|
(αόρ. αντέπεισα) переубеждать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово переубеждать? — αντιπείθω как с (ново)греческого переводится слово αντιπείθω? — переубеждать — μαζός — θεϊστής — εκφραστικότητα — στυφίζω — κολυμβήθρα — παραψαλιδιά — προαγορά — ελαττώνω — χάντρα — υπερψύχω — μπατόν — ισχνόφωνος — αγναντιάζω — δενδρογαλή — πράος — ευρωπαίος — παρένθεση — αποδιοργανώνω — απειθής — καλούδια — συντρέχω |
|||