνω = μπουμπουκιάζω
κουρουπίζω = αποκόβω τις κορυφές φυτών
κουρουσπάνιν = χοντρό κούτσουρο, μεταφ. παιδί παχουλό
κουρπανίζω = παρακαλώ, θυσιάζομαι
κουρπάνιν = θυσία, θύμα
κουρσάρος = ληστής
κουρσεύω = κυριεύω και λεηλατώ, αιχμαλωτίζω, οδεύω, οδοιπορώ
κουρσίν = κρόσσια, φούντα γυναικείας ζώνης, φούντα φεσιού, χρυσοειδές κόσμημα καλύμματος γυναικείας στολής
κούρσος = επιδρομή
κούρτα = γουλιά, ελαχίστη ποσότητα πράγματος
κουρτάρεμαν = ελευθερώνω, απαλλάσσω, σώζω
κουρταρεύω = ελευθερώνω, απαλλάσσω, σώζω
κουρταρομονή = απελευθέρωση, απαλλαγή, σωτηρία
κούρτεμαν = καταπίνω, ιδιοποιούμαι, σφετερίζομαι
κουρτζανίζω = τρίζω
κουρτζουμέλης = αμελής, νωθρός
κούρτη = ο οισοφάγος, καταπινάρι
κούρτι = ο λάρυγγας
κουρτίτζα = ελαχίστη ποσότητα
κουρτίχτρα = ο σταφυλίτης του φάρυγγα
κουρτσάκι = ο φάρυγγας
κουρτσέα = κατάποσης
κουρτώ = καταπίνω, ιδιοποιούμαι, σφετερίζομαι
κουρτώνω = κυρτώνομαι, καμπουριάζω
κούρφα = εγκώμιο, έπαινος
κουρφέας = ο αυτοεπαινούμενος, καυχησιάρης
κούρφεμαν = επαινώ, εγκωμιάζω
κουρφεύω = επαινώ, εγκωμιάζω
κουρφία = έπαινος, καύχηση
κούρφιγμαν = επαινώ, εγκωμιάζω
κουρφίζω = επαινώ, εγκωμιάζω, καυχησιολογώ
κούρφισμαν = επαινώ, εγκωμιάζω, καυχησιολογώ
κουρφιτζέας = καυχησιάρης
κουσιάτα = πίθος στενόστομος με δύο λαβές
κουσκανέας = ζηλότυπος, φθονερός
κουσκανεύκουμαι = ζηλεύω, φθονώ
κουσκανία = ζήλεια, φθόνος
κουσκαντζαρία = ζηλότυπη, φθονερή
κουσκαντζέας = ζηλότυπος, φθονερός
κουσκουράζω = παρασκευάζω κουσκούρια, χοντροφτιάχνω
κουσκουρέα = οσμή του κουσκουριού
κουσκούριν = πλινθοποιημένη ξηρή κοπριά βοδιών που χρησιμοποιείται ως καύσιμη ύλη, μεταφ. ψωμί σκληρό
κουσκουρώνω = ψωρί που σκληρύνεται
κουσκουτάνα = αγριόχορτο που φέρει υπόγειο βολβό εδώδιμο αλλά και δηλητηριώδη σε μεγάλη ποσότητα
κουσκουτάνιν = χόρτο άγριο
κουσούριν = ελάττωμα σωματικό, ηθικό και τεχνικό, έλλειψη, παράλειψη
κουσπίδιν = το κατώτατο άκρο της σπονδυλικής στήλης
κουσπίν = οι στροφείς της θύρας
κουσπίτα = αγριόχορτο με υπόξινη γεύση
κουστάζω = κάνω βώλους από χιόνι, σβολιάζω
κουστάριν = φαγητό που έχει σβολιάσει
κούστιν = βώλος ζύμης, πηλού κτλ.
κουστίτζης = στρουμπουλός σαν βώλος
κουστράχιν = θηλυκό άλογο, φοράδα
κουστώνω = σβολιάζω
κουταβάζω = σκύλα που γεννά
κουτάβιν = κουτάβι
κουταβόπον = κουταβάκι
κουταλάζω = τρώω με την κουτάλα από την χύτρα
κουταλέα = ποσότητα όση χωράει η κουτάλα
κουταλέας = πειναλέος
κουταλήτρα = το βατραχάκι γυρίνος
κουταλίζω = τρώω με την κουτάλα από την χύτρα
κουτάλιν = κουτάλι
κουταλίτζης = κουτάλα
κουτέα = ποσότητα όση χωράει ένα κουτίν
κουτεύω = θωπεύω
κούτζα = μικρό και σκληρό έκθυμα χειρός
κουτζάκι = δαμαλίδα, κουμπί, μπουμπούκι
κουτζή = κόρη, νεαρή
κουτζίδιν = κόρη, νεαρή
κουτζίκης = αγόρι, νεαρός
κουτζίκιν = μικρούλης
κουτζικόπον = μικρούλης
κουτζιρίνα = μαρίδα
κουτζκουτζία = όρνιθα
page===23

κουτζός = κουτσός
κουτζουγουλίζω = αποκεφαλίζω
κουτζουγούλισμαν = αποκεφαλίζω
κουτζουκιάζω = γαργαλίζω
κούτζουκλος = υπερπλήρης, παραγεμισμένος
κουτζούκλωμαν = παραγεμίζω
κουτζουκλώνω = παραγεμίζω
κουτζούλλιν = κλειτορίδα
κουτζούπιν = είδος μακρουλού δαμάσκηνου
κούτζουρα = ανακούρκουδα
κουτζουράζω = κάθομαι συμμαζεμένα
κουτζουρέας = χωλός, κουτσός
κουτζουρίζω = κόβω σύριζα φυτό, ζώο που βόσκει αποκόβοντας τους βλαστούς
κούτζουρο = κούτσουρο
κούτζουρος = κούτσουρος
κουτίν = κουτί
κουτίτζα = κατσίκα
κουτνίν = ύφασμα βαμβακομέταξο ριγωτό εύχρηστο στα γυναικεία φορέματα
κουτνοσπάλερον = επιστήθιο γυναικείο κάλυμμα από κοτνίν
κουτοπούλλιν = κουτάκι
κουτόπ’λλον = κουτάκι
κουτού = γυναίκα που επιτυγχάνει τα προξενιά
κουτούζης = κολοβωμένος, φαλακρός
κουτουζλαεύω = αποκόβω τις κορυφές φυτών
κουτουζώνω = αποκόβω τις κορυφές φυτών
κουτούλα = χήρος
κουτουλάζω = κουρεύομαι
κουτουλέας = χήρος
κουτούλης = χήρος, εκείνος του οποίου έχει αποκοπεί
κουτούλιγμαν = κόβω τις τρίχες της κεφαλής
κουτουλίζω = κόβω τις τρίχες της κεφαλής
κουτούλισμαν = κόβω τις τρίχες της κεφαλής
κουτουλίτζα = χήρα
κουτουλοκέφαλος = αποκεφαλισμένος
κουτούνα = στέλεχος αραβοσίτου μετά την αφαίρεση του καρπού
κουτουνάζω = χονδροκόβω τα στάχυα κατά το αλωνισμό
κουτουπανάζω = καταβροχθίζω
κουτούπανος = δρυοκολάπτης
κουτουράζω = κομματιάζω, θρυμματίζω
κουτουρεία = ανησυχία, θόρυβος
κουτουρεμός = ανησυχία, θόρυβος
κουτουρεύω = λυσσώ, μεταφ. ατακτώ ασυγκράτητα
κουτουρίζω = κομματιάζω, θρυμματίζω
κουτούριν = μεγάλο τεμάχιο άρτου
κουτουρνάζω = κιτρινίζω
κούτουρνος = κίτρινος
κουτουρομονή = λύσσα
κουτούφαλος = επιπόλαιος
κούτρα = μέτωπο, κορυφή
κουτριάρης = εκείνος που έχει πλατύ και εξογκωμένο μέτωπο
κουτρινάζω = κιτρινίζω
κουτρούβι = πήλινο αγγείο
κουτρουπίτζα = χοντροκέφαλη
κουτρώ = χτυπώ με τα κέρατα
κουτσκούριν = αβγό γεμισμένο με πίσσα για το τσούγκρισμα του Πάσχα
Κουτσούκης = Φεβρουάριος
κουτσουκιάρης = σημαδιακός
κουτσουμαλλία = ξεμαλλιασμένος
κουτσουμαλλίομαι = ξεμαλλιάζομαι
κούτσουπιτα = αγριόχορτο με γεύση υπόξινη
κούφα = υπόκωφος
κούφα = κοφίνι, ξύλινο αγγείο που χρησιμοποιείται για το χτύπημα γιαουρτιού για παραγωγή βουτύρου
κουφαίνω = βαθουλώνομαι
κουφαλάεμαν = χτυπώ γιαούρτι μέσα στην κούφαν για να φτιάξει βούτυρο
κουφαλεύω = χτυπώ γιαούρτι μέσα στην κούφαν για να φτιάξει βούτυρο
κουφιλίνα = κούφιο καρύδι
κουφίτζα = δοχείο ξύλινο
κουφοδόντης = εκείνος που έχει κούφια δόντια, νωδός, φαφούτης
κουφοκάρυδον = κούφιο καρύδι
κουφοκάρυν = κούφιο καρύδι
κουφολογώ = κάνω κουφάλα στο ξύλο
κουφολόεμαν = κάνω κουφάλα στο ξύλο
κουφόμηλον = είδος μήλου
κουφομμάτης = εκείνος που έχει βαθουλωμένα μάτια
κουφοξυλένος = ο καμωμένος από κουφόξυλο
κουφόξυστρα = φυτό με φύλλα κολλώδη χρησιμοποιούμενα κατά των κοριών
κούφος = κούφιος, μεταφ. ελαφρόμυαλος
κουφοστάτες = μέρος όπου τοποθετούνται τα ξύλινα δοχεία ύδατος
κουφόσυκον = ερινεός, δέντρο και καρπός
κούφωμαν = κούφιο, κοιλότητα δέντρου, πέτρας κτλ
κουφώνω = γίνομαι κούφιος, βαθουλός
κουχνουτάζω = ευρωτιώ, μουχλιάζω
κουχνουτάριν = μουχλιασμένο
κουχνουτάσιμον = ευρωτιώ, μουχλιάζω
κουχνουτέα = οσμή μουχλιασμένου άρτου κτλ
κουχνουτίασμαν = ευρωτιώ, μουχλιάζω
κουχταρά = υπόγειο βαθύ και σκοτεινό
κόφα = υπόκωφος
κοφίνιν = κοφίνι
κόφλος = στήθος, αγκαλιά
κοφοτζούτζα = είδος σαύρας
κοφτά = κοφτά
κοφτά = κεφτές
κοφταίο = δριμύς κοιλόπονος, κόψιμο, σφάχτης
κοφταρά = κεφτές
κοφτάριν = εκείνο που κόβει καλά, εκείνου του οποίου έχει αλλοιωθεί η σύσταση
κοφτερά = σφοδρώς, δυνατά
κοφτερίτζα = σύντομος δρόμος
κοφτερός = κοφτερός, δραστήριος, ρέκτης
κόφτες = εργαλείο της κεραμουργίας, της ταλασιουργίας
κοφτός = κοφτός
κόφτω = κόβω, ορίζω, καθορίζω, διακόπτω, ματαιώνω
κοχαΐτα = είδος χόρτου πλατύφυλλο
κοχαρέας = εκείνος που βήχει συχνά
κοχάριγμαν = βήχω συχνά
κοχαρίζω = βήχω συχνά
κοχάρισμαν = βήχω συχνά
κόχη = η γωνία του άρτου, η κόρα του άρτου
κοχίζω = βήχω, κλαίω με αναφιλητά
κοχίος = ισχυρός βήχας
κόχισμαν = βήχω
κοχλάζω = κοχλάζω
κοχλακίζω = κοχλάζω, βράζω με κοχλασμό, αναβρύω με κοχλασμό
κοχλάκισμαν = κοχλάζω, βράζω με κοχλασμό
κοχλακίτα = πηγή που αναβλύζει νερό μετά κοχλασμού
κοχλαρίτζα = υδρόβιο ζωύφιο
κόχλασμαν = κοχλάζω
κοχλιδάζω = στρέφω κοχλιοειδές
κοχλιδέα = οσμή μαγειρεμένων σαλιγκαριών
κοχλίδιν = σαλιγκάρι
page===24

κοχλιδίτζα = ο θαλάσσιος κοχλίας
κοχλιδότζεπλον = όστρακο σαλιγκαριού
κοχλίος = κοχλίας, σαλιγκάρι
κόχλος = κοχλίας, σαλιγκάρι
κοχράκα = κόρακας
κοχτέας = κατηφής, σκυθρωπός
κοψάδα = η κόψη, η κατατομή του προσώπου
κόψη = κόψη, τομή
κοψίδα = τα χαρακτηριστικά του προσώπου
κόψιμο(ν) = κόψιμο
κραγκανάκιν = εξάρτημα της συσκευής του αλευρόμυλου
κράζω = κράζω
κραματίζω = κατακάθομαι, κατασταλάζω
κραμάτισμαν = κατακάθομαι, κατασταλάζω
κραμπίζω = κατακάθομαι, κατασταλάζω
κραμπίν = κραμβολάχανο
κράναλος = μισανάλατος
κρανέα = κρανιά
κρανέψιν = μισοψημένο
κράνιν = κρανιά
κρανίτζι = μικρός καρπός της κρανιάς
κρανίτικο = ποτό οινοπνευματώδους που παράγεται από κράνια
κράνοιχτος = μισανοιγμένος
κρανοκούκκουδο = σίτο που έχει χονδρούς κόκκους μέχρι τους πυρήνες του καρπού της κρανιάς
κρανολαίες = κράνια σε άλμη σαν ελιές
κράξιμον = κράζω
κραπή = είδος ελαφριάς αξίνης με κυρτή προεξοχή
κραπίν = νερό διαυγές, καθαρό
κραπίν = είδος ελαφριάς αξίνης με κυρτή προεξοχή
κράριν = αρσενικό πρόβατο, κριός
κραρός = ψυχρός
κρασάς = κρασάς
κρασέα = κρασίλα
κρασί(ν) = κρασί
κρασοδαίμονας = ο δαίμονας της κρασιού
κρασόπον = κρασάκι
κρασοπότηρον = κρασοπότηρο
κρασόποτος = ο φίλος του κρασιού
κρασοφακέλιστος = οινόφλυξ, κρασοκανάτας
κρασοφίντζανον = κρασοπότηρο
κρασώνω = κερνώ κρασί, λερώνω με κρασί
κράτεμα = κράτημα, τήρηση συνήθειας, υποστήριξη οικονομική ή ηθική
κρατεύκομαι = συγκρατούμαι
κρατευτέριν = λαβή, χερούλι δοχείου
κράτος = παρεχόμενη οικονομική ή ηθική υποστήριξη
κρατώ = κρατώ, συγκρατώ, αντέχω, τηρώ, συγκροτώ, διαρκώ, υποστηρίζω
κράχτες = ο καλών στο ναό κατά νυχτερινές ακολουθίες συνήθως νεωκόρος
κρέας = κρέας
κρεατάρης = παχύσαρκος, φαγητό που έχει πολύ κρέας
κρεατέα = οσμή κρέατος
κρεατένος = ο παρασκευασμένος από κρέας
κρεατίτης = ο παρασκευασμένος από κρέας
κρεατοζώμιν = ζουμί κρέατος
κρεατοκούριν = χονδρό σανίδι πάνω στο οποίο κόβουν και λιανίζουν το κρέας
κρεατονήστιν = αποκριά
κρεατόπον = λίγη ποσότητα κρέατος
κρεατοσάνιδον = χονδρό σανίδι πάνω στο οποίο κόβουν και λιανίζουν το κρέας
κρεατοσίρβιν = κρεατόσουπα
κρεατώνω = γίνομαι ευτραφής, παχαίνω, έρχομαι σε επαφή με το κρέας και παίρνω την μυρωδιά του
κρεββαταρέα = μέρος του σπιτιού όπου τοποθετούνται την ημέρα τα στρώματα
κρεββατικά = στώματα
κρεββάτιν = κρεβάτι
κρεββατίνα = υφαντικός ιστός, αργαλειός
κρεββατοθήκα = μέρος του σπιτιού όπου τοποθετούνται την ημέρα τα στρώματα
κρεββατόπον = κρεβατάκι
κρεββατοπουστουρίχτρα = κρεβατομουρμούρα
κρεββατουμαι = κρεβατώνομαι
κρεμάζω = γκρεμίζω
κρεμαλίζω = κρεμάω
κρεμαντούλιν = οι όρχεις
κρεμάνω = αναρτώ, απαγχονίζω, γέρνω, κλίνω
κρέμασμαν = κρέμασμα, κρεμάλα, αγχόνη
κρεμασταρέα = αιώρα, κούνια
κρεμαστάριν = κρεμάμενος
κρεμαστέρα = κρεμάστρα
κρεμαστέριν = κρεμάστρα
κρεμάστες = καλαμπόκια κρεμασμένα σε ορμαθούς
κρεμαστή = κρεμαστή αλυσίδα με άγκιστρο
κρεμαστούδες = πολλοί καρποί κρεμασμένοι σε ένα κλαδί
κρεμαστοχείλης = εκείνος που έχει το κάτω χείλος κρεμασμένο
κρεμάστρα = κρεμάστρα, ορμαθός ξηρών λάχανων κρεμασμένων
κρεμίζω = γκρεμίζω, καταρρίπτω, αφήνω, αποδιώκω
κρέμιν = κρημνός
κρέμισμαν = γκρέμισμα, κατάρριψη
κρεμισταρέα = κρημνός, βράχος απότομος
κρεμιστέριν = κρημνός, βράχος απότομος
κρεμμύδιν = κρεμμύδι
κρεμοκόλιν = χείλος κρημνού
κρεμοκόφτω = αποκοπτόμενος κατολισθαίνω
κρέμομαι = κρέμομαι
κρεμόνα = κλαδάκια ριγμένα κατά γης
κρεμός = γκρεμός
κρενάζω = διοχετεύω νερό
κρένερον = κρύο νερό
κρενίν = ξύλινος οχετός ύδατος, βρύση
κρενόκολος = εκείνος που πάσχει από ευκοιλιότητα
κρενόπον = ξύλινος οχετός ύδατος, βρύση
κρεντήρα = φαγητό πολύ υδαρές
κρεντήριν = δοχείο ύδατος
κρεπάρω = κόβομαι, σκάω
κρεπεγάδιν = πηγή ψυχρού ύδατος
κρέρκουμαι = ερεύγομαι, ρεύομαι
κρήταμον = άγριο φυτό
κρίαρος = κριός μεγαλόσωμος, μεταφ. ανδρείος, γενναίος
κριγκί = σκουλαρίκι, είδος αγρίου λευκού άνθους
κριθαρένος = κριθαρένος
κριθάριν = κριθάρι
κριθαρίτζα = κριθαράκι
κριθαρόνερον = νερό βρασμένου κριθαριού
κριθαροσίρβιν = σούπα από ξεφλουδισμένο κριθάρι
κριθαροτάραγον = αλεύρι ανάμεικτο με κριθάρι με σιτηρά
κριθαρόψωμον = ψωμί από κριθάρι
κριθένος = κρίθινος
κρίθινος = κρίθινος
κρικίν = ενώτιο, σκουλαρίκι, είδος άγριου λευκού άνθους
κρίμα = κρίμα, αμαρτία
κριματίζω = αμαρτάνω, κολάζομαι
κριματιστέριν = άνθρωπος αξιολύπητος
κρίντζιν = εύθραυστο
κρίνω = κρίνω, δικάζω, διακρίνω, εκφέρω γνώμη
page===25

κρίση = κρίση, δίκη, γνώμη, έκβαση
κρίσιμον = γνώμη, κρίση
κρισολογία = δίκη, διαδικασία
κρισολογώ = δικάζομαι, κρίνομαι
κριτήριον = δικαστήριον
κριτής = δικαστής
κροκοπούλλι = πουλί που μόλις βγήκε από το αβγό
κροκός = κρόκος
κρομμυδάς = κρεμμυδάς
κρομμυδέα = οσμή κρεμμυδιού
κρομμυδένος = ο παρασκευασμένος από κρεμμύδια
κρομμυδιάρης = ψεύτης
κρομμύδιν = κρεμμύδι
κρομμυδόπον = κρομμύδι
κρομμυδόσυκα = σύκα με γεύση όπως τα κρεμμύδια
κρομμυδότζεπλον = φλοιός κρεμμυδιού
κρομμυδόφυλλον = φύλλο κρεμμυδιού
κρομμυδόφυτον = φυτό κρεμμυδιού
κρόνερον = κρύο νερό
κρονή = κρήνη, βρύση
κρονίν = ξύλινος οχετός ύδατος, βρύση
κρονίν = ξύλινος οχετός ύδατος, βρύση
κρονόπον = ξύλινος οχετός ύδατος, βρύση
κρόσιν = γρόσι
κροσταλλίδιν = κρύσταλλο
κρόσταλλον = κρύσταλλο
κρούμα = νόσος επιδημική
κρούμαι = κρυώνω
κρουμπάζω = φυτό που εκφύει οφθαλμούς
κρούμπιν = μπουμπούκι, όζος δέντρου
κρουνή = κρήνη, βρύση
κρουνόπον = ξύλινος οχετός ύδατος, βρύση
κρούντζιν = εύθραυστο, μπουμπούκι
κρουντζώνω = γίνομαι εύθραυστος, μπουμπουκιάζω
κρούσιμον = οξεία ασθένεια
κρουσσίν = κρόσσια, φούντα γυναικείας ζώνης, φούντα φεσιού, χρυσοειδές κόσμημα του καλύμματος της γυναικείας κεφαλής
κρούχτας = εκείνος που χτυπά
κρουχτικόν = παιδί που έχει τη συνήθεια να χτυπά
κρούω = χτυπώ, φονεύω, ορύσσω, προσλαμβάνομαι από νόσο
κρύα = κρύα
κρυάδα = κρυάδα
κρυαίνω = κρυώνω
κρυβίσκομαι = κρύπτομαι
κρυβισταρέα = κρύπτη, κρυψώνα
κρυερά = ψυχρά, αδιάφορα
κρυερός = ψυχρός
κρυολόγεμαν = κρυολογώ
κρυολογώ = κρυολογώ
κρυόνερον = κρύο νερό
κρυορριγώ = αισθάνομαι ψύχος, ριγώ
κρύος = κρύος
κρυσταλλίδιν = κρύσταλλο
κρύσταλλον = κρύσταλλο
κρυφά = κρυφά
κρυφαγαστρωμένον = έγκυος εκ κλεψιγαμία
κρυφοκόριτζον = κορίτσι έγκυο εκ κλεψιγαμία
κρυφός = κρυφός
κρυφοταγίζω = παρέχω τροφή παραπάνω από την κανονική
κρυφοτέρεμαν = κρυφοκοιτάζω
κρυφοτερώ = κρυφοκοιτάζω
κρυφοτζιτίζω = κρυφοκοιτάζω
κρυφοτσαμπλίζω = κλείνω κρυφά το μάτι σε κάποιον
κρυφταρέα = μέρος όπου κρύβει κάτι ή κάποιος, κρυφτό
κρυφταρείος = μέρος όπου κρύβει κάτι ή κάποιος
κρυφτέρα = μέρος όπου κρύβει κάτι ή κάποιος
κρυφτερίτζα = μέρος όπου κρύβει κάτι ή κάποιος
κρύφτω = κρύβω, κρύβομαι
κρύφως = κρυφά
κρύψιμον = κρύψιμο
κρυψίος = κρύψιμο
κρυώνω = κρυώνω
κρυωτός = υπόψυχρος
κρωπέα = το χτύπημα με κρωπίν
κρωπή = είδος ελαφριάς αξίνης με κυρτή προεξοχή στην άκρη του στόματος
κρωπίζω = κόβω με κρωπίν
κρωπίν = είδος ελαφριάς αξίνης με κυρτή προεξοχή στην άκρη του στόματος
κρωπομύτης = εκείνος που έχει κυρτή μύτη προς τα κάτω
κρωπόπον = είδος ελαφριάς αξίνης με κυρτή προεξοχή στην άκρη του στόματος
κυβέρνημαν = η διοίκηση της οικογένειας από οικονομικής απόψεως
κυβέρνηση = κυβέρνηση, οικονομική συντήρηση της οικογένειας
κυβερνώ = κυβερνώ, διεθύνω
κυδωνάτες = ποτό από κυδώνι
κυδωνέα = οσμή κυδωνιου
κυδώνιν = κυδώνι
κυκλώνω = κυκλώνω
κυλημερίζω = κυλώ, περνώ την ημέρα
κυλιβαρίζω = κατρακυλώ
κύλιγμαν = κυλώ
κυλίδι = τροχός αμάξης
κυλίζω = κυλώ
κυλιντάριν = κύλινδρος, τροχός
κυλιντήριον = κύλινδρος
κυλιντρίζω = πατώ την χωματοσκεπή στέγη με το κυλίντριν για να ισοπεδωθεί και να κλείσουν οι σχισμές
κυλίντριν = ειδικός κύλινδρος λίθος για χωματοσκεπείς στέγες
κυλίντρισμαν = πατώ την χωματοσκεπή στέγη με το κυλίντριν για να ισοπεδωθεί και να κλείσουν οι σχισμές
κύλισμαν = κυλώ
κυλόστομο = το άνοιγμα των δακτύλων αντίχειρα και λιχανού
κύμα = κύμα
κυματίζω = κυματίζω
κυμιόνιν = κύμινο
κυνήγεμαν = κυνήγι, καταδίωξη
κυνηγεύω = κυνηγώ, καταδιώκω
κυνήγιν = κυνήγι
κυνηγόπον = θήραμα
κυνηγός = κυνηγός
κυνηγόσκυλλον = κυνηγόσκυλο
κυνηγοτόπιν = τόπος κυνηγιού
κυνηγώ = κυνηγώ
κυπαρέσσιν = κυπαρίσσι
κυπαρισσένος = κυπαρισσένιος
κυπαρισσόπον = κυπαρίσσι
κυρά = κουνιάδα
κυρά-δόξα = ουράνιο τόξο
κυρά-θεία = προσφώνηση προς ηλικιωμένη γυναίκα
κυρακαδάτ’κα = κυριακάτικα
κυρακαδέσιν = κυριακάτικο
κυρακάδιν = βιβλίο εκκλησιαστικό με τροπάρια ψαλλόμενα τις Κυριακές
Κυρακίτζα = Κυριακή
κυράτζα = στοργική προσφώνηση πεθεράς
κύρης = οικογενειάρχης, πατέρας
page===26

κυριακάτικα = κυριακάτικα
κυριελεήσια = οι χάντρες του κομπολογιού
κυριεύω = κυριεύω
κυρίτζικα = καθαρεύουσα γλώσσα
κύριωμα = πεισμώνω
κυριώνω = πεισμώνω
κυρότε = η πατρότητα
κυρουκά = τα πατρικά
κυρώνω = αποπερατώνω, φθάνω στο τέλος
κυτάλιν = αλιευτικό όργανο που έχει σχήμα κουτάλας
κύτταρη = η κλειτορίς του γυναικείου αιδοίου
κωβίδιν = κωβιός
κωβίτιν = είδος ψαριού γλοιώδης
κώδικας = εκκλησιαστικό βιβλίο όπου καταγράφονται ονόματα προς μνημόσυνο
κώδιν = σώμα, ανάστημα, το τρίχωμα της κεφαλής
κωδώνα = κώδωνας
κωδωνάζω = κρεμάω κουδούνι στο λαιμό του ζώου
κωδωνάτες = κωδωνοφόρος
κωδωνίζω = κωδωνίζω, ηχώ, αντηχώ με κουδουνιστή φωνή, οδηγώ την βοσκή
κωδώνιν = κουδούνι
κωδωνόπον = κουδούνι
κωδωνώνω = κρεμάω κουδούνι στο λαιμό του ζώου
κωλισάφτρα = σαύρα
κωλοσαύλα = σαύρα
κωλοσάφλα = σαύρα
κώλυσμα = αποδιώκω, αποπέμπω
κωλύω = αποδιώκω, αποπέμπω
κώνειν = φυτό με αφέψημα του οποίου καθαρίζουν τα φθειριώντα ζώα
κωνίδα = η κορυφή της κεφαλής
κωνώπιν = κουνούπι
κωνωπίουμαι = κυλίομαι κατά γης, μαλλιοτραβιέμαι ολοφυρόμενος
κωπίδιν = κουπί, κώπη
κωπίν = κουπί
κωσσέα = οσμή της κλώσας, το αίσθημα της γεύσης χαλασμένου αβγού
κωσσού = κλώσα, άνθρωπος που κάθεται συνεχώς σε ένα μέρος
κωσσούδιν = κλώσα
κωσσούτζα = κλώσα
κωσσώνω = κλωσώ, εκβάλλω τ’ αβγά
κωσταντινάτον = παλαιό νόμισμα
κωφά = υποκόφως
κωφήτρα = έντομο που προκαλεί την κώφωση όταν εισέρχεται στο αυτί
κωφίζω = έχω βαρηκοΐα
κωφίτα = αγριόχορτο του οποίου το άνθος μοιάζει με αυτί
κωφοξύλαβον = ξύλινη λαβή πυράγρας των σιδηρουργών και χαλκουργών
κωφός = κουφός
κωφότα = βαρηκοΐα, κωφεύοντας
κώφωμαν = κουφαίνω
κωφώνω = κουφαίνω
κωφωτά = κωφεύοντας
κωφωτίτα = αγριόχορτο του οποίου το άνθος μοιάζει με αυτί
κωφωτός = βαρήκοος

Λ

page===0

λαάν(ιν) = λεκάνη
λαβαίνω = δέχομαι
λαβασέα = οσμή της λαγάνας
λαβάσιν = λαγάνα
λαβασώνω = γίνομαι σαν λαγάνα, απλώνομαι
λαβίδα = μεταφ. αφορμή, πρόφαση
λαβίδιν = λαβή, στειλιάρι
λαβιδώνω = βάζω λαβή, χερούλι, μεταφ. επινοώ αφορμή, αιτιολογώ
λάβιν = λαβή
λαβράκιν = λαβράκι
λαβώνω = περνώ λαβή σε όργανο, μεταφ. δικαιολογώ, αιτιολογώ
λαβωτίζω = τρώω λαίμαργα από την χύτρα
λαβώτιν = είδος κουτάλας προς άντληση ύδατος, ξύλινη σέσουλα, μικρό φτυάρι, ξύλινο σκαφίδι
λάγαρος = καθαρός
λαγγευτά = πηδηχτά
λαγγευτήριν = παιδικό παιχνίδι
λαγγευτός = είδος χορού πηδηχτού
λαγγεύω = πηδώ
λαγγόνιν = τεμάχιο υφάσματος παρεμβαλλόμενο στο γυναικείο χιτώνα από τις μασχάλες και κάτω
λαγγωσκυλλόπον = λαγωνικό
λαγωνικόν = λαγωνικό
λαγωτέα = ποσότησα όση χωράει το λαγώτιν
λαγωτίζω = τρώω λαίμαργα από την χύτρα, τρώω με το λαγώτιν
λαγώτιν = είδος κουτάλας, ξύλινη σέσουλα, ξύλινο σκαφίδι, μικρό φτυάρι
λάδιν = λάδι
λαζουδάς = ασπάλαξ που τρώει την ρίζα του αραβοσίτου, σκουλήκι χοντρό και κιτρινωπό
λαζουδένος = ο προερχόμενος από καλαμπόκι, ο παρασκευασμένος από καλαμποκίσιο αλεύρι
λαζούδιν = καλαμπόκι
λαζουδοσίρβιν = σούπα από χοντροκομμένο καλαμπόκι
λαζουδοψώμιν = ψωμιά από καλαμπόκι
λάζω = γαβγίζω
λαθάσκουμαι = κάνω κάτι κατά λάθος
λαθεύω = κάνω λάθος, αμαρτάνω
λάθος = λάθος
λαθουρίτα = λάθυρος
λαθύριν = λάθυρος
λαθυρίτα = λάθυρος
λάθωμαν = λάθος, εσφαλμένος υπολογισμός
λαθώνω = κάνω λάθος
λαία = ελιά
λαΐζω = κινώ, σείω
λαϊκός = λαϊκός
λαιμά = αμυγδαλές φάρυγγος
λαιμαργία = λαιμαργία
λαίμαργος = λαίμαργος
λαιμονήτρα = πλεκτό μάλλινο περιλαίμιο
λάισμα = κίνηση, εξαγωγή βουτύρου από το γιαούρτι κινούμενο στο ξυλάγγειν
λαϊστέρα = αιώρα, κούνια
λαϊστέριν = το κινούμενο, το αιωρούμενο
λάκα-λούκα = τροχάδην
λακάνα = λεκάνη
λακάτιν = είδος αλιευτικού οργάνου
λακιρτεύω = ομιλώ
λάκκος = λάκκος, βαθούλωμα
λακκώνω = συρρέω σε μέρος λακκώδες το νερό
λακονίζω = ακονίζω, τροχίζω
λακόνιν = πέτρα κατάλληλη για ακόνισμα
λακότιν = είδος κάμπιας που καταστρέφει τα λαχανικά
λακώτ(ιν) = είδος κουτάλας, ξύλινη σέσουλα, ξύλινο σκαφίδι, μικρό φτυάρι
λαλά = στη παιδική γλώσσα στολίδι
λαλά = στη παιδική γλώσσα χεράκι
λαλάγγα = πρόχειρα κατασκευασμένος άρτος
λαλάγγιν = τηγανίτα
λαλαγγίτα = τηγανίτα, άρτος σε σχήμα λαγάνας
λαλαγγωτό = ζύμη για λαλάγγια
λαλάκα = στη παιδική γλώσσα χεράκι
λαλάς = υπάλληλος βασιλιά
λαλαχάρης = παραχαϊδεμένος, μαμμόθρεφτος
λαλαχέας = παραχαϊδεμένος, μαμμόθρεφτος
λαλαχεία = η μετά θωπειών ανατροφή παιδιού
λαλάχεμαν = θωπεύω, χαϊδεύω
λαλαχεύω = θωπεύω, χαϊδεύω
λαλαχή = η μετά θωπειών ανατροφή παιδιού
λαλάχωρος = ευρύχωρος
λάλεμα = πρόσκληση σε γάμο ή βάφτιση, φώνηση, προώθηση ζώων
λαλετής = άνθρωπος αγγελιοφόρος που καλεί σε γάμο ή βάφτιση
λαλή = φωνή
λαλία = φωνή, απόκριση, κρότος
λαλιστής = άνθρωπος αγγελιοφόρος που καλεί σε γάμο ή βάφτιση
λαλίτζα = φωνούλα
λαλλατζέα = πετροβόλημα
λαλλάτζιν = λίθος λείος και σφαιρικός
λαλλατζόπετρα = λίθος λείος και σφαιρικός
λαλλατζοπλούμιστον = πετραδάκι λείο και ποικίλο σε χρώματα
λαλλατζόπον = μικρό λαλλάτζιν
λαλομερίζω = βρέφος που αρχίζει να εκβάλλει τους πρώτους του φθόγγους
λαλόπον = φωνούλα
λάλος = άνθρωπος μωρός, ανόητος
λαλούκα = ανόητη
λαλώ = ομιλώ, φλυαρώ, προσκαλώ σε γάμο ή βάφτιση, οδηγώ ζώα στη βοσκή
λαλώνω = γίνομαι άφωνος
λαλωτός = ανόητος, μωρός
λάμα = εργαλείο λάμα
λαμνίν = λεπτό μαχαίρι, ο λοβός των φασολιών, λεπτή φέτα άρτου, μήλου κτλ.
λάμνω = οργώνω, κωπηλατώ, φτερουγίζω
λάμπα = λάμπα
λαμπάδα = λαμπάδα
λαμπαδοφώσιν = το φως της λαμπάδας
λάμπατζα = παιδικό παιχνίδι
λαμπερός = λαμπερός
λαμποβρέχει = βρέχει ενώ ο ήλιος λάμπει
λαμποβρεχή = βροχή με ήλιο να λάμπει
λαμπογιάλιν = γυαλί της λάμπας
λαμπογύρα = τα λάμποντα γύρω μέρη
λάμπουκα = παιδικό παιχνίδι
λαμπουκίζω = σκύλος που τρώει με την γλώσσα, τρώω αδηφάγος
λαμπράζω = κάνω Πάσχα, μεταφ. αγάλλομαι, αισθάνομαι ευχαρίστηση
λαμπρακίζω = λάμπω
λαμπρακός = εκείνος που φορεί πασχαλιάτικα ρούχα
λαμπράτικα = Πασχαλιάτικα
λαμπράτικος = Πασχαλιάτικος
λαμπρέσιν = Πασχαλινό
Λαμπρή = Πάσχα
λαμπροήμερα = τρεις ημέρες του Πάσχα
λαμπροφόρετος = εκείνος που φοράει λαμπριάτικα φορέματα
λαμπροφορώ = φοράω λαμπριάτικη ενδυμασία
λάμπω = λάμπω
λαμψάνα = ο τρυφερός βλαστός της άγριας τριανταφυλλιάς
λαμψάνιν = σινάπι
λάμψη = λάμψη
page===1

λαναρέα = ποσότητα όση δέχεται το λανάριν
λαναρίδιν = το ταλασιουργικό όργανο λανάριν
λαναρίζω = ξαίνω μαλλί με το λανάρι
λανάριν = όργανο ταλασιουργίας με το οποίο ξαίνουν τα μαλλιά
λανόν = αραιό και ελαφρό, το μη καλά κλωσμένο
λανός = δυστυχής, ταλαίπωρος
λαντακίζω = καίομαι, φλέγομαι, φεγγοβολώ
λαντένα = λεπτή δοκός της οροφής
λαντέριν = το αντρικό μόριο
λάντζα = μεγάλο βαρέλι μέσα στο οποίο βράζει ο μούστος
λάντζα = στραγάλια ή φρυγανισμένα κριθάρια
λαντούρα = ισχυρή λάμψη, φωτοβολία
λαξί = μύκητας παράσιτος
λάξιμον = γάβγισμα
λαοπλάνος = εκείνος που αποπλανεί τον λαό
λαός = λαός
λάπα = γρήγορα, ταχέως
λαπά = λαπάς, χυλός αλευριού, μουσταλευριά
λαπαζάνος = φλύαρος, μωρολόγος
λαπαζένιν = είδος τεύτλου με πλατιά φύλλα
λάπαζον = λάπαθο
λαπαζόφυλλον = φύλλο λάπαθου
λάπατον = λάπαθο
λαπίνα = είδος ψαριού
λαπλαπίν = στραγάλι
λάπος = λαπάς, χυλός αλευριού, μουσταλευριά
λαπόστομος = εκείνος που το στόμα του είναι μόνο για λαπά, τα λόγια του μοιάζουν άνοστα
λαπουδέυω = μπουσουλάω
λαπούκα = παιδικό παιχνίδι
λαποφάγας = εκείνος που το στόμα του είναι μόνο για λαπά, τα λόγια του μοιάζουν άνοστα
λάρωμα(ν) = θεραπεία
λαρωμονή = θεραπεία
λαρώνω = θεραπεύω, ιατρεύω, αναρρώνω
λάσ(ιν) = πτώμα
λασέα = δυσωδία πτώματος
λάσιμον = περίπατος
λάσιν = πυκνόφυλλο δέντρο
λασίον = περίπατος
λάσκεμα = περίπατος
λασκίζω = περιάγω σε περίπατο
λασκίον = περίπατος
λάσκομαι = κάνω περίπατο
λασόμενος = γάιδαρος
λασούρα = γυναίκα περιφερόμενη όλη μέρα στους δρόμους
λασουρέας = ο αρεσκόμενος στους περιπάτους
λάτα = έλατα
λατάρα = σπασμωδική κίνηση των ποδιών, τα κινούμενα πόδια
λαταρίζω = κινούμαι ελαφρώς, μετακινώ κάτι
λατάρισμα(ν) = ελαφριά κίνηση χωρίς μετακίνηση
λάτενος = ο παρασκευασμένος από ξύλο ελάτου
λατικένικον = πήλινο αγγείο
λατισώνα = μέρος όπου παρέχεται αλάτι στα ζώα
λάτος = μακρύ κλήμα αμπέλου
λατρεύω = λατρεύω
λατσαρίουμαι = τρώω κατά κόρον
λάφα = καυχησιολογία, κομπασμός
λαφαζάνος = καυχησιολόγος, φλύαρος
λάφιν = ελάφι
λαφρός = ελαφρός
λαφρύνω = ελαφραίνω
λαφρώνω = ελαφρώνω
λαφύριτα = λάθυρο
λάχαιμα = κακής ώρας πάθημα
λαχαίνω = συναντώ, τυγχάνω
λαχανέα = οσμή του μαγειρεμένου λάχανου
λαχανέας = λαχανοφάγος
λαχανένον = ο παρασκευασμένος από λάχανο
λαχανικόν = κράμβη, λαχανικά
λάχανο(ν) = λάχανο
λαχανοζώμιν = ο ζωμός των λαχανικών σε άλμη
λαχανοκέπιν = λαχανόκηπος
λαχανοκούταλον = κουτάλα λαχανόσουπας
λαχανομμάτης = εκείνος που έχει μάτια γαλαζωπά όπως το χρώμα του λάχανου
λαχανόπον = λάχανο
λαχανόρριζον = το γουλί του λάχανου
λαχανόσπορος = σπόρος λάχανου
λαχανόφτειρα = ψείρα λαχανικών
λαχανόφυλλον = φύλλο λάχανου
λαχανόφυτον = φυτό λάχανου
λαχίδα = η κατά διαδοχική σειρά εργασίες
λαχιδάζω = ορίζω με κλήρο τη σειρά προτεραιότητας εργασία
λαχιδακά = με τη σειρά
λαχλάκικο = όχι πολύ σφιχτό, λίγο χαλαρό
λαχμάζω = λαχανιάζω
λάχμασμαν = λαχάνιασμα
λάχοι = εκφράζει ευχή ίσο με το είθε
λαχοράκιν = ύφασμα μάλλινο ποικιλόχρωμο
λαχόριν = πολυτελής γυναικεία ζώνη
λαχουσεία = ψιθύρισμα
λαχουσεύω = ψιθυρίζω, θορυβώ
λαχουσή = ψιθύρισμα
λάχτα = κλοτσιά, λάκτισμα
λαχτάζω = λακτίζω, κλοτσώ
λαχτάρης = εκείνος που έχει τη συνήθεια να λακτίζει
λαχταρίζω = τραντάζομαι, λαχταρώ
λαχτέα = κλοτσιά
λαχτίζω = κλοτσώ, τραντάζομαι
λάχτισμα(ν) = κλοτσιά
λαχτοκοπώ = κλοτσοκοπώ
λαχώνω = επιτρέπεται η σύναψη γάμου χωρίς να υπάρχει εκκλησιαστικό κώλυμα
λέα = δάσος
λεάνιν = λεκάνη
λεβάντα = λεβάντα
λεβάντης = ανατολικός άνεμος
λέβδη = οπή στο μέσο πλοιαρίου
λεβέντης = στρατηγός, ληστής
λεβόρβορο = ρεβόλβερ
λεβόριν = ελλέβορος
λεγδώνω = λερώνω
λέγειν = ομιλία, ευγλωττία
λεγένιν = λεκάνη
λεγεντζέ = χύτρα λεκανοειδής
λεγίδ(ιν) = ευλύγιστη βέργα
λεγκέρι = χάλκινο τρυβλίο, ρηχή χάλκινη λεκάνη
λεγμετεράζω = αντιστρέφω τα αλωνισμένα στάχυα για να ανέβουν στην επιφάνεια τα άκοπα
λεγμετέριν = όργανο με το οποίο λιχνίζεται ο σίτος αποχωρισμένος από τα άχυρα
λεγνακιανός = λεπτοφυής, λεπτοκαμωμένος
λεγνεύω = λεπτύνομαι
λεγνία = λεπτότης
λεγνίκος = λεπτοκαμωμένος
page===2

λεγνοκάθετος = εκείνος που έχει ανάστημα λεπτό και ψηλό
λεγνοκατάθετος = εκείνος που έχει ανάστημα λεπτό και ψηλό
λεγνόκλαδον = δέντρο που έχει λεπτά κλαδιά
λεγνόκλαδον = δέντρο που έχει λεπτά κλαδιά
λεγνόμακρος = λεπτός και ψηλός
λεγνοξυλέα = λεπτό ξύλο
λεγνόξυλον = λεπτό ξύλο
λεγνός = λεπτός, ισχνός
λέγνος = λεπτότητα
λεγνοτζέπλικον = καρπός που έχει λεπτό φλοιό
λέγνυμα(ν) = κάνω κάτι λεπτό
λεγνύνω = κάνω κάτι λεπτό
λεγνώματα = η φθίση φεγγαριού
λέγω = ομιλώ, διηγούμαι
λεθρίδ(ν) = ριζάρι
λεθρός = φρέαρ, πηγάδι
λεϊλέκος = πελαργός
λείξη = γλείψιμο
λείξιμον = γλείψιμο
λειπανάβατο = αυτό που δεν έχει υποστεί την αναγκαία ζύμωση
λείπω = λείπω
λειρίτα = αγριόχορτο
λειτουργία = λειτουγία
λειτουργώ = λειτουργώ
λειτρία = λειτουργία
λειτριχάζω = ζώο που αλλάζει τρίχωμα
λειτριχίασμαν = αλλαγή τριχώματος
λειτριχίζω = ζώο που αλλάζει τρίχωμα
λειτρίχισμαν = ζώο που αλλάζει τρίχωμα
λειτρούεμαν = η θεία λειτουργία
λειτρουΐα = η θεία λειτουργία
λειτρουώ = λειτουργώ
λειφκιαίνω = ελαττώνομαι, λιγοστεύω
λειφτάζω = ελλείπω, ελαττώνομαι, λιγοστεύω
λειφτασία = έλλειμμα, έλλειψη
λείφτασμαν = ελλείπω, ελαττώνομαι, λιγοστεύω
λειφτέσα = απρεπείς τρόποι συμπεριφοράς
λειφτός = λειψός, μεταφ. λιγόμυαλος
λειφτωτός = λίγο μωρός, κουκούτσικο
λείχω = γλείφω
λειψάζω = ελλείπω, ελαττώνομαι, λιγοστεύω
λείψανον = λείψανο
λείψασμαν = ελλείπω, ελαττώνομαι, λιγοστεύω
λειψία = έλλειψη
λείψιμον = λείπω
λειψός = ελλιπής
λείωμα = λιώσιμο, διάλυση
λειώνω = λιώνω
λεκάνα = λεκάνη
λεκάνιν = λεκάνη
λεκάτιν = είδος αλιευτικού οργάνου
λελέ = στην παιδική γλώσσα χεράκι
λελέκα = στην παιδική γλώσσα χεράκι
λέλεμα = φαγητό παραβρασμένο, χυλοποιημένο
λελευΐζω = να σε χαρώ
λελεύω = να σε χαρώ
λελεύω = γίνομαι ελεεινός
λεμινάρ(ιν) = γεύμα την ώρα του δειλινού
λεμονάπιν = αχλάδι με γεύση υπόξινη
λεμονοζώμιν = χυμος λεμονιού
λεμονόφυλλον = φύλλο λεμονιάς
λεμονόφυτον = φυτό λεμονιάς
λέμσος = άνθρωπος ψηλός και ξερακιανός
λενός = πατητήρι σταφυλιών
λέντζιν = κνήμη, ωλένη, κόκαλο
λεντζού = κάτισχνη, κοκκαλιάρα
λέξιμον = ο τρόπος του λέγειν
λεοντάριν = λιοντάρι
λεονταρόπον = λιονταράκι
λεονταρόπουλλον = νεογνό λιονταριού
λεοντάρος = λιοντάρι
λέοντας = λιοντάρι
λέος = λιοντάρι
λεπιδάζω = πληγή που εκφύει νέο δέρμα
λεπίδιν = φλοιός, νέο δέρμα πληγής
λεπίζω = ξεφλουδίζω
λέπιν = φλοιός, φλούδα, λέπι ψαριού, μεταφ. κουρέλι, ράκος
λεπλεκούτα = ρεβίθι φρυγανισμένο, στραγάλι
λεπλέπιν = ρεβίθι φρυγανισμένο, στραγάλι
λέπρα = λέπρα
λεπράζω = προσβάλλομαι από λέπρα
λεπρός = λεπρός
λέπω = βλέπω
λέρα = βρωμιά
λεράριν = λερωμένο, ρυπαρό
λερνίτζα = είδος χόρτου εδωδίμου
λερός = λερωμένος
λέρωμαν = λερώνω
λερώνω = λερώνω
λεσέα = δυσωδία πτώματος
λέσιμον = λόγος
λέσιν = πτώμα
λεσμονώ = λησμονώ, ξεχνώ
λετζέκιν = ειδικό κάλυμμα της γυναικείας κεφαλής
λεύκη = λεύκη
λευκίν = η άγρια δασική λεύκη
λευκούρης = μεταφ. ηλίθιος, μωρός
λευκούριν = ζώο με λευκή ουρά
λευρός = σπανός, απαλός, τρυφερός, αβρός
λευτερής = φλύαρος, μωρολόγος
λευτερίτζα = νυχτερίδα
λευτερώνω = ελευθερώνω
λευτέρωση = ελευθέρωση
λεφέριν = είδος ψαριού
λεφτά = προσεκτικά
λεφτοκαρένος = ο φτιαγμένος από ξύλο φουντουκιάς
λεφτοκάριν = φουντούκι
λεφτοκαρίτζα = φουντουκιά
λεφτοκαροκάντζιν = καρπός φουντουκιού
λεφτοκαρόν = φουντούκι
λεφτοκαρόξυλον = ξύλο λεπτοκαρυάς
λεφτοκαρόπον = φουντούκι
λεφτοκαροτζέπλιν = φλοιός φουντουκιού
λεφτοκαροτζέπλιν = φλοιός φουντουκιού
λεφτοκαρόφυλλον = φύλλο φουντουκιάς
λεφτοκαρώνα = μέρος φυτεμένο με φουντουκιές
λεχνάριν = λύχνος
λεχναροστάτης = λύχνος
λεχνοστάτης = μέρος όπου αποτίθεται ο λύχνος
λεχούσα = λεχώνα
page===3

λεχουσασμένον = βρέφος μόλις γεννημένο
λεχουσεύω = γυναίκα σε κατάσταση λοχείας
λεχουσία = τοκετός, λοχεία
λεχουσιάτικο = σχετικό με την λοχεία και την λεχώνα
λεχτζέα = είδος χόρτου
ληγάρα = γρήγορα
λημερεύω = μνημονεύω
λημόσυνον = μνημόσυνο
ληνός = πατητήρι σταφυλιών
ληταράζω = τυλίγω σχοινί ή νήμα
λητάριν = σχοινί
λητάριν = σχοινί
λίβα = σύννεφο, συννεφιασμένος καιρός
λιβαδέσιν = το προερχόμενο από το λιβάδι
λιβαδία = λιβάδι
λιβάδιν = λιβάδι
λιβαδόπον = μικρής εκτάσεως λιβάδι
λιβαδόχορτον = χόρτο λιβαδιού
λιβαδόχορτον = χόρτο λιβαδιού
λιβαιδέκι = είδος εδωδίμου μύκητα φυόμενο στα λιβάδια
λιβαιδίζω = βόσκω στα λιβάδια, μεταφ. καλοπερνώ
λιβάνιν = λιβάνι, θυμίαμα
λιβανοκέρα = λιβάνια και κεριά μαζί
λίβιν = σύννεφο
λιβόπον = συννεφάκι
λιβόρ(ιν) = ελλέβορος
λιβόρα = τόπος υπόσκιος και δροσερός
λιβορίζω = αερίζω, δροσίζω
λιβόρισμαν = αερίζω, δροσίζω
λίβος = σύννεφο, καιρός συννεφώδης
λιβοχάσιν = συννεφιά με πνοή νότιου ανέμου
λιβρός = σπανός, απαλός, τρυφερός, αβρός
λιβωμένα = σκυθρωπά, κατσούφικα
λιβώνω = συννεφιάζω, μεταφ. σκυθρωπιάζω
λίβωση = συννεφιά
λιβωτός = συννεφώδης
λιγγουρνώ = λιγώνομαι
λιγγρινώ = λιγώνομαι
λιγγρίω = επιθυμώ σφοδρά, κάνω κάποιον να επιθυμήσει ορεκτικό
λίγδα = λίγδα, λέρα
λιγδάζω = λερώνομαι
λιγδερός = λερωμένος, ρυπαρός
λιγδώνω = λερώνω, χυλώνω με το βρασμό
λίγκιν = μεγάλο γουδί στο οποίο χτυπούν την καννάβι
λιγμετέριν = όργανο με το οποίο λιχνίζεται ο σίτος αποχωρισόμενος από τα άχυρα
λιγνός = λεπτός
λιγνώματα = η φθίση φεγγαριού
λιγοθυμάζω = λιποθυμώ
λιγοθυμία = λιποθυμία, στενοχώρια
λιγοθυμώ = λιποθυμώ
λίγος = λίγος
λίγωμα = λίγωμα
λιγώνω = λιγώνω
λιγωράζω = λιγώνομαι
λιγωρία = αδημονία, στενοχώρια, λιποθυμία
λιγωρίζω = κάνω κάποιον να επιθυμήσει ορεκτικό, επιθυμώ σφοδρά
λίδιν = ζώο ικτιδοειδές
λιζάριν = παντζάρι
λιθάζω = πετροβολώ
λιθαράζω = πετροβολώ
λιθαράριν = μέρος γεμάτο με πέτρες
λιθαράς = πρόσωπο παραμυθιών ο οποίος ρίχνει πέτρες μέχρι τα σύννεφα
λιθαρέα = χτύπημα με πέτρα
λιθαρένος = ο κατασκευασμένος με πέτρα
λιθάριν = πέτρα, λίθος, βράχος
λιθαροκόλιν = βάση μεγάλου βράχου
λιθαρομύτιν = κορυφή βράχου
λιθαρόπον = πετραδάκι
λιθαρορρίζα = βάση βράχου
λιθαρόσπασμαν = ρήγμα βράχου
λιθαροσώριν = σωρός λίθων
λιθαρώνα = τόπος πετρώδης, λατομείο
λίθικος = ο κατασκευασμένος με λίθους
λίθινος = ο κτισμένος με λίθους
λιθοκάμινος = η κάθετος προς τα νώτα της εστίας πέτρα
λιθοκάσκαρον = πυριτόλιθος
λιθόμηλον = μήλα που σκληρά και αργά ωριμάζουν
λιθοστράτιν = δρόμος λιθόστρωτος
λιθοσώριν = σωρός λίθων
λιθόχτιστος = χτισμένος με λίθους
λιθρίδιν = λιθρίδιν σωρός λίθων
λιθώνω = κλείνω με λίθο, τοποθετώ λίθο πάνω σε κάτι προς πίεση
λικιδάριν = ψάρι με πολλά λέπια
λικίδιν = λέπι ψαριού
λικίριν = ο χυμός των σταφυλιών με το πρώτο πάτημα
λικμάνιν = λάμπα ψαρόλαδου
λικμανοστάτε = σανίδα πάνω στην οποία τοποθετείται η λάμπα ψαρόλαδου
λικουρίνος = είδος ψαριού
λικριτσίδιν = λέπι ψαριού
λιλί(ν) = στη παιδική γλώσσα το αντρικό μόριο
λιλίγκα = άνθη του αγρού ιόχροα
λίμαγμαν = πεινώ πολύ, λιμώττω
λιμάζω = πεινώ πολύ, λιμώττω
λιμανίζω = τρώω σαν σκύλος, παρασιτώ
λιμάνιν = λιμάνι
λιμάνιν = ξύλινο δοχείο για την τροφή του σκύλου
λιμανλαεύω = γαληνιώ
λιμανοκούριν = ξύλινο δοχείο για την τροφή του σκύλου
λιμάραντος = μαραμένος στον ήλιο, μεταφ. νωθρός, χαύνος
λιμαργία = λαιμαργία
λίμαργος = λαίμαργος
λιμάρης = λαίμαργος
λιμαρίτα = είδος δενδρυλλίου
λίμασμαν = πεινώ πολύ, λιμώττω
λιμαχούμαι = πεινώ πολύ, λιμώττω
λιμαχτά = με βουλιμία, λαίμαργα
λιμενάουμαι = λιμενίζομαι
λιμενασία = ηλιόλουστη μέρα το χειμώνα, γαλήνη θαλάσσης
λιμένεμαν = εγκαθίσταμαι σε μέρος ασφαλές, αποκαλύπτομαι από τα χιόνια που λιώνουν
λιμενεύω = εγκαθίσταμαι σε μέρος ασφαλές, αποκαλύπτομαι από τα χιόνια που λιώνουν
λιμένη = λιμένας
λιμιώνας = λιμένας
λίμνα = λίμνη
λιμνάζω = λιμνάζω
λιμνίν = λίμνη
λιμνίτζιν = λίμνη
λιμνόπον = λίμνη
λιμνώνω = λιμνάζω
λιμοκουράουμαι = κάμπτομαι, λυγίζω από την πείνα
λιμός = λιμός, πείνα
page===4

λιμόχορος = χορός λιμού
λιμοχώριν = χωριό όπου υπάρχει συνέχεια πείνα
λιμοψοφώ = λιμοκτονώ
λιμπίζομαι = νοστιμεύομαι, επιθυμώ, λαχταρώ
λιμπισία = πράγμα που προξενεί επιθυμία της απολαύσεώς του
λιμπογούλης = λαίμαργος
λινάουμαι = κάμπτομαι, λυγίζομαι
λινάριν = φυτό λίνος και το νήμα από αυτό
λινέα = σχοινί μακρύ πάνω στο οποίο απλώνουν ρούχα
λινοκκόκι = σπόρος λίνου
λινόν = λινό
λινοσκεπασμένος = ο σκεπασμένος με λινό ύφασμα
λινόσπορος = λιναρόσπορος
λίντζα = κνήμη, ωλένη, κόκαλο
λιντζεύω = κόβω τους κλώνους φυτού
λιντρίουμαι = αναρριχώμαι σε λείο κορμό δέντρου
λιντριχτέριν = λείος κορμός δέντρου
λίνωμαν = ύφασμα που παλαιώνει τόσο πολύ ώστε τα νήματα λεπταίνονται και απομονώνονται χωρίς όμως να ανοίξει τρύπα
λινώνω = ύφασμα που παλαιώνει τόσο πολύ ώστε τα νήματα λεπταίνονται και απομονώνονται χωρίς όμως να ανοίξει τρύπα
λιόγγος = κοίλωμα γης λασπώδες, βαθύς λάκκος
λιουκίζω = θωπεύω, περιποιούμαι
λιπαρίτα = άγριο φυτό
λιπαρός = λιπαρός
λίπαση = λίπος φαγητού
λιπατά = είδος γυναικείου φορέματος
λιπατούμαι = αποκτώ ή φορώ λιπατάν
λιπουρτίζω = καταβροχθίζω λαίμαργα
λίρα = χρυσή λίρα
λιροπρόσωπος = δυσειδής, ασκημομούρα
λισάμπριν = περιλαίμιο σκύλου με σιδερένιες ακίδες προς άμυνα από λύκους, ράβδος με την οποία δένεται σκύλλος
λισγάριν = εργαλείο για σκάψιμο και όργωμα
λισγεύω = σκάβω, οργώνω, καλλιεργώ
λίσγος = εργαλείο για σκάψιμο και όργωμα
λισμώνω = αναστρέφω, χαλώ
λιστρεύω = σκάβω, οργώνω
λιστρίν = γεωργικά εργαλεία
λιτζάνα = αγριόχορτα εδώδιμα
λιφανίδιν = σταφύλι μακρουλό και μαύρο
λιφόριν = καρπός θάμνου που καρποφορεί δυο φορές το χρόνο
λιχνέας = λαίμαργος, αδηφάγος
λιχνεύω = τρώω λαίμαργα
λίχνη = κατά το λίχνισμα τα λεπτά άχυρα που παρασύρονται από τον άνεμο
λιχνίζω = λιχνίζω
λίχνισμαν = λίχνισμα
λιχτζέα = είδος χόρτου
λίχτρε = γεωργικό εργαλείο οδοντωτό
λίχτρεμαν = όργωμα με λίχτρεν
λιχτρεύω = οργώνω με λίχτρεν
λιχτρί = γεωργικό εργαλείο οδοντωτό
λιχτρομάκελλον = γεωργικό εργαλείο οδοντωτό
λόβια = φυτά με μεγάλα καρδιόσχημα φύλλα
λοβίδια = τα γάγγλια της σάρκας ζώου
λοβίζω = βγάζω τα φασόλια από τον λοβό
λοβίν = το ανδρικό μόριο
λογάδιν = πολύτιμα κοσμήματα
λογάουμαι = λαμβάνω υπ’ όψιν, λογίζομαι, γίνεται λόγος περί εμού, λέγεται
λογαράζω = χρυσώνω, επιχρυσώνω
λογαρία = υπολογισμός αριθμητικός, σκέψη, συλλογισμός
λογαριάζω = λογαριάζω
λογαριασμός = λογαριασμός
λογάριν = περιουσία σε χρήματα
λογαρκή = μέτρο βάρους μισής οκάς
λογγόζιν = κοίλωμα γης λασπώδες, όρυγμα
λόγγος = κοίλωμα γης λασπώδες, όρυγμα
λογή = είδος, γένος
λογιάζω = ομιλώ προς κάποιον, ακούω με προσοχή, συλλέγω, μαζεύω
λογισμός = σκέψη, λογικό, νους
λογξίζω = έχω λόξυγκα
λογόδομαν = συγκατάθεση γονιών για να δώσουν την κόρη σε γάμο
λογοθέκα = ευφράδης, στωμύλα
λογοθέτης = ετοιμόλογος, ευφραδής
λογοκόψιμον = επίσκεψη του μνηστήρα στο σπίτι της νύφης για την τελική διαβεβαίωση του γάμου
λογομάντηλο = μαντήλι που αποστέλλεται στον μνηστήρα για την τελική συγκατάθεση του γάμου
λογοπαίρω = παίρνω την συγκατάθεση για τον γάμο της κόρης
λογόπαρμαν = η συγκατάθεση για τον αρραβώνα της κόρης, η προειδοποίηση τον οικείων της μνηστής προς τους οικείους του μνηστήρα πως ετοιμάζουν το γάμο
λογοπιάσκουμαι = λογομαχώ, φιλονικώ
λογοποιόμαι = λογομαχώ, φιλονικώ
λογόπον = λογάκι
λόγος = λόγος, υπόσχεση, φήμη, αιτία, αφορμή
λογοτριβή = λογοτριβή, φιλονικία
λογοτριβώ = φιλονικώ
λογύρ(ιν) = η πρώτη κυκλική σειρά λίθων πάνω στα οποία στηρίζεται όλος ο θόλος του φούρνου
λογυρίζω = περιφέρομαι
λογχίζω = λογχίζω
λοιμική = ιλαρά
λοιπά = λοιπά
λοίφη = τεμάχιο χοντρού υφάσματος προς τριβή στο μπάνιο
λόκοκκος = ο παρασκευασμένος από ολόκληρο σιτάρι
λοκούμιν = λουκούμι
λολέκα = στην παιδική γλώσσα χεράκι
λολότζιν = εργαλείο κεραμουργών
λολότζιν = πράγμα διάβροχο
λόμιν = λοστός
λομόναχος = ολομόναχος
λοντάριν = λιοντάρι
λοντρίζω = τεμαχίζω, κομματιάζω
λόνω = λιώνω
λοξά = λοξά
λοξαγγούρης = μεταφ. αδέξιος, ανεπιτήδειος
λοξός = λοξός
λοπίν = το ανδρικό μόριο
λοπουτάζω = ραβδίζω
λοπουτέα = κτύπημα με ράβδο
λοπούτης = ασύνετος, αστόχαστος
λοπούτιν = ράβδος χοντρή
λορόι = ρολόι
λοτισώνα = μέρος όπου παρέχεται αλάτι στα ζώα
λότσος = αγροίκος, ηλίθιος
λουγγουρίω = κάνω κάποιον να επιθυμήσει ορεκτικό, επιθυμώ σφοδρά
λουγξίζω = έχω λόξυγκα
λούδ(ιν) = λουλούδι
λούζω = λούζω
λουκή = λευκή άργιλος που χρησιμοποιείται για το άσπρισμα των σπιτιών
λουκίζω = ασπρίζω το σπίτι με λουκή
λούκισμαν = άσπρισμα σπιτιού με λουκή
λουλά = σωλήνας, κρουνός, καπνοσύριγγα
λουλάκια = θραύσματα πήλινου αγγείου
λουλούδιν = λουλούδι
λουλούτζ(ιν) = πράγμα διάβροχο
λουμπίζω = τρώω βιαστικά χωρίς να μασήσω
page===5

λουμπούδα = καρπός πολύ ώριμος
λουμπουδιάζω = υπερωριμάζω
λουξίω = έχω λόξυγκα
λουξίω = έχω λόξυγκα
λουπακίζει = χιονίζει με μεγάλες νιφάδες
λουπώνω = ξύλο που φουσκώνει από το νερό
λούρα = λύρα
λουσιμάτιν = εκείνο που είναι για λούσιμο
λούσιμο(ν) = λούσιμο
λουσίον = λούσιμο
λούσκον = πράγμα διάβροχο
λούστρον = λούστρο
λουστροπρόσωπος = χλευαστικώς, μελαχρινός, μαύρος
λουτούδιν = δέντρο που έχει καρπούς σαν κεράσια με κίτρινο χρώμα
λουτουδόπον = δέντρο που έχει καρπούς σαν κεράσια με κίτρινο χρώμα
λουτουρία = λειτουργία
λουτρακά = τα χρειαζούμενα για το λουτρό
λουτρίσκουμαι = λούζομαι
λουτρόν = λουτρό
λουτρόπου = 24 Ιουνίου όταν γίνεται η τροπή του ήλιου
λουτρουΐα = λειτουργία
λουτρουώ = λειτουργώ
λουφτουκάρυ = φουντούκι
λοφκοτάρυν = φουντούκι
λοφτοκάρυν = φουντούκι
λόχα = υπερβολική ζέστη
λοχμανώ = ασθμαίνω, πνευστιώ
λοχόνα = λεχώνα
λοχουσία = τοκετός, λοχεία
λυγεροκορμούσα = λυγερόκορμη
λυγερός = λυγερός
λυγίδιν = ευλύγιστη βέργα
λυγιδόξυλον = ξύλο κατάλληλο για λυγισθή
λυγιδούμαι = κάμπτομαι, λυγίζομαι
λυγίζω = λυγίζω
λύγισμαν = λύγισμα
λυγνός = λιγνός
λυθρίδιν = ριζάρι, αγριόχορτο εδώδιμο
λυθρινόρριζα = η ρίζα του ερυθροδάνου
λυκάνθρωπος = λυκάνθρωπος
λυκάσκουμαι = λυπούμαι
λυκιάουμαι = λυσσώ από δάγκωμα λύκου
λυκογούνιν = γούνα από δέρμα λύκου
λυκοδόπον = λύκος
λυκοκαλομάννα = προγιαγιά
λυκομάσετος = εκείνος που τον μασάει ο λύκος
λυκομάχιν = περιλαίμιο σκύλου με σιδερένιες αγκαθωτές προεξοχές για άμυνα κατά λύκου
λυκομαχώ = μάχομαι με λύκο
λυκοπάππος = προπάππους
λυκοπεθερός = πατέρας ή παππούς πεθερού
λυκοπούλλιν = νεογνό λύκου
λυκόρριζα = γλυκόριζα
λύκος = λύκος
λυκοτόπιν = τόπος όπου υπάρχουν λύκοι
λυκοτσούνα = λύκαινα
λυκουδάς = λύκος
λυκούδιν = λύκος
λύκουδος = λύκος
λυκούτζης = μικρός λύκος
λυκοφάετος = εκείνος που είναι να τον φάει λύκος
λυκοχάντζιν = καιρός που συννεφιάζει
λυκοχάντζου = δαιμόνιο με μορφή λύκου
λυκοχάσμα = το άνοιγμα των δακτύλων αντίχειρα και λιχανού λαμβανόμενο ως μέτρο μήκους
λύντζιν = μικρός και λείος λίθος ακρογιαλιάς
λύνω = λύνω
λύπη = λύπη
λυπητερά = λυπητερά
λυπητερός = λυπητερός
λυπίζω = προξενώ λύπη, λυπάμαι
λυπούμαι = λυπάμαι
λύρα = λύρα
λυρθίδ(ιν) = ριζάρι, αγριόχορτο εδώδιμο
λυριτζής = λυριτζής
λύσιμο(ν) = λύσιμο
λυσιμονή = άφεση, συγχώρεση
λυσσάζω = λυσσάζω, βουλιμιώ
λυσσάρης = λυσσάρης, λαίμαργος
λυσσία = λυσσία
λυταρίζω = βούτυρο το οποίο δεν συμπυκνώνεται σε βώλους κατά το δρουβάνισμα, αλλά μένει σκόρπιο μέσα στο γιαούρτι
λυτάριν = μη συμπυκνωμένο, χαλαρό
λυτία = ημέρα μη νηστήσιμος
λυτός = λυτός
λυτρωμονή = ελευθέρωση, λυτρωμός
λυχνάζω = ύφασμα διαφανές
λυχνάριν = λύχνος
λυχναρομύτης = μυξιάρης
λυχναρομύτιν = το άκρο του λύχνου
λυχναροστάτης = το μέρος που αποτίθεται ο λύχνος
λυχνίζω = ύφασμα διαφανές
λύχνος = λύχνος
λυχνοστάτης = το μέρος που αποτίθεται ο λύχνος
λωβία = ανόητη
λωλά = μιλάω ψευδά
λωλίζω = τραυλίζω, ψευδίζω, είμαι κωφάλαλος
λωλός = τραυλός, κωφάλαλος
λωλότσης = ηλίθιος, μωρός
λώλωμαν = καθιστώ κάποιον άφωνο, άλαλο
λωλώνω = καθιστώ κάποιον άφωνο, άλαλο
λωλωτά = ψευδά, τραυλίζοντας
λωλωτός = λίγο τραυλός
λώμα = ούγια
λωματικά = διάφορα είδη ρουχισμού
λωματοθήκη = θήκη για ρούχα
λωματόσκοινον = σχοινί στο οποίο απλώνουν ρούχα
λωράζω = μπαλώνω τα πέλματα των τσαρουχιών με δερμάτινες λωρίδες, κολοκύθα που εκφύει ελικοειδείς βλαστούς
λωράριν = υπόδημα με πολλά λουριά
λωρί(ν) = δερμάτινο λουρί
λωρίαγμαν = μπαλώνω τα πέλματα των τσαρουχιών
λωρίασμαν = λωρίαγμαν μπαλώνω τα πέλματα των τσαρουχιών
λωρίζω = πλέκω κόσκινο με λεπτές δερμάτινες λωρίδες, υγραίνομαι, νοτίζω
λωρίτζιν = δερμάτινος τελαμών ξίφους
λωροκόσκινον = κόσκινο πλεγμένο με λεπτές δερμάτινες λωρίδες
λώρωμαν = κολοκύθα που εκφύει βλαστούς, υγραίνομαι, νοτίζω
λωρώνω = κολοκύθα που εκφύει βλαστούς, υγραίνομαι, νοτίζω

Понтийско-новогреческий словарь Μ-Ρ

Понтийско-новогреческий словарь Μ-Ρ

Μ

page===0

μά = μάννα
μάαρ’ = μήπως
μαβής = γαλάζιος
μαβίλιν = το ψάρι μαινίς
μαγαζί(ν) = μαγαζί
μαγαζόπον = μαγαζί
μαγαράς = σπήλαιο, στοά μεταλλωρυχείου
μαγαρίδα = πράγμα λερωμένο
μαγαρίζω = λερώνω, ρυπαίνω
μαγαρισία = αφόδευμα ανθρώπου και ζώου
μαγάρισμαν = λερώνω, ρυπαίνω
μαγγανίζω = κοπανίζω το λινάρι στο μάγγανον προς αποχωρισμό του άχυρου, κινούμαι ως μάγγανον
μαγγάνιν = λίθινος όλμος όπου κοπανίζουν το σίτο, όργανο με το οποίο καθαρίζουν το λίνο
μάγγανον = μάγγανον μάγγανο
μαγδανόν = μαϊντανός
μαγδαρός = άτριχος
μάγδη = λέγεται στη φράση τσάγδη μάγδη άνω κάτω
μαγεία = μαγεία
μάγεμαν = μαγεύω
μαγερεία = το μαγειρεμένο φαΐ
μαγερείον = κουζίνα
μαγέρεμαν = μαγείρεμα
μαγερεμάτιν = ποσότητα τροφίμων για ένα μαγείρεμα
μαγερευτάριν = οτιδήποτε ορισμένο πράγμα για παρασκευή φαγητού, σκεύος μαγειρέματος
μαγερεύτρα = μαγείρισσα
μαγερεύω = μαγειρεύω
μαγερική = μαγειρική
μαγεροκάλα = πρόσκληση φίλων σε γεύμα σε νεαρές όπου δέχονται και προσφέρουν δώρα, γεύμα παρατιθέμενο από τους γονείς της νύφης μετά τη στέψη στους γονείς του γαμπρού
μάγερος = μάγειρας
μαγεύω = μαγεύω
μαγιά = μαγιά
μαγιαλανεύκομαι = ζυμώνομαι με μαγιά
μάγιαρ = μήπως
μαγιασίριν = αιμορροΐδες, ζοχάδες
μαγιασιρλής = εκείνος που πάσχει από αιμορροΐδες, ζοχαδιακός
μαγικά = μαγικά
μαγκαλέα = κουφοξυλιά
μαγκαλέα = ποσότητα ανθράκων όση χωράει το μαγκάλι
μαγκάλιν = πύραυνος, μαγκάλι
μαγκαλόπον = πύραυνος, μαγκάλι
μαγκαλοπώρικα = είδος δαμάσκηνου μεγάλου
μαγκαλώνω = ζώο που ανοίγει τα μάτια διάπλατα σαν πύραυνος
μαγκάνα = μάννα
μαγκανίζω = φωνασκώ, υποφέρω από πείνα
μαγκαφάς = ο διανοητικώς ανάπηρος, χαζός, ηλίθιος
μάγκος = μεταφ. διανοητικώς ανάπηρος, μωρός
μαγκούνα = φυτό καλαμοειδές κάκοσμο
μαγκούριν = ομοίωμα χρυσού νομίσματος, νομισματοειδές χρυσό κόσμημα γυναικών
μαγκούριν = ξύλινο περιλαίμιο αγελάδας, ράβδος που φέρει δέματα για να δένουν το σκύλο
μαγκουρομύτης = εκείνος που έχει μύτη χοντρή σαν ρόπαλο
μαγναδόσι = μαϊντανός
μάγος = μάγος, πονηρός, απατεώνας
μαγουλάς = μαγουλάς
μαγουλήτρα = μαξιλάρι γεμισμένο με πούπουλα
μάγουλον = μάγουλο
μαγ’λόπον = μάγουλο
μαδαρός = άτριχος, πτηνό χωρίς πούπουλα
μαδίζω = μαλώνω, διαπληκτίζομαι, παλεύω
μαδίσι = φιλονικία, διαπληκτισμός
μαδίστρα = γυναίκα φίλερις
Μαέσιος = Μαγιάτικος
μαεσίρ(ιν) = αιμορροΐδες, ζοχάδες
μαζίδιν = είδος ψαριού
μαζίν = μαζί
μαζίτζα = μαζί
μάζω = μοιάζω
Μάης = Μάιος
μαθάνω = μαθαίνω
μάθεμα = μάθημα, συμβουλή, πείρα
μαθεματικός = ο πολλά μαθών, λόγιος
μαθεύκομαι = γίνομαι γνωστός, αποκαλύπτομαι
μαθής = μάθημα
μάθηση = μάθηση
μαθητάτικος = αυτό που ανήκει σε μαθητή, παιδί μαθητευόμενο
μαθητής = μαθητής
μαθίζω = διδάσκω, μαθαίνω
μάθισμα = νουθεσία, συμβουλή
μάθος = μάθημα, γνώση
μαθός = ο μαθών, ο διδαχθείς
μαθράκα = βάτραχος
μαθρακόπ’λλον = βατραχάκι
μαθρακού = εκείνος που σκορπίζει βατράχους από το στόμα όταν γελά
μαϊδια = χρήματα
μαΐζω = νιαουρίζω
μαιμαΐτα = μεσπιλέα
μαϊμούνιν = μαϊμού
μάισμαν = νιαούρισμα
μάισσα = μάγισσα
μαισσία = πονηρία, κακία
μαισσικά = μαγικά, υποκρισία, προσποιήσεις
μαισσικά = μαγικά, υποκρισία, προσποιήσεις
μαισσίτζα = μάγισσα
μαισσογεννοπλάσκουμαι = γεννιέμαι από μάγισσα
μαισσολογώ = γιατρεύομαι από την επήρεια των εξωτικών
μάισσομαν = μαγεύομαι, μεταφ. αγανακτώ μέχρι παραφροσύνης
μαισσομάννα = μάννα πονηρή
μαισσονερόπον = νερό μάγισσας
μαισσοπέγαδον = βρύση μάγισσας
μαισσοτόπιν = τόπος εξωτικών
μαισσούδιν = σκωπτικός, γύναιο πονηρό
μαισσουλίκια = μαγικά, πονηριά, ραδιουργία
μαισσούμαι = μαγεύομαι, μεταφ. αγανακτώ μέχρι παραφροσύνης
μάκα = στη παιδική γλώσσα φίλημα
μάκαρ = μήπως
μακαρά = τροχαλία, πολύσπαστο
μακάρι = μακάρι
μακαρία = φαγητό που προσφέρεται στους συγγενείς μετά την κηδεία, άρτος και οίνος που προσφέρεται κατά την ταφή ή το μνημόσυνο
μακαρία = ευτυχισμένη, ευλογημένη
μακαρίζω = μεταβαίνω στην μακαριότητα, κηδεύομαι
μάκαριμ = μήπως
μακαρίνα = μακαρόνια
μακαρίτης = μακαρίτης
μακαρόνιν = μακαρόνι
μακαρτάζω = βάζω μαγιά στο γάλα για να πήξη και να γίνει γιαούρτι
μακαρτεύω = βάζω μαγιά στο γάλα για να πήξη και να γίνει γιαούρτι
μακάρτιν = λίγη ποσότητα γιαουρτιού που μπαίνει ως μαγιά στο γάλα για να πήξη
μακαρτώνω = βάζω μαγιά στο γάλα για να πήξη και να γίνει γιαούρτι
μακελλέα = χτύπημα με σκαπάνη, ποσότητα χώματος όση αποσπάται με την σκαπάνη
μακέλλιγμαν = σκάβω με το μακέλλιν
μακελλίζω = σκάβω με το μακέλλιν
page===1

μακέλλιν = σκαπάνη
μακέλλισμαν = σκάβω με το μακέλλιν
μάκενα = όλες οι μηχανές, ιδίως η ραπτομηχανή
μακερόν = όλα τα ευώδη φυτά
μακοκιάζω = τυλίγω νήμα στο μακόκιν
μακόκιν = η σαΐτα του αργαλειού ή της ραπτομηχανής
μακόρταρον = κάλτσα μακριά μέχρι το γόνατο
μακρά = μακριά
μακράπιν = αχλάδι μακρουλό
μακρέα = μακριά, κατά μήκος
μακρένω = μακρύνω
μακρινάριν = μακρουλό
μακριναροπρόσωπος = εκείνος που έχει μακρουλό πρόσωπο
μακριναρωτός = επιμήκης, μακρουλός
μακρινός = μακρινός
μακροβούτιν = μακροβούτι
μακρογουλάζω = τεντώνω προς τα εμπρός το λαιμό μου
μακρογούλης = μακρόλαιμης
μακρογουλίαγμα = τεντώνω προς τα εμπρός το λαιμό μου
μακρογουλίασμαν = τεντώνω προς τα εμπρός το λαιμό μου
μακρογούνιν = μακρύ πανωφόρι υπενδεδυμένο με γούνα
μακροζυγωνέα = μακρύς ζυγός
μακρόθεν = από μακριά
μακροκοίλιν = εκείνος που έχει επιμήκη κοιλιά
μακρολαντζού = εκείνη που έχει μακριά πόδια
μακρομαλλού = εκείνη που έχει μακριά μαλλιά
μακρόμηλον = μήλο μακρουλό
μακρομύτης = μακρυμύτης
μακροουραδάτες = εκείνος που έχει μακριά ουρά
μακροπρόσωπος = μακροπρόσωπος
μακρόρταρον = μακριά κάλτσα που φτάνει μέχρι το γόνατο
μάκρος = μάκρος
μακροσκέλης = εκείνος που έχει μακριά σκέλη
μακροστρατίζω = ξεστρατίζω
μακρόσυρτος = μακρύς, επιμήκης
μακρουλός = μακρουλός
μακρουλωτός = μακρουλός
μακρούσα = γυναίκα υψηλού αναστήματος
μακρόφυλλον = φυτό με μακριά φύλλα
μακροχείλης = εκείνος που έχει μακριά χείλη
μακροχέρης = μακροχέρης
μακροχερία = κλοπή, κλεψιά
μακροχρονία = μακριά διάρκεια ζωής
μακροχωραφέα = τοποθεσία αγρού επιμήκους
μακρυκάλαμον = εκείνο που έχει μακρύ καλάμιν, το περί της κνήμης μέρος της κάλτσας
μακρυμάνικον = ένδυμα με μακριά μανίκια
μακρύνω = μακρύνω
μακρύς = μακρύς
μακρυσκάλικον = βρακί με μακριά σκάλαν, το μεταξύ των σκελών μέρος
μακρωτός = μακρουλός
μάλα = ομαλά
μαλά = μυστρί
μάλα = σύφιλη, ψώρα
μάλαγμα = χρυσός
μάλαγμα(ν) = μαλάσσω
μαλαγουδάζω = λερώνω, τσαλακώνω, μπερδεύω
μαλαεύω = ισοπεδώνω με το μυστρί τον πηλό τοίχου
μαλάζω = μαλάσσω
μαλάζω = προσβάλλομαι από σύφιλη, ψωρίαση
μάλαθρα = άφωνος, άλαλος
μάλαθρο = μάραθο
μαλακένω = απαλύνω, απαλύνομαι
μαλακήτρα = πράγμα μαλακό και γλοιώδες
μαλακία = αυνανισμός
μαλακός = μαλακός
μαλακύνω = απαλύνω, απαλύνομαι
μαλακώνω = μαλακώνω
μαλακωσία = τα μαλακά πράγματα
μαλαματένος = μαλαματένιος
μαλαμάτι = περίτριμμα, απότριμμα
μαλαματικά = χρυσαφικά κοσμήματα
μαλαματοκαπνίζω = επιχρυσώνω
μαλαματώνω = επιχρυσώνω
μαλαντζούρα = καχεκτικός
μαλαντζούρικος = καχεκτικός
μαλαούδα = πράγμα λερωμένο και τσαλακωμένο
μαλαουδάζω = λερώνω, τσαλακώνω, μπερδεύω
μαλαούδιν = πράγμα λερωμένο και τσαλακωμένο
μαλάρης = ψωραλέος
μάλαρθα = άφωνος, άλαλος
μαλαρίτα = σπάρτο αραιό και καχεκτικό
μαλάσεμαν = θορυβώ, φωνάζω δυνατά, οδύρομαι
μαλασεύω = θορυβώ, φωνάζω δυνατά, οδύρομαι
Μαλαστρατίνον = ο Ναστρατίν χότζας της Τουρκικής λαογραφίας
μαλαχτά = μάζα, φύραμα από αλεύρι και ανθόγαλα ως πρόχειρο έδεσμα
μαλαχτάριν = όργανο με το οποίο μαλάσσουν τον πηλό, ράβδος με προβιά δεμένη στο άκρο με το οποίο αλείφουν πίσσα στο πλοίο
μαλαχτούρι = πράγμα μαλακό
μαλέας = εκείνος που πάσχει από σύφιλη, ψώρα, μεταφ. πολύ φτωχός
μαλέζιν = αλευρόσουπα
μαλεζόπον = λίγη ποσότητα αλευρόσουπας
μαλεζόστομος = ηλίθιος, χαζός
μαλεζοχαβιτζωμένον = το μαλεζωμένον και χαβιτζωμένον μαζί
μαλεζώνω = χυλώνω
μάλιν = ομαλός, ισόπεδος
μάλλα = καμπή χνουδάτη
μαλλάρης = μαλλιαρός
μαλλέας = μαλλιαρός
μαλλένος = μάλλινος
μαλλί(ν) = μαλλί, έριο προβάτου, πλόκαμος γυναίκας
μάλλινον = μάλλινος
μαλλίτζα = είδος φυτού εδωδίμου
μαλλοδέματα = δέματα πλεκόμενα στο τέλος του πλοκάμου για να τον συγκρατούν
μαλλοζίνιχα = μικρά μάλλινα δισκοειδή κοσμήματα των γυναικών εξαρτώμενα από την κόμη και απλωμένα στο μέτωπο
μαλλοξάνω = ξαίνω μαλλιά
μαλλόπον = μαλλάκι, λίγη ποσότητα ερίου
μάλλος = μαλλί, έριο
μαλλοτρίχαρον = τρίχα γίδας
μαλλουζάζω = γίνομαι δασύτριχος, μαλλιαρός
μαλλουζάρης = δασύτριχος, μαλλιαρός
μαλλοχτούπιγμαν = μαδώ, τραβώ τις τρίχες της κεφαλής
μαλλοχτουπίζω = μαδώ, τραβώ τις τρίχες της κεφαλής
μαλλοχτούπισμαν = μαδώ, τραβώ τις τρίχες της κεφαλής
μαλλώνω = εκφύω τρίχες
μαλοζίκιν = αγριόχορτο πλατύφυλλο
μαλόν = ο μυελός των οστών
μαλόφ’λλιν = φυτό του οποίου τα φύλλα είναι θεραπευτικά της ψώρας
μάλωμαν = μαλώνω
μαλώνω = μαλώνω
μαλωστέας = φίλερις, φιλόνικος
μαλώστρα = φίλερις, φιλόνικος
page===2

μαμαΐτα = μεσπιλέα
μαμάλα = γυναίκα αργή, νωθρά
μαμαλίγκα = έδεσμα από αλεύρι αραβοσίτου, κολοκύθα βρασμένη με γάλα, ο καρπός της αγριοτριανταφυλλιάς
μαμαντζέκα = κούκλα, είδος μικρού πεπονιού
μαμάτζι = στη παιδική γλώσσα ψωμί
μαμέλα = βακτηρία με εγκάρσιο βραχίονα στο οποίο στηρίζεται ο βαδίζων
μάμη = είδος παιχνιδιού
μαμικυλέα = κουμαριά
μαμικυλίτικο = οινοπνευματώδες ποτό παρασκευασμένο από μαμίκυλα
μαμίκυλο = κούμαρο
μάμμα = γιαγιά
μαμμάκα = στη παιδική γλώσσα ψωμί
μαμμάν = στη παιδική γλώσσα ψωμί
μαμμή = μαία, μαμή
μαμμηλάτικα = η αμοιβή της μαμής
μαμμηλίκιν = μαιευτική
μαμμική = μαιευτική
μαμμιτάτικα = η αμοιβή της μαμής
μαμμοσύνη = η μαιευτική τέχνη
μαμμούκα = γιαγιά, μαμή
μαμμουκυλίζω = καταπίνω τροφή χωρίς να μασήσω
μαμμουλίζω = τρώω ανόρεχτα και αργά
μαμμούλισμαν = τρώω ανόρεχτα και αργά
μαμμούτα = βραδύς και δυσκίνητος άνθρωπος
μαμούερος = γέρος νωδός ή εσχατόγηρος, μωμόγερος, φάντασμα γεροντικό απεχθές στην όψη
μαμούκα = κάλυμμα της γυναικείας κεφαλής
μανάβης = μανάβης
μαναστήριν = μοναστήρι
μανάτιν = ρούβλι, κολοκύθα ψημένο στο φούρνο σε μεγάλα κομμάτια
μαναχός = μοναχός
μανέα = κάρβουνο, μύκης μαύρος, αραχνιά, αράχνη
μανέλα = βακτηρία με εγκάρσιο βραχίονα πάνω στο οποίο στηρίζεται ο βαδίζων
μανή = είδος παιχνιδιού
μανή = η ίσκα της τσακμακόπετρας
μάνι-μάνι = πάραυτα, τάχιστα
μανία = έχθρα
μανίζω = καίω και το μεταβάλλω σε καπνιά
μανίζω = θυμώνω, οργίζομαι
μάνικα = μανίκι
μανίκιν = μανίκι
μανικοκρέμασμαν = η άκρη του μανικιού που εξέχει
μανίν = το καμένο ύφασμα, αγαρικό, ίσκα
μανίτα = ζιζάνιο του σίτου
μανιτάρα = είδος μύκητα
μανιτάριν = μανιτάρι, μύκης εδώδιμος, οποιοδήποτε μυκητώδες εξόγκωμα κρεμάμενο
μανιφατούρα = βιομηχανικά προϊόντα υφαντουργίας
μάννα = αφρό υγρής μορφής, ανθόγαλα
μάννα = μητέρα
μαννάκα = μάννα
μαννίκα = μανούλα
μαννίτζα = μάνα, μανούλα
μαννότε = μητρότητα
μαννούλα = μητερούλα
μανοκούριν = πράγμα μαύρο σαν το καμένο κούτσουρο της εστίας
μανουάλιν = κηροστάτης εκκλησίας
μάνουσα = είδος βαμβακερού υφάσματος με ραβδώσεις χρωματιστές
μανουσακέα = οσμή των μενεξέδων
μανουσάκιν = άγρια βιολέτα, μενεξές
μανούτο = το χέρι της ηλακάτης
μανούτσιν = το χέρι της ηλακάτης
μανοφτέριν = είδος φτέρης χωρίς πλάγιες διακλαδώσεις
μαντάκιν = άγριο φυτό με βλαστό εδώδιμο
μανταλάριν = έμβολο θύρας
μαντάλιν = έμβολο θύρας
μαντάλωμαν = κλείνω την θύρα με το μάνταλο
μανταλώνω = κλείνω την θύρα με το μάνταλο
μαντάριν = σχοινί με το οποίο ανυψώνεται η κεραία του ιστού πλοίου
μανταρίνιν = μανταρίνι
μανταροκούκαρον = αλυσίδα με άγκιστρο από την οποία κρέμεται η χύτρα πάνω από την εστία
μανταρώ = εκφύω μύκητα
μαντατεύω = καταγγέλλω, προδίδω, προαγγέλλω
μαντατούτζης = εκείνος που μεταδίδει μαντάτα
μαντζαβέρης = αγροίκος, απολίτιστος
μαντζάνα = μελιτζάνα
μαντζανόσυκον = σύκο που έχει το χρώμα και το σχήμα της μελιτζάνας
μάντζες = κλαδάκια
μαντζιάλεμα = πράφμα ακάθαρτο, ρυπαρό
μαντζιαλεύω = λερώνω, ρυπαίνω
μαντζιλέκιν = ψιλοκομμένο υπόλειμμα το οποίο αφήνει το κουρκούτι αλεσμένο σε υδρόμυλο
μάντζιν = άωρος καρπός
μαντζίρα = γιαούρτι, γαλακτοκομικά προϊόντα
μαντζιράρικον = μη νηστήσιμο
μαντζιρέας = εκείνος που καταλύει την νηστεία
μαντζιρέτζης = εκείνος που καταλύει την νηστεία
μαντζιρίζω = καταλύω τη νηστεία
μαντζιροκότα = άνθρωπος που καταλύει την νηστεία
μαντζίρ’κον = γαλακτοκομικό προϊόν
μαντζοθέριγον = σπαρτό που έχει θεριστεί πριν την ωρίμανση
μαντζοθέριν = σπαρτό που έχει θεριστεί πριν την ωρίμανση
μαντζόκακας = ασθενής που αναρρώνει γρήγορα
μαντζοκουρεύω = δρέπω άωρο καρπό, κουρεύω
μαντζοκόφτω = κόβω, δρέπω άωρα φρούτα, διακόπτω κάτι πρόωρα
μαντζουλώνω = κάνω μουντζούρες, λερώνω μαγειρικά σκεύη
μαντζούρα = γιαούρτι, γαλακτοκομικά προϊόντα
μαντζουρ’κόν = γαλακτοκομικό προϊόν
μαντζωτός = καθόλου ώριμος
μαντή = σκύλα
μαντηλέα = ποσότητα όση χωράει ένα μαντήλι
μαντήλιν = μαντήλι
μαντηλίτζα = μαντήλι
μαντηλοδέσιμον = λευκό μαντήλι που το δένουν στο δεξί χέρι του γαμπρού την ώρα που τον ντύνουν οι φίλοι του
μαντηλοκρεμίσκουμαι = κρημνίζομαι
μαντηλόπ’λλον = μαντηλάκι
μάντος = σχοινί με το οποίο ανυψώνουν την κεραία του ιστού πλοίου
μαντουκιάζω = αισθάνομαι το στόμα μου όχι ευχάριστο λόγω της γεύσης άωρων καρπών
μαντουκιάριν = σάπιο συνήθως από την υγρασία
μαντουκίζω = τίλλω, μαδώ
μαντούκιν = χόρτο σαπισμένο από την υγρασία
μαντούκωμαν = σαπίζω από υγρασία
μαντουκώνω = σαπίζω από υγρασία
μάντρα = μάνδρα
μαντρί(ν) = μαντρί, μάνδρα
μαντροκολέσιν = εκείνο που παράγεται σε αγρό κοντά σε μάνδρα και λιπαίνεται από τις κοπριές
μαντροκόλιν = το κάτω μέρος της μάντρας, ο κάτωθι αγρός της μάνδρας
μαντρόπον = μικρή μάνδρα
μαντροπόρτιν = θύρα μάνδρας
μάντρος = ο ασυνήθιστα ογκώδης άνθρωπος
μαντρόσκυλλον = μαντρόσκυλο
μάνωμαν = μουντζουρώνω με καπνιά
μανώνω = μουντζουρώνω με καπνιά
page===3

μανωτός = ο μαυρισμένος με καπνιά
μαν’τάρα = είδος μύκητα
μαν’τάριν = μανιτάρι, μύκης εδώδιμος, οποιοδήποτε μυκητώδες εξόγκωμα κρεμάμενο
μαξίλα = γροθιά στο πρόσωπο
μαξιλαεύω = δίνω γροθιά
μαξιλάζω = δίνω γροθιά
μαξιλάριν = μαξιλάρι
μαξιλαρίτζιν = μαξιλαράκι
μαξιλαροφόρεμαν = μαξιλαροθήκη
μαξιλέα = μπάτσος, ράπισμα
μάου = νιάου
μαουλίζω = νιαουρίζω
μάπα = σφαιροειδές άσπρο λάχανο, λίγη ποσότητα λιναριού
μαπλάτιν = ωμοπλάτη
μαπλατοπάνιν = πανί χοντρό το οποίο τοποθετείται πάνω στον ώμο για να μεταφέρουμε κάτι βαρύ
μαπόσπορον = λαχανόσπορος
μάρ = μήπως
μαραγγιάζω = μαραίνομαι
μαραγγιάρικος = μαραμένος
μαράγγιν = μαραμένα
μαραγγούδα = μαραμένα
μαραγγουλάζω = μαραίνομαι μεταφ. συνεσταλμένος, λυπημένος, είμαι χαυνωμένος
μαραγγουλάσιμον = λυπηρή έκφραση του προσώπου, σωματική χαύνωση
μαραγγούλης = συνεσταλμένος, λυπημένος, ήσυχος
μαράζιν = νοσηρή κατάσταση, καχεξία, ασθένεια
μαράζωμαν = μαραζώνω
μαραζώνω = μαραζώνω
μαραθόφυλλον = φυτό ιαματικό
μάραιμαν = μαρασμός
μαραίνω = μαραίνω
μαραμμίδιν = μαραμένο χόρτο, αγγείο πήλινο το οποίο δεν έχει σκληρύνει ακόμα
μαράνιν = υπόστεγο
μαραντζουδώ = μαραίνομαι και σουφρώνω
μάραντον = οπωρικό μαραμένο
μάραντος = εκείνος που μαραίνεται και μαραίνει
μαραφέτιν = τέχνη, τέχνασμα
μαραψήσκομαι = μαραίνομαι σαν να έχω ψηθεί
μαργαλάζω = επιπλήττω, επιτιμώ, ενοχλώ, ανθίσταμαι
μαργαλία = επίπληξη, επιτίμηση
μαργαριταρένος = μαργαριταρένιος
μαργαριτάριν = μαργαριτάρι
μαργίλιν = στεφάνι δοχείων, ο γύρος του τσαρουχιού
μαργιολία = δολιότητα, κατεργασία
μαργιολωσύνη = δολιότητα, κατεργασία
μαργώνω = ζαλίζομαι, μουδιάζω
μαρδά = άχρηστο υπόλειμμα πράγματος
μαρδάνιν = πράγμα άξιο περιφρονήσεως μετά την χρήση του από άλλον
μαρδουλίζω = μισοτρώω
μάρδωμαν = μολύνω κάποιον μεταδίδοντας κολλητική νόσο, διακορεύομαι
μάρε = ανόητος, μωρός
μαρζαλάκιν = το πράσινο περικάλυμμα του καρυδιού
μαρίτζα = η κόρη οφθαλμού
μάρκα = μάρκα
μαρκοπάνιν = πανί κεντήματος
μαρκώνω = κεντώ μάρκα
μαρμανουσάκιν = άγρια βιολέτα, μενεξές
μαρμανταλώνω = γιαούρτι που αρχίζει να πήζει
μαρμαρένος = μαρμαρένιος
μαρμαρίζω = λάμπω
μαρμαρίτζα = μαρμαρόκτιστη οικοδομή
μαρμαροβούινον = βουνό μαρμάρου
μάρμαρον = μάρμαρο
μαρμαρού = εκείνη της οποίας η διακόρευση είναι δύσκολη
μαρμαροχτισμένος = χτισμένος με μάρμαρο
μαρμαρόχτιστος = χτισμένος με μάρμαρο
μαρμαρώνω = μαρμαρώνω
μαρουκίζομαι = αναμασώ την τροφή, μηρυκάζω
μαρούκιν = κρόταφος ανθρώπου, σιαγόνες ζώου
μαρουκούμαι = αναμασώ την τροφή, μηρυκάζω
μαρούκωμαν = αναμασώ την τροφή, μηρυκάζω
μαρούλιν = μαρούλι
μαρσούφιν = δερμάτινο σακουλάκι που χρησιμεύει ως δοχείο άλατος
μαρσουφώνω = ρυτιδώνομαι στο πρόσωπο
μαρταβάλια = μωρολογία, φληναφήματα
μαρτακιάζω = καλύπτω την στέγη με δοκάρια
μαρτάκιν = δοκάρι στέγης
μαρτακώνω = τοποθετώ δοκάρια στη στέγη
μαρτένιν = είδος πυροβόλου όπλου
Μαρτέσιος = ο γεννώμενος και γινόμενος κατά τον Μάρτιο
μαρτεύκομαι = φέρομαι ως Μάρτης, κάνω τα μαρτιάτικά μου
μαρτζούφιν = δερμάτινο σακουλάκι που χρησιμεύει ως δοχείο άλατος
Μάρτης = Μάρτιος
μαρτόλαπος = έδεσμα από αλεύρι και ζάχαρη που παρασκευάζεται την πρώτη Μαρτίου
μαρτυρακόν = μαρτυρικό
μάρτυρας = μάρτυρας
μαρτυράτικα = νομίσματα που διανέμονται στους φτωχούς κατά την βάφτιση
μαρτύρεμαν = μαρτυρική κατάθεση, καταγγελία, μήνυση
μαρτυρία = μαρτυρία
μαρτύριον = μαρτύριο
μαρτυρίτης = μάρτυρας
μαρτυρώ = μαρτυρώ
μαρχαμά = μαντήλι
μας = μπα
μάσα = τράπεζα
μασά = η τσιμπίδα της πυράς, πυράγρα
μασάκιν = ποσότητα στερεάς τροφής εισαγόμενη στο στόμα για μάσηση
μασάλ(ιν) = παραμύθι
μασίδα = τα χαρακτηριστικά του προσώπου, μορφή, μούτρα
μασίνα = σιδηροδρομικός ολκός
μασιστέρια = τραπεζίτης
μασκαβίκι = είδος φαγητού
μασκαραλίκιν = γελοιότητα, ατιμία, προστυχιά
μασκαράς = γελοίος, άτιμος, πρόστυχος
μασκαρέας = αστείος
μασλαχάτιν = υπόθεση
μασουλίζω = μασουλίζω
μασούρα = άγριο δενδρύλλιο το οποίο παράγει εδώδιμο καρπό
μασούρα = το καλαμάκι στο οποίο τυλίγουν το υφάδι
μασουράζω = τυλίγω νήμα στο καλάμι προς ύφανση
μασουρίζω = τυλίγω νήμα στο καλάμι προς ύφανση
μασούριν = το καλαμάκι στο οποίο τυλίγουν το υφάδι
μασουρίστρα = ο άξονας του τροχού της ανέμης στο οποίο περνούν το μασούρι για να γεμίσει νήμα
μασουρίτζα = μικρό δενδρύλλιο άγρια τριανταφυλλιάς
μασουρίτζα = αρτιφυές αγγουράκι
μασουροζώμιν = ζουμί από τον ώριμο καρπό της μασούρας
μασουροκόλοθον = πλακούς ζυμωμένος από τον ώριμο καρπό της μασούρας
μασουρόστομος = άσχημος στην όψη
μαστάκα = σκύλος μεγάλος
μαστάριν = μαστός ζώου
μασταρώνω = θηλάζω
page===4

μασταρώνω = θηλάζω
μαστέλιν = ξύλινο σκεύος πλατύ και ανοιχτό
μαστή = σκύλα
μαστίκα = τσίχλα, μαστίχα
μαστορακά = με δεξιοτεχνία, με επιτηδειότητα
μαστορακός = ο φτιαγμένος με δεξιότητα, ωραίος
μάστορας = μάστορας
μαστορείον = εργαστήρι
μαστορεύω = μαστορεύω
μάστορης = μάστορας
μαστορία = δεξιοτεχνία, μεταφ. απατηλό τέχνασμα
μαστορική = μαστορική
μαστορίτζος = μάστορας
μαστουκίζω = μασώ ανόρεκτα και αηδώς, γλείφω τα χείλη τρώγοντας
μαστούκισμαν = μασώ ανόρεκτα και αηδώς, γλείφω τα χείλη τρώγοντας
μαστραπά = χάλκινο ποτήρι ύδατος, γενικώς ποτήρι
μαστραπέα = ποσότητα νερού όση χωράει η μαστραπά
μασχάλα = μασχάλη
μασχαλίτζα = μασχάλη
μασχαράνος = ευτράπελος, αστείος
μασχαράρης = ευτράπελος, αστείος
μασχαρέας = ευτράπελος, αστείος
μασχαρεία = αστειότητα, άνθρωπος περίγελος
μασχαρευτά = με ύφος αστείο
μασχαρευτόν = αυτό που γίνεται χάρη αστειότητας
μασχαρεύω = αστειεύομαι, ερωτοτροπώ
μασχαρή = αστειότητα
μασώ = μασώ
μασωρήτιν = το δόντι τραπεζίτης
ματά = ματιά, βλέμμα
ματαδρομίζω = αλλάζω δρόμο, μεταβάλλω πορεία
ματάζω = ματιάζω
μάταιος = μάταιος
ματαντζίζω = μεταγγίζω
ματζίριν = άγριο φυτό
ματζούκα = ρόπαλο, μηριαίο κόκαλο της κότας
ματζούκιν = ράβδος η οποία έχει στην άκρη κουρέλι με την οποία πισσώνουν τους πίθους
ματζουκώνω = δέρνω κάποιον δυνατά
μάτιν = βρόχος δικτύου
μάτιν = μάτι
ματίτζα = κρυφτό
ματογιάλα = γυαλιά
ματογκύλ(ιν) = αυτό που μεταβάλλεται σε αίμα
ματοζίκιν = αγριόχορτο με μεγάλα φύλλα, γαϊδουράγκαθο
ματοζικόφυλλον = φύλλο του φυτού ματοζίκιν
ματοζίνιχον = γυάλινη χάνδρα χρωματιστή χρησιμοποιούμενη ως αντιβασκάνιο
ματοζούκιν = αγριόχορτο με μεγάλα φύλλα, γαϊδουράγκαθο
ματόκλαδα = βλεφαρίδες
ματοκυλίζω = κηλιδώνω με αίμα
ματοκύλιστος = καταματωμένος, αιμόφυρτος
ματοξέραστος = εκείνος που ξερνάει αίμα
ματοξερώ = ξερνώ αίμα
ματοξυσία = αιματοχυσία
ματόπιστος = αυτό που ειναι ποτισμένο με αίμα
ματοπονίον = νόσημα των οφθαλμών, οφθαλμία
ματόπονος = νόσημα των οφθαλμών, οφθαλμία
ματοτέρεμαν = βλέμμα
ματοτζάμπουρα = βλεφαρίδες
ματοτζάτζιν = βλεφαρίδα
ματουράχκομαι = ουρώ αίμα
ματόφυλλα = βλέφαρα
ματρακί = πόσθη
ματρακόκα = πόσθη
μάτρικα = σφύρα λιθοξόου
μάτσα = δέσμη χαρτοπαίγνιων, εργαλείο με το οποίο ξηλώνουν
ματσάγκος = κακούργος
ματώνω = ματώνω
μαύρα = σε κατάσταση άθλια και δύστυχη, σε κατάσταση θλίψης
μαυράδα = μαυρίλα
μαυραδέλφα = πενθούντα αδέλφια
μαυρανός = μαύρο άλογο
μαυραντρίζω = κακοπαντρεύομαι
μαυράπιν = είδος αχλαδιού
μαυράχαρα = σε κατάσταση αθλιότητας και δυστυχίας
μαυράχαρος = πολύ δυστυχής
μαυρειδανός = μελαχρινός
μαυρειδής = μαυριδερός
μαυρίζω = μαυρίζω
μαυρίκιν = είδος φυτού με άνθη κυανά
μαυροαλογάς = καβαλάρης μαύρου αλόγου
μαυροβότανον = αγριόχορτο χρησιμοποιούμενο ως βαφική ουσία
μαυρογεννώ = γεννώ υπό κακούς οιωνούς
μαυρογίνομαι = κακοζώ, κακοπερνώ
μαυρογόνατον = μαύρο γόνατο
μαυροζώ = ζω με βάσανα και οικονομικές στερήσεις
μαυροζώμιν = καφές, οπός μαύρος
μαυροθεία = δυστυχισμένη θεία
μαυροκάλη = σύζυγος που πενθεί
μαυροκάρδιν = μαύρη καρδιά
μαυροκάτα = μαύρη γάτα
μαυροκάτζης = εκείνος που έχει μαύρο πρόσωπο, μελαχρινός, μεταφ. σκυθρωπός, κατηφής
μαυροκατζώ = γίνομαι κατηφής, σκυθρωπιάζω, καταισχύνομαι, ντροπιάζομαι
μαυροκίτρινος = εκείνος που έχει όψη πελιδνή
μαυροκόκκινος = εκείνος που έχει χρώμα μαύρο υπέρυθρο
μαυροκολόγκυθον = κολοκύθα μεγάλη μαύρη απ’ έξω
μαυροκοπής = μαυρειδερός, μελαψός
μαυροκόριτζον = κορίτσι ανάγωγο, παλιοκόριτσο
μαυροκούκκουδον = μαύρο σπέρμα ζιζανίου των σιτηρών
μαυροκουκουλάτες = εκείνος που φοράει μαύρη κουκούλα
μαυροκύρης = πατέρας που πενθεί
μαυρολάβικον = εκείνο που έχει μαύρη λαβή
μαυρόλαβο = εκείνο που έχει μαύρη λαβή
μαυρολαλώ = κλαίομαι, παραπονούμαι
μαυρολάχανον = μαύρο λάχανο, λαχανίδα
μαυρολίθαρον = μαύρο λιθάρι
μαυρομάννα = μάνα που πενθεί
μαυρομελανάζω = μελανιάζω
μαυρομματέα = η οσμή της φασολάδας
μαυρομματένος = ο παρασκευασμένος από φασόλια μαυρομάτικα
μαυρομμάτης = εκείνος που έχει μαύρα μάτια
μαυρομμάτιν = φασόλι με μελανά στίγματα και γενικώς όλα τα χρωματιστά φασόλια
μαυρομματομάλεζον = νερουλή και χυλοποιημένη φασολάδα
μαυρομματοσίρβιν = σούπα από χοντροκομμένο και ξεφλουδισμένο σιτάρι με φασόλια
μαυρομματούσα = εκείνη που έχει μαύρα μάτια
μαυρομοιρολογώ = μοιρολογώ δυνατά
μαυρομολυβάζω = γίνομαι μαύρος σαν μολύβι
μαυρομόλυβον = μαύρο μολύβι
μαυρομούντζουρος = ο κατησχυμένος λόγω κακής πράξης
μαυροξενιτεύω = ξενιτεύω με θλίψη
μαυροπαθάνω = κακοπαθαίνω
page===5

μαυροπαίδιν = παιδί ανάγωγο, παλιόπαιδο
μαυροπάπορον = μαύρο βαπόρι
μαυροπεθερός = κακός πεθερός, κακή πεθερά
μαυροπέτζης = εκείνος που έχει μελαψό δέρμα
μαυροπολίτικο = είδος σταφυλιού με μαύρη ρώγα
μαυροποταμία = παραποτάμια χώρα που είναι μαύρη
μαυροπούλλα = κοράκι
μαυροπροσωπάζω = ντροπιάζω
μαυροπροσωπία = αισχύνη, ντροπή
μαυροπροσωπίζω = ντροπιάζω, καταισχύνω κάποιον
μαυροπρόσωπος = ντροπιασμένος, κατησχυμένος, ένοχος, ευτελής
μαυροπωρένεν = το παρασκευασμένο από μαύρα βατόμουρα
μαυροπώρικο = δαμάσκηνο
μαυρόπωρον = βατομουριά
μαύρος = μαύρος
μαυροσκοτεινασμένος = μαύρος και σκοτεινός, χαρακτηρισμός του Χάρου
μαυροστάφυλον = μαύρο σταφύλι
μαυρόσυκον = είδος συκιά με μαύρους καρπούς
μαυροσύρω = υποφέρω, δυστυχώ
μαυροτέγανο = μαύρη πληγή σαν τηγάνι στο δέρμα δυσθεράπευτη
μαυροτσουρουεύω = μαυροσαπίζω
Μαυρούλα = όνομα αγελάδας με μαύρο τρίχωμα
Μαυρουλίτζα = όνομα αγελάδας με μαύρο τρίχωμα
μαυρούσα = μεγάλο ανθρωποφάγο μυθικό πτηνό
μαυροφάσουλον = μαύρο φασόλι
μαυροφόρετος = εκείνος που φοράει μαύρα ρούχα, μελανείμων
μαυρόφορος = εκείνος που φοράει μαύρα ρούχα, μελανείμων
μαυροφορώ = μαυροφορώ, πενθώ, μεταφ. δυσανασχετώ καταλαμβανόμενος από δυσάρεστα προαισθήματα
μαυρόφρυδος = εκείνος που έχει μαύρα φρύδια
μαυροφτερουλίουμαι = τίλλω, μαδώ τα μαύρα μου φτερά, μαλλιά
μαυροχαίρεμαν = χαρά μικρής διάρκειας
μαυροχαίρομαι = χαίρομαι λίγο χρόνο και μετά ατυχώ
μαυροχωμία = το μέρος όπου υπάρχει μαύρο χώμα, τάφος
μαυρύνω = μαυρίζω
μαυρωτός = μαυριδερός
μαφόριν = νυφικό πέπλο, μεταξωτό φόρεμα
μάχα = φυτό
μαχαιράζω = κόβω με μαχαίρι, τραυματίζω με μαχαίρι
μαχαιράς = μαχαιροβγάλτης, μαχαιράς
μαχαίρασμαν = κόβω με μαχαίρι, τραυματίζω με μαχαίρι
μαχαιρέα = μαχαιριά, το ίχνος πληγής από μαχαίρι
μαχαιρίαγμαν = κόβω με μαχαίρι, τραυματίζω με μαχαίρι
μαχαίριν = μαχαίρι
μαχαιρίτα = αγριόχορτο με φύλλα μαχαιροειδή και πριονωτά
μαχαιρίτζα = κρίνος
μαχαιρογούζιν = το αμβλύ μέρος του μαχαιριού, το αντίστροφο προς την ακμή
μαχαιροδέμιν = ασημένια αλυσίδα με μικρό μαχαιράκι και χρησιμοποιείται ως κόσμημα
μαχαιρομύτιν = η μύτη του μαχαιριού
μαχαιρόπ’λλον = μαχαιράκι
μαχαιροτύριν = το τουλουμίσιο τυρί που δεν θρυμματίζεται αλλά κόβεται με μαχαίρι
μαχαίρωμαν = μαχαιρώνω
μαχαιρώνω = μαχαιρώνω
μαχαλά = ενορία κοινότητας
μαχαλαδότης = κάτοικος ενορίας, ενορίτης
μαχαλαδοτικός = ενοριακός
μαχαλέα = ενορία κοινότητας
μαχαλέτες = κάτοικος ενορίας, ενορίτης
μαχαλώτης = κάτοικος ενορίας, ενορίτης
μαχαναλής = εκείνος που αρρωσταίνει πολύ εύκολα
μαχάνιν = ο φυσητήρας του σιδηρουργού και του γανωτή
μαχανοπέτζιν = το δέρμα του φυσητήρα
μάχη = μάχη
μάχιν = το έθιμο το να μην μιλάει η νύφη στα πεθερικά της για μεγάλο χρονικό διάστημα λόγω σεβασμού
μαχίουμαι = ερίζω, φιλονικώ
μαχλής = εκείνος που δεν μιλάει εκ προθέσεως
μαχμουτιά = παλιό χρυσό νόμισμα που κόπηκε από τον Μαχμούτ
μαχοζώμιν = πικρός και κολλώδης οπός της μάχας
μαχοκράτεμαν = κρατώ μάχιν
μαχοκρατώ = κρατώ μάχιν
μάχομαι = μισώ, αποστρέφομαι
μάχομαι = μάχομαι
μάχον = φυτό
μαχότιν = είδος υφάσματος
μαχραμά = μαντήλι
με = μη
με-το = αν και, καίτοι
με-το-να = επειδή, διότι
μεαρέα = το μαγειρεμένο φαΐ
μεάρεμα = μαγείρεμα
μεαστήρι = ριπίδιο από πτερό
μεγαλεία = αλαζονεία, οίησης
μεγαλεία = επίσημοι, αριστοκράτες
μεγάλεμαν = μεγαλώμα
μεγαλένω = μεγαλώνω
μεγαλέσιν = είδος σταφυλιού με μεγάλες ρώγες
μεγαλέτρα = οίδημα βουβωνικό το οποίο πιστεύεται ότι γεννιέται κατά την μετάβαση από την μια ηλικία στην άλλη
μεγαλεύκομαι = μεγαλοπιάνομαι, υπερηφανεύομαι
μεγαλιανός = πρόσωπο επίσημο, αριστοκρατικό
μεγαλοδάχτυλον = αντίχειρας
μεγαλόλογος = κομπορρήμων, καυχησιάρης
μεγαλοπρεπία = μεγαλοπρέπεια
μεγάλος = μεγάλος
μεγαλοσάνος = πρόκριτος κοινότητας
μεγαλοστομία = μεγαλορρημοσύνη, μεγαλαυχία
μεγαλόστομος = μεγαλόστομος
μεγαλόφωνος = μεγαλόφωνος, φωνακλάς
μεγάλυμα(ν) = μεγαλώνω ηλικιακά, μεγαλώνω ηθικώς, ως κοινωνικό αξίωμα
μεγαλύνω = μεγαλώνω ηλικιακά, μεγαλώνω ηθικώς, ως κοινωνικό αξίωμα
μεγαλώνω = μεγαλώνω
μεγαλωσύνα = αλαζονεία, μεγαλαυχία, ακαταδεξιά
μέγας = μέγας κατ’ όγκο, κατ’ έκταση, κατ’ ηλικία, εκείνος που κατέχει ανώτερη κοινωνική θέση, άρχοντας, πρόκριτος, σπουδαίος
μέγκλα = γεννητικό όργανο ζώου
μεγκλίν = στραβό ξύλο
μεγρίκιν = είδος αχλαδιού μικρού και στρογγυλού
μεδέντιν = πυώδες δερματικό απόστημα
μεζάτιν = πλειστηριασμός, δημοπρασία
μεζέ = μεζές
μεζκίτιν = είδος ψαριού
μέθη = μέθη
μεθή = μέθη
μεθημώ = μεταμέλεια, μετάνοια
μεθοπωρανός = φθινοπωρινός
μεθοπωραρία = αγελάδα που παρέχει γάλα και τον φθινόπωρο
μεθοπωράτικα = φθινοπωριάτικα
μεθοπωρέα = εποχή του φθινόπωρου
μεθοπωρίζει = φθινοπωριάζει
μεθοπωρίζ’νος = φθινοπωρινός
μεθοπώριν = φθινόπωρο
μεθοπωρινός = φθινοπωρινός
μεθόπωρον = φθινόπωρο
page===6

μεθύγω = μεθώ
μεθύζω = μεθώ
μεθύσειν = μέθη
μέθυση = μέθη
μεθυσία = μέθη
μέθυσμα = μέθη
μεθύστακας = μεθύστακας
μεθυστάς = μεθύστακας
μεθύω = μεθώ
μεθώ = μεθώ
μειβά = οπωρικό
μειζότερος = πρόκριτος, ο πρεσβύτερος στην ηλικία
μεΐζω = νιαουρίζω
μειχανά = οινοπωλείο, καπηλειό
μειχανατζής = οινοπώλης, κάπηλος
μέκαρ = μήπως
μεκατίριν = ηθική αξία προσώπου
μέλα = ομαλά
μελανάζω = μελανιάζω
μελανίζω = μελανιάζω
μελάνιν = μελάνι
μελανοκούτιν = μεγανοδοχείο
μελάνωμαν = λερώνω, μουντζουρώνω με μελάνι
μελανώνω = λερώνω, μουντζουρώνω με μελάνι
μελανωτός = μαυριδερός
μελαχρανάζω = γίνομαι μελαχρινός
μελαχρανέμορφος = μελαχρινός και ωραίος
μελαχρανός = μελαχρινός
μελαχρανώ = γίνομαι μελαχρινός
μέλε = ομαλά
μελέα = η οσμή του μελιού
μελεάμ(ιν) = αλοιφή ιαματική πληγών παρασκευαζόμενη από πίσσα, κερί, λιβάνι, λάδι και άσπρο σαπούνι
μελεθρείον = δοχείο κρεμασμένος στο μύλο όπου κατέρχεται ο σίτος προς άλεση
μελένος = μελένιος
μελεντούρης = εκείνος που κάνει αργά την εργασία του
μελεντουρίζω = χασομερώ
μελέρ(ιν) = ψωραλέος
μελεσεύω = θορυβώ, φωνάζω δυνατά
Μελέσσα = όνομα γίδας που έχει χρώμα μελιού
μελεσσεύω = βομβώ, θορυβώ
μελεσσίδιν = μέλισσα
μελεσσιδίτα = είδος χόρτου που αγαπούν οι μέλισσες
μελεσσιδίτζιν = μέλισσα
μελεσσιδίχτρα = είδος χόρτου που αγαπούν οι μέλισσες
μελεσσιδόπον = μικρή μέλισσα
μελεσσιδόχορτον = είδος χόρτου που αγαπούν οι μέλισσες
μελεσσιδώνιν = κυψέλη μελισσών
μελεχέμιν = αλοιφή ιαματική πληγών παρασκευαζόμενη από πίσσα, κερί, λιβάνι, λάδι και άσπρο σαπούνι
μέλι = μέλι
μελίγαλα = μέλι και γάλα
μελικέριν = κηρήθρα με μέλι, είδος σταφυλιού που έχει κίτρινο χρώμα και γλυκιά γεύση
μελίξανθος = εκείνος που έχει ξανθό χρώμα σαν το μέλι
μελίπαστος = λίγο αλατισμένος
μελιπάστωμα = αλάτισμα των ψαριών εντός κοφίνου για να φύγει το αίμα τους
μελιπαστώνω = αλατίζω τα ψάρια εντός κοφίνου για να φύγει το αίμα τους
μέλισσα = μέλισσα
μελισσεύω = βομβώ, θορυβώ
μελισσίδα = μέλισσα
μελίσσιν = μέλισσα
μελισσοκέριν = κερί αγνό που χρησιμοποιείται στη παρασκευή φαρμακευτικών αλοιφών
μελισσοχόρταρον = είδος χόρτου με άνθη ιόχροα που προτιμούνται από τις μέλισσες
μελισσόχωρτον = είδος χόρτου με άνθη ιόχροα που προτιμούνται από τις μέλισσες
μελισσωνάριν = μελισσοκομείο
μελισσωναρόν = μελισσοκομείο
μελίτα = αγριόχορτο που έχει χυμό μελιτώδη
μελιτάριν = χυμός φυτών που έχει γεύση μελιού
μελιτάριν = εκείνο που έχει χρώμα μέλιτος, ξανθό
μελιτζάνα = μελιτζάνα
μελιτολάγηνον = λαγήνι που χρησιμοποιείται ως μελιτοδοχείο
μελιτοτάψι = δίσκος μέλιτος το οποίο αγγίζει η νύφη με το δάχτυλο όταν εισέρχεται στο σπίτι του γαμπρού
μελιτούτζα = αγριόχορτο που έχει γλυκιά γεύση
μελίτωμαν = πυκνώνομαι και γίνομαι σαν μέλι, γίνομαι γλυκός
μελιτώνω = πυκνώνομαι και γίνομαι σαν μέλι, γίνομαι γλυκός
μελοβούτορον = ανάλατο βούτυρο περιχυμένο με μέλι
μελοκούτιν = δοχείο μελιού
μελοπάκμαζον = ποτό από μέλι
μελοπάνιν = πανί ειδικό για διήθηση του μελιού
μελόπαστος = λίγο αλατισμένος
μελοπαστώνω = αλατίζω τα ψάρια εντός κοφίνου για να φύγει το αίμα τους
μελοπίθαρον = πιθάρι όπου φυλάσσεται το μέλι
μελόπον = λίγη ποσότητα μελιού
μελόχορτον = χόρτο που έχει γλυκό χυμό ανθέων τον οποίο απομυζούν οι μέλισσες
μέλωμαν = αλείφω με μέλι
μελώνω = αλείφω με μέλι
μελωτός = εκείνος που έχει χρώμα μελιού
μεμλεκέτιν = χώρα, επικράτεια
Μεναξία = όνομα αγελάδας που έχει χρώμα μενεξέ
μενή = μήνυμα, παραγγελία, ειδοποίηση
μεντή = σκύλα, μεταφ. γυναίκα ποταπή
μένυγμαν = παραγγελία
μενύγω = μηνύω
μενύω = μηνύω
μένω = μένω, διανυκτερεύω
μενώ = μηνύω
μεράκιν = μεράκι
μερακλανεύκομαι = με καταλαμβάνει μεράκι, μελαγχολώ
μερακλής = εκείνος που έχει πόθο ανεκπλήρωτο και είναι μελαγχολικός
μεραμί = εν τούτοις, όμως
μέραπανου = που επάνω;
μέραφκα = που κάτω;
μερδελάρης = τραυλός, ψευδός
μερδελέας = τραυλός, ψευδός
μερδέλης = τραυλός, ψευδός
μερδελίζω = τραυλίζω
μερδελιχτά = τραυλίζοντας, ψευδίζοντας
μερέα = μηρός
μερέα = μεριά, μέρος, προς το μέρος, εξ αιτίας
μερέθα = μεριά, μέρος
μερεφέτ(ιν) = μαραφέτι
μερί(ν) = μηρός
μεριαλίδι = ζωηρό και άτακτο παιδί
μερίδα = μερίδιο, δελτίο στο οποίο καταγράφονται ονόματα που είναι να μνημονεύσει ο ιερέας, κώδικας μονής στο οποίο καταγράφονται ονόματα ζωντανών και νεκρών οικογενειών για διαρκές μνημόσυνο
μεριδοχάρτιν = στο οποίο καταγράφονται ονόματα που είναι να μνημονεύσει ο ιερέας
μερικόν = μερικό
μέρκαικα = που ακριβώς;
μερκαλία = με μεράκι, μελαγχολικά
μέρκεσου = κατά που;
μέρκιανου = που προς τα άνω;
μέρμερα = στον ύπνο, σε κατάσταση ληθαργική
μέρμερεα = κατά που, που μεριά
page===7

μερμήκα = μυρμήγκι
μερμηκιάζω = μυρμηγκιάζω
μερμηκοφώλ(ιν) = μυρμηγκοφωλιά
μερμηκώ = μυρμηγκιάζω
μερόγες = μεριά, μέρος
μερόδες = μεριά, μέρος
μεροδούλιν = μεροδούλι
μερόθεν = από μέρος
μερομηνίες = οι πρώτες δώδεκα μέρες του Μαρτίου κατά τις οποίες γίνονται προγνώσεις καιρού για τους επόμενους μήνες
μέρος = μέρος, τόπος, αγρός, οικόπεδο, οικογένεια
μέρου = που;
μερσίν(ιν) = μυρτιά
μερτζάνιν = κοράλλι
μερτιβένιν = κλίμακα, σκάλα
μερτικάρης = εκείνος που έχει μερίδιο από διανομή πράγματος
μερτικό(ν) = μερίδιο
μερώνω = ξημερώνω, αγρυπνώ
μέρ’ = μήπως
μεσά = δάσος
μέσα = μέσα, εντός
μέσα = η μέση του σώματος, οσφύς
μέσα-μεσού = στο μέσο, δοχείο γεμισμένο στη μέση
μεσάβραστος = μισόβραστος
μεσάδιν = δεύτερη ποιότητα ερίου
μεσάζω = φτάνω στο μέσο
μεσαία = κέντρο
μεσαίος = μεσαίος
μεσακός = μεσαίος
μέσαμπρος = κηφήνας, άνθρωπος οκνηρός
μεσανοίγω = μισανοίγω
μεσάνοιχτος = μισάνοιχτος
μεσανός = κείμενο στη μέση, μεσαίος
μεσάνταρη = ντουλάπα μέσα στον τοίχο που χρησιμοποιείται ως στρωματοθήκη
μεσάντερα = ντουλάπα μέσα στον τοίχο που χρησιμοποιείται ως στρωματοθήκη
μεσάνυχτα = μεσάνυχτα
μεσανυχτάουμαι = καταλαμβάνομαι από τα μεσάνυχτα, μένω άυπνος ως το μεσονύχτιο
μεσανύχτης = μεσονύκτιο, μεσονυχτίου
μεσανύχτιν = μεσονύκτιο, μεσονυχτίου
μέσασμαν = ο μέσος χρόνος της εγκυμοσύνης
μεσάτος = ο κατά το ήμισυ πλήρης
μεσατώνω = γεμίζω δοχείο κατά το ήμισυ
μεσάψετος = μισοψημένος
μεσέ = δάσος
μεσεβδόμαδα = μεσοβδόμαδα
μεσεβδόμαδον = μεσοβδόμαδος
μεσελέ = υπόθεση
μεσέλιν = παραμύθι
μεσέντερη = ντουλάπα μέσα στον τοίχο που χρησιμοποιείται ως στρωματοθήκη
μέση = μέση
μεσημεράζω = μεσημεριάζω
μεσημέρασμαν = μεσημέριασμα
μεσημέριν = μεσημέρι
μεσημερινός = μεσημεριανός
μεσημερίτζα = άνθος που ανοίγουν τα πέταλα το μεσημέρι, άνθρωπος που εγείρεται πρωί πολύ αργά
μεσημέρ’νεσιν = μεσημεριανός
μεσιμάρ(ιν) = χοντρό καρφί σφυρήλατο
μέσιμον = διανυκτέρευση σε σπίτι φιλοξενούντος
μεσοβδόμαδα = μεσοβδόμαδα
μεσοβδόμαδον = μεσοβδόμαδο
μεσοδάχτυλον = το μεσαίο δάχτυλο
μεσοδέμιν = το δέμα που συγκρατεί το σαμάρι στη ράχη του ζώου
μεσοδία = η μέση του δρόμου, η μέση της οικίας
μεσοδόκιν = η κεντρική δοκός της στέγης
μεσοδράνιν = φεγγίτης οικίας, στέγη οικίας
μεσόδρομος = ο μισός διανυόμενος δρόμος
μεσοζουμώνω = μισοζυμώνω
μεσοζώετος = μισοπεθαμένος, πολύ εξασθενημένος, κάτισχνος
μεσοζωίσκουμαι = χάνω τη μισή ζωή μου, τραυματίζομαι βαριά
μεσοθόλωτος = κακοπλυμένος, μεταφ. μισότρελος
μεσοκαιρέτες = ο μέσης ηλικίας άνθρωπος
μεσοκαιρίτες = ο μέσης ηλικίας άνθρωπος
μεσοκοδέσπαινα = οικοδέσποινα ανοικοκύρευτη
μεσοκομείο = νοσοκομείο
μεσοκουράζω = σπάω κάτι στη μέση, αισθάνομαι πόνο στη μέση, αισθάνομαι κόπωση σωματική
μεσοκόφτω = κόβω κάτι στη μέση
μεσοκρύετος = εκείνος που είναι να καταστεί ημιθανής
μεσολάγγικος = εκείνος που δεν νοεί καλά
μεσονίφκουμαι = δεν νίβομαι καλά
μεσόπα = η μέση του σώματος, οσφύς
μεσοπάνιν = πανί με το οποίο φασκιώνουν το βρέφος
μεσοπάρχαρον = το κέντρο του παρχαριού
μεσόπον = η μέση του σώματος, οσφύς
μεσοπονίον = πόνος της μέσης, οσφυαλγία
μεσόπονος = πόνος της μέσης, οσφυαλγία
μεσορράχιν = το μέσο της αναβάσεως όρους
μέσος = μέση
μεσοσέλιν = το μέσο της σέλας
μεσοσκοτούμαι = τραυματίζομαι βαριά
μεσόσπιτον = το μέσης της οικίας, η κυρία αίθουσα της οικίας
μεσοστούλαρον = ο κεντρικός στύλος της οικίας που υποβαστάζει την κεντρική δοκό της στέγης
μεσοστράτιν = το κέντρο της οδού
μεσοτούντουνος = εκείνος που τρέμει από το ψύχος
μεσουρανίζω = μεσουρανώ
μεσουράνιν = στο μέσο του ουρανού
μεσουρανού = στο μέσο του ουρανού
μεσοχάμιν = το δάπεδο της οικίας ιδίως το κέντρο
μεσοχειμάζω = διέρχομαι το μισό χειμώνα
μεσοχείματα = στο μέσου του χειμώνα
μεσόχειμος = εκείνος που βρίσκεται στο μέσου του χειμώνα
μεσοχείμωγκα = κατά το μέσο του χειμώνα
μεσοψέσκουμαι = μισοψήνομαι
μεσόψετος = μισοψημένος
μέσπιλον = μούσμουλο
μεσπιλόρριοζον = η ρίζα του μούσμουλου
μέστιν = είδος υποδήματος χωρίς τακούνι
μεσφιλέα = μουσμουλιά
μέτα = βρε, καλέ
μετά = το ομού, μετά
μεταβάλλω = νόσος που υποτροπιάζει
μεταβάλσιμον = υποτροπιασμός νόσου
μεταβορίζω = βγάζω το βρέφος από την κούνια και το καθησυχάζω
μετάγγιγμαν = μετάγγιση
μεταγγίζω = μεταγγίζω
μετάγγιση = μετάγγιση
μετάγγισμα(ν) = μετάγγιση
μεταγένημα(ν) = νόσος που υποτροπιάζει
μεταγίνομαι = μεταγίνομαι
μετάδοση = η αγία κοινωνία
μεταδρομίζω = αλλάζω δρόμο, μεταβάλλω πορεία
μεταθήκω = μεταθέτω, ολιγωρώ
page===8

μετακλώθω = στρέφω συχνά
μεταλαμβάνω = εννοώ, αντιλαμβάνομαι, μεταλαμβάνω κοινωνία
μετάληψη = μετάληψη
μετάλλαγμα = εναλλάξ
μετάλλαγμαν = χρησιμοποιώ κάτι εναλλάξ
μεταλλάζω = χρησιμοποιώ κάτι εναλλάξ
μεταλοχουσεία = η προσβολή από επιλόχειο πυρετό κατά την λοχεία
μεταλοχούσεμαν = προσβάλλομαι από επιλόχειο πυρετό κατά την λοχεία
μεταλοχουσεύω = προσβάλλομαι από επιλόχειο πυρετό κατά την λοχεία
μετανίζω = μετανοώ
μετάνοια = μετάνοια
μετανουνίζω = μεταβάλλω σκέψη, μεταμέλομαι
μετανοώ = μεταβάλλω γνώμη, μετανοιώνω, εννοώ, καταλαβαίνω
μεταξένος = μεταξένιος
μεταξικός = μεταξένιος
μετάξιν = μετάξι
μεταξιτέσο = είδος κόσκινου με λεπτό μεταξωτό ύφασμα
μεταξιτίζω = κοσκινίζω με μεταξιτέσο
μεταξοζύγιστος = πολύτιμος
μεταξοκέφαλος = νεόνυμφος
μεταξοκότσινο = κόσκινο πυκνό πλεγμένα με νήμα μεταξιού
μεταξόσυκον = είδος λευκού σύκου
μετάξωμαν = σταυρώνω τρις φορές το κεφάλι του γαμπρού με μεταξένιο κόκκινο νήμα και το δένω στο κεφάλι του
μεταξώνω = σταυρώνω τρις φορές το κεφάλι του γαμπρού με μεταξένιο κόκκινο νήμα και το δένω στο κεφάλι του
μεταξωτός = μεταξωτός
μεταπλάσκουμαι = μεταβάλλω τρόπους συμπεριφοράς, αλλάζω χαρακτήρα προς το καλύτερο
μετασαλεύω = μετακινώ, μετατοπίζω
μεταταράζω = ανακατεύω ξανά
μεταφύτεμαν = μεταφυτεύω
μεταφυτεύω = μεταφυτεύω
μεταφύτιν = το μεταφυτευμένο φυτό
μετέχω = υπολήπτομαι
μετζάζω = γεμίζομαι από πιτυρίδα
μέτζιν = πιτυρίδα της κεφαλής
μετζιτιέ = αργυρό νόμισμα είκοσι γροσιών
μετζίτιν = αργυρό νόμισμα είκοσι γροσιών
μετόπωρον = φθινόπωρο
μετόχιν = αγρόκτημα που ανήκει σε μοναστήρι και βρίσκεται εντός περιφέρειας
μέτρα = μητριά
μέτρα = γυναίκα, σύζυγος
μέτρεμα(ν) = μέτρημα, αρίθμηση
μετρεμένα = μετρημένα, όχι αφειδώς, μεταφ. με προσοχή
μετρεμονή = μέτρημα, αρίθμηση
μετρεμός = μέτρημα, αρίθμηση
μετρεσία = μέτρημα, αρίθμηση
μετρέτα = ακριβώς
μετροπίαγμαν = προσβάλλομαι εκ νέου από τη νόσο
μετροπίαμαν = προσβάλλομαι εκ νέου από τη νόσο
μετροπιάνω = προσβάλλομαι εκ νέου από τη νόσο
μετροπίαση = υποτροπιασμός ασθένειας
μετροπίασμαν = προσβάλλομαι εκ νέου από τη νόσο
μέτρος = μέτρημα, μέτρο, μέτρο ποσότητας
μετρούα = μητριά
μετρούλα = μητριά
μετροφυλλάζω = φυλλομετρώ
μετρώ = μετρώ, αριθμώ
μετρωτήριν = όργανο μετρήσεως
μετσάρ’κον = γκρεμισμένο ως τα μισά
μετώπι = μέτωπο
μέφομαι = υποπτεύομαι
μέφτες = εκείνος που υποψιάζεται τους άλλους
μεχίρις = σφραγίδα
μεχκεμέ = βασιλικό συμβούλιο
μεχτερός = γουρούνι
μη = μη
μηδέ = μήτε
μηθένα = μη τυχόν, μήπως
μηλέα = μηλιά
μηλένος = ο παρασκευασμένος από μήλα
μηλίνα = μήλο ψημένο στο φούρνο
μηλίτα = θάμνος που παράγει κόκκινους καρπούς
μηλίτζα = θάμνος που παράγει κόκκινους καρπούς
μήλο(ν) = μήλο, μηλιά
μηλόπον = μήλο
μηλόπον = μήλο
μηλορρόδακον = ροδάκινο, ροδακινιά
μηλότζιρος = μήλο φουρνισμένο ή ξηραμένο στον ήλιο
μηλόφυτον = νεαρό φυτό μηλιάς
μημήνικον = ονομαστική γιορτή
μηναίον = ο μηνιαίος, εκκλησιαστικό βιβλίο που περιέχει τις ακολουθίες των εορταζόμενων αγίων
μηνάλλαγμα = η πρώτη μέρα του μήνα
μήνας = μήνας
μηνάτικον = μηνιάτικο
μηνοστάσιν = πρωτομηνιά
μηνύω = μηνύω
μηουδέ = μήτε
μηουδέν = ουδέν
μηρμόρι = μνήμα, τάφος
μητέρα = μητέρα
μητερίτζα = είδος χορού
μητροπολίτης = μητροπολίτης
μητρούα = μητριά
μητρούλα = μητριά
μι = μήπως
μία = μία φορά, άπαξ
μιαγκύριν = εργαλείο των λεπτουργών με σχήμα αγκυροειδές
μίδας = εκείνος που έχει μεγάλα αυτιά
μιζτράχιν = δόρυ
μικκίτζικος = μικρούλης
μικκούκος = μικρούλης
μικκούτζικος = μικρούλης
μίκρα = η παιδική ηλικία
μικραίνω = μικραίνω
μικρακιανός = μικρός στο ανάστημα, μικρούλης
μίκρη = χαρτοπαίγνιο δυάρι σπαθί
μικρίκος = μικρούλης
μικρίτζικος = μικρούλης
μικροδάχτυλον = μικρό δάχτυλο, ωτίτης
μικροθέα = η παιδική ηλικία, πράγμα μικρό
μικρόθεν = από μικρή ηλικία
μικροκατάθετος = εκείνος που έχει μικρό ανάστημα
μικροκέφαλος = μικροκέφαλος
μικροκοίλιν = η δεύτερη κοιλιά μηρυκαστικού ζώου, το υπογάστριο, η μήτρα
μικρόντας = κατά την παιδική ηλικία
μικροπαντρεμένος = μικροπαντρεμένος
μικροπέντικος = μικρός ποντικός
μικροπρόσωπος = μικροπρόσωπος
μικρός = μικρός
μικρότε = η παιδική ηλικία
μικροτερύνω = κάνω κάτι μικρότερο, γίνομαι ή φαίνομαι μικρότερος
page===9

μικροτραγωδάνος = μικρός τραγουδιστής
μικρούτζικος = μικρούτσικος
μικρύνω = μικρύνω
μιλία = ομιλία
μιλιούνα = πάμπολλα, αναρίθμητα
μιλίτζιν = μήλο
μιλίτσος = κάτοχος ποιμνίων
μιλώ = μιλώ
μιμιδάζω = μου γεννώνται εξανθήματα
μιμιδάριν = εκείνος που είναι γεμάτος εξανθήματα
μιμίδιν = δερματικό εξάνθημα
μιμιδόπον = δερματικό εξάνθημα
μιμιτζία = πλαγγών, κούκλα
μιναρέ = μιναρέ
μινκίν = δυνατόν, πιθανόν
μιντέριν = υπόστρωμα, μιντέρι
μιντερούμαι = κάθομαι στο μιντέρι
μιντζάνα = μεγάλο βαρέλι
μιντζένεν = το κτισμένο με μυζήθρα
μιντζίν = μυζήθρα
μιντζοβάρελον = βαρέλι που χρησιμοποιείται ως δοχείο μυζήθρας
μιντζοκόλοθον = μυζήθρα σχηματοποιημένη σφαιρικώς, κεφαλοτύρι
μιντζόπιτα = πίτα με μυζήθρα
μιντζόσκευον = δοχείο μυζήθρας
μιντζοφάει = προσφάγι από μυζήθρα
μίος = ένας
μιρίμα = τα πολύ ψιλά άχυρα
μιρμίδα = είδος ραψίματος
μιρμιδώνω = ράβω το γύρο μαντηλιού αφού το στρίψω
μιρμιρίκιν = μούστος, γλεύκος
μισαβέσα = το μέσο χρονικής περιόδου
μισάβραστος = μισοβρασμένος
μισανοίγω = μισανοίγω
μισάνοιχτος = μισάνοιχτος
μισανύφιν = ύφασμα του οποίου μερικά νήματα έμειναν ανύφαντα
μισάριν = το γεμισμένο ως τα μισά
μισαρώνω = γεμίζω ή αδειάζω δοχείο ως το μισό
μισαφίρης = μουσαφίρης
μισάψετος = μισοψημένος
μισεβδόμαδα = μεσοβδόμαδα
μισεβδόμαδον = μεσοβδόμαδος
μισερός = καχεκτικός, ισχνός
μισερώνω = κάνω κάποιον καχεκτικό
μισηχτέριν = άνθρωπος μισητός
μισία = μυτόχειλα
μισίζω = χωρίζω στα δύο
μισιμάριν = χοντρό καρφί σφυρήλατο
μισίρι = το δημητριακό αραβόσιτος
μισκίνης = άθλιος, κακορίζικος, πτωχός
μισμιλάγκιν = σμίλαξ
μισμιλαεύω = λεπτολογώ
μισοάνθρωπος = άνθρωπος μικρόσωμος, ανάξιος προσοχής
μισόγλωσσος = βραδύγλωσσος
μισόδρομος = το ήμισυ διανυόμενος δρόμος
μισοεξυπνώ = μισοξυπνώ
μισοζώετος = μισοπεθαμένος, πολύ εξασθενημένος, κάτισχνος
μισοζωίσκουμαι = χάνω τη μισή ζωή μου, τραυματίζομαι βαριά
μισοθόλωτος = κακοπλυμένος, μεταφ. μισότρελος
μισοκαιρίτης = ο μέσης ηλικίας άνθρωπος
μισοκιακέρης = ο μισός και ακέραιος
μισοκοδέσπαινα = οικοδέσποινα ανοικοκύρευτη
μισοκρύετος = εκείνος που είθε να καταστεί ημιθανής
μισολάγγικος = αυτός που δεν νοεί καλά
μισονέα = το δεύτερης ποιότητας ξασμένο έριο
μισονίφκουμαι = δεν νίβομαι καλά
μισός = μισός
μισοσκοτούμαι = τραυματίζομαι βαριά
μισοσκότωτα = με μεγάλη ταχύτητα
μισοσκότωτος = ημιθανής
μισόσπιτον = το μέσης της οικίας, η κυρία αίθουσα της οικίας
μισοστεφάνωμαν = αρραβώνας
μισόστρατο = το ήμισυ διανυόμενης οδού
μισοτριβάδι = μισοπλυμένο
μισοχείματα = στο μέσου του χειμώνα
μισοχείμος = εκείνος που βρίσκεται στο μέσου του χειμώνα
μισοχειρισμένο = εκείνος το οποίο μόλις άρχισε
μισοψέσκουμαι = μισοψήνομαι
μισόψετος = μισοψημένος
μιστερής = πελατής
μιστός = μισθός, αμοιβή, καλή πράξη
μισώ = μισώ
μιταράζω = περνώ τον στήμονα στα μιτάρια, βάζω νήματα μέσα σε βαφικά χόρτα που βράζουν για να χρωματιστούν
μιτζουτζάχκομαι = κρύβω τα χρόνια μου
μιτίλιν = το εσωτερικό κάλυμμα του εφαπλώματος, εφάπλωμα, πάπλωμα
μιφλίης = εκείνος που έχει χρεοκοπήσει, πάμπτωχος
μίχνα = μήνα πολύ λεπτό
μμα = στη παιδική γλώσσα, φίλημα
μνάζω = νιαουρίζω
μνε = στη παιδική γλώσσα, φαΐ
μνεία = εορτή
μνέσκομαι = συλλογίζομαι, θυμάμαι
μνήμα = μνήμα, τάφος
μνήμη = μνήμη
μνημόνεμαν = μνημονεύω
μνημονεύω = μνημονεύω
μνημόριν = μνήμα, τάφος
μνημόσυνον = μνημόσυνο
μνοή = όψη, χροιά
μνυαλόν = μυαλό
μο = μετά
μόγυπνος = αγουροξυπνημένος
μόδι = μεγάλο χρηματικό ποσό
μοζανεύω = ζώο που στερεύει από γάλα
μοζίκα = αγελάδα στείρα που εξακολουθεί να παρέχει γάλα
μοζίν = μοσχάρι αρσενικό ενός έτους
μόζος = ταύρος, μεταφ. άνθρωπος χονδροειδής
μοθόπωρον = φθινόπωρο
μοιάζω = μοιάζω
μοιασίδα = τα χαρακτηριστικά του προσώπου, μορφή, μούτρα
μοίρα = μοίρα
μοιραγωγή = μοιρασιά, διανομή
μοιράζω = μοιράζω
μοιρακόν = μερίδιο από κληρονομιά
μοιρασία = διανομή, μοιρασιά
μοιράσιν = το μερίδιο από κληρονομιά, τυχαίο εύρημα
μοιραστής = διανομέας
μοιραστίτζης = διανομέας
μοιρασχόρης = εκείνος που έχει κληρονομικές αξιώσεις
μοιραχτής = διανομέας
μοιρεύκουμαι = μοιρολογώ
page===10

μοιροθανάτου = το Σάββατο πριν της Πεντηκοστής
μοιρολόγεμα(ν) = μοιρολόι
μοιρολογήτρα = μοιρολογήτρα
μοιρολογία = μοιρολόι
μοιρολόγιν = μοιρολόι
μοιρολογώ = μοιρολογώ
μοιροτραγωδώ = τραγουδώ μοιρολόγια
μολάς = ιερωμένος Τούρκος
μολητεύω = αποκρύπτω, εξαφανίζω, εξαφανίζομαι
μόλιν = σωρός λίθων, σύμπλεγμα φυτών
μολογία = ομολογία
μολογώ = ομολογώ
μολόχιν = μολόχα
μολυβά = κυανό χρώμα
μολυβάζω = κάνω μολυβιές, ίσταμαι ακίνητος, πληγώνομαι με σφαίρα
μολυβάς = έμπορος μολύβδου
μολυβέα = πλήγμα βολής όπλου, ίχνος πλήγματος
μολυβένος = μολυβένιος, μολύβδινος
μολύβιν = μολύβι, σφαίρα πυροβόλου όπλου, μολυβδοκόνδυλο
μολύβιν = μολυβδόχρουν
μολυβοκόντυλον = μολυβδοκόνδυλο
μολυβοσκεπαγμένος = σκεπασμένος, στεγασμένος με μολύβι
μολυβοστεγασμένος = σκεπασμένος, στεγασμένος με μολύβι
μολώ = αμολώ, χαλαρώνω
μολώνω = καύσιμη ύλη που ανάβει αργά
μομμάκα = ψωμί (στη παιδική γλώσσα)
μομμάν = ψωμί (στη παιδική γλώσσα)
μομότζιν = κωνοειδές καρπός πεύκου, βομβύκιο του μεταξοσκώληκα, μεταξοσκώληκας
μονάδα = χρήμα, πλούτος
μονάζω = φιλοξενώ, αγρυπνώ δίπλα σε νεκρό, συντροφεύω την νύχτα
μονάκριβος = μονάκριβος
μόνασμα(ν) = φιλοξενία, αγρυπνώ δίπλα σε νεκρό
μοναστέρα = διαμέρισμα μάνδρας όπου απομονώνονται τα νεογνά των αιγοπροβάτων
μοναστήριν = μοναστήρι
μοναστηρόπον = μοναστήρι
μονάστικον = ξενοδοχείο για διανυκτέρευση
μοναστόν = εκείνο που το φυλάνε την νύχτα και το τρώνε την άλλη μέρα
μονατός = διανυκτέρευση
μοναχά = μοναχά
μοναχία = απομόνωση, μοναξιά
μοναχοκέφαλος = μονογενής
μοναχοπαίδιν = μοναχοπαίδι
μοναχός = μόνος, μεμονωμένος, μόνο
μοναχούλα = μονογενής κόρη
μονή = διακυκτέρευση
μονή = μοναστήρι
μονόγαλα = αυτούσιο γάλα
μονογενής = μοναχογιός
μονογιόκας = μοναχογιός
μονοεγκλησία = λειτουργία που γίνεται μόνο σε έναν ναό
μονοήμερος = μονοήμερος
μονοθωρέα = ύφασμα βαμμένο μόνο από την μία όψη, άνθρωπος πολύ ευερέθιστος
μονοιάζω = μονοιάζω
μονοκάλιβα = με γυμνά πόδια
μονόκερος = μονόκερως
μονόκοκον = νήμα μονόκλωνο, όχι διπλά κλωσμένο
μονοκοντυλέα = γραφή λέξεων με μονοκονδυλιά
μονοκοπή = πράγμα συντελεσμένο με μια κοπή
μονολάβιν = σκεύος με μια λαβή
μονόλυκος = λύκος περιφερόμενος μόνος
μονόμματος = μονόφθαλμος
μόνον = μόνος
μονοπάτιν = μονοπάτι
μονοπατόπον = μονοπάτι
μονοπέρβολον = τοίχος μονός, με μία όψη
μονοπιστία = ενιαία θρησκεία όλων
μονοποδαρέας = μονοπόδαρος
μονοπόδαρος = μονοπόδαρος
μονοπορπατία = μονοπάτι για ένα διαβάτη
μονοπρόσωπος = μονοπρόσωπος
μονορραμισμένον = μονός υφαντικός ιστός
μονορράμμιν = μονό νήμα
μονόρριζον = εκείνος που έχει μονή ρίζα
μόνος = μόνος
μονός = μονός
μονοσιδερίασμαν = δέσιμο με μια αλυσίδα
μονοστέφανον = ο πρώτος και πρώτος γάμος, σύζυγοι πρώτου γάμου
μονότροπος = αφελής, αγαθός, εύπιστος
μονόφθαλμος = μονόφθαλμος
μονοχείμιν = αγελάδα μονοετής
μόντας = όταν
μονώνω = απομονώνω
μοπλάτιν = ωμοπλάτη
μοπλατοπάνιν = πανί που τοποθετείται πάνω στον ώμο και βοηθάει στο κουβάλημα βάρους
μόρικος = εκείνος που έχει όμοιο χρώμα με το βατόμουρο
μόριν = βατόμουρο, εκείνο που έχει χρώμα βατόμουρου
μορμόρι = μνήμα, τάφος
μορταρία = ζώο που παρέχει παχύ γάλα
μόρτζεμαν = αναγκάζω την δυστροπούσα αγελάδα ν’ αφήσει το γάλα της ελεύθερο βάζοντας το μοσχάρι να θηλάσει λίγο
μορτζεύω = αναγκάζω την δυστροπούσα αγελάδα ν’ αφήσει το γάλα της ελεύθερο βάζοντας το μοσχάρι να θηλάσει λίγο
μορτή = η αμοιβή του ιδιοκτήτη από τον καλλιεργητή της γης σε είδος
μορτή = το πάχος του γάλακτος
μορφένω = ομορφαίνω
μόσας = ευθύς ως, μόλις, μόνον, βεβαίως ναι
μοσκάρι = μοσχάρι
μοσκοβότανο = αρωματικό φυτό
μοσκομυρίζω = μοσχομυρίζω
μόσκος = μόσχος
μοσκοσαπωνίζω = λούζω με μοσκοσάπουνο
μοσκοσάπωνον = μοσκοσάπουνο
μόστρα = μόδα
μοτζίριν = τέφρα εστίας διάπυρος
μούα = σιωπή, ησυχία
μουάμιν = μέτρο σιτηρών δώδεκα οκάδων
μουγαρώνω = ασπρόρουχα που δεν καθαρίστηκαν καλά, ρυτιδώνομαι
μουγγίζω = δεν μιλώ καθαρά
μούγιωμαν = μένω άναυδος, πραΰνομαι, ρέπω σε ύπνο
μουγκαρίζω = μουγκρίζω, εκβάλλω μουγκρητά
μουγκρίζω = μουγκρίζω, εκβάλλω μουγκρητά
μούγκρισμαν = μουγκρίζω
μουγλίν = μοχλός
μούδα = δέσιμο των ιστίων
μουδάζω = μουδιάζω
μουδέ = μήτε
μούεμαν = ησυχάζω
μουένω = ησυχάζω
μουζούκιν = ποικιλία αραβοσίτου μικρού μεγέθους
μουζουκλάεμαν = δυστροπώ στην εκτέλεση διαταγής
μουζουκλαεύω = δυστροπώ στην εκτέλεση διαταγής
μουθουγκέας = εκείνος που ομιλεί πνιχτά, με την μύτη
page===11

μουθούγκης = εκείνος που ομιλεί πνιχτά, με την μύτη
μουθουγκιάζω = ομιλώ με την μύτη, πνιχτά
μουθουγκιάρα = ομιλώ με την μύτη, πνιχτά
μουθουγκιάρης = εκείνος που ομιλεί πνιχτά, με την μύτη
μουθουγκίζω = ομιλώ με την μύτη, πνιχτά
μουθούκιν = θαλάσσιο κήτος δελφινοειδές, άνθρωπος δυσειδής, δύσμορφος
μουθουράζω = σκουληκιάζω
μουθούριν = δελφίνι
μουθουρίσκουμαι = ξυπνώ μουγκρίζοντας
μουθούρισμαν = ξυπνώ μουγκρίζοντας
μουκασίρης = φιλάργυρος
μούλα = ημίονος, μουλάρι
μουλαΐμης = εκείνος που έχει ήπιο χαρακτήρα, ήμερος, πράος
μουλαϊμωτός = ήπιος, ήρεμος
μουλάριν = ήπιος, ήρεμος, μουλάρι
μουλάριν = χειρόμυλος, μηχανή συσκευή με την οποία ξεφλουδίζουν φουντούκια
μουλώνω = σιωπώ, καταπραΰνομαι, επουλώνομαι
μουλωτός = κρυφτό
μουμιερός = ανόητος, βλάκας
μουμουδάκιν = είδος φράουλας
μουμουδιάζω = μουδιάζω
μουμουδιώ = μουδιάζω
μουμουλάζω = όσπρια που παράγουν, γεννούν μαμούνια
μουμούλιν = διάφορα είδη εντόμων, άνθρωπος άκακος, φιλήσυχος
μουμουλόπον = διάφορα είδη εντόμων, άνθρωπος άκακος, φιλήσυχος
μουμουτεύω = οσφραίνομαι
μουμτζής = κηροπλάστης
μουνίτζα = θαλάσσιο μαλακόδερμο
μουνιχάχας = ηλίθιος, μωρός
μούνος = μόνος
μούντζα = μουντζούρα
μουντζάλα = μουντζούρα
μουντζαλέα = ρύπος, μουντζούρα
μουντζάλωμα = μουντζούρα, ακαθαρσία, βόρβορος
μουντζαλώνω = μουντζουρώνω, λερώνω
μούντζεμαν = μουντζουρώνω, καίω τις τρίχες του δέρματος
μουντζεύω = μουντζουρώνω, καίω τις τρίχες του δέρματος
μουντζούλωμα = μουντζούρα, ακαθαρσία, βόρβορος
μουντζουλώνω = μουντζουρώνω, λερώνω
μουντζούνα = προσωπείο, μουτσούνα
μουντζουράζω = στραβοκοιτάζω κάποιον και δείχνω με μορφασμό την δυσαρέσκειά μου, μυκτηρίζω
μουντζουρέας = αλαζονικός, οιηματίας, ψηλομύτης
μουντζούριν = μούτρο, μύτη
μουντζούρωμαν = μουντζούρωμα, λέρωμα
μουντζουρώνω = δείχνω την δυσαρέσκειά μου μορφάζοντας
μουντζουρώνω = μουντζουρώνω, λερώνω
μούντζωμαν = μούντζωμα με μελάνι
μουντζώνω = μουντζώνω με μελάνι
μουντρίν = άνθρωπος σκυθρωπός, κατσουφιασμένος
μούντρον = μούτρο, πρόσωπο
μουντρούγας = άνθρωπος πάντα αμίλητος και σκυθρωπός
μουντρώνω = μουτρώνω, γίνομαι κατηφής, κατσουφιάζω
μόυπνος = άυπνος, αγουροξυπνημένος
μουράτιν = εκείνος που ποθεί κάτι
μούρδα = η υπόσταση του οίνου και πάσης άλλης ελαιώδους ουσίας
μουρδός = θολός
μουρδουλέας = εκείνος που κάνει γρυλλισμούς σαν την αρκούδα
μουρδουλίζω = εκβάλλω υπόκωφο γρυλλισμό
μουρδούλισμαν = υπόκωφος γρυλλισμός
μουρδουλώνω = εκβάλλω υπόκωφο γρυλλισμό
μουρδώνω = θολώνω
μουρζουλάριν = δέντρο που έχει εξογκώματα στο φλοιό
μουρζούλιν = εξόγκωμα στο φλοιό δέντρου
μούρη = μύτη
μούριν = βατόμουρο, εκείνο που έχει χρώμα βατόμουρου
μουρμούθιν = πράγμα ελάχιστο, μικρό, σκουπίδι
μουρμούρα = μεμψιμοιρία
μουρμουράρης = μεμψίμοιρος, παραπονιάρης
μουρμουρέας = μεμψίμοιρος, παραπονιάρης, φιλόψογος, φιλοκατήγορος
μουρμουρέτζης = μεμψίμοιρος, παραπονιάρης
μουρμουρίζω = μουρμουρίζω
μουρμούρισμαν = μουρμούρισμα
μουρμουρίχτρα = νύφη που μουρμουρίζει στο αυτί του ανδρός της
μουρουγκλούμαι = παραλύομαι σωματικώς
μουρούζιν = ίππος ή ημίονος μικρού ύψους
μουρούνα = μύραινα
μουρουνέλαδον = μουρουνέλαιο
μουρτάρης = ακάθαρτος, βρωμιάρης, μεταφ. ηθικώς επίμεμπτος
μουρταρίζω = βρωμίζω, λερώνω με ακαθαρσίες, μεταφ. προξενώ βλάβη, ζημιά
μουρταρσύνα = ακαθαρσία, βρώμα
μουρτζεύω = αναγκάζω την δυστροπούσα αγελάδα ν’ αφήσει το γάλα της ελεύθερο βάζοντας το μοσχάρι να θηλάσει λίγο
μούρτζι = βατόμουρο
μούρτη = η υπόσταση του οίνου και πάσης άλλης ελαιώδους ουσίας
μούρτης = θολός, μεταφ. συννεφώδης
μουρχούτ(ιν) = πήλινο επιτραπέζιο τρυβλίο φαγητού
μούσα = συμπιεσμένος σπόγγος ο οποίος μένει πάντα στο αντιμήνσιο της αγίας τράπεζας για να συγκεντρώνει τα ψίχουλα από τον άγιο άρτο, πτηνό, σκότος
μουσαγκίζω = φυσώ με την μύτη
μουσαμά = μουσαμάς
μουσάντρα = μεγάλη ντουλάπα μέσα στον τοίχο που χρησιμοποιείται ως στρωματοθήκη, το ύπερθεν μέρος του αμπαριού
μουσαφίρης = μουσαφίρης
μουσαφιρία = μουσαφίρηδες
μουσιουνίζω = μουρμουρίζω
μουσκαραρία = φιλόστοργη, στοργική
μουσκαράτικον = αγελάδα η οποία δεν παρέχει γάλα προτού θηλάσει το μοσχάρι
μουσκάριν = μοσχάρι
μουσκαρίτζα = μοσχάρι
μουσκαροδέμιν = σχοινί με το οποίο δένουν το μοσχάρι
μουσκαροκολόγκυδον = κολοκύθα άνοστη, κατάλληλη για μοσχάρια
μουσκαροπέτζιν = δέρμα μοσχαριού
μουσκαρόπον = μοσχαράκι
μουσκαροτόπιν = διαμέρισμα της μάνδρας όπου μένουν τα μοσχάρια
μουσκενάριν = διαμέρισμα ξεχωριστό εντός μάνδρας όπου μένουν τα μοσχάρια
μουσκεύκουμαι = αποστρέφομαι στην άσχημη μυρωδιά
μουσκοβολώ = μοσχοβολώ
μουσκογέλασμαν = γέλιο μοσχομυρισμένο
μουσκοκάρυδον = μοσχοκάρυδο
μουσκομαξιλάριν = μοσχομυρισμένο μαξιλάρι
μουσκομυρίζω = μοσχομυρίζω
μούσκος = μόσχος
μουσκοσαπωνίζω = μοσχοσαπουνίζω
μουσκόφυλλον = ευώδες άνθος
μούσμουλον = μούσμουλο, μουσμουλιά
μουσούλιν = μαύρο πανί
μούστα = γρόνθος, πυγμή, ποσότητα όση χωράει η πυγμή
μουστάζω = δίνω μπουνιά, γρονθοκοπώ
μουστάκιν = μουστάκι
μουστέα = γροθιά, μπουνιά
μουστερής = πελάτης
μουστίν = πυγμή, γροθιά
μουστοδακράζω = τρέχουν τα δάκρυα χοντρά ως γρόνθοι
page===12

μουστουνάζω = γρονθοκοπώ
μουστουνέα = πλήγμα μετά την γροθιά
μουστρίν = άνθρωπος κατηφής, σκυθρωπός
μούστρωμαν = σκυθρωπότητα, κατσούφιασμα
μουστρωμένα = μουτρωμένα, σκυθρωπά
μουστρώνω = σκυθρωπιάζω, μουτρώνω
μούτα = φωλιά ορνίθων
μουταρά = πενιχρότητα, φτώχεια, ανάγκη
μουταρίζω = βρωμίζω, λερώνω με ακαθαρσίες, μεταφ. προξενώ βλάβη, ζημιά
μουτάρτς = ακάθαρτος, βρωμιάρης, μεταφ. ηθικώς επίμεμπτος
μουτάφης = σχοινοπλόκος ή εκείνος που πλέκει καλύμματα ίππων
μούτζα = έκζεμα δερματικό, λειχήνας
μουτζάζω = βγάζω εκζέματα
μουτζάρης = εκείνος που έχει εκζέματα
μούτζικας = εκείνος που έχει εκζέματα, μεταφ. άνθρωπος δυσειδής
μουτζουρούμης = ανίκανος για οποιαδήποτε πράξη, αδύνατος
μουτζούχιν = μοσχαράκι νεκρό και ταριχευμένο το οποίο το στήνουν μπροστά από την αγελάδα για να απατηθεί και να κατεβάσει γάλα
μουτζοχόρταρον = είδος χόρτου του οποίου ο γαλακτώδης οπός χρησιμοποιείται ως φάρμακο κατά των λειχηνών
μουτζόχορτον = είδος χόρτου του οποίου ο γαλακτώδης οπός χρησιμοποιείται ως φάρμακο κατά των λειχηνών
μουτουλάζω = δέντρο που εκφύει νέο βλαστό μετά το κλάδεμα
μουτούλιν = ο νέος βλαστός μετά την κλάδευση δέντρου, το ακρότατο μέρος της κορυφής δέντρου
μουτουλώνω = δέντρο που εκφύει νέο βλαστό μετά το κλάδεμα
μούτσικο = λίγο
μούτσος = μικρός στο ανάστημα, βραχύσωμος
μουφλίζης = εκείνος που έχει χρεοκοπήσει, πάμπτωχος
μούχα = ατμοσφαιρική θερμότητα το χειμώνα
μουχανίζω = καυσόξυλο υγρό που δεν καίγεται
μουχάνιν = ο φυσητήρας του σιδηρουργού και του γανωτή
μούχλα = καιρός ομιχλώδες, μούχλα
μουχλάζω = μουχλιάζω, σκυθρωπιάζω
μουχλέα = μούχλα
μουχλίν = μοχλός
μουχλίσκομαι = οικειοποιούμαι κρυφά
μουχλόνω = θερμαίνομαι λίγο
μουχλός = λίγο χλιαρός
μουχλωμένος = ομιχλώδης, μεταφ. κατηφής, σκυθρωπός
μουχμουτεύω = οσφραίνομαι, ψάχνω να βρω κάτι με την όσφρηση, πασπατεύω, καταβροχθίζω, καταναλίσκω
μουχρούτιν = πήλινο επιτραπέζιο τρυβλίο φαγητού
μουχρουτοπλύστρα = πανί με το οποίο πλένουν το πήλινο τρυβλίο
μούχρωμαν = λυκαυγές
μουχρώνει = προσεγγίζει το λυκαυγές, υποφώσκει
μουχτάρης = μουχτάρης
μουχτεροπούλλιν = νεογνό αγριόχοιρου
μουχτερός = αγροιόχοιρος, μεταφ. ρωμαλέος, ανάγωγος, αγροίκος
μουχτερούδιν = αγριόχοιρος
μουχτζίν = περιμετώπιο μόσχου
μοφόριν = νυφικό πέπλο, μεταξωτό φόρεμα
μοχουτεύω = οσφραίνομαι, ψάχνω να βρω κάτι με την όσφρηση, πασπατεύω, καταβροχθίζω, καταναλίσκω
μπαλλώνω = μπαλώνω
μπού = νερό (στη παιδική γλώσσα)
μπούκι = κομμάτι
μπουκίτζι = κομμάτι
μπουκοφάει = φαγητό που τρώγεται με ψωμί
μπουμπού = νερό (στη παιδική γλώσσα)
μυαλός = μυαλό, ο μυελός των οστών, μεφατ. νους
μύδιν = μύδι
μυδοπίλαφον = μυδοπίλαφο
μυΐα = μύγα
μυιοκάθισμαν = τα αβγά της μύγας τα οποία εναποθέτει στο κρέας, μελανό στίγμα από ακαθαρσίες μύγας
μυλάζω = βάζω αλεύρι στο φαγητό για να χυλώσει
μυλάλευρον = αλεύρι με το οποίο μυλάζουν
μυλαρίζω = αλέθω με χειρόμυλο
μυλάριν = χειρόμυλος, μηχανική συσκευή με την οποία ξεφλουδίζουν τα φουντούκια
μυλαρόσυκον = σύκο ευμέγεθες
μυλέγω = βάζω αλεύρι στο φαγητό για να χυλώσει
μυλεχτός = διαλεκτός, εκλεκτός
μυλίασμαν = η προσθήκη αλευριού στο φαγητό προς χύλωση
μύλιν = αλεύρι που προστίθεται στο φαγητό για να χυλώσει
μύλος = μύλος
μυλώνω = βάζω αλεύρι στο φαγητό για να χυλώσει
μύξα = μύξα
μυξάρης = μυξιάρης
μυξάς = μυξιάρης
μυξέας = μυξιάρης
μυξομάντηλον = ρινόμακτρον
μυξοχόρταρον = αγριόχορτο με βλεννώδη οπό
μυξώ = έχω μύξα
μυξώνω = λερώνω με μύξα
μύρα = οσμή, μυρωδιά
μυραγιάζω = εκπέμπω ευωδιά μύρου (πεθαμένος)
μυριάδες = πάμπολλοι, αναρίθμητοι, μυριάδες
μυριγμός = καλή ή κακή οσμή, όσφρηση
μυρίζω = μυρίζω
μύριοι = άπειροι, αναρίθμητοι, μύριοι
μύρισμαν = μύρισμα
μυρίτζικα = αναρίθμητα, πάμπολλα
μυριχτάριν = εκείνο που αναδίδει καλή ή κακή μυρωδιά
μυρμήκα = μυρμήγκι
μυρμηκάπιν = αχλάδι μικρό και στυφό προς τη γεύση
μυρμήκιν = μυρμήγκι
μυρμηκιώ = μυρμηγκιάζω
μυρμηκοφώλιν = φωλιά μυρμηγκιών
μύρμυροι = αναρίθμητοι, πάμπολλοι
μύροι = μύριοι, άπειροι, αναρίθμητοι
μυρολούζω = λούζω με μύρα
μυρομάλλα = μαλλιά μυρωμένα, που αποπνέουν μύρο
μύρον = μύρο
μυρόρριζον = φυτό που έχει πολλές ρίζες
μυροστάζω = στάζω μύρο μεταφ. εκπέμπω μυρωδιά μύρου
μυροστέκομαι = παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι ως μύρο ευωδιάζον
μυροφόρα = εκείνη που αποπνέει μύρο, μυροφόρα
μυρσίνιν = μυρτιά, ψάρι μύραινα
μυρωδία = μυρωδιά
μυρωδιάζω = μυρίζω
μυρωδικά = μυρωδικά
μύρωμα(ν) = μύρωμα
μυρώνω = μυρώνω
μυστηρανεύκουμαι = εκμυστηρεύομαι
μυστήρες = μυστικοσύμβουλος
μυστηρεύκουμαι = εκμυστηρεύομαι
μυστικός = μυστικός
μυτάζω = συρράπτω τη μύτη του τσαρουχιού
μυταστέριν = σιδερένιο όργανο με το οποίο ανοίγουν τρύπες στη μύτη του τσαρουχιού προς συρραφή
μυτάτικος = μάλλινη κάλτσα που έχει χρωματιστά πλουμιά στη μύτη και την φτέρνα
μυτέας = μυταράς
μυτερός = μυτερός
μυτί(ν) = μύτη
μυτία = το πρώτης ποιότητας ξασμένο έριο
μυτίζω = προβάλλω τη μύτη, εκφύω βλαστό, φύτρο
μυτιλής = μυτερός, σουβλερός
page===13

μυτιστέριν = εργαλείο λιθοξόων
μυτόχειλα = μύτη και χείλη
μω = χρήση επιφωνηματική ως δήλωση έκπληξης, θαυμασμού κτλ. «Μω σε, ντο λές!»
Μω σας αποκάμια! = Δήλωση έκπληξης, θαυμασμού.
μωδάζω = μουδιάζω
μώδασμαν = μούδιασμα
μωδώ = μουδιάζω
μώλιν = σωρός λίθων, πυκνή σύσταση φυτών
μωμόγερος = γέρος νωδός ή εσχατόγηρος, φάντασμα γεροντικό απεχθές στην όψη
μώμος = ανόητος, μωρός
μωμότσης = ανόητος, μωρός
μωρεσακά = μωρουδιακά
μωρέσικος = παιδαριώδης, μωρός
μωρέσιν = ανόητα, μωρά, καμώματα παιδαριώδη
μωρεύω = ανοηταίνω, μωραίνομαι
μωριάζω = διασκεδάζω το μωρό με παιχνίδια
μωριλάς = εκείνος που ασχολιέται με έργα παιδαριώδη
μωρίτζα = μωρουδάκι
μωρίτικα = ανοήτως, μωρώς
μωρίτικος = παιδιακίστικος, παιδαριώδης
μωροβολέα = πολλά μικρά μωρά
μωρόγνωμος = ανόητος, μωρός, εύπιστος
μωροκόλλιν = γιαούρτι που δεν έχει πήξη καλά
μωροκολλίουμαι = δεν έχω πήξει καλά (γιαούρτι)
μωρολογία = πλήθος μικρών παιδιών
μωρολογώ = αποκτώ τέκνα
μωρομάννα = μωρομάνα
μωροπαίδιν = μωρό παιδί
μωροπίαστον = γιαούρτι που δεν έχει πήξει καλά
μωρόπιστος = ευκολόπιστος
μωροποίσα = γεννητούρια
μωρόπουλλον = βρέφος, μωρουδάκι, ο μικρός στην ηλικία
μωρός = ανόητος, μωρός
μωρόχλιο = χλιαρό
μωρωδέσιν = μωρό, νήπιο
μώρωμαν = γίνομαι μωρό, μωραίνομαι, τρελαίνομαι, πληγή που παύει να προξενεί αίσθηση
μωρώνω = γίνομαι μωρό, μωραίνομαι, τρελαίνομαι, πληγή που παύει να προξενεί αίσθηση

Ν

page===0

νάζιν = νάζι, ακκισμός προσποιητός
ναζλάνεμαν = κάνω νάζια, ακκίζομαι, αρέσκομαι
ναζλανεύκουμαι = κάνω νάζια, ακκίζομαι, αρέσκομαι
ναζλήαινα = εκείνος που κάνει νάζια, ο ακκιζόμενος, ο θρυπτόμενος
νάζω = λιπαίνω αγρό με κοπριά, αροτριώ
ναι = ναι
ναίσι = ναι
νακάσης = ασβεστοχρωματιστής, ελαιοχρωματιστής
νάκιν = νεαρός βλαστός φυτού
νάκρα = άκρη
νάλια = τα ύφαλα, η τρόπιδα πλοίου
ναλίν = γυναικείο ξυλοπέδιλο
ναλόπον = γυναικείο ξυλοπέδιλο
νάμα = οίνος που χρησιμοποιείται στη θεία λειτουργία
ναματερόν = δοχείο του νάματος
ναμή = μη άραγε, μήπως
νάμιν = όνομα, φήμη
ναμκιόρης = αγνώμων, αχάριστος
ναμούσιν = τιμή, υπόληψη
νανάκαν = στη παιδική γλώσσα, φαΐ
νανάν = στη παιδική γλώσσα, φαΐ
νάνι = λίκνο, κούνια, στη παιδική γλώσσα, ύπνος
νανίζω = νανουρίζω
νανίκα = στη παιδική γλώσσα, ύπνος
νανιλαεύω = νανουρίζω
νανουρίζω = νανουρίζω
νανούρισμαν = νανουρίζω
ναπλάτιν = ωμοπλάτη
ναπλατοπάνιν = πανί χοντρό το οποίο τοποθετείται πάνω στον ώμο για να μεταφέρουμε κάτι βαρύ
νάριν = ρόδι, ροδιά
ναρκιλέ = ναργιλές
νάρτηκας = νάρθηκας εκκλησίας
νασάν = επιφώνημα θαυμασμού
νάσιμον = λίπανση αγρού με κοπριά, λεύκανση πανιών με κατάντληση θαλασσινού νερού στην ακρογιαλιά
νασίον = λίπανση αγρού, τόπος όπου απλώνονται τα πανιά για νάσιμον
νάσμαν = λίπανση αγρού, λίπασμα, λεύκανση πανιών με κατάντληση θαλασσινού νερού
ναστάρ(ιν) = νυστέρι
νασταρέα = τομή με νυστέρι
νάστρα = γυναίκα που ασχολείται με την λεύκανση πανιών με κατάντληση θαλασσινού νερού
ναστρατίτα = είδος άγριου χόρτου εδωδίμου
νάτεμαν = το πρώτο όργωμα αγρού που γίνεται βαθιά
νατεύω = καλλιεργώ, οργώνω
νατός = όργωμα αγρού
νατοχόρταρον = χόρτο που συλλέγεται από αγρό σπαρμένο με αραβόσιτο
νατόχορτον = χόρτο που συλλέγεται από αγρό σπαρμένο με αραβόσιτο
ναυαγίσματα = ανεμοσκορπίσματα
ναύκεργος = ναυτικός
ναύλο = ναύλος
ναύτες = ναύτης
ναφαλός = ομφαλός
ναφτέα = οσμή πετρελαίου
νάφτιν = πετρέλαιο
ναχά = αλλοίμονο
νέ = χρησιμοποιείται ως επιφώνιμα κτητικό «Νέ άνθρωπε», μετά από λέξεις που συντελεί στην έγκλιση αυτών «νέ κουτζη»
νέ = ούτε
νέ-μωρε = μωρός
νέ-μωρη = μωρός
νέαθεν = εκ νέου
νέβζημαν = σβήσιμο
νεβζήνω = σβήνω
νεβήζω = σβήνω
νεβράζω = βρέχω, καταβρέχω
νέβραχμαν = βρέξιμο, κατάβρεγμα
νεβράχτω = βρέχω, καταβρέχω
νεβράχω = βρέχω, καταβρέχω
νεβρέχω = βρέχω, καταβρέχω
νεγαμικά = ενδύματα γαμπρού, νύφης, τα δώρα της νύφης και του γαμπρού πριν τον γάμο
νεγαμόλουτρον = γαμήλιο λουτρό της νύφης και του γαμπρού πριν τη στέψη
νέγαμος = νεόνυμφοι, ο μνηστήρα που πρόκειται να νυμφευθεί
νεγαμοσκάμνιν = το σκαμνί όπου κάθεται ο γαμπρός κατά το ξύρισμα
νεγαμοψώμιν = άρτος ειδικά παρασκευασμένος κατά το γάμο με βούτυρο και ζάχαρη
νεγάμ’σσα = νεόνυμφοι, ο μνηστήρα που πρόκειται να νυμφευθεί
νέγιος = νέος
νεγκάζω = αναγκάζω
νεγκασία = κούραση
νεγκασίον = κούραση
νέγκασμα = κούραση
νεγκασμονή = κούραση
νεγκαστικός = κουραστικός
νεγκομμένος = ο άξιος να κοπεί, να χαθεί
νεδέρος = μέρος όπου καταφεύγουμε για προφυλαχτούμε από τη βροχή
νέες = νέος
νέθω = γνέθω
νειδία = οδεισμός, σκώμμα, ψόγος, μομφή, ντροπή, καταισχύνη
νειδίζω = εμπαίνω, κοροϊδεύω, μέμφομαι, κατηγορώ, καταισχύνω, ντροπιάζω
νεικάζω = εικάζω, συμπεραίνω
νεικασμός = εικασία, διάκριση
νέικος = νεαρός, νεολαία
νεκραναλλάζω = νεκροστολίζω
νεκρανάλλαχτος = νεκροστολισμένος
νεκρικά = τα ένδυμα του νεκρού
νεκροπούλλιν = πουλί νυκτός του οποίου η φωνή νομίζεται προμηνύει θάνατο
νεκρός = νεκρός
νεκροσκώλεχτος = νεκρός που έχει σκουληκιάσει
νεκροστόλαχτος = νεκροστολισμένος
νεκροστολίζω = νεκροστολίζω
νεκροστόλιστον = νεκροστολισμένος
νέμα = αλλά, όμως
νεμαλόν = μυαλό, ο μυελός των οστών
νέμπεσμα = πτώση, πέσιμο
νεμπέφτω = πέφτω
νέμω = ούτε
νενέ = στη παιδική γλώσσα, φαΐ
νενέκα = στη παιδική γλώσσα, φαΐ
νενί = στη παιδική γλώσσα, ύπνος
νενιλαεύω = νανουρίζω
νέξαμος = μέτρο διαστάσεων
νεόγαμος = νεόνυμφοι, ο μνηστήρας που πρόκειται να νυμφευθεί
νεόγαμπρος = νεόνυμφος
νεογέννετος = νεογέννετος
νεοντικός = εκείνο που ανήκει ή αρμόζει σε νέο
νεοντύνω = ξανανιώνω
νεόνυφος = νιόνυφη
νεοπαντρεμένος = νιόπαντρος
νεόπαντρος = νιόπαντρος
νεόποπας = πρόσφατα χειροτονημένος παπάς
νέος = νέος
νεότη = νεότητα
νεότητα = νεότητα
νεούτζικος = πολύ νέος
page===1

νεοχρονία = πρωτοχρονιά
νεόχτιστος = νεόδμητος
νέπε = επιφώνημα κλητικό
νέπρε = επιφώνημα κλητικό
νέρ(ου) = που;
νέραγμαν = αηδία, αποστροφή, άνθρωπος σιχαμένος
νεραιδή = νεράιδα
νεράντζα = μανταρίνι, μανταρινιά
νεραντζοκλάδιν = κλαδί μανταρινιά
νέραντζον = ποτό ή γλύκυσμα από νεράντζι
νεραντζόφυλλον = φύλλο νεραντζιάς
νεράντιν = μανταρίνι, μανταρινιά
νεράριν = νερουλό
νερασία = αηδία, σιχασιά, πράγμα σιχαμένο, άνθρωπος σιχαμένος
νεράσκομαι = σιχαίνομαι, αηδιάζω
νέρασμαν = αηδία, αποστροφή, άνθρωπος σιχαμένος
νερέα = οσμή ή γεύση νερού
νεριάζω = βρέχομαι
νερκιλέ = ναργιλές
νερό(ν) = νερό
νεροβράζω = βράζω
νεροβράσα = ανεμοβλογιά, εξανθήματα της νόσου
νεροδιάβολος = διάβολος του νερού, μεταφ. άνθρωπος πονηρός
νεροελαία = ελιά κολυμβάς
νεροζώμιν = νερουλό
νεροκάρδαμον = σισύμβριο
νεροκένωμα = ουρώ
νεροκενώνω = ουρώ
νεροκούραστον = ανάμεικτο με νερό
νεροκράσιν = κρασί αραιωμένο με νερό
νεροκράτεμαν = δυσουρία
νεροκρατεύκομαι = πάσχω από δυσουρία
νερομάισσα = μάγισσα του νερού, νεράιδα
νερομάννα = μάγισσα του νερού, νεράιδα
νεροντζουλιάζω = κάνω κάτι νερουλό, εξάγω νερό, έδαφος που αναβλύζει ελάχιστο νερό
νεροντζουλιάριν = νερουλό
νεροξύνω = ουρώ
νεροξύσιμον = ούρηση
νεροπάνι = πανί του λουτρού
νεροπατίουμαι = πλημμυρίζω από νερό
νερόπον = λίγη ποσότητα νερού
νεροπότηρον = ποτήρι νερού
νεροπουρτζάζω = πλημμυρίζω από νερό
νεροπουρτζάριν = νερουλό
νεροστάλαγμαν = σταγόνα, σταλαγματιά
νεροτζούμουρον = ψωμί βρασμένο με νερό και βούτυρο ή λάδι
νεροφαΐουμαι = παρασύρομαι από νερό
νεροφούστορον = σούπα από φουρνισμένο αλεύρι και αβγοκομμένη, έδεσμα από μικρά κομμάτια άρτου και αβγά αρτυσμένα με βούτυρο
νερόχορτον = φυτό υδροχαρές που χρησιμοποιείται ως φάρμακο κατά των πληγών
νεροχύτε = νεροχύτης
νερρέχτω = καταρρίπτω, ζώο που αποβάλλει το έμβρυο
νερρίφτω = καταρρίπτω, ζώο που αποβάλλει το έμβρυο
νερρίχτω = καταρρίπτω, ζώο που αποβάλλει το έμβρυο
νέρωμαν = νερουλιάζω
νερώνω = νερουλιάζω
νερωτόν = νερουλιασμένο
νέσβημαν = σβήσιμο
νεσβήνω = σβήνω
νεσίν = μικρά νησάκια σχηματισμένα στις όχθες του ποταμού
νεσπάλλω = λησμονώ, ξεχνώ
νέσπιλον = μέσπιλον
νεστεία = νηστεία
νεστέριν = νυστέρι
νεστεύω = νηστεύω
νεστικός = νηστικός
νεστρέα = ποσότητα όση χωράει το νέστριν
νέστριν = μικρό πινάκιο, στο οποίο περιστρέφεται κάθετα το αδράχτι του γνεσίματος
νεστρόπον = μικρό πινάκιο, στο οποίο περιστρέφεται κάθετα το αδράχτι του γνεσίματος
νέτα = νεότητα
νέτε = νεότητα
νέτεμαν = υγραίνω
νετεύω = υγραίνω
νετεύω = καλλιεργώ, οργώνω
νευρόχορτον = πεντάνευρο
νεφαλός = ομφαλός
νεφέσιν = αναπνοή
νεφεσλάεμαν = έχει πόρο μέσω του οποίου εισέρχεται ο αέρας
νεφεσλαεύω = έχει πόρο μέσω του οποίου εισέρχεται ο αέρας
νέφος = νέφος
νεφρέος = καπνοδόχος
νεφρόν = νεφρό
νεφρόπον = νεφρό
νεφτέα = οσμή πετρελαίου
νέφτιν = πετρέλαιο
νεφώς = φως
νεώνω = ξανανιώνω
νεωσύνη = νεότητα, νιάτα
νήμα = νήμα, κλωστή
νηνίκα = κούκλα, πλαγγών
νηνίν = κούκλα, πλαγγών
νηνίτζα = κούκλα, πλαγγών
νηνόπον = κούκλα, πλαγγών
νήπιον = βρέφος, νήπιο
νηστακός = νηστήσιμο
νηστεία = νηστεία
νήστεμαν = νηστεύω
νηστεύω = νηστεύω
νηστικός = νηστικός
νηχός = ήχος
νιαυτός = εαυτός
νίκη = νίκη
νικώ = νικώ
νιμά = αλλά, όμως
νίνανα = μικρό έντομο το οποίο διαρκώς κινεί την κεφαλή
νίνι = στη παιδική γλώσσα, χορός
νιουνιούκιν = θαλάσσιο όστρακο, το οποίο διασκευάζεται σε μουσικό όργανο και εκπέμπει μελωδικό ήχο
νισάνιν = σημείο, ίχνος, σκοπός πυροβολισμού, σημάδι, παράσημο
νισανλής = αρραβωνιαστικός
νισαστόν = άμυλο
νισατίριν = αμμωνιακό αλάτι
νιστερέα = τομή με νυστέρι
νιστέριν = νυστέρι
νιστερόπον = νυστέρι
νιτές = ιτιά
νιφαλός = ομφαλός
νιφτήρα = νιπτήρας
νίφτω = νίβω, πλύνω
νίψιμο(ν) = νίψιμο
νόας = εκείνος που εύκολα νοεί
νοδός = οδός
page===2

Νοέμβρης = Νοέμβριος
νόημα = νόημα
νοητός = νοητός
νόθος = ο κακής ποιότητας, ο νοθευμένος με ανάμειξη άλλων ουσιών
νόθος = ο νοθευμένος με ανάμειξη άλλων ουσιών, δυσάρεστη οσμή
νοΐζω = νοώ, καταλαβαίνω
νοικάτορας = ενοικιαστής
νοικιάζω = νοικιάζω
νοίκιν = ενοίκιο
νοικοκύρης = νοικοκύρης
νοματίζω = ονοματίζω, κατονομάζω, ονοματοθετώ
νομάτοι = πρόσωπα, άτομα
νομή = αναζήτηση τροφής
νόμιμον = νόμιμο, δίκαιο, ορθό
νόμος = νόμος
νοπλάτιν = ωμοπλάτη
νοπράνης = οκνηρός, νωθρός
νορεύκομαι = ονειρεύομαι
νόσιμον = ξανανιώνω
νοσοκομείον = νοσοκομείο
νοσσάκα = νεαρή όρνιθα η οποία ακόμα δεν έχει γεννήσει
νοσσάκιν = νεαρή όρνιθα η οποία ακόμα δεν έχει γεννήσει
νοσσακίτζα = νεαρή όρνιθα η οποία ακόμα δεν έχει γεννήσει
νοσσακόπον = νεαρή όρνιθα η οποία ακόμα δεν έχει γεννήσει
νοστασέα = νοστιμάδα
νόσταση = νοστιμάδα
νοστιμάδα = νοστιμάδα
νοστίμεμαν = γίνομαι νόστιμος
νοστιμένω = γίνομαι νόστιμος
νοστιμεύκομαι = αισθάνομαι νοστιμάδα, μεταφ. αισθάνομαι ευχαρίστηση
νοστιμία = νοστιμιά
νοστιμίζω = νοστιμίζω
νόστιμος = νόστιμος
νοστίμυμαν = γίνομαι νόστιμος
νοστιμωτός = γλυκός
νοταγμένος = νοτισμένος, βρεγμένος
νότεμαν = βρέχω, υγραίνω
νοτεύω = βρέχω, υγραίνω
νότη = νεότητα
νότητα = νεότητα
νότιγμαν = υγραίνομαι
νοτίουμαι = υγραίνομαι
νότος = υγρασία πρωινή
νούας = εκείνος που εύκολα νοεί
νουδάζω = ονειδίζω, σκώπτω, ψέγω
νουδία = ονειδισμός, σκώμμα, ψόγος, μομφή, ντροπή, καταισχύνη
νουδίζω = εμπαίζω, κοροϊδεύω, μέμφομαι, κατηγορώ, καταισχύνω, ντροπιάζω
νούνιγμα = σκέψη, συλλογισμός
νουνίζω = σκέφτομαι, συλλογίζομαι
νούνισμα = σκέψη, συλλογισμός
νουνιχτά = με σκέψη, με συλλογισμό
νους = νους
νουσσάκα = νεαρή όρνιθα η οποία ακόμα δεν έχει γεννήσει
νουσσακόπον = νεαρή όρνιθα η οποία ακόμα δεν έχει γεννήσει
νουσχά = τριγωνική θήκη που περιέχει μαγικά αντικείμενα ή εκκλησιαστικά ρητά, φοριέται στο στήθος και χρησιμεύεται ως φυλαχτό, μεταφ. οτιδήποτε τριγωνοειδές αντικείμενο
νουσχόπον = τριγωνική θήκη που περιέχει μαγικά αντικείμενα ή εκκλησιαστικά ρητά, φοριέται στο στήθος και χρησιμεύεται ως φυλαχτό, μεταφ. οτιδήποτε τριγωνοειδές αντικείμενο
νούχου = με κάθε λεπτομέρεια
νοχούτιν = ρεβίθι
νοώ = εννοώ, καταλαβαίνω
ντίλεγος = τι λογής
ντο = τι, ποιος
ντόισα = κατά ποίον τρόπο, πως
ντόισος = τι λογής, τι είδους
ντόλογης = τι λογής, ποιο είδος
ντόποιον = ποιο
ντόσιλεγα = κατά ποιον τρόπο, πως
ντόσιλεγος = τι λογής
ντρανώ = κοιτάζω, παρατηρώ
ντώσιμον = χτύπημα, πλήγμα
ντώχκουμαι = χτυπιέμαι, πλήττομαι, προσβάλλομαι από νόσο, σαπίζω
νυλή = δάσος
νύστα = υπνηλία
νύσταγμαν = νυστάζω
νυστάζω = νυστάζω
νυστέας = νυσταλέος
νυφαδακός = εκείνο που αρμόζει στη νύφη, τα ενδύματα της νύφης, τα έθιμα καθήκοντα της νύφης στο σπίτι των πεθερικών
νυφαδαλούκια = τα καθήκοντα της νύφης στην οικογένεια των πεθερικών
νυφαδάνος = ο ερωτοτροπών προς νύφη
νυφαδεύω = κάνω νύφη
νυφαδίκια = τα καθήκοντα της νύφης στο σπίτι των πεθερικών, το έθιμο να μην μιλάει η νύφη στο σπίτι των πεθερικών για κάποιο χρονικό διάστημα
νυφάδιν = νύφη
νυφαδόπον = νυφούλα
νυφαδότε = η νυμφική ιδιότητα, οι τρόποι της νύφης
νυφακά = νυφικά
νυφείον = κατά το γάμο το δωμάτιο της νύφης
νυφέπαρμαν = η παραλαβή και πομπή μεταφοράς της νύφης από το σπίτι της στο σπίτι του γαμπρού
νύφη = νύφη
νυφιάζω = προικίζω
νυφιάτικος = νυμφικός
νυφίος = η ακολουθία των νυμφίων της Μεγάλης Εβδομάδας
νυφίτζα = νυφούλα, κούκλα, ικτίς, είδος φυτού με ωραία άνθη
νυφιτζόμηλον = πολύ κόκκινο μήλο
νυφόμηλον = πολύ κόκκινο μήλο
νυφόπαρμα = η παραλαβή και πομπή μεταφοράς της νύφης από το σπίτι της στο σπίτι του γαμπρού
νυφόπον = νυφούλα
νυφοσκεπάσματα = νυφικά
νυφοστόλος = γαμήλια πομπή
νυφότε = τα καθήκοντα της νύφης στο σπίτι των πεθερικών
νύχαγμαν = προξενώ αμυχή με το νύχι
νυχάζω = προξενώ αμυχή με το νύχι
νυχάριν = άρτος σκληρός σαν νύχι
νυχέα = αμυχή προξενούμενη με νύχι, ίχνος νυχιού
νυχίαγμαν = αμυχή προξενούμενη με νύχι
νύχιν = νύχι
νυχοκόφτω = αιγοπρόβατα που αφήνουν ίχνη νυχιών στο έδαφος, καταστρέφω δρόμους κατηφορικούς
νυχόπον = νυχάκι
νυχού = με κάθε λεπτομέρεια
νύχτα = νύχτα
νυχτάζω = ξενυχτίζω
νυχτερέυω = ξενυχτώ
νυχτερίδα = νυχτερίδα
νυχτέριν = νυχτερίδα
νυχτιά = νυχτώνει
νυχτιζοί = τα κακοποιά δαιμόνια της νύχτας
νυχτικό(ν) = νυχτικό
νυχτισινός = νυχτερινός
νυχτοκάματα = νυχτοκάματα
νυχτοκοπεύω = εργάζομαι όλη τη νύχτα
νυχτοκόχρακας = νυχτοκόρακας
νυχτοπατώ = νυχτοπερπατώ
page===3

νυχτοπερπάτεμαν = νυχτερινός περίπατος
νυχτοπούλλιν = νυχτοπούλι
νυχτουήμερα = ημέρα και νύχτα, νυχθημερόν
νυχτουήμερον = διάρκεια ημερονυχτίου
νυχτούμαι = καταλαμβάνομαι από νύχτα
νυχτώνει = νυχτώνει
νώμα = δώσε μου
νώμος = ώμος
νωστικός = γνωστικός

Ξ

page===0

ξαβουρευτής = πνευματικός, εξομολόγος
ξαβουρεύω = εξομολογώ
ξαγγουρωτός = ο πολύ ανόητος
ξαγοράζω = εξαγοράζω
ξάδελφα = άνθη θάμνου
ξάδελφος = ξάδελφος
ξάι = λίγη ποσότητα, διόλου, καθόλου
ξαΐτζα = λίγη ποσότητα
ξακουσκούμαι = φημίζομαι
ξαλέθω = τελειώνω το άλεσμα
ξαλυκίζω = ξαρμυρίζω
ξάμμαν = θερμαίνω μέχρι βαθμού πυρακτώσεως, καίω
ξαμμονή = υπέρμετρη θέρμανση, μεταφ. γενετήσιος ορμή
ξαμώνω = παίρνω μέτρα, καταμετρώ
ξανά = ξανά
ξαναλεύκουμαι = νιώθω ξένος, συστέλλομαι, δειλιώ
ξαναμολογώ = ξανά ομολογώ
ξαναμωρεύκομαι = ξαναμωραίνομαι
ξαναποδίζω = επιστρέφω, γυρίζω πίσω
ξανάσκελα = όλος ύπτια
ξανθοκέρασον = είδος κερασιού με ξανθούς καρπούς
ξανθοκρανέα = κρανιά της οποίας ο καρπός μένει ανοιχτός ερυθρός
ξανθομάλλης = ξανθομάλλης
ξανθομαλλία = ξανθά μαλλιά
ξανθομέλιν = μελί ξανθό χρώμα
ξανθός = ξανθός
ξανθουλίτζα = ξανθούλα
ξάνω = ξαίνω μαλλιά, τίλλω τις τρίχες της κεφαλής μου
ξαόπον = λίγη ποσότητα
ξαπλώνω = ξαπλώνω
ξάρι = τόξο
ξαροθυμασμένος = εκείνος που δεν έχει πόθο για συγγενικά πρόσωπα στην ξενιτειά
ξαρτεύω = κωλύω, διασκεδάζω
ξάρτιν = σχοινί πλοίου
ξάσιμο(ν) = ξαίνω μαλλιά, τίλλω τις τρίχες της κεφαλής μου
ξάσμα = ξασμένο έριο
ξασμενέα = οσμή της ξινίλας
ξαστέρι = ο αστερισμός της πλειάδος, πληθ. τα εξαπτέρυγα της εκκλησίας
ξαστέριν = όργανο με το οποίο ξαίνουν τα έρια
ξαφνίζω = τρομάζω, καταπτοώ, ξαφνιάζομαι
ξαφνίζω = ξαφρίζω
ξαφτέρα = τα εξαπτέρυγα της εκκλησίας
ξαφτέριν = γεράκι
ξαφτός = διάπυρος, καυστικός
ξάφτω = θερμαίνω μέχρι βαθμού πυρακτώσεως, καίω
ξαψάδα = πυράκτωση
ξαψέσιν = πράγμα όχι αναγκαίο αλλά ανήκει στην πολυτέλεια
ξάψη = πυράκτωση
ξάψιμον = πυράκτωση, μεταφ. γενετήσιος οργασμός, πολυπραγμοσύνη
ξεβαίνω = εξέρχομαι, εμφανίζομαι
ξεγβάλλω = εξάγω, εκβάλλω, αποσπώ
ξεγδύζω = γδύνω
ξεδασκεύω = παύω να κηρύττω, τελειώνω το κήρυγμα
ξεδουλίζω = τελειώνω την εργασία μου, παύω να εργάζομαι
ξέκαλα = πολύ καλά, πολύ ωραία
ξέκαλος = πολύ καλός
ξεκαμπανίσκουμαι = απομακρύνομαι πολύ
ξεκοιλιάζω = ξεκοιλιάζω
ξεκορμίζω = χωρίζω το κορμό ενδύματος
ξεκουκκουδώνω = εκφύω, γεννώ σπυριά
ξελάγιασμαν = παραπείθω κάποιον και παρεκτρέπω ηθικών, άτακτος, απειθής
ξελεπίζω = ξελεπίζω
ξελουτρίσκουμαι = λούζομαι καλά
ξεμαθάνω = μαθαίνω τελείως
ξεμαλώνω = συμφιλιώνομαι
ξεμελευτέριν = μαχαίρι ειδικό για το τρύγημα κυψέλης
ξεμελεύω = τρυγώ κυψέλη
ξεναλαεύκομαι = θεωρώ τον εαυτό μου ξένο, συστέλλομαι, δειλιώ
ξεναλεύκομαι = θεωρώ τον εαυτό μου ξένο, συστέλλομαι, δειλιώ
ξενάλιν = πτηνό πρόσφατα κομισθέν, το οποίο μένει συνεσταλμένο και δειλό και κάποιο καιρό
ξενιτάρης = ξενιτεμένος
ξενιτέας = ξενιτεμένος
ξενιτεία = ξενιτιά
ξενίτεμαν = ξενιτεύω
ξενίτες = ξενιτεμένος
ξενιτεύω = ξενιτεύω
ξενίτζικος = ξενούλα
ξεννάσκομαι = ξενοιάζομαι
ξενόκολος = πολύ φιλόξενος
ξενομαχαλέτες = εκείνος που προέρχεται από άλλη ενορία
ξενομερίτες = εκείνος που προέρχεται από ξένο μέρος
ξενόνυφος = ξένη νύφη, προσδιορισμός επιθετικός της μισητής νύφης ως ξένης
ξένος = ξένος
ξενουρέα = πλήθος ξένων
ξενούτζικος = ξένη
ξενόφιλος = φιλόξενος
ξενοχωρέτες = εκείνος που προέρχεται από ξένο χωριό
ξενοχώριν = ξένο χωριό
ξενοχωρίτες = εκείνος που προέρχεται από ξένο χωριό
ξεντρέπομαι = παύω να ντρέπομαι
ξεπέφτω = παρακμάζω, πτωχαίνω
ξεπλύνω = ξεπλένω
ξεπνοΐζω = εξέπνευσε, πέθανε
ξεποίω = αποτελείωσα
ξερά = ξερά
ξέρα = ξηρότητα, γη, στεριά, τέναγος
ξεραδάζω = ξηραίνομαι στην επιφάνεια
ξεραδάριν = ημίξηρος
ξεραδίαγμαν = ξηραίνομαι στην επιφάνεια
ξεραδώ = ξηραίνομαι στην επιφάνεια
ξεραίνω = ξεραίνω
ξερακιανός = ξεροψημένος, ισχνός, λιπόσαρκος
ξερακός = ισχνός, λεπτοφυής
ξέραμαν = αποξήρανση
ξέραμαν = εμετός
ξεραντέριν = μέρος όπου αποθηκεύονται δημητριακά για να ξηραθούν ή κηπουρικά για να προφυλαχτούν
ξεραντερόπον = όπου αποθηκεύονται δημητριακά για να ξηραθούν ή κηπουρικά για να προφυλαχτούν
ξεραντούδι = πράγμα αποξηραμένο
ξερασία = εμετός
ξερασία = ανομβρία, ξηρός καιρός, ξηρό έδαφος
ξέρασμαν = εμετός
ξεραχούμαι = αναισθητοποιώ κάποιον με χτύπημα, φτάνω σε κατάσταση αναισθησίας από το γέλιο
ξεραχώνω = αναισθητοποιώ κάποιον με χτύπημα, φτάνω σε κατάσταση αναισθησίας από το γέλιο
ξερέας = κατάξηρος, κατεσκληκώς
ξερέψιν = ξεροψημένος
ξερίεμαν = ξηραίνω
ξερίωμαν = ξηραίνω
ξεριώνω = ξηραίνω
ξερνοχολίουμαι = ξερνώ χολή
ξεροβέξιμον = ξηρός βήχας
page===1

ξεροβέχω = βήχα χωρίς φλέματα
ξερογαβάνα = άνθρωπος ισχνός, ξερακιανός
ξερογαζγάνα = γυναίκα πολύ ισχνή
ξερογλείφω = ξερογλείφω
ξερογλείψιμον = ξερογλείφω
ξερογουργουρίζω = ξεροκαταπίνω
ξεροδείσα = ξηρή ομίχλη
ξερόειλικος = ξηρός βλαστός φυτού
ξεροκέφαλος = ξεροκέφαλος
ξεροκοκκινίζω = ξεροκοκκινίζω
ξερολάβασον = ξερή λαγάνα
ξερολίβαδον = ξερό λιβάδι
ξεροπάιρον = πλαγιά ξερή χωρίς ίχνος χλωρίδας
ξεροπέγαδον = βρύση χωρίς νερό
ξεροπεθερά = πεθερά μακάρι να ξεραθεί
ξεροπεθερός = πεθερός μακάρι να ξεραθεί
ξεροπέρβολον = τοίχος χωρίς λάσπη
ξεροπέτεινος = άνθρωπος κάτισχνος
ξεροπόδαρος = χωλός, εκείνος που είθε να ξεραθούν τα πόδια
ξερός = ξερός
ξερόστομος = λιτοδίαιτος, ολιγοφάγος
ξεροτζίκουν = ξερό κλαδί πεύκου ή ελάτου
ξεροτρώγω = τρώω ξερή τροφή
ξερούμενος = ο γνωρίζων, ειδήμων
ξεροφαγία = ξεροφαγία
ξεροφάει = ξερή τροφή
ξεροχαλχάνιγμαν = γελώ ξερά, εκείνος που έχει ξερό γέλιο
ξεροχαλχανίζω = γελώ ξερά, εκείνος που έχει ξερό γέλιο
ξεροχαλχάνισμαν = γελώ ξερά, εκείνος που έχει ξερό γέλιο
ξεροχαχανίζω = γελώ ξερά, εκείνος που έχει ξερό γέλιο
ξεροχαχάνισμαν = γελώ ξερά, εκείνος που έχει ξερό γέλιο
ξεροχέρης = εκείνος που έχει κουλά χέρια, εκείνος που είθε να του ξεραθούν τα χέρια, μεταφ. γλίσχρος, φιλάργυρος
ξεροχόρταρον = ξεραμένο χόρτο
ξεροχτενίζω = χτενίζω ξερά χωρίς να το βρέξω
ξεροχτένισμαν = χτενίζω ξερά χωρίς να το βρέξω
ξεροψένω = ξεροψήνω
ξεροψέσιμον = ξεροψήνω
ξερριζώνω = ξεριζώνω
ξέρω = ξέρω
ξερώ = ξερνώ
ξερώνω = ξηραίνω
ξερωτίδα = τσιμπούρι
ξερωτός = ημίξηρος
ξεσκεπάζω = ξεσκεπάζω
ξεσκέπασμα = ξεσκέπασμα
ξετάζω = εξετάζω
ξετραχηλίουμαι = αφήνω ανοιχτό τον τράχηλο
ξετραχήλωμα = το να αφήνω τον τράχηλο ανοιχτό
ξετρώγω = τελειώνω το γεύμα μου
ξευρούμενος = γνώριμος, γνωστός
ξεφανίζω = φανερώνω, δηλώνω
ξεφάντωμαν = ξεφαντώνω
ξεφαντώνω = ξεφαντώνω
ξεφαντωσία = διασκέδαση, ξεφάντωμα
ξεφάντωτος = ένδοξος
ξεφουρνάζω = βγάζω τα ψωμιά από τον φούρνο
ξεφουρνίζω = βγάζω τα ψωμιά από τον φούρνο
ξεφτέρα = τα εξαπτέρυγα της εκκλησίας
ξεφτύζω = βρίσκομαι στο τέλος του έργου, τελειώνω
ξεχάνω = λησμονώ
ξεχειλίζω = ξεχειλίζω
ξέχειλος = ξέχειλος
ξεχειλώνω = ξεχειλώνω
ξεχτίζω = αποπερατώ οικοδομή
ξέχωρα = ξεχωριστά
ξεχώριγμαν = ξεχωρίζω
ξεχωρίζω = ξεχωρίζω
ξεχωρισία = χωρισμός
ξεχώρισμαν = ξεχωρίζω
ξεχωριστά = ξεχωριστά
ξεχωριστός = αποχωρισμένος
ξέχωρος = ξέχωρος
ξηλάζει = κλίνει ο ήλιος προς τη δύση
ξημέρωμα(ν) = ξημέρωμα
ξημερώνω = ξημερώνω
ξηρά = ξηρά
ξιγκοιλάζω = ξεκοιλιάζω
ξίδι = ξίδι
ξιδιώ = γίνομαι σαν ξίδι, ξινίζω
ξιδώνω = διαβρέχω με ξίδι
ξίκλωνο = δέντρο του οποίου εξέχουν από παντού οι κλώνοι
ξιλαγιάζω = παραπείθω κάποιον και παρεκτρέπω ηθικών, άτακτος, απειθής
ξιλαΐζω = μετακινώ, μετατοπίζω
ξιμαγκίζω = κατατρίβω, φθείρω
ξιμολόγος = εξομολόγος
ξιμολογώ = εξομολογώ
ξινός = ξινός
ξιντερίζω = ξεκοιλιάζω
ξιντέρισμαν = ξεκοιλιάζω
ξίξειλος = ξέχειλος
ξιξειλώνω = ξεχειλώνω
ξιουραφίζω = ξυρίζω
ξιουράφιν = ξυράφι
ξιουρίζω = ξυρίζω
ξιπαχνίζω = βγάζω το πανί από το αντί του αργαλειού
ξιπελαγίζομαι = παρεκτρέπομαι ηθικώς
ξιπερισσεύω = ξεχωρίζομαι
ξιπερνώ = εξίσταμαι
ξιπλερώνω = εξαντλούμαι
ξιπνοΐζω = εξέπνευσε, πέθανε
ξιπουγκιάρης = εκείνος που δεν έχει πουγκί, μεταφ. απένταρος
ξιστιβίζω = ξεθωριάζω
ξιφαλισμένος = εκείνου του οποίου του έπεσε ο ομφαλός
ξιφάριν = τσόντα, ξιφοειδής απόφυση εντόμου, δόντι ανθρώπου το οποίο εξέχει από τα άλλα, όλες οι γωνίες του αγρού
ξιφαροδόντης = εκείνος που έχει δόντια που εξέχουν
ξιφαρόπον = τσόντα, ξιφοειδής απόφυση εντόμου, δόντι ανθρώπου το οποίο εξέχει από τα άλλα, όλες οι γωνίες του αγρού
ξιφαρωτόν = εκείνο που έχει σχήμα ξιφοειδές και επίμηκες
ξιφίδιν = κυνόδοντας
ξιφίν = κυνόδοντας
ξιχειλίζω = ξεχειλίζω
ξίχειλος = ξέχειλος
ξιχειλώνω = ξεχειλώνω
ξιχεράτος = ανασκουμπωμένος
ξίχωρα = ξέχωρα
ξιχωρίζω = ξεχωρίζω
ξιχώρισμαν = ξεχωρίζω
ξιχωριστός = αποχωρισμένος
ξίχωρος = ξέχωρος
ξιώ = ξινίζω
ξοδεύω = ξοδεύω
page===2

ξολοθρεύω = εξολοθρεύω
ξομολογώ = εξομολογώ
ξόμπλιν = υπόδειγμα κεντήματος
ξοργίζω = εξοργίζω
ξορθωτήρι = άνθρωπος που θέλει να παραστήσει ως σωστά και αυτά που δεν είναι
ξουλάφι = ξύλινη λαβή σιδηρού εργαλείου του γανωτή και του σιδηρουργού
ξουλουλάζω = παραπλανώ, παραπείθω
ξουξουλάεμαν = παροτρύνω σκύλο να επιτεθεί
ξουξουλαεύω = παροτρύνω σκύλο να επιτεθεί
ξούρα = ξηρότητα, γη, στεριά, τέναγος
ξουράφιν = ξυράφι
ξουρίζω = ξυρίζω
ξουρός = ισχνός, σκελετώδης, αβαθής
ξυαλίζω = στίλβω, λάμπω
ξύγαλα = γιαούρτι
ξυγαλατένεν = εκείνο που προέρχεται από γιαούρτι
ξυγαλατοσάκκουλον = σακούλα μέσα στο οποίο διυλίζεται το γιαούρτι
ξυγαλατοσούρβιν = σούπα αρτυσμένη με γιαούρτι
ξυγαλωμένος = εκείνος που είναι αλειμμένος με γιαούρτι
ξύγω = ξέω, αποξέω, διαγράφω, ξεγράφω, μεταφ. αποσπώ από κάποιον χρήματα, αισθάνομαι φαγούρα, κνήθομαι
ξύζω = ξέω, αποξέω, διαγράφω, ξεγράφω, μεταφ. αποσπώ από κάποιον χρήματα, αισθάνομαι φαγούρα, κνήθομαι
ξυκοκάρπετον = είδος χοντρού κανναβένιου στρώματος
ξυλάβιν = ξύλινη λαβή σιδηρού εργαλείου γανωτή και σιδηρουργού, μεταφ. πόδι γυμνό και άκομψα, εργαλείο χρυσοχόου
ξυλάγγειν = ξύλινο αγγείο μέσα στο οποίο με τη συνεχή κίνηση αποχωρίζεται το βούτυρο από το γιαούρτι ή γάλα
ξυλαγγιάζω = εξάγω από το ξυλάγγειν το βούτυρο από το γιαούρτι ή το γάλα
ξυλαγγίζω = εξάγω από το ξυλάγγειν το βούτυρο από το γιαούρτι ή το γάλα
ξυλαγγομάνταρον = είδος μύκητα κωνοειδούς και κοίλου
ξυλαγγοπώμιν = χοντρό ύφασμα με το οποίο καλύπτουμε το άνοιγμα του ξυλαγγειού
ξυλάγγουρον = αγγούρι σκληρό
ξυλάζω = τοποθετώ ξύλινη στέγη, δίνω ξυλιές, γίνομαι σαν ξύλο, σκληρύνομαι
ξυλάμπασας = είδος παιχνιδιού, αστράγαλος
ξυλάπιν = είδος αχλαδιού σκληρού
ξυλαρείον = αποθήκη ξύλων
ξυλαρούτα = είδος παιχνιδιού
ξυλάς = υλοτόμος, εκείνος που πουλά ξύλα
ξυλάχραδον = άγρια αχλαδιά που παράγει σκληρούς καρπούς
ξυλέα = ξυλιά, δαρμός με οποιοδήποτε μέσο
ξυλένος = ξύλινος
ξυλεύω = κόβω ή αθροίζω ξύλα
ξυλή = ξυλεία
ξυλίασμαν = τοποθετώ ξύλινη στέγη, δίνω ξυλιές, γίνομαι σαν ξύλο, σκληρύνομαι
ξυλικά = ξύλινα οικιακά σκεύη
ξυλική = ξυλεία
ξυλικόν = όλα τα είδη ξύλου
ξυλίτζα = ξυλάκι
ξυλλαβιστέριν = μικρό ξυλάκι το οποίο χρησιμοποιούν μαθητές για να δείξουν τα γράμματα και να συλλαβίσουν
ξύλο(ν) = ξύλο
ξυλογαιδάρα = ξύλινο υποστήριγμα σκάφης
ξυλόγναφος = εκείνος που φοβάται να μιλήσει μπροστά σε άλλους
ξυλογούργουρος = αγράμματος, απαίδευτος
ξυλοκάρβωνον = ξυλάνθρακας
ξυλοκέρατον = κεράτιο, χαρούπι
ξυλοκεφαλάζω = δείχνω κακή διαγωγή, φέρομαι άτακτα
ξυλοκεφαλία = κακή και αδιόρθωτη διαγωγή
ξυλοκεφαλίασμαν = δείχνω κακή διαγωγή, φέρομαι άτακτα
ξυλοκέφαλος = εκείνος που δεν παίρνει από συμβουλές
ξυλοκολόγκυθον = κολοκύθα με σκληρό φλοιό
ξυλοκόσκινον = κόσκον πλεγμένο με λεπτά ξυλαράκια
ξυλομάκελλον = ξύλινη σκαπάνη
ξυλομάστορης = ξυλουργός, μαραγκός
ξυλόμηλον = μήλο σκληρό σαν ξύλο
ξυλομίντερον = είδος σκληρού υποστρώματος
ξυλόπον = ξυλάκι
ξυλοφάγος = δρυοκολάπτης, τσαλαπετεινός, εργαλείο με το οποίο ρινίζεται ξύλο
ξυλόχορτον = αγριόχορτο με σκληρά φύλλα
ξυλοχωράτες = αγροίκος χωρικός
ξυλοχωρέτες = αγροίκος χωρικός
ξυλώνω = καθιστώ κάτι ακίνητο σαν ξύλο, ξυλιάζω
ξυμύτης = εκείνος που έχει προεκτεταμένη και οξεία μύτη, μεταφ. ψηλομύτης
ξυμυτίνος = αλαζόνας, επηρμένος, ακατάδεκτος
ξυμυτομύτης = αλαζόνας, επηρμένος, ακατάδεκτος
ξυμυτός = μυτερός, σουβλερός
ξυμύτωμαν = κάνω κάτι μυτερό, οξύνω, σηκώνω μύτη, φέρομαι αλαζονικά, υπεροπτικά
ξυμυτώνω = κάνω κάτι μυτερό, οξύνω, σηκώνω μύτη, φέρομαι αλαζονικά, υπεροπτικά
ξυμυτωτός = λίγο μυτερός, εκείνος που φέρεται υπεροπτικά
ξύμψιλος = πολύ λεπτός
ξύνω = χύνω, εξανθώ, θάλλω, ξεθωριάζω, πίνω συνεχώς
ξύπνα = έξυπνος
ξυπναναστορώ = ξυπνώντας αναπολώ τη μνήμη μου
ξυπνίζω = αφυπνίζω, ξυπνώ
ξυπνονοώ = αντιλαμβάνομαι τι συμβαίνει
ξυπνός = έξυπνος
ξυπνώ = αφυπνίζομαι, ξεμεθάω
ξυπολύουμαι = βγάζω τα υποδήματα
ξυπόλυτος = ξυπόλυτος
ξυραφέα = ίχνος τομής ξυραφιού
ξυραφίζω = ξυρίζω
ξυράφιν = ξυράφι
ξυράφισμαν = ξυρίζω
ξυραφόπον = ξυράφι
ξυρίζω = ξυρίζω
ξύρισμαν = ξύρισμα
ξυρρύχιν = οξύρρυγχος
ξύσιμο(ν) = χύσιμο, έκχυση
ξύσιμο(ν) = ξύσιμο
ξύσμαν = προσκολλημένο φαγητό στη βάση της χύτρας
ξυσπαίνομαι = ξιπάζομαι, καταλαμβάνομαι από τρόμο
ξύσπασμα = ξίπασμα, αιφνίδιος τρόμος, σπυριά των χειλιών που βγαίνουν με από τρόμο
ξυστάριν = εκείνο που ξεβάφει, ξεθωριάζει
ξύστε = μικρό φτυαράκι που χρησιμοποιείται ως πυράγρα, όργανο με οποίο ξύνουν θαλάσσιους βράχους για να συλλέξουν σκουλήκια για δόλωμα
ξυστέας = οινοπότης, μεθυσμένος
ξυστέριν = όλα τα όργανα που χρησιμοποιούνται για ξύσιμο
ξύστες = εκείνοι οι οποίοι με δόλιο τρόπο αποσπούν χρήματα ή πράγματα
ξύστρα = σιδερένια ξύστρα με την οποία καθαρίζουν τα υπολείμματα της ζύμης από τη σκάφη, σιδερένιο φτυαράκι της εστίας χρησιμοποιούμενο ως πυράγρα
ξυστρίζω = κεντώ με τσουκνίδα
ξύφαρο = κεραυνός
ξυφτέριν = γεράκι, μαχαίρα τρυγητού των κυψελών
ξύψηλος = πολύ ψηλός
ξύψιλος = πολύ λεπτός
ξύω = ξέω, αποξέω, ξύνω με νύχια, διαγράφω, ξεγράφω, μεταφ. αποσπώ από κάποιον χρήματα, αισθάνομαι φαγούρα
ξωγκοιλάζω = ξεκοιλιάζω
ξωδίγω = αγγείο που εκβάλλει το υπάρχον υγρό από τους πόρους
ξωδράνα = μεγάλα δοκάρια στέγης
ξωθωρίζω = ξεθωριάζω
ξώκλαδον = το ακριανό κλαδί του δέντρου
ξώπαρτος = άτακτος, ανυπάκουος, απρόσεκτος
ξώρας = παράκαιρα, αργά
ξώφυλλον = στη χαρτοπαιχτική χαρτί που δεν πιάνει, το εξωτερικό φύλλο φυτού

Ο

page===0

ό,τις = όστις, οτιδήποτε
οβά = τόπος πεδινός
οβούδιν = βόδι
ογβαίνω = βγαίνω
ογδόντα = ογδόντα
ογιά = γιατί
ογιάντο = για ποιο λόγο, γιατί
όγιν = βέλος
ογκαρίζω = ογκανίζω, γκαρίζω
ογκώνω = ζητώ, αναζητώ
ογλάκιν = κατσικάκι
ογλήγορα = γρήγορα
ογούρι = καλή τύχη
ογουρλίν = τυχερός, γουρλίδικος, ευτυχισμένος
ογουρσούζης = απαίσιος, γρουσούζης
ογραεύω = παθαίνω συμφορά
ογράσεμαν = καταγίνομαι, μάχομαι
ογρασεύω = καταγίνομαι, μάχομαι
ογρός = υγρός
οδάντο = για ποιο λόγο, γιατί
οδόντιν = δόντι
οδός = η θέση την οποία παίρνει κάποιος στη θέση του άλλου, φορά
οζ’μάριν = ζυμάρι
οζ’μαρομάντηλον = ύφασμα με το οποίο καλύπτουν τη ζύμη στη σκάφη
όθεν = απ’ όπου, όπου
όθεν-καικά = όπου ακριβώς
όθεν-κέσου = όπου
όθεν-κιάνου = όπου προς τα άνω
οικοκυραδότε = νοικοκυροσύνη
οικοκυρείον = νοικοκυριό
οικοκύρης = οικοκύρης
οικοκυρία = η καλή οικογενειακή διοίκηση, η οικιακή οικονομία
οικοκυρωσύνη = η καλή οικογενειακή διοίκηση, η οικιακή οικονομία
οικονομή = βούληση, θέληση
οικονομία = οικονομία
οικονομικός = οικονομικός
οικονομώ = κάνω οικονομία, κρίνω και διευθετώ κατ’ ιδίαν βούληση
οικουμένη = οικουμένη
οινάριν = οίνος
οκά = οκά
όκιν = βέλος
οκνάρης = οκνηρός, ράθυμος
οκνάσιμον = φέρομαι οκνηρώς, ραθυμώ, τεντώνομαι
οκνάσκομαι = φέρομαι οκνηρώς, ραθυμώ, τεντώνομαι
οκνέας = οκνηρός, τεμπέλης
οκνία = οκνηρία, τεμπελιά
οκνιάρης = οκνηρός, τεμπέλης
οκνιάρικα = τεμπέλικα
οκνιαρωτός = οκνηρός, τεμπέλης
όκνιασμα = ελαφρό ρίγος
όκνιγμαν = βαριέμαι
όκνος = οκνηρία, τεμπελιά
οκνός = εκείνος που κινείται αργά
οκνώ = βαριέμαι
ολά = φορά
ολάκερος = ολόκληρος
ολάνοιχτα = εντελώς ανοιχτά, ξέσκεπα
ολάνοιχτος = εντελώς ανοιχτός
ολήγορα = γρήγορα
ολημέρα = όλη μέρα
ολημερέσιν = μεσημβρινό
ολημερεύω = διέρχομαι την ημέρα, διημερεύω
ολημερίζω = περνώ όλη την ημέρα
ολημερισινός = μεσημβρινός
ολημερίτζα = καθ’ όλη την ημέρα
ολημερ’νάζω = δίνω στα ζώα την μεσημβρινή τροφή, βγάζω τα ζώα τον χειμώνα από την μάνδρα για να λιαστούν, σηκώνομαι από τον ύπνο πολύ αργά
ολημερ’νέσιν = μεσημβρινό
ολημερ’νόν = μεσημβρινό
ολίασπρος = ολόασπρος
ολιγίτζικος = λιγοστός, λιγουλάκι
ολιγοζώετος = εκείνος που ζει λίγο χρόνο
ολιγοζωία = βραχύτητα ζωής
ολιγοζώος = βραχύβιος
ολιγόλογος = ο μη φλύαρος
ολιγόπον = λίγη ώρα
ολίγος = λίγος
ολιγόστεμαν = λιγοστεύω, μειώνομαι
ολιγοστεύω = λιγοστεύω, μειώνομαι
ολιγοστός = λιγοστός, λίγος
ολιγούτζικος = λιγοστός, λίγος
ολιγοφαγία = η λιτότητα της τροφής
ολιγόφαγος = ολιγαρκής, εκείνος που τρώει λίγο
ολιγοχρόνετος = βραχύβιος
ολιγοχρόνος = βραχύβιος
ολιγόψυχος = μικρόψυλος, δειλός, ανυπόμονος, στενάχωρος
ολιγωτέρεμαν = λιγοστεύω, ελαττώνω
ολιγωτερεύω = λιγοστεύω, ελαττώνω
ολίμαυρος = ολόμαυρος
όλισμαν = καθίζηση εδάφους, το καθιζόμενο έδαφος
όλκος = έλκος
ολκώ = εξελκούμαι
ολοαίματος = γεμάτος με αίματα, καταματωμένος
ολόασπρος = ολόλευκος
ολόβολος = ισοπεδωμένος
ολόγερα = ολόγυρα
ολόγιος = ολόκληρος, μεταφ. χονδροειδής εξωτερικά και αγροίκος εσωτερικά, αναίσθητος, απαθής
ολογόπον = ολιγόλογος
ολόγυρα = ολόγυρα
ολογύριν = η πρώτη κυκλική σειρά λίθος πάνω στην οποία στηρίζεται ο θόλος του φούρνου
ολόιδιος = ολόιδιος
ολοΐλαρος = γερός, υγιέστατος
ολοινέτερον = όλων
ολοίσθια = οι τελευταίες στιγμές της ζωής
ολοκαίνουργος = ολοκαίνουργιος
ολοκίτρινος = κατακίτρινος
ολοκνήκατος = κατακόκκινος
ολοκόκκινος = κατακόκκινος
ολόκοκκος = ο παρασκευασμένος από ολόκληρο άκοπο σιτάρι
ολόκοπος = άκοπος
ολόκορμος = ολόκορμος
ολοκούτουρνος = κατακίτρινος
ολοκρύσταλλος = πολύ διαυγής
ολομάναχος = ολομόναχος
ολομάτωτος = γεμάτος με αίματα, καταματωμένος
ολόμαυρος = κατάμαυρος
ολομέλανος = κατάμαυρος
ολομόναχος = ολομόναχος
ολόμονον = μόνος
ολόμονος = μόνος
ολονυστέρου = ύστερον όλων, τελευταία
page===1

ολόνυχτα = καθ’όλην την νύχτα
ολοξίασπρος = κάτασπρος
ολόπλυτος = εκείνος που πλύθηκε καλά
ολοπόρφυρος = εντελώς κόκκινος, κατέρυθρος
ολοπράσινος = καταπράσινος
ολόρθα = όρθια
ολόρθος = όρθιος
ολορτοτζούπιν = είναι όρθιος σαν λεπτό ξυλάκι
όλος = όλος, ολόκληρος
ολοστράτας = στην ίδια οδό
ολοστρόγγυλος = ολοστρόγγυλος
ολοτρίγυρα = τριγύρω
ολούκιν = υδροσωλήνας
ολουκλάεμαν = ρέω ορμητικά
ολουκλαεύω = ρέω ορμητικά
ολουνέτερον = όλων
ολοφόρτωτος = εκείνος που είναι φορτωμένος με βαρύ φορτίο
ολόχαλκος = όλος με χαλκό
ολόχαρος = χαριέστατος
ολόχρονα = όλη τη χρονιά
ολοχρονία = η διάρκεια ολόκληρου έτους, καθ’ όλη την χρονιά
ολόχρυσος = ολόχρυσος
ολύχτα = όλη την νύχτα
ολωνυστέρου = ύστερον όλων, τελευταία
ολώνυχτα = καθ’όλη την νύχτα
ολωνυχτίς = καθ’όλη την νύχτα
ομάζω = μοιάζω με κάποιον, φαίνεται
ομάλα = ίσια, ευθεία
ομαλέα = τόπος ομαλός
ομαλίζω = ισοπεδώνω, κάνω κάτι λείο
ομάλιν = ομαλό, ευθύ, είδος χορού
ομαλόπον = ομαλό, ευθύ, είδος χορού
ομαλύνω = εισέρχομαι σε δρόμο ίσιο, ομαλό
όμασμαν = όρκος
όμεμαν = ελπίζω, προσδοκώ
ομεύων = ελπίζω, προσδοκώ
ομιλία = ομιλία
ομιλώ = μιλώ
όμισος = μισός
ομματάζω = ματιάζω
ομματέα = ματιά, βλέμμα
ομματίασμαν = μάτιασμα
ομμάτιν = μάτι, μάτιασμα, πηγή, μπουμπούκι
ομματογιάλα = γυαλιά ματιών
ομματόκλαδα = βλεφαρίδες
ομματόπονος = πόνος στο μάτι
ομματόπ’λλον = ματάκι
ομματοτέρεμαν = βλέμμα
ομματοτζάτζιν = βλεφαρίδες
ομματόφρυδα = μάτια και φρύδια μαζί
ομματοφωλίδα = οφθαλμική κόγχη
ομματοχώσαμαν = βλέμμα διεισδυτικό, ερευνητικό
όμνασμαν = όρκος
όμνησμαν = όρκος
ομνύγω = ορκίζομαι
ομνύζω = ορκίζομαι
ομνύω = ορκίζομαι
ομνώ = ορκίζομαι
όμο = αλλά, όμως
ομοίασμαν = ομοιότητα
ομολογία = λόγος, γνώμη
ομόλογον = ομόλογο
ομολογώ = συμφωνώ με τη γνώμη κάποιου, λέω τη γνώμη μου, μιλώ, αποκαλύπτω, μαρτυρώ
ομολογώ = ομολογώ
όμον = αλλά, όμως
ομόν = αλλά, όμως
ομόνοια = ομόνοια
ομόνω = ορκίζομαι
όμορφος = όμορφος
όμοσμα = όρκος
ομούτιν = ελπίδα, προσδοκία
όμποιος = οποιοσδήποτε
όμποσος = όσο πολύς, όσο μεγάλος
ομπρέλα = ομπρέλα
ομπρό = εμπρός
ομπρός = εμπρός
ομπροστά = μπροστά
ομπροστάλ(ιν) = μπροστέλα
όμπως = όμπως
ομύδιν = μύδι
ομώνω = ορκίζομαι
ονειδάζω = ονειδίζω, κοροϊδεύω, επικρίνω
ονειδία = ονειδισμός, κοροϊδία, μομφή, ντροπή, καταισχύνη
ονειδίζω = εμπαίζω, κοροϊδεύω, μέμφομαι, κατηγορώ, καταισχύνω, ντροπιάζω
ονείδισμαν = ονειδίζω, κοροϊδεύω, επικρίνω
όνειδος = ντροπή, καταισχύνη, μεταφ. άνθρωπος κατησχυμένος, ντροπιασμένος
ονειρεύκουμαι = ονειρεύομαι, ονειροπολώ
όνειρον = όνειρο
όνειρον = όνομα
ονομασία = ονομαστική εορτή
ονομάτιγμαν = κατονομάζω
ονοματίζω = κατονομάζω
ονούς = νούς
οντάμα = μαζί
οντάμωμα = συνάντηση
ονταμώνω = συναντώ, συναντιέμαι
όνταν = όταν
όντας = όταν
όντες = όταν
όντις = όταν
όντος = όταν
ονύχιν = νύχι
οξάζω = αξίζω, υπερτερώ
οξέα = οξιά
οξιδέα = οσμή του ξιδιού
οξίδιν = ξίδι
οξιδόπον = ξιδάκι
οξιδρόν = δοχείο ξιδιού
οξίδωμαν = διαβρέχω με ξίδι
οξιδώνω = διαβρέχω με ξίδι
οξικέσ(ου) = προς τα έξω
οξινίζω = ξινίζω
όξινος = ξινός
οξινοτράχανο = τραχανάς νηστήσιμος παρασκευασμένος από ξινό χυμό από αγουρίδες ή κράνια
οξοκλάδιν = κλάδος οξιάς
οξολιγού = ελάχιστα, λίγο
οξός = ιξόβεργα
όξος = ιξόβεργα
οξυπολύζω = βγάζω τα υποδήματα
οξυπόλυτος = ξυπόλυτος
page===2

οξωδρόμι = έγκαυμα ή τραύμα επιπόλαιο
οξωκά = έξω
οξωπηχιάω = παρεκτρέπομαι ηθικώς
οξωπίσω = οπίσω
οξωτή = μέρος γεμάτο με οξιές
όπα = ποιμενική καλύβη
οπέρυσι = πέρυσι
οπερ’σιζ’νός = περσινός
οπερ’σινός = περσινός
όπη = όποιος
οπισκαικά = πίσω ακριβώς
οπισκέσου = στα πίσω μέρη
οπισκιάνου = πίσω προς τα άνω
οπίσω = πίσω, προς τα πίσω
όποιος = όποιος, οποιοσδήποτε
οποσίκος = όσο πολύς, όσο μεγάλος
οποσίτικος = όσο πολύς, όσο μεγάλος
όποσος = όσο πολύς, όσο μεγάλος
οπόταν = όταν
οπότε = όταν
οπότε = πότε
όπου = όπου, οπουδήποτε
όπου-καικά = όπου ακριβώς
όπου-κέσου = όπου
όπου-κιάνου = όπου προς τα άνω
οπουρνά = πρωί
οπώρα = οπωρικά
οπωρικέα = κορομηλιά
οπωρικίτης = εδώδιμος μύκητας που μεγαλώνει στη ρίζα της κορομηλιάς
οπωρικόν = οπωρικό, καρπός
όπως = όπως, καθώς
όραμαν = όραμα, όνειρο
οραματάζω = οραματίζομαι
ορβίθιν = ρεβίθι
οργανίζω = παρατείνω την εργασία μου, σχεδιάζω ραδιουργία, ερεθίζω
οργάνιν = σχοινί που χρησιμοποιείται σε φόρτωμα ζώου
όργανον = μουσικό όργανο
οργέα = μονάδα μήκους που χρησιμοποιείται στην μέτρηση βάθους
οργή = οργή
οργισμένος = οργισμένος
οργυιά = μονάδα μήκους που χρησιμοποιείται στην μέτρηση βάθους
ορδανίν = ράφι κατά μήκος τοίχου, οριζόντια στέγη οικίας
ορδύδ(ιν) = δρυς
ορέα = μονάδα μήκους που χρησιμοποιείται στην μέτρηση βάθους
όρεξη = όρεξη
ορεξιακό = ορεκτικό
ορεξιάουμαι = μου έρχεται όρεξη, επιθυμία φαγητού
ορέχκομαι = αισθάνομαι επιθυμία προς κάτι, μου αρέσει κάτι
ορεχτικόν = έδεσμα διεγερτικό της ορέξεως
ορθά = σωστά, αληθινά
ορθασία = αλήθεια
ορθέα = σοφίτα
ορθή = αλήθεια
ορθία = αλήθεια
ορθοπήδεχτον = βρέφος που κάθεται στα γόνατα και πηδάει
ορθός = όρθιος, ίσιος, ακέραιος σωματικός, σωστός, πραγματικός, ακεραίου χαρακτήρος
όρθωμα(ν) = ανύψωση, διευθέτηση, τακτοποίηση
ορθώνω = στήνω όρθιο, διευθετώ, τακτοποιώ
ορθωσία = αλήθεια
ορία = ενορία
ορία = μονάδα μήκους που χρησιμοποιείται στην μέτρηση βάθους
οριέα = μονάδα μήκους που χρησιμοποιείται στην μέτρηση βάθους
ορίζω = διοικώ, κυβερνώ, προστάζω
όρισμαν = διοίκηση, διακυβέρνηση, διαταγή, προσταγή
ορισματάρης = εκείνος που ορίζει, διατάζει
ορισμός = εξουσία, διαταγή
ορκέα = μονάδα μήκους που χρησιμοποιείται στην μέτρηση βάθους
ορκίζω = ορκίζω
όρκος = όρκος
όρκος = έλκος
ορκώνω = υποβάλλω κάποιον σε όρκο, ο δεσμευμένος από όρκο ανεκπλήρωτο
ορμάθ(ιν) = στοιχισμένης
ορμαθάζω = αρμαθιάζω
ορμαθέα = αρμαθιά
ορμάκριν = όχθη ρυακιού
ορμάνιν = δάσος
ορμανοκόλιν = υπόρεια δάσους
ορμανόρραχον = όρος δασοσκεπές
ορμέα = ρείθρο ρυακιού
ορμή = ορμή, φορά
ορμηνεία = συμβουλή, νουθεσία
ορμηνεύω = συμβουλεύω, νουθετώ
ορμίζω = συγυρίζω, τακτοποιώ
ορμίν = οδός, ρυάκι, ρεματιά
ορμόχειλος = όχθη ρυακιού
ορμώ = ορμώ, επιτίθεμαι
ορνάσκουμαιν = αηδιάζω, σιχαίνομαι
όρνιθα = κότα
ορνίθιν = κότα
ορνιθιπραδίτζι = είδος χόρτου εδωδίμου που μοιάζει με πόδι κότας
ορνιθοτυφλέα = η αδυναμία να βλέπεις τη νύχτα
ορνιθόφτειρα = ψείρα κότας, κοτόψειρα
ορνιθοφτειράζω = προσβάλλομαι από κοτόψειρες
όρνον = όρνιο, γύπας ή αετός
οροθυμώ = επιθυμώ
όροξη = όρεξη
όρος = όρος
οροσπή = εταίρα γυναίκα
οροσπιλίκιν = διαγωγή εταίρας, εταιρισμός, πρόστυχη συμπεριφορά
ορτάκης = συνέταιρος, συμμέτοχος
ορτακός = συνεταιρισμός δύο ή περισσότερων κατεχόμενους
ορτάριν = μάλλινη κάλτσα
ορταροβέλονον = βελόνα με την οποία πλέκουν την μάλλινη κάλτσα
ορταρόπον = μάλλινη κάλτσα
ορταροτζούπιν = μάλλινη κάλτσα
ορτοπήδεχτο = βρέφος που κάθεται στα γόνατα και πηδάει
ορτός = όρθιος, ίσιος, ακέραιος σωματικός, σωστός, πραγματικός, ακεραίου χαρακτήρα
ορτύκα = ορτύκι
ορτύκιν = ορτύκι
ορτυκομάννα = μεγάλο ορτύκι, ορτυγομήτρα
ορτυκοφάει = φυτό που παράγει καρπό το οποίο το τρώνε τα ορτύκια
ορτώνω = στήνω όρθιο, διευθετώ, τακτοποιώ
ορφάνεμαν = ορφανεύω
ορφανεύω = ορφανεύω
ορφανία = ορφάνια
ορφανίζω = ορφανίζω
ορφανός = ορφανός
ορφανούμαι = μένω ορφανός, απορφανίζομαι
ορχίδιν = όρχις
ορωγμώ = ερευνώ
page===3

ορωμάζω = εξετάζω επίμονα και λεπτομερώς
όρωμαν = όραμα, όνειρο
ορωματάζω = οραματίζομαι
ορωνεία = ειρωνεία, εμπαιγμός
όσα = όποτε, όσες φορές
οσήμερον = σήμερα
οσία = οσία
οσίκος = όσος, οπόσος, όποιος, ώσπου
οσκολείον = σχολείο
όσος = όσος, οπόσος, όποιος, ώσπου
οσούτζικος = όσος, οπόσος, όποιος, ώσπου
οσπιτάζω = σπιτώνω
οσπιτανός = οικείος, σπιτικός, οικοδεσπότης, νοικοκύρης
οσπίτιν = οικία, σπίτι
οσπιτίτζα = σπιτάκι
οσπιτίτζιν = σπιτάκι
οσπιτοκέφαλον = το πιο πάνω μέρος του σπιτιού
οσπιτοκόλιν = το πιο κάτω μέρος του σπιτιού
οσπιτοκρατούσα = οικοδέσποινα, νοικοκυρά
οσπιτοκρατούσα = οικοδέσποινα, νοικοκυρά
οσπιτόπον = οικεία, σπίτι
οσπιτοφύτακας = φύλακας σπιτιού
οσπιτοχάλαστος = εκείνος που είναι η αιτία να χαλάσει η οικογένεια
οσπίτωμαν = σπίτωμα
οσπιτώνω = σπιτώνω, νοικοκυρεύω
όσταν = όταν
οστούδιν = κόκκαλο
οστουδόπον = κοκαλάκι
οστρέα = δέντρο δασικό
οστρίδιν = δέντρο δασικό
οστρίδιν = στρείδι
οστριδότζεφλον = το όστρακο του οστρέου
οτά = δωμάτιο
όταν = όταν
οτζάκιν = εστία, τζάκι
οτζακόλιθον = λίθος στην καπνοδόχο που χρησιμεύει ως ωροσκόπιο για την εύρεση της μεσημβρίας ανάλογα που πέφτει η σκιά του
ότιλεα = όπως, καθώς
ότιλεος = οτιδήποτε
ότιλοης = με όποιο τρόπο, καθώς, όπως
οτότε = τότε
οτουβραδίου = κατά το βράδυ
οτωποίος = ο τάδε
ού = επιφώνημα που δηλώνει έκπληξη, χαρά, θαυμασμό, πόνο
ού = δεν
ού,τι = όστις, οτιδήποτε
ού,του = όστις, οτιδήποτε
ούα = σουρβιά
ούα = ούγια
ουβριές = άγρια σπαράγγια
ούγεμαν = αρμόζω, ταιριάζω, συμφιλιώνομαι
ουγεύω = αρμόζω, ταιριάζω, συμφιλιώνομαι
ούγια = ούγια
ουγκαρίζω = ογκανίζω, γκαρίζω
ουδέ = ούτε, μήτε
ούθεν = απ’ όπου, όπου
ούκρα = νήμα πολύ λείο, υγρό διαυγές μετά την καθίζηση
ουκρίζω = κατασταλαγμένο υγρό που γίνεται διαυγές
ουκρώνω = κατασταλαγμένο υγρό που γίνεται διαυγές
ούλι = ούλο
ούλος = όλος
ουλούσιν = πλατύουρο
ουλύχτα = όλη την νύχτα
ούμπαν = όπου, οπουδήποτε
ούμπαν-μερέαν = όπου, οπουδήποτε
ούμπου = όπου
ούνταν = όταν
ούντζαν = όποιος
ούντιλοος = οτιδήποτε
ούποιος = όποιος
ούπου = όπου
ουραδάζω = βάζω κατά σειρά σχηματίζοντας ουρά
ουραδάτ(ι)κος = εκείνος που έχει ουρά
ουραδάτες = εκείνος που έχει ουρά
ουραδέσιν = μακρουλό και επίμηκες όπως η ουρά
ουραδία = σειρά ζώο τα οποία πορεύονται το ένα πίσω από το άλλο
ουράδιν = ουρά
ουραδοκομμένος = εκείνος που έχει κομμένη την ουρά
ουραδού = εκείνη που χώνει παντού την ουρά της
ουράνα = ουράνια, ουρανός
ουρανίζω = καταριέμαι κάποιον επικαλουμένη τον ουρανό
ουράνικα = με επίκληση του ουρανού
ουρανίν = εκείνος που έχει το χρώμα του ουρανού
ουράνιος = ουράνιος
ουρανίσκα = ουρανίσκος
ουρανίστρα = ουρανίσκος
ουρανίτζικος = ουρανίσκος
ουρανοπούλλι = πουλί που πετάει κατ’ αντίθεση προς τα μη πετούμενα οικόσιτα
ουρανός = ουρανός
ουρανοφώσιν = ουράνιο φως
ουρκάν(ιν) = σχοινί που χρησιμοποιείται σε φόρτωμα ζώου
ούρνεμαν = ουρλιαχτό λύκου
ουρνίζω = λύκος που ωρύεται, ουρλιάζει
ουρνούμαι = λύκος που ωρύεται, ουρλιάζει
ουρνύουμαι = λύκος που ωρύεται, ουρλιάζει
ους = ως
ουσάν = όταν
ουσία = αξία, νοστιμάδα
ούσνα = έως ότου
ούσον = όσος, οπόσος, όποιος, ώσπου
ούσπουτα = ώσπου
ούστα = ώστε
ουστάπασης = αρχιμεταλλουργός
ούτε = ούτε
ούτε, μήτε = εξαπλώνω, παρατείνω
ούτουλα = όπως, καθώς
ουτσέ = δεν
ουτσί = δεν
ουτσοπούλλιν = πετούμενο πουλί
ούτσου = όστις, όποιος, ούτως, έτσι
ούφ = επιφώνημα που δηλώνει δυσφορία, αγανάκτηση, πόνο
οφάλιν = ομφαλός, ο πλακούντας του εμβρύου εξερχόμενος μετά τον τοκετό
οφαλοκόφτω = κόβω τον ομφάλιο λώρο του βρέφους που γεννήθηκε
οφαλοκόψιμον = το κόψιμο του ομφάλιου λώρου του βρέφους που γεννήθηκε
οφαλός = ομφαλός
οφειλέτες = οφειλέτης
όφελος = ωφέλεια, κέρδος
οφερός = φωτεινός
οφετιζ’νός = φετινός
οφέτος = φέτος
οφίδιν = φίδι
page===4

οφιδογλωσσίτα = άγριο φυτό ποώδες
οφιδομάννα = μάνα φιδιού
οφιδόπον = φίδι
οφιδοπούλλιν = μικρό φίδι, φιδόπουλλο
οφιδοχτενίστρα = σαρανταποδαρούσα
οφιδοχτενίτζα = είδος ερπετού πολύποδο
οφιδόψαρον = είδος ψαριού οφιοειδούς
όφις = φίδι
οφίτες = φίδια
όφκαιρος = εύκαιρος
οφλαεύω = εκβάλλω το φθόγγο ωφ για να εκφράσω αδημονία, στενοχώρια κτλ.
οφλάνιν = ράφι όπου τοποθετούνται μαγειρικά σκεύη
οφρυδάζω = ανοίγω αυλάκι με το άροτρο ως ορόσημο
οφρυδέα = το ανοιγμένο αυλάκι μεταξύ δυο αγρών
οφρύδιν = φρύδι
οφρυδόπον = φρύδι
οφταρμοζίνιχον = χάντρα που χρησιμοποιείται για το ξεμάτιασμα των νηπίων
όχ(ιν) = βέλος
όχα = παρακελευσματικό για βόδια
οχλεύω = επιπλήττω
οχνάζομαι = φέρομαι οκνηρώς, ραθυμώ, τεντώνομαι
όχνασμα = ελαφρό ρίγος
οχράζω = δίνω χρώμα ρόδινο στα ψωμιά του φούρνου
οχτάδη = το χαρτί οχτώ των χαρτοπαίγνιων
οχτάδιπλος = εκείνος που έχει οχτώ δίπλες ή οκτώ φορές διπλωμένος
οχτακόσοι = οχτακόσιοι
οχταπόδιν = χταπόδι
οχτάριν = οχτάρι
οχτάχρονος = οχτάχρονος
οχτές = χτες
οχτρός = εχθρός
οχτώ = οχτώ
Οχτώβρης = Οκτώβρης
οχτωβυζού = σκύλα
οχωρίος = χωριό
οψαράς = ψαράς
οψαρέα = οσμή ψαριού
οψάρεμαν = ψαρεύω
οψαρεύω = ψαρεύω
οψαρικόν = ψαρικά
οψάριν = ψάρι
οψαρίτζα = ψαράκι
οψαροζώμιν = ζωμός ψαριού, άλμη παστών ψαριών
οψαρόπον = ψαράκι
οψαροτσίπουκον = το ξύλο από το οποίο οι αλιείς κρεμούν το άγκιστρο
οψέ = χθες, προς το βράδυ, το εσπέρας
οψεζ’νος = χθεσινός
οψεκαικά = χθες ακριβώς
οψεκέσου = χθες ή προχθές
οψεκιάνου = από χθες
όψη = όψη, πρόσωπο, απόχρωση, χροιά
οψίδιν = πορφυρό ύφασμα
οψικιανοί = αυτοί που αποτελούν την γαμήλια πομπή
οψίκιν = γαμήλια πομπή προς παραλαβή της νύφης
όψιμος = καρπός που ωριμάζει αργά

Π

page===0

πα = πάλι
πάγαιμαν = αναχώρηση, επέλευση
παγαιμός = αναχώρηση, επέλευση
πάγγελος = καταγέλαστος, εμπαιγμός, κοροϊδία, απάτη, εμπόδιο
παγιατεύω = μπαγιατεύω
παγιάτικον = μπαγιάτικο
παγιάτιν = μπαγιάτικο
παγιατώνω = μπαγιατεύω
παγίδα = παγίδα
παγιδάζω = στήνω παγίδα, μεταφ. εξαπατώ, φενακίζω
παγκάριν = παγκάρι
πάγος = πάγος, παγωνιά
παγοτζικαρώ = μου παγώνουν οι πνεύμονες, τουρτουρίζω από το ψύχος
παγούριν = καβούρι, άνθρωπος αργοκίνητος
παγούριν = πάγος σταλακτίτης της στέγης
παγουρομάννα = είδος καβουριού ευμεγέθους
παγουρομμάτης = εκείνος του οποίου τα μάτια μοιάζουν με του καβουριού
παγουρόπον = καβούρι
παγουρόπον = πάγος
πάγουρος = καβούρι
πάγω = πηγαίνω, διαρκώ
παγωνία = παγωνιά
παγώνω = παγώνω
παγωσία = παγωνιά, παγετός
παζαρεύω = αζαρεύω
παζάριν = παζάρι, αγορά
παζλαμά = είδος πλακούντας
παζλαμάτζιν = είδος πλακούντας
παζοβουδία = άνθρωπος παντελώς ανίκανος
παζούδια = είδος λάχανου
παθάνω = παθαίνω
παθάσκομαι = κλαίω ακατάπαυστα και δεν πραΰνομαι
πάθασμαν = πάθημα, η κατά περιόδους προσβολή νόσου
πάθεμα = συμφορά
παθενή = φάτνη, παχνί
παθετής = εκείνος που δημιουργεί πάθη μεταξύ προσώπων, ταραξίας
πάθημαν = συμφορά
παθής = εκείνος που παθαίνει ατύχημα ή συμφορά
παθιάρης = εκείνος που έχει χρόνιο νόσημα
παθικά = πάθη, συμφορές
παθινάζω = βάζω τροφή στο παχνί των ζώων, ταγίζω
παθνίν = φάτνη ζώων, παχνί, υπόγειος στάβλος
παθνίν = φάτνη ζώων, παχνί, υπόγειος στάβλος
πάθος = πάθημα, συμφορά, νόσος οργανική χρόνια, ασθένεια περιοδική, μεταφ. εμπάθεια, μνησικακία
παθός = εκείνος που παθαίνει ατύχημα ή συμφορά
παθούκλι = εκείνο που πρόκειται να πάθει
παθούμαι = κλαίω συνεχώς χωρίς στα σταματώ
παθρακώνω = σβήνω, πυρακτώνομαι, κοκκινίζω
παιγμάτιν = εμπαιγμός
παίγνα = παιδιά, παιχνίδι, μουσικό όργανο, μεταφ. τέχνασμα
παιγνητώριν = παιχνίδι, μουσικό όργανο
παιγνιδάζω = απασχολώ κάποιον με παιχνίδια, εμπαίζω, περιγελώ, κάνω μορφασμούς
παιγνιδεύω = απασχολώ με παιχνίδια
παιγνιδία = εμπαιγμός, κοροϊδεύω, άνθρωπος γινόμενος αντικείμενο σκώμματος
παιγνιδίζω = απασχολώ με παιχνίδια
παιγνίδιν = παιχνίδι, παιδί, μεταφ. ραδιουργία, απάτη
παιγνιδοχάρτιν = παιγνιόχαρτο
παιδάς = έφηβος, παραγιός, υπηρέτης
παίδεμαν = αγωγή, μόρφωση, βάσανο, ταλαιπωρία
παιδεμονή = αγωγή, ανατροφή
παιδεμός = παιδεμός, βάσανο, ταλαιπωρία
παιδένω = γεννώ
παιδεύω = παιδεύω, παιδαγωγώ, βασανίζω, ταλαιπωρώ
παίδεψη = ανατροφή, μόρφωση, βάσανο, ταλαιπωρία
παιδί(ν) = παιδί
παιδιακό = πάθηση των βρεφών, κατά την οποία μελανιάζουν από το πολύ κάψιμο
παιδιάστικους = ως γελωτοποιός, καταλαμβάνομαι από σπασμούς την ώρα του πυρετού, γίνομαι κακοδιάθετος
παιδίστικος = παιδαριώδης
παιδίτζα = παιδάκι
παιδίτζης = παιδάκι
παιδίτζιν = παιδί
παιδίτικος = παιδικός
παιδοκρατώ = κρατώ παιδί στην αγκαλιά μου, μεταφ. θηλάζω, ανατρέφω
παιδοκρατώσα = η αμοιβή για το θήλασμα και την ανατροφή κόρης που στέφθηκε νύφη
παιδολογέτρα = πολύτεκνη γυναίκα
παιδολογιάρα = γυναίκα που γεννά σε αντίθεση με την στείρα
παιδολογούσα = γυναίκα που θηλάζει στην αγκαλιά της
παιδολογώ = γεννώ παιδιά, λεχώνα
παιδολόι = η μήτρα της γυναίκας, το ύστερον του εμβρύου
παιδοποίσα = η γέννηση παιδιού
παιδοποιώ = γεννώ παιδί
παιδόπουλλο = μικρό παιδάκι
παιδοστρόφα = συμπόσιο στο σπίτι του κουμπάρου την δεύτερη μέρα μετά το γάμο με φίλους και οικείους
παιδότα = η παιδική ηλικία, οι τρόποι και η διαγωγή του παιδιού
παιδοφώλιν = η γυναικεία μήτρα
παιδοφώτιση = το βάφτισμα του παιδιού
παιδώνω = γεννώ, αποκτώ τέκνα, κάνω κάποιον να γεννήσει
παίζω = παίζω
παΐλεμαν = λιποθυμώ
παΐλεύκουμαι = λιποθυμώ
παιξία = παιδιά, παιχνίδι
παίξιμον = παιδιά, παιχνίδι, το παίξιμο του μουσικού οργάνου, εμπαιγμός, απάτη
παιξίον = παιδιά, παιχνίδι, απάτη
παΐριν = πλαγιά βουνού, κατωφέρεια άδενδρη
παΐρόπον = πλαγιά βουνού, κατωφέρεια άδενδρη
παΐροτόπιν = τόπος κατωφερής, πρανής και άδενδρος
παίρω = λαμβάνω, παίρνω, καταλαμβάνω, κυριεύω
παϊρωτός = κατωφερής
παίχνη = παιδιά, παιχνίδι, μουσικό όργανο, μεταφ. τέχνασμα
πακάλη = παντοπώλης, μπακάλης
πάκαλος = κότσυφας
πακής = γαμβρός
πακλαβά = μπακλαβάς
πακλάεμαν = καθαρίζω, σκουπίζω, σαρώνω, μεταφ. αφανίζω, εξολοθρεύω, εξαφανίζομαι
πακλαεύω = καθαρίζω, σκουπίζω, σαρώνω, μεταφ. αφανίζω, εξολοθρεύω, εξαφανίζομαι
πακμάζιν = πετμέζι
πακούριν = χαλκός, μπακίρι, χάλκινα σκεύη, μπακιρικά
πακούω = εισακούω
πακούω = υπακούω
πακράτζιν = χάλκινο σκεύος
πακρατζίτζα = χάλκινο σκεύος
πακρατζόπον = χάλκινο σκεύος
πακτζής = φύλακας, φρουρός
πάλα = σπαθί καμπυλωτό
παλάβρες = παλαβομάρες
παλαγμός = δυσωδία ανυπόφορη
παλαγούρτα = θαλάσσιο πτηνό αδηφάγο
παλάδιν = ψίχα, ψαχνό
παλάζω = βρωμώ πολύ
παλαιά = την παλαιά εποχή
page===1

παλαιγραία = γριά προχωρημένης ηλικίας
παλαιόθεν = από τα παλιά χρόνια
παλαιός = παλιός
παλαιού = τον παλιό καιρό
παλαιώνω = παλιώνω
παλαιωτός = λίγο παλιός
παλαλά = τρελός, χαζός, ανόητος
παλαλέσιν = πράξη ανόητη
παλαλίτζα = πράξη ανόητη
παλαλός = τρελός, χαζός, ανόητος
παλάλωμαν = τρελαίνομαι, τρελαίνω
παλαλώνω = τρελαίνομαι, τρελαίνω
παλαλωσύνα = τρέλα
παλαλωτά = τρελά, ανόητα
παλαλωτός = τρελούτσικος, ανόητος
παλάμα = παλάμη
παλαμάζω = πιάνω με την παλάμη, βάζω στην παλάμη
παλαμάριν = χοντρό σκοινί πλοίου
παλαμύδιν = παλαμίδα
παλάνιν = σέλα μουλαριού
παλάντριστος = εκείνη που έχει παντρευτεί έναν διεφθαρμένο, κακό
πάλαρα = άναυδος, άφωνος, ήσυχος, πράος
παλαρέα = τράπεζα φαγητού, δίσκος κολοβών, μνημόσυνο, όμιλος χορευτών που αποτελείται από μέλη οικογένειας με αρχηγό το πρεσβύτερο μέλος
παλάσιν = οτιδήποτε παλαιωμένο, χόρτο αθέριστο και αποξηραμένο
παλασώνω = σκληρύνομαι, γερνάω
παλασωτός = πεπαλαιωμένος
παλάτιν = παλάτι
παλατόπον = παλατάκι
παλέ = με αυτό ως α’ συνθετικό σχηματίζονται ουσιαστικά με το β’ συνθετικό που δηλώνουν κάτι παλαιωμένο
παλεγραία = εσχατόγρια
παλεζούπουνον = παλιό ζουπούνι
παλεκάγανον = παλιό δρεπάνι
παλεκάλαθον = παλιό καλάθι
παλεκάλυβον = παλιά καλύβα
παλεκάμισον = παλιό πουκάμισο, φθαρμένο
παλεκόριτζον = παλιοκόριτσο, κορίτσι προχωρημένης ηλικίας
παλεκόσκινον = παλιό κόσκινο
παλεκόσσαρον = γριά κότα
πάλεμαν = παλεύω
παλεμάχαιρον = παλιό μαχαίρι
παλένω = παλιώνω
παλεξύραφον = παλιό ξυράφι
παλεπόσταλον = παλιό υπόδημα
παλεπρόβατον = γηραιό πρόβατο
παλέρταρον = παλιά κάλτσα
παλεσάλβαρον = παλιό σαλβάρι
παλεσάντουκον = παλιό κιβώτιο
παλεσκάφικον = παλιά σκάφη
παλεσπάλερον = παλιά σπαλέρα
πάλεστρον = εργαλείο τεκτονικό
παλετικός = αρχαίος, παλιός
παλετσάρουχον = τσαρούχι φθαρμένο
παλεύω = παλεύω
παλεφότ(ιν) = παλιά ποδιά
παλέχτηνον = γηραιά αγελάδα
παλεψάθ(ιν) = παλιά ψάθα
παλιμίζω = ξαρμυρίζω
παλίμιν = το νερό του ξαρμυρίσματος αλμυρών ουσιών
πάλιν = πάλι
παλιούρα = παλαιωμένο και φθαρμένο
παλίτ(ιν) = δρυς
παλιτένος = εκείνος που είναι φτιαγμένος από ξύλο δρυός
παλιτόξυλον = ξύλο δρυς
παλιώνω = παλαιώνω, παλαιώνομαι, φθείρομαι
παλλαγείας = συνήθως χαιρετιστήρια έκφραση σε επιστολές ή προφορικές ομιλίες σε πρόσωπα οικεία
παλλαγωίζω = επισκευάζω κάτι φθαρμένο
παλλάγωμα = επισκευή, μπάλωμα, καθάρισμα σιτηρών
παλλαγωμάτιν = εκείνο που έχει ανάγκη από μπάλωμα
παλλαγώνω = επισκευάζω, διορθώνω, μπαλώνω, καθαρίζω
παλλάκιν = παιδί ευτραφές, παχουλό
παλλαχόπον = παιδί ευτραφές, παχουλό
παλληκαρεύκουμαι = κάνω τον παλληκαρά
παλληκάρης = παλληκάρι, ανδρείος, γενναίος, δυνατός
παλληκαρία = παλληκαριά, ανδρεία, γενναιότητα
παλληκάριν = νέος, έφηβος, γενναίος, ατρόμητος
παλληκαρίτζα = παλληκαράκι
παλληκαρόπον = νέος, έφηβος
παλλήκαρος = παλληκάρι
παλληκαρότα = παλληκαριά, γενναιότητα
παλληκαρωσύνα = παλληκαριά, γενναιότητα
παλληλάεμαν = εντυπώνω κάποιον στην μνήμη μου και ύστερα τον αναγνωρίζω εύκολα
παλληλαεύω = εντυπώνω κάποιον στην μνήμη μου και ύστερα τον αναγνωρίζω εύκολα
παλλής = εναργής, δειλός
παλοβρουχνασμένος = εδώ και καρό μουχλιασμένος
παλοθεμελομένος = παλιά θεμελιωμένος, χτισμένος
παλοκάμ(ι)σον = παλιό, φθαρμένο πουκάμισο
παλόκαστρον = παλιό κάστρο
παλοκόρ’τζον = παλιοκόριτσο, κορίτσι προχωρημένης ηλικίας
παλόνω = παλόνω
παλοτικός = αρχαίος, παλαιός, εκείνος που ασχολείται ή σπουδάζει για πράγματα παλαιά
παλοτσάρουχον = τσαρούχι φθαρμένο
παλοφορεμένος = ντυμένος με παλιά και φθαρμένα ρούχα
παλόφυλλον = άγριο φυτό
παλτίκα = ψωμί άζυμο και λασπώδες
παλτικώνω = άρτος που γίνεται σαν λάσπη
παλτιχτέρα = αεροτούφεκο από ξύλο κουφοξυλιάς που χρησιμοποιείται από παιδιά
παλτόνιν = παλτό
παλτονόπον = παλτουδάκι
πάλτος = παλτό
παλτούζα = κουνιάδα
παλτουράνα = είδος άγριου χόρτου εδωδίμου
παλτούριν = μηρός
πάλ’ = πάλι
παμπακερός = βαμβακερός
παμπάκιν = βαμβάκι
παμπακόμηλο = είδος μήλου λευκού
παμπούκες = παπαρδέλα, ποπ-κορν
πανάγαθον = παν αγαθό
πανάγαθος = ο Θεός
παναγύριν = πανηγύρι
πανέμνοστος = νοστιμότατος
πανένον = πάνινο
πανεύω = πανί στο αργαλειό
πανζεχίριν = λίθος μαγικός ο οποίος πιστεύεται ότι θεραπεύει από κάθε νόσο
πανθενίν = φάτνη ζώων, παχνί, υπόγειος στάβλος
πανθίν = φάτνη ζώων, παχνί, υπόγειος στάβλος
πανθινίν = φάτνη ζώων, παχνί, υπόγειος στάβλος
πανίζω = πανιάζω
πανίν = πανί
πανισία = καιρός υγρός
page===2

πανίχτρα = είδος χυτηρίου χρυσοχόων
πανοβράκιν = πάνινο σώβρακο
πανόπ’λλον = μικρό κομμάτι πανιού
πανούκλα = πανούκλα
πανουκλοφάετος = εκείνος τον οποίο πρόκειται να τον φάει η πανούκλα
πανούραιος = ωραιότατος
πανσέληνος = πανσέληνος
πάντα = πάντα
πάντα = τα δέματα του λίκνου
πανταλόνιν = παντελόνι
πανταχαρεμένος = ο πάντοτε χαρούμενος
πανταχούσα = η εγκύκλιος ανώτατου κληρικού προς τους κατώτερους κληρικούς ή προς το λαό
πάντεινο = ανδρειότατος
Παντέλλενος = ανδρείος Έλληνας
παντέμορφα = ωραιότατα, κάλλιστα
παντέμοφρος = ωραιότατος
παντενά = παντοτινά
παντενός = παντοτινός
παντέρα = σημαία, λάβαρο εκκλησίας
παντέρημος = ολομόναχος, εντελώς απροστάτευτος
παντής = παντός είδους
παντοβάζαμο = άνθρωπος πανταχού παρών
παντοβότανον = θεραπευτικό φάρμακο για όλες τις νόσους
παντοδύναμος = παντοδύναμος
παντοθάμαστος = περίφημος
παντοκράτωρ = παντοκράτωρ
παντολαλεμένος = ξακουσμένος, περιλάλητος
παντολόνιν = παντελόνι
παντοτινά = παντοτινά
παντοτινός = παντοτινός
παντού = παντού
παντοφάρμακον = θεραπευτικό φάρμακο για όλες τις νόσους
πάντρεμαν = πάντρεμα
παντρεύω = παντρεύω
παντρία = παντρειά
πάντωμαν = η άσχημη κατάσταση του στόματος και ειδικά της γλώσσας λόγω ασθένειας
πανωδράνιν = σανίδα πάνω από την εστία που χρησιμεύει ως ράφι
πανωσπόντυλο = δεύτερο σπόνδυλο που τοποθετείται στο άνω μέρος του αδραχτιού για να γυρίζει γρηγορότερα
παξέ = κήπος οπωροφόρων δέντρων
παξιμαδάζω = πρήζομαι, φουσκώνω
παξιμάδιν = παξιμάδι
παξιμαδοκλέφτας = κλέφτης παξιμαδιών
παξιμαδόπον = παξιμάδι
παξίσιν = φιλοδώρημα
παξουματόπον = παξιμάδι
παπά = φόρεμα (στη παιδική γλώσσα)
παπαδίτζα = φυτό
παπάκιν = κάλυμμα κεφαλής ιερέα
παπαλίτζα = ασθένεια των αδένων του λαιμού
παπάρα = παπάρα
παπαράχκομαι = τρώγω παπάρα δηλαδή μέχρι σκασμού
παπάς = παπάς
πάπας = πατέρας
παπάτεμαν = το να κάνεις ευχή
παπατεύω = κάνω ευχή
παπαφτία = είδος εδωδίμου μύκητα με σχήμα αφτιού
παπή = πάπια
παπιρόξυλον = ξύλινη πίπα
παπίτζα = πήλινο αγγείο, πήλινη χύτρα
παπιτζέα = ποσότητα όση χωράει η παπίτζα
πάπλωμαν = πάπλωμα
παπλωματίτζα = μικρό πάπλωμα
παπορέα = χτύπημα ατμόπλοιου, μεταφ. καταιγίδα, τρικυμία
παπόριν = ατμόπλοιο
παπορόπ’λλον = βαποράκι
πάπουλα = είδος παιχνιδιού
παπουτζάς = υποδηματοποιός
παπούτζιν = παπούτσι
πάππας = πατέρας
πάππος = παππούς
παππού = άγιος (στη παιδική γλώσσα)
παρά = παρά
παρά = το ένα τεσσαρακοστό του γροσιού
παραβάζω = βάζω καλά, στερεά, συμμαζεύω το άκρο πράγματος για μη κρέμεται
παραβάλλω = βάζω καλά, στερεά, συμμαζεύω το άκρο πράγματος για μη κρέμεται
παραβάλσιμον = βάζω καλά, στερεά, συμμαζεύω το άκρο πράγματος για μη κρέμεται
παραβαρασία = ενόχληση
παραβαράσιμος = βαρετός
παραβαράσιμος = βαρετός
παραβαρύνω = βαραίνω, γίνομαι οχληρός
παράβαχτα = παράκαιρα
παραβγαίνω = παραβγαίνω
παραβέξιμον = βήχω πολύ
παραβέχω = βήχω πολύ
παραβλακού = ηλίθια
παραβολή = παροιμία
παραβολικά = με παραβολές
παραβοσκίζω = βοσκίζω ζώα μέχρι κόρου
παραβοσκώ = βοσκίζω ζώα μέχρι κόρου
παράβουλα = απερίσκεπτα
παραβραδάσκουμαι = νυχτώνομαι
παραβράδασμαν = νυχτόπαρμα
παραβράζω = παραβράζω
παραβρέχω = βρέχω πολύ
παραβρουχνάζω = μουχλιάζω πολύ
παραβυζαλίζω = θηλάζω μέχρι κόρου
παραγαλάζω = ενοχλώ κάποιον με τις απαιτήσεις μου
παραγαλία = ενόχληση με τις συχνές απαιτήσεις
παράγαμπρος = κουμπάρος
παραγαπώ = αγαπώ πολύ
παραγβάλλω = ξεπροβοδίζω, προπέμπω
παραγγείλω = προστάζω, παραγγείλω
παραγγελία = παραγγελία
παράγγελμαν = παραγγελία, εντολή
παραγγελμάτιν = το κατά παραγγελία γενόμενο, μεταφ. κομψό, ωραίο
παραγελώ = γελώ πολύ
παραγελώ = γελώ πολύ
παραγεμίζω = υπερχειλίζω δοχείο
παραγερώ = γερνώ πρόωρα
παραγιαλίζω = λάμπω, στίλβω
παραγιάλιν = ακρογιαλιά, παραλία
παραγιάλισμαν = λάμπω, στίλβω
παραγιάλος = ακρογιαλιά, παραλία
παραγιαλόχειλον = ακρογιαλιά, παραλία
παραγίνομαι = παρακμάζω, παραγίνομαι
παραγιός = προγονός, υπάλληλος, υπηρέτης
παραγιωσύνα = το να είναι κάποιος υπηρέτης
παραγκωνίζω = σπρώχνω με τον αγκώνα, μεταφ. αποδιώκω
παραγνωρίζω = αναγνωρίζω καλά
παραγομάτος = παραγεμισμένος, υπερπλήρης
page===3

παραγόμιν = πιλάφι παραγεμισμένο με τεμάχια ψητού κρέατος
παραγομώνω = παραγεμίζω
παραγουλάζω = ενοχλώ κάποιον τόσο πολύ σαν να τον πιάνω από τον λαιμό
παραγουλέας = πολύ λαίμαργος
παραγούλιν = προγούλι
παραγούνια = τα απόκεντρα μέρη της οικίας
παραγρανεμία = σφοδρή ανεμοθύελλα
παραγυρίζω = κάνω πολλούς γύρους, μεταφ. ενεδρεύω, κατασκοπεύω
παραδαβαίνω = παραβαίνω
παραδάζω = κατά λάθος διάζω στήμονα περισσότερο του δέοντος
παραδάρα = πλέον της ορισμένης ποσότητας τροφής, πέρα ή πριν της ορισμένης ώρας φαγητού
παραδάριν = τροφή παρεχόμενη πλέον της κανονικής ποσότητας
παραδεβάζω = μελετώ πολύ ώρα
παραδέβασμαν = προσπέρασμα
παραδέβασμαν = υπερβολική μελέτη
παραδεβασμάτιν = εκείνο του οποίου παρήλθε ο χρόνος
παράδεισος = παράδεισος
παραδέλφιν = ετεροθαλής αδελφός
παραδελφός = ετεροθαλής αδελφός
παραδέχκομαι = παραδέχομαι
παραδίγω = παραδίνω
παράδικα = πολύ άδικα
παραδιψώ = διψώ πολύ
παραδόντιν = μικρό δόντι που βγαίνει πριν το κύριο
παραδότης = προδότης
παραδούλος = υπηρέτης βοηθός υπηρέτη
παραείμαι = είμαι σε υπέρτατο βαθμό
παραέχω = έχω με το παραπάνω
παραζαλεύω = κατατρομάζω
παραζάμανα = παράκαιρα
παραζούβαλον = άνθρωπος κάτισχνος
παραζώ = ζω στον πλούτο
παραθαμάσκουμαι = εκπλήττομαι, εξίσταμαι
παραθεός = ο μετά τον θεό επίγειος προστάτης
παραθηκετέριν = εκείνος που παραθέτει και εκθέτει σε άλλους ότι ακούει από άλλους, ραδιουργός
παραθήκω = τοποθετώ πράγματα δίπλα σε άλλα, εισάγω τους νεόνυμφους στο νυμφικό θάλαμο
παραθυμούμαι = αναπολώ
παραθύρα = παράθυρο
παραθυρίκα = παραθυράκι
παραθύριν = παράθυρο
παραθυρίτζα = παραθυράκι
παραθυρίτζιν = παραθυράκι
παραθυρόπορτας = πόρτες και παράθυρα
παρακαθεύω = κάνω νυχτέρι
παρακάθιν = συνάθροιση συγγενών και φίλων την νύχτα όπου λέγονται παραμύθια και παίζονται παιχνίδια
παρακάθουμαι = κάθομαι δίπλα σε άλλον, παρακάθομαι
παράκαιρα = παράκαιρα
παράκαιρος = παράκαιρος
παρακαίω = καίω πολύ
παρακαλάτζεμαν = η πολύ ομιλία
παρακαλατζεύω = ομιλώ πολύ
παρακάλεμαν = παράκληση, ικεσία
παρακαλεσία = παράκληση, ικεσία
παρακαλεσίμι = παράκληση, ικεσία
παρακαλετά = παρακαλετά
παρακαλετσούμαι = παρακαλώ
παρακαλία = παράκληση, ικεσία
παρακάλιν = παράκληση, ικεσία
παρακαλώ = παρακαλώ
παρακαματίζω = παρακουράζω κάποιον με εργασία
παρακαμένα = με πολύ καημό, πολύ θλιβερά
παρακαμή = εστία, τζάκι
παρακάμιν = μισοκαμένο ξύλο εστίας
παρακαμίνιν = το πέριξ της εστίας, το δάπεδο της εστίας, εστία, καπνοδόχος
παρακάμνω = παρακάνω
παρακαμόλιθα = πέτρες της εστίας πάνω στις οποίες στηρίζεται η χύτρα
παρακαμολίθαρα = πέτρες της εστίας πάνω στις οποίες στηρίζεται η χύτρα
παρακατουρώ = ουρώ πολύ
παρακείται = ανήκει, χρειάζεται
παρακιαντά = άνθρωπος ακατάστατος
παρακιασάκια = παράκαιρα
παρακιάτιν = αφθονία αγαθών, ευτυχία υλική
παρακιατλίν = εκείνο που αποδίδει άφθονα
παρακλάδιν = κλαδάκι
παράκληση = παρακλητική ακολουθία προς την Παναγία
παράκλητος = ο θεός στην εκκλησιαστική γλώσσα
παρακλοθώ = ακολουθώ όπισθεν, παρακολουθώ
παρακοή = ανυπακοή
παρακοΐα = ανυπακοή
παρακοίλιδον = το δεύτερο στομάχι μηρυκαστικού ζώου
παρακοιμίζω = εισάγω νεόνυμφους στο νυμφικό θάλαμο, παρασκευάζω την νυφική κλίνη
παρακοίμισμαν = παρασκευή νυφικής κλίνης, εισαγωγή νεόνυμφων στο νυμφικό θάλαμο
παρακοιμούμαι = παρακοιμάμαι
παρακόλλιν = παρατσούκλι
παρακόρη = κόρη από πρώτη σύζυγο σχετικώς προς την δεύτερη
παρακόριτζο = κόρη σε σχέση προς μητριά
παρακός = παρακατιανός
παρακούντιν = μικρός άρτος
παράκουος = ανυπάκουος, απειθής
παρακουρσεύω = λεηλατώ και καταστρέφω τα πάντα
παρακουσκανεύκουμαι = ζηλεύω, φθονώ
παρακούω = παρακούω
παρακόψιμον = ερεθισμός του δέρματος από υπερβολικό τρίψιμο
παράκριν = η άκρη εσχάτη τόπου ιδίως αγρού
παρακρούω = υπαινίσσομαι
παρακύρης = πατριός
παραλάεμαν = κατασπαράζω
παραλαεύω = κατασπαράζω
παραλάλημαν = το να παραμιλά κανείς
παραλαλώ = παραμιλώ
παραλάμπω = λάμπω από ομορφιά, μεταφ. βρίσκομαι σε καλή κατάσταση
παραλανεύκουμαι = πλουταίνω
παραλέγω = παραλέω
παραλερός = πολύ λερωμένος
παραλερώνω = λερώνω, λερώνομαι πολύ
παραλής = πλούσιος, εύπορος
παράλογα = άδικα
παραλυγίσκουμαι = λυγίζομαι πολύ
παραμάννα = παραμάνα
παραμέθυγμαν = υπερβολική μέθη
παραμεθύω = μεθώ υπερβολικά
παραμερίζω = παραμερίζω
παράμικρον = πράγμα μηδαμινό
παραμόνα = η παραμονή του γάμου και κατ’ αυτήν ετοιμαζόμενα φαγητά, η επίσκεψη στη λεχώνα φέροντας μαζί έδεσμα
παραμονή = παραμονή
παραμύθιν = παραμύθι
παραμωδώ = μουδιάζω πολύ
παρανάζω = κάνω αυλάκι στον κήπο
παρανεγκάζω = κουράζομαι πολύ
παρανεγκασία = υπερβολική κόπωση
page===4

παρανέγκασμαν = υπερβολική κόπωση
παρανεύκουμαι = νομίζω πως κάτι είμαι, φέρομαι επιδεικτικώς, είμαι ακατάδεκτος, διαβιώ οικονομικές στενοχώριες
παράνιν = αυλάκι του κήπου όπου γίνεται φύτευση
παρανοκέφαλον = η αρχή της αύλακος, όπου παροχετεύεται νερό για άρδεμα
παράνομα = παράνομα
παρανομία = παρανομία
παρανομίζω = παρανομώ
παρανόμιν = παρωνύμιο, παρατσούκλι
παράνομος = παράνομος
παράνομος = στο αλώνι ο διάδρομος μεταξύ της σωρού σίτου και των άχυρων κατά το λίχνισμα
παρανουνίζω = σκέφτομαι πολύ
παραντρανώ = παρατηρώ κρυφά
παρανυστάζω = νυστάζω πολύ
παρανυφάδα = παράνυφος
παρανύφε = παράνυφος
παράνυφος = παράνυφος
παρανυχάουμαι = βγάζω παρωνυχίδα
παρανύχασμαν = παρωνυχίδα
παρανυχέα = παρωνυχίδα
παρανυχίδα = παρωνυχίδα
παρανύχιν = παρωνυχίδα
παραξύω = ξύνω επιπόλαια
παραπαίδιν = προγονός, υπηρέτης, εκείνος που είναι κάτι παραπάνω από παιδί
παραπαίρω = ευτυχώ
παραπανισμένος = περισσότερος
παραπανιστός = περισσότερος
παραπάνου = παραπάνω, περισσότερο
παραπανού = το περισσευούμενο τεμάχιο πανιού το οποίο συνδέουν με το στημόνι δια ν’ αρχίσουν νέο ύφασμα
παραπάρκομαι = ξεμυαλίζομαι
παραπατέρα = θετός πατέρας
παραπάτημαν = παραπάτημα
παραπάτιν = πατημασιά
παραπατώ = παραπατώ
παραπεθερά = η πεθερά της πεθεράς
παραπεινώ = πεινώ πολύ
παραπέταγμαν = παραπέτασμα
παραπετώ = παραπετώ
παραπιάνω = προσπαθώ να παρασύρω κάποιον με λόγια ή πράξεις κατακριτέες
παραπίασμαν = προσπαθώ να παρασύρω κάποιον με λόγια ή πράξεις κατακριτέες
παραπικράζω = προξενώ σε κάποιον πολύ πίκρα
παραπλανώ = παραπλανώ
παράπλασμαν = άνθρωπος παραμορφωμένος, τέρας
παραπολεμώ = αγωνίζομαι, προσπαθώ πολύ
παράπολλα = πάρα πολύ
παραπονέας = παραπονιάρης
παραπόνεμαν = παράπονο
παραπονεμένα = παραπονεμένα
παραπονία = παράπονο
παράπονο(ν) = παράπονο
παραπονούδι = μικρό εξόγκωμα δέρματος
παραπονώ = παραπονώ
παραπόρτιν = δεύτερη πόρτα μικρότερη της κυρίας
παραποταμία = παραποτάμιος χώρα
παραπόταμος = παραπόταμος
παραπούλλι = μικρό παιδάκι, δισέγγονος
παραπουλώνω = παχαίνω πολύ
παραρριγώ = κρυώνω πολύ
παραρριζώνω = ριζώνω καλά, αποκτώ τέκνα
παρασκευάτ’κα = παρασκευιάτικα
Παρασκευή = Παρασκευή
παρασουμάδ(ιν) = είδος δενδρυλλίου
παρασούσσουμος = δύσμορφος
παρασπάνω = τρώω πολύ μέχρι σκασμού
παραστάριν = παραστάτης πόρτας
παραστάτης = παράνυμφος, συμπαραστάτης, ο περιποιούμενος τους καλεσμένους σε γάμο
παραστατωσύνα = τα καθήκοντα του παραστάτη
παραστέκω = παραστέκω, αγρυπνώ τον νεκρό, περιποιούμαι, πολιορκώ
παραστένω = παρουσιάζω κάποιον ή κάτι, παρίσταμαι σε λείψανο
παραστοχάσκουμαι = προσέχω πολύ
παραστράγκαλα = ανόητες πράξεις, παραλογισμοί
παράστρατα = παρέκκλιση από την κανονική οδό
παραστρατεύω = παραστρατώ
παραστρατίζω = παραστρατίζω
παραστράτιν = ατραπός, μονοπάτι, παράμερος τόπος
παραστράφτω = αστράφτω πολύ
παράταιρα = παράταιρα
παράταξη = εορταστική ή νεκρική πομπή
παρατζακωμένος = παρακουρασμένος
παρατζούζω = αισθάνομαι έντονο ερεθισμό
παρατζούξιμον = η αίσθηση του έντονου τσούξιμου
παρατηρέτζης = παρατηρώ το κάθε τι
παρατηρώ = εξετάζω λεπτομερώς
παρατιμώ = περιποιούμαι με το παραπάνω
παρατούρα = παράθυρο
παρατρέχω = τρέχω πολύ
παρατρόμαγμαν = τρομάζω πολύ
παρατρομάζω = τρομάζω πολύ
παρατρώγω = παρατρώγω
παρατσοπάνω = συγκαλύπτω για να μη φανερωθεί
παρατσοπαστά = συγκεκαλυμμένως
παραφάγεμαν = παραφάγωμα
παραφαγίζω = παραταΐζω
παραφαίνομαι = προσπίπτω στην όραση κάποιου ή φαίνομαι ότι προσπίπτω
παραφάνταλος = φαντασμένος, φαντασιοπληξία
παραφαντάουμαι = επαίρομαι, αλαζονεύομαι, ονειροπολώ
παραφέρω = παρομοιάζω πρόσωπο με άλλο
παραφκίσκομαι = ακούω, ακροώμαι
παράφκισμα = ακούω, ακροώμαι
παραφλογίζω = ανάβω φλόγα στο στόμιο του φούρνου μετά την εμβολή άρτων για ενίσχυση της θερμοκρασίας
παραφλόγιν = η φλόγα στο στόμιο του φούρνου που ανάβεται για ενίσχυση της θερμοκρασίας
παραφορμίζω = χειροτερεύω (πληγή)
παραφορτώνω = παραφορτώνω
παραφούρνιν = ο υπερβολικώς πυρωμένος φούρνος
παραφράχτε = ο χώρος εκτός του φράχτη
παραφτάνω = παραωριμάζω
παράφτε = σιδερένιο τρίποδο της εστίας
παραφυτεύω = μεταφυτεύω
παραχαμελύνω = χαμηλώνω πολύ
παραχάταλον = μικρό παιδάκι
παραχολάζω = ορίζομαι υπερβολικά
παραχόπιτα = πίτα ψημένη στην εστία
παραχορεύω = χορεύω πολύ
παραχορτάζω = χορταίνω πολύ
παραχοτίζω = χοροπηδώ
παραχότιν = ατμόπλοιο
παράχτισμαν = παράπηγμα
παράχτρατα = μακριά από την κανονική οδό
παραχτρατίζω = παραστρατώ
παράχτρατον = εκείνο που βρίσκεται έξω από την συνοικία
παραχώνω = παραχώνω
page===5

παραχώρηση = βούληση, ευδοκία, χώρος ελεύθερος
παραψένω = παραψένω
παραψέσιμον = παραψένω
παρδάλ(ιν) = εκείνο που πρόκειται να χαθεί, να καταστραφεί, αδέσποτο
παρδαλάς = εκείνος που αερίζεται, μεταφ. άνθρωπος βρώμικος, σιχαμερός, το φάντασμα μπαμπούλας, πολύτροπος, πονηρός
παρδαλάσκομαι = φέρομαι σαν γάτα
παρδαλός = παρδαλός, ποικιλόχρωμος
παρδαλωτός = ποικιλόχρωμος
πάρδος = γάτος
παρδουλάουμαι = φέρομαι σαν γάτα
παρδούλιν = μικρός γάτος
παρέγβα = ξεπροβόδισμα, προπομπή, μετάβαση σε παρεκκλήσι για προσκύνημα
παρεγβαίνω = παραβγαίνω
παρείναιμον = λήψη
παρεκκλήσιν = παρεκκλήσι
παρέλεπμαν = εκείνος που βλέπει άλλα άντ’ άλλων, περιφρόνηση
παρελέπω = προσποιούμαι ότι δεν βλέπω, περιφρονώ, βλέπω άλλα άντ’ άλλων, βλέπω πολύ καλά
παρελέψιμον = περιφρόνηση προσώπου
παρέμου = τουλάχιστον
παρέμποδον = κώλυμα, εμπόδιο
παρεντρανίζω = παρατηρώ κρυφά
παρέξω = παραέξω, πιο έξω, μακριά, εκτός, πλην
παρέρχομαι = φαίνομαι, φαίνομαι σαν κάτι άλλο
παρεταίριν = εκείνο που δεν έχει ταίρι, το παράταιρο
παρέτερα = μέρη όχι ημέτερα, αλλά ξένα
παρηγοράζω = παραμυθούμαι, παρηγορώ
παρηγορεύω = παραμυθώ, παρηγορώ, θωπεύω
παρηγορία = παραμυθία
παρηγορώ = παραμυθούμαι, παρηγορώ
παρήκουος = ανυπάκουος, απειθής
παρηνοσία = υπομονή
παρθένα = δηλητηριώδες χόρτο
παρθενάουμαι = δηλητηριάζομαι από το χόρτο παρθένιν
παρθενεύω = ανήκω
παρθενή = φάτνη ζώων, παχνί, υπόγειος στάβλος
παρθενί = φάτνη ζώων, παχνί, υπόγειος στάβλος
παρθενία = παρθενία, αγνότητα
παρθένιν = δηλητηριώδες χόρτο
πάρθενον = παρθένος
πάρθενος = παρθενικός, αμίαντος
πάρια = εδώδιμα που στέλνονται ως δώρο στον γαμπρό μετά το γάμο από οικείους της νύφης
παρίσμα = αμυγδαλές
παρκιάλ(ιν) = διαβήτης, κύκλος
πάρκιν = ασκός
παρκώνω = γίνομαι σαν ασκός φουσκωμένος
παρλάεμαν = λάμψη
παρλαεύω = στίλβω, λάμπω
Πάρμα-Θωμάς = είδος μεγάλου και λευκού θαλάσσιου πτηνού
παρματώνω = αφοπλίζω, αφαιρώ στολίδια, έπιπλα, αφαιρώ εξαρτύματα πλοίου, σηκώνω, καταστρέφω
παροικία = περιουσία
παροικώ = αποκτώ περιουσία, πλουταίνω, εγκαθίσταμαι σε μόνιμο μέρος
παρομάζω = παρομοιάζω
παρόν = παρουσία, φανερό
παρόπιστος = φιλάργυρος
παρόπον = νόμισμα μικρής αξίας
παροτέα = η οσμή της πυρίτιδος
παρότιν = πυρίτιδα, μπαρούτι
παροτόπον = λίγη ποσότητα πυρίτιδας
παρούμαι = αποκτώ χρήματα
παρουνεύκουμαι = νομίζω πως είμαι κάτι, φέρομαι επιδεικτικώς, είναι ακατάδεκτος, διαβιώ οικονομικές στεναχώριες
παρούσεμαν = συμφιλίωση
παρουσεύω = συμφιλιώνομαι
παρουσία = καταγραφή ονόματος για μνημόνευση, αμοιβή παρεχομένη σε ιερέα για μνημόνευση ονόματος, ωραία εμφάνιση, καλό παράστημα
παρουσιάσκομαι = παρουσιάζομαι
παρουστούρεμαν = συμφιλίωση
παρουστουρεύω = συμφιλιώνω
παρπαλλάκιν = παιδί ευτραφές, παχουλό
παρπάρης = αγροίκος, βάρβαρος
παρπαρίζω = αφοδεύω θορυβωδώς
παρπάρτς = κουρέας
παρρησία = θάρρος, τόλμη, καταγραφή ονόματος για μνημόνευση
πάρσιμον = παραλαβή, λήψη, άλωση
παρτά = παραπέτασμα παραθύρου
παρτάλης = ρακένδυτος, κουρελής
παρτάλιν = κουρέλια, ράκη, μικροπράγματα άνευ αξία, μεταφ. λόγοι κενοί, κομπορρημοσύνες
παρτζουκλώνω = φασκιώνω
παρτίν = το δέντρο αίγειρος
παρτσά = τεμάχιο, κομμάτι
παρτσαλάεμαν = διαμέλισμα, κατασπάραγμα
παρτσαλαεύω = διαμελίζω, κατασπαράζω
παρτσαλής = ο συγκείμενος τεμαχίων, ο μη μονομερής και ακέραιος
παρχανά = κατάλυμα ομάδος αγωγιατών, καραβανιού
παρχάρεμαν = παραθερίζω σε θερινό βοσκότοπο
παρχαρέτες = ο παραθεριστής σε θερινό βοσκότοπο
παρχαρέτικος = εκείνος που προέρχεται από το παρχάριν
παρχάριν = θερινός βοσκότοπος σε ορεινό μέρος
παρχαρίον = παραθερισμός σε παρχάριν
παρχαρλίκιν = παραθερισμός σε παρχάριν
παρχαροκάλυβον = οικίσκος ποιμενικού συνοικισμού σε παρχάριν
παρχαροκέφαλον = το ανώτατο μέρος παρχαριού
παρχαρομάννα = γυναίκα που διαμένει σε παρχάριν, φροντίζει τα ζώα και ασχολείται με γαλακτοκομία, νεράιδα παρχαριού
παρχαρομύτιν = το ψηλότερο μέρος παρχαριού
παρχαρόνερον = νερό του παρχαριού
παρχαρόπον = παρχάριν μικρής έκτασης
παρχαροπούλλιν = πουλί παρχαριού, μεταφ. παιδί που μένει στο παρχάριν
παρχαροτόπιν = τόπος κατάλληλος για θερινή νομή
παρχαρόχορτον = χόρτο παρχαριού
παρώνυμα = παρωνύμιο, παρατσούκλι
παρωνυμάζω = ονομάζω κάποιον με παρατσούκλι
παρωνυμίαγμαν = ονομάζω κάποιον με παρατσούκλι
παρωνύμιν = παρωνύμιο, παρατσούκλι
πάρωρα = παράκαιρα
παρώτι = παρώπιον ζώου
παρ’γιάλισμαν = λάμπω, στίλβω
παρ’γούλα = όρνιθα που έχει πυκνό φουντωτό πτίλωμα στο ράμφος
παρ’γούλιν = βρογχοκήλη
πάσα = πας, πάσα, παν
πασάκας = τιμητικώς ο πρεσβύτερος αδελφός
πασαρεύω = κατορθώνω, καταφέρω
πασαρίνα = μοχλός
πασάς = πασάς
πάσιμον = πηγαιμός, αναχώρηση
πάσιν = σκουριά μετάλλου
πασίον = πηγαιμός, αναχώρηση
πασιπόρτιν = διαβατήριο
Πάσκα = Πάσχα
Πασκαλία = Πάσχα
πασκαλούτζα = το πρώτο άνθος της άνοιξης
πασκανός = εκείνος που δεν είναι νηστήσιμος
πασκείντο = μήπως
page===6

πασκιανός = εκείνος που δεν είναι νηστήσιμος, δώρα του μνηστήρα στην αρραβωνιαστικιά στις μεγάλος εορτές
πασκίζω = προσπαθώ, πασχίζω
πασκίν = εργαλείο λεπτουργών με το οποίο γίνονται στρογγυλώσεις
πασκιτανένον = φαγητό αρτυσμένο με πασκιτάν
πασκιτάνιν = γιαούρτι αποβουτυρωμένο, στραγγισμένο και αλατισμένο
πασκιτανομάλεζον = αλευρόσουπα αρτυσμένη με πασκιτάν
πασκιτανοσούρβιν = σούπα αρτυσμένη με πασκιτάν
πασκιτανοφάει = φαγητό αρτυσμένο με πασκιτάν
πασκιτάνωμαν = άρτυμα φαγητού με πασκιτάν
πασκιτανώνω = αρτύω φαγητό με πασκιτάν
πασκίτζα = πεταλουδίτσα
πασλάεμαν = αρχή
πασλαεύω = αρχίζω
πασλαεύω = ανατρέφω
πασλαμά = μεταφ. θρέμμα, ανάστημα
πασλανεύκομαι = σκουριάζω
πασλίν = σκουριασμένο
πασλίν = ευτραφές, καλοθρεμμένο
πασμά = βαμβακερό ύφασμα πολύχρωμο
πασσαλείφω = πασαλείβω
πασσάλιν = πάσσαλος
πασσαλοκαύτες = παρωνύμιο του μήνα Φεβρουαρίου
πασσαλόπον = πάσσαλος
πασσαλώνω = πασσαλώνω, στερεώνω καλά, αμβλύνομαι, γηράσκω
πασταρέα = παστωμένο ψάρι
παστίλα = γλύκισμα από μουσταλευριά
παστιλομάλεζον = η μουσταλευριά της παστίλα
παστούνι = ράβδος, βακτηρία
παστούρεμαν = βάζω σε πιεστήριο
παστουρεύω = βάζω σε πιεστήριο
παστουρμά = παστουρμάς
παστουρούτζιν = λάχανο ξηραμένο για τον χειμώνα
πάστρα = καθαριότητα
πάστρεμαν = καθαρίζω
παστρεύω = καθαρίζω
παστρικά = καθαρά
παστρικός = καθαρός
παστρικωσύνα = καθαριότητα
παστρικωτός = καθαρός
παστροσύνα = καθαριότητα
πάστρωση = καθαριότητα
πάστωμαν = πάστωμα
παστώνω = παστώνω
πάτα = πάτσι, ισοπαλία
πάτα = πέλμα, πατημασιά
πατάκιν = βάλτος, τέλμα
πατάλεμαν = απασχολώ κάποιον
παταλεύω = απασχολώ κάποιον
Πατάλης = Οκτώβριος
πατάλικον = μπατάλικο
πατανά = ασβεστοκονίαμα, μπαντανάς
παταράτον = φέτα ψωμιού, τηγανίτα
πατάριν = φέτα ψωμιού
πατατούκα = ανδρικό πανωφόρι
πατάχ(ιν) = βάλτος, τέλμα
πατέα = πατημασιά
πατέα = δοχείο νυκτός, καθίκι
πατέλα = τετράγωνο καλάθι
πατελέα = ποσότητα όση χωράει η πατέλα
πατελόπον = τετράγωνο καλάθι
πάτεμα = πάτημα, πατημασιά, μεταφ. ληστρική επιδρομή, ευωχία στην οικία του γαμπρού και της νύφης πριν τη στέψη, προσφορά δώρων στη νύφη μετά τη στέψη
πάτεμαν = βούλιαγμα, βύθιση
πατεμασέα = πατημασιά
πάτερ = πάτερ
πατέρας = πατέρας
πατερίδιν = σανίδι πάνω στο οποίο πατάει ο κεραμέας όταν εργάζεται στο τροχό
πατερικόν = συναξάρι αγίων
πατερίτζα = πατερίτσα
πατερόν = πάτωμα, δάπεδο
πατετά = συμπιεσμένα, πατώντας
πατετέριν = πέταλο ζώου
πατετός = συμπιεσμένος
πατεύω = βουλιάζω, καταστρέφομαι, εξολοθρεύομαι
πατζάκιν = κνήμη, μπατζάκι
πατζακλίν = το πτίλωμα των ποδιών στα πτηνά
πατζακόδεμαν = καλτσοδέτα
πατζάκος = φάντης στα παιγνιόχαρτα
πατζακωτήριν = πιεστήριο χρυσοχόων με το οποίο αποτυπώνουν γραμμές στα μέταλλα
πατζανάκης = μπατζανάκης
πατζάρης = πλατσομύτης, σιμός
πατζαρομύτης = πλατσομύτης, σιμός
πατζιάρει = βλάπτει, πειράζει
πατζιαρίσι = βλάβη
πατζομύτης = πλατσομύτης, σιμός
πάτζος = πλατσομύτης, σιμός
πατζουκίαγμαν = τρώω βιαστικά καταβροχθίζοντας μεγάλες μπουκιές
πατζουκιάζω = τρώω βιαστικά καταβροχθίζοντας μεγάλες μπουκιές
πάτζωμαν = στράβωμα
πατζώνω = στραβώνω
πατήκιν = μέρος όπου πατάς για να ανέβεις, σκαλοπάτι, τσόκαρο
πατηκώνω = συμπιέζω
πατηχτέρα = είδος παιχνιδιού
πατίτζ(ιν) = αναρριχητική φασολιά
πατιχαβάν(ου) = δωρεάν
πατιχάνιν = μικρό ντουλάπι ανοιχτό
πατλίτζιν = αναρριχητική φασολιά
πατλιτζόφυλλα = τα φύλλα του πατλιτζιού
πατμανέα = μονάδα βάρους έξι οκάδων
πατμάνιν = μονάδα βάρους έξι οκάδων
πατνοζέα = ποσότητα όση χωράει το πατνόζιν
πατνόζιν = μαγειρικό σκεύος
πατόζα = αλωνιστική μηχανή
πάτος = πάτος
πατούλα = εκείνη που έχει λευκό δέρμα, παχουλή, αφράτη
πατουλάζω = κάνω τολύπες τα λαναρισμένα έρια, χιονίζει, καλύπτομαι από νιφάδες χιονιού
πατούλιν = το αποσπώμενο από το λανάρι έριο, έριο λαναρισμένο και σχηματοποιημένο σε πόκους, νιφάδες χιονιού
πατουλίουμαι = καλύπτομαι από νιφάδες χιονιού
πατούνα = φτέρνα
πατούρεμαν = βυθίζω, μεταφ. φέρω κάποιον σε κατάσταση χρεοκοπίας
πατουφανίτζα = χώρος της μάντρας όπου μένει το νεογέννητο μοσχάρι
πατούχικον = βαθύ
πατρατίνος = άνθρωπος χοντρός που έχει ασταθές βάδισμα
πατριάρχης = πατριάρχης
πατρίδα = πατρίδα
πατρικά = πατρική οικογένεια ή οι εκ πατρός συγγενείς, πατρική περιουσία
πατριώτης = πατριώτης
πατρογονικά = η οικογενειακή καταγωγή, αυτά που ανήκουν στους γονείς
πατρόνιν = φυσίγγιο πυροβόλου όπλου
πατρός = πατρός
πατρούας = πατριός
page===7

πατρουδάζω = προστατεύω σαν πατέρας
πατρούλος = πατριός
πατρώνας = πατριός
πατσά = πατσάς
πατσαβούρα = κουρέλι, ράκος, πατσαβούρα
πατσαβουρόπον = κουρέλι, ράκος, πατσαβούρα
πατσαμουράζω = γεμίζω το στόμα μου και δύσκολα μασώ
πατσή = αδελφή, θυγατέρα, κόρη
πατσίκα = αδελφή, θυγατέρα, κόρη
πατώ = πατώ, γέρνω, ρίπτω κάτω, μεταφ. κυριεύω, λεηλατώ, παραβαίνω
πάτωμα(ν) = πάτωμα
πατώνω = βάζω πάτωμα από σανίδια
παφνίζω = καπνίζω ουσία ιαματική για θεραπεία νοσήματος, θεραπεύομαι
πάφνισμα(ν) = καπνίζω ουσία ιαματική για θεραπεία νοσήματος, θεραπεύομαι
παχαρικά = μπαχαρικά
παχειοτσιαδίες = μέρη πολύ σκιερά
παχειού = γυναίκα παχιά, χοντρή
παχειούρι = χονδροειδές, άκομψο
παχειόφυλλο = φυτό ιαματικό με παχιά φύλλα
παχένω = παχαίνω
παχλιβάνος = γενναίος αθλητής, παλαιστής
παχνί = φάτνη ζώων, παχνί, υπόγειος στάβλος
παχνωτό = χρώμα μολυβδόχρουν
παχόκολος = εκείνος που έχει παχύς γλουτούς
πάχος = πάχος
παχόσκυλλο = σκύλος χοντρός
παχοτζίμιδος = εκείνος που δεν αντιλαμβάνεται εύκολα
παχουκούταβος = μικρό σκυλάκι ευτραφές
παχούλεμαν = ζηλεύω, ζηλοτυπώ
παχουλεύκομαι = ζηλεύω, ζηλοτυπώ
παχούλης = ζηλότυπος, ζηλιάρης
παχοφάγειν = είδος φαγητού από χονδραλεσμένο σίτο ή αραβόσιτο
παχοχάρτιν = παχύ χαρτί
παχρά = η αμοιβή που δίνει ο γεωργό στον γαιοκτήμονα του οποίου καλλιεργεί την γη
παχσίσιν = φιλοδώρημα
παχτζά = κήπος δέντρων οπωροφόρων, λεπτοκαρύων
παχτζάδιν = κήπος δέντρων οπωροφόρων
παχτζαδίτζα = κήπος δέντρων οπωροφόρων
παχτζόπον = κήπος δέντρων οπωροφόρων, λεπτοκαρύων
πάχυμα(ν) = πάχυνση
παχυματώ = πρήζομαι λίγο
παχύντερον = παχύ έντερο
παχύνω = παχύνω, συμπυκνώνομαι
παχύς = παχύς
παχύστομος = εκείνος που έχει χοντρά χείλη
παχυτζέπλ(ι)κον = εκείνο που έχει παχύ φλοιό
παχυτζίμιδος = εκείνος που δεν αντιλαμβάνεται εύκολα
παχύχειλος = εκείνος που έχει παχιά χείλη
παχυχωμία = τόπος με χώμα παχύ και εύφορο
πάχωμαν = χόρτο λειμώνος πυκνό και ψηλό
παχωτός = παχουλός
πεανεμός = αναχώρηση, επέλευση, πηγαιμός
πεβγαίνω = εξοφλούμαι, ξεχρεώνομαι
πεγαδάς = εκείνος που επιβλέπει της βρύσες
πεγαδέσιν = εκείνο που προέρχεται από την πηγή
πεγαδήτρα = νύμφη των βρύσεων και των πηγών, ζωύφιο υδρόβιο, τριφυλλοειδές χόρτο υδροχαρές
πεγάδιν = πηγάδι
πεγαδομάννα = νύμφη των βρύσεων και των πηγών, ζωύφιο υδρόβιο, τριφυλλοειδές χόρτο υδροχαρές
πεγαδομμάτιν = πηγή ύδατος
πεγαδονεροκράτευτον = βρύση που κρατάει το νερό
πεγαδόνερον = νερό βρύσης
πεγαναχτώ = ξεκουράζομαι
πεγένεμαν = βρίσκω της αρεσκείας μου, μου αρέσει κάτι
πεζάζης = έμπορος πανικών
πεζάζικον = κατάστημα πανικών
πεζεβέγκης = άνθρωπος άτιμος, πρόστυχος
πέζεμαν = ξεπεζεύω
πέζεμαν = αηδιάζω, βαρύνομαι
πεζεύω = ξεπεζεύω
πεζεύω = αηδιάζω, βαρύνομαι
πεζίριν = δελφινέλαιο
πεζιρκιάνος = πλανόδιος έμπορος
πεζός = πεζός
πεζουλάουμαι = καταπίνω
πεζούλιν = κρημνός
πέης = η βασίλισσα των μελισσών
πεθερά = πεθερά
πεθερικά = πεθερικά
πεθερός = πεθερός
πεικάζω = αντιλαμβάνομαι, εννοώ
πείνα = πείνα
πεινώ = πεινώ
πείραγμα(ν) = πείραγμα, ενόχληση, βάσανο, ταλαιπωρία
πειράζω = πειράζω, ενοχλώ, βασανίζω
πειρανία = ενόχληση, βάσανο, ταλαιπωρία
πειρανίζω = ταλαιπωρώ, βασανίζω, τυραννώ
πειράνιξη = βάσανο, ταλαιπωρία
πειρανισία = βάσανο, ταλαιπωρία
πειράνισμαν = πείραγμα
πειρανισμένα = με στερήσεις οικονομικές και με ταλαιπωρίες
πειραντή = ενόχληση, βάσανο, ταλαιπωρία
πειρία = βάσανο, ταλαιπωρία
πείσμα(ν) = πείσμα, ισχυρογνωμοσύνη, στοίχημα
πεισματικός = εργατικός, φίλεργος
πεισματώνω = πεισματώνω, φιλονικώ
πεισμή = πείσμα
πεισμονή = πείσμα
πεισμώνω = πεισματώνω, φιλονικώ
πεκιά = κρεβάτι ξύλινο
πεκιάρης = άγαμος άνδρας, μπεκιάρης
πεκλέεμαν = αναμονή
πεκλεεύω = περιμένω
πεκμέζιν = πετμέζι
πέκνες = ηλιακά εγκαύματα του προσώπου, εφηλίδες
πεκνιάρης = εκείνος που έχει στο πρόσωπό του πέκνες
πεκοιμίζω = αποκοιμίζω
πεκούλιν = περιουσία που ανήκει μόνο σε έναν
πεκτζής = φύλακας, φρουρός
πελά = ενόχληση, σκοτούρα
πέλαγος = πέλαγος
πελαγούμαι = προχωρώ ολοένα σε βαθύτερα ύδατα της θάλασσας
πελάδι = λίγη ποσότητα πηλού
πελάεμαν = το σκάψιμο με δικέλλα
πελαεύω = σκάβω με δικέλλα
πελαλής = μπελαλίδικος
πελεκάδιν = πελεκούδι
πελεκάνος = πελεκάνος
πελεκετός = πελεκημένος
πελεκή =
πελέκημαν = πελέκημα
page===8

πελεκιάδιν = κορμός δέντρου πελεκημένο
πελεκίζω = πελεκώ, δέρνω, μεταφ. επιπλήττω, επιτιμώ
πέλεκυς = πέλεκυς
πελεκώ = πελεκώ, δέρνω, μεταφ. επιπλήττω, επιτιμώ
πελεξούδι = γυναίκα κακή, πρόστυχη, μέγαιρα
πελεχούδι = άνθρωπος που αναμειγνύεται παντού
πέλιν = δικέλλα, μικρό σιδερένιο φτυάρι
πελιτένος = εκείνο που είναι φτιαγμένο από ξύλο δρυός
πελίτιν = δέντρο δρυς
πελιτόξυλον = ξύλο δρυός
πελιτόπον = δέντρο δρυς
πελλαγείας = χαιρετισμός έκφρασης σε επιστολές ή προφορικές ομιλίες που απευθύνεται σε οικεία και φιλικά πρόσωπα
πελμά = διάφραγμα εσωτερικό οικοδομής που διαχωρίζει δυο δωμάτια
πελόξυλον = η ξύλινη λαβή του πελιού
πελόπον = δικέλλα
πελός = πηλός
πελτέκης = βραδύγλωσσος, τραυλός
πελτεκώνω = γίνομαι σαν ιξώδης πολτός
πελώνω = λερώνω με λάσπη
πελώριν = πανύψηλος, πελώριος
πεμπελίδιν = μεσπιλέα
πέμπτος = πέμπτος
πενεδήβε = απήλθε, αποχώρησε
πενειτεύω = φέρομαι ασελγώς, αλαζονεύομαι
πενήντα = πενήντα
πενηνταήμερον = χρονικό διάστημα πενήντα ημερών από το Πάσχα μέχρι της Πεντηκοστής, Πεντηκοστή
πενηντάριν = μέτρο υγρών πενήντα δραμιών
πενητάζω = λιμοκτονώ
πενήτας = φτωχός
πενήτεμαν = λιμοκτονία
πενητεύω = λιμοκτονώ
πενιχρός = πενιχρός, φτωχός
πενληλαεύω = εντυπώνω κάποιον στην μνήμη μου και ύστερα τον αναγνωρίζω εύκολα, απομνημονεύω
πενλής = εναργής, δειλός
πεντάγνωμος = αλλοπρόσαλλος
πεντάδιν = σωρός, στοίβα
πεντάδιπλα = πενταπλασίως
πεντάδιπλος = πεντάδιπλος
πεντάημερος = πενταήμερος
πεντακόσοι = πεντακόσιοι
πεντάλφα = πεντάλφα
πεντάμορφος = πεντάμορφος
πεντάνευρον = βότανο του οποίου τα φύλλα έχουν πέντε νεύρα
πεντανόφυλλο = αγριόχορτο ιαματικό για τις πληγές
πεντάπλεχτα = πλεγμένο σφιχτά, πυκνά
πεντάπλεχτος = εκείνο που είναι πυκνά πλεγμένος
πεντάρα = το χαρτί πέντε των παιγνιόχαρτων
πεντάρι(ν) = το χαρτί πέντε των παιγνιόχαρτων
πεντάρφανος = πεντάρφανος
πεντάφυλλον = χόρτο που έχει πέντε φύλλα
πεντάχροιαστος = εκείνος που έχει πέντε χρώματα
πεντάχρονος = πεντάχρονος
πεντέχτη = πέμπτη προς την έκτη μέρα του μηνός
πεντζερέ = παράθυρο
πεντζερόπον = παράθυρο
πεντικός = ποντικός
πέντιν = μυλαύλακο
πεντογένης = εκείνος που για γένια έχει πέντε τρίχες
πεντόλιρον = χρυσό τούρκικο νόμισμα αξίας πέντε λιρών
πεντόφραφος = πεντάρφανος
πέπενο = ώριμος καρπός
πεπέτζιν = λεπτό δέρμα
πεπετζόπον = λεπτό δέρμα
πεπετζούρα = καρπός υπερώριμος με λεπτό φλοιό και μαλακό
πεπονέα = οσμή πεπονιού, κήπος πεπονιών
πεπόνιν = πεπόνι
περ(ι)γιαλόχειλον = ακρογιαλιά, παραλία
περά = ιδιαίτερο μέρος θερινής νομής
περαγκέσου = στα απέναντι μέρη
περαγκιάνου = αντίκρυ με κατεύθυνση προς τα άνω
πέραγμα = απέναντι με διεύθυνση προς τα κάτω
περάζω = διαβαίνω, περνώ
περάζω = πειράζω
περαθέμπερος = ανόητος, μωρός
πέραθεν-πέραν = από πέρα ως πέρα
πέραν = αντίκρυ, απέναντι, το αντικρινό μέρος
πέραν-καικά = απέναντι ακριβώς, το αντικρινό μέρος
πέραν-κέσου = απέναντι
πέραν-κιάνου = απέναντι προς τα άνω, το αντικρινό μέρος με κατεύθυνση προς τα άνω
πέραν-μερέαν = στην απέναντι μεριά
πέραν-μέρου = στην απέναντι μεριά
πέραν-περού = πέρα ως πέρα
περάνω = διαβαίνω, περνώ
πέραση = ισχύ, υπόληψη
πέρασμα = πέρασμα
περασμένος = αυτός που έχει διαβεί, περάσει
περαστικά = περαστικά
περατανός = εκείνος που προέρχεται από το απέναντι μέρος
περβάζιν = κορνίζα, γείσο οικοδομής, θριγκός
περβαζλάεμαν = περιβάλλω σε πλαίσιο
περβαζλαεύω = περιβάλλω σε πλαίσιο
περβαζλής = ο περιβεβλημένος με πλαίσιο, πλαισιωμένος
πέρδικα = πέρδικα, αβγό περιπλεγμένο με πολύχρωμα μαλλιά το οποίο προσφέρεται ως δώρο πασχαλινό
περδίκιν = πέρδικα
περδικόπον = πέρδικα
περδικοτόπιν = τόπος όπου συχνάζουν οι πέρδικες
περδικοφώλιν = φωλιά πέρδικας
περεκεντέ = άνθρωπος ακατάστατος
περεκέτιν = αφθονία αγαθών προερχόμενη από τη γεωργία, του επαγγέλματος, της τέχνης κτλ.
περεκετλίν = αυτό που αποδίδει άφθονα
περενίτζα = κάλυμμα κεφαλής πλατύγυρο
περή = δαιμόνιο, εξωτικό, μάγισσα, μεταφ. γυναίκα πονηρή και ραδιούργα
περηφάνα = υπερηφάνεια
περιαπλούμαι = εξαπλώνομαι
περιαύλιον = προαύλιο
περιβάραζω = γίνομαι πολύ οχληρός, είμαι βαρετός
περιβαρασία = εκείνη που προξενεί ενόχληση σε άλλους
περιβαράσιμος = βαρετός
περιβολάζω = χτίζω τοίχο
περιβολάκιν = μικρός κήπος
περιβόλιν = περιβόλι, κήπος
περίβολος = η συσκευή της τσακμακόπετρας
περιγελαξία = άνθρωπος άξιος εμπαιγμού
περιγέλασμα = περιγέλασμα, περιφρόνηση
περιγελαστέας = περιγελαστής
περιγελώ = περιγελώ
περιγιάλιν = ακρογιαλιά, παραλία
περιγιάλος = ακρογιαλιά, παραλία
περιγλείφουμαι = γλύφω τα χείλη από ευχαρίστηση εξ γλυκού
περίγυρον = περίγυρος
page===9

περίκακα = πολύ κακά, κάκιστα
περίκακος = πολύ κακός
περικαλλίων = κάλλιστος, το καλύτερο όλων
περίκαλος = πολύ καλός
περικλωνάρα = κλώνοι που περιβάλλουν το κορμό δέντρου
περικοκλάδα = περικοκλάδα
περικρατώ = περιλαμβάνω κατ’ έκταση
περίλαος = μεγάλος πλήθος λαού
περίληψη = βιβλίο θρησκευτικό του σχολείου, τα χαρακτηριστικά του προσώπου
περίλοιπος = υπόλοιπα
περίλυπος = λυπημένος
περίλυψη = λύπη
περιμένω = περιμένω
περιουσία = περιουσία
περίπαιγμαν = περιπαίζω
περιπαίζω = περιπαίζω
περιπαιχτέας = περιπαιχτικός
περιπετώ = πετώ
περιπεύω = ευπρεπίζομαι, συγυρίζομαι, στολίζομαι
περιπιάνω = περιλαμβάνω, περικυκλώνω χώρο
περιπλέα = πολλά, παραπανήσια
περισάνης = δυστυχής, ταλαιπωρημένος
περισανλίκιν = δυστυχία, ταλαιπωρία
περισσεύω = περισσεύω
περισσός = περισσός
περίσταση = περίσταση
περιστεγνώνω = στεγνώνω
περιστερά = περιστερά
περιστέριν = περιστέρι
περιστερόπον = περιστέρι
περιτσίουμαι = σχίζομαι γύρω
περίφτισμα = δερματικό εξάνθημα
περιχαρά = περίγελος
περιχάρα = χαιρεκακία
περιχαρεμένος = περιχαρής
περίχαρος = περίχαρος
περιχώνω = συγκαλύπτω, σκεπάζω, θάβω, ενταφιάζω
περίχωρα = περίχωρα
περιχωσία = συνωστισμός πλήθους
περκελής = κυκλικός
περκέλιν = διαβήτης, κύκλος
πέρλυμα = ξήλωμα
περλύω = ξηλώνω
περνάζω = διαβαίνω, περνώ
περνατής = διαβάτης
περνή = διάβαση συνήθως ποταμού
περνίζω = διαπεραιώνω, εννοώ, καταλαμβάνω
περνιχτής = εκείνος που διαπεραιώνει
περνώ = διαβαίνω, περνώ
περονέα = ποσότητα φαγητού όση χωράει το πιρούνι
περονίζω = πριονίζω
περόνιν = πριόνι
περόνιν = πιρούνι
περού = αντίκρυ, απέναντι, το αντικρινό μέρος
περπαντουλάζω = κουρελιάζω
περπαντουλέας = κουρελής
περπατάζω = περιφέρω κάποιον σε περίπατο
περπάτεμα = περπάτημα
περπατευτά = περπατώντας
περπατή = βάδισμα, περίπατος
περπατησία = βάδισμα
περπάτιν = ρυπαρό και ακάθαρτο πράγμα
περπατώ = περπατώ
περπεντούλιν = κουρέλια, ορμαθός αργυρών και χρυσών κοσμημάτων που κοσμούν το κεφάλι γυναικός
περπεντουλόπον = κουρέλια, ορμαθός αργυρών και χρυσών κοσμημάτων που κοσμούν το κεφάλι γυναικός
πέρπερα = χρυσά νομίσματα
περπερείον = κουρείο
περπέρης = κουρέας
περπερίζω = ξυρίζω
περπέρικον = κουρείο
περπερλίκιν = το επάγγελμα του κουρέα
πέρπερος = παραχαϊδεμένος
περρίμματα = τα ριπτόμενα στους νεόνυμφους ρύζι, σίτο, φουντούκια κτλ.
περτάχιν = ουσία στιλβώσεως
περταχλάεμαν = στιλβώνω, λουστράρω
περταχλαεύω = στιλβώνω, λουστράρω
περτέ = παραπέτασμα παραθύρου
περτιλεύουμαι = μπερδεύομαι, περδικλώνομαι
πέρυσι = πέρυσι
περυσινός = περσινός
περχοτή = κομμάτια άρτου περιχυμένα με καυτό ζωμό κρέατος ή βουτύρου κτλ.
περώ = διαβαίνω, περνώ
περ’σιζ’νός = περυσινός
περ’σσόκρεας = το περισσευούμενο κρέας που πετιέται κατά το καθάρισμά του
πέση = ο τρόπος κατάκλισης για ύπνο
πέσιμον = πτώση, κατάκλιση προς ύπνο
πεσίον = ο τρόπος κατάκλισης για ύπνο
πέσκα = πέφτω
πεσκαθήναι = πέφτω
πεσκαθίον = κατάκλιση προς ύπνο, ο τρόπος κατακλίσεως
πέσκαμα = κατάκλιση προς ύπνο, ο τρόπος κατακλίσεως
πεσκιάζω = βλέπω αμυδρά
πεσκίριν = προσόψιο, πετσέτα
πεσκιρόπον = πετσέτα
πέσκος = θερμάστρα, σόμπα
πεσλέεμαν = ανατρέφω
πεσλεεύω = ανατρέφω
πεσλεμέ = μεταφ. θρέμμα, ανάστημα
πεσλίν = ευτραφές, καλοθρεμμένο
πεσσός = μικρό κοίλωμα τοίχου για τοποθέτηση διαφόρων πραγμάτων
πεστέας = αδύνατος, καχεκτικός
πεστέρινον = αδύνατο, καχεκτικό
πέταγμαν = πετώ
πετάζω = πετώ
πεταλήτρα = χαρταετός, χρυσαλλίδα, πεταλίδα
πετάλιγμαν = κάνω κάτι να πετάξει, επιπλέω
πέταλο(ν) = πέταλο
πεταλούδα = πεταλούδα
πετάλωμαν = πεταλώνω
πεταλώνω = πεταλώνω
πετάνω = πετώ
πετασάρ’κον = ζώο που έχει λευκό σημάδι στο μέτωπο
πεταύρα = λεπτό σχινοσάνιδο από κορμό ελάτου που χρησιμοποιείται για στέγαση οικιών, των οποίων η στέγη είναι σχήματος αετοειδούς
πεταφνάζω = αλλάζω χροιά όψεως, προσώπου
πετεινάζω = οχεύω (πετεινός)
πετεινάριν = πετεινός
πετειναρίτζα = ζαχαρωτό σε σχήμα πετεινού
πετειναρόπον = πετεινός
πετειναροπούλλιν = κοκοράκι
πετεινεύω = φέρομαι ασελγώς, αλαζονεύομαι
page===10

πετεινίαγμα = το σπέρμα του πετεινού εντός του αβγού
πετεινίτζος = πετεινός
πετεινολάλιν = το λάλημα του πετεινού
πετεινολαλώ = πετεινός λαλεί
πετεινός = πετεινός
πετζάρεμαν = κατορθώνω, καταφέρνω
πετζαρεύω = κατορθώνω, καταφέρνω
πετζαρούχλης = επιδέξιος, επιτήδειος
πετζάς = δερματέμπορος
πετζένον = εκείνο που είναι φτιαγμένο από δέρμα
πετζί(ν) = δέρμα
πετζιώνει = χωνεύεται (πυρά)
πετζοκόσκινο = κόσκινο που είναι πλεγμένο με λεπτές λωρίδες δέρματος
πετζοκόφτω = σφάζω
πετζόμηλον = είδος μήλου με φλούδα χοντρή σαν πετσί
πετζοπούλλι = νυχτερίδα
πετζός = σφιχτός σαν πετσί, πυκνός
πετζούτζα = νυχτερίδα
πετζοφάγος = εκείνος που φθείρει γρήγορα τα υποδήματά του
πετζώνω = αδυνατίζω σωματικώς, φθίνω, γίνομαι πετσί και κόκκαλο
πετόνιν = υπόγειος οχετός οικίας
πέτος = θαλάσσιο πτηνό
πέτρα = πέτρα
πετράκιν = χόρτο που μεγαλώνει σε βράχο
πετράπιν = αχλάδι σκληρό
πετράριν = πετρώδης
πετράς = λατόμος
πετραχήλιν = πετραχήλι
πετρέα = χτύπημα με πέτρα
πετρένος = πετρένιος
πετρίτζα = πετρούλα, είδος μικρού πτηνού
πετρίτης = άνθρωπος γερός σαν βράχος
πετροβίτζα = λίθος που τοποθετείτε στα πέταυρα της στέγης για στερέωση
πετροβολούμαι = πετροβολούμαι
πετροβολώ = πετροβολώ
πετροκάρβωνον = λιθάνθρακας
πετροκάρδης = σκληρόκαρδος, απηνής
πετροκκούτζι = πράγμα σκληρό σαν πέτρα
πετροκόντυλον = το κονδύλι της μαθητικής πλάκας
πετρόμηλον = σκληρό μήλο
πετροπούλλιν = πετραδάκι
πετρούδι = γη πετρώδης
πετροχόρενο = καβουρντιστήρι
πετρόχορτον = χόρτο που μεγαλώνει σε βράχους
πετρώνας = τόπος πετρώδης
πετρωτός = εκείνος που περιέχει πολύτιμο λίθο, ψηφιδωτός, στικτός
πετώ = πετώ
πεύκιν = τάπης
Πέφτ(η) = Πέμπτη
πέφτω = πέφτω
πεχλεβάνος = γενναίος αθλητής, παλαιστής
πεχνίν = φάτνη ζώων, παχνί, υπόγειος στάβλος
πεχορίκιν = καμινάδα, οχετός αποχωρητηρίου ή μάνδρας
πεχρέγκιν = πήλινος υδροσωλήνας
πεχταλώνω = μετατοπίζω, μετακινώ
πεχτή = πηχτός, πυκνός, κρύος πατσάς
πεχτίν = ρυπαρό πράγμα
πη = όποιος
πηγάδιν = βρύση, νερό βρύσης
πηγαδόπον = μικρή βρύση
πήγανον = φυτό απήγανος
πηγή = πηγή
πηδώ = πηδώ
πηλός = πηλός, λάσπη
πήχη = πήχης
πηχιάζω = μετρώ με πήχη
πηχτά = πυκνά
πηχτή = πηχτός, πυκνός, κρύος πατσάς
πηχτίζω = πήζω
πήχτωμαν = πηχτώνω, πυκνώνω
πηχτώνω = πηχτώνω, πυκνώνω
πιάγκο = κλήρος
πιανέτσω = μπορώ να πιάσω
πιάνω = πιάνω, συλλαμβάνω, αγγίζω, συρράπτω, προσκολλούμαι, ανάβω
πιασέα = ποσότητα πράγματος όση πιάνεις εφάπαξ
πιάσιμον = πιάσιμο, σύλληψη, αφή, κάψιμο, προσκόλληση φαγητού στο πυθμένα του δοχείου που ψήνεται
πιασιμονή = πιάσιμο, σύλληψη
πιασίος = ελώδης πυρετός
πίασμα = ελώδης πυρετός
πιάστα = πιάστρα
πιαστούρι = μέλι που πιάνει, ζαλίζει λόγω της μεθυστικής του ιδιότητας
πιάστρα = πιάστρα
πιβάλλω = βάλλω κάτι κάπου
πίβαλος = ο πολύ βαρύς, βραδυκίνητος
πιβόλ(ιν) = το προς εμβολιασμό κλωνί
πιβολίζω = εγκεντρίζω δέντρο, μπολιάζω
πιδαβαίνω = διαβαίνω, υπερβαίνω ύψος, εγκαταλείπω, απαρνούμαι
πιδεβάζω = διαπερνώ
πιδεβασέα = απομάκρυνση, αποχωρισμός
πιδεξασμένος = επιδέξιος, επιτήδειος
πιδέξος = επιδέξιος
πίδοξος = επίδοξος
πιέλον = κουβάς
πιζάρωτα = λοξά, στραβά
πιζελέσιμος = επίζηλος, επίφθονος
πιζέλιν = μπιζέλι
πίζηλα = επικίνδυνα
πίζηλος = εκείνος που υπόκειται σε φθόνο, σε βασκανία, νεόγαμος, ζηλότυπος
πιθαμάζω = μετρώ έκταση με πιθαμή
πιθαμή = πιθαμή
πιθαμίασμαν = μετρώ έκταση με πιθαμή
πιθαρέα = ποσότητα όση χωράει ένα πιθάρι
πιθάριν = πιθάρι
πιθήκα = πίθηκος
πιθηκιάζω = τυλίγω νήμα σε αδράχτι, όπου σταδιακώς σχηματίζεται ο όγκος τους ως αποθήκευση
πιθήκω = τοποθετώ
πίκα = στενοχωρία
πικέφαλη = η ανώτατη άκρη παντός πράγματος
πικέφαλο = η ανώτατη άκρη παντός πράγματος
πίκνα = μαύρο στίγμα προσώπου
πικονώνω = αδειάζω το φαγητό στα πιάτα
πικρά = με πικρή γεύση
πίκρα = πίκρα, μεταφ. θλίψη, στενοχώρια
πικράδα = πικράδα
πικράζω = πικραίνω, στενοχωρώ
πίκραιμαν = πίκρα, μεταφ. λύπη, θλίψη
πικραίνω = πικραίνω, λυπώ
πικραναλλαγμένος = εκείνος που περιβάλλεται από πένθιμη ενδυμασία
πικρασία = πικρή γεύση, μεταφ. θλίψη
πίκρασμαν = πικραίνω, στενοχωρώ
page===11

πικρατώ = επαρκώ
πικρελαία = είδος δαμασκηνιάς
πικρίζω = πικρίζω
πίκρισμαν = πικρίζω
πικρίτα = άγριο μαρούλι πικρό στη γεύση
πικροζώμιν = καφές χωρίς ζάχαρη
πικροθάλασσα = θάλασσα πικρή, που προκαλεί θλίψη
πικροκαταρούμαι = λέω πικρές κατάρες
πικροκαταρούσα = εκείνη που λέει πικρές κατάρες
πικροκελαηδούσα = πτηνό που κελαηδεί λυπητερά
πικροκελαηδώ = κελαηδώ πένθιμα, λυπητερά
πικροκοκκύμελον = είδος δαμάσκηνου πικρού
πικρός = πικρός
πικρούμαι = αποκτώ πικρή γεύση
πικροφάγεια = τα φαγητά της μακαρίας που φέρνουν οι φίλοι στους οικείους του αποθανόντος
πικρωτός = ο κάπως πικρός στη γεύση
πιλάβιν = πιλάφι
πιλαβόπον = λίγη ποσότητα πιλαφιού
πιλάλημα = μάτιασμα
πιλαλώ = βασκαίνω, ματιάζω
πιλίκος = φάκελος επιστολής
πιλίνεμαν = γίνομαι γνωστός, φημίζομαι
πιλινεύκουμαι = γίνομαι γνωστός, φημίζομαι
πιλίνο = χόρτο με πικρή γεύση
πιλιστόπον = κοτόπουλο
πιλίτσιν = κοτόπουλο
πιλόριν = ράφι αποθήκευσης δημητριακών, φακός
πιλπίλης = εύγλωττος
πιλώνω = σφίγγομαι για αφόδευση, φτάνω στο τέλος των πόνων του τοκετού
πιμπίλα = κέντημα στην παρυφή ενδύματος
πιμπιλίζω = ράβω με λεπτή βελόνα, καρικώνω την άκρη κομμένου υφάσματος, μεταφ. καλλωπίζω
πιμπίλιν = είδος κοσμήματος ως κόσμημα στην παρυφή ενδύματος, το καρίκωμα της ραπτικής
πιμπίλισμαν = ράβω με λεπτή βελόνα, καρικώνω την άκρη κομμένου υφάσματος, μεταφ. καλλωπίζω
πιμπιλώνω = κεντώ την παρυφή ενδύματος
πινά = οικοδομή, κτίριο, οικόπεδο
πίνακα = σχολικός πίνακας
πινακέα = ποσότητα όση χωράει το πινάκιν
πινακίδιν = ξύλινη πλάκα πάνω στην οποία μάθαιναν στο σχολείο την αλφαβήτα, σανίδα πάνω στην οποία οι οικοδόμοι μαλάσσουν την άσβεστο για σοβάτισμα τοίχου
πινάκιν = ξύλινο πιάτο φαγητού
πινακόπουλλον = μικρό ξύλινο πιάτο φαγητού
πινακού = μεγάλο ξύλινο πινάκιον
πινακωτή = μεγάλο ξύλινο πινάκιον
πιναλαεύω = επισκευάζω, βάζω σόλες στα υποδήματα
πινέσιν = κοτέτσι
πινεύω = καβαλικεύω
πινιτζής = καβαλάρης
πιντηδεύω = ζητιανεύω, επαιτώ
πιντής = ρυπαρός, συνεσταλμένος, δειλός, ζητιάνοι
πιντοσύνα = ακαθαρσία, βρώμα
πίνω = πίνω
πινωτίσκομαι = κρυφακούω
πίξηρος = ξηρός
πιοτή = ποτό
πιοτόν = ποτό
πιπέρα = πιπεριά
πιπεράς = επιτραπέζιο πιπεροδοχείο
πιπερερή = επιτραπέζιο πιπεροδοχείο
πιπερίζω = πιπερώνω
πιπέριν = πιπέρι
πιπερίτζα = χόρτο που έχει γεύση πιπεριάς
πιπερλίν = φαγητό που έχει πιπέρι
πιπεροζώμιν = το αφέψημα της κόκκινης πιπεριάς
πιπεροθήκα = επιτραπέζιο πιπεροδοχείο
πιπερόπον = μικρό πιπέρι
πιπερόρριζα = πιπερόριζα
πιπεροτρίφτε = όλμος όπου τρίβουν το πιπέρι, μύλος πιπεριού
πιπερώνω = πιπερώνω
πιπή = θεία και ηλικιωμένη γυναίκα (στη παιδική γλώσσα)
πιπί = το πτηνό διάνος (στη παιδική γλώσσα)
πιπιλίζω = βυζαίνω, θηλάζω, απορροφώ, τρώω λαίμαργα
πιπιλίζω = κοιτάζω κάποιον περίεργα
πιπίλιν = κουκούτσι καρπού, ο όρχις, το παιδικό μόριο, κρουνός ύδατος, καλλωπιστικός κροσσός σινδόνου, μανδηλίου κτλ.
πιπιλοκοίλιν = εκείνο που έχει γεμάτη την κοιλιά από σπόρους
πιπιλομάλεζον = χυλός από καλαμποκάλευρο και κολοκυθόσπορο
πιπιλομμάτης = εκείνος που έχει μάτια σαν κουκούτσι
πιπιλώνω = γίνομαι μικρός σαν κουκούτσι
πιρικεύω = συναθροίζω
πιριόνιν = πιρούνι
πιρνά = πρωί, κατά την πρωινή ώρα, αύριο
πιρνεζ’νος = πρωινός, αυριανός
πιρνός = πρωί, κατά την πρωινή ώρα, αύριο
πιρονίζω = κόβω με πριόνι
πιρόνιν = πριόνι
πιρπιρίμιν = φυτό αντράκλα
πίρριφμαν = η εισαγωγή των άρτων στο φούρνο
πιρρίφτες = όργανο σαν φτυάρι με το οποίο εισάγουν τους άρτους στο φούρνο
πιρρίφτω = εισάγω τους άρτους στο φούρνο
πιρροκιάζω = βάζω το σκουλλί του ερίου στο πιρρόκιν
πιρρόκιν = το επάνω μέρος, η κεφαλή της ρόκας
πιρροχάζω = ροχαλίζω
πιρυχαίνω = πετυχαίνω
πίρχον = πριν
πισάρης = εκείνος που κάνει δουλειά ημιτελής
πισέας = εκείνος που κάνει δουλειά ημιτελής
πισία = τηγανίτες ψημένα με βούτυρο και αρτυόμενα με ζάχαρη ή μέλι
πίσιν = ακάθαρτο, λερωμένο
πισκιλάριν = φουντωτός
πισκίλιν = η φούντα του φεσιού
πισμάνι = μεταμέλεια
πισογούλης = εκείνος που έχει ακάθαρτο λαιμό, μεταφ. λαίμαργος
πίσσα = πίσσα, κόλαση
πισσάνος = μελαψός
πισσάρια = τα πρώτα σκούρα αποχωρήματα του βρέφους
πισσάς = εκείνος που πουλά πίσσα
πισσέα = οσμή της πίσσας
πισσελλάζω = εκκρίνω υγρό στο χρώμα της πίσσας
πισσέλλιν = υγρό στο χρώμα της πίσσας στο σωλήνα θερμάστρας, ρητίνη πεύκου
πισσένος = εκείνος που είναι φτιαγμένος από πίσσα
πισσοκούταλον = κουτάλι το οποίο χρησιμοποιείται στη διαλελυμένη πίσσα
πισσού = μαύρη σαν πίσσα, ακάθαρτη, λερωμένη
πισσόχορτον = αγριόχορτο το οποίο εκκρίνει μαύρη κολλώδη ουσία
πίσσωμαν = επαλείφω με πίσσα, γίνομαι κολλώδης σαν πίσσα
πισσώνω = επαλείφω με πίσσα, γίνομαι κολλώδης σαν πίσσα
πίστ(η) = πίστη
πιστά = απόρρητα, μυστικά
πισταύρ(ιν) = διασταυρωμένο με άλλο
πίσταυρος = σε σχήμα σταυρού
πίστεμαν = το να έχει κάποιος εμπιστοσύνη, το να έχει πίστη θρησκευτική
πιστεμπέλιν = ποδιά
πιστεύω = πιστεύω
page===12

πιστικιάρικο = νοτισμένο, υγρό
πιστίκιν = πείσμα, ισχυρογνωμοσύνη
πιστικιώ = νοτίζομαι, υγραίνομαι
πιστικλής = πείσμων, ισχυρογνώμων
πιστίμιν = πείσμα, θυμός
πιστιμλής = πεισματάρης, θυμώδης
πίστομα = μπρούμυτα
πίστος = κόλλα από άμυλο
πιστοφέα = πιστολιά
πιστόφιν = πιστόλι
πιστοφορώ = απατώ
πιστώνω = βάφω με πίστον τα νήματα για να γίνουν πιο στερεά
πίσω = πίσω
πισωκέλι = παράμερο μέρος οικίας
πίτα = πίτα, είδος λαγάνας
πιταγωγή = προσταγή
πιταγωγός = ο επιτάσσων
πιτάζω = κάνω θελήματα, διατάζω, προστάζω
πιτάλευρον = αλεύρι για πίτες
πιτάφιος = επιτάφιος
πιταχτέρ(ιν) = παιδί που κάνει θελήματα
πίτερον = πίτουρο
πιτζακώνω = κάνω χαλάστρα
πίτζι = στην παιδική γλώσσα, λούσιμο
πίτη = τρυπητήρι
πιτήανα = τηγανίτες τηγανισμένα με βούτυρο ή λάδι και αρτυσμένα με μέλι ή ζάχαρη
πιτόπον = πίτα
πιτόπ’λλον = πίτα
πίτρα = πιτυρίδα
πιτραχήλιν = πετραχήλι
πιτροπική = η ιδιότητα του επιτρόπου
πίτροπος = επίτροπος
πίτσιν = εξώγαμο παιδί
πιτυράζω = έχω πιτυρίδα
πιτυράσιμον = έχω πιτυρίδα
πίτυρη = πιτυρίδα
πιτυρίδα = πιτυρίδα
πιτυριδιώ = πιτυριάζω
πιτώνω = πιέζω
πίφ = επιφώνημα που εκφράζει αηδία
πιφάνεση = εμφάνιση προσώπου
πίφανον = εμφάνιση προσώπου
πιφτάνω = καταφτάνω
πίφτειρος = ψειριάρης
πίχερος = ο επιδέξιος σε έργο
πιχλοΐζω = καλύπτομαι από χλόη
πίχλομος = λίγο χλωμός
πίχλωρος = λίγο χλωμός
πιχορίκ(ιν) = καμινάδα, οχετός αποχωρητηρίου ή μάνδρας
πλαγιάζω = πλαγιάζω, κατακλίνομαι προς ύπνο, κατάκειμαι ασθενής
πλαγίζω = λιποθυμώ
πλάγιν = το πλαϊνό μέρος, το παρακείμενο, το παράπλευρο
πλαγινά = αμυγδαλές
πλαγκά = με μικρή πλάγια κλίση
πλαγκαικά = παραπέρα
πλαγκέσου = στο παραπέρα μέρος
πλαγκιάνου = παραπέρα με κατεύθυνση προς τα άνω
πλαθάκιν = άρτος πλατύς από ζύμη νερουλή, εκείνο που έχει σχήμα πλάκας, πλακοειδές
πλαθακοπρόσωπος = πλατυπρόσωπος
πλάθω = είμαι σε αφθονία
πλάκα = πλάκα, αβάκιο μαθητή, πέλμα, το πέλμα της κάλτσας, η ανοιχτή παλάμη
πλακαμός = το πλακόστρωτο έδαφος
πλακανούτζα = πλακοειδής πέτρα
πλακατέα = τολύπη λιναριού
πλακατίζω = τυλίγω το λινάρι στην ηλακάτη
πλακί(ν) = λίθινη πλάκα, αβαθές σκεύος
πλακίζω = ισοπεδώνω κάτι και το κάνω σαν πλάκα
πλακόπον = λίθινη πλάκα, αβαθές σκεύος
πλακούτζα = μικρή πλάκα, άρτος λεπτός είδος λαγάνας
πλακουτζάριν = επίπεδο, πλακοειδές
πλακούτζιν = άρτος λεπτός σαν λαγάνα
πλακουτζός = εκείνος που έχει σχήμα πλάκας
πλακουτζώνω = κάνω κάτι σαν πλάκα, στρώνω με πλάκες
πλακουτζωτός = εκείνος που έχει σχήμα πλάκας
πλάκωμαν = στρώνω με πλάκες, σκεπάζω με πλάκα, πλέκω το πέλμα της κάλτσας, επίκειμαι, μεταφ. ησυχάζω, σιωπώ
πλακώνω = στρώνω με πλάκες, σκεπάζω με πλάκα, πλέκω το πέλμα της κάλτσας, επίκειμαι, μεταφ. ησυχάζω, σιωπώ
πλακωτά = οτιδήποτε πλακοειδές
πλακωτός = πεπιεσμένος
πλαμμερέαν = παραπέρα
πλαμμερκαικά = παραπέρα ακριβώς
πλαμμερκέσου = στα παραπέρα μέρη
πλαμμερκιάνου = παραπέρα προς τα άνω
πλαμμερόθεν = παραπέρα
πλαμμέρου = παραπέρα
πλάν = το πλαϊνό μέρος, το παρακείμενο, το παράπλευρο
πλάνα = πλάνη
πλανέτρα = πόρπη ζώνης
πλανεύω = απατώ
πλάνος = πλάνο
πλάνος = εκείνος που πλανά, εξαπατά, απατεώνας
πλαντάζω = πλημμυρώ
πλάνω = δημιουργώ, πλάθω, λαμβάνω σύσταση, μορφή, εμφανίζομαι
πλανώ = απατώ, αποπλανώ
πλάση = πλάση, δημιούργημα
πλάσιμον = δημιουργία
πλάσμαν = δημιούργημα, πλάσμα
πλασταρέα = τράπεζα πάνω στην οποία πλάθουν ζύμη
πλαστήριν = τράπεζα πάνω στην οποία πλάθουν άρτους
πλάστης = Θεός
πλάστρα = τραπέζι ειδικό για άνοιγμα φύλλου ζύμης
πλατάνα = μέδουσα
πλατέα = σε πλάτος
πλάτεμαν = διαπλάτυνση
πλατένω = πλαταίνω
πλάτη = πλάτη, ράχη, ωμοπλάτη
πλάτος = πλάτος
πλατούτζα = είδος αθερινής πλατείας
πλατυλούδ’κον = ύφασμα που έχει πλατειές χρωματιστές ραβδώσεις
πλάτυμαν = διαπλάτυνση
πλατύνω = πλαταίνω
πλατυπρόσωπος = πλατυπρόσωπος
πλατύς = πλατύς
πλατύφυλλος = πλατύφυλλος
πλατωτός = πλατύς
πλεθεντικός = πληθυντικός
πλέθος = αύξηση κατά την παρασκευή
πλεθοστομώ = φλυαρώ
πλέθυγμαν = πληθύνομαι, αυξάνομαι, πολλαπλασιάζομαι
πλέθυμαν = πληθύνομαι, αυξάνομαι, πολλαπλασιάζομαι
πλεθυνία = αφθονία
page===13

πλεθυντικός = τρόφιμο που αυξάνεται κατά την παρασκευή του
πλεθύνω = πληθύνομαι, αυξάνομαι, πολλαπλασιάζομαι
πλέθωση = αύξηση κατά την παρασκευή
πλείον = περισσότερο, πολλά, πλέον
πλεκάδα = πλόκαμος γυναικείας κόμης
πλεκάδιν = ορμαθός, πλεξάνα, είδος τυρόπιτας, στενή και μακριά υφαντή ζώνη γυναικών
πλεκαδόπον = ορμαθός, πλεξάνα, είδος τυρόπιτας, στενή και μακριά υφαντή ζώνη γυναικών
πλέκω = πλέκω
πλεμάτι = δίκτυο, σχοινί
πλέντι = το περισσευούμενο, το πλεονάζον
πλένω = πλένω
πλέξη = πλέξιμο
πλέξιμο(ν) = πλέξιμο
πλεξίον = πλέξιμο
πλεξούδα = πλεξούδα
πλέοι = πλείονες, περισσότεροι
πλέον = περισσότερο, πολλά, πλέον
πλεπλεκούτα = ρεβίθι φρυγανισμένο, στραγάλι
πλέρα = τέλος
πλεροφόρεμαν = ικανοποίηση
πλεροφορώ = πληροφορώ
πλέρωμα(ν) = πληρωμή οφειλόμενου χρέους
πλερωμονή = πληρωμή οφειλόμενου χρέους
πλερωμός = σωματική κόπωση, αφανισμός
πλερώνω = πληρώνω, τελειώνω
πλερωτής = πληρωτής
πλέτερος = περισσότερος
πλευρό(ν) = πλευρό
πλευρομάχαιρον = παιδί που δεν χωρίζεται από το πλευρό της μητέρας του
πλευρόπονος = πόνος του πλευρού
πλέω = πλέω, καθελκύω πλοίο, πλημμυρώ, κατακλύζομαι
πληγή = πληγή, τραύμα
πλήγωμα = έκζεμα, λειχήν
πληθένω = περισσεύω
πληθοκαλατζεύω = φλυαρώ
πλήθος = πλήθος
πληθύνω = περισσεύω
πλήξη = πλήξη
πληροφορώ = ικανοποιώ, παραπείθω
πλήσκω = στενοχωρούμαι
πλιγούρ(ιν) = πλιγούρι
πλιγουρίουμαι = στενοχωρούμαι πολύ, πεθαίνω από ασφυξία
πλίκος = φάκελος επιστολής
πλογόμιν = κοτέτσι
πλοκάδ(ιν) = ορμαθός, πλεξάνα, είδος τυρόπιτας, στενή και μακριά υφαντή ζώνη γυναικών
πλουγουρένος = εκείνος που είναι παρασκευασμένος από πλιγούρι
πλουγουρεύω = παρασκευάζω πλιγούρι
πλουγούριν = πλιγούρι
πλουγουρόπον = λίγη ποσότητα πλιγουριού
πλουγουροσίρβιν = σούπα από πλιγούρι
πλουμί(ν) = κέντημα κόσμημα χρωματιστό, εργόχειρο
πλούμιγμαν = κεντώ ή πλέκω χρωματιστά κοσμήματα, στολίζω δίσκο κολλύβων
πλουμίζω = κεντώ ή πλέκω χρωματιστά κοσμήματα, στολίζω δίσκο κολλύβων
πλουμίκας = ποικιλόχρωμος, παρδαλός
πλούμισμαν = κεντώ ή πλέκω χρωματιστά κοσμήματα, στολίζω δίσκο κολλύβων
πλουμιστοκοκκύμελον = είδος δαμασκηνιάς που έχει ξανθό χρώμα με κόκκινα στίγματα
πλουμιστομμάτης = εκείνος που έχει μάτια ποικιλόχρωμα
πλουμιστός = ο κεντημένος με πλουμιά, ποικιλόχρωμος, κατάστικτος
πλουμόπ’λλον = κέντημα κόσμημα χρωματιστό, εργόχειρο
πλούμος = πούπουλα
πλουσένω = πλουταίνω
πλούσια = πλούσια
πλουσία = πλούτος
πλουσιοκόριτζον = πλουσιοκόριτσο
πλούσιος = πλούσιος
πλουτένω = πλουταίνω
πλουτία = πλούτος
πλουτίζω = πλουτίζω
πλούτος = πλούτος, περιουσία
πλούτος = πτηνό κούκος
πλουτύνω = πλουταίνω
πλύμα = απόπλυμα μαγειρικών σκευών που δίνεται στις αγελάδες ως τροφή
πλύμιγμαν = παρέχω στις αγελάδες ως τροφή πλυμίν, πλημμυρώ
πλυμίζω = παρέχω στις αγελάδες ως τροφή πλυμίν, πλημμυρώ
πλυμίν = διάφορα χόρτα και λαχανικά βρασμένα με πολύ νερό και προσφερόμενα ως τροφή στις αγελάδες
πλυμοζώμιν = το νερό του πλυμιού
πλυμοζωμόπον = λίγη ποσότητα νερού από πλυμίν
πλυμόπον = λίγη ποσότητα πλυμιού
πλυμοχόρταρον = χόρτο κατάλληλο για πλυμίν
πλύνω = πλένω
πλύση = πλήση, μπουγάδα
πλυσιμάτιν = χρόνος κατάλληλος για πλύσιμο
πλύσιμο(ν) = πλύσιμο
πλυσίον = πλύσιμο
πλυσταρείον = πλυσταριό
πλυστικά = η αμοιβή της πλύστρας
πλύστρα = γυναίκα που πλένει ρούχα επ’ αμοιβής
πλυτής = εκείνος που πλένει σκεύη για κασσιτέρωμα
πνέμαν = νους, ψυχή
πνεματικός = πνευματικός
πνίγω = πνίγω
πνοή = πνοή
ποαλεύκουμαι = στενοχωριέμαι
πογαζόπον = στενή δίοδος θαλάσσης ή ξηράς
πογάλιν = στενή δίοδος θαλάσσης ή ξηράς
πογιά = βαφή
πογιαμά = βαφή
πογιατζής = βαφέας
πογιατίζω = βάφω, χρωματίζω
πογιάτισμαν = βάφω, χρωματίζω
πόγιν = ανάστημα, μπόι
πογολάριν = αραβόσιτο σε κατάσταση γαλακτώδη
πογόλιν = αραβόσιτο σε κατάσταση γαλακτώδη
πόγος = μπόγος
πογού = ατμός, αναθυμίαση, εξάτμιση
πογουλάεμαν = θέτω στον ατμό
πογουλαεύω = θέτω στον ατμό
πόδα = πόδι, πατημασιά, το βήμα ως μέτρο εκτάσεως
ποδάζω = δένω τα οπίσθια πόδια της αγελάδας για να μην λακτίζει κατά το άρμεγμα
ποδαράς = εκείνος που έχει μεγάλα πόδια
ποδαρέα = πατημασιά, το βήμα ως μέτρο εκτάσεως, ήχος βημάτων
ποδαρέμπαλλον = πανί με το οποίο τυλίγουν τα πόδια του βρέφους
ποδαρικόν = ποδαρικό
ποδάριν = πόδι
ποδαρομύτιν = τα δάχτυλα του ποδιού
ποδαρόπλυγμαν = πλύνω τα πόδια κάποιου
ποδαρόπλυμαν = πλύνω τα πόδια κάποιου
ποδαροπλύνω = πλύνω τα πόδια κάποιου
ποδαροπλύσιμον = το να πλένει κάποιος τα πόδια καποιανού
ποδαροπλυστέριν = λεκάνη όπου πλένουν τα πόδια
page===14

ποδαρόπον = ποδαράκι
ποδαρώνας = αποχωρητήριο
πόδας = πόδι, πατημασιά, το βήμα ως μέτρο εκτάσεως
πόδασμαν = δένω τα οπίσθια πόδια της αγελάδας για να μην λακτίζει κατά το άρμεγμα
ποδαστέριν = σχοινί με το οποίο δένουν κατά το άρμεγμα τα οπίσθια πόδια της αγελάδας για να μη λακτίζει
ποδαστήρα = σχοινί με το οποίο δένουν κατά το άρμεγμα τα οπίσθια πόδια της αγελάδας για να μη λακτίζει
ποδαστού = αγελάδα της οποίας δένουν τα πόδια κατά το άρμεγμα
ποδαύλιν = απομεινάρι δαυλού
ποδέα = ποδιά, κρότος βημάτων, πατημασιά, το κατώτερος μέρος αγρού επικλινούς, η άκρα νήματος
ποδεδίζω = χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ
ποδέσιν = αγκύλη στη βάση του αδραχτιού όπου προσδένεται το νήμα
ποδίαγμαν = δένω τα οπίσθια πόδια της αγελάδας για να μην λακτίζει κατά το άρμεγμα
πόδιν = πόδι
ποδίτζα = ποδιά, κρότος βημάτων, πατημασιά, το κατώτερος μέρος αγρού επικλινούς, η άκρα νήματος
ποδοπλυστέριν = λεκάνη όπου πλένουν τα πόδια
ποδόπον = ίχνος ποδιού στη γη
ποδόστημα = μέρος πλοίου προς την πρύμνη
ποδοστρόφα = συμπόσιο στο σπίτι του κουμπάρου την δεύτερη μέρα μετά το γάμο με φίλους και οικείους
ποδοχτυπώ = χτυπώ με το πόδι
ποδωνάριν = μπατζάκι, δέρμα ζώου από το γόνατο μέχρι του σφυρού
πόζεμαν = φθείρω, χαλώ
πόζης = φαιόχρωμος
ποζλάεμαν = αποκτώ χρώμα φαιό
ποζλαεύω = αποκτώ χρώμα φαιό
ποζωτός = φαιόχρωμος
πόθεν = επίρρημα που χρησιμεύει στην δήλωση κινήσεων από τόπου, σε τόπο
ποθετή = σύζυγος αγαπητή
ποθήκω = κοιμίζω μωρό
ποθίκα = αλεπού
ποιητής = ο δημιουργός του κόσμου, ο θεός
ποιλής = εκείνος που είναι ψηλού αναστήματος
ποίμαν = πλάσμα παραμορφωμένο, άνθρωπος κακός
ποίος = ποιος
ποιος = όποιος, όστις
ποίσιμον = πράξη, εκτέλεση έργου
ποίω = κάνω
ποκάμισον = πουκάμισο
ποκενώνω = μεταγγίζω φαγητό στα πιάτα
πόκιν = είδος χόρτου θαμνώδους
ποκίτα = είδος χόρτου θαμνώδους
πόλα = πολλά, πολύ
πολέμεμαν = κόπος, προσπάθεια
πολεμίσματα = μόχθοι, προσπάθειες
πολεμιστής = πολεμιστής
πόλεμος = πόλεμος, μάχη
πολεμώ = πολεμώ, κοπιάζω
πόλης = γενναιόδωρος
πολιβάγκα = είδος προχύτου
πολικένω = αφήνω κάτι μπόλικο
πόλικος = άφθονος, πολύς
πολιτανός = κάτοικος πόλης
πολιτεία = πολιτεία
πολιτεύω = γίνομαι της μόδας (είδη ενδυμασίας), προσπαθώ να φανώ αρεστός αν και δεν εγκρίνω τις πράξεις ή σκέψεις του
πολίτης = κάτοικος της Πόλης, πολίτης
πολιτικά = πολιτικά
Πολίτικος = ο προερχόμενος από την Πόλη
πολιτικός = ευπροσήγορος, θηλ. πολιτική, ευγένεια, τρόπος συμεριφοράς, ουδ. πληθ. ενδύματα ευρωπαϊκής μόδας
πολιτισμός = ευγενής συμπεριφορά
πολλά = πολλά
πολλάεμαν = πληθύνομαι
πολλαεύω = πληθύνομαι
πολλάς-υΐας = χαιρετιστήρια έκφραση επιστολής ή προφορικής ομιλίας διαβιβαζομένη σε οικοία και φιλικά πρόσωπα
πολλιχνία = πολυανθρωπία, πολυκοσμία
πολλοί = πολλοί
πολύ- = πρώτο συνθετικό που επιτείνει την έννοια του δεύτερου π.χ. πολυδακρύζω, πολύξερος κτλ.
πολυαγαπημένος = πολυαγαπημένος
πολυαντρού = κοινή εταίρα
πολύδακρύζω = δακρύζω πολύ
πολυδούλ’κον = πολύχρωμο ύφασμα
πολυέλεος = πολυέλαιος
πολυεξοδία = σπατάλη
πολυέξοδος = σπάταλος
πολυζώετος = εκείνος που ζει πολλά έτη
πολυκαλατζεύω = φλυαρώ
πολυκάντηλον = λύχνος πολύφωτος
πολύκαρπος = εκείνος που φέρνει πολλούς καρπούς
πολύκλαδος = εκείνος που έχει πολλά κλαδιά
πολυκοσμία = πολυκοσμία
πολυλογία = πολυλογία
πολυλογίζω = πολυλογώ, φλυαρώ
πολύλογος = πολύλογος
πολύξερος = πολύξερος
πολύπαθος = εκείνος που παθαίνει πολλά
πολυπαιδούσα = εκείνη που γεννάει πολλά τέκνα
πολύπλαστο = φούρνος που φουρνίζει πολλά
πολυπόδιν = εκείνος που έχει πολλά πόδια, μεταφ. πολύ εύστροφος και ευκίνητος, είδος πολύποδου σκώληκα
πολύπονος = εκείνος που συχνά αρρωσταίνει
πολυτάραγος = πολυποίκιλος
πολυτεκνώ = γεννώ πολλά τέκνα
πολυτεχνίτης = εκείνος που γνωρίζει πολλές τέχνες
πολύτιμος = πολύτιμος
πολυφαγία = πολυφαγία
πολυφάγος = πολυφάγος
πολύφυλλον = η κοιλιά των μηρυκαστικών όπου συντελείται η πέψη
πολυχειλία = πλήθος ανθρώπων που τρώνε όλοι μαζί
πολυχερία = συνεργασία πολλών χεριών
πολυχρονεμένος = εκείνος που ζει πολλά χρόνια
πολυχρονίζω = κάνω κάποιον πολύχρονο
πολυχρόνισμαν = κάνω κάποιον πολύχρονο
πολύχρονος = πολύχρονος, μακρόβιος
πομένω = απομένω, υπολείπομαι
πομπάκιν = βαμβάκι
πομπευτής = απατεώνας, υποκριτής
πομπεύω = θεατρίζω, καταισχύνω
πομπή = αθλιότητα, άνθρωπος άξιος λοιδορίας, επονείδιστος
πομπονάουμαι = τρέμω από το ψύχος
πόνα = κοτέτσι
πονάζω = βάζω τις κότες στο κοτέτσι
πονάσκομαι = έχω πόνους τοκετού
πόνεμα = πόνος, συμπόνια, οίκτος
πονεμένα = με πόνο, μεταφ. λυπημένα, πικραμένα
πονέσιν = κοτέτσι
πονέστρα = γυναίκα που αισθάνεται τους πόνους του τοκετού
πονέτζιν = κοτέτσι
πονετικός = συμπονετικός
πονηρία = πονηριά, πανουργία
πονηρός = πονηρός, πανούργος
πόνιν = κοτέτσι
πονισκούμαι = πονώ
πονοβόλι = άνθρωπος που προσβάλλεται από πολλές νόσους
page===15

πονόδοντος = πονόδοντος
πονόκαρδος = εκείνος που έχει πόνο στη καρδιά
πονοκέφαλος = πονοκέφαλος
πονοκεφαλώ = κουράζομαι διανοητικώς σκεπτόμενος, πονάει το κεφάλι μου
πονομματίος = η νόσος οφθαλμία
πονόμματος = η νόσος οφθαλμία
πόνος = πόνος σωματικός, άλγος, λύπη
πονοστομία = πόνος στο στόμα
πονόψυχος = πονόψυχος
ποντίγουμαι = καταποντίζομαι
ποντικάριν = ποντικός
ποντικάχαντον = φυτό με αγκάθια που προστατεύει τα τρόφιμα από τους ποντικούς
ποντικέα = η οσμή του ποντικού
ποντικιαγμένον = ποντικοφαγωμένος
ποντικιάριν = ποντικοφαγωμένος
ποντικίτζος = ποντικός
ποντικοβότανον = λάδι που περιέχει διαλελυμένα νεογνά ποντικού που χρησιμοποιείται ως φάρμακο
ποντικοκίτζιτζα = είδος φυτού το οποίο νομίζεται ότι διώχνει τους ποντικούς
ποντικοκούλαντζον = κόπρος ποντικού
ποντικοκούλλυρον = κόπρος ποντικού
ποντικόλαδον = λάδι που περιέχει διαλελυμένα νεογνά ποντικού που χρησιμοποιείται ως φάρμακο
ποντικόμουχλα = κόπρος ποντικού
ποντικοπιάστε = ποντικοπαγίδα
ποντικοπιάστρα = ποντικοπαγίδα
ποντικοπλάκιν = ποντικοπαγίδα όπου ο ποντικός πλακώνεται από λίθινη πλάκα
ποντικόπον = ποντικός
ποντικοπούλλιν = νεογνό ποντικού
ποντικοπούρτζι = κόπρος ποντικού
ποντικόπ’λλον = ποντικός
ποντικός = ποντικός
ποντικούδιν = ποντικός
ποντικοφάει = ο φαγωμένος από ποντικό
ποντικοφαεμένον = ο φαγωμένος από ποντικό
ποντικοφάρμακον = δηλητήριο για ποντικούς
ποντικοφράχτης = πτηνό όμοιο με δρυοκολάπτη
ποντικοφωλίδιν = φωλιά ποντικών
ποντικοφώλιν = φωλιά ποντικών
πόντιλα = χονδρά σανίδια με τα οποία στρώνουμε το δάπεδο της μάνδρας, δοκάρια στέγης
ποντιλώνω = στρώνω με πόντιλα
ποντουρούκι = εδώλιο κωπηλάτη
πονώ = πονώ
ποπαδακόν = μισθός ιερέα, πληθ. καθήκοντα ιερέα, άμφια
ποπάδεμαν = χειροτονούμαι, εκτελώ καθήκοντα ιερέα
ποπαδεύω = χειροτονούμαι, εκτελώ καθήκοντα ιερέα
ποπαδία = παπαδιά
ποπαδική = ιεροσύνη
ποπαδίτζος = νεαρός ιερέας, θηλ. έντομο πολύχρωμο
ποπαλίτρα = γυρίνος, είδος σκουληκιού σε λιμνάζοντα νερά
ποπάς = παπάς, ιερέας
ποπόλα = ψείρα (στη παιδική γλώσσα)
ποπολίτζιν = φάντασμα φόβητρο των παιδιών, πυγολαμπίδα
ποπόνι = πεπόνι
πόπονον = ώριμος καρπός
ποποπώ = ψειριάζω
ποπός = φάντασμα φόβητρο των παιδιών
πόρα = θύελλα, καταιγίδα
πορανή = φαγητό από λάχανα ή σέσκουλα
ποράνιν = βροχή μικρής διάρκεια
πορανλαεύω = (πορανλαεύ’) βρέχει με διαλείμματα
πορδαλάζω = παροργίζω, αγανακτώ
πορδαλάς = εκείνος που πέρδεται συνέχεια, μεταφ. άνθρωπος βρώμικος, σιχαμένος, φάντασμα μπαμπούλας, επίθ. πολύτροπος, πονηρός
πορδαλιστής = η διάθεση να πέρδεται
πορδέα = η δυσοσμία της πορδής
πορδέας = ο περδόμενος
πορδή = πορδή
πορδιδερόν = κωμικώς δοχείο πορδής
πορδίζω = πέρδομαι
πορδοκυλώ = κατρακυλώ
πορδοσάκκουλο = κωμικώς το σώβρακο
πορδοχαρά = εμπαικτικός χαρά για ασήμαντο πράγμα
πορεμένος = πορεύομαι, νοικοκυρεύομαι, διαβιώ, απρόσ. πουρεύει= κινεί σε διάρροια
πορετός = διάρροια, ιδίως δυσεντερία
πορεύομαι = πορεύομαι, νοικοκυρεύομαι, διαβιώ, απρόσ. πουρεύει= κινεί σε διάρροια
πόρευση = διαβίωση, ζωή, αποχωρητήριο
πορεύω = πορεύομαι, νοικοκυρεύομαι, διαβιώ, απρόσ. πουρεύει= κινεί σε διάρροια
πορίν = σωλήνας θερμάστρας, σάλπιγγα στρατιωτική
πόρνος = πόρνος ή μοιχός
ποροζάνιν = σάλπιγγα στρατιωτική
ποροζαντζής = σαλπιγκτής
πορού = σωλήνας θερμάστρας, σάλπιγγα στρατιωτική
πορπατώ = περπατώ
πορρίφτω = εισάγω τους άρτους στο φούρνο
πορσούφης = ο ασβός
πόρτα = πόρτα, θύρα
πορτάρης = πορτιέρης, θυρωρός
πόρτζιν = είδος ρώσικης σούπας
πορτίν = μικρή πόρτα
πορτοκαλέα = η οσμή πορτοκαλιού
πορτοκάλιν = πορτοκαλιά και ο καρπός
πορτοπούλλα = μικρή πόρτα
πορτόπουλλον = πόρτα, θύρα
πορτόσκυλλον = αδέσποτος σκύλος που περιφέρεται στις πόρτες για αναζήτηση τροφής
πόρτωμαν = κατασκευάζω την είσοδο οικοδομής ή περιφράγματος
πορτώνω = κατασκευάζω την είσοδο οικοδομής ή περιφράγματος
πορφυρίζω = ρέω άφθονα
πορώ = μπορώ
ποσάνεμαν = εκκενώνομαι, αδειάζω, εκσπερματίζω (για ζώα)
ποσανεύκομαι = εκκενώνομαι, αδειάζω, εκσπερματίζω (για ζώα)
Ποσάς = Γύφτος
πόσικος = πόσος
ποσοπούλλιν = γυφτόπουλο
πόσος = πόσος
ποσούτζικος = πόσος
ποσπογάζης = ακριτόμυθος, φλύαρος
ποσπογαζλαεύω = είμαι ακριτόμυθος, φλυαρώ
ποσπογαζλίκιν = ακριτομυθία, φλυαρία
πόστα = ταχυδρομείο
ποστάλα = είδος γυναικείου υποδήματος, παλιά υποδήματα
ποστένος = ο φτιαγμένος από δέρμα
πόστιν = δέρμα ζώου ολόκληρο
ποστοκάλαθον = καλάθι με δερμάτινη βάση
ποστρόφια = ευωχία στο σπίτι του πατρός της νύφης εφτά μέρες μετά τη στέψη
ποστώνω = περιβάλλω με δέρμα, φέρω χνούδι (για ύφασμα)
ποταμάζω = ρέω σαν ποτάμι, παθ. κατακλύζομαι από ύδατα ποταμού
ποταμάκριν = η όχθη ποταμιού
ποταμέα = τόπος παραποτάμιος, το υδροχαρές δέντρο ιτιά
ποταμέσιν = ποταμίσιο
ποταμία = τόπος παραποτάμιος, το υδροχαρές δέντρο ιτιά
ποταμίζω = κατακλύζω, πλημμυρώ, παθ. παρασύρομαι από ποτάμι
ποτάμιν = ποταμός
page===16

ποταμολάλλατζον = λείος λίθος ποταμού
ποταμόνερον = νερό ποταμού
ποταμόξυλον = είδος θαμνώδης ιτιάς υδροχαρούς
ποταμόπετρα = λεία πέτρα ποταμού
ποταμόπον = ποταμάκι
ποταμοπούλλιν = πουλί που διατρέφεται στις όχθες ποταμού
ποταμός = ποταμός
ποταμόσκυλλος = κάστορας
ποταμόχειλον = όχθη ποταμού
ποταμόχορτον = χόρτο που φυτρώνει δίπλα σε ποτάμι
ποτάριν = ένδυμα με σούφρες στη ραφή
ποταφνιών = ωχριώ από φόβο, ψύχος κτλ
πότε = πότε
πότεκαικα = πότε ακριβώς
πότεκεσου = πότε περίπου
πότεκιανου = από πότε, προ πολλού
ποτές = ουδέποτε
ποτή = ποτό
ποτήριν = ποτήρι
πότιγμαν = πότισμα
ποτιγμάτιν = πόσιμο
ποτίζω = ποτίζω
ποτίν = ποτό
πότισμαν = πότισμα
ποτιστέριν = ποτιστήρι
ποτισώνα = ποτίστρα, το πότισμα των ζώων
ποτόν = ποτό
ποτόστομα = μέρος πλοίου προς την πρύμνη
ποτότιν = φυτό που χρησιμεύει στη στύψη για την μαύρη βαφή
ποτούριν = είδος αντρικού παντελονιού
ποτούτζι = μικρό ξύλινο δοχείο ύδατος
πού = όπου, οπουδήποτε
που = που
που-μερέαν = σε ποιο μέρος
που-μέρου = σε ποιο μέρος
πουγάλεμαν = στενοχωρώ κάποιον, ταλαιπωρούμαι, καταπονούμαι
πουγαλεμένα = με στενοχώρια
πουγαλεύω = στενοχωρώ κάποιον, ταλαιπωρούμαι, καταπονούμαι
πουγαλία = ταλαιπωρία, βάσανο, στεναχώρια
πουγαλίος = ταλαιπωρία, βάσανο, στεναχώρια
πουγαλμονή = ταλαιπωρία, βάσανο, στεναχώρια
πουγαλτουρεύω = στενοχωρώ κάποιον υπερβολικά
πούγιος = ποιος
πουγιουρεύω = διοικώ, κυβερνώ
πουγκάλεμα = στενοχωρώ κάποιον, ταλαιπωρούμαι, καταπονούμαι
πουγκίν = πουγκί, βαλάντιο
πουγκίτα = είδος άγριου χόρτου
πούγω = κάνω
πουδαβαίνω = διαβαίνω, υπερβαίνω ύψος, εγκαταλείπω, απαρνούμαι
πουδέν = πουθενά, μήπως, ίσως
πουζεύω = σουφρώνω
πούζιν = πάγος
πούθε = επίρρημα που χρησιμεύει στην δήλωση κινήσεων από τόπου, σε τόπο
πουθέν = πουθενά, μήπως, ίσως
πουΐκιν = μουστάκι
πουϊκλής = μουστακαλής
πουϊκώνω = φέρω μουστάκι
πούκαικα = που κοντά
πουκάλιν = μπουκάλι
πούκεσου = κατά που
πούκιανου = που προς τα άνω
πούλα = η μεγαλύτερη αδελφή
πουλαμά = γάλα προβάτου παχύ κατά το φθινόπωρο που πήζει σε παρατεταμένο βρασμό και ψύξη
πουλάριν = ίππος, φοράδα, ημίονος, μουλάρι
πουλαρόπον = ίππος, φοράδα, ημίονος, μουλάρι
πουλασεύω = ανακατώνομαι, μπερδεύομαι, αρχίζω, πλησιάζω κάποιον με εχθρική διάθεση
πουλενά = κοτέτσι
πουλένιν = δοχείο όπου ρέει ο χυμός των πατημένων σταφυλιών
πουλετί = κλήρος
πουλεύω = κλωσώ, επωάζω, κάνω πουλιά
πούλημα = πούλημα
πουλημάτικον = αυτό που είναι προς πώληση
πουλημάτιν = αυτό που είναι προς πώληση
πουλής = κηλιδωμένος, λεπτό ύφασμα κοσμημένο με χρυσά μετάλλινα σφαιρικά κοσμήματα
πούληση = πώληση
πούλιν = λέπι ψαριού, πούλια για κόσμηση υφασμάτων, γραμματόσημο, κηλίδα
πουλλάδα = νεαρά όρνιθα
πουλλάδιν = νεοσσός όρνιθας
πουλλαδίτζα = νεοσσός όρνιθας
πουλλί(ν) = πτηνό, πουλί, χαρταετός, γαστροκνήμιο
πουλλίκα = πουλάκι
πουλλίτζα = μικρή όρνιθα, αγριόχορτο εδώδιμο
πουλλογόμιν = κοτέτσι
πουλλόπ’λλον = πουλάκι
πούλλος = παρηγοριά μικρού παιδιού
πουλλοφάει = τροφή πουλιών, καρπός μισοφαγωμένος από πουλιά
πουλλόχορτον = αγριόχορτο εδώδιμο
πουλουλάπιν = αχλάδι κατάλληλο για τουρσί στο πιθάρι
πουλουλέα = ποσότητα όση χωράει το πουλούλιν
πουλούλιν = πιθάρι πισσωμένο από μέσα και από έξω
πουλουλοκοίλιν = αυτός που έχει κοιλιά εξογκωμένη σαν το πιθάρι
πουλουλόμηλον = μήλο κατάλληλο για τουρσί στο πιθάρι
πουλουλόπον = πιθάρι πισσωμένο από μέσα και από έξω
πουλούν = κηλιδωμένος, λεπτό ύφασμα κοσμημένο με χρυσά μετάλλινα σφαιρικά κοσμήματα
πουλούτσιν = είδος μικρού κόσκινου
πουλταγκίτζα = γυναίκα ελεύθερων ηθών
πουλώ = πουλώ
πουλώνω = βγάζω πουλάκια
πούμερκαικα = που κοντά ακριβώς
πούμερκεσου = κατά που
πούμερκιανου = που προς τα άνω
πουμπάρ(ιν) = το παχύ έντερο ζώου που χρησιμοποιείται στην παρασκευή αλλαντικών
πουμπούν = νερό (στη παιδική γλώσσα)
πουμπούρης = ηλίθιος, χαζός
πουμπούριν = κάνθαρος, σφήκα, πληθ. πουμπούρα τα διάφορα είδη των βομβυκίων
πουμπουροπρόσωπος = εμπαικτικά αυτός που έχει πρόσωπο όμοιος με κάνθαρο
πούμπουρος = κάνθαρος, σφήκα, κηφήνας
πουνέαλος = πιρούνι
πούνια = η οπή στο μέσο της βάρκας
πούπουλο = πούπουλο
πουράνα = επουράνια
πουργού = τρυπάνι
πουργουλάεμαν = μεταφ. ανακατεύομαι
πουργουλαεύω = μετα. Ανακατεύομαι
πουρετός = διάρροια, ιδίως δυσεντερία
πουρεύω = πορεύομαι, νοικοκυρεύομαι, διαβιώ, απρόσ. πουρεύει= κινεί σε διάρροια
πούριν = μαλακή πέτρα με σύσταση από χώμα, το ξυλώδες μέρος του στελέχους του αραβοσίτου
πουρλάεμαν = πτηνό που πετάει φτερουγίζοντας
πουρλαεύω = πετώ φτερουγίζοντας (πτηνό)
πουρλαμά = νυμφική καλύπτρα κοσμημένη με χρυσά κέρματα
page===17

πούρλος = βάση σπασμένου πήλινου αγγείου
πουρμά = χόρτα συστρεφόμενα πάνω σε σχοινί κρέμονται προς αποξήρανση, αλεύρι που μένει από το άλεσμα του πλιγουριού
πουρμαχώ = θερμαίνομαι μέχρι βαθμού αναφλέξεως
πουρνά = το πρωί, αύριο
πουρνάλιν = έβενος
πουρνάριν = το πρωινό άρμεγμα των αιγοπροβάτων, κατά την πρωία
πουρνεζ’νός = πρωινός, αυριανός
πουρνέσιν = πρωινός
πουρνεσινός = πρωινός, αυριανός
πουρνίτζικον = πρωία
πουρνοβράδυν = πρωί και βράδυ
πουρνός = πρωία, αύριο
πουρούζιν = νεαρό μουλάρι
πουρούλιν = κρόκος αβγού
πουρουντίζομαι = περιφέρομαι
πουρουσώνω = σκυθρωπιάζω, καθιστώ κατηφές
πουρούχον = γυναικεία καλύπτρα
πουρπατάζω = περιφέρω κάποιον σε περίπατο
πουρπουλαντζάζω = κοπρίζω (για ζώο)
πουρπουλαντζίζω = κοπρίζω (για ζώο)
πουρπουλάντζιν = μικρό σφαιρικό κόπρανο όπως ποντικιού, λαγού κτλ.
πουρπουλαντζόπον = μικρό σφαιρικό κόπρανο όπως ποντικιού, λαγού κτλ.
πουρπούρα = άνθρωπος σπάταλος
πουρπουρίζω = λαμποκοπώ, στίλβω
πουρπουρίζω = σκορπίζω
πουρπούρισμαν = λαμποκοπώ, στίλβω
πουρπουτζέλι = παιδάριο
πουρπούτης = ρακένδυτος, κουρελιάρης
πουρτέκια = χοντρά χείλη
πουρτεκόχειλος = αυτός που έχει χοντρά χείλη
πουρτζιλέα = κουτσουλιά
πούρτζιν = μπουμπούκι
πουρτζουλεύω = στραγγαλίζω
πουρτζουλίζω = πιτσυλίζω
πουρτζουλώ = λερώνω με κουτσουλιά
πουρτία = αποσκευές ταξιδιώτη, πανικά εμπορίου
πούρτιν = το τελευταίο μαλλί του λαναρίσματος πολύ κοντό και ακατάλληλο για γνέσιμο, ράκος, κουρέλι
πουρτουλάουμαι = καταντώ ρακένδυτος, κινώ σπασμωδικά τα χέρια μου
πουρτουλέας = ρακένδυτος, κουρελής
πουρτούλης = ρακένδυτος, ζώο που έχει άφθονο τρίχωμα, μαλλιαρός
πουρτούλιν = το τελευταίο μαλλί του λαναρίσματος ακατάλληλο για νήμα, ράκος
πουρτουλόης = ρακένδυτος, κουρελής
πουρτουλώ = βγάζω πολλά γένια και μαλλιά
πουρτσάβαλη = προσκέφαλο, μαξιλάρι
πούσελα = ναυτική πυξίδα
πούσιν = καταχνιά, ομίχλη
πουσινίζω = δίνω στο ζώο τροφή λίγη ποσότητα σαν δόλωμα
πουσίνισμαν = δίνω στο ζώο τροφή λίγη ποσότητα σαν δόλωμα
πουσίντα = φαγητό από κρίθινο αλεύρι φρυγανισμένος
πουσιντάλευρον = αλεύρι από φρυγανισμένο αλεύρι
πουσιντάριν = φαγητό από κρίθινο αλεύρι φρυγανισμένος
πουσιντομάλεζον = σούπα από αλεύρι φρυγανισμένης κριθής
πουσκουλάριν = φουντωτό
πουσκούλιν = η φούντα του φεσιού
πουσμάνεμαν = μετάνοια, μεταμέλεια
πουσμανεύω = μετανιώνω, μεταμελούμαι
πουσμάνης = ο μεταμελούμενος
πουσμάνιν = μεταμέλεια
πουσμαντζαλούκιν = μεταμέλεια
πουσουρεύω = εξαφανίζω
πουσπούρα = ρίγος, τρέμουλα, φόβος
πουσπουράζω = καταλαμβάνομαι από ρίγος
πουσπουράνος = είδος μεγάλου ποντικού
πουσπουρίζω = ψιθυρίζω, κρυφομιλώ
πουσπούρισμαν = ψιθυρίζω, κρυφομιλώ
πουσπουρίχτρα = γυναίκα ραδιούργα
πουστουρίζω = ψιθυρίζω, κρυφομιλώ
πουστούρισμαν = ψιθυρίζω, κρυφομιλώ
πουστουριχτά = ψιθυριστά
πουστουρίχτρα = γυναίκα ραδιούργα
πούσωμαν = συννεφιάζω, καλύπτω με ομίχλη
πουσώνω = συννεφιάζω, καλύπτω με ομίχλη
πουσωρευτής = εκείνος που περιμαζεύει
πουσωρεύω = περιμαζεύω, σωρεύω, τακτοποιώ
πουτάεμαν = κλάδεμα
πουταεύω = κλαδεύω
πουταλάς = κουτός, μωρός
πουταλωσύνα = κουταμάρα, μωρία
πουτάνα = πόρνη
πουτανίτζα = πόρνη
πουτανλίκι = η ιδιότητα της πόρνης
πουτανωτός = όχι πολύ τίμιος
πουτζάζω = λακτίζω, κλοτσώ
πουτζή = κόρη, νεανίδα
πουτζίδιν = κόρη, νεανίδα
πουτζιδόπον = κόρη, νεανίδα
πουτζίκα = κορούλα
πουτούνα = ξύλινο δοχείο βουτύρου, τυριού κτλ.
πουτουρεύω = φονεύω, αποκοιμίζω
πούφ = εκφράζει αηδία και αποστροφή
πούφιος = άδειος, κούφιος
πούχνα = πάχνη, αραιά ομίχλη
πούχνι = ίχνος
πουχνίζει = για έφηβο που αρχίζουν να φυτρώνουν οι πρώτες τρίχες στο γένι
πούω = κάνω
πόφιος = άδειος, κούφιος
πόχιν = απόχη
ποχλάδι = απολειφάδι
ποχόλι = αραβόσιτος ο οποίος ακόμα βρίσκεται σε γαλακτώδη σύσταση
ποχορίκι = καμινάδα, οχετός αποχωρητηρίου ή μάνδρας
ποχτσά = σάλι, τετράγωνο κομμάτι υφάσματος στο οποίο διπλώνουμε είδη ρουχισμού
ποχτσαλάεμαν = συσκευάζω είδη ρουχισμού σε μπόγο
ποχτσαλεύω = συσκευάζω είδη ρουχισμού σε μπόγο
ποχτσόπον = σάλι, τετράγωνο κομμάτι υφάσματος στο οποίο διπλώνουμε είδη ρουχισμού
ποχώνω = χώνω από κάτω, θάβω
πόψε = απόψε
ποψιζ’νός = αποψινός
πραγιάζω = πραΰνω, ησυχάζω
πραγιώνω = γίνομαι αδρανής, νωθρός, οκνηρός
πράγκα = αλυσίδα κατάδικου
πράδιν = πόδι
πραένω = γίνομαι ανίκανος
πραεύω = γίνομαι αδύνατος, καχεκτικός
πράζω = ανατρέφομαι
πράμα(ν) = πράμα
πραματεία = εμπόριο
πραματευτής = πραγματευτής, εμπόριο
πραματόσκυλλον = ποιμενικός σκύλος
πράνα = προ ολίγου
πράξη = πράξη, πείρα, ικανότητα
page===18

πράξιμον = πράξη, έργο
πράσενον = φαγητό από πράσα
πρασευτέρ(ιν) = ξύλινο όργανο περισυλλογής φύλλων πεσμένων στη γη, χόρτων κτλ.
πρασινάδα = πρασινάδα
πρασινάουμαι = ερωτοτροπώ προς γυναίκα
πρασινειδής = πρασινωπός
πρασινίζω = πρασινίζω
πρασίνισμαν(ν) = πρασίνισμα
πρασινολιβαδία = χλοερό λιβάδι
πράσινος = πράσινος
πράσον = πράσο
πρασόρριζα = ρίζα πράσου
πρασόσπορον = σπόρος πράσου
πρασοτήγανον = τηγάνι των πράσων, πράσα τηγανισμένα με αβγά
πρασοφάει = φαγητό από πράσα
πρασοφούστουρον = φαγητό από πράσα
πρασόφυτον = φύλλο πράσου
πράττω = πρέπει, αρμόζω, προσήκω
πραΰνω = γίνομαι ανίκανος
πραΰνω = ελαττώνομαι, λιγοστεύω
πρέ = μωρός
πρέζω = φουσκώνω, πρήζομαι
πρενίζω = πριονίζω
πρένιν = πριόνι
πρενόπον = πριόνι
πρέντζιν = απόκρημνος τόπος
πρεπούδες = είδος αχλαδιών
πρεπούμενον = ταιριάζω, αρμόζει, ταιριάζει
πρέπουσα = η αρμόζουσα τιμωρία
πρεπούτζα = η πρέπουσα απάντηση σε άνθρωπο αθυρόστομο
πρέπω = ταιριάζω, αρμόζει, ταιριάζει
πρέσιμον = πρήξιμο, οίδημα
πρεσίος = πρήξιμο, οίδημα, φούσκωμα
πρεσκίζω = φουσκώνω
πρέσκισμαν = φούσκωμα
πρέσκομαι = πρήζομαι, φουσκώνομαι
πρέσμαν = πρήξιμο, οίδημα, φούσκωμα
πρεσμενοκοίλης = αυτός που έχει εξογκωμένη κοιλιά
πρεστάγγης = αυτός που έχει εξογκωμένη κοιλιά, προγάστωρ, κοιλαράς
πρεσταγκοίλης = αυτός που έχει εξογκωμένη κοιλιά, προγάστωρ, κοιλαράς
πρέψη = ευπρέπεια, κοσμιότητα
πρήζω = φουσκώνω, πρήζομαι, παθαίνω οίδημα
πρίγκοιλας = γάστρων, κοιλαράς
πριζ’νάριν = ο χρόνος προ μεσημβρίας, το πρωινό άρμεγμα των αιγοπροβάτων
πριν = πριν, προηγουμένως
πριντζένον = φαγητό από ρύζι
πριντζένος = ορειχάλκινος
πριντζεύω = (πριντζεύ’) χιονίζει με νιφάδες σαν ρύζι
πρίντζιν = ρύζι
πριντζομαγέρεμαν = σούπα από ρύζι
πριντζοπίλαβον = πιλάφι από ρύζι
πριντζοπιλαβόπον = λίγη ποσότητα πιλαφιού
πριντζόπον = λίγη ποσότητα ρυζιού
πριντζοσούρβιν = σούπα από ρύζι
πρισίμιν = νήμα από μετάξι
πρίσμα = μεταφ. διαμάχη, διχόνοια
πρισμός = διαμάχη, διχόνοια
πριχού = πριν
προαίρεση = βούληση, γνώμη, διάθεση
προαιρεύω = αποφασίζω
προβατάζω = βγάζω αφρούς που φαίνονται σαν πρόβατα (για θάλασσα)
προβατάς = ιδιοκτήτης προβάτων
προβάτασμαν = βγάζω αφρούς που φαίνονται σαν πρόβατα (για θάλασσα)
προβατέα = η οσμή των καταυλισμένων προβάτων
προβατέσιος = πρόβιος
προβατίζω = βγάζω αφρούς που φαίνονται σαν πρόβατα (για θάλασσα)
προβάτισμαν = βγάζω αφρούς που φαίνονται σαν πρόβατα (για θάλασσα)
προβατίτζιν = πρόβατο
προβατίτζιν = βγάζω αφρούς που φαίνονται σαν πρόβατα (για θάλασσα)
προβατοβοσκίτζα = φυτό δηλητηριώδες που χρησιμεύει σαν επίθεμα σε έλκη
προβατόκρον = κρέας προβάτου
προβατολάγγεμαν = είδος παιδικού παιχνιδιού
προβατολάγγιν = είδος παιδικού παιχνιδιού
προβατομμάτης = αυτός που έχει μάτια σαν του πρόβατου
πρόβατον = πρόβατο
προβατόπ’λλον = προβατάκι
προβατόσκυλλον = ποιμενικός σκύλος
προβοδεία = πρόοδος, προκοπή
προβοτίζω = μολύνω, ρυπαίνω
πρόγεμαν = γεύμα
προγεύω = παρέχω το πρωινό φαγητό
προγόνιν = προγονός
προγονός = προγονός
προδότες = προδότης
προεστός = προϊστάμενος, πρόκριτος
προζυμέα = η οσμή της προζύμης
προζυμερή = δοχείο όπου φυλάσσεται η προζύμη
προζυμερόν = δοχείο όπου φυλάσσεται η προζύμη
προζύμιν = προζύμι
προζυμοζώμιν = το ζουμί του προζυμιού
προζυμοκούτιν = δοχείο όπου φυλάσσεται η προζύμη
προζυμομάλεζον = το νερουλό μέρος της προζύμης το οποίο εκκρίνεται μετά από μέρες στο δοχείο
προζυμόπον = λίγη ποσότητα προζυμιού
προζυμώνω = κάνω προζύμι
πρόθεση = μέρος του ιερού βήματος όπου προτίθενται τα τίμια δώρα της λειτουργίας
προίκα = προίκα
προικίζω = προικίζω
προικιμάτιν = προικοσύμφωνο
προίκισμαν = προίκισμα
προΐπιτον = απαγορευμένο
προκάνω = προλαμβάνω
προκοίλιν = το υπογάστριο
προκοπή = προκοπή, πρόοδος
προκόφτω = προκόβω, προοδεύω
προκυματία = τα έμπροσθεν κύματα του πλοίου
προμοιράζω = προδιαθέτω
πρόν(ιν) = πριόνι
προξένεμαν = προξενεύω
προξενητάβα = γυναίκα που κάνει προξενιά
προξενητής = προξενητής
προξενία = προξενία
προξενώ = προξενώ
προόπον = προβατάκι
πρόπερσι = πρόπερσι
προπερσιζ’νός = προπέρσινος
πρόπολη = πρόπολη
προπόλωμαν = μιλώ συγκεκαλυμμένα ώστε να φανερωθεί η σκέψη μου, αποκρύπτω την αλήθεια, προσπαθώ να συγκαλύψω κάτι
προπολώνω = μιλώ συγκεκαλυμμένα ώστε να φανερωθεί η σκέψη μου, αποκρύπτω την αλήθεια, προσπαθώ να συγκαλύψω κάτι
προπύλαια = προπύλαια
προς = προς
page===19

προσάλευρον = αλεύρι ριπτόμενο στο φτυάρι του φουρνίσματος για να μην κολλάει η ζύμη
προσγενεά = συγγενολόι
πρόσγεννα = ετοιμόγεννη
προσεύκουμαι = κάνω την προσευχή μου
προσευχή = προσευχή
προσκάλεμαν = προσκαλώ
προσκαλώ = καλώ
προσκάρδα = τα στήθη γυναικός
προσκείται = γειτνιάζει, συνορεύει, αρμόζει, πρέπει
προσκέφαλη = το ανώτατο μέρος κτήματος
προσκεφάλιν = μαξιλάρι, προσκεφάλι
προσκλαύκουμαι = κλαίγομαι, παραπονιέμαι
προσκομιδή = προσκομιδή
προσκύνημα = προσκύνημα
προσκυνητάριν = προσκυνητάρι
προσκυνητής = προσκυνητής
προσκυνώ = προσκυνώ, ασπάζομαι, υποτάσσομαι
προσμοίραγμαν = μοιράζω, διανέμω, χωρίζομαι
προσμοιράζω = μοιράζω, διανέμω, χωρίζομαι
προσονειδάζω = βγάζω παρατσούκλι, κοροϊδεύω
προσονειδίαγμαν = βγάζω παρατσούκλι, κοροϊδεύω
προσονείδιν = παρωνύμιο, παρατσούκλι
προσταγή = προσταγή, διαταγή
πρόσταγμαν = προστάζω
προστάζω = παραγγέλλω, προστάζω
προστασία = προστασία
προστία = πυροστιά
πρόστυχος = ευτελής, ανήθικος, πρόστυχος
προστυχότε = αναισχυντία, προστυχιά
προστυχωσύνα = αναισχυντία, προστυχιά
προστυχωτός = πρόστυχος
προσυφάζω = περνώ, τυλίγω νήμα στη σαΐτα του αργαλειού, κουβαριάζω νήμα σταυροειδώς
προσύφιν = νήμα έτοιμο προς ύφανση, κουβάρι νήματος που τυλίγεται σταυροειδώς
προσφορά = ο άρτος της λειτουργίας
προσφορόπον = ο άρτος της λειτουργίας
προσφορόσυκον = σύκο πλατύ σε σχήμα προσφοράς
προσωνύμιν = προσωνύμιο, παρατσούκλι
προσωπίδιν = κλειδαριά
προσωπομάντηλον = μαντήλι με το οποίο σκεπάζουν το πρόσωπο του κοιμώμενου βρέφους για το προφυλάξουν από τις ενοχλήσεις των μυγών
πρόσωπον = πρόσωπο
προσώρας = προσωρινώς
προσώρεμα = μεταφ. συμμάζεμα, συστολή ενώπιον πρεσβύτερου
προσωρευτέριν = ξύλινο όργανο περισυλλογής φύλλων πεσμένων κατά γης, χόρτων κτλ.
προσωρευτής = εκείνος που περιμαζεύει
προσωρεύω = περιμαζεύω, σωρεύω, τακτοποιώ, διαπυούμαι (πληγή)
προτεστανία = προτεσταντισμός
προτεστάνος = προτεστάντης
προτού = προτού, πριν
προυγούλ(ιν) = πλιγούρι
προύντζα = τα μπρούντζινα στολίδια των μοσχαριών
προυντζένος = ορειχάλκινος, μπρούντζινος
προύντζος = μπρούντζος, ορείχαλκος
πρόφαση = πρόφαση, αφορμή, δικαιολογία
προφάσιγμαν = πρόφαση
προφασίουμαι = προφασίζομαι
προφητεύω = προφητεύω, προλέγω, προμαντεύω
προφήτης = προφήτης, προμαντεύει
προφτάνω = προφτάνω, καταφτάνω, εγγίζω
προψές = προχθές το βράδυ
πρύγος = πύργος
πρώιμα = νωρίς, πρώιμα
πρώιμος = πρώιμος, ωριμάζων νωρίς
πρωινέσιος = πρωινός
πρώτα = πρώτα
πρωταγουστία = η πρώτη Αυγούστου
πρωτάνοιξη = ο μήνας Μάρτιος
πρωτάρα = πρωτάρα
πρωτεία = προτεραιότητα, πρωτοκαθεδρία, προβάδισμα
πρωτιζ’νός = πρώτος, αρχαίος, παλαιός, αρχαιότροπος
πρωτικάρα = πρωτάρα
πρωτικαρέα = πρωτάρα
πρωτικάριν = πρωτότοκος
πρωτινός = αρχαίος, παλαιός
πρωτισινός = πρώτος, αρχαίος, παλαιός, αρχαιότροπος
πρωτοβάλλεμαν = ο πρώτος αρραβώνας και η ανταλλαγή δαχτυλιδιών
πρωτόγαλα = πρωτόγαλα
πρωτογαλέα = η οσμή του πρωτογάλατος
πρωτογαλέσιν = πρωτόγαλα
πρωτόγερος = γέρος προϊστάμενος, πρόκριτος, προύχοντας κοινότητας
πρωτοδόναρον = το πρώτο εξερχόμενο από την κυψέλη σμήνος μελισσών
πρωτοκερνάτορας = κεραστής πρώτης τάξεως
πρωτοκλέφτες = κλέφταρος
πρωτοκουρσάρος = αρχηγός πειρατών
πρωτολάλεμαν = κάνω την πρώτη πρόσκληση
πρωτολάλετος = αυτός που λαμβάνει πρώτος πρόσκληση
πρωτολαλώ = κάνω την πρώτη πρόσκληση
πρωτομάερας = αρχιμάγειρας, πρώτης τάξεως μάγειρας
πρωτομαθέτρα = μαθήτρια πρωτόπειρος, μαθήτρια πρώτης τάξεως
πρωτομάστορας = πρωτομάστορας
πρωτομέλιν = το πρώτο μέλι που μαζεύεται
πρωτονήστειος = η πρώτη μέρα της Μ. Τεσσαρακοστής
πρωτοπαίδιν = το πρωτότοκο παιδί
πρωτόπλαστος = πρωτόπλαστος
πρωτόποπας = πρωθιερέας
πρωτοπούλλιν = το πρώτο εξερχόμενο από την κυψέλη σμήνος μελισσών
πρώτος = πρώτος
πρωτοσιδερίασμαν = το πρώτο δέσιμο με αλυσίδες
πρωτοστέφανον = ο πρώτος αρραβωνιαστικός, ο πρώτος και μόνος γάμος
πρωτοτραντάφυλλον = το πρώτο άνθος τριαντάφυλλου
πρωτοτσίτσεκον = το πρώτο άνθος άνθους
πρωτοφώναγμαν = η πρώτη επίκληση αγίου
πρωτοχρονίστικος = πεπαλαιωμένος
πυκνά = πυκνά
πυκνάδα = τα πολλά στίγματα του προσώπου
πυκναίνω = πυκνώνω
πυκναναστενάζω = αναστενάζω συχνά
πυκνοβρέχει = βρέχει συχνά
πυκνόκλαδος = αυτό που έχει πυκνά κλαδιά
πυκνοκόσκινον = πυκνό κόσκινο
πυκνοκούρτεμαν = καταπίνω συχνά, συγκρατώ τον εαυτό μου ώστε να μην ξεσπάσω σε δάκρυα
πυκνοκουρτώ = καταπίνω συχνά, συγκρατώ τον εαυτό μου ώστε να μην ξεσπάσω σε δάκρυα
πυκνολίβωμαν = συννεφιάζει συχνά
πυκνολιβώνει = συννεφιάζει συχνά
πυκνοπλύνω = πλένω συχνά πυκνά
πυκνοπλύσιμον = πλένω συχνά πυκνά
πυκνός = πυκνός
πυκνοτέρεμαν = συχνό βλέμμα
πυκνοτερώ = κοιτάζω συχνά, κοιτάζω προσεκτικά
πυκνοτζιλτεύω = ουρώ συχνά
πυκνοτσαμπλίζω = ανοιγοκλείνω συχνά τα μάτια
page===20

πυκνοφυλλωμένος = αυτό που έχει πυκνά φύλλα
πυκνοφύτευτος = αυτό που είναι πυκνά φυτεμένο
πύκνωμαν = πυκνώνω
πυκνώνω = πυκνώνω
πυκνωτός = πυκνός
πυξάριν = ο θάμνος πυξός
πύρα = η πυρά του Αγίου Ιωάννου την οποία υπερπηδούν, πυρά, φλόγωση
πυράζω = πυρώνω
πύργος = πύργος, πολεμίστρα
πυργωτός = πυργωτός
πύριν = πυρ, μεταφ. θυμός, οργή
πυριχώνω = χώνω κάτι στη πυρακτωμένη τέφρα για να ψηθεί, πυρώνομαι πολύ κοντά στη πυρά και ανάβω εύκολα (ξύλο)
πυροκλώθω = στρέφω προς τα πυρά
πυρομαχέα = η οσμή υφάσματος το οποίο κινδυνεύει με ανάφλεξη
πυρομάχεμαν = θερμαίνομαι υπερβολικά μέχρι βαθμού αναφλέξεως
πυρομάχιν = πράγμα θερμαινόμενο πολύ και κινδυνεύει να καεί, ο πολύ ζωηρός άνθρωπος
πυρομάχος = αυτός που πλησιάζει πολύ στη πυρά
πυρομαχώ = θερμαίνομαι υπερβολικά μέχρι βαθμού αναφλέξεως
πυροστή = πυροστιά
πυρφόρος = σιδηρά πυράγρα
πύρωμαν = ζεσταίνω, καίω στη φωτιά
πυρώνω = ζεσταίνω, καίω στη φωτιά, πυρώνω
πυρωτή = πράγμα ξεροψημένο ή φρυγμένο
πυτίδιν = πυτιά
πωάζω = κλωσώ
πώγω = πηγαίνω, διαρκώ
πωλάριν = ιππάριο, φοράδα, μουλάρι
πωλαρόπον = ιππάριο, φοράδα, μουλάρι
πώμα = πώμα, καπάκι, κάλυμμα
πωματάζω = καλύπτω με καπάκι
πωρικέα = κορομηλιά
πωρικίτης = εδώδιμος μύκητας που μεγαλώνει στη ρίζα της κορομηλιάς
πωρικό = οπωρικό, καρπός
πωρτόκαλα = πρωτόγαλα
πως = όπως, καθώς, ότι, διότι
πώς = πως

Ρ

page===0

ράβδα = ράβδος, βακτηρία
ραβδάζω = ραβδίζω
ραβδάτες = εκείνος που κρατάει ράβδο, τούρκος χωροφύλακας
ραβδέα = χτύπημα με ράβδο
ραβδί(ν) = ράβδος, βακτηρία
ραβδοκοπανάζω = κοπανίζω με ράβδο
ραβδόπον = ραβδάκι
ραβδόπ’λλον = ραβδάκι
ραγίζω = ραγίζω
ράγισμαν = ράγισμα
ράγκιν = χρώμα
ράγμα = ρήγμα, σχισμή
ράγουλον = ως ναυτικός όρος, είδος τροχαλίας
ραγούν = ρακή
ράδι = ουρά
ραδίκιν = ραδίκι
ραζής = ο συναινών
ράζω = εποπτεύω, φυλάττω, προσέχω, παραμονεύω
ραθυμία = επιθυμία
ραθυμώ = επιθυμώ
ραΐσιν = κομμάτι, λωρίδα υφάσματος
ρακάμιν = αριθμητική παράσταση
ρακάνα = η έκταση της σπονδυλικής στήλης, ράχη, γήλοφος
ρακάνιν = γήλοφος
ρακανόπον = γήλοφος
ρακέα = οσμή ρακής
ρακί(ν) = ρακή
ρακομεθυσμένος = μεθυσμένος από ρακή
ρακομεθυστέας = ο μεθυσμένος από ρακή
ρακόπον = λίγη ποσότητα ρακής
ρακοπότηρον = ποτήρι ρακής
ρακοποτισμένος = ο ποτισμένος με ρακή, μέθυσος
ρακόποτος = εκείνος που είναι συνηθισμένος να πίνει ραξή
ρακοστούπι = στουπί βρεγμένο με ρακή και ποτισμένο με λάδι καμένο που χρησιμοποιείται ως έμλαστρο για κρυολόγημα
ραμαζάνιν = ραμαζάνι
ραμαζανλής = μουσουλμάνος που νηστεύει, μεταφ. άκεφος, δύστροπος, σκυθρωπός
ραμάλης = εκείνος που διακρίνει, βλέπει γρήγορα
ράμμα(ν) = νήμα, κλωστή
ραμματάριν = φασόλι που έχει νήματα τραχειά
ραμματίτζα = φυτό πεντάνευρο
ραμματιώ = ξεφτώ, γίνομαι όλο ράμματα
ραμματούδικο = εκείνος που έχει ίνες νηματώδεις
ραμματόφυλλον = φυτό πεντάνευρο
ραμματώνω = δένω σπάγγο κατά μήκος ανεγειρομένου τοίχου για να καθορίσω την ευθεία, φυτό που εκφύει βλαστούς νηματώδεις
ραμμόπον = λίγη ποσότητα νήματος
ραντά = το ξυλουργικό όργανο ροκάνη
ρανταλαεύω = τρίβω
ραντίζω = ραντίζω
ράντισμα(ν) = ράντισμα
ραντιστέριν = κλώνος βασιλικού με το οποίο ραντίζουν οι ιερείς το αγιασμό, το σκεύος του αγιασμού
ραντώνω = συννεφιάζω, θολώνομαι, θαμπώνω
ράσα = θορυβωδώς, παταγωδώς
ρασκέας = δυτικός άνεμος
ράσο(ν) = ράσο
ραφή = ραφή
ραφιδέα = ίχνος που αφήνει ο σπάγγος σε πράγματα δεμένος σφιχτά
ραφίδιν = χονδρό πολυσύνθετο νήμα, σπάγγος
ραφιδόπον = χονδρό πολυσύνθετο νήμα, σπάγγος
ραφική = ραπτική, ραφή
ράφιν = ράφι
ραφόπον = ραφή
ραφτάτικα = αμοιβή ράπτη, ραφτικά
ραφτερόν = δοχείο στο οποίο τοποθετούνται τα σύνεργα της ραπτικής
ράφτης = ράφτης
ραφτικά = ραφτικά
ράφτω = συρράπτω, κεντώ, ξομπλιάζω
ράχα = ράχη
ραχάτα = ησυχία, φρόνιμα, άνετα
ραχάτης = ήσυχος
ραχάτιν = ησυχία
ραχατλάεμαν = ησυχάζω
ραχατλαεύω = ησυχάζω
ραχεφκάλιν = κορυφή όρους
ραχί(ν) = όρος, δάσος
ραχίτα = μικρό αγριόχορτο των βουνών
ράχνα = αράχνη, ιστός αράχνης
ραχνούδασμαν = ιστός αράχνης
ραχοκάλαθον = καλάθι που κουβαλιέται στην ράχη
ραχοκέφαλον = κορυφή όρους
ραχοκόλιν = υπώρεια όρους
ραχοκόρφιν = βουνοκορφί
ραχομύτιν = μύτη όρους, βουνοκορφή
ραχοπιδαβαίνω = υπερβαίνω όρος, μεταφ. ο ξενιτεμένος
ραχοπιδεβασία = υπέρβαση όρους, ακρώρεια, κορυφή όρους
ραχοπιδεβάστρα = εκείνη που υπερβαίνει όρος και προχωρεί πέρα, ξενιτεμένη
ραχόπον = μικρό βουνό
ραχοπούλλιν = πουλί βουνού, εκείνος που μένει στα βουνά
ραχοτσίτσεκον = άνθος βουνού
ραχοφόρτιν = φορτίο όσο μπορεί να κουβαλίσει κάποιος στην ράχη του
ραχοχόρταρον = χόρτο βουνού
ραχοχώριν = χωριό ορεινό
ράψη = ράψιμο, ραφή
ραψία = ράψιμο, ραφή
ραψιάδα = ίχνη ραφής
ράψιμο(ν) = ράψιμο, ραφή
ραψίον = ράψιμο
ρδάζω = αρπάζω, πυρώνω, κολλών
ρδάκος = δράκος
ρδάνιν = ράφι κατά μήκος τοίχου, οριζόντια στέγη οικίας
ρδιμίτ(ιν) = υπόγειος βολβός που έχει δριμεία γεύση
ρδόμος = δρόμος
ρδουβάν(ιν) = ξύλινο δοχείο για παραγωγή βουτύρου
ρδουβανίζω = παράγω βούτυρο μέσα σε ειδικό όργανο από γάλα ή γιαούρτι
ρεβόλβερο = περίστροφο
ρεβολέα = πυροβολισμός με ρεβόλβερ
ρέγκιν = χρώμα
ρεζιλαεύκουμαι = ρεζιλεύομαι, ντροπιάζομαι
ρεζίλης = κατεντροπιασμένος
ρεΐζης = αρχηγός, πρόεδρος, διευθυντής
ρέικα = καδρόνι
ρειχάνιν = βασιλικός, όλα τα φυτά που ευωδιάζουν
ρελιζίκην = ρελιζίκη
ρέμα = ρέμα ποταμού
ρέμπουμαι = περιφέρομαι εδώ και κει
ρεμψώνω = αδυνατίζω
ρενίζω = ξύνω με τη ρίνη, λιμάρω
ρεντζιπέρης = γεωργός
ρεντζίτα = πράγμα επιμηκές και λεπτό
ρεπανίδα = ραπανάκι
ρεπανίζω = κατατρώγω
page===1

ρέπελος = άτακτος, δυσήνιος
ρετζέας = αστείος
ρετζεύω = αστειεύομαι
ρέτζος = εκείνος που αδυνατεί να κάνει πρόοδο
ρετζώνω = προσκολούμαι στη θέση μου και δεν μετακινούμαι, χάνω για λίγο την υγεία μου
ρετσέλιν = είδος κομπόστας από βερίκοκα
ρετσέτα = συνταγή ιατρική για παροχή φαρμάκων
ρεύκομαι = ρεύομαι
ρεύξιμον = ρέξιμο
ρευξίον = ρέξιμο
ρεφανίτα = είδος σινάπεως
ρέφανον = ραπάνι
ρεφανόπον = ραπάνι
ρέφανος = ανόητος, μωρός
ρεφανόσπορον = σπόρος ραπανιού
ρεφενέ = το ατομικό μερίδιο σε μια συλλογική δαπάνη για φαγητό, διασκέδαση κλπ
ρέφος = βρέφος
ρεφούλλ(ιν) = βρέφος
ρεχάνιν = ρίγανη
ρεχίνιν = ενέχυρο, υποθήκη
ρέχκομαι = αισθάνομαι επιθυμία προς κάτι, μου αρέσει κάτι
ρέω = ρέω, υπερχειλίζω, καταρρέω, χωνεύω
ρημάδι = αδέσποτο, εγκαταλελειμμένο
ρημάζω = ερημώνω, καταστρέφω
ρθέβω = τρέφω
ρθέφω = τρέφω
ρθουμμουλάζω = κάνω ψίχουλα, θρυμματίζω
ρθουμμουλίζω = κάνω ψίχουλα, θρυμματίζω
ρθύβω = τεμαχίζω ψωμί σε μικρά κομμάτια εντός φαγητού υδαρούς
ρθύμμαν = μικρά κομμάτια ψωμιού σε φαγητό νερουλό
ρθύφτω = τεμαχίζω ψωμί σε μικρά κομμάτια εντός φαγητού νερουλού
ριγασία = ρίγος, ψύχος
ριγώ = κρυώνω
ρίζα = ρίζα
ριζάριν = είδος λαχανικού όμοιο στο χρώμα με το ερυθρόδανο, πατζάρι
ριζέα = φυτό μαζί με τη ρίζα του
ριζικάρης = καλορίζικος, καλότυχος
ριζικός = τύχη, ριζικό
ρίζωμαν = ριζώνω
ριζώνω = ριζώνω, ριζοβωλώ, μεταφ. αποκτώ τέκνα
ριζώτιν = ριζάφτι, ο κρόταφος
ριμίτ(ιν) = υπόγειος βολβός που έχει δριμεία γεύση
ρινέα = λιμάρισμα
ρίνιγμαν = ρινίζω
ρινίζω = ξύνω με τη ρίνη, λιμάρω
ρινίν = ρίνη, λίμα
ριός = ωραίος
ριπίδι = νεαρός κλώνος
ριτζάκιν = όστρακα ή κοχύλια που χρησιμοποιούνται για κοσμήματα, κουμπί από σύρμα αγκιστροειδές
ρίφτω = ζώο που αποβάλλει το έμβρυο
ριψιμάτιν = το έμβυο που έχει αποβλληθεί από το ζώο
ρίψιμο = ζώο που αποβάλλει το έμβρυο
ρόγα = μισθός
ρογίζω = πληγή που πυορροεί
ροδάκινον = ροδάκινο
ροδάνιν = νήμα για ύφανση
ροδανός = ροδαλός
ροδάφινον = δαφνοκερασιά
ρόδι = ρόδι, ροδιά
ροδόδεντρον = θάμνος κουμαριά
ροδοκόκκινος = ροδοκόκκινος
ροδομηλέα = μηλιά με κατακόκκινα μήλα, γυναίκα κατακόκκινη
ροδόσταγμαν = ευωδές υγρό αποσταγμένο από ρόδα
ροδοσταμίζω = ραίνω με ροδόσταγμα
ροθυμία = επιθυμία
ροθυμώ = επιθυμώ
ροΐζω = πέφτω, έρχομαι, φτάνω, ρίπτω, αφαιρώ
ρόκα = ηλακάτη, η κεφαλή του αραβοσίτου, τα ξύλα του υφαντικού ιστού πατήθρες
ροκάν(ιν) = όργανο συσσωρεύσεως αχύρων
ροκάνη = ροκάνη
ροκανίζω = ισοπεδώνω σανίδι με ροκάνη
ροκοκέφαλον = το άνω μέρος της ρόκας όπου τυλίσσεται το μαλλί, η κεφαλή της ηλακάτης
ροκοπάτιν = η βάση της ρόδας πάνω στο οποίο στηρίζεται το όρθιο ξύλο
ροκοπέτζα = η μεμβράνη με την οποία περιβάλλουν την κεφαλή της ηλακάτης
ροκοπόδιν = το όρθιο ξύλο της ηλακάτης
ροκοτζούπιν = ηλακάτη
ροκόφυλλον = το περίβλημα της κεφαλής του αραβοσίτου
ροκοχάρτιν = το χαρτίς της ηλακάτης, επί του οποίου προσδέλενται το μαλλί
ροκώνω = μένω ακίνητος σαν τη ρόκα, γίνομαι κατηφής, σκυθρωπός
ρομάννα = γυναίκα που επιμελείται τα ζώα και ασχολείται με την γαλακτοκομία σε θερινό βοσκοτόπι
ρομαννίζω = πηγαίνω στο παρχάρι σε θερινό βοσκοτόπι
ρομέα = οσμή ρομιού
ρόμιν = είδος οινοπνευματώδους ποτού
ρομόπον = λίγη ποσότητα ρομιού
ρόσιν = είδος μεταλλούχου χρώματος που δηλώνει την ύπαρξη χαλκού
ροσπή = εταίρα γυναίκα
ροσπού = εταίρα γυναίκα
ροτζάκιν = κωνοειδές οστό στη ράχη των σελαχοειδών ψαριών, μικρό θαλασσινό όστρακο που χρησιμοποιείται στα κοσμήματα, κουμπί από σύρμα αγκιστοειδές
ροτζακόπον = μικρό κοχύλι
ρότζιν = μικρά όστρακα ή κοχύλια που χρησιμοποιούνται για στολισμό ζώων
ροτζίνα = η ρητίνη του πεύκου
ρούβλι(ν) = ρούβλι
ρούδα = γυναίκα τρελή
ρούδιν = ροδιά, ρόδι
ρουδόσταγμαν = ευωδές υγρό αποσταγμένο από ρόδα
ρούζω = πέφτω, έρχομαι, φτάνω, ρίπτω, αφαιρώ
ρουκάνα = ροκάνη, όργανο συσσωρεύσεως αχύρων
ρουκανίζω = ισοπεδώνω με ροκάνη, βάζω με τη ρουχάνη τα άχυρα στον αχυρώνα
ρουκάνιν = όργανο συσσωρεύσεως αχύρων
ρούμα = ρητίνη του πεύκου
ρούμπος = κοιτωνίσκος πλοίου, ντουλάπα στον τοίχο
ρούξιμον = πέσιμο
ρούπα = αποσκευή ναύτη
ρουπιά = αρχαίο χρυσό νόμισμα της Τουρκίας
ρούπιν = μέτρο εκτάσεως το ένα όγδοο του πήχη
ρούπλιν = ρούβλι
ρουποτούβαλον = σάκος ναυτικός με τις αποσκευές του
ρούσικα = ρώσικα
Ρούσικος = ρωσικός, ρωσική γλώσσα
Ρούσος = Ρώσος
ρουσφέτιν = δωροδοκία, ρουσφέτι
ρουτζάκιν = κωνοειδές οστό στη ράχη των σελαχοειδών ψαριών, μικρό θαλασσινό όστρακο που χρησιμοποιείται στα κοσμήματα, κουμπί από σύρμα αγκιστοειδές
ρουφά = εξάνθημα δερματικό, έλκωση του στόματος βρέφους, πληγή στο κεφάλι του βρέφους
ρουφιανλίκιν = μαστροπεία
ρουφιάνος = μαστροπός, προαγωγός
ρουφίζω = ρουφάω
ρουφιχτόν = ρουφηχτό
ρουφώ = ρουφάω
ρουχάτον = ρούχο, ένδυμα
ρουχίτζιν = ρούχο, ένδυμα
page===2

ρουχλωτός = κρυφός, πανούργος, επιτήδειος
ρουχνίζω = ροχαλίζω
ρούχνισμαν = ροχαλίζω
ρούχον = ρούχο, ένδυμα, φόρεμα
ρουχόπον = ρούχο, ένδυμα, φόρεμα
ρουχούτζιν = ρούχο, ένδυμα, φόρεμα
ρούχτα = η σταλαγματιά που πέφτει, το αυλάκι που σχηματίζεται στο έδαφος από τη σταγόνα που πέφτει
ροφέας = εξάνθημα δερματικό, έλκωση στόματος βρέφους, πληγή στο κεφάλι βρέφους
ρόφημα = ρόφημα
ροφιώ = βγάζω πληγές στο κεφάλι
ροφτικόν = το απορροφημένο
ροφώ = ρουφάω
ρόχα = ίχνος ανεμοβλογιάς
ροχάζω = ροχαλίζω, σκύλος που γριλίζει
ροχάς = εργαλείο χρυσοχόων με το οποίο καθαρίζουν το μέταλλο
ρόχασμαν = ροχάλισμα
ροχτικόν = έδεσμα διεγερτικό της ορέξεως
ρύζιν = ρύζι
ρυμάκριν = όχθη ρυακιού
ρυμέα = ρείθρο ρυακιού
ρυμίν = οδός, μικρός ποταμός, ρυάκι, ρεματιά
ρυμμάδιν = ακαθαρσία μετάλλων
ρυμόπον = μικρό ρυάκι
ρυμόχειλος = όχθη ρυακιού
ρύπος = ρύπος
ρυπώνω = ρυπαίνω
ρυτά = γρήγορα
ρωβυζούδες = είδος σταφυλιού όμοια με τις θηλές μαστού
ρώγα = ρώγα σταφυλιού, κηλίδα προσώπου
ρωγίν = ρόγα σταφυλιού, θηλή μαστού ζώου
ρωθωγκέας = εκείνος που μιλάει με την μύτη, υπόρρινος
ρωθωνίζω = ροχαλίζω
ρωθώνιν = ρουθούνι
ρωθώνισμαν = ροχαλίζω
ρωία = αιμορροΐδες, ζοχάδες
ρωμάζω = εξετάζω επίμονα και λεπτομερώς
ρωμαίικα = ελληνικά
Ρωμαίικος = Ελληνικός
ρωμαιογύριστος = χριστιανός που έγινε μουσουλμάνος
Ρωμαίος = Έλληνας του Πόντου
ρωμάνεμαν = γίνομαι Ρωμαίος, Χριστιανός
ρωμανεύω = γίνομαι Ρωμαίος, Χριστιανός
Ρωμανία = χώρα κατεχόμενη από χριστιανούς
ρωμανίζω = γίνομαι Ρωμαίος, Χριστιανός
ρωμανικά = ρωμαίικα, ελληνικά
ρωμάνισμαν = γίνομαι Ρωμαίος, Χριστιανός
ρωματάζω = οραματίζομαι
ρωμώ = ερευνώ
ρωχάκιν = ρωγμή, σχισμή, στενή δίοδος
ρωχότιν = τρύπα ευρύχωρη
ρωχωτόν = πολύ ευρύχωρο

Понтийско-новогреческий словарь Α-Γ

Понтийско-новогреческий словарь Α-Γ

page===0

Α


αβαράς = άνεργος, χασομέρης
αβάραστος | αβάρετος = άοκνος, γυναίκα που δεν είναι έγκυος
αβάσταγος = φίλεργος, ανυπόμονος, ακράτητος, ορμητικός, ανήσυχος, ευερέθιστος, οξύθυμος
αβελονίαστος = νήμα που δεν έχει διαπεραστεί από την οπή της βελόνας
άβιν = η θήρα, το κυνήγιο, το θήραμα
αβλαεύω = κυνηγώ, θηρεύω, αρπάζω, σφετερίζομαι, κατοπτεύω, κατασκοπεύω
αβλάμος = οχετός νερού, αυλάκι
αβλάστημος = εκείνος που δεν βλαστημά τα θεία
αβλούκιν = αυτοφυές χόρτο πλατύφυλλο
αβόλετος = που δεν είναι σε θέση να πραγματοποιηθεί
αβόλιστος = εκείνο που δεν βυθίζεται
αβόριγος = σιτηρά που δεν έχουν αποχωρισθεί από τα άχυρα
αβόσκετος = ζώο που δεν έχει βοσκηθεί
αβουκάτος = δικηγόρος, εκείνος που έχει ευχέρεια λόγου και πειστικότητα
αβουκατωτός = εκείνος που έχει γνώσεις δικηγορικής
άβουλα = χωρίς τη γνώμη και τη συγκατάθεση κάποιου | απερίσκεπτα
αβούραστος = εκείνο που δεν περιλαμβάνεται στο χέρι
αβούρτζιστος = εκείνος που δεν ξεσκονίστηκε με βούρτσα
αβουτέρωτος = αβουτύρωτος
αβούτετος = ήλιος που δεν έχει δύσει, εκείνος που δεν έχει βουτηχτεί
αβρακές = εξανθήματα που γεννιούνται στο κεφάλι βρέφους
αβρακίτης = είδος εδώδιμου μανιταριού
αβρακωτίνα = γυναίκα που δεν φοράει βρακί
Αβράμης = ο γενάρχης των Εβραίων Αβραάμ
αβρασία = η αργοπορία στη βράση, μεταφ. η έλλειψη χάριτος σε άνθρωπο
άβραστος = άβραστος | (μεταφορ.) αηδής, επιπόλαιος
αβραστωτός = μισοβρασμένος
αβράσωτος = εκείνος που δεν προσβλήθηκε από ευλογιά
αβρεξία = ανομβρία
αβρέξιν = ουροδόχο αγγείο που κρέμεται κάτω από την κούνια του βρέφους
άβρετος = εκείνος που δεν βρέθηκε
άβρεχος = εκείνος που δεν βράχηκε
αβρόβουδον = βόδι άγριο, επιθετικό, ορμητικό
αβρός = αβρός | για ζώο: παχύ
αβρούλιστος = άφλεκτος
αβρουχνίαστος = εκείνος που δεν έχει μουχλιάσει
αβρόχειλος = εκείνος που έχει άσχημα χείλη
αβροχία = ανομβρία
αβρώσ(ιν) | αγρώσιν = το φυτό άγρωστις
άβρωτος = που δεν τρώγεται, άνοστος | (μεταφ.) αγροίκος, αγέρωχος, δυσπρόσιτος
αβρωτωτός = τροφή που προκαλεί αηδία
αβτζής = κυνηγός
αβτζόσκυλλος = κυνηγετικός σκύλος
άβτος = αυτός
αβυζάλιστος = εκείνος που δεν έχει θηλάσει
άβυζου = εκείνη που δεν έχει μαστούς
αγάγγρωτος = εκείνος που δεν έχει πάθει σωματική παράλυση
αγαθός = αγαθός, ενάρετος, αίσιος, ευοίωνος, απλοϊκός, απονήρευτος
αγαθότε = αγαθότητα
αγαθύνω = πραΰνομαι (πληγή)
αγαθωτός = ενάρετος, καλοκάγαθος, επιπόλαιος, ευήθης
αγαϊτάνιστος | αγαϊτάνωτος = (για υφάσματα) που δεν περιρράφτηκε με γαϊτάνι
αγάλα = βραδέως, ησύχας, ήρεμα, αργότερα, βραδύτερα
αγάλατον = εκείνος που δεν παρέχει πολύ γάλα
αγαλάτωτος = εκείνος που δεν έχει αλειφθεί, λερωθεί με γάλα, που δεν παρέχει πολύ γάλα
αγαλήνιστος = εκείνος που δεν είναι καταπραϋμένος, καθησυχασμένος
αγαλλία = αγαλλίαση, χαρά
αγαλλίαση = αγαλλίαση, χαρά
άγαλμα = άγαλμα, άνθρωπος αδιάκριτος
αγαναχτέας = ο καταλαμβανόμενος από στενοχώρια
αγανάχτεμα = αγανάκτηση, δυσφορία, στενοχώρια
αγαναχτεμένα = με κόπο, με δυσκολία
αγανάχτετος = ακάματος
αγαναχτία = η υπερβολική κόπωση του σώματος
αγαναχτώ = αγαναχτώ, δυσανασχετώ, δυσφορώ, στενοχωρούμαι, κουράζομαι πολύ, αποκάμνω, απαυδώ, ερεθίζομαι, πονώ
αγάνιν = αγάνωτος, χωρίς λαμπρότητα
αγάντζωτος = εκείνος που δεν έχει γαντζωθεί
αγάνωτος = αγάνωτος
αγάπεμαν = αγάπη, συνδιαλλαγή, συμφιλίωση
αγαπεμένα = αγαπημένα, ειρηνεμένα
αγάπη = αγάπη, στοργή, έρως, συμφιλίωση
αγαπήσιμος = αγαπήσιμος, αξιέραστος, εράσμιος
αγαπητικός = αγαπητικός, εραστής
αγαπητός = αγαπητός
αγαπίτζα = το αγαπώμενο πρόσωπο
αγαπώ = αγαπώ
Αγαρηνός = Μουσουλμάνος, Τούρκος, με την έννοια του αιμοβόρου
αγάριστος = εκείνος που δεν έχει κουραστεί να φωνάζει, που δεν έχει βραχνιάσει
αγάς = αγάς
αγάστρωτον = ζώο που δεν είναι έγκυο
αγγαρεία = αγγαρεία
αγγαρεύω = αγγαρεύω
αγγάστρι = έμβρυο γυναίκας
αγγείον = ασκός, μουσικό όργανο άσκαυλος
αγγειτζής = εκείνος που παίζει άσκαυλο
αγγελικός = αγγελικός, ωραίος, μεγαλοπρεπής
αγγελίτζης = μικρός άγγελος
αγγελομαχώ = μάχομαι με τον άγγελο του θανάτου, ψυχορραγώ
αγγελομμάτης = εκείνος που έχει αγγελικό βλέμμα, ωραίο
αγγελοπρόσωπος = εκείνος που έχει αγγελικό πρόσωπο, ωραίο
άγγελος = άγγελος
αγγελόψυχος = ο επιθανάτιος πυρετός
άγγεμαν = άγγελμα
αγγεμονή = άγγελμα
αγγεύω = εγγίζω, αναφέρω, ευτυχώ, πλουταίνω
αγγλόφρυδος = εκείνος που έχει ωραία φρύδια
αγγόξυλος = η πίπιζα του ασκαύλου
αγγόπ΄λλον = μικρός ασκός, το μουσικό όργανο άσκαυλο
αγγουρέα = η οσμή του αγγουριού
αγγουρένος = ο παρασκευασμένος από αγγούρια
αγγούριν = αγγούρι
αγγουροείλικο = ο περιελισσόμενος βλαστός της αγγουριάς
αγγουροζώμιν = ο ζωμός αγγουριού
αγγουροκλέφτας = ο κλέφτης αγγουριών
αγγουρομύτης = εκείνος που έχει μεγάλη μύτη
αγγουρόφυτον = νεαρός βλαστός αγγουριάς δυνάμενος να μεταφυτευθεί
αγγουρόχτιστος = άνθρωπος πλασμένος που να φαίνεται χονδροειδής, μεταφ. ο βραδύς στις κινήσεις, αδέξιος, ανεπιτήδειος
αγγουρωτός = αγροίκος, ανόητος, μωρός
άγδαρτος = άγδαρτος
αγδέτζιν = γυμνός, χωρίς περικάλυμμα
άγδυτος = άγδυτος
αγειτονίαστος = εκείνος που δεν βρίσκεται σε καλές σχέσεις με τους γείτονες, ακοινώνητος
αγελάδα = αγελάδα
αγελαδάρης = ο βοσκός αγελάδων
αγελαδέσιος = αγελαδήσιος
αγελάδιν = αγελάδα
αγέλαστος = αγέλαστος
αγέλιν = αγέλη
αγέμιστος = αγέμιστος, κενός
αγέμωστος = αγέμιστος, κενός
page===1

αγένετος = εκείνος που δεν πρόκοψε οικονομικώς, άωρος
αγένηστος = άωρος, αγίνωτος
αγέννητος = άναρχος, αγέννητος
αγέννιν = ζώο που δεν έχει ακόμη γεννήσει
αγέρανος = γερανός
αγέραστος = αγέραστος
αγεφύρωτος = αγεφύρωτος
αγιάζιν = αγιάζι, πάχνη
αγιάζω = αγιάζω
αγίασμα = αγιασμός
αγιασματάριν = εκκλησιαστικό βιβλίο που περιέχει την ακολουθία του αγιασμού
αγιασμόνερον = το νερό του αγιασμού
αγιασμός = αγιασμός
αγιατράπεζα = η Αγία Τράπεζα του ιερού βήματος
αγιάτρευτος = αγιάτρευτος, ανίατος
Αγιγιωργίτης = Νοέμβριος (λόγω της εορτής του Αγ. Γεωργίου στις 3 Νοεμβρίου)
Αγιγιωρτέσιν = αυτό που ωριμάζει και μεγαλώνει κατά το μήνα Νοέμβριο
αγιθοδωρήσα = γεύμα που κάνει για φίλους και συγγενείς ο αγιθοδωρίζοντας
αγιθοδωρίζω = νηστεύω (κάθε φαΐ και πιοτό) την πρώτη εβδομάδα της Μεγάλης Σαρακοστής
αγιθοδώρισμα = η νηστεία (για κάθε φαΐ και πιοτό) την πρώτη εβδομάδα της Μεγάλης Σαρακοστής
Αγιλουτρούπης = επίθετο του Αγίου Ιωάννου που γιορτάζεται στις 24 Ιουνίου
αγιοβασιλιάτικο = το πρωτοχρονιάτικο δώρο
αγιοβασιλόπιτα = η πίτα της πρωτοχρονιάς
αγιοβήμαν = το άγιο βήμα της εκκλησίας
αγιοβότανον = το φυτό αψιθιά το θαμνώδες που χρησιμοποιούνταν ως φάρμακο
αγιογδύστης = ιερόσυλος και γενικά κάθε κλέφτης, αυτός που κάνει άτιμες πράξεις
αγιοκέριν = το καθαρό κερί των μελισσών της εκκλησίας, κερί που προέρχεται από τον Άγιο Τάφο
αγιοκρόμμυδον = ποικιλία πρώιμου κρεμμυδιού
αγιολίθαρον = λίθος άγιος ως εξ ουρανού μέλλων να κατέλθει
αγιοπούλλιν = αγαθό παιδί
άγιος = άγιος, ευσεβής, αγνός άνθρωπος
Αγιοσόφια = η εορτή των Εισοδίων της Παναγίας
αγιόσφογγα = φυτά δύσοσμα που παράγουν καρπό βοτρυοειδή πορφυρού χρώματος
Αγιοταφίτικος = αυτός που προέρχεται από τον Άγιο Τάφο, κεριά, σταυροί, εικόνες, κομπολόγια κλπ.
αγιοτικός = ενάρετος, πληθ. αγιοτικά αυτά που δίνονται στην εκκλησία, άνθη, βάια κλπ. και φυλάγονται ως ιαματικά
αγιοφώς = το Άγιο Φως
αγκά = άνω κάτω, μαζί, συγχρόνως
αγκαικά = άνω κάτω, παραπάνω κοντά
άγκαλα = αγκαλιάζομαι (στην παιδική γλώσσα)
αγκάλα = αγκαλιά
αγκαλάζω = αγκαλιάζω, σφίγγω στην αγκαλιά μου
αγκαλάσιμον = η στενή και τρυφερή περίπτυξη, αγκάλιασμα
αγκαλαστά = αγκαλιασμένα
αγκαλαστός = αγκαλιασμένος
αγκαλέα = ποσότητα όση χωράει στην αγκαλιά
αγκάλετος = αυτός που δεν καταγγέλθηκε
αγκαλίσκω = αγκαλιάζω, περιπτύσσομαι
αγκαλόπον = αγκάλη
αγκέσου = προς τα πάνω μέρη (κίνηση ή στάση που εννοείται οριζόντια επί του εδάφους)
αγκιάνου = προς τα άνω
αγκισεύω = αλιεύω, ψαρεύω
αγκίσιν = αλιευτικό όργανο
αγκισοκλέφτας = ψάρι που κόβει το αγκίστρι και φεύγει
αγκισοφάγος = ψάρι που κόβει το αγκίστρι και φεύγει
αγκίστρα = αλιευτικό άγκιστρο
αγκώνα = αγκώνας
αγκωνάζω = μετρώ (ύφασμα) κατά μήκος του αγκώνα
αγκωνέα = αγκωνιά, μέτρο μήκους ίσου προς τον αγκώνα
αγλάγκανος = αβαθής, ρηχός, ανόητος, άχαρος, άκομψος
αγλαγκανωτός = λίγο ρηχός, λίγο επιπόλαιος
αγλαφάζω = καθαρίζω αυλάκι για να περνάει το νερό ανεμπόδιστα, αφήνω το νερό να περάσει καθαρίζοντας το αυλάκι, ερευνώ λεπτομερώς
αγλάφασμαν = καθάρισμα και εκσκαφή αυλακιού για να περνάει το νερό ανεμπόδιστα
αγλαφαστέριν = αυτός που δεν καθαρίστηκε προς διοχέτευση νερού
άγλειφος = αυτός που δεν έχει γλειφτεί
αγλήγορα = γρήγορα, σύντομα, βιαστικά
αγληγορακά = ταχέως
αγληγορετά = ταχέως
αγληγορετός = γρήγορος, ταχύς
αγλήγορος = ταχύς, ευκίνητος, σβέλτος
αγληγορόσωστο = το ταχέως συντελούμενων
αγληγορότη = ταχύτης
αγληγορώ = βιάζομαι, γρηγορώ
αγληγορώτερα = όσο το δυνατόν ταχύτερα
αγλούπιστος = αξεφλούδιστος
αγλοφώτιστος = αβαθούλωτος
αγλόφωτος = αβαθούλωτος
αγλύκιστο = πικρό
άγλυστος = αδιάλυτος
αγλυστωτός = σχεδόν αδιάλυτος
αγλύτωτος = που δεν γλύτωσε από κάτι
άγλωσσος = άλαλος, αμίλητος, βουβός
αγλώσσοτος = άλαλος, αμίλητος, βουβός
αγμόνιν = ο άκμων των σιδηρουργών
αγνά = κατά τρόπο αλλόκοτο, παράδοξο
αγναία = κατά τρόπο αλλόκοτο, παράδοξο
αγναίος = παράδοξος, περίεργος
αγνάρης = αξιόλογος, εκλεκτός, αλλόκοτος, παράξενος
αγνέσον = αμφιθαλής
αγνέφιστος = αξύπνητος
άγνεφος = αξύπνητος
αγνήσκικος = νηστικός, πεινασμένος
αγνήστικα = νηστικά, πεινασμένα
αγνός = τίμιος, αγαθός, απόνηρος, άμεμπτος, μωρός, σπουδαίος
αγνοφαεία = νηστίσιμο φαΐ
αγνόχολης = ο χολιασμένος, σκυθρωπός από οργή
αγνώριστος = αυτός που δεν αναγνωρίζεται
αγνωσία = απερισκεψία, ανοησία, αμάθεια
άγνωστα = ανόητα
άγνωστος = ανόητος, μωρός, αγροίκος, αδιάκριτος
αγόμωστος = άδειος, αγέμιστος
αγονάτιστος = που δεν γονάτισε
αγορά = αγορά
αγοράζω = αγοράζω
αγορασμάτιν = αυτό που προέρχεται από αγορά
αγορασμάτου = πράγμα για αγόρασμα
αγοραστής = αυτός που αγοράζει
αγοραστός = αυτός που προέρχεται από αγορά
αγόραστος = αυτός που δεν αγοράστηκε
αγόριν = αρσενικό παιδί
αγούλωτος = λιτοδίαιτος
αγουρακός = ανδρικός
αγουράτικος = ανδρικός
αγουρδουγκελίαστος = που δεν είναι βωλιασμένος
αγουρέα = οσμή του άνδρα
αγουρίστικος = που ανήκει ή ταιριάζει σε άνδρα
αγουρίτζης = αγοράκι, άνδρας μικρόσωμος
αγουρίτικος = ανδρικός
αγουροκαλατζεύω = μιλώ με ανδρική φωνή ή μιλώ ασυστόλως
αγουροπαίδιν = το αρσενικό παιδί
αγουροπλασία = περιληπτικώς τα αγόρια
page===2

άγουρος = άνδρας νέος, έφηβος, μεταφ. γενναίος, έντιμος
αγουροσύνη = αντρειοσύνη, πράξη γενναία, ανδρική
αγουρότη = το να είναι άνδρας γενναίος, η ανδρική ικανότητα από απόψεως φυσιολογικής
αγουρουδίαστος = απαλλαγμένος από δερματικών όγκων συνήθως από το κεφάλι
αγουρωμένος = ανδρείος, γενναίος
αγουρωτός = εύρωστος
Αγουστάπιν = αχλάδι ωριμασμένο τον Αύγουστο
Αγουστήσι = καρπός ωριμασμένος τον Αύγουστο
Αγουστοκάρυδον = καρύδι ωριμασμένο τον Αύγουστο
Αγουστοκοκκύμελον = δαμάσκηνο ωριμασμένο τον Αύγουστο
Αγουστόμηλον = μήλο ωριμασμένο τον Αύγουστο
Άγουστος = Αύγουστος
άγρα = με άγριο ύφος, με άγρια διάθεση
αγράγγουρο = φυτό αμπελοειδές με παχιές ρίζες
αγραίγιδον = αγριοκάτσικο, αίγαγρος
αγραίνω = γίνομαι άγριος, οργίζομαι, μεταφ. εξοργίζω
αγραμμάτευτος = αυτός που δεν ξέρει γραφή και ανάγνωση
αγραμμάτιστος = αυτός που δεν ξέρει γραφή και ανάγνωση
αγράμματος = αυτός που δεν ξέρει γραφή και ανάγνωση
αγραμματωσύνη = έλλειψη μόρφωσης, απαιδευσία
αγραμπελίδιν = άγρια άμπελος
αγράμπελον = άγριο αμπέλι
αγράμπουλον = είδος άγριας δαμασκηνιάς με καρπό όξινο στο γεύση
αγρανεμία = πνοή ισχυρού ανέμου
αγράνεμος = άνεμος ισχυρός, σφοδρός
αγράνθρωπος = άνθρωπος άγριος στην όψη, τραχύς, απολίτιστος, αγροίκος, βάρβαρος
αγραπέα = η οσμή του αγρίου αχλαδιού
αγράπιδον = ο καρπός της άγριας αχλαδιάς
αγράπιν = ο καρπός της άγριας αχλαδιάς
αγράσκεμος = δυσειδής μέχρι βαθμού αγριότητας
άγραστος = άφθαρτος
άγραφτος = αυτός που δεν είναι γραμμένος, που δεν γράφτηκε
αγράχαντον = είδος αγκαθιού
αγρείμαι = αγριεύομαι, καταλαμβάνομαι από φόβο ιδίως τη νύχτα βρισκόμενος στην ερημιά ή οπουδήποτε αλλού
αγρελαία = άγρια ελιά
αγρελαφίνα = άγριο ελάφι
αγρέλαφον = άγριο ελάφι
αγρελαφούλα = άγριο ελάφι
αγρεπρόβατα = άγριο πρόβατο
αγρίβωτος = ο μη συνεχόμενος εφαρμοστά
αγρίεμαν = οργή, εξαγρίωση, εκφόβηση
αγριεύω = αγριεύω μεταφ. εκφοβίζω, τρομάζω
αγρίζευτος = εκείνος που δεν εκχερσώθηκε προς καλλιέργεια
αγριόβικον = άγριος βίκος
άγριος = άγριος
αγρίωμαν = αγρίεμα
αγριώνω = εξαγριώνω, παροξύνω, εκφοβίζω
αγροβόρης = σφοδρός βόρειος άνεμος
αγροβόρι = σφοδρός βόρειος άνεμος
αγροβότανον = χόρτο το οποίο δεν τρώνε τα ζώα
αγροβούβαλον = άγριος βούβαλος
αγροβριστού = εκείνη που βρίζει άγρια
αγρογέτιμον = παιδί αγνώστου πατρός, ορφανό, χωρίς οικογενειακή προστασία
αγροδέζμιν = άγριος ηδύοσμος
αγροθέριον = άγριο θηρίο, μεταφ. άνθρωπος που εμπνέει τρόμο
αγροθόμαρον = άγριο θυμάρι, φυτό
αγροικησία = έλλειψη ταχείας αντιλήψεως, νοήσεως
αγροίκιστα = ανόητος, σκληρός, άσπλαχνος
αγροικιστία = αφροσύνη, μωρία, δυσμάθεια
αγροίκιστος = ασύνετος, μωρός, αγροίκος, πρωτοφανής, παράδοξος
αγροικιστοσύνα = αφροσύνη, δυσμάθεια
αγροίκος = αγροίκος, άξεστος
αγροιξία = ανοησία, μωρία
αγρόκαμαν = μέρος πολύ ζεστό
αγροκάστανον = άγριο ή κακής ποιότητας κάστανο
αγροκάτα = άγρια γάτα, αίλουρος, μεταφ. γυναίκα δύστροπη
αγροκάτζικον = άγρια κατσίκα
αγροκατούδιν = νεαρός αίλουρος
αγροκέρασον = άγρια κερασιά και ο καρπός
αγροκοκκύμελον = άγρια δαμασκηνιά και ο καρπός
αγροκόριτζον = κορίτσι ζωηρό και ανυπότακτο
αγροκοσσάρα = αγριόκοτα, είδος πέρδικας
αγροκρανέα = άγρια κρανιά
αγροκρίθαρον = χόρτο όμοιο με το κριθάρι
αγροκύδωνον = άγριο κυδώνι
αγρολάθυρον = άγριο λαθύρι
αγρολαλώ = φωνάζω άγρια
αγρολάχανον = άγριο λάχανο
αγρομάντακον = άγριο κώνειο
αγρομελέσσιδον = άγρια μέλισσα
αγρομέρετα = μέρη άγρια, αγριότοποι
αγρόμηλον = άγρια μηλιά και ο καρπός
αγρομμάτης = αυτός που έχει βλέμμα άγριο, βλοσυρό
αγρομούντζουρος = που έχει βλέμμα άγριο, βλοσυρό
αγρομούρης = αυτός που έχει άγρια μορφή
αγρομούχτερον = αγριόχοιρος
αγροπάρδιν = αγριόγατος
αγροπερίστερον = άγριο περιστέρι
αγροπόταμος = ποταμός άγριος ένεκα της πλημμύρας
αγροσεύτελον = είδος αγριοσέσκουλου
αγροσκέπιδον = το έντομο σφήκα
αγρόσκυλον = άγρια συκιά, ερινεός και ο καρπός
αγρόσπινο = άγριος σπίνος, είδος κίχλας
αγροστάφυλον = είδος άγριας σταφυλής και ο καρπός
αγροτερίδιν = μέρος άγριο και επίφοβο, φόβητρο, σκιάχτρο
αγροτερώ = κοιτάζω κάποιον απειλητικά, αγριοκοιτάζω
αγροτζάβταρον = άγρια σίκαλη
αγροτζαΐζω = φωνάζω άγρια
αγροτζούπαδον = χόρτο όμοιο με το φυτό του αραβοσίτου
αγροτόπιν = άγριος τόπος
αγρούστιν = δύσμορφος, δυσειδές
αγρουστωτός = καρπός που δεν ωρίμασε
αγροφάσουλον = αγριόχορτο όμοιο με φασόλι
αγροφωνάζω = φωνάζω άγρια
αγροχάπαρον = θλιβερή είδηση
αγροχόρταρον = αγριόχορτο μη χρήσιμο
αγροχωρέτες = αγροίκος χωριάτης
αγρύνω = γίνομαι άγριος, παίρνω άγρια όψη
αγρύπνα = αυτός που βρίσκεται σε εγρήγορση
αγρυπνία = εγρήγορση, το να μένει κανείς άυπνος
άγρυπνος = αυτός που δεν κοιμάται
αγρυπνώ = αγρυπνώ, ξαπλώνω αργά για ύπνο
αγρωσία = φόβος σε έρημο μέρος ή την νύχτα
αγρώσιν = το φυτό άγρωστις
αγρωτός = λίγο άγριος
αγυναίκιστος = ανύπαντρος άνδρας
αγύριστος = αγύριστος
άγωμαν = αναχώρηση, πορεία, μετάβαση
άγωμε = πήγαινε
αγωνία = για τον ψυχομαχούντα, αγωνία
page===3

αγωνίσκουμαι = προσπαθώ εναγωνίως
αγώριν = παιδί αρσενικό
αδά = εδώ
άδα = άεργος, ήσυχα
αδά-άνθεν = εδώ άνω ή εδώ προς τα άνω
αδά-απάνου = εδώ επάνω
αδά-απέσου = εδώ μέσα
αδά-αφκά = εδώ αποκάτω
αδά-έμπρου = εδώ εμπρός
αδά-έξου = εδώ έξω
αδά-κάθεν = εδώ κάτω ή εδώ προς τα κάτω
αδάβαστος = αδιάβαστος, αγράμματος
αδάβατος = αδιάβατος, απάτητος
αδαθέμπεραν = από εδώ, εντεύθεν, ενταύθα που
αδακά = εδώ κοντά
αδακαικά = εδώ κοντά
αδακέσου = κατ’ εδώ, προς τα εδώ
αδακιάνου = εδώ προς τα άνω
αδάκλυστος = αυτός που δεν ξεπλύθηκε
αδάκωτος = αυτός που δεν δαγκώθηκε
αδάλυστος = αυτός που δεν διαλύθηκε
αδαμερέαν = εδώ μεριά
αδαμερκαικά = εδώ κοντά
αδαμερκέσου = κατ’ εδώ
αδαμερκιάνου = κατ’ εδώ προς τα άνω
αδαμερόθεν = εδώ μεριά
αδαμέρου = εδώ μεριά
αδάνειστος = αδάνειστος
αδαπαγκαικά = εδώ επάνω, εδώ από πάνω προς τα κάτω
αδαπαγκέσου = εδώ επάνω
αδαπαγκιάνου = εδώ επάνω και προς τα άνω
αδαπάνου = εδώ επάνω
αδαπέραν = εδώ απέναντι, εδώ αντίκρυ
αδαπεσκαικά = εδώ μέσα
αδαπεσκέσου = μέσα σε αυτό εδώ το μέρος
αδαπεσκιάνου = εδώ μέσα προς τα άνω
αδαπλαγκαικά = εδώ παραπέρα
αδαπλαγκιάνου = εδώ παραπέρα προς τα άνω
αδαπλάν = εδώ παραπέρα, εδώ πλαγινά
αδαποκάθεν = εδώ αποκάτω, εδώ κάτω
αδαποπέσου = αποδώ μέσα
αδάριστος = ο μη διανεμηθείς
αδαρμένευτος = ο μη τυχών νουθεσιών και συμβούλων
αδάρτι = προ ολίγου
αδαρτισινός = ο προ ολίγου γενόμενος
άδαρτος = αυτός που δεν δάρθηκε
αδάσκευτος = αυτός που δεν πήρε θρησκευτική διδαχή
αδάταγος = αυτός που δεν έχει διαταχθεί
αδαφκακαικά = εδώ παρακάτω
αδαφκακέσου = εδώ στα κάτω μέρη
αδαφκακιάνου = εδώ κάτω προς τα άνω
αδαχτύλαστος = που δεν έχει αγγιχθεί με δάχτυλα
άδεια = συγκατάθεση, συναίνεση
άδειος = αδειανός, κενός
αδέλαγον = μη μπερδεμένο
αδελφικός = ο προερχόμενος από αδελφό ή ανήκει σε αδελφό
αδελφίτζα = η μικρή αδελφή ή χαϊδευτικά η αδελφή
αδελφοκόρη = κόρη αδελφού
αδελφοκόριτζον = πρώτη ξαδέλφη
αδελφολόι = αδελφικό συγγενολόι
αδελφομοιρασμένον = διανεμημένο μεταξύ αδελφών
αδελφομοίριν = μέρος του αδελφού από κληρονομιά
αδελφοπαίδιν = πρώτα ξαδέλφια
αδελφός = αδελφός
αδελφοσύνη = αγάπη, στοργή μεταξύ αδελφών
αδελφότη = σχέση των αδελφών μεταξύ τους
αδελφοτικά = αδελφικώς
αδελφοτικός = ο αρμόζων σε αδελφό
αδελφώνω = γίνομαι αδελφικός φίλος με κάποιον
αδέλφωτος = χωρίς αδελφό
αδεματίαστος = αυτός που δεν έχει δεθεί σε δέμα
αδέξα = αδέξια
αδέξος = αριστερός, ανεπιτήδειος
άδετος = μη δεμένος
αδηλάχλαδο = φυτό οξαλίς, βότανο θεραπευτικό της αδήλου
άδηλος = μάταιος, λευκή κηλίδα που σχηματίζεται πάνω στην ίριδα του οφθαλμού
αδηλοψόφιν = βότανο θεραπευτικό για το άδηλο
Άδης = κατοικία των νεκρών, ο κάτω κόσμος
αδίαστος = αυτός που δεν είναι έτοιμος προς ύφανση
αδιάφορα = μάταιος, ανώφελος
αδιαφόρευτα = ατόκως, ανωφελώς, ματαίως
αδιαφόρευτος = άτοκος, ανωφελής, άχρηστος
αδιάφορος = ανίκανος, αδιάφορος, άχρηστος
αδιαφότερα = ανωφελής, άχρηστος, αδιάφορος
άδικα = χωρίς δίκαιο, ματαίως, ανωφελώς
αδίκημα = αδικία, πράξη άδικη
αδικία = έλλειψη δικαιοσύνης
αδικοκρίτης = άδικος δικαστής
άδικος = αυτός που είναι άδικος
αδικοσκότωτος = αδικοσκοτωμένος
αδικώ = κάτω αδικία, βλάπτω
αδίπλαος = αυτός που δεν καλλιεργήθηκε δεύτερη φορά
αδίπλωτος = αδίπλωτος
αδίψαστος = αυτός που δεν διψά
άδολος = ειλικρινής, αγνός
αδόνταστος = χωρίς δόντια
αδούλευτος = ακατέργαστος
άδοχτος = απλήρωτος
άδραγος = μη πυρωμένος
αδραχτάζω = τυλίγω νήμα στο αδράχτι
αδραχτάς = κατασκευαστής και πωλητής αδραχτιών
αδραχτέα = ποσότητα όσο το χωρεί στο αδράχτι
αδραχτερέα = ποσότητα όσο χωρεί το αδραχτερό
αδραχτερόν = καλάθι για τοποθέτηση αδραχτιού
αδράχτιν = αδράχτι, κλώστρα
αδραχτίτζα = είδος εδωδίμου μύκητος ατρακτοειδούς
αδραχτοτζούπιν = στυλίσκος αδραχτιού χωρίς τον σφόνδυλο
αδρεύω = ταγγίζω
αδρός = παχύς, ευτραφής, λιπαρός
αδρουβάνιστος = αυτός που δεν έχει δρουβανισθεί για να αποχωριστεί το βούτυρο
αδρύζω = ταγγίζω
αδρύνω = ταγγίζω
αδρύς = αυτός που έχει πικρή γεύση
αδυναμία = έλλειψη σωματικής ικανότητας
αδύναμος = αυτός που δεν έχει σωματική δύναμη
αδυναμώνω = χάνω σωματική δύναμη
αδυναστεύω = χάνω τη δύναμή μου
αδυνατία = σωματική αδυναμία
αδύνατος = αδύνατος
αδυνατώ = εξαντλούμαι σωματικώς
page===4

άε, άιτε = άιντε, εμπρός
αέκα = αέκος τοιουτοτρόπως, τοιούτος, τέτοιος
αέρας = αέρας, άνεμος
αερατίζω = αερίζω
αερατικό = νόσος επιληψία
άεργος = άνεργος
αερίζω = αερίζω
αερικός = ευάερος
αεριστέριν = ριπίδιο
αερόσκαλα = σκάλα από σχοινί
αεροτόπιν = αερότοπος
αερότοπος = αερότοπος
αετόπουλλον = το μικρό του αετού
αετορράχιν = βουνό που φωλιάζουν αετοί
αετός = αετός
αετοφώλιν = φωλιά αετού
αέτσι = ούτως, τοιουτοτρόπως
αζάγκωτος = μη σκουριασμένος
αζάπης = άγαμος
αζάρωτος = αλύγιστος
αζέστατος = ψυχρός, κρύος
αζουλισία = έλλειψη ευνουχισμού σε ζώα
αζούλιστος = μη στριμμένος, άκαμπτος, αλύγιστος
αζύγιαστος = αζύγιστος
αζύγιστος = αζύγιστος
αζυμάρωτος = μη πασαλειμμένος με ζυμάρι
αζύμωτος = μη ζυμωμένος
αζωία = μη έχων ζωή
αζωσταδέσιος = ατημέλητος
αζώσταρος = ο μη έχων ζώνη
αζωστος = μη ζωσμένος
αηδόνιν = αηδόνι
αηκωσταντινάτο = νόμισμα χρυσό που φέρει συνήθως την εικόνα των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης
αθάλα = πυρωμένη τέφρα
αθαλασσία = ηρεμία της θάλασσας, ηρεμία
αθάνατος = αθάνατος, αιώνιος, άφθαρτος
αθάρρετος = χωρίς θάρρος, δειλός, άτολμος
άθαρρος = χωρίς θάρρος, δειλός, άτολμος
άθαφτος = άθαφτος, άταφος
άθελα άθελα = παρά την θέληση
αθεμελίωτα = απείρως, αφθόνως
αθεμελίωτος = χωρίς θεμέλια, άτεκνος
αθέμιτα = ασυναρτησία στα λόγια, φλυαρία
αθεμωνίαστος = αθεμώνιατος
αθεόπιστος = χωρίς πίστη προς τον Θεό
άθεος = άθεος
αθεοφοβία = έλλειψη φόβου Θεού
αθέρα = ρεύμα νερού
αθέρας = φλεγμονή πληγής, οργή, αφθονία, επίδραση
αθερίνα = αθερίνα
αθέριστος = αθέριστος
αθέωτα = άσπλαχνος, σκληρός
αθέωτος = χωρίς θεό, άπιστος, άσπλαχνος, σκληρός
αθηλύκωτος = αυτός που δεν κουμπώθηκε
αθιβολέα = ποσότητα ψαριών όση χωράει ο αθίβολος
αθιβολεύω = ψαρεύω με αθίβολο
αθίβολος = είδος διχτυού
αθίζω = καθαρίζω, καλλωπίζω
αθλία = πόνος, θλίψη
αθράκωτος = μη αναμμένος
άθρησκος = μη θρησκευόμενος
αθρουμμούλιστος = αυτός που δεν μεταβάλετε ψίχα
άθρυφτος = αυτός που δεν μεταβάλετε σε θρύμματα
αθυμίαστος = μη λιβανισμένος
αθύμωτος = μη οργισμένος
αθώος = μη ένοχος
αθώρετος = αθέατος
αία = είδος μαλλιού κατσίκας
αίγειρη = το δέντρο ήμερη λεύκη
αιγιδάς = ο κάτοχος αιγών
αιγίδιν = κατσίκα
αιγιδίτα = αγριόχορτο φαγώσιμο
αίθα = θαλασσινό πτηνό
αίθινος = ζωηρός, δυσήνιος, άτακτος
αίθρα = ο καθαρός ουρανός, καλοκαιρία
αιθράζω = ευδιάζω, αιθριάζω
αιθρακή = ξαστεριά
αίθρασμαν = ανέφελος καιρός, ευδία
αίμα = αίμα
αιματοκυλίζω = τραυματίζω κάποιον
αιματοκύλιν = μεταβαλλόμενο σε αίμα
αιματοκύλισμαν = φόνος, σφαγή
αιματοκύλιστος = καταματωμένος, αιμόφυρτος
αιματολουσία = αιματοχυσία
αιματόλουστος = αιματοχυσία
αιματοξέραστος = αυτός που ξέρασε αίμα
αιματοξερώ = ξερνώ αίμα
αιματοξυσία = αιματοχυσία
αιματοπότιστος = ο ποτισμένος με αίμα, δολοφόνος
αιματουράχκομαι = ουρώ αίμα
αιματοχειλίζω = τρώω ακορέστως πληρούμενος μέχρι χειλέων
αιματοχυσία = χύνω αίμα
αιματώνω = κηλιδώνω με αίμα
αιματωσία = αιματοχυσία
αιρανός = γερανός
αίρεση = πείσμα, ισχυρογνωμοσύνη
αιρέτης = άνθρωπος ισχυρογνώμων, πεισματάρης
αιρετίζω = ερεθίζω
αιρετικά = με πείσμα ερεθιστικό
αιρετικός = πείσμων, ισχυρογνώμων, απειθής, άτακτος, φθονερός
αιρέτιση = ερεθισμός
αιτία = αιτία, αφορμή
αίτικα = τοιουτοτρόπως, έτσι
αίτικος = τοιούτος, τέτοιος
αιτόνης = αετός
αιχμάλωτος = αιχμάλωτος, δυστυχής, ταλαίπωρος, ορφανός
αίχτρα = ο καθαρός ουρανός, καλοκαιρία
αιχτράζω = ευδιάζω, αιθριάζω
αιώνα = διαρκεί, εσαεί
άκα = δηλώνει άρνηση σε ερώτηση
ακαβαλκίαστος = η έφιππος, πεζός
ακαβούρευτος = ακαβούρδιστος
άκαγος = άκαφτος
ακαθάριστος = μη καθαρισμένος
ακάθιστος = όρθιος
άκαιρα = ακαίρως
ακαιρία = ακατάλληλος καιρός
άκαιρος = ανάρμοστος, αταίριαστος
ακακάδευτος = μη ασθενήσας
ακακία = έλλειψη κακίας
page===5

άκακος = αυτός που δεν έχει κακία
ακαλαντίαστος = αυτός που δεν έλαβε πρωτοχρονιάτικο δώρο
ακαλάτζευτος = αμίλητος, ακατάδεκτος
ακαλατζευτωτός = ο ακατάδεκτος να του μιλήσει κανείς
ακάλεστος = απρόσκλητος
ακαλίβωτος = ζώο χωρίς πέταλα
ακαλλίωτος = ακαλλώπιστος, ατημέλητος
ακάλτζωτος = χωρίς κάλτσες
ακαμάρωτος = αλύγιστος, νύφη χωρίς πέπλο
ακαμάτευτος = άγνεστος, ακαλλιέργητος
ακαμάτης = οκνηρός, νωθρός
ακαμάτιστος = μη υποβληθεί σε εργασία
ακάματος = ακατέργαστος
ακαμισίαστος = χωρίς πουκάμισο
ακάμισος = κυριολ. ο στερούμενος πουκαμίσου, μεταφ. ο πάμπτωχος
ακάντζωτος = μη καρυκευμένος με κοπανισμένα καρύδια ή φουντούκια
ακάπνιστος = αυτός που δεν λερώθηκε με καπνό
άκαρδα = χωρίς προθυμία
άκαρδος = απρόθυμος
ακάρπετος = χωρίς καρπούς
άκαρπος = αυτός που δεν έχει καρπό
ακάρφωτος = μη καρφωμένος
ακαταδεξία = ακατάδεκτος
ακατάδεχτος = η καταδεχόμενος, υπερόπτης
ακαταδεχτοσύνη = υπεροψία, ακαταδεξιά
ακαταθάρρετος = εκείνος στον οποίον δεν μπορεί να εμπιστευθεί
ακατακάθετος = μη καθιζόμενος, μη κατασταλαγμένος
ακαταστασία = έλλειψη τάξεως, ανωμαλία, ταραχή
ακατάστατος = αταχτοποίητος, τσαπατσούλης
ακατέβατα = χωρίς έκπτωση τιμής
ακατέβατος = ακατέβατος
ακατένιστος = μη ξεπλυμένος
ακατούρετος = μη κατουρημένος
ακατράνωτος = αυτός που δεν βαπτίσθηκε σε κατράμι
ακάτωθενα = το κατώτατο μέρος της εστίας
άκαυτος = μη καμένος
ακεί = εκεί
ακείνος = εκείνος
ακένωτος = ανεξάντλητος, ασερβίριστος
ακέραιον = σώμα άψυχο
ακέριν = ακέρωτο
ακέρωτος = ακέρωτος
ακέφαλος = χωρίς κεφάλι
ακεφαλωσύνη = αφροσύνη, ασυνεσία
ακεφάλωτος = άγαμος
ακίδα = η άκρη κάθε πράγματος
ακλάδευτος = αυτός που δεν κλαδεύτηκε
ακλάδωτος = αυτός που δεν έβγαλε κλαδιά
ακλαίνιστος = αυτός που δεν κλαίει
άκλαστος = αυτός που δεν πέρδεται
άκλαυστος = αυτός που δεν κλάφτηκε
ακλείδιν = μη κλειδωμένο
ακλείδωτος = μη κλειδωμένος
άκλειστος = μη κλεισμένος
ακλερικόν = ακληρονόμητο
άκλερος = ακληρονόμητος, άκληρος
άκλεφτος = αυτός που δεν κλάπηκε
ακλίδιν = κλούβιο
άκλιτος = αλύγιστος, άκαμπτος
ακλόθα = ακολουθώντας
ακλοθάντων = εγώ ακολουθώ
ακλόθεμα = παρακολούθηση, κατασκόπευση
ακλόθετος = μη παρακολουθούμενος
ακλόθιν = ο πλακούς του εμβρύου
άκλωστος = μη κλωσμένος
ακλωστωτός = λίγο κλωσμένος
ακμή = ακμή
άκνεστος = μη κνηθόμενος
ακοδεσπαίνευτος = ανοικοκύρευτη
ακοή = η αίσθηση της ακοής
ακοίλωτος = αυτός που δεν έχει κοιλότητα από χτύπημα
ακοίμητος = μη κοιμισμένος
ακοινώνητος = αυτός που δεν έχει πάρει θεία κοινωνία
ακοκκίνιστος = αυτός που δεν είναι κόκκινος
ακολάκευτος = αχάιδευτος
ακόλλιστος = ακόλλητος
άκολος = αυτός που δεν έχει ορατό πυθμένα, βαθύτατος
ακολουθία = εκκλησιαστική ιεροτελεστία
ακολουθώ = ακολουθώ κάποιον που πηγαίνει μπροστά
ακόλωτος = χωρίς πυθμένα, με μεγάλο βάθος
ακόμη = ακόμη
ακομματίαστος = ακομμάτιαστος
ακόμπετος = αυτός που δεν είναι ξεσκονισμένος
ακομπώ = ξεσκονίζω, εξαντλώ
ακόμπωτος = αυτός που δεν είναι απατημένος
ακονάστρα = όργανο που τροχίζει
ακόνετος = αυτός που δεν είναι ακονισμένος
ακόνιν = ακόνη
ακονιστέριν = ακόνη κοφτερή
ακονίστρα = ακόνη κοφτερή
ακονόπετρα = πέτρα που χρησιμοποιείται για ακόνισμα κοπτικών εργαλείων
ακόντετος = ακόντευτος
ακονώ = οξύνω, τροχίζω
ακοπάνιστος = αυτός που δεν χτυπήθηκε
ακοπιδίαστος = για υποδήματα, αυτός που δεν έχει κοπίδια, εντομές για συρραφή
ακοπίδωτος = για υποδήματα, αυτός που δεν έχει κοπίδια, εντομές για συρραφή
άκοπος = αυτός που δεν έχει κοπεί ή δεν κόβεται
ακόπριστος = αυτός που δεν λερώθηκε με κοπριές
ακορνίτζωτος = ακορνίζωτος
ακοσκίνιστος = αυτός που δεν κοσκινίστηκε
ακοτζακίαστος = αυτός που δεν κουμπώθηκε
ακουβάλητος = αυτός που δεν κουβαλιέται
ακουβαρίαστος = αυτός που δεν είναι κουβαριασμένος
ακουγιάρης = αυτός που γνωρίζει από την ακοή
ακούδιστος = μη εγγισθείς υπό του ράμφους πτηνού
ακούιστος = απρόσκλητος
ακουκούλωτος = χωρίς κουκούλα, χωρίς σκεπή
ακούλιστος = μη αποκωμένη κεφαλή
ακουμουλίαστος = αυτός που δεν έχει συγκεντρωθεί σε σωρό
ακουμπίαστος = ακούμπωτος
ακουμπίζω = στηρίζομαι, τοποθετώ
ακουμπιστήριν = βακτηρία, πρόχειρο κάθισμα
ακούμπιστος = εκείνος που δεν στηρίζεται κάπου
ακουμπιχτά = ακουμπώντας
ακούμπωτος = ξεκούμπωτος
ακούνιστος = αυτό που δεν λικνίστηκε
ακούπιστος = σκεύος που δεν αντιστράφηκε
ακούραστος = μη λυγισμένος, μη συνεπτυγμένος
ακούρευτος = μη κουρεμένος
ακούρφευτος = αυτός που δεν έχει πάρει έπαινο
page===6

ακούρφιστος = μη επαινούμενος
άκουσμαν = το αίσθημα που γίνεται με την ακοή
ακουστής = αυτός που γνωρίζει κάτι εξ ακοής
ακουστίουμαι = διαθρυλούμαι, φημολογούμαι
ακουστός = ο γνωστός εξ ακοής
ακούφωτος = αυτός που δεν είναι κούφιος
ακούω = ενεργ. αισθάνομαι, αντιλαμβάναι, υπακούω, πείθομαι, ονομάζομαι, παθητ. γίνομαι γνωστός, φημίζομαι, εισακούομαι
άκουων = εκείνον που ακούνε
ακοχλάκιστος = μη βρασμένος
ακόχλαστος = μη βρασμένος
άκρα = αρχή και τέλος εκτάσεως
ακράναλος = λίγο αλατισμένος
ακρανέψιν = μισοψημένο
ακρανοίγω = μισοανοίγω
ακράνοιχτος = μισοανοιγμένος
ακράτετος = μη βασταζόμενος
ακράτευτος = ύφασμα που δεν αντέχει στη φθορά
ακράχαρος = ο πολύ δυστυχής
ακρέμαστος = αυτός που δεν κρεμάστηκε
ακρέμιστος = αυτός που δεν γκρεμίστηκε
ακρεμόνα = ξηρά κλαδάκια δάσους πεσμένα στο έδαφος
ακρέπιν = σκορπιός
ακριβά = σε υπερβολική τιμή
ακριβαγόραστος = αγορασμένος σε μεγάλη τιμή
ακριβεία = υπερτίμηση των ειδών συντήρησης
ακριβός = αυτός που πουλάει σε μεγάλη τιμή
ακριβύνω = υπερτιμώ
ακριβωτός = λίγο υπερτιμημένος
ακριμαία = το δέρμα των άκρων, των ποδιών
άκριτος = αδίκαστος, άσπλαχνος, απερίσκεπτος, τολμηρός, πονηρός
ακρόαση = το να ακούει κανείς με προσοχή
ακροάσκουμαι = αρκοάζομαι
ακρογούλαστος = μισοκαβουρδισμένος
ακρόζογρος = λίγο υγρός
ακροθίγγαστος = πολύ ευερέθιστος
ακρολόετος = ακάθαρτος, ρυπαρός
ακρόντικα = αρχοντικός
ακροπέτζιν = επιδερμίδα
ακροπύγια = τα κάτω άκρα γυναικείου ενδύματος που φτάνει μέχρι τους γλουτούς
ακρώπιστος = μη κομμένος με κρωπή (ελαφριά αξίνα)
ακυβέρνευτος = αυτός που αδυνατεί να πορευτεί τα προς το ζην
ακυβέρνητος = αυτός που δεν γνωρίζει να κυβερνά το σπίτι
ακυλίντριστος = η χωματόσκεπη στέγη που δεν συμπιέστηκε με κύλινδρο για τις διαρροές της βροχής
ακύλιστος = αυτός που δεν κυλίστηκε
ακυρίευτος = αυτός που δεν καταλήφθηκε από ηθικό πάθος
ακύρωτος = μη επικυρωμένος
ακύρωτος = χωρίς πατέρα
αλαβέρα = μεταξωτό ύφασμα με ποικίλες αποχρώσεις
άλαγος = ασελγής, ατίθασος
αλάδωτος = αυτός που δεν αλείφθηκε με λάδι
αλαζονεία = εμπαιγμός, χλεύη
αλάθευτος = εκείνος που δεν κάνει λάθη, ακριβής
αλάιστος = ακούνηστος
αλαΐτης = άνθρωπος του λαού, λαϊκός, πολίτης
αλαλαγμός = θορυβώδης ταραχή, οχλοβοή
αλαλάσευτος = αυτός που δεν είχε θωπεία, χάδια
αλαλαχύνω = γίνομαι ευρύχωρος, ελαττώνομαι, λιγοστεύω
αλάλετος = αυτός που δεν έχει λαλιά, ομιλία
αλαλία = απόλυτη σιωπή
αλάλικος = αυτός που δεν μιλά, άλαλος
άλαλος = άναυδος, άφωνος, ήσυχος, πράος
άλαλος = απρόσκλητος
αλαλούκης = κωφάλαλος, άφωνος, σιωπηλός, έκπληκτος
αλαλώνω = γίνομαι άφωνος
αλανάριστος = αυτός που δεν έχει λαναριστεί, που δεν τον έχουν ξάνει (για μαλλί)
αλάρωτος = ανίατος, αθεράπευτος
άλας = αλάτι
αλάσκιστος = αυτός που δεν έχει πάει περίπατο
αλατάς = αυτός που πουλάει αλάτι
αλατένος = φτιαγμένος από αλάτι
αλατέριν = αλατοδοχείο
αλατζάς = ύφασμα ποικιλόχρωμο
αλατίζω = βάζω αλάτι κάπου
αλατιστέρα = μέρος όπου δίνεται το αλάτι στα κατοικίδια ζώα
αλατιστέριν = μέρος όπου δίνεται το αλάτι στα κατοικίδια ζώα
αλάτιστος = ανάλατο
αλατισώνα = μέρος όπου παρέχεται αλάτι στα ζώα
αλατίτζα = φυτό άγριο
αλατοθήκη = αλατοδοχείο τραπεζιού
αλατοκαύκι = αλατοδοχείο τραπεζιού
αλατοπιπερερή = δοχείο συνεχόμενα άλατος και πιπεριού
αλατόπον = λίγη ποσότητα αλατιού
αλατώνω = αλατίζω
αλαφαντρώνω = σαγηνεύω, παρασύρω κάποιον
αλάφιν = ξηρά τροφή για ζώα το χειμώνα
αλάφιν = η φλόγα και η θερμότητα που εκπέμπει
αλαχτοράς = αλέκτωρ, κόκορας
αλαχτόριν = αλέκτωρ
αλαχτορίτικα = κατά τον τρόπο των αλεκτόρων
αλαχτορόφωνα = αλεκτροφωνία, η φωνή του πετεινού
αλάχωρα = ευρύχωρα, χαλαρά, με άνεση
αλάχωρος = ευρύχωρος, χαλαρός
αλέθω = αλέθω, αλευροποιώ
άλειμα = επάλειψη
αλειμματάρης = ευτραφής, παχύσαρκος
αλειμματάς = έμπορος λιπαρών ουσιών
αλειμματέα = η οσμή του λίπους
αλειμματένος = ο παρασκευασμένος από λίπος
αλειμματοκέριν = κερί παρασκευασμένο από λίπος
αλειμματόπον = λίγη ποσότητα λίπους
αλειμματώνω = αλείφω λίπος
αλειτούργητος = αυτός που δεν έχει διαβαστεί ή ευλογηθεί από ιερέα
άλειφος = μη αλειμμένος
αλειφτήριν = τεμάχιο τσόχας υφάσματος με το οποίο τρίβουν το σώμα οι λουόμενοι
αλείφω = επαλείφω
άλειχτος = εκείνος οποίος δεν έλειξε
αλεπέσα = κολακεία, πανουργία
αλέπιστος = αξεφλούδιστος
αλεποθάνατα = κυριλ. θάνατος αλεπούς, μεταφ. προσποιητός, υποκριτικός θάνατος
αλεποθανέσα = κυριλ. θάνατος αλεπούς, μεταφ. προσποιητός, υποκριτικός θάνατος
αλεπομούντζουρος = αυτός που έχει χαρακτηριστικά όπως της αλεπούς
αλεπόπουλλον = νεογνά αλεπούς
αλεπός = αλεπού
αλεποσάιτα = τόξο για κυνήγι αλεπούς
αλεποσύνα = δόλος, πονηριά (πληθυντικός)
αλεπότε = πανουργία, δολιότης
αλεπουδεύω = παιδί που έρπει, πηγαίνει στα τέσσερα
αλεπούδιν = νεογνό αλεπούς
αλεπούλλιν = νεογνό αλεπούς
αλεπουραδίτζα = φυτό που μοιάζει με ουρά αλεπούς
page===7

αλεπουφουσκίτα = είδος μύκητος
αλεπρός = περιφρονητικός αδελφός
αλέρωτος = καθαρός
αλεσέα = εκάστοτε ποσότητα προς αλευροποίηση οριζόμενη ποσότητα σιτηρών
αλεσία = άλεση
αλεσμάτιν = ποσότητα που αλέθεται σε μια δόση
αλεστικά = η αμοιβή του μυλωθρού
αλεστός = αλεσμένος
άλεστος = αυτός που δεν αλέστηκε
αλέτιν = αλέτρι
άλετος = αυτός που δεν αλέστηκε
αλετράζω = οργώνω
αλετρέα = όργωμα
αλέτριν = αλέτρι
αλετρόζυγα = το αλέτρι και το ζυγό μαζί
αλετροκαλάμιν = ο ρυμός του αρότρου, σταβάρι
αλετροκλείδιν = σφήνα που συγκρατεί το λουρί του ζυγού με το σταβάρι
αλετροκούριν = αλετροπόδι
αλετρολάβιν = η λαβή του αρότρου, εχέτλη
αλετρόξυλα = συνολικά τα μέρη του αρότρου
αλετροπόδιν = η βάση του αρότρου, έλυμα
αλετροσπάθιν = το ξύλο που συνδέει το σταβάρι με το αλετροπόδι
αλετροτζάνιν = ο ιστοβοεύς του αρότρου, σταβάρι
αλετροχέριν = η λαβή του αρότρου, εχέτλη
αλευράμπαρον = αμπάρι, αποθήκη αλεύρων
αλευράριν = αλευρώδης
αλευράς = αλευροπώλης
αλευρέα = η οσμή του αλεύρου
αλευρένος = αυτός που παρασκευάζεται από αλεύρι
αλευρερή = αλευροδοχείο
αλεύριν = αλεύρι
αλευρίτα = θάμνος που παράγει καρπό συστάσεως αλευρώδους
αλευρίτζα = θάμνος που παράγει καρπό συστάσεως αλευρώδους
αλευροκάδιν = κάδος προς τοποθέτηση αλευριού
αλευροκόσκινον = κόσκινο αλευριών
αλευρομάλεζον = αλευρόσουπα
αλευρόμηλον = μήλο τρυφερό που έχει αλευρώδη σάρκα
αλευροπάζαρον = αλευροπάζαρο
αλευρόπον = λίγη ποσότητα αλευριού
αλευροσάκκιν = σάκος αλευριού
αλευροσάκκουλον = σακούλι αλευριού
αλευροτσούβαλον = τσουβάλι αλευριού
αλευρώνω = αλευρώνω
αλευτέρωτος = αυτή που δεν γέννησε ακόμα
αλήθεια = αλήθεια, πραγματικότητα
αληθεύω = αληθεύω
αληθής = αληθής
αληθινά = αληθινά
αληθινός = αληθινός
αληθίτικα = αληθώς
αληθιτικός = πραγματικός, γνήσιος
αλίζω = αλατίζω
αλίθωτος = αυτός που δεν έχει λιθωθεί
αλικόρδα = σκορδαλιά
άλικος = αυτός που έχει ζωηρό ερυθρό χρώμα
αλικουρτέα = το ζωόφυτο αλκυόνα
αλιμένευτος = μέρος μη απαλλαγμένο από χιόνι
αλιμίδα = νερό αλμυρό
αλιμιδέα = νερό αλμυρό
αλιμίδιν = άλμη
αλιστός = αλατισμένος
άλιστος = ανάλατος
αλκάρι = ύφασμα πολύ αραιό
άλλαγα = εναλλάξ
αλλαγή = αλλαγή
αλλάγιν = μοίρα στρατού, σύνολο ανθρώπων
άλλαγμαν = άλλαγμα
αλλάζω = αλλάζω, μεταβάλλων, ανταλλάζω
αλλαξία = αλλαξιά
αλλαξίος = αλλαγή ενδυμάτων
αλλαχτός = αλλαγμένος
άλλαχτος = μη αλλαγμένος
αλλέα = αλλιώς
αλλέικος = αλλιώτικος
αλλέος = αλλιώτικος
αλληθώρα = αλλήθωρα
αλληθώρης = αλλήθωρος
αλληθωρίζω = αλληθωρίζω
αλλόγλωσσος = αλλόγλωσσος
αλλόθρησκος = αλλόθρησκος
αλλοί = αλοίμονον
αλλοινέτερον = των άλλων
αλλοκομίστες = ξενομερίτης
αλλομίαν = άλλη μία φορά, πάλι
αλλομίαν-κέσου = αργότερα
αλλομούνον = μετ’ ολίγον
αλλομούνον-κέσου = μετ’ ολίγη ώρα, σε λίγο
αλλόπιστος = αλλόπιστος
άλλος = άλλος
άλλοτες = άλλοτε
αλλότικος = αλλιώτικος
αλλού = σε άλλο μέρος, αλλού
αλλόφυλος = αυτός που ανήκει σε άλλη φυλή
αλμεγάδιν = το αρμεγμένο
αλμέγω = αρμέγω
αλμεξία = το προϊόν του αρμέγματος
αλμεχτά = κατά τρόπο αρμέγματος
αλμεχτερέα = ποσότητα όση χωράει το δοχείο του αρμέγματος
αλμεχτέριν = δοχείο στο οποίο αρμέγουν
αλμεχτερόν = δοχείο αρμέγματος
αλμεχτικά = αμοιβή γυναικών που περιποιούνται ξένες αγελάδες
άλμεχτον = ζώο που δεν έχει αρμεχτεί
αλμύρα = αρμύρα
αλμυρίζω = έχω γεύση αλμύρας
αλμυρός = αυτός που έχει αλμυρή γεύση
άλογα = λόγοι υβριστικοί
αλογαρίαστα = χωρίς λογαριασμό, αφειδώς
αλογαρίαστος = αυτός που δεν υπολογίζει, ασύνετος, σπάταλος
αλογάς = αγωγιάτης, ιππέας
αλογέα = φορτίο αλόγου, οσμή του αλόγου
αλόγιστα = αλόγιστα, απερίσκεπτα, αφρόνως
αλογομούλαρον = μουλάρι που μοιάζει με άλογο
αλογομυία = αλογόμυγα
αλογοπέτζιν = δέρμα αλόγου
αλογοσάκκιν = σάκος ορισμένης ποσότητας για φόρτωμα αλόγου
αλογότριχα = αλογότριχα
αλογοφόρτιν = φορτίο αλόγου
αλοιφέας = κολλημένος προς άλλους
αλοιφή = αλοιφή
αλοιφούτζα = άνθρωπος προσκολλημένος ως αλοιφή
page===8

αλόξενος = παντελώς ξένος
άλοτος = αυτός που δεν έχει λιώσει
άλουτος = άλουστος
αλύγιστος = αλύγιστος
αλυκασέα = έδεσμα αλμυρό
αλύκαση = αλμύρα
αλυκίζω = έχω λίγο αλυκή γεύση
αλυκόξινος = αλμυρός και ξινός μαζί
αλυκός = αλμυρός
αλυκότε = αλμυρότης
αλυκοφάγος = αυτός που αγαπά τα αλμυρά εδέσματα
αλύκωμα = αλμυρό επιδόρπιο
αλυκώνω = αλατίζω
αλυκωσία = έδεσμα αλμυρό
αλυκωσύνα = ο ιδιότης του αλμυρού, έδεσμα αλμυρό
αλυκωτίζω = κάνω κάτι λίγο αλμυρό
αλυκωτός = λίγο αλμυρός, υφάλμυρος
αλυσία = αλυσίδα
αλυσίδιν = αλυσίδα
αλυσιδοκόμματος = τεμάχιο αλυσίδας
αλυσοδένω = δένω με αλυσίδες
άλυτος = άλυτος, αυτός που δεν είναι διαλυμένος στο νερό
αλφαβητάριν = αλφαβητάρι
αλφαβίζω = συλλαβίζω
αλωνάπιν = είδος εντόμου
αλωνέα = ποσότητα όση χωράει το αλώνι
αλωνίζω = αλωνίζω
αλώνιν = αλώνι
αλώνιστος = αυτός που δεν έχει αλωνιστεί
αλωνίφταρον = φτυάρι ειδικό για αλώνισμα
αλωνοζύγονον = ζυγός των βοδιών για το αλώνισμα
αλωνοκόσκινον = κόσκινο που χωρίζουν τα σιτηρά από τα χοντρά άχυρα
αλωνοκούσκουρον = κομμάτια βοϊδοκοπριάς ξηραμένης στο αλώνι
αλωνοτόπιν = τόπος όπου υπάρχουν αλώνια
αλωρίαστος = εκείνος που δεν έχει μπαλωθεί με λουριά δέρματος
άμα = μόλις
άμα = αλλά, όμως
άμα = δρεπάνι
αμαγάριστος = καθαρός
αμαγέρευτος = αμαγείρευτος
αμάγευτος = μη μαγεμένος
Αμαζονία = ορεινή χώρα του Πόντου, καιρός ομιχλώδες, υγρός
αμαζονίζω = απορροφώ υγρασία
αμάθετος = αμάθητος
αμαθής = απαίδευτος
αμαθήτευτος = άπειρος
αμάθιστος = άπειρος
αμάισσωτος = μη μαγεμένος
αμάκρετος = αυτός που δεν έχει αποκτήσει ανάστημα
αμάλαστος = αυτός που δεν έπαθε αφροδισιακό νόσημα
αμάλαχτος = μη ψηλαφισμένος, άθικτος
αμαλέζωτος = αυτός που δεν έφαγε αλευρόσουπα
άμαλλος = αυτός που δεν έχει ακόμη γένια
αμάν = εκφράζει δυσφορία, αγανάκτηση
αμάν = αμέσως
αμανάτιν = αμανάτι, ενέχυρο, παραγγελία
αμάνικος = χωρίς μανίκια
αμανίκωτος = χωρίς μανίκια, μεταφ. φτωχός, περιφρονημένος
αμάννωτος = αυτός που δεν έχει μάνα, ορφανός
αμάνταλος = μη μανταλωμένος
αμαντάλωτος = μη μανταλωμένος
αμαντζίριστος = αυτός που δεν καταλύει τη νηστεία
αμάντζιρος = αυτός που δεν τρώει φαγητό που απαγορεύεται στη νηστεία
αμαντζιρωσύνα = αποχή από τροφή μη νηστίσιμη
αμαντζούλωτος = καθαρό σκεύος
αμαντήλωτος = αυτός που δεν φοράει μαντήλι
αμάνωτος = μη ρυπανθείς με αιθάλη
αμαραντέα = η μυρωδιά του αμάραντου
αμάραντον = αμάραντος
αμαραντόφυλλον = φύλλο αμάραντου
αμαρτάνω = αμαρτάνω
αμάρτεμαν = αμάρτημα
αμαρτία = αμαρτία
αμαρτύρητος = χωρίς μαρτυρίας
αμαρτωλία = αμάρτημα, αμαρτία
αμαρτωλός = ο διαπράττων αμαρτία
αμάσετος = αμάσητος
αμασκάλη = μασχάλη
αμάσουρος = αυτός που δεν έχει πηνία
αμαύριστος = αμαύριστος
άμε = πήγαινε
αμέθυστος = νηφάλιος
άμελα = χωρίς προθυμία
αμέλεια = αμέλεια
αμελίτωτος = χωρίς μέλι
άμελος = φυγόπονος, αμέριμνος
αμελώ = παραμελώ
αμένυχτος = αυτός που δεν έχει λάβει είδηση
αμέσαχτος = αυτή που έχει διανύσει το μισό χρόνο της κυοφορίας
αμετάγγιστος = αυτός που δεν έχει μεταγγισθεί από δοχείο σε δοχείο
αμετάδοτος = αυτός που δεν μεταλάβει τη θεία κοινωνία
αμετάλαβος = αυτός που δεν μεταλάβει τη θεία κοινωνία
αμετάνιστος = αυτός που δεν προσεύχεται
αμετάνογος = αυτός που δεν προσεύχεται
αμετανόετος = αμετανόητος
αμετασάλευτος = αμετακίνητος
αμεταφύτευτος = αυτός που δεν μεταφυτεύτηκε
αμέτοχος = αμέτοχος
αμέτρητος = αμέτρητος
αμήν = είθε, γένοιτο
αμίλαλος = άφωνος
αμίλετος = αμίλητος
αμμαζώνα = είδος γυναικείου ενδύματος που περιβάλει τον κορμό
άμμος = άμμος
αμμούδα = αν δεν
αμνάδιν = θηλυκό πρόβατο μονοετές
αμνάζω = γεννώ (πρόβατο)
αμνημόνευτος = αμνημόνευτος
αμνός = αμνός
αμοίραστος = αμοίραστος
αμοιρολόετος = αυτός που δεν το μοιρολόγησαν
αμόλωτος = αυτός που δεν έχει ανάψει
αμόναστος = νεκρός που δεν τον εμόνασαν
αμόνωτος = αυτός που δεν απομονώθηκε
αμούστακος = χωρίς μουστάκι
αμουστούναστος = αυτός που δεν χτυπήθηκε με γροθιά
αμπαρέα = ποσότητα όσο χωράει ένα αμπάρι
αμπάριν = αμπάρι
αμπαρόλημον = μεγάλο μήλο
αμπαρομμάτιν = στόμιο αμπαριού
page===9

αμπαρώνω = αποθηκεύω, εγκλείω σε αμπάρι
αμπελάρικο = δέντρο κατάλληλο προς αναρρίχηση
αμπελάς = αμπελοκτήμονας
αμπέλιν = αμπέλι
αμπελίτα = είδος φυτού κληματοειδούς
αμπελίτζα = είδος φυτού κληματοειδούς
αμπελομάθρακα = μικρός βάτραχος που τρέφεται από τα φύλλα τις αμπέλου
άμπελον = φυτό κυσσοειδές
αμπελόφυλλον = φύλλο αμπελιού
αμπελόφυτον = φυτό αμπελιού
αμπελοχώριν = χωριό με αμπέλια
αμπελώνα = αμπελώνας
αμπελώνιν = αμπελώνας
αμπελώνω = φυτεύω αμπελώνες
άμποτε = είθε
αμπώς = γιατί;, πως όχι;
αμτό = πως όχι;
αμύριστος = αυτός που δεν μυρίζει
άμυρος = αυτός που δεν μυρώθηκε
αμύρωτος = αυτός που δεν μυρώθηκε
αμυτίαστος = χωρίς μύτη
αμώδαστος = αυτός που δεν αισθάνεται το πόνο των δοντιών
Αν έντρισες, νούτσον και τη χερεία σ’. = Για το ότι ο άνθρωπος πρέπει να είναι πάντα έτοιμος ν’ αντιμετωπίσει τα χειρότερα.
αναβαγίζω = χασομερώ
αναβαλλούδα = τυφλοπόντικας
αναβρασμός = αναστάτωση, θόρυβος, ταραχή
αναγαπήτος = ανάξιος να αγαπηθεί, αποκρουστικός
αναγελώ = περιπαίζω, κοροϊδεύω, χλευάζω
αναγκάζω = αναγκάζω, βιάζω
αναγκαίον = αποχωρητήριο
ανάγκη = ανάγκη
αναγκιασμένος = δόλιος, πονηρός
ανάγνωση = διάβασμα
αναγνώσκω = διαβάζω
αναγούλα = τάση προς εμετό
αναγουλάζω = τάση προς εμετό
αναγουλίζω = έχω τάση προς εμετό
αναδέλφωτος = αυτός που δεν έχει αδελφική στοργή
ανάδεξια = όχι δεξιά, αδέξια
αναδορώνω = αναζυμώνω προζύμη για να αυξηθεί
αναδουλεία = αναδουλειά
ανάδραχτο = μεγάλο αδράχτι με το οποίον κλώθουν την κάνναβι
ανάθεμα = ανάθεμα
αναθεματία = βλασφημία του αναθέματος, αναθεματισμός
αναθεματίζω = βλασφημώ κάποιον
αναθεμάτιστος = εκείνος που δεν έχει αναθεματισθεί
αναθήκω = κατηγορώ
ανάθρεμμαν = ανάθρεμμα
αναθρέφτω = ανατρέφω, μεγαλώνω
αναθυμεθή = μνεία προσώπου απόντος
αναθυμούμαι = θυμάμαι
αναιμάτωτος = αυτός που δεν είναι ματωμένος
ανάινος = αυτός που δεν είναι νερουλός
ανακαινίζω = ανοικοδομώ, επισκευάζω
ανακάταλλα = άνω κάτω, ανάκατα
ανακάταρος = άξιος κατάρας, επικατάρατος
ανακατεύω = διακινώ, αναμειγνύω
ανακάτωμα = τάση προς εμετό, ραδιουργία
ανακατώνω = διακινώ, αναταράσσω
ανακάτωση = διάθεση προς εμετό, μεταφ. στενοχώρια
ανακατωσία = στενοχώρια, σύγχυση, θόρυβος, ταραχή
ανακερώνω = ανακινώ, αναζυμώνω
ανακέφαλα = αντιστραμμένος
ανακεφαλίζω = σηκώνω επάνω το κεφάλι, μεταφ. προοδεύω, προκόπτω
ανακινώ = αναφέρω, θυμάμαι το παρελθόν
ανακλώθω = περιέρχομαι
ανακολλίουμαι = ανασκουμπώνομαι
ανάκομμα = πυτιρούχο αλεύρι που αποχωρίζεται με το κοσκίνισμα
ανακουμματέσι = παρασκευασμένος από ανάκομμα
ανάκουφα = μετέωρα
ανάκουφος = μετέωρος
άναλα = χωρίς όρεξη
ανάλατος = χωρίς αλάτι
ανάλειφτος = μη αλειμμένος
ανάλεστος = μη αλατισμένος
αναλεύρωτος = μη αλευρωμένος
Ανάληψη = γιορτή της Αναλήψεως
αναλίζω = αλατίζω με λίγο αλάτι
ανάλιστος = ανάλατος
αναλλαγάδιν = εορταστική ενδυμασία, κόσμημα, στολίδι
αναλλάζω = αλλάζω τα εσώρουχά μου
αναλλάι = πομπή ανθρώπων με εορταστική ενδυμασία
ανάλλαχτος = μη αντικατασταθείς
ανάλμεχτον = αυτός που δεν αρμέχθηκε
άναλος = αυτός που δεν έχει το αναγκαίο αλάτι
αναλοφάγος = αυτός που του αρέσει να τρώει ανάλατα
ανάλυση = μουσκεύω
αναλυσία = λασπώδης κατάσταση
αναλύω = μαλακώνω, λιώνω
αναλωτός = μισαλατισμένος
αναμανικούμαι = ανασκουμπώνομαι
αναμάρτετος = αναμάρτητος
αναμάσκαλα = παραμάσχαλα
αναμασώ = μασώ
αναμένω = περιμένω
ανάμεσα = ανάμεσα, μεταξύ
ανάμεσον = μεταξύ
αναμεσόντας = μεταξύ, μέσα, εντός
άναμμα = το να ανάψει το φως
αναμονή = αναμονή, προσδοκία
αναμοχλεύω = ανασκαλίζω, ανακατεύω
ανανάμενος = απροσδόκητος
ανανεώνω = αναζυμώνω τη ζύμη
ανάντριστος = ανύπαντρη
αναξερώ = κάνω εμετό, ξερνώ
αναξουλωτός = λίγο δυσκίνητος
αναπαπουλία = θόρυβος, ταραχή
ανάπαυμαν = ανάπαυση
ανάπαυση = ανάπαυση, ξεκούραση
αναπαυτικά = αναπαυτικά, με άνεση
αναπαυτικός = αναπαυτικός, ξεκούραστος
αναπαυτός = αυτός που παρέχει άνεση, ανάπαυση
ανάπαυτος = αυτός που δεν έχει ανάπαυση μετά θάνατον
αναπαύω = ξεκουράζω
αναπερνώ = περνώ, διέρχομαι
αναπετώ = πετώ
αναπλάσκουμαι = πλάθομαι, κατασκευάζομαι
αναπλυσάδα = ακαθαρσία σώματος, απλυσιά
αναπλυσία = ακαθαρσία σώματος, απλυσιά
ανάποδα = ανάποδα
page===10

αναποδία = αντιξοότητα, ατυχία
ανάποδος = ακατάστατος καιρός, δύστροπος άνθρωπος
αναπομένω = μένω
αναποταμία = μέρη στις πηγές του ποταμού
αναπουτζίζω = χοροπηδώ
αναράντζιν = νεράτζι
ανάρδιν = αυτό που δεν έχει αρδευτεί
αναρέουμαι = ρεύομαι
αναρίθμητος = αναρίθμητος, αμέτρητος, άπειρος
ανάριν = μη αραιωμένο, δυσδιάλυτο
αναρμάτωτος = άοπλος
αναρπάζω = αρπάζω
ανάρπαχτος = αυτός που δεν συλλαμβάνεται
αναρρεχούμαι = αναμασώ
αναρρίζωτος = άτεκνος
αναρρίφτω = καταρρίπτω, ζώο που αποβάλλει το έμβρυο
ανάρτιν = μη παρασκευασμένο φαγητό
ανάρτυτος = φαγητό που δεν έχει αλάτι, βούτυρο κτλ
αναρύνω = αραιώνω
ανάρχην = ανέκαθεν
αναρχινώ = ξαναρχίζω
ανάσα = αναπνοή
ανασαίνω = αναπνέω
ανασακκίζω = ανακινώ, τινάζω το σάκο για χωρέσει περισσότερο
ανασείδι = υπολειπόμενο χοντρό αλεύρι μέσα στο κόσκινο μετά το κοσκίνισμα
ανασείζω = γίνεται σεισμός
ανασηκώνω = ανασηκώνω
ανάσκαμμαν = κατά νεκρού βλασφημία, ύβρης
ανασκαμμονή = κατά νεκρού βλασφημία, ύβρης
ανασκαφτέριν = πρόσωπο μετά θάνατον αντικείμενο ύβρεων
ανασκάφτω = βλασφημώ, υβρίζω νεκρό
ανασκάψιμον = ύβρης κατά νεκρού
ανάσκελα = ύπτια, ανασκελωτά
ανασκελάζω = ξαπλώνω ανάσκελα
ανάσκελος = ύπτιος
ανασκελώνω = ξαπλώνω ανάσκελα, αντιστρέφω πράγματα
ανασκελωτός = ύπτιος, πλαγιαστός
ανασκυβαλίζω = εξετάζω, ερευνώ, μελετώ
ανασμαίνω = αναπνέω, αερίζομαι
ανάσμαν = αναπνοή
ανασμονή = αναπνοή
ανασπάλλω = λησμονώ, ξεχνώ
ανασπαλτέας = αυτός που ξεχνάει εύκολα, ξεχασιάρης
ανάσπαλτος = μη λησμονημένος
αναστενάζω = εκβάλλω αναστεναγμούς
αναστένω = αναζωογονώ, ανατρέφω
αναστορώ = θυμάμαι, ανακαλώ στη μνήμη
ανασύρω = αναστενάζω, κλαίω με λυγμούς
ανασφελίουμαι = κλαίω με αναφιλητά
ανάτευτος = μη οργωμένος
ανατινάγομαι = ανατινάσσομαι στον ύπνο, τρομάζω δυνατά
ανατολή = αυγή
ανατολικά = προς ανατολή
ανατριχώ = ανατριχιάζω
αναύγαρος = παραχαϊδευμένος
αναύγιστος = μη λευκασμένα ρούχα
αναφαγά = είδη διατροφής μιας οικογένειας
αναφαγία = έλλειψη τροφής
αναφαίνω = φανερώνω
αναφλουσίζω = κλαίω οδυρόμενος
αναφορά = δικαστική καταγγελία
αναφόραχτα = απροσδόκητα, αιφνίδια
αναφορίζει = χειροτερεύει ο καιρός
αναφόριν = άνεμος που χειροτερεύει, παράλιο μέρος απάνεμο
αναφουντουλάζω = φουντώνω τα πράγματα π.χ. μαξιλάρια
αναφουντουλίζω = αναθάλλω, ξαναβλαστάνω
ανάφτιγος = μη αναμμένος
άναφτος = μη αναμένος
ανάφτω = ανάβω
αναχάπαρα = απροόπτως, ξαφνικά
αναχασμούμαι = χασμουριέμαι, αναπνέω
αναχνιδάζω = νιώθω τις τρίχες μου σηκωμένες από συγκίνηση
αναχουλεύω = δείχνω την επιθυμία μου με κινήσεις χεριών και φωνής
αναχπάραχτα = απροόπως, ξαφνικά
ανάχρηστος = ανυπάκουος, απειθάρχητος
αναχτίσκουμαι = κατασκευάζομαι
ανέαστος = αυτός που δεν έχει οργωθεί, αυτός που δεν λερώθηκε με κοπριά, αλεύκαντα ρούχα
ανέβα = ανέβα, άνοδος, μεταφ. ακμή ηλικίας
ανεβάζω = αναβιβάζω, προβιβάζω, πλειοδοτώ
ανεβαίνω = ανεβαίνω, ανέρχομαι
ανέβαση = ανάβαση, άνοδος
ανεβασία = άνοδος, ανάβαση
ανεβασίδι = ανηφορικός δρόμος
ανεβασμάτιν = η αναγκαία ζύμωση
ανεβαστός = αυτός που έχει υποστεί την αναγκαία ζύμωση
ανέβατος = αζύμωτος
ανέγβαλτος = άβγαλτος, ακοινώνητος, αδαής, ανάγωγος
ανέγγιστος = ανέγγιχτος
ανέγδερτος = άγδαρτος
ανέγκαστα = χωρίς κόπο, ξεκούραστα
ανέγκαστος = ακαταπόνητος
ανεγκουνίαστος = ασπαργάνωτος
ανεγνώριμος = άγνωστος, αναγνωριζόμενος
ανειδής = άσχημος
ανελεήμονος = άσπλαχνος, άπονος
ανέλπιστος = απροσδόκητος, αμφίβολος
ανεμίδα = χειροκίνητο εκκοκκιστήριο για το βαμβάκι
ανεμιδόξυλο = ο ξύλινος άξονας της ανεμίδας
ανεμίζω = ανεμίζω, κινώ κάτι στον άνεμο
ανεμικά = ρευματισμός του σώματος
ανεμίτα = μικρό χόρτο με λεπτό βλαστό
ανεμοβρέχη = ανεμοστρόβιλος με ραγδαία βροχή
ανεμογάμης = κοινή ονομασία του πτηνού κίρκος, κιρκινέζι
ανεμοκαλή = ανεμοστρόβιλος ισχυρός
ανεμοκαλίτζα = ανεμοστρόβιλος ισχυρός
ανεμοκούνιν = κούνια βρέφους κρεμαστή, αιώρα
ανεμολίγμενος = στον άνεμο ως άχυρο σκορπισμένος
ανεμολίγμιν = το εξαφανιζόμενο
ανεμοπόδης = γρήγορος στο βάδισμα
άνεμος = άνεμος, ρευματισμός
ανεμόσκαλα = σκάλα από σχοινί
ανεμόσυκα = είδος συκιάς
ανεμοταραγμένος = ταραζόμενος από άνεμο
ανεμούργιτα = άπειρα, αμέτρητα
ανεμοφάρμακον = πόνος της κοιλιάς από κρυολόγημα
ανεμοφώλιδον = εξόγκωμα δερματικό
ανεμοφώλιν = εξόγκωμα δερματικό
ανεμπάλιστος = μη μπαλωμένος
ανέν = – και με αυτό εισάγεται πρόταση υποθετική
ανεντροπία = αδιαντροπιά, αναίδεια
page===11

ανέντροπος = αδιάντροπος, αναιδής, ξεδιάντροπος
ανεξάμωτος = αυτός που δεν του πήραν τα μέτρα για ένδυμα
ανέξερτα = εν αγνοία
ανέξερτος = αμαθής, αδαής
ανεξέταστος = αυτός που δεν υποβλήθηκε σε εξέταση
ανεξόδαστος = αξόδευτος
ανεξόριστος = αυτός που δεν έχει εξοριστεί
ανέραστος = αυτός που δεν αηδιάζει
ανέργιος = ολοκαίνουργιος, έδαφος απάτητο
άνεργος = άνεργος, μη εργαζόμενος
ανερήμαστος = μη ερημωμένος
ανερώτετα = χωρίς ερώτηση
ανέρωτος = χωρίς νερό, άνυδρος
ανερωτώ = ρωτώ
ανέσβηγος = άσβηστος
άνεση = ανάπαυση, ησυχία
ανετοίμαστος = μη ετοιμασμένος, απαράσκευος
ανέτοιμος = μη έτοιμος
άνευ = πλην, εκτός
ανευλόαρος = άχρηστος
ανευλόγητος = χωρίς ευλογία, ανεπιτήδειος, ανωφελής
ανεύρετος = μη ευρισκόμενος
ανευχαριστηστία = μη ευχαριστημένος από τα καλά που του κάνουν
ανευχαρίστητος = μη ευχαριστημένος, αγνώμων
ανευχίαστος = αυτός που δεν έχει καθαγιαστεί από την εκκλησία
ανέχεια = πενία, φτώχια
ανεχετία = πενία, φτώχια
ανέχετος = πολύ φτωχός, άπορος
ανεψέα = η οσμή του μη καλοψημένου φαγητού
ανέψετος = άψητος
ανέψιν = ανιψιός, εγγονός
ανεψιός = εξάδελφος, εγγονός
ανεψολόγιν = το σύνολο των ανεψιών
άνεψος = όχι καλοψημένο ή άβραστο
ανεψωτός = λίγο άψητος
άνηθον = άνηθος
ανηλίαστος = αυτός που δεν εκτέθηκε στον ήλιο
ανήλικος = μικρός στην ηλικία
ανήλιν = μη σκιερό
ανήμερα = αυθημερόν
ανημέρευτος = μη εξημερωμένος, μη τιθασευμένος
ανήμερος = άγριος
ανημέρωτα = αγρίως
ανημέρωτος = μη εξημερωμένος
ανήμπορος = αδιάθετος, άπορος
ανήξερος = αδαής, αυτός που δεν γνωρίζει
ανησυχάζω = είμαι ανήσυχος, ανησυχώ
ανήσυχος = αυτός που δεν μένει ήσυχος
ανήφορα = ανηφορικά
ανηφορία = τα μεσόγεια μέρη κατ’ αντίθεση προς τα παράλια
ανηφορίζω = ανεβαίνω ανηφορικό δρόμο
ανηφορίτες = κάτοικος των μεσογείων μερών κατ’ αντίθεση προς τον κάτοικο των παραλίων
ανηφοροκέφαλος = τέρμα ανηφορικού δρόμου
ανήφορος = ανηφορικός δρόμος
ανηφορωτός = λίγο ανηφορικός
άνθεν = προς τα άνω, άνωθι, το παραπάνω
άνθεν-καικά = ανωτέρω που, λίγο παραπάνω
άνθεν-κέσου = παραπάνω που
άνθεν-μερέαν = προς το επάνω μέρος
άνθεν-μέρου = προς το επάνω μέρος
άνθιν = άνθος
ανθίν = φτιαγμένος από άνθος
άνθισμαν = άνθηση, ανθοφορία
ανθίτζα = ανθάκι
ανθόγαλα = ανθόγαλα
ανθογαλένον = ο παρασκευασμένος από ανθόγαλα
ανθογαλερόν = δοχείο στο οποίο συλλέγεται το ανθόγαλα
άνθος = λουλούδι
ανθοστεφανούμαι = στέφομαι με άνθη
ανθρωπέα = οσμή σώματος ανθρώπου
ανθρωπεμένα = κόσμια
ανθρωπεύω = γίνομαι άνθρωπος κόσμιος και ευγενής
ανθρωπία = ανθρώπινος, ευγενής και πολιτισμένη συμπεριφορά, ευεργεσία
ανθρωπίζω = φέρομαι ανθρώπινα, εκπολιτίζομαι
ανθρωπινά = κατά τρόπο άνθρωπο
ανθρωπινός = ανθρώπινος, ο αρμόζων σε άνθρωπο ευγενή και καλό
ανθρωπίτζης = μικρόσωμος άνθρωπος, ανθρωπάκος
ανθρωπόπουλλον = τέκνο ανθρώπου, άνθρωπος προνοητικός
άνθρωπος = άνθρωπος
ανθρωπότης = η ιδιότητα του ανθρώπου, ανθρώπινη φύση, ανθρωπισμός
ανθρωποφάγος = αυτός που τρώει ανθρώπινο κρέας
ανθύνω = αναγεννιέμαι
ανθώ = ανθοφορώ
ανίκητος = ακατανίκητος
άνισον = γλυκάνισος
ανίσως = αν τυχόν
ανίσωτος = άνισος
ανιτζέα = οσμή ανιτζιού
ανιτζόφυλλον = φύλλο ανιτζιού
ανιφτοκάτα = σκωπτικώς ο άνιφτος
άνιφτος = άνιφτος
ανοησία = απερισκεψία
ανοιγάριν = κλειδί
ανοιγαρίτζιν = κλειδί
άνοιγμα = άνοιγμα, ρωγμή, σχισμή
ανοιγμάδι = μέρος γης χωρίς δέντρα, ασκεπές
άνοιγος = αυτός που δεν ανοίγει
ανοιγωή = αιθρία, καλοκαιρία
ανοιγωίζω = ξανοίγει, αιθριάζει, καλοκαιριάζει
άνοικος = αυτός που δεν έχει μόνιμη κατοικία, ακατοίκητος, έρημος
ανοικώνω = ερημώνω
ανοιξάζω = παραθερίζω, διέρχομαι την εποχή της ανοίξεως
ανοιξέα = η μυρωδιά της άνοιξης, άνοιξη
ανοιξεζ’νός = ανοιξιάτικος
ανοιξέσιν = παραγόμενος την άνοιξη
ανοιχτά = ανοιχτά
ανοιχτάρι = κλειδί με το οποίο ανοίγει η κλειδαριά
ανοιχτέριν = κλειδί
ανοιχτία = μέρος ανοιχτό, πλατεία, αιθρία, ευωδία
ανοιχτοκάρδης = αυτός που έχει στήθος γυμνό, ειλικρινής, εύθυμος
ανοιχτοκάτζης = αυτός που έχει ανοιχτό μέτωπο, μεταφ. ειλικρινής
ανοιχτόκολος = αυτός που έχει ανοιχτά πισινά, μεταφ. πάμπτωχος
ανοιχτομμάτης = δραστήριος, ικανός
ανοιχτοπρόσωπος = ειλικρινής, γενναιόδωρος
ανοιχτοσύνα = αίθριος καιρός, ευωδία
ανοιχτοχάρτιν = βιβλίο του μάντη
ανοιχτοχέρης = γενναιόδωρος, σπάταλος
ανοιχτωσία = χώρος ανοιχτός, ευρύχωρη πλατεία
άνοκνα = άοκνα
ανόκναος = άοκνος
page===12

ανοκνία = φιλεργία, φιλοπονία
ανόκνιος = άοκνος
άνοκνος = φίλεργος, εργατικός
άνομα = παρανόμως
ανομία = κακή πράξη, παρανομία
ανομμάταστος = αβάσκαντος
ανόμματος = τυφλός
ανομολόγετος = αμολόγητος, απόρρητος
άνομος = παράνομος, άνθρωπος ανόσιος, κακούργος
ανονείδιστος = ανεπίληπτος, άψογος
ανορεξία = ανορεξία
ανόρεχτος = ανόρεχτος
ανόρθωτα = ανάποδα
ανόρταρος = αυτός που δεν φοράει μάλλινες κάλτσες
ανορφάνιστος = ορφανός με προστάτη
άνοστα = άνοστα μεταφ. χωρίς προθυμία
ανοστασία = έλλειψη γλυκύτητας
ανοστία = έλλειψη γλυκύτητας
ανοστίζω = γίνομαι άνοστος
άνοστος = άνοστος
ανοστύνω = ανοστύνω
άνου-κάτου = άνω κάτω
ανούας = ανόητος, βλάξ
ανούνιστος = άμυαλος, απερίσκεπτος, αμέριμνος
ανούνιχτα = άμυαλα, απερίσκεπτα, αμέριμνα
ανούχος = δυόσμος, ρίγανη
αντάλλαγμαν = αντάλλαγμα
ανταλλάγμιν = αυτός που αποβάλει τη φυσική του όψη
ανταλλάζω = ανταλλάζω
αντάμωνω = συναντώ, συνδέω, συναρμόζω, προσεγγίζω
αντάμωτος = απροσάρμοστος
αντάρα = ανεμοζάλη, θύελλα, ομίχλη, θόρυβος, βοή
ανταράζω = έχω ομίχλη, θολούρα
αντέρι = έντερο
άντζα = αγκώνας
αντζίν = κνήμη
αντζοφόριν = είδος γυναικείου παντελονιού
αντζώνι = πόδι
αντζώνω = τεντώνομαι με τα πόδια
αντήμερα = την επόμενη μέρα, προ δύο ημερών
αντημερέα = από νωρίς
αντήμερον = επόμενη μέρα εορτής
αντί = αντί
αντιβαίνω = διαβαίνω, υπερβαίνω
αντιβάλλω = εναντιώνομαι, διαβάλλω
αντιβούνιν = βουνό βρισκόμενο πέρα ετέρου
αντιβοώ = αντηχώ
αντιδαβάζω = διαβιβάζω κάτι απέναντι, περνώ το ένα κομμάτι πάνω σε άλλο
αντιδαβαίνω = διαβαίνω, ξαναπερνώ, ξαναέρχομαι
αντιδονώ = αντηχώ, ηχώ
αντίδωρον = αντίδωρο
αντίθεος = άπιστος, ασεβής
αντίθρησκος = αντίθρησκος, ασεβής
αντίκα = αντίκα
αντικαιρού = το μεθεπόμενο έτος, μετά δυο έτη
αντίκακον = το ανταποδιδόμενο κακό
αντίκαλον = αντευεργέτημα
αντικάρδα = τα μύχια της καρδιά, τα μυστικά
αντικενώνω = μεταγγίζω
αντικλείδιν = αντικλείδι
άντικος = κυρτός
αντικόσμιν = πλήθος ή μέγεθος υπερβολικό
αντικράζω = ελαττώνω την θερμοκρασία ζεστού νερού με ψυχρό
αντικρινός = αντικρινός
αντικρύ = απέναντι
αντικρύα = αντιλογία, αντίρρηση
αντικρυαίνω = συνδυάζω κρύο νερό με θερμό
αντικρύζω = αντικρίζω, αντιλέγω
αντίκρυθε = από το απέναντι μέρος
αντικρυώνω = συνδυάζω κρύο νερό με θερμό
αντίλα = αντίλαλος
αντιλαλώ = αντιλαλώ
Αντίλαμπρα = η Κυριακή του Θωμά
αντιλέγω = αντιλέγω
αντίλινος = φυτό που παράγει άνθη όμοια με τα άνθη του λίνου
αντιλογία = αντιλογία
αντίλογος = αντίλογος
αντίμαχος = αντίμαχος, εχθρός
αντιμήσιν = το αντιμήνσιο της αγίας τραπέζης
αντιπάλα = εχθρικώς
αντίπεραν = στο απέναντι μέρος
αντιπερώ = διαβαίνω στο αντικρινό μέρος
αντίπιστος = εχθρός της χριστιανικής πίστης
αντιπλέκω = ξεπλέκω
αντιποδία = αντίθεση, ρήξη
αντισονέα = οσμή άνηθου
αντισόνιν = άνηθος
αντισώνω = αναπληρώ το ελλείπον
αντισώνω = εξισώνω
αντιφάρμακον = αντιφάρμακο
αντιφεγγίζω = αντιφεγγίζω
αντιφέρουμαι = αντιτάσσομαι, εναντιώνομαι
αντιφιλώ = φιλώ επανειλημμένως
αντίχαρα = φαγοπότι γινομένη εφτά μέρες μετά το γάμος στο σπίτι της νύφης ή του γαμπρού
αντίχαρη = αντίχαρη
αντιχαρίζω = ανταποδίδω δώρο
αντιχάριν = αντίχαρη
αντίχριστος = αντίχριστος
αντίχρονος = το μεθεπόμενο έτος, το προσεχές έτος
αντλώ = αντλώ, μεταγγίζω, ανακινώ
αντονικός = κυρτός
αντραγαθία = γενναία πράξη, ηρωικό κατόρθωμα
αντράγουρος = αντρογυναίκα
αντραδελφοκόρ’ = τζιν
αντράδελφος = κόρη του κουνιάδου
αντράδελφος = κουνιάδος
αντρακός = ένδυμα που ανήκει σε άντρα
άντρας = άντρας
αντράχνα = θάμνος κουμαριά και ο καρπός
αντρεία = αντρεία
αντρειώνω = αντρειώνω
αντρέσιν = αντρικό
αντρία = παντρειά
αντρίζω = παντρεύομαι
αντρίκειν = ένδυμα που ανήκει σε άντρα
αντρικός = αντρικός
άντρισμα = παντρειά
αντρίστικος = αυτό που ανήκει ή αρμόζει σε άντρα
αντρογυναίκα = αντρογυναίκα
αντρόγυνον = αντρόγυνο
page===13

αντροθείος = θείος του συζύγου
αντροκλέφτρα = αντροκλέφτρα
αντροξάδελφος = ξάδελφος του συζύγου
αντρόπιαστος = αδιάντροπος, ξεδιάντροπος
αντρόπιστος = πιστή και αφοσιωμένη προς τον σύζυγό της
αντρούμαι = μεγαλώνω και γίνομαι πλέον άντρας
αντροφάγαινα = εκείνη που θέλει να «φάει» τον άντρα της
αντροχωρίστρα = αντροχωρίστρα
ανύλιστος = αστράγγιστος
ανυπάκουος = ανυπάκουος
ανύπαντρος = ανύπαντρος, άγαμος
ανυπόβλητος = αυτός που δεν έχει υποβληθεί ακόμη για κρίση
ανυπόφερτος = ανυπόφερτος, αφόρητος
ανύφαστος = μη υφανθείς
ανυχτία = ξημέρωμα
άνω = άνω
ανωθίτζι = το εξωτερικό μέρος ενδύματος
ανωθύριν = υπέρθυρο
ανωρίαστος = ζώο που δεν επιτηρείται
ανωσώριν = καρπός μαζεμένος από το δέντρο
ανώτερος = ανώτερος
ανώφελα = ανώφελα, μάταια
ανωφέλετα = ανώφελα, μάταια
ανωφέλετος = ανωφελής, άχρηστος
ανωφέλευτα = ματαίως, ασκόπως
ανωφέλης = άχρηστος, κακός, επιβλαβής
ανωφελησία = ζωηρός, αταξία
ανώφελος = ανώφελος, άχρηστος
ανωφελωσύνη = αδικία, βλάβη
ανωχαλία = αδυναμία
ανώχαλος = αδιάθετος, μισοψημένος
ανωχαλωτός = αδιάθετος, μισοψημένος
αξαγούρευτος = αξομολόγητος
αξάζω = αξίζω, υπερτερώ
άξαστος = αξέχαστος
άξαφτος = απύρωτος
αξένευτος = οικείος
αξενίτευτος = αξενίτευτος
αξέραστος = αυτός που δεν έχει ξεράσει
αξημέρωτος = αξημέρωτος
αξία = αξία
αξίδωτος = χωρίς ξίδι
αξίζω = αξίζω
αξιναράζω = κτυπώ με αξίνα
αξιναρέα = κτύπημα με αξίνα
αξινάριν = αξίνα
αξιναρίτζα = τσαλαπετεινός
αξίναρος = χωρίς αξίνα
αξιναροστέλιν = κομμάτι ξύλου της αξίνας
αξιναρού = γυναίκα προπετής και γλωσσού
άξιος = άξιος
αξιότε = δραστηριότης, ικανότης
αξιχώριγος = αδιανέμητος, αμοίραστος
αξιωματικός = αξιωματικός
αξιώνω = αξιώνω
αξομολόγητος = αξομολόγητος
άξυλος = αυτός που δεν έχει καύσιμα ξύλα, μεταφ. δυσκίνητος, νωθρός
αξυμύτωτος = μη μυτερός
αξύπνητος = αξύπνητος
αξύπνιστος = αυτός που δεν ξύπνησε
αξυράφιστος = αξύριστος
αξύριστος = αξύριστος
άξυστος = άξυστος
αουτεινέτερον = αυτωνών
αούτος = αυτός
άπα = απάνω
απαγκαικά = επάνω και κάτω
απαγκέσου = στα πάνω μέρη
απαγκιάνου = προς τα άνω
απαδά = αποδώ, εδώθε
απαδά-αφκά = αποδώ κάτω
απαδαέξου = έξω απ’ αυτό το μέρος
απαδακά = αποδώ κοντά
απαδακά-άνθεν = αποδώ επάνω
απαδακά-κάθεν = αποδώ κάτω
απαδακάθεν = αποδώ κάτω
απαδακάθεν-κέσου = ίσια από των εδώ κάτωθι μερών
απαδακάθεν-κιάνου = αποδώ κάτωθι προς τα άνω
απαδακάθεν-μέρου = από των ενταύθα κάτω των μερών
απαδακαικά = αποδώ κοντά
απαδακιάνου = αποδώ προς τα άνω
απαδακοντά = εδώ κοντά
απαδακοντάτζικας = εδώ κοντά
απαδαμερέα = από αυτό το μέρος
απαδαμερόθεν = από αυτό το μέρος
απαδαμέρου = από αυτό το μέρος
απαδάνθεν = από εδώ παραπάνω
απαδάνθεν-κέσου = ίσια από των ανωτέρω εδώ μερών
απαδάνθεν-κιάνου = από τα παραπάνω εδώ μέρη προς τα άνω
απαδαπαγκαικά = αποδώ άνωθεν προς τα κάτω
απαδαπαγκέσου = από τα εδώ επάνω μέρη
απαδαπαγκιάνου = αποδώ επάνω προς τα άνω
απαδαπάνω = αποδώ πάνω
απαδαπέραν = αποδώ απέναντι
απαδαπέραν-κέσου = από των απέναντι μερών ίσα πέρα
απαδαπέραν-κιάνου = από των εδώ απέναντι μερών προς τα άνω
απαδαπεσκαικά = αποδώ μέσα ακριβώς
απαδαπεσκέσου = από των εντός του ενταύθα μερών
απαδαπεσκιάνου = αποδώ μέσα προς τα άνω
απαδαπέσω = αποδώ μέσα
απαδαπλαγκαικά = αποδώ παραπέρα ακριβώς
απαδαπλαγκέσου = κοντά στα εδώ μέρη
απαδαπλαγκιάνου = αποδώ παραπέρα προς τα άνω
απαδαπλάν = αποδώ παραπέρα
απαδαφκά = αποδώ κάτω
απαδαφκακαικά = αποδώ παρακάτω ακριβώς
απαδαφκακέσου = από των εδώ κάτω των μερών
απαδαφκακιάνου = αποδώ κάτωθεν προς τα άνω
απαδαχαντζαικά = αποδώ πλησίον
απαδυναμώνω = αποδυναμώνω
απαίδευτος = απαίδευτος
άπαιδος = άτεκνος
απαίδωτος = άτεκνος
απαίνετος = μετριόφρων
απαισέρ = καταραμένος, αναθεματισμένος
άπαιχτος = άπαιχτος
απακλερώνω = κάνω κάποιον άκλερο, αδέσποτο
απακονώ = αμβλύνω
απακουγιάρης = γνωρίζω κάτι από τον ήχο
απακουμπίζω = στηρίζομαι
page===14

απακουμπιστέριν = στήριγμα, έρεισμα
απακουστάρης = γνωρίζω κάτι από τον ήχο
απακουστικός = γνωρίζω κάτι από τον ήχο
απακουστός = εξ ακοής γνωστός
απαλαβή = εδέσματα ποικίλα τα οποία προσφέρουν την πρωτοχρονιά οι νεόνυμφοι στους γονείς, οι μνηστευμένοι στα πεθερικά
απαλάλωτος = μη τρελαμένος
απαλατίζω = παύω να παρέχω αλάτι στα ζώα
απαλείφτω = αλείφω από πάνω
απαληθείας = αληθώς
απαλίζω = ξαρμυρίζω
απαλιμάζω = ξαρμυρίζω
απαλιμιδάζω = ξαρμυρίζω
απαλιμιδέα = ξαρμύρισμα αλμυρού εδέσματος
απαλιμίζω = ξαρμυρίζω
απαλίμιν = το νερό του ξαρμυρίσματος αλμυρών ουσιών
απάλιν = απαλό
απάλιν = απαλό
απάλιση = ξαρμύρισμα αλμυρού τροφίμου
απάλλαγα = εναλλάξ
απαλλάγωτος = αδιόρθωτος
απαλλάζω = αλλάζω ιματισμό ενδύματος προς το καλύτερο, μεταβάλλομαι αλληλοδιαδόχως
απαλλού = από άλλο μέρος
απαλμέγω = τελειώνω το άρμεγμα
απαλός = μαλακός, τρυφερός
απαλοσάκκουλον = τρίχινο σακούλι εντός του οποίου τοποθετείται το τυρί για να στραγγίσει
απάλοτος = διατηρημένος, στερεός
απαλοχωμία = χώμα απαλό χωρίς πέτρες
απαλυκούμαι = αποβάλλω την αλμυρότητα
απαλωνίζω = τελειώνω το αλώνισμα
απαναλλάζω = εναλλάσσω καθημερινώς στολή λόγω εορτής
απανάμεσα = δια μέσου
απαναμεσόντας = δια μέσου
απαναρύνω = αραιώνω
απαναφκά = απάνω κάτω
απάνθεν = από άνωθεν
απάνθεν-καικά = από το επάνω μέρος ακριβώς
απάνθεν-κέσου = από το επάνω μέρος
απάνθεν-κιάνου = από το επάνω μέρος προς τα άνω
απανθρωπία = απανθρωπιά
απανθρωπίζω = αποβάλλω τον ανθρωπισμό, την σεμνότητα, την ντροπή
απάνθρωπος = απάνθρωπος
απανικό = το επάνω πάτωμα οικίας
απανίων = αυτός που βρίσκεται στο ανώτερο βαθμό κοινωνικής θέσης
απανόζι = ξύλο εβένου
απανοίγουμαι = ανοίγω τα χέρια λαμβάνοντας στάση επίθεσης
απανοίγω = ανοίγω λίγο
απανοστύνω = ανοσταίνω
απαντή = προϋπάντηση
απάντηση = απάντηση
απαντία = συνάντηση
απαντίκρυ = από το απέναντι μέρος
απάντρευτος = άγαμος
απαντώ = απαντώ
απάνω = επάνω
απανωβάσταγον = γυναικείο κόσμημα
απανωγής = επί της γης
απανώγραμμαν = διεύθυνση παραλήπτη σε επιστολή
απανωγραφή = διεύθυνση παραλήπτη σε επιστολή
απανωγύρα = ξένη ύλη μέσα στο κόσκινο μετά από κοσκίνισμα σιτηρών
απανωδράνιν = σανίδα πάνω από την εστία που χρησιμεύει ως ράφι
απανωζύγωτο = από τα δυο παράλληλα ξύλα του ζυγού το επικείμενο στο τράχηλο του βοδιού
απάνωθενα = το ανώτατο μέρος της εστία
απανωθύριν = το υπέρθυρο
απανωκάμισον = λεπτο μεταξωτό ύφασμα φερόμενο πάνω στο στήθος
απανωκέρετζον = η κόρα στην πάνω επιφάνεια του άρτου
απανωσάνιδον = σανίδα επικείμενη πάνω σε άλλη
απανωσπόνδυλον = δεύτερο σπόνδυλο που τοποθετείται στο άνω μέρος του αδραχτιού για να γυρίζει γρηγορότερα
απανωσωράζω = μαζεύω καρπούς από το δέντρο
απανωσώριν = το μάζεμα καρπών από το δέντρο
απανωτά = αλλεπάλληλα
απανώτερος = ανώτερος, υπέρτερος
απανωτός = αλλεπάλληλος
απαπάκινη = θόρυβος, ταραχή
απαπέξω = από έξω
απαπεσκέσου = από μέσα
απαπέσω = από μέσα
απαπλώνω = προτείνω
απαπονοίουμαι = ανοίγω τα χέρια λαμβάνοντας στάση επίθεσης
απαπουκά = αποκάτω, κάτωθεν
απαπουκακιάνου = από τα κάτω προς τα άνω
απάπουρες = ψητά κάστανα
απαράγβαλτος = μη ξεπροβοδισθείς, άτολμος, δειλός
απαραθυμία = το να παύσεις να νοσταλγείς
απαραθυμώ = παύω να νοσταλγώ
απαραίντιγος = μη παραιτούμενος από κάπου
απαραιώνω = αραιώνω
απαρακοίμιστος = αυτός που δεν κοιμήθηκε με κάποιον άλλον
απαράλλαχτος = απαράλλαχτος
απαραπόνετος = αδιαμαρτύρητος
απαραστόχαστος = μη στοχαζόμενος
απαρατήρετος = απαρατήρητος
απαραχόλαστος = αφούρκιστος, αθύμωτος
απαράψετος = άψητος
απαργά = πολύ αργά
απαργώ = χρονοτριβώ, καθυστερώ
απαργώς = πολύ αργά
απαρέβγαλτος = μη ξεπροβοδισθείς, άτολμος, δειλός
απαρέλεπος = παραμελούμενος
απαρηγόρετος = απαρηγόρητος
απαρματώνω = αφοπλίζω, αφαιρώ στολίδια, έπιπλα, αφαιρώ εξαρτύματα πλοίου, σηκώνω, καταστρέφω
απαρνότερος = αυτός που αρνείται την ενοχή του
άπαρος = απένταρος
απαρπάζω = αρπάζω βίαια, διαπληκτίζομαι, συμπλέκομαι
απαρρωστώ = πάυω να είμαι άρρωστος
άπαρτος = μη παραληφθής
απαρχάρευτος = αυτός που δεν πέρασε το καλοκαίρι στην ύπαιθρο
άπας = ας πάει, έστω, ας
απασσάλωτος = αυτός που δεν είναι στηριγμένος σε πάσσαλο
άπαστος = ανάλατος
απάστρευτος = ακάθαρτος, αξεφλούδιστος
άπαστρος = απάστρευτος, ακαθάριστος, αφιλόκαλος
απάστωτος = απάστωτος
απάτετος = απάτητος, ατριβής
απατζής = ράπτης αντρικών μάλλινων πανωφοριών
απατόσος = τόσος, τόσο μεγάλος
απατού = απαυτού
απατουάνθεν = απαυτού επάνω
απατουάνθεν-καικά = απαυτού επάνω
απατουάνθεν-κέσου = από των αυτού των άνω μερών
απατουάνθεν-κιάνου = από των ανωτέρω αυτού μερών προς τα άνω
page===15

απατουέμπρου = απαυτού εμπρός
απατουέξω = απαυτού έξω
απατουκά = απαυτού κοντά
απατουκάθεν = απαυτού κάτω
απατουκάθεν-καικά = απαυτού κάτω
απατουκάθεν-κέσου = από των αυτού κάτω μερών
απατουκάθεν-κιάνου = απαυτού κάτωθεν προς τα άνω
απατουκαικά = απαυτού κοντά
απατουκέσου = ίσια απαυτού
απατουκιάνου = απαυτού προς τα άνω
απατουκοντάτζικας = απαυτού κοντά
απατουμερέα = από το μέρος αυτού
απατουμερόθεν = από το μέρος αυτού
απατουμέρου = από το μέρος αυτού
απατουπαγκαικά = απαυτού επάνω προς τα κάτω
απατουπαγκέσου = ίσια από τα επάνω αυτού μέρη
απατουπάνω = απαυτού επάνω
απατουπέραν = απαυτού απέναντι
απατουπέραν-καικά = απαυτού απέναντι ακριβώς
απατουπέραν-κέσου = απαυτού απέναντι ίσια
απατουπέραν-κιάνου = απαυτού απέναντι προς τα άνω
απατουπεσκαικά = απαυτού μέσα ακριβώς
απατουπεσκέσου = από των εντός αυτού μερών
απατουπεσκιάνου = απαυτού μέσα προς τα άνω
απατουπέσω = απαυτού μέσα
απατουπλαγκαικά = απαυτού παραπέρα
απατουπλαγκέσου = απαυτού παραπέρα ίσια
απατουπλαγκιάνου = απαυτού παραπέρα προς τα άνω
απατουπλάν = απαυτού πέρα
απατουφκά = απαυτού κάτω
απατουφκά-καικά = απαυτού κάτω ακριβώς
απατουφκακέσου = ίσια απαυτού κάτω
απατουφκακιάνου = απαυτού κάτω προς τα άνω
απάχαντον = αγκάθι
απαχάνω = χάσκω
απάχαρος = πολύ δυστυχισμένος
απάχετος = αδύνατος, άπαχος, ισχνός
απαχνιδίζω = αφαιρώ τα ψαροκόκαλα
άπαχος = άπαχος
απαχπάνω = ξεριζώνω
απεγβαίνω = εξοφλούμαι, ξεχρεώνομαι
απεγβάλλω = εξοφλώ, αποκαθιστώ, επανορθώνω
απέγβαλτος = ανεξόφλητος, ανανταπόδοτος
απεγβώνω = απαλλάσσομαι από το χρέος εξοφλώντας το
απεικάζω = αντιλαμβάνομαι, εννοώ
απεικεί = από εκεί
απειράνιστος = αυτός που δεν έχει υποστεί κακουχίες και θλίψεις
απείραχτος = απείραχτος
απείσμωτος = αυτός δια τον οποίο δεν καταβλήθηκε προσπάθεια
απεκειάνθεν = αποκεί προς τα άνω
απεκειάνθεν-κέσου = από των εκεί ανωτέρω που μερών
απεκειάνθεν-κιάσου = από των ανωτέρω εκεί μερών και άνω
απεκειάνου = από εκεί επάνω
απεκειαπαγκέσου = από των εκεί επάνω που μερών
απεκειαπάνου = από εκεί επάνω
απεκειαφκά = αποκεί κάτω
απεκειαφκά-καικά = αποκεί κάτω ακριβώς
απεκειαφκά-κέσου = από των εκεί κάτω που μερών
απεκειαφκά-κιάνου = από εκεί κάτω προς τα άνω
απεκειέξου = από εκεί έξω
απεκειέσου = ίσια από το μερός εκείνο
απεκείθεν = από εκεί
απεκεικά = από εκεί κοντά
απεκεικάθεν = από εκεί κάτω
απεκεικέσου = ίσια από εκεί
απεκεικιάνου = από εκεί προς τα άνω
απεκεικοντάτζικας = από εκεί κοντά ακριβώς
απεκειμερέαν = από εκείνο το μέρος
απεκειμερόθεν = από εκείνο το μέρος
απεκείμερος = από εκείνο το μέρος, παραπέρα
απέκεινα = κατόπιν, ένεκα τούτου
απεκειπέραν = από το απέναντι μέρος
απεκειπλάν = αποκεί πέρα
απελέκητος = απελέκητος, απαίδευτος, αγροίκος
απελπίσκουμαι = απελπίζομαι
απέμπρα = από εμπρός μου
απεμπροστά = από μπροστά μου
απέμπρου = από εμπρός
απεντροπάζω = αδιαντροπιά, αποτολμώ
απεντροπίζω = αποβάλλω ντροπή
απέξω = απέξω
απεπάνθεν = άνωθεν
απεργέλαστος = μη εμπαιζόμενος
απέρνιστος = αδιάβατος
απεσκαικά = εντός
απεσκέσου = μέσα, εντός
απεσκιάνου = μέσα κατά τον ανήφορο
απέσω = από μέσα, ένδοθεν
απέταλος = απέταλος
απετάλωτος = απέταλος
απετεινίαστος = άγονο αυγό
απετσειτσαικά = αποκεί κοντά
απευκαιρώνω = χάνω την ισορροπία
απευλοΐζω = μολύνω
απευχάζω = ευλογώ κάτι
απεχτηθίζω = αποστηθίζω
απεχτηθίς = αποστήθιση
απηλογώ = αποκρίνομαι
απιάστικος = αμεταχείριστος
απίαστος = αμεταχείριστος, ασύλληπτος
απιδάς = πωλητής αχλαδιών
απιδάχραδον = άγριο αχλάδι
απιδέα = οσμή αχλαδιού
απιδένος = προερχόμενος από αχλάδι
απιδέξευτα = αδέξια
απιδέξευτος = αδέξιος, ανεπιτήδειος
απίδιν = αχλάδι
απιδίτζα = είδος θάμνου
απιδόδεντρον = δέντρο αχλαδιάς
απιδοζώμιν = ζωμός αχλαδιών
απιδόκλαδον = κλαδί αχλαδιάς
απιδόνερον = ζωμός αχλαδιών
απιδόξιδον = ξίδι από αχλάδια
απιδόξυλον = ξύλο αχλαδιάς
απιδοπίπιλον = κουκούτσι αχλαδιού
απιδότζεπλον = φλοιός αχλαδιού
απιδοτζίριν = αποξηραμένο αχλάδι
απιδοφάγας = αυτός που τρώει πολλά αχλάδια
απιδόφυτον = φυτό αχλαδιάς
απικόζης = ισχυρογνώμων, πεισματάρης
page===16

απιπέρωρος = χωρίς πιπέρι
απίσσωτος = χωρίς πίσσα
απίστευτος = απίστευτος
απιστία = απιστία
άπιστος = άπιστος
απιτάζω = κάνω θελήματα, διατάζω, προστάζω
απιταχτέριν = παιδί που κάνει θελήματα
απίταχτος = αυτός που δεν υπακούει σε θελήματα
απίτζι = είδος εδωδίμου μύκητα
άπλα = άπλα, άπλωμα, έκταση
απλά = απλά, απλώς
απλάκωτος = χωρίς πλάκες
απλάνετος = αυτός που δεν έχει πλανηθεί
απλαπούδες = στραγάλια
άπλαστα = κατ’ υπερβολή
άπλαστος = άπλαστος
απλέρωτος = απλήρωτος
άπλεχτος = μη πλεγμένος
απλός = απλός
απλότητα = απλότητα
απλούμιστος = αστόλιστος
απλοχερέας = κλέφτης
απλοχέρης = κλέφτης
απλοχερίζω = ελεώ
απλοχόρταρον = ερπυστικό χόρτο
απλόχωρα = ευρύχωρα
απλοχωρία = ευρυχωρία
απλόχωρος = ευρύχωρος
απλοχωρώ = εκτείνομαι, ευρύνομαι
άπλυτος = άπλυτος
απλώνω = απλώνω
άπλωση = εξάπλωση
απλωτά = απλωτά
απλωταρέα = μέρος όπου απλώνουμε για στέγνωμα
απλωταρείος = μέρος όπου απλώνουμε για στέγνωμα
απλωτός = απλωμένος
απλωτός = απονήρευτος
απλώτρα = απλώστρα
από = από
απόβαλμαν = ξεθώριασμα
αποβάμμιν = χρώμα που υπολείπεται στη βούρτσα
αποβαρύνω = βαρύνω
αποβάφτω = ξεθωριάζω
αποβγαινίσκω = διαφεύγω
αποβελονάζω = ξεβελονιάζω
αποβιδώνω = ξεβιδώνω
αποβλέπω = αποβλέπω
αποβοδώνω = δεν ξεπροβοδίζω κάποιον που φεύγει για ταξίδι
αποβόρι = ισχυρός βόρειος άνεμος
αποβορίζω = τελειώνω το λίχνισμα
αποβορώνω = ψύχω
αποβοτανίζω = εκριζώνω των αγριόχορτων
αποβοτάνισμαν = η εκρίζωση αγριόχορτων
αποβουκώνω = ξεμπουκώνω
αποβουλώνω = αποσφραγίζω, ξεβουλώνω
αποβουρτζέα = απομεινάρι στυπείου μετά το βούρτσισμα
αποβουρτζώνω = καθαρίζω με ισχυρό τράβηγμα
αποβουτορώνω = αφαιρώ το βούτυρο
απόβραδα = αποβραδίς
αποβραδάσκομαι = νυχτώνομαι
αποβραδής = αποβραδίς
αποβράζω = παύω να βράζω
αποβρακίζω = ξεβρακώνω
αποβρακώνω = ξεβρακώνω
αποβρακωτίζω = ξεβρακώνω
αποβραχαλίζω = φτιάχνω βραχιόλι από κάτι στρογγυλό
αποβροντά = παύει να βροντά
αποβροτίζω = μολύνω, ρυπαίνω
αποβρουλίζω = παύω να φλέγομαι
αποβρωμώ = ξεβρομίζω
αποβυζαλίζω = παύω να θηλάζω
αποβυζάνω = ζώο που θήλαζε καλά
απογαβρούμαι = καταξηραίνομαι
απογαγγλάζω = στραμπουλίζω
απογαγγρώνω = παύω να είμαι παράλυτος
απογαγκλάζω = ξελαρυγγιάζομαι
απογαιδιρίσκουμαι = γίνομαι σαν γάιδαρος, καταισχύνομαι, καταντροπιάζομαι
απογαλατώνω = ξεπλένω δοχείο από γάλα
απογαλγανίζω = κατακαίω
απογαλίζω = αφαιρώ το λιπώδες ανθόγαλα από την επιφάνεια του γάλατος
απόγαμπρος = γαμπρός τον οποίο απαρνείται τελευταία στιγμή η νύφη
απογαναχτώ = ξεκουράζομαι
απογαντζίζω = παθαίνω στραμπούληγμα
απογανώνω = σκεύος που φθείρεται
απογαρδιλώνω = γουρλώνω
απογάστρα = υγρά της μήτρας ζώου
απογεφυράζω = αφαιρώ την γέφυρα από την θέση της
απογιαβανούμαι = τρώω νηστήσιμα φαγητά
απογιάτιστος = αχρωμάτιστος
απογίνομαι = απογίνομαι, εξαφανίζομαι
απογλανταρίζω = γλοιώδης
απογλουπίζω = ξεφλουδίζω
απογλυκαίνω = πικραίνομαι
απόγλυσμαν = υπόλειμμα σαπουνιού
απογλύσμιν = υπόλειμμα σαπουνιού
απογομαράζω = ξεφορτώνω
απογομώνω = γουρνώνω
απογοντζάζω = μουδιάζουν τα χέρια από το ψύχος
απογουλαρίζω = τρώω φαγητό και αφήνω το υπόλοιπο ως αποφάγι
απογουλάριν = υπόλειμμα τροφής
απογουλίζω = σφάζω
απογουλώνω = κόβω τον λαιμό
απογράφω = απογράφω
απογριβώνω = αποκολλώμαι
απογριζεύω = καθαρίζω άχρηστα κλαδιά δέντρων, εκχερσώνω έδαφος για καλλιέργεια
απογριλεύω = καταστρέφω τελείως δασώδη περιοχή
απογριντζανίζω = τρίζω τα δόντια
απογριντζαφώνω = γαντζώνομαι
απογριντζώνω = δείχνω τα δόντια μου μορφάζοντας
απογριτζανίζω = ζώο που κόβει με τα δόντια
απογριτζαφίζω = γρατζουνιέμαι
απογροικώ = εννοώ, καταλαμβάνω
απογυμνώνω = απογυμνώνω
απογυναίκικα = γυναικεία
απογύρα = υπολείμματα σιτηρών από κοσκίνισμα
απογυράζω = καθαρίζω
απογυρίζω = γυρίζω αντιστρόφως
απογυροκλώθω = ξεστρίβω
απογυρώνω = καθαρίζω
αποδάβα = απομάκρυνση και εξαφάνιση όπισθεν υψώματος
page===17

αποδαβάζω = διαπερνώ
αποδαβάζω = τελειώνω την ανάγνωση
αποδαβαίνω = διαβαίνω, υπερβαίνω ύψος, εγκαταλείπω, απαρνούμαι
αποδάβαμαν = το να υπερβαίνει το ύψωμα γης και μη φαίνεται πλέον
αποδαβασέα = απομάκρυνση, αποχωρισμός
αποδάβασμαν = δύση
αποδάβαστος = αυτός που δεν υπερέβη
αποδαλύζω = ξεχωρίζω
αποδαλυχτήριν = αραιή χτένα με την οποία διαλύουν την κόμη
αποδαρίζω = διανέμω γενναιόδωρα
αποδαυλέα = κτύπημα
αποδαύλιν = απομεινάρι δαυλού
αποδαφορωμένος = ανώφελος, ακερδής
αποδεβγατίζω = ξεβελονιάζω
αποδελάζω = ξεδιαλύνω
αποδελαστήριν = τσατσάρα
αποδέξος = αδέξιος, ανεπιτήδειος
αποδίγω = ξεθωριάζω, ξεθυμαίνω
αποδιπλάζω = ξεδιπλώνω
αποδιπλώνω = εκτυλίσσω, αναπτύσσω, ξεδιπλώνω
αποδιψώ = ξεδιψώ
αποδόμηλον = μηλιά εγκεντρισμένη με αχλάδια
άποδος = χωρίς πόδια
απόδουλα = απομεινάρια εργασίας
αποδουλίζω = τελειώνω την εργασία
αποδουλιστέριν = πρόσωπο βοηθητικό στην υπηρεσία
αποδόφυλλον = φύλλο αχλαδιάς
αποδράζω = κρυώνω, ψύχομαι
αποδρανίζω = καθαρίζω το σπίτι
αποδρουβανίζω = τελειώνω την πράξη εξαγωγής του βουτύρου από το γιαούρτι
αποειλάζω = ωθώ το χέρι για να καταφέρω χτύπημα
αποζαγκαρώνω = ξεσκουριάζω
αποζαγκώνω = ξεσκουριάζω
αποζαλίουμαι = ξεζαλίζομαι
απόζαρος = στραβός, λοξός
αποζαρώνω = ισιώνω
αποζεστάσκουμαι = δροσίζομαι
αποζευγαρώνω = διαλύω, χωρίζω
αποζέχκουμαι = σφίγγομαι
αποζινιχίουμαι = ανίκανος προς εργασία
αποζουζουλογώ = συλλέγω μετά το θερισμό απομείναντα στελέχη αραβοσίτου
αποζουλίζω = ξεστρίβω
αποζούλιν = ζώο στο οποίο δεν πέτυχε ευνουχισμός
αποζουρίζω = αποσπώ την αποξηραμένη εσχάρα από πληγή
αποζυμαρώνω = καθαρίζω σκεύος από υπολείμματα ζύμης
αποζυμώνω = αποτελειώνω το ζύμωμα της ζύμης
αποζωίσκουμαι = εξαντλούμαι
αποζώνω = αφαιρώ τη ζώνη
απόθαμα = θάνατος
αποθαμενίτικος = ο προερχόμενος από νεκρό
αποθανατώνω = σώζω από θάνατο, θανατώνω
αποθάνω = πεθαίνω
αποθαρρύσκομαι = αποθαρρύνομαι
αποθεδεγκέσου = από κάπου
αποθεδεγκιάνου = από κάπου προς τα άνω
αποθεδέν = από κανένα μέρος
αποθεκαρίζω = αφοπλίζω
αποθεκαρίζω = αποσπώ μεγάλα τεμάχια κρέατος από κόκκαλα
αποθελάκωμαν = ξεκούμπωμα
αποθελεκιάζω = ξεκουμπώνω
αποθεμελόνω = ξεθεμελιώνω
απόθεν = απ’ όπου, οπόθεν
απόθεν-καικά = απ’ όπου κοντά ακριβώς
απόθεν-κέσου = από ποιο μέρος
απόθεν-κιάνου = από ποιο μέρος προς τα άνω
αποθερίζω = αποθερίζω
αποθέριν = αποθέρισμα
αποθήκεμαν = τοποθέτηση κλωστικής ύλης στη κορυφή της ηλακάτης
αποθήκω = κοιμίζω μωρό
αποθηλυκώνω = ξεθηλιάζω, ξεκουμπώνω
αποθογαλίζω = συλλέγω το ανθόγαλα από την επιφάνεια του γάλακτος
αποθολώνω = φύρω, αποθολώνω
αποθρακώνω = σβήνω, πυρακτώνομαι, κοκκινίζω σαν το κάρβουνο
αποθρύβω = βγάζω κάτι με ισχυρό τρίψιμο
αποθυμάζω = εξατμίζω
αποθυμώνω = ξεθυμώνω
αποθωράζω = ξεθωριάζω
αποκαβαλκεύω = ξεκαβαλικεύω
αποκαβαλκιάζω = βοηθώ στο ξεκαβαλίκεμα
αποκαγανεύω = αποθέρισμα με δρέπανο
αποκαγκελάζω = ισιώνω
αποκαθάζω = αφαιρώ τις άκρες του ψωμιού
αποκαθαρίζω = καθαρίζω εντελώς
αποκάθεν = από τα κάτω μέρη προς τα άνω
αποκάθεν-καικά = από το κάτω μέρος ακριβώς
αποκάθεν-κέσου = από το κάτω μέρος ίσια
αποκάθεν-κιάνου = από κάτω προς τα άνω
αποκαθενά = αποχωρητήριο στην παιδική γλώσσα
αποκαινουργής = εξ νέου
αποκαίω = κατακαίω
απόκακα = αναρρωτικά
απόκακας = είμαι σε ανάρρωση
αποκαλαμάζω = ξετυλίγω το νήμα από τα καλάμια
αποκαλαντάζω = ψάλλω τα κάλαντα
αποκαλατζεύω = μιλώ απρεπώς
αποκαλιβούμαι = φθείρω τα πέταλα
απόκαμα = κάψιμο στο στόμα
αποκαμακουλώνω = γέρνω
αποκαμάρωμα = αφαίρεση νυφικού πέπλου
αποκαμαρώνω = αφαιρώ νυφικό πέπλο
αποκαμίζω = αποσύρω τους δαυλούς της εστίας και σβήνω την πυρά
αποκάμιν = δαυλός της εστίας είτε καιγόμενος είτε σβησμένος
αποκαμινώνω = σβήνω την πυρά της εστίας αποσύροντας τους δαυλούς
αποκαπνίζω = άνθη επιταφίου, βαμβάκι από σκούπισμα επιταφίου κτλ. για απαλλαγή ματιάσματος
αποκαπνισμός = η πράξη του αποκαπνίζειν
αποκαρακατζώνω = αφαιρώ την κόρα του ψωμιού
αποκαρδίζω = αποθαρρύνω, απογοητεύω
αποκαρδώνω = αποκαρδιώνω
αποκαρπουτζίζω = αφαιρώ την κόρα του ψωμιού
αποκαρτελίζω = κομματιάζω, καταξεσκίζω
αποκαρφώνω = ξεκαρφώνω
αποκαταθαρρώ = έχω εμπιστευθεί όλες τις ελπίδες μου
αποκατάνου = από κάτω προς τα άνω
αποκατενίζω = ξεπλένω
αποκατενίσμιν = το καλώς καθαρισμένο καννάβι
αποκατηβαίνω = καταντώ
αποκατορθώνω = κατορθώνω εντελώς
αποκατουρεύκομαι = επείγομαι προς ούρηση
αποκατουρώ = επείγομαι προς ούρηση, τελειώνω την ούρηση
αποκατρανώνω = αφαιρώ το κατράμι από δοχείο
page===18

αποκάτω = από κάτω
αποκαυκαλιδάζω = αφαιρώ την αποξηραμένη εσχάρα πληγής
αποκαυκαλίζω = ξεφλουδίζω, απογυμνώνομαι
αποκαχλάζω = αποχρέμπτομαι
αποκαχλίζω = αποχρέμπτομαι
αποκάψιμον = κατακαίω
αποκενώνω = μεταγγίζω φαγητό στα πιάτα
αποκερατώνω = γίνομαι σκληρός σαν κέρατο
αποκερετζάζω = αφαιρώ την κόρα ψωμιού
αποκερετζίζω = αφαιρώ την κόρα ψωμιού
αποκερετζώνω = αφαιρώ την κόρα ψωμιού
αποκερκελλάουμαι = ξεκουλουριάζομαι
αποκεφαλέα = σφαλιάρα
αποκεφαλίζω = αποκεφαλίζω
αποκεφαλού = υπεράνω
αποκινάζω = ξεσυνερίζομαι την εργασία απαιτώ να την κάνει άλλος
αποκινώ = ξεκινώ
αποκλαινίζω = κάνω κάποιον να κλαίει δυνατά
αποκλειδώνω = ξεκλειδώνω
αποκλερίσκουμαι = απελπίζομαι, απογοητεύομαι
αποκλερώνω = αποκληρώνω
απόκλισμαν = γέρσιμο
αποκλουκίζω = παύω να κλωσσώ
αποκλώθω = ξεστρίβω
απόκλωσμαν = ξεστριμμένη κλωστή
αποκλωστέριν = εργαλείο με το οποιό ξεστρίβεται η κλωστή
αποκνήσκομαι = παύω να αισθάνομαι φαγούρα
αποκοδέσποινα = ανοικοκύρευτη
αποκοδεσποινία = ανυκοκυροσύνη
αποκοιμίζω = αποκοιμίζω
αποκοιμούμαι = ξυπνώ
αποκοκκινάζω = ξεκοκκινίζω
αποκοκκινιζω = ξεκοκκινίζω
αποκολλίζω = αποκολλώ, απογαλακτίζω
αποκόλλιν = αποκόλληση, απογαλακτισμός
αποκολλιστέριν = απογαλακτισμένος
αποκολού = το κατώτατο μέρος
αποκόλωμαν = ξεκώλιασμα
αποκολώνω = ξεκωλώνω
απόκομμαν = έκτρωμα, εξάμβλωμα
αποκομμάτιν = απογαλακτισμένο βρέφος
αποκόμμιν = το ευτελέστερο μαλλί για γόμωση στρωμάτων
αποκονιδάζω = ξεψειρίζω
αποκοντυλώ = ξεκουράζομαι
αποκοπανίζω = κτυπώ με κόπανο στάχυα προς αφαίρεση σίτου
αποκοπάρι = απογαλακτισμένο βρέφος
αποκοπή = αποκοπή
αποκοπρώνω = καθαρίζω από κόπρανα ζώου
αποκορδυλάζω = λύνω κόμπο
αποκορτζίζω = καθαρίζω, παστρεύω
αποκορτζώνω = καθαρίζω, παστρεύω
αποκοσμίζω = γίνομαι ακοινώνητος
αποκοτζακιάζω = ξεκουμπώνω
αποκοτζίζω = παύω να κουτσαίνω
αποκοτοσάζω = απογυμνώνω το στάχυ του αραβοσίτου αφαιρώντας τα περικαλύματα
αποκοτσινούδια = απορρίματα κοσκινίσματος
αποκουβαράζω = ξεκουβαριάζω
αποκουμπάζω = ξεκουμπώνω
αποκουμπίζω = στηρίζομαι, ακουμπώ
αποκουμπώνω = ξεκουμπώνω
αποκουντέμιν = περιφρονητικός, κακομεταχειρισμένος
αποκουντέσιμος = περιφρονημένος
αποκούντιν = άρτος φτιαγμένος από υπολείμματα ζύμης
αποκουντώ = παραγκωνίζω, περιφρονώ
αποκουράν = με σειρά όλοι
αποκουρεύω = διαλύω κάτι κακτοποιημένο
αποκούριν = κούτσουρο
αποκουρφίζω = επαινώ, εγκωμιάζω
αποκόφτω = αποκόβω, απογαλακτίζω
αποκοχλιδάζω = ξετυλίγω
Αποκρέα = Αποκριά
αποκρεατίζω = αποκρεύω
αποκρεμαλίζω = κρεμώ
αποκρεμάνω = ξεκρεμώ
απόκριση = απάντηση
αποκρίσκομαι = αποκρίνομαι
αποκρυαίνω = αποκρυαίνω, αποπαγώνω
απόκρυφα = κρυφά, λαθρά
αποκρυφάουμαι = αποκρύβομαι
αποκρύφως = κρυφά, λαθραία
αποκρυώνω = αποκρυαίνω, αποπαγώνω
απολαβιδώνω = βγάζω τη λαβίδα
απολαδάριν = ψωμί με πολλή ψίχα
απολάδιν = ψίχα, ψαχνό
απολαδόστομος = βραδύγλωσσος
απολαδού = σιγανή
απολαδώνω = γίνομαι σαν ψίχα
απολαδώνω = καθαρίζω από το λάδι
απολαΐζω = καταρρέω
απολαλωμένος = άλαλος
απολάμνω = τελειώνω το όργωμα
απόλαμπρα = μετά το Πάσχα
απολαναρίζω = τελειώνω την επεξεργασία μαλλιού
απολαντζαρούμαι = ζαλίζομαι
απολασκίζω = περιφέρω
απολαταρίζω = κινώ ελαφρώς
απολαφρύνω = κάνω κάτι ελαφρότερο
απολαφρώνω = κάνω κάτι ελαφρότερο
απολαχμάζω = ξελαχανιάζω
απολείπω = λείπω
απολείτρουγα = μετά την λειτουργία
απολείτρουγος = ο μετά την λειτουργία
απολείφιν = το υπολειπόμενο μετά την πλύση σαπούνι
απολέκω = εγκαταλείπω, επιτρέπω, αποστέλλω, καθυστερώ
απολέξιμον = καθυστέρηση
απολεπιδάζω = ξελεπίζω, ξεφλουδίζω, γδέρνω
απολεπιδίζω = ξεφλοιώνω
απολεσμένος = χαμένος
απόλετον = ορμητικός
απολεχούσα = αυτή που τελειώνει τη λοχεία
απολεχουσεύω = αναλαμβάνω εκ της λοχείας
αποληταράζω = ξετυλίγω
απολιβώνω = ξεσυννεφιάζω
απολιγδώνω = καθαρίζω από τη λίγδα
απολιγοθυμάζω = κάνω κάποιον να συνέλθει από λιποθυμία
απολιγοθυμώ = συνέρχομαι από λιποθυμία
απολιγώνω = κάνω κάποιον να συνέλθει από λιποθυμία
απόλιθα = υπολείμματα κοσκινίσματος ανάμεικτα με λιθαράκια
απολιθώνω = σηκώνω την πέτρα
απολιθώνω = μένω άφωνος, κοκάλωσα
page===19

απολιμανίσκουμαι = τρώω βιαστικά και αρπαχά
απολινάριν = φθαρμένο ύφασμα
απολινώνω = φθίρομαι
απολόγερα = ολόγυρα, γύρω γύρω
απολογία = απολογία
απολογώ = αποκρίνομαι
απολούσια = το λούσιμο του βρέφους τρεις μέρες μετά τη βάπτιση
απόλουτρα = το λούσιμο του βρέφους τρεις μέρες μετά τη βάπτιση
απολοχάζω = ψύχομαι λίγο
απολοχούδι = ασαράντιστο μωρό
απολύομαι = ρευστοποιούμαι, λιώνω
απόλυση = λήξη λειτουργίας
απολύω = εγκαταλείπω, επιτρέπω, αποστέλλω, καθυστερώ
απολωράουμαι = μου φεύγουν τα λουριά
απομαθάνω = ξεμαθαίνω
απομάθεμαν = ξεμάθηση
απομαθίζω = ξεμαθαίνω
απομακρά = από μακριά
απομάκρα = κατά μήκος
απομακράζω = απομακρύνω
απομακράς = εξ αποστάσεως
απομακρόθεν = από μακριά
απομακρύνω = απομακρύνω
απομάλα = σε ευθεία γραμμή, ασκόπως
απομαλλίγουμαι = ξεμαλλιάζομαι
απομανικούμαι = ανασκουμπώνομαι
απομαντζιρίζω = τελειώνω τη νηστεία
απομαντζιρώνω = τελειώνω τη νηστεία
απομαντζουλώνω = πλένω τα πιάτα από υπολείμματα τροφής
απομανώνω = καθαρίζω την αιθάλη
απομαργώνω = χάσκω
απομαρτακώνω = αφαιρώ τα δοκάρια στέγης
αποματώνω = καθαρίζω αίμα
απομαυρίζω = ξεμαυρίζω
απομαυρίνω = ξεμαυρίζω
απομεθώ = ξεμεθώ
απομεινάριν = απομεινάρι
απομελέτετα = αφρόντιστα, ξέννοιαστα
απομελετώ = παύω να μελετώ, ξεννοιάζω
απομένω = απομένω, υπολείπομαι
απομεσήμερα = απομεσήμερα
απομεσήμερον = απομεσήμερο
απομίκρας = από μικρός
απομικροθέας = από μικρός
απομικρόθεν = από μικρός
απομικροτές = από μικρός
απομιλίδα = στρίφωμα
απομιλίζω = στριφώνω
απομονώνω = απομονώνω
απομόνωση = απομόνωση
απομουντζουρώνω = πλένω τα πιάτα από υπολείμματα τροφής
απομυλίουμαι = εξαρθρώνω μηρό
απομυξίζω = αφαιρώ μύξα
απομυξώνω = αφαιρώ μύξα
απομυρίζω = παύω να μυρίζω
απομυρούμαι = αποβάλλω το άγιο μύρο
απομυτίζω = αποκόβω το καμμένο μέρος του φυτιλιού
απομωδώ = ξεμουδιάζω τα δόντια μου
απόμωρον = μωρουδάκι
απομωρούμαι = γέρος που γίνεται παιδί
απονεγκάζω = ξεκουράζω
απονερώνω = γίνομαι νερό
απόνετος = άπονος, άσπλαχνος
απονευρίσκομαι = χάνω τα νεύρα μου
απονεφράζω = χάνω τα νεφρά
απονεφρίζω = χάνω τα νεφρά
απονήστα = η προηγούμενη μέρα των νηστειών
απονηστάζω = αποκρέω
απονία = απονία, άσπλαχνία
απονίφκουμαι = νίβω μόνο τα άκρα των δακτύλων
απονίψιμα = νερό του νιψίματος από ιερέα που θεωρείται ιαμαντικό
άπονος = άπονος, άσπλαχνος
απονουνίζω = παύω να σκέφτομαι
αποντίλωτος = μη στρομένος με χοντρά σανίδα
απονυστάζω = ξενυστάζω
απόνυφος = νύφη χηρεύουσα
απονυχτεύω = διανυκτερεύω
αποξαμώνω = καταμετρώ, αντιμετρούμαι
αποξάφτω = σβήνω φωτιά
αποξενώνω = αποξενώνω
αποξεραζούμαι = ξεκαρδίζομαι
αποξεραίνω = παύω να είμαι ξερός
απόξερος = κατάξηρος
αποξηλώνω = ξηλώνω
αποξυλώνω = γίνομαι σαν ξύλο, λιποθυμώ, ψύχομαι
αποξυπολύουμαι = μένω ξυπόλυτος
αποξυραφίζω = τελειώνω το ξύρισμα
απόξυσμαν = στερνοπαίδι
αποξύσμιν = στερνοπαίδι
αποπαγκαικά = από πάνω προς τα κάτω
αποπαγκέσου = από το έπανω μέρος
αποπαγκιάνου = από ανωτέρου σημείου προς τα άνω
αποπαγώνω = ξεπαγώνω, λιώνω
αποπαζύνω = αδυνατίζω
αποπαθάνω = παύω να παθαίνω
αποπαίδιν = στερνοπαίδι
αποπαιδώνω = παύω να γενώ τέκνα
αποπαίρω = καταλαμβάνω, εννοώ, νοιώθω
αποπαλαιώνω = ανακαινίζω
αποπαλαλώνω = θεραπεύω την παραφροσύνη
αποπάνω = από πάνω
αποπαρούμαι = μένω άφραγκος
αποπατώ = παύω να πατώ
αποπέραν = από πέρα
αποπεσμένος = αδύνατος, ασθενικός
αποπεταλώνω = αφαιρώ τα πέταλα ζώου
αποπιπιλώνω = ξηλώνω
αποπιρνίζω = ξυπνώ χαράματα
αποπιρρίφτω = ξεφουρνίζω τα ψωμιά
αποπισσούμαι = μου φεύγει η πίσσα
αποπίσω = αποπίσω
αποπλαγίζω = λυποθυμώ
αποπλαγκαικά = από το παραπέρα μέρος ακριβώς
αποπλαγκέσου = εκ των πλησίων εκεί μερών
αποπλαγκιάνου = από τα παραπέρα μέρη προς τα άνω
αποπλάν = από το παραπέρα μέρος
αποπλανεύω = αποπλανώ
αποπλανώ = αποπλανώ
αποπλέκω = ξεπλέκω
αποπλύμιν = υπολείμματα φαγητού
page===20

αποπλυμόπον = λίγη ποσότητα ύδατος
αποπλύνω = πλύνω πρόχειρα, ξαναπλύνω
αποπνοΐουμαι = μου κόβεται η αναπνοή, εξαντλούμαι
αποπολεμώ = προσπαθώ να συνεχίσω το έργο
αποπονώ = παύω να πονώ
απόποπας = ιερές που απέβαλλε την ιεροσύνη είτε οικειοθελώς είτε καθαιρεθείς
αποπότε = από πότε
αποπού = από πού
αποπουδεγκαικά = από κάπου προς τα κάτω
αποπουδεγκέσου = από κάπου
αποπουδεγκιάνου = από πουθενά
αποπουδέν = από πουθενά
αποπουθέν = από πουθενά
αποπουρνού = από νωρίς
αποπυκνώνω = αραιώνω
άπορα = κακώς, απρεπώς
αποργελώ = περιγελώ
απορεξίσκομαι = χάνω την όρεξή μου
απόρευτος = άπορος, φτωχός
απορία = απορία
απορκίζω = εξορκίζω
άπορος = άπορος
απορρέμι = απόσταγμα ρακής
απόρριζα = σύρριζα
απορριζώνω = ξερριζώνω
απορρίφτω = ζώω που αποβάλει
απορροκίζω = τελειώνω οποιοδήποτε έργο
απορροκώνω = τελειώνω οποιοδήποτε έργο
απορρουπάεται = τελειώνω οποιοδήποτε έργο
απορροχάζω = ροχαλίζω
απορρωγίζω = αποστώ τις ρώγες σταφυλιού
απορφανίσκουμαι = ορφανεύω
απορχίδαστος = αυτός που δεν πάσχει από κήλη
απορωτός = σχεδόν φτωτός
αποσαβανώνω = αφαιρώ σάβανο νεκρού
αποσακκιάζω = αδειάζω το σάκο
αποσακκίζω = αδειάζω το σάκο
αποσαλακιάζω = διαλύω το σαλάκι, ξεφορτώνω
αποσαλακώνω = διαλύω το σαλάκι, ξεφορτώνω
αποσαμαρώνω = ξεσαμαρώνω
αποσανιδώνω = αφαιρώ τα σανίδια
αποσαπίζω = αφήνω να σαπίσει τελείως
αποσάφλα = υπολείμματα φαγητού σαλιασμένα
αποσαφλίζω = σαλιάζω
αποσαφλουκίζω = σαλιάζω κάτι
αποσαχλάζω = σαλιάζω κάτι
αποσαχλίζω = αποχρέμπτομαι
αποσαχταλώνω = κάθομαι με σκέλη ανοιχτά
αποσαχταρώνω = αφαιρώ τη στάχτη
αποσαχτώνω = πλένω την Καθαρή Δευτέρα τα μαγειρικά σκεύη με σταχτόνερο
αποσαχτώνω = αφαιρώ την πατημένη κοπριά της μάνδρας
αποσεβελάζω = ξετυλίγω την κούκλα του νήματος για να το κουβαριάσω
αποσέλι = το μέσο τμήμα της γυναικείας περισκελίδας
αποσιμά = εκ του πλησίον
αποσινώνω = διαλύω τους πόντους πλεκτού
αποσιρώνω = αφαιρώ το καϊμάκι του γιαουργιού ή γάλακτος
αποσκάλιν = έργο το οποίο άρχισε
αποσκαλώνω = σταματώ το έργο μου είτε ως περατωθέν είπε ως μέλλων να το επαναλάβω
αποσκεδάζω = αλλάζω σχέδιο, σκοπό
αποσκελάουμαι = πάσχω από εξάρθρωση του γομφού
αποσκελίζω = διασπώ τα σκέλη
αποσκελούμαι = ανοίγω υπερμέτρως τα σκέλη
αποσκεπάζω = ξεσκεπάζω
αποσκέπαστος = ξεσκέπαστος
αποσκεπώνω = αφαιρώ την σκεπή οικοδομής
αποσκευάζω = τακτοποιώ τα μαγειρικά σκεύη
αποσκευάρι = μέρος όπου τοποθετούνται τα οικιακά σκεύη
αποσκευαρίζω = τακτοποιώ τα οικιακά σκεύη στη θέση τους
αποσκευάριστος = μη απαλλαγμένος από σκεύη
αποσκευαστέριν = μέρος όπου τοποθετούνται τα οικιακά σκεύη
αποσκευή = το σύνολο των οικιακών σκευών
αποσκιάουμαι = βλέπω ελαφρά ως σκιά
αποσκίζω = ξεσκίζω
αποσκιστάρης = αυτός που ξεσκίζει τα ρούχα του
αποσκιστέας = αυτός που ξεσκίζει τα ρούχα του
αποσκλαβώνω = ξεσκλαβώνω
αποσκολάζω = σχολάω από τη δουλειά
αποσκορδώνω = πλύνω για να φύγει η μυρωδιά του σκόρδου
αποσκουλίουμαι = ξεγοφιάζομαι
αποσκυλλάζω = ξεμυρίζω
αποσουφρώνω = ξεσουφρώνω
αποσπάνω = αγανακτώ
αποσπαράζω = απαλλάσσομαι από φόβο
αποσπερής = αποβραδίς
αποσπιτούμαι = ξεσπιτώνομαι
αποσπογγίζω = σκουπίζω με πανί τα πλενόμενα σκεύη
αποσπόγγιν = πανί με οποίο καθαρίζουν το βρέφος
αποσποντυλώνω = αφαιρώ τον σπόνδυλο απ’ το αδράχτι
αποσπόριν = στερνοπαίδι
αποσπορώνω = αποκτώ σπόρους
αποστάζω = παύω να στάζω
αποσταλάζω = κατασταλάζω
αποσταλίζω = λύνω από τη φάτνη
αποσταπιδώνω = παραχορταίνω
αποσταρζίουμαι = μου τελείωσε η προμήθεια τροφών
αποσταυρώνω = λύνω το σταυρό
αποστεγάζω = ξεστεγάζω
αποστέκω = σταματώ, στέκω
αποστηθίζω = αποστηθίζω
αποστοιβάζω = διαλύω σωρό στοιβαγμένων πραγμάτων
αποστολίζω = χάνω τα στολίδια μου
απόστολος = απόστολος
αποστομάτου = προφορικώς
αποστομώνω = αποστομώνω
αποστουρακώνω = στέκομαι ίσια
αποστραβώνω = ξεστραβώνω
αποστραγγαλίζω = πνίγω
αποστραγγαλούμαι = πνίγομαι
αποστραγγίζω = αποστραγγίζω
αποστρατίζω = ξεστρατίζω
αποστρώνω = ξεστρώνω
αποστυλώνω = ξεστυλώνω
αποστυπώνω = αφαιρώ την οξεία γεύση
αποσυβάλκουμαι = κουράστικα πολύ
αποσυνάγωμαν = η αποφυγή συναναστροφής με κάποιον
αποσυνηθίζω = ξεσυνηθίζω
αποσυνοράζω = χωρίζω σύνορα
αποσυνορθάζω = ανακατεύω
αποσύρκουμαι = αποσύρομαι
αποσυρτού = γάλα από το οποία έχει αφαιρεθεί το πρωτόγαλα
page===21

αποσυφτιλάζω = ξεφτίζω
αποσυφωτάζω = ανακτώ την διαύγεια της όρασης
αποσφραγίζω = ξεσφραγίζω
αποσωρεύω = εξαφανίζω
αποταβανώνω = αφαιρώ το ταβάνι
αποτάζω = ανακαλώ
αποταρασέα = το αλεύρι που προσθέτουμε στη ζύμη όταν ανέβει για να μην ξινίσει
αποτατάουμαι = χειρονομώ εναντίον κάποιου
αποταχύ = από πολλού
αποτεκνώνω = σταματώ την τεκνοποίηση
αποτέμι = αποφάγια
αποτενού = από τώρα και στο εξής
αποτετεκιάζω = καθαρίζω από τη μούχλα
αποτετζώνω = φουσκώνω από τη πολυφαγία
αποτζακούμαι = θερμαίνομαι
αποτζαμακώνω = τεντώνομαι
αποτζανίζω = αφαιρώ το περίβλημα από το καρύδι
αποτζαντικώνω = ακινητοποιούμαι, πεθαίνω
αποτζαντώνω = κρυώνω υπερβολικά
αποτζατζαλίζω = απογυμνώνω
αποτζατζαλώνω = απογυμνώνω
αποτζαχνίζω = ξεκοκαλίζω
αποτζεπλάζω = ξεφλουδίζω
αποτζεπλίζω = ξεφλουδίζω
αποτζεπράζω = ξεβρωμίζω
αποτζεπρούμαι = ξεψειρίζομαι
αποτζερίζω = διασπώ
αποτζετζεκώνω = φουσκώνω από τη πολυφαγία
αποτζεφίζω = ξεριζώνω τα αγριόχορτα και καθαρίζω το μέρος
αποτζιγγρώνω = χύνω δάκρυα, θρηνώ
αποτζιγκαλιδάζω = διαλύω το κομβο κλωστής
αποτζιγκούμαι = τεντώνομαι
αποτζιλτεύκομαι = κατουριέμαι
αποτζιμπλάζω = αφαιρώ τις τσίμπλες των ματιών
αποτζιργανίζω = τσιγαρίζω κρέας
αποτζιρουφίζω = ρουφάω, απορροφώ
αποτζιτζανίζω = απορροφώ με δύναμη υγρό
αποτζιτίζω = κρυφοκοιτάζω
αποτζοβίζω = αποσπώ από ξύλο μικρά τεμάχια
αποτζοβώνω = αποσπώ από ξύλο μικρά τεμάχια
αποτζουκαλώνω = βγάζω κάτι από το τσουκάλι
αποτζουλουφάζω = ανοίγω το φασόλι και βγάζω τον καρπό
αποτζουλουφίζω = ανοίγω το φασόλι και βγάζω τον καρπό
αποτζουμίζω = ξεζουμίζω
αποτζουπώνω = σφίγγω τα χείλη
αποτζουρώνω = αποστραγγίζω
αποτιλαΐζω = εκτείνω το χέρι πίσω ώστε να πάρω φόρα για δυνατότερο χτύπημα
αποτιμάζω = ατιμάζω
αποτιμία = βλασφημία
αποτιμώ = προσβάλλω, βλασφημώ
αποτιμώνω = προσβάλλω, βλασφημώ
αποτινάζω = ξετινάζω
απότιστος = απότιστος
αποτοζώνω = ξεσκονίζω
αποτολμία = τόλμη
αποτουβραδής = αποβραδίς
αποτουντουνίζω = τρέμω
αποτουνύ = από εδώ και μπρος
αποτουρίζω = επιπλήττω
αποτουριστά = επιπληκτικά
αποτούριστος = μη επιπληχθείς
αποτουφίζω = παύω να εκπέμπω ατμό
αποτραγώνω = στέκομαι και κοιτώ ως τράγος, ως αναίσθητος
αποτραμπουτζώνω = ξεφουσκώνω από την πολυφαγία
αποτραχηλίγουμαι = αποκοπή αγγείου
αποτρελίγουμαι = φθείρομαι
αποτρεχτή = ταχύς δρόμος
αποτρέχω = καταδιώκω
αποτριγυρίζω = περιτριγυρίζω
αποτριντανώνω = τεντώνομαι, παραφουσκώνομαι
αποτριτζώνω = τρέμω από το ψύχος
αποτρίφκουμαι = φθείρομαι
αποτρομάζω = παύω να τρέμω
αποτρώγω = παύω να τρώγω
αποτσαβαρίζω = διασπώ, διασχίζω
αποτσαβαρώνω = διασπώ, διασχίζω
αποτσαβλουκίζω = γεύομαι και αφήνω υπόλειμμα σαλιασμένο
αποτσαβλούκιν = υπόλειμμα τροφής σαλιασμένο
αποτσαγκαλίζω = πιτσιλίζω
αποτσακλίζω = στρίβω τις αρθρώσεις των δακτύλων για να κροτήσουν
αποτσανίζω = τελειώνω το ράντισμα
αποτσαπρώνω = μισοκλείνω το μάτι μου και εξακριβώνω την ισότητα επιφάνειας
αποτσαρακώνω = σπαταλώ, εξαφανίζω
αποτσαχλίζω = αποσπώ τεμάχιο ξύλου
αποτσαχλίμιν = αποσπώμενο κλαδί δέντρου
αποτσιλάζω = ξεσκεπάζω
αποτσιληπορδίουμαι = πρήζομαι
αποτσιματούμαι = ξεθαμπώνω τα μάτια
αποτσινίζω = αποχωρίζω καρπό από τη σκελίδα
αποτσιφίζω = αποσπώ βλαστό φυτού
αποτσιχαλίζω = διαχωρίζω, διασπώ
αποτσιχάλιν = αποσπώμενο κλαδί
αποτσιχαλιστά = με ανοιχτά σκέλη
αποτσιχαλιστός = καθισμένος με ανοιχτά σκέλη
αποτσουλάζω = ξεσκεπάζω
αποτσουμαχούμαι = αποδηλητηριάζομαι, ξεφαρμακώνομαι
αποτύλι = ξετύλισμα
αποτυλίζω = εκτυλίσσω, ξετυλίγω
αποτώρα = στο εξής
απουλετος = απούλητος
απούλλωτος = χωρίς πουλιά
αποφάγειν = αποφάγια
αποφαγία = έλλειψη τροφής
αποφαγίζω = τελειώνω την παροχή τροφής
αποφαγόπον = λίγα αποφάγια
αποφαμρακώνω = ξεφαρμακώνω
απόφαση = απόφαση
αποφασίζω = αποφασίζω
αποφέρω = χάνω τη σφοδρότητα, την οξύτητα, ανακουφίζομαι
αποφεύω = αποφεύγω
αποφλεμαίνω = παύω να έχω φλόγωση
αποφοβίζω = αποβάλλω το φόβο
αποφορίζω = ξεντύνω
αποφόριν = παλαιωμένο φόρεμα
αποφορτίουμαι = ξεφορτώνω
απόφουρνα = ψητά μέσα στο φούρνο
αποφούρνιν = προθερμασμένος φούρνος
αποφουσκαλιδάουμαι = σκάζω, απαλλάσσομαι από οίδημα
αποφουσκώνω = ξεφουσκώνω
αποφράζω = αφαιρώ μέρος από το φράκτη, διασπώ, φθείρω
page===22

αποφρουντουλίζω = μαδάω φύλλα δέντρου ή άνθους
αποφτειράζω = ξεψειρίζω
αποφτιλίζω = ξεπουπουλιάζω
αποφτουλάσκομαι = ξεπουπουλιάζομαι
αποφτύρω = ξαφνιάζω και τρέχω
αποφτύω = ξεφτίζω
αποφυλακίζω = αποφυλακίζω
αποφυλακώνω = αποφυλακίζω
αποφυλλίζω = αποσπώ, ξεφυλλίζω
αποφύρω = χάνω τη θερμότητα
αποφυσώ = φυσώ για να διώξω τους δαίμονες με εξορκισμό
αποφυτεύω = ξεριζώνω
αποχαγκίζω = βογγώ από πόνο
αποχαιρετία = αποχαιρετισμός
αποχαιρετώ = αποχαιρετώ
αποχαλαένω = φθείρω το κασσιτέρωμα σκεύους
αποχαλάζιν = αφρίζον κύμα
αποχαλακώνω = αποναρκώνω από τη χαλαρότητα
αποχαλάνω = κλαίω γοερά
αποχαλαρύνω = χαλαρώνω
αποχαλαρώνω = χαλαρώνω
αποχαλεβρύνω = παραλύω, ναρκώνω
αποχαμελά = από χαμηλά
αποχαμνίζω = αποχαύνωση
αποχανταβλώνω = εξαρθρώνω, αποσυντίθεμαι
αποχαντζεύω = τσουρουφλίζω, καψαλίζω
απόχαρα = ματαίωση γάμου
αποχαρακώνω = σφραγίζω
αποχαρατζώνω = παρασκευάζω φαγητό
αποχαρβαλώνω = διαλύω, αποσυνθέτω
αποχαρταλώνω = ευρύνω παπούτσι, σχίζω, διασπώ
αποχάσμα = χασμουρητό
αποχασμούμαι = χασμουριέμαι
αποχασταλακούμαι = ναρκώνω, αποχαυνώνομαι
αποχαψώνω = καθαρίζω σκεύος από χαψιά
αποχέζω = χέζω πολύ
αποχερίζω = παραιτούμαι
αποχλοΐζω = κάνω να χάσει τη χλόη του
αποχλωραίνω = αποβάλλω το πράσινο χρώμα
αποχλωρίζω = αποβάλλω το πράσινο χρώμα
αποχλωρώνω = χλωμιάζω
αποχολάσκουμαι = ξεθυμώνω
αποχονατίζω = καθαρίζω από το χιόνι
αποχονίζω = καθαρίζω από το χιόνι
αποχονώνω = καθαρίζω από το χιόνι
αποχόνωτος = μη καθαρισμένος από χιόνι
αποχορταράζω = αποσπώ και καθαρίζω τα άγρια χόρτα
αποχορταρίζω = αποσπώ και καθαρίζω τα άγρια χόρτα
αποχουμίουμαι = εξασθενώ, αδυνατίζω
αποχοχολώνω = καθαρίζω μέρος από τα σκουπίδια
αποχρένω = ξεχρεώνω
αποχταλώνω = μετατοπίζω, μετακοινώ
αποχτενίδια = αποχτενίδια
αποχτίζω = εξακολουθώ και κτίζω
αποχυμίζω = πλύνω σιτηρά μέσα στη σκάφη έτσι ώστε να κατακαθίσουν τα πετραδάκια
αποχωματώνω = αφαιρώ χώμα
απόχωρα = μακριά
αποχωρίζω = αποχωρίζω
αποχωρισία = αποχωρισμός
αποψάλλω = τελειώνω το ψάλσιμο
απόψε = απόψε
αποψέ = από χθες
αποψεζ’νός = της προηγούμενης νύχτας, αποψινός
αποψηλά = από ψηλά
αποψινός = αποψινός
αποψυλλίζω = ξεψειριάζω
αποψυχίζω = πεθαίνω
απράγεμαν = αδράνεια, οκνηρία
απραγεύω = γίνομαι αδύνατος, καχεκτικός
απραγία = απραγία, αδράνεια
απραγιάζω = αδρανώ, οκνεύω
απραγιώνω = γίνομαι αδρανής, νωθρός, οκνηρός
απραγύνω = γίνομαι ανίκανος
απραγώ = αδυνατίζω
απραεύω = επιτηρώ, προστατεύω
απρανιζ’νόν = αυτός που έλαβε χώρα λίγο πρότερα
απρανίκα = προ ολίγο ακριβώς
άπραχτος = άπραχτος
απρένιστον = μη κομμένος με πριόνι
άπρεπα = άπρεπα, ανάρμοστα
απρεπία = απρέπεια
άπρεπος = άπρεπος, ανάρμοστος
απρεπωσύνη = απρέπεια
απρεψία = απρέπεια
Απριλέσιν = ο παραγόμενος τον Απρίλιο
Απρίλης = Απρίλιος
Απριλίτζα = μικρή αγελαδίτσα γεννημένη τον Απρίλιο
απρινάρευτος = αυτός που περνάει χωρίς θέρμανση
απροκοπωσύνη = απρόκοπος
απρόκοφτος = απρόκοπος
απρολόγευτος = απερίσκεπτος
απρολόετος = χωρίς προσευχή το πρωί
απροξένευτος = παντρειά χωρίς προξενιό
απροσκάλετος = απρόσκλητος
απροσκάλευτος = απρόσκλητος
απροσμοίραγος = αμοίραστη κληρονομιά
απροσώρευτος = μη περισυλλεγμένος
απρόφταστος = εκείνος που δεν τον προφταίνουμε
απρώνα = προ ολίγου
άπυρος = μη πυρωμένος
απύστερα = ύστερα
απυστεραίας = τέλος πάντων, επιτέλους
απυστερναία = έπειτα
απωβάσμιν = το τελευταίο αβγό της κότας που παύει να γεννά
άρ = άρα, λοιπόν
άρα = άρα
Άραβος = Άραβας
αραγμάδα = ρωγμή, σχισμή
αράδα = σειρά προτεραιότητας
αραδάζω = βάζω κατά σειρά, συναρμολογώ
αραδωτός = πολύχρωμος
αράε = πολύχρωμος
αράεμαν = ψάξιμο, έρευνα
αραέτσι = έτσι λοιπόν
αραευτής = ερευνητής
αραεύω = ψάχνω, ερευνώ
αράζω = ποτάμι που πλημμυρίζεται και κυλάει με ορμή
αράζω = ποτάμι που πλημμυρίζεται και κυλάει με ορμή
αραθυμαγμένος = επιθυμητός
αραθυμία = επιθυμία
page===23

αραθυμίαμα = επιθυμία
αραθυμώ = επιθυμώ
αραιά = αραιά
αραιός = αραιός
αραΐσιν = στενόμακρο
αραίωμα = αραίωμα
αραιώνω = αραιώνω
αράνιν = μέρος όπου ξηραίνουν φύλλα καπνού
αραπά = είδος άμαξας
Αράπης = αράπης
Αραπία = Αραβία
Αραπίτζος = πήλινο σκεύος μαύρο από τη χρήση
Αραποπούλλιν = παιδί Αιθίοπος
Αραράιδα = νεράιδα
αρατάνι = μέρος του αρότρου όπου προσαρμόζεται το υνί
αρατώρα = τώρα
αράχνα = αράχνη, ιστός αράχνης
αράχνασμαν = ιστός αράχνης
αραχνέα = ιστός αράχνης
αραχνουδάζω = αραχνιάζω
αραχνούδασμαν = ιστός αράχνης
αργά = αργά
αργαστεράς = αυτός που έχει εργαστήρι τεχνίτη
αργαστερέα = όσο εμπόρευμα χωράει σε ένα εργαστήρι
αργαστέριν = εργαστήρι
αργαστερώνω = γεμίζω ένα μέρος με πράγματα χωρίς τάξη
αργατεία = εργασία
αργάτες = εργάτης
αργατεύω = εργάζομαι
αργατικόν = μεροκάματο
αργατούραινα = εργατική, φιλόπονη
αργεύω = αργοπορώ
άργητα = καθυστερημένα
αργία = αργία
αργόβαλα = αργά, αργοκίνητα
αργόβαλος = αργός, βραδυκίνητος
αργοβασιλεύω = δύω αργά
αργονόετος = αργόστροφος
αργοπαιδούσα = αυτή που γεννά κατά αραιά διαστήματα
αργοπορεύομαι = πορεύομαι αργά
αργοπόρευτος = πορευόμενος αργά
αργοπορία = αργοπορία
αργόπορος = αργοκίνητος
αργοπορπάτεμαν = αργό περπάτημα
αργοπορώ = αργοπορώ
αργός = αργός
αργοσάλευτος = βραδυκίνητος
αργοσαλεύω = βραδυπορώ
αργόσης = νωθρός
αργοσωτός = αργοκίνητος
αργόχερος = νωθρός
αργοχώνευτος = δύσπεπτος
αργυρένος = αργυρένιος
αργύριν = αργυρός
αργυροκαρφωμένος = καρφωμένος με αργυρά καρφιά
αργυροκαύκιν = αργυρό ποτήρι
αργυροπαίδιν = παιδί αγαπητό
αργυρός = αργυρός
αργυροχάλκιν = αργυροκάζανο
αργυρωμένος = επαργυρωμένος
αργώ = αργώ
αργώς = αργά
αρδευτέριν = αρδευτήρι
αρδεύω = αρδεύω
αρέζωμου = προξενεί ευχαρίστηση
αρεσυία = ευχή αποχαιρετισμού
αρζούβαλος = απολίτιστος
άρινφιλότιμο = ντροπή
αριτερέρεστο = αριστερό χέρι
αρκάλειμμαν = λίπος αρκούδας
αρκάνθρωπος = αρκουδάνθρωπος
αρκάπιν = αγριαχλαδιά της οποίας τους καρπούς τρώει η αρκούδα
αρκοκαλομάννα = προ-προγιαγιά
αρκοκέφαλος = δυσμαθής
αρκόκολον = δύσοσμο φυτό
αρκοκόπαλον = είδος κόπανου που παράγει ήχο για να διώχνει τις αρκούδες
αρκολάχανον = αγριόχορτο με μεγάλα φύλλα
αρκόλορον = άνθος όμοιο με παπαρούνα
αρκομάλα = είδος ψώρας
αρκοπάλλακον = αρκουδάκι
αρκοπάππος = προ-προπαππούς
αρκοπλακοπατώ = κινούμε σαν αρκούδα
αρκοπούλλιν = νεογνό αρκούδας
άρκος = αρκούδα
αρκοτούζαχον = παγίδα αρκούδας
αρκοτσούβαλος = ευτραφής
αρκοτσούνα = θηλυκή αρκούδα
αρκουδάζω = μπουσουλίζω
αρκουδέα = οσμή αρκούδας
αρκουδευτά = μπουσουλώντας
αρκουδία = αρκούδα
αρκουδίζω = τετραποδίζω
αρκούδιν = αρκούδα
αρκουδιστά = μπουσουλώντας
αρκουδοπάλλακον = νεογνό αρκούδας
αρκουδότε = τρόποι και συνήθειες αρκούδας
αρκουδωτός = αγροίκος, αδέξιος
αρκωτά = κατά τρόπο της αρκούδας
αρμαγάς = δώρο, εφόδιο
αρμάδα = γλυκίσματα προς φιλοδώρημα παιδιών
αρμαθάζω = αρμαθιάζω
αρμάθαστος = αρμάθιαστος
αρμαθέα = αρμαθιά
αρμαθερέα = αρμαθιά
αρμαθεριάζω = αρμαθιάζω
αρμάθιν = συστοιχισμένος
αρμαία = άλμη
άρμαν = όπλο
αρματοφύλακας = αρματοφύλακας
αρμάτωμα = εξοπλισμός
αρματώνω = οπλίζω, εξοπλίζω
αρματωσία = αρματωσιά
αρμενεύω = αργοπορώ
αρμενίζω = αρμενίζω
αρμενίζω = αργοπορώ
αρμενογύριστος = Αρμένιος που έγινε ορθόδοξος
αρμενοκόλλυβα = κόλλυβα Αρμενίων
αρμενοκούνιν = μικρή και ατελής κούνια
αρμενοκόφτω = προχωρώ γρήγορα ανάμεσα σε Αρμένιους
άρμενον = εξαρτήματα πλοίου
page===24

αρμενόποπας = Αρμένιος παπάς
αρμενοπούλλιν = τέκνο αρμενίου
άρμη = άλμη
αρμονή = αρμός
άρμοσμαν = συναρμογή
αρμώνω = προσαρμόζω, συναρμόζω
αρμωτός = προσαρμοσμένος
άρμωτος = απροσάρμοστος
Αρναούτης = Αλβανός
Αρναούτικος = Αλβανικός
αρναπούτζ’κον = αρσενικό
αρναχεία = αρχή
αρναχευτέριν = αφετηρία
αρναχευτός = εκείνος του οποίου έγινε η αρχή
αρνάχευτος = εκείνος του οποίου δεν έγινε η αρχή
άρνεμαν = άρνηση
αρνετής = αρνητής
άρνηση = άρνηση
αρνιγάρης = μισάνθρωπος
αρνικιάριν = φυτό που έχει σπερματοφόρο βλαστό
αρνικίζω = οργώ προς συνουσία
αρνίκιν = σπερματοφόρος βλαστός φυτού
αρνικός = αρσενικός
αρνίν = αρνί
αρνίομαι = αρνούμαι
αρνιστής = απαρνούμενος
αρνιστίν = νεαρό πρόβατο που γεννά
αρνίτζα = θηλυκό αρνί
αρνομάλλιν = μαλλί αρνιού
αρνομάννα = γυναίκα που φροντίζει αρνιά
αρνόπουλλον = αρνάκι
αρνοστάλιν = μάνδρα για αρνιά
αρνοτόπιν = μάνδρα για αρνιά
αροκοπώ = αραιώνω τα φυτά του αραβοσίτου ξεριζώνοντας τα περιττά για να καρποφορήσουν
άρον άρον = γρήγορα γρήγορα
αροπέρυσι = πέρυσι
αροπέρυσι-καικά = πέρυσι
αροπερυσι-κέσου = πέρυσι
αροπερ’σιζ’νον = τα προηγούμενα έτη
άρος = αραίωμα
αρόσιν = βοσκότοπος
αρουδεύω = μπουσουλώ
αροχτεκαικά = προ ολίγων ημερών
αροχτεκέσου = προ ολίγων ημερών
αροχτές = προχθές
αροψέ = προχθές
αροψεζ’νος = προχθεσινός
αροψεκαικά = προχθές
αροψεκέσου = προχθές
άρπαγας = άρπαγας
αρπάζω = αρπάζω
άρπαστος = ανάρπαστος
αρπαχτά = αρπαχτά
αρπάχτες = σφετεριστής
αρπαχτή = αρπαχτή
αρπαχτής = σφετεριστής
αρπάχτικον = άρπαγας
αρπαχτός = αρπαχτός
αρραβώνα = αρραβώνας
αρραβωνάζω = αρραβωνιάζω
αρραβώνασμα = αρραβώνιασμα
αρραβωνόπιτα = πίτα αρραβώνα
άρραφος = μη ραμμένος
άρρηκος = ακατάλυτος
άρρητα = ανοησίες
αρρίζικος = άτυχος, δυστυχής
αρρίνιστος = αλιμάριστος
αρροκάνιστος = αροκάνιστος
άρρωστα = άρρωστα
αρρωστάρικος = φιλάσθενος
αρρώστεμα = φιλάσθενος
αρρωστία = ασθένεια
αρρωστικόν = φάρμακο
αρρωστικόπον = λίγη ποσότητα φαρμάκου
άρρωστος = άρρωστος
αρρωστύνω = ασθενώ
αρρωστώ = ασθενώ
αρρωστωτός = αδιάθετος
αρρώτητα = χωρίς ερώτηση
αρσούζης = θρασύς, αυθάδης
αρσουζλαεύω = φέρομαι αδιάντροπα
αρταχτέας = σφετεριστής
αρτή = άρτυμα
άρτος = άρτος
αρτουρεύω = αυξάνω
αρτούτζιν = άρκευθος
αρτοφόριν = δοχείο αγιασμένου άρτου
αρτυσία = άρτυμα
αρτύω = καρυκεύω
αρύνω = αραιώνω
αρύπλατος = αραιός και πλατύς
αρύς = αραιός
αρχάγγελος = αρχάγγελος
αρχαρέα = γυναίκα που γέννησε πρώτη φορά
αρχάριος = αρχάριος
αρχεύω = αρχίζω
αρχή = αρχή
αρχήθεν = εξ αρχής
αρχιερέας = αρχιερέας
αρχίζω = αρχίζω
αρχίνευτος = εκείνος του οποίου δεν έγινε η αρχή
αρχινεύω = αρχίζω
αρχινώ = αρχίζω
αρχογκιάζω = πλουταίνω
αρχογκιένω = πλουταίνω
αρχοντακά = πλουσιοπάροχα
αρχοντακός = αυτός που ανήκει σε πλούσιο
άρχοντας = άρχοντας
αρχοντία = πλούτος
αρχοντικός = αρχοντικός
αρχοντογεννημένος = αρχοντογεννημένος
αρχοντοκόρη = αρχοντοκόρη
αρχοντοκόριτζον = αρχοντοκόρη
αρχοντοπαιδεμένος = με αρχοντική ανατροφή
αρχοντοπαίδιν = παιδί άρχοντα
αρχοντοπορεύκουμαι = ζω ως άρχοντας
αρχοντοπούλλιν = παιδί άρχοντα
αρχοντοφανιγμένος = αυτός που έχει παρουσιαστικό αρχοντικό
αρχοντύνω = πλουταίνω
άσα = αναπνοή
page===25

ασαβανίαστος = ασαβάνωτος
ασαβάνωτος = ασαβάνωτος
ασαλγοσύνα = το να είναι κάποιος άτακτος, ατίθασος
ασαλγωτός = λίγο ζωηρός
ασάλευα = ασήκωτα
ασάλευτος = ασήκωτος
ασανίδωτος = ασανίδωτος
ασάπετος = ασάπιστος
άσαπος = ασάπιστος
ασαχτάρωτος = αυτός που δεν έχει λερωθεί με στάχτη
ασβέστιν = ασβέστης
άσβηστος = άσβηστος
ασέα = εκφράζει ευχή
ασεβός = ασεβής
άσειστος = αδιάσειστος
ασεραντάριστος = ασαράντιστος
ασήκωτος = ασήκωτος
ασημάδευτα = ασημάδευτα
ασημάδευτος = ασημάδευτος
ασημένος = ασημένιος
ασήμι = ασήμι
ασημικόν = ασημικά
ασημίν = ασημί
ασημοκαρφωμένος = καρφωμένος με αργυρά καρφιά
ασημώνω = ασημώνω, επαργυρώνω
ασημωτός = αργυρός
ασήμωτος = μη επαργυρωμένος
ασιδέρωτος = ασιδέρωτος
ασινάευτος = μη δοκιμασμένος αν έχει ή δεν έχει ελάττωμα
ασινός = αυτός που δεν έχει υποστεί βλάβη
ασκάλευτος = αυτός που δεν έχει αρχίσει ακόμα
ασκάμνιστος = αυτός που δεν έχει καθίσει
ασκάφιστος = σιτηρά που δεν έχουν ανατιναχθεί με σκάφισμα
άσκαφτος = άσκαφτος
άσκεμα = άσχημα
ασκεμάνθρωπος = ασχημάνθρωπος
ασκεμία = ασχήμια
ασκεμίζω = ασχημαίνω
ασκεμισία = ασχήμια
ασκεμόβγαλτος = αυτός που βγήκε άσχημος
ασκεμόγλωσσος = βλάσφημος, αισχρολόγος
ασκεμόγνωμος = δύστροπος
ασκεμοκάτζης = ασχημοπρόσωπος
ασκεμολογία = αισχρολογία
ασκεμομμάτης = ασχημομάτης
ασκεμομύτης = ασχημομύτης
ασκεμοπόδαρος = ασχημοπόδαρος
ασκεμοπροσωπία = δυσμορφία προσώπου
ασκεμοπρόσωπος = δύσμορφος
ασκεμόστομος = κακόγλωσσος
ασκεμότε = δυσμορφία, ασχήμια
ασκεμοφαγία = αυτός που τρώει άτακτα
ασκεμόφαιστος = άσχημα υφασμένος
ασκεμοφόρετος = άσχημα φορεμένος
ασκεμοχέρης = κουλλοχέρης
ασκεμόχτιστος = άσχημα χτισμένος
ασκεμύνω = ασχημαίνω
ασκεμώνω = ασχημαίνω
ασκεμωσία = ασχήμια
ασκεμωτός = λίγο άσχημος
άσκεν = δεν είναι έτσι;
ασκέπαστος = ασκέπαστος
ασκέριν = στρατός, στρατιώτης
ασκηταρείον = κατοικία ασκητή
ασκητεία = ασκητεία
ασκητεύω = ζω ζωή ασκητή
ασκητής = ασκητής
ασκίν = ασκός
άσκιστος = άσχιστος
ασλάευτος = δέντρο ανεμβολίαστο
ασλαεύω = μπολιάζω
ασλάνης = λιοντάρι
ασούφρωτος = ασούφρωτος
ασπάζω = χαιρετώ
ασπαλίζω = κλείνω παράθυρο, πόρτα κτλ.
ασπάλιστος = ανοιχτός
ασπαλιχτός = κλεισμένος
άσπαρτος = άσπαρτος
άσπαχτος = άσφαχτος
άσπιγγος = χαλαρός
ασπίδα = ασπίδα (φίδι)
ασπλάνεχτος = άσπλαχνος
άσπλανος = άσπλαχνος
άσπλαχνα = άσπλαχνα
ασπλάχνετα = άσπλαχνα
ασπλαχνία = ασπλαχνία
ασπλαχνωσία = ασπλαχνία
ασπόγγιστος = ασκούπιστος
ασπράδα = ασπράδα
ασπράδιν = ασπράδι
ασπράρης = υπόλευκος
ασπρειδής = υπόλευκος
Ασπρηθάλασσα = Αιγαίο Πέλαγος
ασπρήμερον = κοσμητικό επίθετο κερασιού
ασπρίδα = λευκότητα
ασπρίζω = ασπρίζω
ασπρογενάτες = ασπρογένης
ασπροειδερός = υπόλευκος
ασπροκατζάζω = εμφανίζομαι ως ανεπίληπτος
ασπροκάτζης = ασπροπρόσωπος
ασπροκατζίουμαι = κατηγορούμενος αθωώνομαι πλήρως
ασπροκέντη = κέντημα με λευκό νήμα
ασπροκέρασο = ασπροκέρασο
ασπροκέφαλος = ασπροκέφαλος
ασπροκίτρινος = ωχρόλευκος
ασπροκοκκινάδα = ασπροκοκκινάδα
ασπροκόκκινος = ασπροκόκκινος
ασπροκοκκύμελον = άσπρο δαμάσκηνο
ασπροκολόγκυθον = άσπρο κολοκύθι
ασπρόκολος = ασπρόκωλος
ασπρολάχανον = άσπρο λάχανο
ασπρολίθαρον = άσπρος λίθος
ασπρομάγουλος = αυτός που έχει άσπρα μάγουλα
ασπρομάλλης = ασπρομάλλης
ασπρομαλλίζω = ασπρίζω τα μαλλιά
ασπρομαλλούσα = ασπρομαλλούσα
ασπρομαλλώ = ασπρίζω τα μαλλιά
ασπρομμάτης = ασπρομάτης
ασπρομυτάζω = σχηματίζω πύο
ασπροπέτζης = αυτός που έχει λευκό δέρμα
page===26

ασπροπετζώ = λευκαίνομαι
ασπροπόδαρος = ασπροπόδαρος
ασπροπολίτικο = είδος λευκού σταφυλιού
ασπροπροσωπάζω = βγάζω ασπροπρόσωπο
ασπροπροσωπία = το να είναι κάποιος ηθικά άμεμπτος
ασπροπροσωπίζω = βγάζω ασπροπρόσωπο
άσπρος = άσπρος
άσπρος = άσπρος
ασπροσεβέλα = αυτή που έχει λευκό λαιμό
ασπροστάφυλον = άσπρο σταφύλι
ασπρόσυκον = είδος λευκού σύκου
ασπρότε = ασπράδα, λευκότητα
ασπροτζίκαρον = πνεύμονας
ασπροφόρετος = αυτός που είναι ντυμένος στα λευκά
ασπρόφορος = αυτός που είναι ντυμένος στα λευκά
ασπροφυλλάζω = δέντρο που λευκαίνονται τα φύλλα
ασπροφυλλίζω = κόβω τα λευκά φύλλα
ασπρόφυλλον = κατώτερο φύλλο λάχανου που αρχίζει να ασπρίζει
ασπρύνω = λευκαίνομαι
ασπρωτός = λίγο άσπρος
ασταλίχωτος = αυτός που δεν είναι απλωμένος τεντωτά προς ξήρανση
αστάριν = φόδρα
αστάρχιστος = αυτός που δεν προμηθεύτηκε τα αναγκαία τρόφιμα για το χειμώνα
αστέγαστος = αστέγαστος
αστέγνωστος = αστέγνωστος
αστέγωτος = αστέγαστος
αστελίαστος = αυτός που δεν έχει λαβή
αστενύνω = ασθενώ
αστερέωτος = αστερέωτος
αστίβιτος = πανί που δεν καταβράχηκε με θαλασσινό νερό για να λευκανθεί
αστό = αφότου
αστόλιστος = αστόλιστος
αστούδωτος = αυτός που είναι χωρίς κόκαλα
αστοχασία = απερισκεψία
αστόχαστα = αστόχαστα
αστόχαστος = αστόχαστος
αστόχευτος = απρόσεχτος
αστοχεύω = φέρομαι αδέξια
αστοχεύω = καταριέμαι να μείνει κάποιος ακληρονόμητος, να ερημωθεί, να καταστραφεί
αστόχιν = αυτός που είναι χωρίς κάτοχο
άστοχος = άστοχος
αστοχώ = αστοχώ
αστράβωτος = μη τυφλωμένος
αστραγάλιν = αστράγαλος
αστραπή = αστραπή
αστραπίζω = αστράφτω
αστράτευτος = παιδί που ακόμα δεν περπατάει
αστράφτω = αστράφτω
αστράφτω πολύ = παρασύρω
αστρίτζιν = άστρο
αστρολόγος = αστρολόγος
άστρον = άστρο
αστροπελέκιν = κεραυνός
αστροφεγγαράκιν = άστρα και φεγγαράκι
αστροφεγγάριν = άστρα και φεγγάρι
αστροφεγγία = ξαστεριά
αστροφεγγίζω = αστροφεγγίζω για να αποκτήσω μαγικές δυνάμεις
αστροφώς = αστροφεγγιά
άστρωτος = άστρωτος
αστύλωτος = αστύλωτος
ασυγγόμαστος = απλήρωτος
ασυγγύριστος = ασυγύριστος
ασύγκλιστος = άκαμπτος
ασύγκρεφτος = αυτός που δεν είναι καλυμμένος με τέφρα
ασυλλίβωτος = ανέφελος
ασυλλογισία = ασυλλογισιά
ασυλλόγιστα = ασυλλόγιστα
ασυλλόγιστος = ασυλλόγιστος
ασυμοζύγιαστον = εκείνο που ζυγίζεται σαν ασήμι
ασυνήθιστος = ασυνήθιστος
ασυνορθίαστος = ατακτοποίητος
ασυνόρθωτος = ατακτοποίητος
ασυντέρευτος = ακατάστατος στην εξωτερική εμφάνιση
ασύντζαιτος = αμίλητος
ασυντρόφαστος = ασυντρόφευτος
ασυντρόφευτος = ασυντρόφευτος
άσυρτος = ανέλκυστος
ασύφταστος = απρόφταστος
ασυφώνετος = ασυμφώνητος
ασώρευτος = ασυσσώρευτος
ασ’χώρετος = ασυγχώρητος
αταβάνωτος = χωρίς ταβάνι
ατάνωτος = αυτός που δεν είναι αρτυσμένος
ατάραχτος = ανακατωτός
ατάσταλος = άτακτος
άταφος = άταφος
αταχτία = έλλειψη τάξεως
άταχτος = άταχτος
αταχτοσύνα = ακαταστασία
αταχτωσία = αταξία
ατεινέθε = το δικό του
ατεινέτερον = το δικό τους
άτεκνος = άτεκνος
ατελείωτος = ατελείωτος
ατεπούριγος = σιτηρά που δεν έχουν καθαρισθεί με τεπούριν
ατέρετος = απαρατήρητος
άτεχνος = άτεχνος
ατζάκωτος = άσπαστος
άτζαλα = άτσαλα
άτζαλος = άτσαλος
ατζαμής = ατζαμής
ατζάπα = άραγε
ατζατζάλιγος = αυτός που δεν έχει καθαριστεί από το περικάρπιο
ατζέριγος = άσχιστος
ατζέριν = άσχιστος
ατζίλετος = αυτός που δεν λερώθηκε με περιττώματα
ατζίλτευτος = ακατούρητος
ατζίμιδος = ανόητος
ατζινάτιστος = αυτός που δεν λερώθηκε με κόπρανα πτηνού
ατζίναχτος = αυτός που δεν λερώθηκε με κόπρανα πτηνού
ατζούμιστος = αξεζούμιστος
ατζουντζούρευτος = ακαθάριστη κύτη ρυακιού προς ροή νερού
ατζουπίαστος = μη στερεωμένος με σφήνα
ατζούπωτος = ασκέπαστος με κάλυμμα
ατζούρωτος = αστείρευτος
ατζούχνιστος = φαγητό μη τσικνισμένο
ατιμάζω = ατιμάζω
ατίμετος = αίσχος, όνειδος
ατίναχτος = αξεσκόνιστος
άτοκα = άτοκα
page===27

ατοκαικά = αυτό ακριβώς
άτοκος = άτοκος
ατόξευος = μη τοξευθείς
άτοπα = απρεπώς, κακώς
ατόρνευτος = ακόσμητος, αποίκιλτος
ατορνεψία = ακαλλώπιστος
ατός = αυτός
ατού = εκεί
ατού-άνθεν = εκεί επάνω
ατού-απαγκαικά = εκεί επάνω προς τα κάτω
ατού-απαγκέσου = εκεί στα επάνω μέρη
ατού-απαγκιάνου = εκεί επάνω προς τα άνω
ατού-απάνθεν = εκεί επάνω
ατού-απάνω = εκεί επάνω
ατού-απεσκαικά = εκεί μέσα ακριβώς
ατού-απεσκέσου = στα εντός εκεί μέρη
ατού-απεσκιάνου = εκεί μέσα προς τα άνω
ατού-απέσω = εκεί μέσα
ατού-αφκά = εκεί κάτω
ατού-αφκακαικά = εκεί κάτω ακριβώς
ατού-αφκακέσου = στα κάτω εκεί μέρη
ατού-αφκακιάνου = εκεί κάτω προς τα άνω
ατού-έμπρου = εκεί εμπρός
ατού-έξω = εκεί έξω
ατουκά = εκεί κοντά
ατουκάθεν = εκεί κάτω
ατουκαικά = εκεί κοντά
ατουκέσου = κατά τα εκεί μέρη
ατουκιάνου = εκεί προς τα άνω
ατούλωτος = ζωηρός
ατουμερέαν = εκεί μεριά
ατουμερόθεν = εκεί μεριά
ατουμέρου = εκεί μεριά
ατουπέραν = εκεί αντίκρυ
ατουπλαγκαικά = εκεί παραπέρα ακριβώς
ατουπλαγκέσου = εκεί παραπέρα
ατουπλαγκιάνου = εκεί παραπέρα προς τα άνω
ατουπλάν = εκεί πέρα
ατράνετος = αυτός που δεν απέκτησε ανάστημα
ατραπέζωτος = ατραπέζωτος
άτριφτος = άτριφτος
άτριχος = άτριχος
ατρόμαχτος = αφόβιστος
ατρύπητος = ατρύπητος
ατσάμλιστος = βλέπω με προσήλωση
ατσάμπλιστα = κοιτάζω επίμονα χωρίς να κινώ τα βλέφαρα
ατσορκάνιστος = εκείνος που δεν τον σύρανε κατά γης
ατσουλίαστος = εκείνος που δεν είναι σκεπασμένος
ατύλιστος = ολόγυμνος
ατυράννιστος = ατυράννιστος
άτυχος = άτυχος
αυγερινός = αυγερινός
αυγή = αυγή
αυγιάριν = λευκαντικό
αυγίζω = λευκαίνω
αυγίτες = αυγερινός
αυγός = ολόλαμπρος
αυγουστοκοδέσπαινα = οικοδέσποινα τον Αύγουστο μη ασχολούμενη με γεωργικές εργασίες
αυλαγύριν = αυλόγυρος
αυλαία = αυλαία
αυλακέα = αυλακιά
αυλακιάζω = αυλακιάζω
αυλάκιαστος = εκείνος που δεν είναι χωρισμένος σε αυλάκια
αυλάκιν = αυλάκι
αυλακοκέφαλον = αρχή αυλακιού απ’ όπου φεύγει το νερό για άρδεμα
αυλακόνερον = νερό που τρέχει σε αυλάκι
αυλακόχειλον = χείλος ποταμού
αυλακώνω = αυλακώνω
αυλάκωτος = εκείνος που δεν είναι χωρισμένος σε αυλάκια
αυλή = αυλή
αυλίτζα = αυλίτσα
αυλόνα = αυλή
αυπνία = αυπνία
άυπνος = άυπνος
αυριζ’νός = αυριανός
αυρινός = αυριανός
αύριον = αύριο
αυτίκοντα = αμέσως
αυτοκράτορας = αυτοκράτορας
αυτοξούσιος = ανεξάρτητος
αυτοχολιά = θυμώδης
αυτόχολος = οξύθυμος
αφάγετος = νηστικός
αφαγία = ανορεξία
άφαγος = άφαγος
αφαγούκης = ολιγοφάγος
αφαγώνα = ολιγοφαγία
αφάλιν = οφαλός
αφανίζω = αφανίζω
αφανισμός = αφανισμός
άφανος = άφαντος
άφαντος = άφαντος
άφαρα = γρήγορα
άφαρος = ζωηρός, άτακτος
αφέντευτος = χωρίς αφέντη
αφέντης = αφέντης
αφεντία = βασιλεία
αφεντοπαίδιν = γιός άρχοντα
άφερτος = αφόρητος
αφετός = χαλαρός
αφιερώνω = αφιερώνω
αφίλετος = αφίλητος
αφίλευτος = εκείνος που δεν έχει φιλοξενηθεί
αφιλογή = αμφισβήτηση
άφιλος = άφιλος
αφίνω = αφήνω
αφιόνιν = αφιόνι
άφισμαν = εγκατάλειψη
αφκά = από κάτω
αφκακαικά = λίγο παρακάτω ακριβώς
αφκακέρετζον = η κόρα της κάτω επιφανείας του άρτου
αφκακέσου = στα κάτω μέρη ίσια
αφκακιάνου = από κάτω προς τα άνω
αφκαμερέαν = κάτω
αφκατοκόσκινον = ειδικό κόσκινο για σιτηρά
αφκατοσωράζω = συλλέγω καρπούς που έχουν πέσει στη γη
αφκατοσώριν = καρπός που συλλέχθηκε από τη γη
αφκάτου = από κάτω
άφνα = ατμός
αφνετός = ατμός
page===28

αφνίζω = αφνίζω
αφνός = ατμός
άφοβα = άφοβα
αφοβία = τόλμη
άφοβος = άφοβος
αφόντας = αφότου
αφόραχτα = απροσδόκητα, ξαφνικά
αφόραχτος = απροδσόκητος, ξαφνικός
αφόρετος = αφόρετος, γυμνός
αφορίδαστον = καλάθι που δεν έχει τα δυο σχοινιά για να φορεθεί στην πλάτη
αφορίζω = αφορίζω
αφόρισμα = αφόρισμα
αφορισμονή = αφόρισμα
αφορισμός = αφορισμός
αφορισμοχάρτιν = έγγραφο αφορισμού
αφοριστέας = βλάσφημος, υβριστής
αφόριστος = εκείνος που δεν έχει αφοριστεί
αφορμή = αφορμή
αφορμίζω = ερεθίζω πληγή
αφορμίτζα = δικαιολογία
αφορμύνω = ερεθίζω πληγή
άφορος = άγονος
αφόρτωτος = αφόρτωτος
αφόσιστος = εκείνος τον οποίον δεν χώσανε μες στη γη
αφότε = αφότου
αφότι = αφότου
αφού = αφού
αφούκρεμαν = ακρόαση
αφουκρούμαι = ακούω
αφουρκάλετος = ασκούπιστος
αφούρκιστος = μη πνιγμένος
αφούρνιστος = μη ψημένος σε φούρνο
αφουρτούναστος = εκείνος που δεν έχει τρικυμία
αφράζω = αφρίζω
άφραχτος = άφραχτος
αφρόμηλον = μήλο αφράτο και χυμώδες
αφρός = αφρός
άφταστος = άφταστος
αφτείραγος = χωρίς ψείρες
αφτέτσω = ανάβω
άφτιχος = ήσυχος
αφτούλιστος = μη αδημένος
αφτρίν = κερί
άφτω = ανάβω
αφυλάκωτος = αφυλάκιστος
αφύλαχτος = αφύλαχτος
αφύλλωτος = αφύλλωτος
αφύτευτος = αφύτευτος
αφύτρωτος = αφύτρωτος
αφωρισμένα = απρεπή
αφωρισμενίτζα = γυναίκα άξια αφορισμού
αφωρισμενιώ = γίνομαι αφωρισμένος
αφωρισμενόπον = παιδί άξιο αφορισμού
αφώτιστα = πονηρά, κακά
αφώτιστος = αβάφτιστος
άφωτος = σκοτεινός
αχαλάετος = σκεύος μη κασσιτερωμένο
αχαλάρωτος = αχαλάρωτος
αχάλαστος = αχάλαστος, ακέραιος
αχαντάζω = τρυπώ, κεντώ με αγκάθι
αχαντάρης = αγκαθωτός
αχάνταστος = χωρίς αγκάθια
αχαντένος = κατασκευασμένος με αγκαθωτούς θάμνους
αχαντζουλλούδιν = βατομουριά
αχαντίζω = κεντώ με αγκάθι
αχάντιν = αγκάθι
αχαντίτζα = φυτό με φύλλα αγκαθωτά
αχαντόκλαδον = κλώνος φυτού αγκαθωτού
αχαντόκλωνων = κλώνος φυτού αγκαθωτού
αχαντόκορφον = κορυφή αγκαθιού
αχαντόρριζον = ρίζα αγκαθιού
αχαντοτόπιν = τόπος πλήρης με αγκάθια
αχαντότοπος = τόπος πλήρης με αγκάθια
αχαντούδιν = τόπος πλήρης με αγκάθια
αχαντούτζα = ο άκρος βλαστός της βάτου
αχαντόφυλλον = φύλλο αγκαθωτό
αχαντόχοιρος = σκαντζόχοιρος
αχαντώνα = τόπος πλήρης με αγκάθια
αχαντώνω = περιφράζω με αγκαθωτούς θάμνους
αχαντωτός = αγκαθωτός
αχάνω = χάσκω
άχαρα = δυστυχισμένα
αχαράκωτος = αχαράκωτος
αχαράτζωτος = φαγητό χωρίς καρυκεύματα
αχάραχτος = αχάραχτος
αχάρετος = εκείνος που δεν χαίρεται τη ζωή
αχαριστία = αχαριστία
αχάριστος = αχάριστος
άχαρος = δυστυχής
αχάρτωτος = μη καλυμμένος με χαρτί
αχαρχάλιγος = καρπός μη καθαρισμένος από το φλοιό του
αχάσευτος = αζεμάτιστος
αχασμός = χασμούρημα
αχαστόμης = χαζός
αχαστός = αυτός που χάσκει
άχαστος = αυτός που δεν χάσκει
αχαστούρης = αυτός που χάσκει
αχάτε = να
αχείμαστος = εκείνος που δεν πέρασε τον χειμώνα κάπου
αχειροτέρευτος = εκείνος που δεν χειροτέρεψε
αχέρευτος = εκείνος που δεν χήρεψε
αχερομύλιγος = αυτό που δεν αλέσθηκε με χειρόμυλο
άχερος = κουλός
αχερώνιν = αχυρώνας
αχερωνοδώμιν = στέγη αχυρώνα
αχερωνοκάλαθον = καλάθι με το οποίο μεταφέρουν από τον αχυρώνα τροφή στα ζώα
αχερωνοκόλιν = το κάτω μέρος του αχυρώνα
αχερωνοπόρτιν = πόρτα αχυρώνα
αχλόιν = χωρίς γρασίδι
αχμάκης = αγαθός, αφελής
αχμός = ατμός
άχνα = ατμός, οσμή φαγητού
αχνεύω = παρέχω αφορμή
αχνίδα = τούφα λεπτού μεταξιού
αχνιδάουμαι = με τσιμπούν στο λαιμό λεπτά ψαροκόκαλα
αχνίδιν = άγανο, ψαροκόκαλο
αχνίζω = αναδίδω, εκπέμπω ατμούς
αχνότον = αναπνοή
αχόλαστα = χωρίς οργή
αχοντή = ρεύμα ποταμού
page===29

αχόρευτος = αχόρευτος
άχορος = αχόρευτος
αχορτασία = ακόρεστος, απληστία
αχόρταστος = ακόρεστος, άπληστος
αχότιν = αυλάκι για διοχέτευση νερού στους κήπους
αχοτοδέμιν = η αρχή του αγωγού
αχουλής = έξυπνος
αχούρης = στάβλος
αχούριν = αποθήκη αχύρου
άχπαγος = αξερίζωτος
αχπάδιν = ξεριζωμένο
αχπάνω = αποσπώ, ξεριζώνω
αχπάρα = φόβος, τρόμος
αχπάραγμα = αιφνιδιασμός, έκπληξη
αχπαράζω = τρομάζω
αχπάραστος = εκείνος που δεν τρομάζει
αχπάσκουμαι = ξεκινώ προς αναχώρηση
άχπασμα = το ξεκίνημα προς αναχώρηση
αχπαστός = αυτός που ξεριζώνεται
άχπαστος = αυτός που δεν ξεριζώνεται
αχράδιν = άγρια αχλαδιά
αχραδόξυλον = ξύλο αγριαχλαδιάς
αχρανέα = η οσμή των άπλυτων σκευών
άχραντος = άψογος, αγνός
άχρεια = κατά τρόπο αχρείο
αχρείαστος = αχρείαστος
αχρειοκόριτζον = αισχρό κορίτσι
αχρειολογία = αισχρολογία
αχρειολόγος = αισχρολόγος
αχρειολογώ = λέω αισχρά λόγια
αχρειόπαιδον = αισχρό παιδί
άχρειος = αισχρός
αχρειόστομος = αισχρολόγος
αχρειότε = αισχρότητα, ασέλγεια
αχρειούνα = αισχρότητα
άχρεος = αχρέωτος
αχρέωτος = αχρέωτος
αχρηματία = έλλειψη χρημάτων
άχρηστος = άχρηστος
άχριστος = μη αλειμένος με πηλός ή σοβά
αχροιάης = ωχρός, άτονος
αχροίαστος = ωχρός, άτονος
αχρόνιστος = αχρόνιστος
άχρονος = εκείνος που δεν θα ζήσει ολόκληρο το έτος
αχρύσωτος = μη επιχρυσωμένος
αχρωμάτιστος = αχρωμάτιστος
αχταρευτά = σκαλίζοντας, σκαλιστά
αχτάρευτος = άσκαφτος
αχταρεύω = σκάβω, σκαλίζω
αχτένιστος = αχτένιστος
άχτιστος = άχτιστος
αχτούπιστος = μη ξεμαλλιασμένος, μη μαδημένος
αχτράπελος = αλλόκοτος, παράξενος
αχύλωτος = μη διαβρεχμένος
αχύμιγος = σιτηρά που δεν πλύθηκαν
αχυρέα = οσμή άχυρων
αχυρένος = γεμισμένος με άχυρα
αχύριν = άχυρο
αχυροκάλαθον = καλάθι μεταφοράς άχυρων
αχυροκόσκινον = κόσκινο με το οποίον χωρίζουν τα χοντρά άχυρα από το σιτάρι
αχυρομίντερο = μιντέρι γεμισμένο με άχυρα
αχυρώνα = αχυρώνας
αχυρωνέα = ποσότητα άχυρων όση χωράει ο αχυρώνας
αχυρώνιν = αχυρώνας
αχυρώνω = μεταβάλλομαι σε άχυρα αλωνιζόμενος
αχωμάτωτος = εκείνος που δεν λερώθηκε με χώμα
αχώνα = αχώνευτα
αχωνάριν = χωνί
αχώνευος = αχώνευτος
αχώνευτος = αχώνευτος
αχώνιν = αδιάλυτο
αχώρετος = αχώρετος
αχώριστος = αχώριστος
αχωρομμάτης = εκείνος που έχει εξογκωμένους τους βολβούς των ματιών
άχωρος = ανώριμος
αψάδα = οξύς στη γεύση
αψαθήτε = σπεύσατε
αψάρευτος = αψάρευτος
αψάρωτος = αψάρωτος
αψέα = απότομος
άψετος = άψητος
αψηλάφετος = αζήτητος
αψήφιστος = αψήφιστος
αψίθυμος = αψίθυμος
αψίκλωστος = ο πυκνά κλωσμένος
αψιμάδιν = σπινθήρας
αψιμαρείον = εστία
αψιματέος = πύρινος
αψιμήτρα = φωσφορισμός της θάλασσας
αψιμίτζα = μικρή φωτιά
αψιμοκόλιν = ζωηρό, άτακτο
αψιμοκόλοθον = ψωμάκι ψημένο στην εστία
αψιμόλιθο = λίθος που αντέχει στη φωτιά
άψιμον = φωτιά
αψιμόπον = μικρή φωτιά
αψίχολος = αυτός που εύκολα οργίζεται
αψόφετος = άνθρωπος που δεν ψοφάει
αψύλλιγος = αυτός που δεν καθαρίστηκε από τις ψείρες
αψύνω = γίνομαι δριμύς στη γεύση
αψυπότιν = ποτό οινοπνευματώδες
αψύς = αψύς
άψυχος = νεκρός
αψυχωμένος = νεκρός
αψυχωτός = εκείνος που δεν προσβλήθηκε από ελώδη πυρετό
αψώνιστος = αψώνιστος
αψώνω = γίνομαι δριμύς
αψωτός = λίγο δριμύς

Β

page===0

βαβά = βρέφος
βαβαίτζα = βρέφος
βαβάκαν = βρέφος
βαβαλεύκομαι = όρνιθα που περιφέρεται στη φωλιά για να γεννήσει
Βαγγέλα = όνομα αγελάδας που γεννήθηκε του Ευαγγελισμού
βαγγελικός = του ευαγγελίου
βαγγέλον = το Ιερό Ευαγγέλιο
βαγευτέριν = κούρα την οποία βαγεύων παίρνει από το σπίτι του πριν αρχίσει το βάγεμα
βαγεύω = περιέρχομαι στα σπίτια την Κυριακή των Βαΐων
βαγμονή = γοερός θρήνος
βάδος = βάδισμα, περπάτημα
βαζάμι = μανιτάρι, μύκητας
βαθαλός = ευτραφής, παχύς
βαθάσκομαι = πέφτω σε βαθύ ύπνο
βαθέα = βαθέως
βαθικά = από μακριά απόσταση
βαθικός = βαθύς
βαθοκοπώ = βαθαίνω
βάθος = βάθος
βαθουλώνω = βαθύνω
βαθουλωτός = μάλλον βαθύς
βαθράκιν = μάλλον βαθύς
βαθρακός = βάτραχος
βαθυβολία = βάθος θαλάσσιου ύδατος
βαθυβολώ = οργώνω βαθιά
βάθυγμαν = εκβάθυνση
βαθύνω = βαθύνω
βαθυπνάουμαι = κοιμάμαι βαθύ ύπνο
βαθυπνίσκομαι = κοιμάμαι βαθύ ύπνο
βαθύς = βαθύς
βάθυσμαν = βαθύνω
βαθυστικός = αυτός που έχει βάθος
βαθυχωμία = έδαφος με πολύ βαθύ χώμα
βαθωτός = λίγο βαθύς
βάι = έκφραση αγανάκτησης
βαΐζω = περιέρχομαι στα σπίτια την Κυριακή των Βαΐων
βαϊλίζω = λικνίζω, νανουρίζω
βάιναση = βουητό, θόρυβος
βαΐον = κλάδος θάμνου που μοιράζεται την Κυριακή των Βαΐων
βαΐτζα = άρτος που δίνεται στα παιδιά που ψάλλουν του Λαζάρου
βακανίζω = μιλώ θορυβωδώς κράζοντας σαν βάτραχος
βακούφιν = ναός
βαλά = μεταξωτό κίτρινο ύφασμα που χρησιμοποιείται ως κεφαλόδεσμος γυ
βαλανίδιν = μεταξωτό κίτρινο ύφασμα που χρησιμοποιείται ως κεφαλόδεσμος γυναικείος
βαλάνιν = βελανίδι
βάλεμαν = τοποθέτηση
βαλέριν = βαρέλι
βαλής = νομάρχης
βάλλω = βάζω
βάλσαμον = βάλσαμο
βαλσαμώνω = βαλσαμώνω
βάλσιμον = τοποθέτηση
βανούμελο = μέλι που έχει μεθυστική ιδιότητα
βαξαλαεύω = γυαλίζω υποδήματα
βάξη = μαύρη βαφή υποδήματα
βαξώνω = γυαλίζω υποδήματα
βαραγρανεμία = άνεμος ισχυρός
βαράζω = ενοχλώ
βαράκιν = λεπτό φύλλο χρυσού
βαρακονεμένος = καλά τροχισμένος
βαρακώνω = κοσμώ με φύλλο χρυσού
βαραμάζω = πάσχω από φυματίωση
βαραναστενάζω = βαριαναστενάζω
βαράπιν = αχλάδι ξινό που γίνεται τουρσί στο βαρέλι
βαραροθυμαγμένος = ο ξενιτεμένος που αισθάνεται μεγάλη νοσταλγία
βαρασία = ενόχληση
βαράσιμον = ενόχληση, εγκυμοσύνη
βάρασμαν = εγκυμοσύνη
βαραχλάεμαν = επιχρύσωση με φύλλα χρυσού
βαραχλαεύω = επιχρυσώνω με φύλλα χρυσού
βαρβαραλαξία = αλαλαγμός
βάρβαρος = βάρβαρος
βαρβαταρίζω = κάνω ταραχή, θόρυβο
βαρέα = ρόπαλο
βαρέα = βαριά
βαρέας = μεγάλη σφύρα λατόμου
βαρελέα = ποσότητα όση χωράει ένα βαρέλι
βαρελίκα = μικρό βαρέλι
βαρέλιν = βαρέλι
βαρελίτσα = βαρέλι
βαρελοκοίλης = κοιλάρας
βάρεμα = βάρος
βαρεμωσύνη = εγκυμοσύνη
βαρένω = βαρύνω
βαρεσμονή = εγκυμοσύνη
βαρετός = βαρετός
βαρηκοΐα = βαρηκοΐα
βαρηκοΐζω = δεν ακούω καλά
βαρήκοος = βαρήκοος
βαριαναστενάζω = βαριαναστενάζω
βαριγέτιν = περιουσία
βαρίζω = προξενώ βάρος
βαριόζιν = σφύρα λατόμου
βάριος = σφύρα σιδηρουργού
βάρκα = βάρκα
βαρκίζω = φωνάζω
βαρκισμός = δυνατή κραυγή
βάρος = βάρος
βαροστοίχειωμα = πρόσωπο ενοχλητικό
βαροταξιδιάρος = εκείνος που κάνει ταξίδια μακράς διαρκείας
βαρόφ’λλα = φυτό με τα μέγιστα φύλλα
βάρσανον = βάσανο
βαρτανέα = φυτό λυγαριά
βαρυαγρανεμία = άνεμος ισχυρός
βαρυγάστριν = ζώο ετοιμόγεννο
βαρυγλωσσίζω = βραδύγλωσσος
βαρυγνωμώ = δυσανασχετώ, στενοχωριέμαι
βαρύγνωστος = ο δύσκολα γνωριζόμενος
βαρυδούλης = εκείνος που έχει βαριά εργασία
βαρυδούλιν = εκείνο που χρειάζεται πολλή εργασία
βαρυζύγια = πρόσβαρα
βαρυζύγιν = πρόσβαρο
βαρύθυμος = βαρύθυμος, ευερέθιστος
βαρυκάρδεμαν = θλίβομαι, απογοητεύομαι
βαρυκαρδίζω = θλίβομαι, απογοητεύομαι
βαρυκάρδισμαν = θλίβομαι, απογοητεύομαι
βαρύκαρδος = πολύ θλιμμένος
βαρυκαρδώ = θλίβομαι, απογοητεύομαι
βαρυκέφαλος = μυαλωμένος
βαρυκολία = δυσκινησία
page===1

βαρύκολος = δυσκίνητος
βαρυκωφίζω = έχω βαρηκοΐα
βαρύκωφος = βαρήκοος
βαρύλογος = εκείνος που λέει λόγους υβριστικούς
βαρύνω = βαρύνω
βαρυπνάσκουμαι = κοιμάμαι βαριά
βαρυπόδης = βραδυκίνητος
βαρυπούλετος = εκείνος που δύσκολα θα πουληθεί
βαρυπούλιν = εκείνος που δύσκολα θα πουληθεί
βαρύς = βαρύς
βαρυσκέλης = βαθύς ύπνος
βαρυστενάζω = αναστενάζω βαθιά
βαρύσωμος = βαρύσωμος
βαρυταξιδάρης = εκείνος που κάνει ταξίδια μακράς διαρκείας
βαρύτιμος = ακριβός
βαρυτοπία = εύφορη γη
βαρυτράχηλος = σκληροτράχηλος
βαρυτσακουτζέα = βαρύ σφυροκόπημα
βαρύφαιστος = εκείνος που δύσκολα υφαίνεται
βαρυχειμωνία = βαρυχειμωνία
βαρυχειμωνιτσία = βαρυχειμωνιά
βαρυχνάς = εφιάλτης
βαρύψυχος = εκείνος που έχει ογκώδης σώμα και είναι δυσκίνητος
βάρωμα = βάρος
βάσαλμο = βάσαλμο
βασανία = βάσανο
βασανίζω = βασανίζω
βάσανον = τιμωρία, κολασμός
βασιγέτ(ιν) = διαθήκη προφορική
βασιλακός = βασιλακός
βασιλέας = βασιλιάς
βασιλεία = βασιλεία
βασίλειον = βασίλειο
βασίλεμα = βασίλεμα
βασιλεύω = βασιλεύω
βασιλή = βασιλεία
βασιλικός = βασιλικός
βασιλοκάστριν = βασιλικό κάστρο
βασιλοκόριτζον = κορίτσι βασιλιά
βασιλοπούλλιν = αλκυόνη, ψαροπούλι
βασιλοσκάμιν = βασιλικός θρόνος
βασιλοστούλαρον = ο κυριότερος στύλος που κρατάει τη στέγη
βασίσκουμαι = βασίζομαι, στηρίζομαι
βασμονή = θόρυβος
βασμός = βαθμίδα, σκαλοπάτι
βασμόσημον = βαθμίδα, σκαλοπάτι
βασταγερός = ανθεκτικός
βαστάγι = δέματα με τα οποία συγκρατείται το δισκοειδές κάλυμμα της κεφαλής των γυναικών
βάσταγμαν = αντοχή
βασταγμονή = αντοχή
βαστάζω = βαστώ
βατανλούκιν = εργαλείο τεχνίτη
βατάχαντον = είδος βατόμουρου
βατία = βατομουριά
βατίν = βατομουριά
βάτος = βάτος
βατόφυλλον = φύλλο βάτου
βατταλαλώ = μοιρολογώ
βαΰζω = κραυγάζω
βαφέας = βαφέας
βαφτίζω = βαφτίζω
βαφτίσα = βαφτίσια
βάφτιση = βάφτιση
βάφτισμα(ν) = βάφτισμα
βαφτιστικός = βαφτιστικός
βαφτοφάει = έδεσμα από καλαμποκίσιο αλεύρι και βούτυρο
βάφτω = βυθίζω στο νερό
βάχ = εκφράζει παράπονο
βαχλανεύκουμαι = λέω βάχ, λυπάμαι καθ’ υπερβολή
βάψιμον = βάψιμο
βγαίνω = βγαίνω
βγάλλω = βγάζω
βδέλλα = βδέλλα
βδελλάζω = βάζω βδέλλες προς απομύζηση αίματος
βδελλόπον = βδέλλα
βδομάδα = εβδομάδα
βέβαιος = βέβαιος
βεβαιώνω = βεβαιώνω
βεγκίζω = γαβγίζω
βεελζεβούλης = διάβολος
βεζίρης = βεζίρης
βελάν(ιν) = βελόνα ραψίματος
βελόνα = βελόνα πλεξίματος
βελονάζω = βελονιάζω
βελονέα = τσίμπημα, κεντιά
βελονίασμαν = βελόνιασμα
βελονίδιν = βελόνα για δίχτυα
βελονίζω = βελονίζω
βελόνιν = βελόνα ραψίματος
βελονίτα = είδος αγριόχορτου
βελονοθήκη = βελονοθήκη
βελονόπον = βελόνα
βελονοτρύπιν = τρύπα της βελόνας
βελονόχορτον = αγριόχορτο με φύλλα βελονοειδή
βελώνω = ενώνω, συνδέω
βένετος = γαλάζιος
βέξιμον = βήξιμο
βεξίον = βήξιμο
βερανέ = ερείπιο
βερβερίζω = τρέμω
βεργέα = πλήγμα με βέργα
βεργέτα = δάχτυλο του αρραβώνα
βεργίν = βέργα
βερεμάζω = πάσχω από φυματίωση
βερέμης = φυματικός
βερέμιν = φυματίωση
βερέπα = λοξός, πλαγίως
βερέπιν = λοξό, πλάγιο
βεσιέτιν = διαθήκη προφορική
βέσσαλον = τούβλο
βέτρα = κουβάς
βετρέα = ποσότητα όση χωράει ένας κουβάς
βέχας = βήχας
βεχίον = βήχας
βέχω = βήχω
βζήνω = σβήνω
βήμα = βήμα
βήτα = βήτα
βία = βία
βιάζω = βιάζω
page===2

βιασμένα = βιασμένα
βιαστός = βιαστικός
βιβλίον = βιβλίο
βίδα = βίδα
βιδώνω = βιδώνω
βιδωτός = βιδωτός
βιζανίζω = υπερπληθύνομαι
βικέα = οσμή του βίκου
βικέντρ(ιν) = ράβδος με άκρη σιδερένια
βίκιν = βίκος
βικόχορτον = χόρτου του βίκου
βιλαγιάτιν = βιλαέτι
βιλλίν = το αντρικό μόριο
βιντίαγμαν = ζώο που βρίσκεται σε οργασμό
βιντολόης = βοϊδόμυγα
βίντος = βοϊδόμυγα
βιντώ = οργώ προς συνουσία
βιόπιστος = φιλάργυρος
βιόπον = πρόβατο
βίος = βίος
βιρβιλίτζιν = μικρά κοσμήματα
βιρβιρίτζα = σβούρα
βιρβιτήριν = σβούρα
βιρβιτίδα = σβούρα
βισβιριρίτζα = σβούρα
βίτζα = ευθύ, λεπτό και ευλύγιστο κλαδί
βιτζέα = χτύπημα με βίτζα
βιτζοκοπώ = πληγώνω με μαστίγιο
βιτζώνω = φεύγω
βιωμένος = πλούσιος
βλαβερός = βλαβερός
βλάμμα = κήλη
βλάντιν = φασολιά
βλαστάριν = βλαστάρι
βλασταρώνω = αναδίδω βλαστούς
βλαστημάρης = βλάσφημος
βλαστημέας = βλάσφημος
βλαστήμεμαν = βλασφημία
βλαστημία = βλασφημία
βλαστημώ = βλασφημώ
βλάφτω = βλάπτω
βλάψιμον = βλάψιμο
βλαψίον = βλάψιμο
βλεμίριν = λείψανο, νεκρός
βλεννοκοίλης = εκείνος που έχει εξογκωμένη κοιλιά όπως η βλέννα
βλέννος = βλέννα
βλημίδιν = δακτυλιόλιθος
βλημίν = δακτυλιόλιθος
βληχώνιν = το φυτό ηδύοσμος ο γλήχων
βλινέον = άγκιστρο αλιευτικό με δόλωμα
βλίντζι = χόρτο φαγώσιμο
βλίντον = βλίτο
βλογία = ευλογία
βλογώ = ευλογώ
βλούξα = φλέμα
βλουξιστέρα = αντλία από καλάμι
βλουξώ = αποχρέμπτομαι
βλοχώνιν = το φυτό ηδύοσμος ο γλήχων
βο = αυγό
βοάζω = αντηχώ
βοανετός = βοή, θόρυβος
βοανίζω = κραυγάζω
βοάνισμα = κραυγή
βοβάκαν = βρέφος
βόβολον = είδος χόρτου
βογγήσια = βογγητά
βόγγυλο = εκείνος που συνέχεια γογγύζει
βογγώ = γογγύζω, στενάζω
βόδα = χειροποίητη παντόφλα από ύφασμα
βοεβόδας = άρχων
βόεμα = βοή, θόρυβος
βοετός = βοή, θόρυβος
βοή = βοή
βοήθεια = βοήθεια
βοήθεμαν = βοήθεια
βοηθή = βοήθεια
βοηθητικός = βοηθητικός
βοηθιστής = βοηθός
βοηθός = βοηθός
βοηθώ = βοηθώ
βόθα = είδος δακτυλιολίθου
βοθράκα = βάτραχος
βοθράκια = τεμάχια πουκαμίσου στο μέρος της μασχάλης
βόθυλα = το ινίο του κρανίου
βοιάκη = πηδάλιο πλοίου
βοιάκιν = πηδάλιο πλοίου
βοΐζω = κραυγάζω, φωνάζω
βοκολείος = τόπος όπου βόσκουν τα ζώα
βολά = εποχή, περίσταση
βολάζω = βυθίζω κάτι σε νερό
βολανάζω = βελονιάζω
βολετινά = κατ’ ευχή, ευστόχως
βολετός = κατορθωτός
βόλιγμαν = βυθίζω
βολιδάζω = βυθίζω
βολίζω = βυθίζω
βολικά = βολικά
βόλιν = εύρημα
βόλισμαν = βύθισμα
βολιστήριν = εργαλείο των χρυσοχόων
βολονέα = κεντιά
βολονίδιν = βελόνα με την οποία πλέκουν τα δίχτυα
βολονίζω = βελονιάζω
βολόνιν = βελόνα ραψίματος
βομπάκιν = βαμβάκι
βόξιμο = κραυγή
βόρα = άνεμος
βοράζω = πετάω στον αέρα χωρίζοντας τα σήτα από τα άχυρα
βορανί = είδος εδέσματος
βόρανον = είδος δέντρου
βοράουμαι = σκιάζομαι
βορδάλακας = βρικόλακας
βορδολότιμος = υπερτιμημένος, ακριβός
βορδονάρι = είδος δαμάσκηνου
βορέας = βοριάς
βορθάκα = βάτραχος
βορίζω = αερίζω, δροσίζω
βόρισμα = δρόσισμα
βοριστέρι = ανεμιστήρας, βεντάλια
βορίστρα = ανεμιστήρας, βεντάλια
page===3

βορκού = νωθρή, τεμπέλα
βορκώνω = τεμπελιάζω
βορώνω = σβήνω
βοσκεθίος = βοσκή, βοσκότοπος
βόσκεμαν = νομή, βοσκή
βοσκή = βοσκή
βόσκιγμαν = βόσκω
βοσκίζω = βοσκίζω
βοσκίον = νομή
βόσκισμαν = βοσκή
βοσκιχτά = βοσκώντας
βοσκοτόπιν = βοσκότοπος
βόσκω = βόσκω
βοτανάζω = θεραπεύω με βότανα
βοτανάσιμον = θεραπεία με βότανα
βοτανίασμαν = εκρίζωση παράσιτων χόρτων κήπου
βοτανίζω = εκριζώνω παράσιτα άγρια χόρτα
βοτάνιν = βότανο
βοτάνισμαν = εκρίζωση παράσιτων χόρτων κήπου
βότανον = βότανο
βοτράχα = βάτραχος
βοτρύδιν = τσαμπί σταφυλιού
βούβα = σούφρα
βουβάλιν = βουβάλι
βουβάν(ιν) = κυψέλη
βουβανίζω = σκαλίζω, σκάυω
βουγανετός = βοή, θόρυβος
βουγανίζω = κραυγάζω
βουγάνισμα = κραυγή
βουδάγγελος = ηλίθιος, χοντροκέφαλος
βουδάνος = βόδι
βούδας = γεωργός
βουδέα = οσμή βοδιού
βουδέκο = μικρό βόδι
βουδέτα = εργασία με τη βοήθεια του βοδιού
βούδιν = βόδι
βουδοπέτζιν = δέρμα βοδιού
βουδόπον = μικρό βόδι
βουδότα = εργασία με τη βοήθεια του βοδιού
βουδόφ’λλα = είδος φυτού με πλατιά φύλλα
βούζ = βούισμα
βουζβούζ = βούισμα
βουζβουζίκα = είδος σβούρας
βουζβούρα = σβούρα
βουζβουστέρα = είδος σβούρας
βουζλαεύω = βουίζω
βούζουνος = πυώδες εξοίδημα τού δέρματος
βουζτιρίκα = σβούρα
βουητό = βουητό
βούθεια = βοήθεια
βούι = επιφώνημα που εκφράζει φόβο, τρόμο
βούκα = μπουκιά
βουκάχος = ανόητος, μωρός
βουκέα = δαγκωματιά
βουκεντρέα = χτύπημα με βουκέντρι
βουκέντριν = ράβδος της οποίας το άκρο είναι σιδερένιο
βουκιάζω = δαγκώνω
βουκολείον = βοσκότοπος
βουκόλος = βοσκός
βουκώνω = μπουκώνω
βούλα = σήμαντρο
βουλάζω = βυθίζω σε νερό
βουλγαροπούλλα = κόρη Βουλγάρου
βουλή = βούληση
βουλίζω = βυθίζω
βουλικά = βολικά
βουλιούμαι = προτίθεμαι, σκοπώ
βουλώνω = σφραγίζω
βουλωτός = βουλωμένος
βουμπακάς = βαμβάκι
βουμπακένος = βαμβακερός
βουμπακερός = βαμβακερός
βουμπάκι = βαμβάκι
βουμπακοπρόσωπος = παχουλοπρόσωπος
βουμπακορράμμιν = βαμβακερή κλωστή
βούμπουρος = είδος πετούμενου εντόμου που παράγει βοή
βουνέα = κόπρανα βοδιού
βουνέσιος = βουνήσιος
βουνέτες = βουνήσιος
βουνίζομαι = φέρομαι ως βουνό
βουνός = βουνό
βουντάχ(ιν) = φάσκιωμα
βουονίζω = βράζω
βούρα = χούφτα
βουράζω = δράττομαι
βουράσιμον = δράττομαι
βούρασμαν = δράττομαι
βουρβουλίζω = τεμαχιάζω
βουρβουρύζω = αφθονώ, βρίθω
βουρβουταρίζω = συνωστισμός ζωυφίων
βουρβουτίζω = συνωστισμός ζωυφίων
βουρδοκεντρέα = ράβδος με την οποία οδηγούν τα μουλάρια
βουρδοκεντρέας = οδηγός μουλαριού
βουρδουλίζω = μουγκρίζω
βουρέα = ποσότητα που χωρά στο εσωτερικό της παλάμης
βουρίζω = ηχώ, βομβώ
βουρίτζα = ποσότητα που χωρά στο εσωτερικό της παλάμης
βούρκα = βούρκος
βουρκανίζω = υβρίζω, απειλώ
βουρκεντέα = χτύπημα με βουκέντρι
βουρκεντρία = χτύπημα με βουκέντρι
βουρκέντριν = ράβδος της οποίας το άκρο είναι σιδερένιο
βούρκον = βούρκος
βουρκωμένος = βουρκωμένος
βουρόπον = λίγη ποσότητα που χωρά στο εσωτερικό της παλάμης
βουρουλεύκουμαι = ερωτοχτυπιέμαι
βουρούχι = μεγάλος πλήθος
βούρτζα = βούρτσα
βουρτζίζω = βουρτσίζω
βουρτζίζω = ολισθαίνω
βουρτζίν = είδος βούρτσας
βούρτζισμα = βούρτσισμα
βουρτζίτης = είδος μύκητα με σχήμα βούρτσας
βούς = βόδι
βουταλίζω = βυθίζω σε νερό
βουτάν(ιν) = βότανο
βουτάχαντον = είδος βατόμουρο
βουτζίγομαι = βυθίζομαι
βουτζίν = βαρέλι
βουτζώνω = βυθίζομαι
page===4

βούτημα = βουτιά
βουτίζω = βουτώ
βούτικο = μαλακό, τρυφερό
βούτορον = βούτυρο
βουτορόπον = βουτυράκι
βουτουράπιν = είδος αχλαδιού
βουτουράρικον = εκείνος που αποδίδει πολύ γάλα
βουτουράς = έμπορος βουτύρου
βουτουρέα = οσμή βουτύρου
βουτουρένος = βουτυρένιος
βουτουρερή = δοχείο βουτύρου
βουτουρίτα = είδος φυτού
βουτουροβάρελον = βαρέλι βουτύρου
βουτουροκόβλακον = ξύλινο δοχείο για βούτυρο
βούτουρον = βούτυρο
βουτουροτζούκαλον = πήλινο δοχείο βουτύρου
βουτουρόχορτον = αγριόχορτο χρησιμοποιούμενο για την παραγωγή βουτύρου
βουτουρώνω = βουτουρώνω
βουτώ = βουτώ
βουώ = βυθίζω σε υγρό και λερώνω
βόχα = μπόχα, δυσοσμία, βρώμα
βόχον = είδος αγριόχορτου
βοχώ = βρωμώ
βοώ = κραυγάζω, φωνάζω
βραβύλιν = άγρια δαμασκηνιά
βραβυλίτζα = είδος δαμάσκηνου
βράγμαν = βρεγμένο
βραδάζω = βραδιάζει
βραδανός = βράδυ
βραδενέσιος = βραδινός
βραδενός = βραδινός
βραδένω = βραδιάζει
βραδεσινέσιν = το βραδινό
βραδεσινός = βραδινός
βραδέσιος = βραδινός
βραδή = βράδυ
βραδινάζω = βραδιάζει
βραδινέσιν = βραδινό
βραδινός = βραδινός
βραδινός = βραδύς στις κινήσεις
βραδούτζικο = η εσπέρα
βράδυ = βράδυ
βραδύγλωσσος = βραδύγλωσσος
βραδυμέρι = βράδυ
βραδύνω = βραδιάζει
βραδυσινός = βραδινός
βραζούδι = εν βρασμό οίνος
βράζω = βράζω
βρακανίζω = μιλώ θορυβωδώς κράζοντας σαν βάτραχος
βρακίν = σώβρακο, βρακί
βρακοζωνάζω = περνώ ζώνη στο σώβρακο
βρακοζωναστέριν = ξύλινη βελόνα με την οποία περνούν τη βρακοζώνη μέσω της θηλιάς του βρακιού
βρακοζωνάστρα = ξύλινη βελόνα με την οποία περνούν τη βρακοζώνη μέσω της θηλιάς του βρακιού
βρακοζώνιν = ζώνη του βακιού
βρακοζωνιστέρα = ξύλινη βελόνα με την οποία περνούν τη βρακοζώνη μέσω της θηλιάς του βρακιού
βρακοζωνιστέριν = ξύλινη βελόνα με την οποία περνούν τη βρακοζώνη μέσω της θηλιάς του βρακιού
βρακοζωνίστρα = ξύλινη βελόνα με την οποία περνούν τη βρακοζώνη μέσω της θηλιάς του βρακιού
βρακοζωνοσύρτες = ξύλινη βελόνα με την οποία περνούν τη βρακοζώνη μέσω της θηλιάς του βρακιού
βρακοζωνοτέριν = ξύλινη βελόνα με την οποία περνούν τη βρακοζώνη μέσω της θηλιάς του βρακιού
βρακοθελέα = θηλιά του βρακιού
βρακόλακας = βρικόλακας
βράκωμα = πανί βρέφους χρησιμοποιούμενο ως βρακί
βρακώνω = ντύνω με βρακί
βράσα = ευλογιά
βρασάρης = βλογιοκομμένος
βρασάσκουμαι = προσβάλλομαι από ευλογιά
βρασέας = βλογιοκομμένος
βράση = βρασμός
βράσιμον = βράσιμο
βρασίος = βρασμός
βράσμαν = βρασμός
βρασμός = βρασμός
βρασοκομματάουμαι = αποκτώ στο πρόσωπο ουλές εξανθημάτων ευλογιάς
βρασοκομματάρης = βλογιοκομμένος
βρασοκομμένος = βλογιοκομμένος
βραστάριν = πρόχειρο φαγητό από θρύμματα άρτου
βραστή = φαγητό παρασκευασμένο με ποικίλα υλικά
βραστόπον = λίγη ποσότητα «βραστής»
βραστοχόρταρα = χόρτα κατάλληλα για «βραστή»
βράσωμαν = ο πάσχων από ευλογιά
βρασώνω = μεταδίδω την ευλογιά
βρατέρα = δειλινό
βρατερίζω = κλίνω προς τη δύση
βραχάλιν = βραχιόλι
βραχαλίτζα = το φυτό αιγόκλημα
βράχαλο = φυτό της οικογένειας των πτεριδοειδών
βραχαλώνω = περνώ βραχιόλι στο χέρι
βραχιαλού = είδος αχλαδιού
βραχιόνι = βραχίονας
βραχνία = βραχνία
βραχνίτα = είδος χόρτου φαγώσιμου
βραχνίτζα = είδος χόρτου φαγώσιμου
βραχόλιν = βραχιόλι
βραχόνα = βραχίονας
βρέξιμον = βρέξιμο
βρεξίον = βροχή
βρέφος = βρέφος
βρεφούλλιν = βρέφος
βρεχανίζω = βρέχω
βρεχή = βροχή
βρεχίον = βρέξιμο
βρεχίτα = είδος παπαρούνας που ανθίζει μετά τη βροχή
βρέχω = βρέχω
βρί = μόριο που δηλώνει χαμηλή και συνεχής ομιλία
βρίδες = ψητά κάστανα
βρίζω = βρίζω
βρίκα = φλύαρος
βρισία = βρισιά
βρίσκω = βρίσκω
βριστής = υβριστής
βροθάκα = βάτραχος
βροθάκιν = βάτραχος
βροθακίτζα = βατραχάκι
Βροθακιτζής = όνομα ήρωα παραμυθιού που μεταμορφώνεται σε βάτραχο
βροθακίτζος = βατραχάκι
βροθακοζώμιν = νερό όπου διατρέφονται βάτραχοι
βροθακόπον = βατραχάκι
βροθακοπούλλιν = νεογνό βατράχου
βροκολακιάζω = βρικολακιάζω
βρόλος = δυσοσμία αποσύνθεσης
page===5

βρόντεμαν = βροντή
βροντή = βροντή
βροντήσι = είδος μύκητα ο οποίος φυτρώνει κατόπιν βροντής
βροντινός = βρόντος
βρόντος = βρόντος
βροντώ = βροντώ
βρορακολίμνιν = λιμνάζοντα νερά με βατράχους
βροτύδι = τσαμπί
βροτύλιν = τσαμπί
βροτύρι = τσαμπί
βρούδα = λειχήνες που αναπτύσσονται στα υγρά κεραμίδια
βρούλα = σβούρα
βρούλα = φλόγα
βρουλακίζω = φλέγομαι
βρουλάκιμον = ισχυρές φλόγες
βρουλάκισμαν = ισχυρές φλόγες
βρουλίζω = φλέγομαι
βρουλίζω = απογυμνώνω
βρούτζι = αποξηραμένα φρούτα
βρούχνα = μούχλα
βρουχνάζω = μουχλιάζω
βρουχνάρης = μουχλιαμένος
βρουχνέα = οσμή μούχλας
βρούχνος = μούχλα
βροχάτος = βροχερός
βροχερός = βροχερός
βροχή = βροχή
βροχόνερον = βροχόνερο
βροχόπον = βροχούλα
βροχοτόπιν = βροχότοπος
βροχώνω = συρρέω βροχηδόν
βρύμαν = περιουσία
βρύον = φυτό βρύο
βρυχειλάρης = εκείνος που έχει παχιά χείλη
βρυχείλη = χείλη
βρυχείλης = εκείνος που έχει παχιά χείλη
βρώμα = βρώμα
βρωμάρης = δυσώδης
βρωμέας = βρωμιάρης
βρώμεμαν = δυσοσμία
βρωμίτζα = χόρτο δύσοσμο
βρώμος = δυσωδία
βρωμούσα = βρωμούσα
βρωμοχόρταρον = κώνειο
βρωμώ = βρωμώ
βρώση = τροφή με ευχάριστη γεύση
βύζαγμαν = θήλασμα
βυζαλαχτούρα = τροφός
βυζαλίζω = θηλάζω
βυζαλιστέριν = βρέφος που θηλάζει
βυζαλίστρα = τροφός
βυζαλιχτούριν = βρέφος που θηλάζει
βυζανίσκω = θηλάζω
βυζάνω = βυζάνω
βυζάξιμον = θηλασμός
βυζαστέριν = βρέφος που θηλάζει
βυζάστρα = θηλάζουσα γυναίκα
βυζερόν = βρέφος που θηλάζει
βυζιλίστρα = τροφός
βυζιλιτσάρα = γυναίκα γαλουχούσα
βυζίν = βυζί
βυζορρώγιν = θηλή του μαστού προβάτου
βυθίσκομαι = πέφτω σε λήθαργο
βύθος = λήθαργος
βύσνα = βυσσινιά
βυσνοζώμιν = βυσσινάδα
βυτίνα = μεγάλο πιθάρι
βώκος = ανόητος, μωρός
βωλάριν = βώλος
βώλιν = βώλος χώματος
βωλοκοπώ = θραύω τους βώλους
βώτα = αυτί

Γ

page===0

γαβά = καφές
γαβάθα = γαβάθα
γαβάλιν = αυλός, φλογέρα
γαβάνα = δοχείο ξύλινο προς διατήρηση βουτύρου
γαβανέα = ποσότητα όση χωράει η γαβάνα
γαβανεά = χτύπημα δια της γαβάνας
γαβανοκέφαλος = εκείνος που έχει κεφάλι σαν τη γαβάνα
γαβανούμαι = κυρτώνομαι
γαβατζής = καφεπώλης
γαβάχιν = λεύκη
γαβούζιν = κρανίο
γαβουνάπιν = αχλάδι με γεύση πεπονιού
γαβούνιν = πεπόνι
γάβουνος = τυφλοπόντικας
γαβουρεύω = καβουρδίζω
γαβράνα = κυψέλη μελισσών
γαβράνιν = κυψέλη μελισσών
γαβρανοκέφαλος = χοντροκέφαλος
Γαβρεήλης = Γαβριήλ
γαβρίν = πολύ ξηρό
γαγάτζι = φασόλι
γαγγαλιάζω = γαργαλίζω
γαγγαλίζω = γαργαλίζω
γαγγαλώ = γαργαλώ
γαγγάμιν = είδος αλιευτικού δικτύου για αλιεία οστράκων
γάγγλα = γαργάλισμα
γαγγλάζω = γαργαλιέμαι
γαγγλάζω = παθαίνω εξάρθρωση
γαγγλιάζω = γαργαλίζω
γάγγρα = παραλυσία
γαγγρίν = κρέας άπαχο και ισχνό
γαγγρός = παράλυτος
γαγγρώ = ισχναίνομαι
γάγγρωμαν = παράλυση
γαγγρώνω = παραλύω
γαγγυλάζω = γαργαλίζω
γαγιά = εξάρτημα γυναικείας ενδυμασίας
γαγκάζω = κλαίω γοερώς
γαγκανίζω = κλαίω γοερώς
γαγκλάζω = κραυγάζω
γάγκλασμαν = κραυγή
γάγλε = βραδέως, ησύχως
γαζάλα = το πέσιμο των φύλλων το φθινόπωρο
γαζανεύω = αποκτώ χρήματα
γάζγανον = το πολύ ξερό πράγμα
γαζίλιν = τρίχα της γίδας
γαθός = αγαθός
γαιβάσα = σιγά
γαιδαρίτζα = γάιδαρος
γαιδαρίτζης = γάιδαρος
γάιδαρος = γάιδαρος
γαιδουρακός = γαϊδουρινός
γαιδουράπιν = είδος μεγάλου αχλαδιού
γαιδουράς = ονηλάτης
γαιδουράχαντον = γαϊδουράγκαθο
γαιδουρέα = οσμή γαϊδουριού
γαιδουρέσιος = γαϊδουρινός
γαιδουρεύω = φέρομαι σαν αγροίκος και βάναυσος
γαιδουριάρης = ονηλάτης
γαιδούριν = γάιδαρος
γαιδουρίτα = γαϊδουράγκαθο
γαιδουρίτζος = γάιδαρος
γαιδουρίτικα = γαϊδουρινά
γαιδουροκέφαλος = γαϊδουροκέφαλος
γαιδουρόμηλον = είδος μήλου μεγάλου μεγέθους
γαιδουρομούλαρον = μουλάρι που μοιάζει με γάιδαρο
γαιδουροπούλλιν = νεογνό γαϊδάρου
γαιδουρόπ’λλον = γάιδαρος
γαιδουροσύνα = γαϊδουροσύνη
γαιδουρότε = γαϊδουροσύνη
γαιδουροφόρτιν = φορτίο γαϊδουριού
γαιδουρόχτιστος = πλασμένος ως γαϊδούρι
γαΐζω = κλαυθμυρίζω
γαϊλα = καρακάξα
γαιλάκριν = ακρογιαλιά, παραλία
γαιλόνιν = πλοίο
γαίμα = αίμα
γαιμάχ(ιν) = καϊμάκι
γάισμαν = κραυγή
γαιτάνιν = λεπτό σχοινοειδές πλέγμα από μετάξι που χρησιμοποιείται για διακόσμηση ενδυμάτων
γαιτανλάεμαν = κοσμώ με γαϊτάνι
γαιτανλαεύω = κοσμώ με γαϊτάνι
γαιτανλής = ο κοσμημένος γαϊτάνι
γαιτανοφρύδης = εκείνος που έχει φρύδια σαν γαϊτάνι
γαιτανώνω = κοσμώ με γαϊτάνι
γαΐχιν = καΐκι
γαϊχώνω = λυγίζω
γάλα = γάλα
γαλαζανίν = ακατάστατο σπίτι
γαλαθέας = γαλαθηνός
γαλαθηνός = γαλαθηνός
γαλανός = γαλανός
γαλαπαλούχ(ιν) = πλήθος πραγμάτων περιττά
γαλαπότιν = γαλαθηνός
γαλάρικον = εκείνος που παρέχει πολύ γάλα
γαλαστάτες = μέρος του σπιτιού όπου τοποθετούνται τα δοχεία γάλακτος
γαλαταρία = γαλακτοφόρος
γαλατάς = γαλατάς
γαλατέα = οσμή γάλακτος
γαλατένος = γαλατένος
γαλατερός = γαλατερός
γαλατεύω = παράγω γάλα
γαλάτικο = παρασκευασμένο από γάλα
γαλατικόν = προϊόν γάλακτος
γαλατίτα = είδος αγριόχορτου
γαλατίτζα = γαλακτώδης καρπός αραβοσίτου
γαλατίτζα = γαλατάκι
γαλατοζώμιν = ζωμός γάλακτος
γαλατόθρεφτος = ο θρεμμένος με γάλα
γαλατοκάρσανον = μεγάλο πινάκιο για γάλα
γαλατοκολόγκυθον = φαγητό από κολοκύθα βρασμένη με γάλα
γαλατομάλεζον = αλευρόσουπα παρασκευασμένη με γάλα
γαλατόπον = λίγο γάλα
γαλατοσίρβιν = σούπα παρασκευασμένη με γάλα
γαλατούδα = είδος αγριόχορτου
γαλατούσα = νωπός και γαλακτώδης καρπός του αραβοσίτου
γαλατούτζα = είδος αγριόχορτου
γαλατοφάει = ρυζόγαλο
γαλατοχάβιτζον = έδεσμα από αλεύρι και γάλα
γαλάτωμαν = καρύκευμα με γάλα
page===1

γαλατώνω = καρυκεύω με γάλα
γαλαφόρος = λευκή σαν το γάλα
γαλαχτίνα = είδος εδωδίμου μύκητα
γαλαχτίτα = είδος αγριόχορτου
γαλαχτώνω = αλείφομαι, ρυπαίνομαι με γάλα
γαλγανίζω = φλέγω, καίω
γαλέα = οσμή γάλακτος
γαλέα = είδος ψαριού
γαλενά = ήσυχα, ήρεμα
γαλένεμαν = καταπράϋνση, γαλήνη
γαλενεύω = γαληνεύω
γαλενίζω = γαληνεύω
γαλένιος = γαλήνιος
γαλένισμαν = γαλήνια
γαλενός = γαλήνιος
γαλέντζα = ξύλινο πέδιλο
γαλέχουλεν = χλιαρό
γαλεχουλένω = θερμαίνω λίγο
γάλη = βραδέως
γαλήνεμαν = γαληνεύω
γαλήνετος = γαλήνιος
γαληνεύω = γαληνεύω
γαλήνη = γαλήνη
γαληνίζω = είμαι γαλήνιος, ήσυχος
γαληνισία = πλήρης νηνεμία
γαλιόνιν = πλοίο
γαλίπ(ιν) = καλούπι
γαλίτα = είδος αγριόχορτου
γαλίτζι = σιγανό, ήρεμο
γαλίτζια = σιγά, ήρεμα
γαλίψιμο = έδεσμα από γάλα με τεμάχια ψωμιού
γαλοκολόγκυθον = φαγητό από κολοκύθα βρασμένη με γάλα
γαλόπον = λίγο γάλα
γαλοπότικον = γαλαθηνός
γαλοσίλ(ιν) = σούπα παρασκευασμένη με γάλα
γαλοσίρβιν = σούπα παρασκευασμένη με γάλα
γαλοστάτες = μέρος του σπιτιού όπου τοποθετούνται δοχεία με γάλα
γαλοφάει = ρυζόγαλο
γαλοχάβιτζον = έδεσμα από αλεύρι και γάλα
γαλόχοντρος = είδος ρυζόγαλου
γαλόψωμον = έδεσμα από γάλα με τεμάχια ψωμιού
γαλπάχ(ιν) = σκούφια
γαλτουρούμ(ιν) = λιθόστρωτος δρόμος
γάμα = ξίφος, σπαθί
γαμάδιν = γωνία
γαμαρίζω = λερώνω
γαμέας = λάγνος
γαμμαδέα = ποσότητα όση χωράει μια γωνία
γαμοκέριν = κερί που στέλνουν ως πρόσκληση για γάμο
γαμοκύρης = ο πρωτοστάτης του γάμου πατέρας
γάμος = γάμος
γαμοστόλος = γαμήλια πομπή
γαμοφόρος = καλεσμένος του γάμου
γαμπρακά = γαμπριάτικα
γαμπρέσα = γαμπριάτικα
γαμπριάτικα = γαμπριάτικα
γαμπροκάλεσμα = το κάλεσμα των γονιών της μνηστής μετά το γάμο
γαμπροκούριν = το κούτσουρο που πρέπει να σπάσει ο γαμπρός για δείξει ότι είναι ικανός ν’ αναλάβει τα έξοδα της οικογένειας
γαμπρολάλεμαν = το κάλεσμα των γονιών της μνηστής μετά το γάμο
γαμπρολάλιν = το κάλεσμα των γονιών της μνηστής μετά το γάμο
γαμπρός = γαμπρός
γαμπροσκάμνιν = το κάθισμα όπου κάθεται ο γαμπρός για το ξύρισμα
γαμπροστόλισμαν = ενδεδυμένος γαμπρός
γαμπρουλάκης = γαμπρός
γαμπροχώριν = χωριό όπου έχει εγκατεστημένους πολλούς γαμπρούς
γαμψέα = χτύπημα με μαστίγιο
γαμψίν = μαστίγιο
γαμώ = νυμφεύομαι
γαναβράζω = αισθάνομαι κούραση, μουδιάζω
γαναράς = χάσμα γης
γανάτ(ιν) = φτερούγα
γανατώνω = δένω βιβλίο
γαναχτέας = αγαναχτισμένος
γανάχτεμαν = αγανάκτηση
γαναχτία = αγανάκτηση
γαναχτώ = αγανακτώ
γανεύω = καταλαβαίνω
γανίδι = άνθρωπος κατάμαυρος
γανίλα = δώρα του γαμπρού προς τη νύφη
γαντάρ(ιν) = μονάδα βάρους
γανταρά = μεγάλος γωνιαίος λίθος
γαντζώνω = γαντζώνω
γαντηλώνω = αρχίζω να πυρώνω
γαντουρεύω = πείθω
γάνωμα = κασσιτέρωμα σκεύους
γανώνα = δώρα του γαμπρού προς τη νύφη
γανώνω = κασσιτερώνω
γανώνω = διψώ πολύ
γαπαράμα = γάλος
γαπαρεύω = εξογκώνομαι, φουσκώνω
γαπάχ(ιν) = καπάκι
γαπαχώνω = καπακώνω
γαραγλίδιν = εξόγκωμα
γαραλαΐα = ισχυρή κραυγή
γαραλαΐζω = κραυγάζω γοερά
γαραλάισμα = ισχυρή κραυγή
γαραμάτα = δημόσιοι φόροι
γαραμψέα = οσμή μαϊντανού
γάραμψον = μαϊντανός
γαραμψόσπορον = σπόρος μαϊντανού
γαραρεμός = λαιμαργία
γαραφίλ(ιν) = γαρίφαλο
γαργαλάκ(ιν) = ξυλαράκι
γαργαλίδα = εξόγκωμα
γαργαλιδάζω = βγάζω εξόγκωμα
γαργαλιδάριν = εκείνος που έχει εξογκώματα
γαργαλιδάσιμον = βγάζω εξόγκωμα
γαργαλιδέας = εκείνος που έχει πολλά εξογκώματα
γαργαλιδομμάτης = εκείνος που έχει μεγάλα εξογκωμένα μάτια
γαργαλίζω = γαργαλίζω
γαργαλομμάτης = εκείνος που έχει μεγάλα εξογκωμένα μάτια
γάργαλος = διογκωμένος
γαργαλώνω = διεστραμμένοι οφθαλμοί
γαργασέας = ταραξίας
γαργασεύω = θορυβώ
γαρδαλεύω = ψάχνω, ερευνώ
γαρδελάζω = αποκτώ πολλά παιδιά
γαρδέλιν = γεράκι
γαρδίλης = εκείνος που έχει μεγάλους οφθαλμούς
γαρδίλιν = οφθαλμοί σαν διεστραμμένοι
page===2

γαρδιλομμάτης = εκείνος που έχει γουρλωτούς οφθαλμούς
γαρδιλώνω = γουρλώνω
γαρέζης = εχθρός
γαρή = γυναίκα
γαρίζω = ξεφωνίζω
γαρίπ(η)ς = αλλοδαπός
γαρίπ(ι)κον = έρημο
γαριπία = κατάσταση του ξένου
γαρκόν = αρκούδα
γαρματζάς = χονδροειδής, χοντροκαμωμένος
γάρος = άχρηστος ζωμός μετά το έκκριμα των ελαιών στο ελαιοτριβείο
γαρπούζι = καρπούζι
γαρσού = απέναντι
γάρτ(ιν) = λαχανικό του οποίου παρήλθε η εποχή
γάρτζα = άγκιστρο
γάρτζου-γούρτζου = με λαρυγγισμούς
γαρτζουφουλίζω = μαδώ τις τρίχες της κεφαλής
γαρτύνω = λαχανικό που αποβάλλει την νωπότητα, τραχύνομαι, σκληραίνομαι
γαρφουλίζω = γρατζουνίζω
γάστρενο = πήλινο σκεύος πλατύστομο
γαστρίν = γλάστρα
γάστριν = ζώο που εγκυμονεί
γαστρώνω = γκαστρώνω
γατεμλίν = καλορίζικο
γατεύω = αποδιώκω, αποπέμπω
γατζανία = διάρροια
γατής = τούρκος ιεροδίκης
γάτιν = όροφος οικοδομής
γατιρτζηλούκ(ιν) = επάγγελμα αγωγιάτη
γατιρτζής = αγωγιάτης
γατράν(ιν) = πισσάσφαλτος
γατρανώνω = επαλείφω με πισσάσφαλτο
γβαίνω = βγαίνω
γβάλλω = βγάζω
γδέρω = γδέρνω
γδύζω = γδύνω
γεία = υγεία
γεικάζω = εικάζω
γείταινος = ο τάδε
γειτονακός = γειτονικός
γείτονας = γείτονας
γειτόνεμαν = γειτονικές σχέσεις
γειτονεύω = γειτονεύω
γειτονία = γειτονιά
γειτονικός = γειτονικός
γειτονίτζα = μικρή γειτονιά
γειτονοπούλλιν = γειτονόπουλο
γείτος = ο τάδε
γέλαγμαν = γέλασμα
γελάζω = απατώ
γέλασμα = γέλασμα
γελαστέας = γελαστός
γελαστηρούδι = σκώπτης
γελαστός = γελαστός
γελάτεια = πράγμα άξιο γέλιου
γελαχτέας = δόλιος, απατεώνας
γελέφιν = πέτρινη γούρνα βρύσης
γελεφόνερον = νερό πέτρινης γούρνας
γελίος = γέλιο
γελκιάνιν = ιστίο
γελοκλαινίζω = κάνω κάποιον να γελά και να κλαίει συγχρόνως
γέλος = γέλιο
γελουσία = πράγμα άξιο γέλιου
γελύσι = λάσπη
γελώ = γελώ
γεματίζω = γευματίζω
γεμάτος = γεμάτος
γεμενία = υπόδημα ανδρικό από κατσικόδερμα
γεμενιτζής = υποδηματοποιός "γεμενίων"
γεμίζω = γεμίζω
γεμίσα = οπωρικά, φρούτα
γέμος = γέμισμα
γεμουρόμηλον = μήλο «γέμουρας»
γεμώνω = γεμίζω
γέμωστρον = αντλία
γένα = γένια
γενάδα = γενειάδα
γεναμώνω = ωριμάζον καρπός
γενάτες = εκείνος που έχει γένια
γενεά = γενιά
γενεάδοι = συγγενείς
γένειν = γένια
γενετή = γέννηση
γενικά = γενικά
γενίτσαρος = γενίτσαρος
γέννα = γέννα
γέννεμαν = γέννημα
γεννεμασία = γέννημα
γεννεπλασέα = γέννηση
γεννέτρα = γυναίκα που γεννά παιδιά
γέννημαν = τέκνο
γεννημασία = γέννημα
γεννητά = καταγωγή
γεννοπλάσκουμαι = δημιουργούμαι, γίνομαι
γεννούλιν = ζώο που γέννησε ή που πρόκειται να γεννήσει
γεννουλομάλλιν = μαλλί προβάτου που έχει γεννήσει
γεννούρι = πυώδες εξοίδημα του δέρματος
γεννοχτίσκουμαι = δημιουργούμαι, γίνομαι
γεννώ = γεννώ
γένος = γένος
γερά = πληγή, τραύμα
γεραδέας = γεμάτος πληγές
γέρακας = γέρακας
γεράκιν = γεράκι
γερακίτης = είδος εδωδίμου μύκητα
γερακοπλούμιστος = ποικιλόχρωμης
γερακοπούλλιν = νεογνό γερακιού
γεραλαεύκουμαι = πληγώνομαι, τραυματίζομαι
γεραλής = πληγωμένος
γέραμαν = γήρας
γερανέον = γαλάζιος
γερανίζω = αποκτώ χρώμα γαλάζιο
γερανίν = κυανόχρωμος, γαλάζιος
γερανίν = πτηνό γερανός
γερανός = πτηνό γερανός
γερανόφορος = εκείνος που φοράει ένδυμα σε γαλάζιο χρώμα
γερανοφορώ = φορώ ένδυμα σε γαλάζιο χρώμα
γερανώνω = θαμπώνω
γέρασαμαν = γήρας
γερατεία = γεροντική ηλικία
page===3

γεργάνιν = πάπλωμα
γερίζω = εμπαίζω
γερίν = διαμέρισμα μάνδρας όπου μένουν τα μικρά ζώα
γεριντίζω = σιχαίνομαι
γερίτζικος = γεροντάκι
γερίτζος = γεροντάκι
γεροντακός = γεροντικός
γεροντάρης = γηραλέος
γεροντάς = γέροντας
γεροντίζω = γερνώ
γεροντικά = γεροντικά
γεροντικός = γεροντικός
γεροντίτζης = γέροντας
γεροντοκόριτζον = γεροντοκόρη
γεροντοπάλαλος = γέροντας παλαβός
γεροντωτός = σχεδόν γέρος
γεροπαλαλός = γέροντας παλαβός
γεροπαλαλώνω = τρελαίνομαι στα γεράματα
γεροπόρνος = γέρος ακόλαστος
γερός = γερός
γεροταφίζω = γηροκομώ γέροντα μέχρι θανάτου
γερουσία = γήρας
γερώ = γερνώ
γερωσύνα = γεροντική ηλικία
γερωτός = σχεδόν γέρος
γεσαλίν = καλοθρεμμένος, ευτραφής
γετίμιν = ορφανό παιδί
γέφυρα = γέφυρα
γεφυράζω = γεφυρώνω
γεφύριν = γεφύρι
γεφυροκόλιν = σκέλος γέφυρας
γεφυροπόδιν = σκέλος γέφυρας
γεφυροσκάλιν = σκάλα γέφυρας
γεφυροσκούλιν = σκέλος γέφυρας
γεφυρώνω = γεφυρώνω
γεφυρώτα = γέφυρα
γη = γη
γηραλέος = γηραλέος
γήτεμα = απάτη, φενακισμός
γητεύω = γητεύω, μαγεύω
για = για
για = χάριν τινός
γιαβάνιν = χωρίς βούτυρο
γιαβανωτός = φαγητό με λίγα καρυκεύματα
γιαβέρης = γιαβέρης
γιαβρίν = χαϊδευτικά το μικρό παιδί
γιαγιάνης = πεζός
γιάγιας = ο μεγαλύτερος αδελφός σε σχέση προς τον μικρότερο
γιαγλαεύω = επαλείφω με λίπος
γιαγλίν = πολύ βουτυρωμένος
γιάγλος = πάχος, λίπος
γιαγλοφτέριν = είδος φτέρης υδροχαρούς
γιαγλώνω = λερώνω με λίπος
γιαγμά = λεηλασία
γιαγούζιν = εκείνος που έχει μαύρο χρώμα
γιαζιλαεύω = εξομαλίζω
γιαζίν = πεδιάδα
γιαζμά = πολύχρωμος ανδρικός κεφαλόδεσμος
γιακά = γιακάς
γιακούνιν = πυρκαγιά
Γιακώφης = όνομα πατριάρχου της Γραφής Ιακώβ
γιαλάκιν = δοχείο για τροφή σκύλου
γιαλακώνω = κοιλαίνομαι
γιαλέα = πήλινο τρυβλίο γεννώμενο με γυάλινη ουσία
γιαλένος = γυάλινος
γιαλίζω = γυαλίζω
γιαλίν = γυαλί
γιαλιστερός = γυαλιστερός
γιαλοκόμματος = κομμάτι γυαλιού
γιαλός = γιαλός
γιαλοτόπιν = τόπος γιαλού
γιαλόχειλον = αγκρογιαλιά
γιαλώνω = γυαλίζω
γιαμό = παιδιά σφαιροβολίας
γιάμ’ = άραγε, μήπως
γιανά = για να
γιανεμός = θεραπεία
γιανέσκω = γιάνω
γιανίζω = παρεκκλίνω πλευρίζοντας
γιανίκαρας = έλκος στομαχιού
γιάνιν = πλάι, πλευρά
γιαπίν = κτήριο, οικοδομή
γιαρά = γερά
γιαραεύω = χρησιμεύω
γιαραμάζης = άχρηστος
γιαρένος = φίλος, έτερος
γιαριμπώνω = κοιτώ με βλέμμα απλανές
γιάριν = αγαπητό πρόσωπο
γιάρτι = προ ολίγου
γιαρτίμιν = βοήθεια
γιασεμίν = γιασεμί
γιασίριν = αιχμάλωτος πολέμου
γιασλανεύω = εξαπλώνω
γιατί = γιατί
γιατρεία = γιατρειά, θεραπεία
γιάτρεμα(ν) = θεραπεύω
γιατρεμονή = γιατρειά, θεραπεία
γιατρεύω = γιατρεύω
γιατρικόν = φάρμακο
γιατρός = γιατρός
γιατροσύνη = ιατρικό επάγγελμα
γιαχνίν = αχνισμένο φαΐ
γίγαντος = γίγαντας
γιλτουρούμιν = κεραυνός
γιλώπιν = ζιζάνιο των σιτηρών
γίνα = τρίχα αλόγου
γινέσκομαι = γίνομαι
γίνομαι = γίνομαι
γιοζόμαλλο = μαλλί δεύτερης κουράς
γιόκας = γιόκας
γιολαεύω = προπέμπω, κατευοδώνω
γιολονίτζα = γλωσσού
γιολτζής = διαβάτης
γιόμα = κάλος με τον οποίο σύρουν τα πλοία στην παραλία
γιονίζω = αποκτώ γιό
γιόξα = ή
γιοργάνιν = πάπλωμα
γιοργανόπον = παπλωματάκι
γιορτάζω = γιορτάζω
γιορτή = γιορτή
page===4

γιορτολόγια = η παραμονή των νηστειών και ιδίως της Μεγάλης Τεσσαρακοστής
γιοσμαλίκιν = κομψή περιβολή άντρα
γιοσμάς = νέος κομψά ντυμένος
γιουγούδας = δόλιος, πανούργος
γιούδουλον = είδωλο
γιούδωλον = είδωλο
γιούκιν = στρωμοθήκη
γιουκλούκιν = στρωμοθήκη
γιουλού = αράχνη
γιούρου = γύρω
γιούρτιν = πλευρά βουνού κατάλληλη ως βοσκότοπος
γιουτουρεύω = με λόγο παρουσιάζω κάτι σαν αληθοφανές
γιουτουρμά = λόγος πλαστός προς αληθοφάνεια
γιόχσα = ή
γιρζεύω = εκχερσώνω έδαφος
γλαγγάζω = υφίσταμαι εξάρθρωση
γλαδεύω = βγάζω λάδι από ελιές
γλάζω = ολισθαίνω, γλιστρώ
γλαθάζω = καθαρίζω αυλάκι προς διοχέτευση ύδατος
γλαξία = μέρος ολισθηρό
γλάξιμον = ολισθαίνω, γλιστρώ
γλάριν = σάπιος
γλάρος = γλάρος
γλασίος = ολίσθηση, γλίστρημα
γλαστέριν = μέρος ολισθηρό
γλαστερόν = μέρος ολισθηρό
γλαστήρα = μέρος ολισθηρό
γλάστρα = πέτρα ολισθηρή
γλεγιώνω = σαπίζω
γλείφω = γλείφω
γλενός = λιγνός
γλεπέτζος = φαλακρός
γλεπίζω = ξεφλουδίζω
γλέπιν = φλούδα
γλερίν = σκελίδα
γλευτήρι = τόπος ολισθηρός
γλεύω = γλιστρώ, ολισθαίνω
γλεώνω = γίνομαι γλοιώδης, σαπίζω
γλιντερίδι = λεπτό πράγμα
γλίντζης = λεπτός
γλίτζα = δοχείο υπερπληρωμένο
γλοίασμα = ολίσθηση
γλόνω = γίνομαι γλοιώδης, σαπίζω
γλουπάδα = καρύδι ώριμο του οποίου αφαιρείται εύκολα το πράσινο εξωτερικό φλούδι
γλουπαδίζω = ξεφλουδίζω
γλουπέκιν = ξεφλουδισμένο
γλουπέτζιν = ξεφλουδισμένο
γλουπέτζος = φαλακρός
γλουπίζω = ξεφλουδίζω
γλουπιστός = ξεφλουδισμένος
γλουφίδιν = γλύφανο
γλουφιτζώνω = βαθουλώνω
γλουφώνω = κοιλαίνω με σκάψιμο
γλουφωτίζω = σκάβω κάνοντας τρύπα
γλουφωτός = βαθουλωτός
γλοφώνω = κοιλαίνω με σκάψιμο
γλοφωτίζω = σκάβω κάνοντας τρύπα
γλοφώτιν = βαθουλωτός
γλοφωτός = βαθουλωτός
γλυκά = γλυκά
γλύκα = γλύκα
γλυκάδα = γλυκάδα
γλυκάδιν = γλύκισμα
γλυκαίνω = γλυκαίνω
γλυκάνισον = γλυκάνισο
γλυκάντζα = εξάνθημα κεφαλής
γλυκάντζιν = πολύ γλυκό
γλυκάπιδον = είδος αχλαδιού πολύ γλυκό
γλυκάπιν = είδος αχλαδιού πολύ γλυκό
γλύκαση = γλυκάδα
γλυκασία = γλυκύτητα
γλύκασμαν = γλύκισμα
γλυκέα = εξάνθημα κεφαλής
γλυκήτρα = εξάνθημα κεφαλής
γλυκιάζω = γλυκαίνω
γλυκίζω = γλυκίζω
γλυκιστικά = γλυκά
γλυκόγαλαν = γλυκό γάλα
γλυκογελώ = αρχίζω να γελώ
γλυκόγλωσσος = γλυκομίλητος
γλυκοζώμιν = ποτό ζαχαρούχο
γλυκοκάλαμον = κανέλα
γλυκοκαλάτζευτος = γλυκομίλητος
γλυκοκελαηδώ = κελαηδώ γλυκά, μελωδικά
γλυκοκοιμούμαι = γλυκοκοιμάμαι
γλυκοκολόγκυθον = είδος κολοκυθιού με γλυκιά γεύση
γλυκόλαλος = γλυκομίλητος
γλυκολαλώ = γλυκομιλώ
γλυκόλογος = γλυκομίλητος
γλυκομάλεζον = αλευρόσουπα παρασκευασμένη με γάλα
γλυκόμηλον = είδος μήλου με γλυκιά γεύση
γλυκόποτον = ποτό με γλυκιά γεύση
γλυκόστομος = ευπροσήγορος, μειλίχιος
γλυκοσύντζαιμαν = μειλιχιότης λόγου
γλυκοσυντυχαίνω = γλυκομιλώ
γλυκοσυντύχαιτος = γλυκομίλητος
γλυκοσύντυχος = γλυκομίλητος
γλυκοτέρεμαν = βλέμμα ερωτικό
γλυκοτερώ = γλυκοκοιτάζω
γλυκοχάντζα = βελτίωση του καιρού μετά από κακοκαιρία
γλυκοχαράζει = γλυκοχαράζει
γλυκοχυντυχία = ευπροσηγορία
γλυκύνω = γλυκαίνω
γλυκύς = γλυκός
γλυκωτός = υπόγλυκος
γλύμαν = υπόλειμμα σαπουνιού μετά τη χρήση
γλυμίζω = διαλύω με τριβή
γλύνω = διαλύω με τριβή
γλύσιμον = διάλυση με τριβή
γλυστόν = συντεθλιμμένο, συντετριμμένο
γλύστρα = τρίφτης
γλυτσήτρα = εξάνθημα κεφαλής
γλύτωμα = λύτρωση, σωτηρία
γλυτωμονή = απαλλαγή, σωτηρία
γλυτωμός = γλυτωμός, απαλλαγή
γλυτώνω = γλυτώνω
γλυφίδα = γλυφίδα, σμίλη
γλυφιδάς = αυτός που κατασκευάζει γλυφίδες
γλυφίδιν = γλυφίδα
γλυφιδίτζα = γυναίκα λεπτοφυής
page===5

γλυφιδοπρόσωπος = λεπτός στο πρόσωπος
γλυφιδού = γυναίκα σκελετώδης
γλυφιδώνω = γίνομαι κάτισχνος
γλυφού = εκείνη που γλύφει
γλύφτρος = λαίμαργος
γλύφω = γλύφω
γλυφώνω = κοιλαίνω δια σκαφής
γλύψιμον = γλείψιμο
γλωθάκα = σιδερένιο όργανο
γλώσσα = γλώσσα
γλωσσάκα = ψάρι γλώσσα
γλωσσάρης = φλύαρος
γλωσσάτες = φλύαρος
γλωσσέας = φλύαρος
γλωσσεύω = φλυαρώ, αντιλέγω
γλωσσίτα = γλώσσα
γλωσσίτζα = γλωσσίτσα
γλωσσοπονίος = πόνος γλώσσας
γλωσσοφαγία = γλωσσοφαγιά
γλωσσοφαγώ = γλωσσοφάω
γναφίν = γνάθος
γνέθω = γνέθω
γνεύω = γνέφω
γνέφα = γρήγορα
γνεφίζω = ξυπνώ, ξεμεθώ
γνεφός = νηφάλιος, ξύπνιος
γνέφω = γνέφω
γνώθω = αισθάνομαι, αντιλαμβάνομαι
γνωματίζω = αποφαίνομαι
γνώμη = γνώμη
γνωμιάρης = ισχυρογνώμων
γνωμιώ = αποκτώ ίδια γνώμη
γνωρίζω = γνωρίζω
γνωριμάζω = γνωρίζω, αναγνωρίζομαι
γνωριμία = γνωριμία
γνώριμος = γνώριμος
γνωρισκεύκουμαι = αναγνωρίζομαι
γνώρισμαν = γνώρισμα
γνωριστός = γνωστός
γνώση = γνώση
γνώσκω = αισθάνομαι, αντιλαμβάνομαι
γνωστεύω = γίνομαι γνωστικός
γνωστικά = με σύνεση
γνωστικεύω = γίνομαι γνωστικός
γνωστικός = γνωστικός
γογάς = πηγάδι
γογγύζω = βογκίζω, στενάζω
γόγγυλας = είδος λάχανου
γογγυλομάτης = γουρλομάτης
γόγγυλον = είδος λάχανου
γογγυλώνω = γουρλώνω
γογγυσμός = βογκητό, στεναγμός
γογγυστά = γυναίκα που συνεχώς παραπονείται
γογγυχτά = γυναίκα που συνεχώς παραπονείται
γοιέκη = πηδάλιο πλοίου
γοιέκιν = πηδάλιο πλοίου
γολάγια = εύκολα
γολαγούης = οδηγός
γολάι = εύκολο
γολγονάζω = βάζω κουδούνι στο λαιμό του ζώου
γολγονίζω = κουνώ του κουδούνι στο λαιμό του ζώου
γολγόνιν = κωδωνίσκος μοσχαριών
γολιμώ = πεινώ πολύ
γολοβομμάτης = γουρλομάτης
γολόθιν = μικρό ψωμάκι
γολτούκ(ιν) = μασχάλη
γολτουραεύω = γουργουρίζω
γολτούχ(ιν) = μασχάλη
γομαράζω = ετοιμάζω φορτίο ζώου
γομάριν = φορτίο ζώου
γομάτα = γεμάτα
γομάτος = γεμάτος
γόμος = φορτίο
γόμωμα = γέμισμα
γομώνω = γεμίζω
γομωτής = εκείνος που γεμίζει
γονάκ(ιν) = οικία μεγαλοπρεπής, ανάκτορο
γονακά = οικογένεια
γονατίζω = γονατίζω
γονατιστά = γονατιστά
γονατιστός = γονατιστός
γονατίτζα = δέσμη, αγκαλίδα
γονατίτζιν = γόνατο
γονατοκλισία = γονυκλισία
γόνατον = γόνατο
γονάχιν = οικία μεγαλοπρεπής, ανάκτορο
γονέος = γονιός
γονεύω = στάση αναπαύσεως ή διανυκτέρευσης
γονικά = γεννήτορες, γονείς
γονικία = γεννήτορες, γονείς
γονοκόπουμαι = μου κόβονται τα γόνατα
γονουσεύω = ομιλώ, συνομιλώ
γοντάχιν = φασκιωμένο βρέφος
γονταχλαεύω = φασκιώνω βρέφος
γοντζάζω = παγώνω
γοντζεύω = φτωχαίνω
γοργά = ταχέως
γοργολέτζα = πλήθος μικρών παιδιών
γοργόρ(ιν) = κωδωνίσκος μοσχαριών
γοργορίζω = γουργουρίζω
γοργός = γρήγορος
γορδίλ(ιν) = εκείνος που γουρλώνει τα μάτια
γορδίλης = γουρλομάτης
γορδιλομμάτης = γουρλομάτης
γορδιλώνω = γουρλώνω τα μάτια
γοροσάτες = πλούσιος
γορόσιν = γρόσι
γοσά = το περιεχόμενο των δύο χεριών συνενωμένων
γοσγονίζω = κλέβω κρύβοντας στο θυλάκιο ή στη ζώνη
γοσί = χοντρό σκοινί, κάλος
γοστουρεύω = δίνω φόρα στο άλογο
γοτζαμάνος = γέρων, σύζυγος
γότζιν = φτέρνα
γούβα = γούβα
γουβαθάζω = βαθύνομαι
γούβαθος = πολύ βαθύς
γουβάλιν = βουβάλι
γουβάνιν = κυψέλη μελισσών
γουβέτιν = ισχύς, ρώμη
γουβίζω = ρίχνω κάποιον μπρούμυτα
page===6

γουβίν = γούβα
γουβιστά = μπρούμυτα
γουβιστός = μπρούμυτος
γουβιτζώνω = σκάβω ανοίγοντας βαθούλωμα
γουβώνω = βαθύνομαι
γουγευτέας = γλίσχρος
γουγεύω = φειδωλός, κάνω οικονομία, τσιγκουνεύομαι
γουδίν = γουδί
γουδουλίζω = κόβω τις τρίχες τις κεφαλής μου
γουδουλοκέφαλος = αποκεφαλισμένος
γουζάζω = κτυπώ με σφυρί
γουζεύω = αγανακτώ, οργίζομαι
γουζίν = όγκος
γουΐν = λάκκος, όρυγμα
γούλα = λαιμός
γουλαγούης = οδηγός
γουλανούδιν = είδος ψαριού
γουλαρεύω = ζώο που τρώει τα απομεινάρια της φάτνης
γουλάρης = αδηφάγος, λαίμαργος
γουλάριν = υπολείμματα τροφής
γουλάσιν = διφθερίτιδα
γουλάτες = αδηφάγος, λαίμαργος
γουλέας = αδηφάγος, λαίμαργος
γουλέντζα = κοιλότητα στο πυθμένα της θάλασσας
γουλέντρα = κοιλότητα εδάφους όπου συρρέει το νερό
γουλιμία = πείνα υπερβολική
γουλιμώ = πεινώ πολύ
γουλίν = βλαστός φυτών
γουλοπονίος = πόνος του λαιμού
γουλώνω = συσσωρεύω χώμα στη ρίζα του φυτού
γουμάριν = γομάρι
γουμενείον = διαμέρισμα μοναστηριού
γουμενικόν = διαμέρισμα μοναστηριού
γούμενος = ηγούμενος
γουμπρέλα = ομπρέλα
γούνα = γούνα
γουνάπιν = σπόγγος
γούνατζης = γουναράς
γουνοφορεμένος = εκείνος που φοράει γούνα
γουντάγου = φάσκιωμα
γουντάχ(ιν) = φάσκιωμα
γουνταχάζω = φασκιώνω
γουνταχέα = φασκιωμένος
γουνταχλαεύω = φασκιώνω βρέφος
γουνταχώνω = φασκιώνω βρέφος
γουντζάζω = παγώνω
γουντρά = είδος σκληρού χόρτου υδροχαρούς
γουργούκι = δερματικό εξόγκωμα κεφαλής
γουργουλόσκιστος = εκείνος που είναι να σκιστεί από τον Γουρζουλάν
γουργούρι = φάρυγγας
γουργουρίζω = γουργουρίζω
γουρδουγκελάζω = αλευρόσουπα που σβολιάζω κατά τη βράση
γουρδουγκελάριν = αλευρόσουπα που κατά το βράσιμο σχηματίζει σβώλους
γουρδουγκέλης = αγροίκος, βάρβαρος
γουρδουγκέλιν = αδιάλυτος σβώλος αλευρόσουπας
γουρδουπλάζω = σχηματίζω κόμπους
γουρδουπλάριν = αυτό που έχει κόμπους, σβώλους
γουρδούπλιν = κόμπος νήματος, σβώλος φαγητού
γουρεύω = κουρεύω
γουρζεύω = εκχερσώνω έδαφος
Γουρζουλάς = η πανούκλα προσωποποιημένη
γουρζούλιν = φαΐ δηλητηριασμένο που βλάπτει και καταστρέφει
γουρζουλοαίματος = εκείνος που είναι να αιματωθεί από τον Γουρζουλάν
γουρζουλομακέλλιστος = εκείνος που είναι να ταφεί από τον Γουρζουλάν
γουρζουλομάσετος = εκείνος που είναι να μασηθεί από τον Γουρζουλάν
γουρζουλοπέτεινος = τσαλαπετεινός
γουρζουλοπούλλιν = τέκνο Γουρζουλάν
γουρζουλοσπαγμένος = εκείνος που είναι να σφαχθεί από τον Γουρζουλάν
γουρζουλόσπαχτος = εκείνος που είναι να σφαχθεί από τον Γουρζουλάν
γουρζουλοφάγετος = εκείνος που είναι τα φαγωθεί από τον Γουρζουλάν
γουρζουλοφάει = φαΐ του Γουρζουλά
γουρζουλώνω = δίνω σε κάποιον να φάει φαΐ καταραμένο
γούρθα = γροθιά, πυγμή
γουρθάζω = γρονθοκοπώ
γουρθέα = γροθιά
γουρίζω = ωρύομαι
γούρνα = γούρνα
γουρνίν = γούρνα, λεκάνη
γουρνούχιν = γούρνα μέσω της οποίας διαρρέει το νερό
γούρος = γενναίος
γουρουδάζω = βγάζω εξογκώματα
γουρουδάριν = εξογκώματα
γουρουδάς = εκείνος που έχει δερματικούς όγκους
γουρουδέας = εκείνος που έχει δερματικούς όγκους
γουρούδιν = όγκος δέρματος
γουρουλεύκουμαι = κομπάζω, υπερηφανεύομαι
γουρούνιν = γουρούνι
γουρπανίζω = παρακαλώ
γουρπάνιν = θυσία, θύμα
γουρταρεύω = ελευθερώνω, απαλλάσσω
γουρταρομονή = απελευθέρωση, απαλλαγή
γουρτεύω = τρίζω τα δόντια
γουρτζανίζω = τρίζω τα δόντια
γους = ως
γουσγού = κουκουβάγια
γούσποτε = ώσπου
γούστιλια = κορακίστικα
γουστράχ(ιν) = φοράδα
γουτίν = κουτί
γουτνίν = ύφασμα βαμβακομέταξο ριγωτό εύχρηστο για γυναικεία φορέματα
γουτουρεύω = λυσσώ
γουτουρομονή = λύσσα
γραγρανίζω = παράγω θόρυβο
γραία = γριά
γραίικα = γραώδη
γραικόπουλλον = ελληνόπουλο
γραίνω = φθείρω, παλαιώνω
γραίος = γέρος
γραιπούτζα = υπέργηρη
γραιώνω = γηράσκω, γερνώ
γραιωτέσσα = σχεδόν γριά
γράμμα = γράμμα
γραμματίζω = διδάσκω, μορφώνω
γραμματικός = γραμματικός
γραμμόπον = γραμματάκι
γραντζέα = οσμή κουρελιασμένης περιβολής
γραντζικά = βαμβακερά υφάσματα
γράντζιν = ράκος, κουρέλι
γραντζοσάκκιν = σάκος από κουρελιασμένα υφάσματα
γραντζούφης = εσχατόγηρος
page===7

γράνω = φθείρω, παλαιώνω
γράσιμον = φθορά ειδών ενδυμασίας
γρασιμονή = φθορά ειδών ενδυμασίας
γραστίν = ζώο που εγκυμονεί
γρατζανίζω = τρίζω τα δόντια
γρατζαρίζω = γρατζουνίζω
γραφανίζω = παίζω λύρα άσχημα
γραφέας = γραμματέας
γραφή = επιστολή
γραφνία = βράγχια
γραφουλίζω = γρατζουνίζω
γραφτόν = πεπρωμένο
γράφω = γράφω
γράψιμον = γράψιμο
γρέφος = βρέφος
γρεφούλλιν = βρέφος
γριβέας = φιλάργυρος, σφιχτοχέρης
γριβώνω = προσκολλούμαι
γριβωτός = προσκολλημένος
γριζέα = χέρσο έδαφος
γρίζεμαν = εκχέρσωση εδάφους
γριζεύω = εκχερσώνω έδαφος
γριζομάκελλον = σκαπάνη
γριλεύω = αφανίζω, καταστρέφω
γριμαλίζω = διαπληκτίζομαι
γριμαλώνω = διαπληκτίζομαι
γριμώνω = γριμώνω
γρίντζα = καταστάλαγμα βουτύρου και οποιασδήποτε λιπαρής ουσίας
γριντζανίζω = τρίζω
γριντζαφίζω = γρατζουνίζω
γριντζαφώνω = σκαρφαλώνω με τα νύχια
γριντζέα = χέρσο έδαφος
γριντζέας = ο γελαστός ενώ δείχνει και τα δόντια
γριντζεύω = εκχερσώνω έδαφος
γριντζίλιν = ούλα
γριντζομάκελλον = σκαπάνη
γριντζόν = λερωμένο
γριντζούρι = πράγμα καταλερωμένο
γριντζώνω = μορφάζω δείχνοντας τα δόντια
γρίπος = γρίπος
γρίτζαινα = σκελετώδης
γριτζανίζω = ζώα που μασούν με τρίξιμο
γριτζαφίζω = γρατζουνίζω
γριτζώνω = γίνομαι σκελετώδης
γρόθα = γροθιά
γροθάζω = γρονθοκοπώ
γροθέα = γροθιά
γροικώ = καταλαβαίνω
γρούδι = μηδαμινό
γρουζούλι = σβώλος που σχηματίζεται σε παρασκεύασμα από αλεύρι
γρούθινα = είδος αγριόχορτου
γρουλεύω = αφανίζω, καταστρέφω
γρουντζούλ(ιν) = ούλο
γρούτα = σούπα από αλεύρι φρυγανισμένο
γρουτζανίζω = τρίζω
γροφώνω = προσκολλούμαι
γρυλλίζω = γρυλλίζω
γρύμψος = αδύνατος στο πρόσωπο
γρυμψώνω = αδυνατίζω
γυκαικαρείον = γυναικωνίτης
γυλάρι = κεφαλόπουλο
γυλίδι = ευλύγιστη βέργα
γυλίζω = στραγγίζω
γυμνός = γυμνός
γυμνοτσάρουχα = τσαρούχια που φοριούνται χωρίς κάλτσες
γυμνώνω = γυμνώνω
γυναίκα = γυναίκα
γυναικάδελφος = κουνιάδος
γυναικείον = γυναικείο
γυναικείος = γυναικείος
γυναικέσιος = γυναικείος
γυναικίζω = νυμφεύομαι
γυναίκικος = γυναικείος
γυναικίστικος = γυναικίστικος
γυναικίτζα = γυναικούλα
γυναικίτης = γυναικωνίτης
γυναικίτικος = γυναικίστικος
γυναικοθείος = θείος της συζύγου
γυναικολογία = άθροισμα γυναικών
γυναικόπαιδα = γυναικόπαιδα
γυναικότα = γυναικεία φύση
γυναικού = σχετικώς προς τη γυναίκα
γυναικωνίτης = γυναικωνίτης
γυναικωτός = εκείνος που γυναικοφέρνει
γυόσμη = δέσμη
γυράζω = αποδιώκω, αποπέμπω
γυράλευρον = αλεύρι γύρω από τη μυλόπετρα υδρόμυλου
γύργυλλας = ουράνιο τόξο
γύργυλλος = ολοστρόγγυλος
γύρεμα = ζητιανιά
γυρευοπούλλιν = παιδί επαίνου
γυρευός = επαίτης, ζητιάνος
γυρευοσάκκιν = η πήρα του επαίτου
γυρευοσάκκουλον = η πήρα του επαίτου
γυρεύω = γυρεύω
γυρία = περιφέρεια, γύρος
γυριάζω = περικυκλώνω, περιτριγυρίζω
γυρίζω = γυρίζω
γυρίον = επαιτεία, ζητιανιά
γύρισμα = γύρισμα
γυρισμός = γυρισμός
γυριστός = γυριστός
γυροκλώθω = γυρίζω, στρέφω, αντιστρέφω
γυρόκλωσμαν = στριφογυρίζω
γυροκόφτω = κόβω γύρω γύρω
γύρος = γύρος, περιφέρεια
γυροστρόγγυλος = ολοστρόγγυλος
γυρτά = σκυφτά
γύρω = γύρω
γύρωμαν = αλεύρι γύρω από τη μυλόπετρα υδρόμυλου
γυρώνω = σχηματίζω γύρω γύρω από την μυλόπετρα υδρόμυλου
γωνέα = ακρογωνιαίος λίθος
γωνία = γωνία
γωνοκόλιν = βάση βράχου
γ’λάρα = υπόλειμμα τροφής
γ’λαρεύω = ζώο που τρώει τα απομεινάρια φάτνης




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit