|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αλητάκι? — — υπερκορεσμός — αντιτάσσομαι — χελωνόστρακο — εποχικός — κριθάρι — σκοπευτικός — φραγκικά — προσγειώνομαι — πελεκάνος — πρόκριση — αφαιρέτης — εντομολόγος — ετεροπαθητική — ανήρεσα — μοσχοβόλημα — ανετοίμαστα — σκόρ — περιύβριση — φαυλοκράτης — κουράρισμα — φανταρία |
|||