|
(-ου) ο вход в гавань (действие и место); εις τόν ~ν τού λιμένος υπάρχει φάρος — [phrase]при входе в гавань стоит маяк[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вход в гавань? — είσπλους как с (ново)греческого переводится слово είσπλους? — вход в гавань — συνταξιούχος — τρίοδος — αντιφιλοδοξώ — αποθλίβω — κακοτυχιά — αλάβαστρος — κατάπληξη — παραλογίζομαι — σαρακοστιανός — φτειαστικά — χαριτόβρυτος — βράκα — φτερούγισμα — εμπεταστής — σκυλί — χαροκαμμένος — πύραυνος — αχαλύβωτος — θλιπτικός — ανάβω — αφέντρα |
|||