|
το бот. эндосперм #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово эндосперм? — ενδοσπέρμιον как с (ново)греческого переводится слово ενδοσπέρμιον? — эндосперм — διαφθείρομαι — φιαλοδόχος — βέλος — εμβολιάσιμος — αψαλιδιστός — προεισαγοιγικός — συγχώρεση — δασοπονία — επιγραφολογία — σατιρίζω — μαυρίζω — βελονιάζω — σκέρτσο — αυθάδης — αφροξυλιά — ξιφιός — εκπατρίζομαι — κολοβώνω — βυτιοποιείον — μαστροχαλάστρας — υπόδουλος |
|||