|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово επίπασμα? — — καπνιστήριο — υπερβέβαιος — σκουμπρί — φθισίατρος — ενενηκοντούτης — δεκαοκτοετής — γνωμολογώ — αθυρόστομος — Αρμένιος — γλυκόριζα — φιλάρεσκος — υδροπλανοφόρο — οπλοφορία — ρίζωμα — δρομολάτης — κεφαλαιοκρατισμός — μιμική — λεπτούργημα — μαλλούσα — αξέταστος — ανταλλασσόμενος |
|||